Η Νέα Βρύση στο Πλατανούλι! |
ΤΟ Πλατανούλι είναι μια
τοποθεσία έξω από το χωριό περίπου σ' ένα χιλιόμετρο απόσταση. Σημείο αναφοράς
στις εξορμήσεις των χωρικών όταν επρόκειτο να πάνε στα χωράφια τους στη γύρω
περιοχή ή στον Κάμπο. (Με την ονομασία Κάμπος εννοούσαν το κάτω πεδινό χωριό, όπου
είχαν τα κτήματά τους κι ο καθένας είχε χτίσει και ένα υποστατικό για τις
ανάγκες των αγροτικών τους εργασιών. Πολλοί είχαν χτίσει κανονικά σπίτια, όπως
ο Νίκος Ανδρικόπουλος ή Σκουρλίνος, ο Προκοπόγιαννης, ο Θοδωρής Κάππος (μάλλον
ο πατέρας του ο Γιάννης Κάππος), ο Σπήλιος Αλεξόπουλος, ο Τάσης Μπαντές, οι
οποίοι είχαν σπίτια και στο πάνω χωριό, αργότερα όμως έμεναν σχεδόν μόνιμα
κάτω. Ο δρόμος που συνέδεε το πάνω με το κάτω χωριό περνούσε από αυτή την
περιοχή, το Πλατανούλι). Το Πλατανούλι ξακουστό για το γέρο πλάτανο απ´όπου
είχε και τ´όνομά του είχε νερά που έρχονταν από το βουνό επάνω, τη Μεγάλη Ράχη,
ίσως κι ακόμα πιο ψηλά τα τράβαγε το ρέμα που μάζευε τα πολλά νερά και τα
´ριχνε στη θάλασσα στον Κάμπο, ανάμεσα
στο χωριό Θολό και στην τοποθεσία Παλιοκάραβο. Εκεί στο δρόμο δεξιά όπως πάμε
στον Κάμπο, (καρσί στην Περδικόβρυση,
άλλη τοποθεσία προς τη Μεγάλη ράχη και στο δρόμο προς το χωριό Καλύδωνα),
ανάβλυζε πλούσιος άμπουλας πεντακάθαρο νεράκι κι απέναντι ήτανε φυτρωμένο ένα
πλατανάκι έξω από τη λαγαδιά. Εξ´ου και Πλατανούλι, μικρό πλατάνι που θέριεψε
με τον καιρό και στα δικά μου χρόνια γερασμένο αλλά πανέμορφο χάριζε τον ίσκιο
του ,,σε κοσμο και κοσμάκη,, και σε ζωντανά.
Αυτό το νεράκι οι Μοφκιτσάνοι του
παλιού καιρού το μάζεψαν κι έφτιαξαν μια όμορφη πέτρινη βρυσούλα με αέτωμα, γούρνα,
λιμπί και τουράκι. Η βρύση είχε λιγοστή αλλά μόνιμη ροή. Ξεδίψαγε ανθρώπους, ζωντανά, περαστικούς. Τη
στοίχειωσαν μύθοι με νεράιδες και ερωτικές ιστορίες. Εκεί δίπλα της δεξιά ήταν
και κήπος του γέρο -Τζάνε που ο θρύλος λέει και έγινε στις μέρες μας οπτικά την
οικοδέσποινά του τη συνεπήραν οι νεράιδες. Αυτό το γραφικό μέρος έμεινε μέσα
μου, όπως και όλα τ´άλλα που αφορούν τη Μοφκίτσα, τον τόπο της γέννησής μου.
Τώρα πια για λόγους που δε γνωρίζω, μάλλον για τη διαπλάτυνση του δρόμου, για
να περνάει αυτοκίνητο ή τρακτέρ, έχουν μεταφέρει τη βρύση στην επάνω πλευρά του
δρόμου, όπως πηγαίνουμε για τον κάμπο δεξιά μας, ενώ παλιά βρισκόταν στην κάτω
πλευρά αριστερά μας κάτω από το πλατάνι. Υπήρχαν ,,κορύτες,, για να πίνουν νερό
τα ζώα στη σειρά και αυλάκια που διοχέτευαν το περσευούμενο τρεχούμενο νερό
στον ποτιστικό κήπο του Τζάνε στη δεξιά πλευρά, όπως κοιτάμε τη βρύση ή όταν
έκοβαν το αυλάκι γιατί δε χρειάζονταν άλλο το νερό, και στη ρεματιά από κάτω
λίγα βήματα από τη βρύση.
Η Παλιά βρύση στο Πλατανούλι! |
Η Νέα Βρύση στο Πλατανούλι! |
Αυθόρμητα μια μέρα όπως αναπολούσα
τα παλιά βγήκαν από μέσα μου οι παρακάτω στίχοι:
Η ΒΡΥΣΗ ΣΤΟ ΠΛΑΤΑΝΟΥΛΙ
Νεραϊδόβρυση σε λέγαν μα νεράιδα
ήσουν κι η ίδια,
τώρα το μυαλό μου παίζει με της
μνήμης τα παιγνίδια.
Ναού αρχαίου αέτωμα η σκέπη σου
φαντάζει
και μέσα στην απλότητα όμορφους
μύθους βγάζει.
Στο δρόμο τους σε χτίσανε όμορφοι
Μοφκιτσάνοι...
στον Κάμπο, στα χωράφια τους
σαν έβγαιναν σεριάνι.
Σε πάταγε ο δρόμος τους μα εσύ βάρος δε
νιώθεις,
γιατί βαθιά στα σπλάχνα σου
αγάπη μόνο κλώθεις.
Περαστικούς και βιαστικούς,
βοσκούς κι αγρότες έχεις
με το δροσάτο σου νερό ποτίζεις και τους
τρέφεις.
Ο πλάτανος αντίκρυ σου χαζεύει
τη θωρειά σου
και προστατεύει με δροσιά ό,τι ποθεί η καρδιά
σου.
Σα δυο αδερφάκια στέκουτε κι οι δυο σας μες τα
χρόνια,
τώρα σε περιφρόνηση κι οι δυο
σε καταφρόνια.
Ιστόρησες της Τζάναινας της
νεραϊδοπαρμένης
το παραμύθι, στο χωριό καθ´όλα
παινεμένης.
Οι στρατοκόποι από παντού
φτάναν και ξεπεζεύαν,
τα ζα τους εποτίζανε, δροσιά
πολλή μαζεύαν.
Το ρέμα, νεραϊδόρεμα, που το
νερό σου παίρνει
κυλάει μες τα πλατάνια σου στα
υπόγεια κατεβαίνει.
Γλιστράει το μούσκλι απάλαφρα, φιλιέται με την
πέτρα
και ο τσοπάνης σαλαγά τα πρόβατα στη δέστρα.
Τ´άλογα οι καβαλάρηδες πεζεύουν να ποτίσουν
και τα γαϊδουρομούλαρα πάραυτα
να φροντίσουν.
Γλυκό σταφύλι το τσαμπί, το σύκο, το
μπουρνέλι,
το κέρασμα της Θοδωριάς και
λίγο κοκκινέλι.
Αφήνουνε την κόπρο τους μα εσύ
δεν τους μαλώνεις,
συντρόφοι σφήκες, σέρσεγκες, μέλισσες,
καμαρώνεις.
Σε λίγο τσάγκουρο γυμνό εγίναν
όλα μέλι,
το ζωντανό μικρόκοσμο τίποτα δεν τον μέλλει.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη,
τρεις και τον τσακώσανε,
τα φιλιά που μοιραστήκαν οι δυο
νιοί τ´απλώσανε...
Να στεγνώνουν στη θωρειά σου κι
ούτε γάτα ούτε ζημιά τους,
μα από τότε και μετά κάθισαν
ούλοι στ´αυγά τους!
Πλατανούλι αγαπημένο σ´έχει η νιότη μου
βαλμένο
κάστρο μέσα στην ψυχή της,
άπαρτο μα και παρμένο.
Με της θύμησης τη γλώσσα πλάθω ακόμα ιστορίες,
από κείνες που στο νου μου
έμειναν σαν απορίες.
Στον κορύτο σου διαβαίνουν, ξεδιψούν
τα όνειρά μου
και στη γούρνα σου ποτίζω τα ακριβά φιλήματά
μου.
Φύλλο πλάτανου μ´αγγίζει,
λογαριάζω τις ευθύνες,
μου ´πε η νόνα πως μ´αφήνει έξω η μοίρα από
τις δίνες.
Κι αν μια μέλισσα καθίσει στ´ αχειλάκι μου
απάνω,
τότε να ´χω και το νου μου για
το κάτι παραπάνω.
Πλατανούλι της καρδιάς μου,
τώρα που διαβήκαν χρόνοι,
η αγκαλιά μας ξεμακραίνει κι έχουμε απομείνει
μόνοι.
Να είχε η θύμηση μολύβι να ζωγράφιζε στιγμές
μας
με τον πλάτανο αντάμα να
κοιτάει τις αιχμές μας...
Να ´μουνα κι εγώ παιδάκι να
κρυβόμουνα στ´ αυλάκι,
να ´πιανα πεταλουδίτσες όταν θα
´πιναν νεράκι..!
Τώρα αβέρτα ιστορίες πλάθει το φτωχό μυαλό μου
Μια για σένα, μια για μένα κι ούλες στο
λογαριασμό μου.
Ο Άγιο Θόδωρος πιο πάνου,
έρημος κι αυτός, μονάχος,
κάθε που γιορτάζει, μόνος, ούτε
νια ούτε ξωμάχος!
Μόν´ τα πέλαγα αγναντεύει και
σου στέλνει τα φιλιά του,
κι από την Ιτιά το ίδιο! Το χωριό στην αγκαλιά
του.