Πολιτιστικά

 Λέξεις που έσβησαν στο χρόνο...
Επιμέλεια κειμένου:  Μαρία Καννελλοπούλου - Μάνθος Κατσάμπουλας
(Ευχαριστούμε τη Διευθύντρια της βιβλιοθήκης Πύργου, κα. Φανή Καραχάλιου για την πολύτιμη βοήθεια που μας παρέχει).

Εξ' αιτίας των δεινών της Τουρκοκρατίας και της μεγάλης εξάπλωσης της πειρατείας, οι άνθρωποι του τόπου μας αναγκάσθηκαν να αφήσουν κάθε είδους απασχόληση στα παραλιακά εδάφη και να οργανωθούν σε κλειστές αγροκτηνοτροφικές κοινωνίες στα ορεινά.
Δημιούργησαν σχέσεις με απογόνους Σλάβων και Αρβανιτών που ήταν σε προγενέστερο χρόνο από την κάθοδό τους στα μέρη μας κατά κύριο λόγο αγροκτηνοτρόφοι.
Δανείστηκαν λέξεις που αφορούσαν κυρίως την ποιμενική ζωή π.χ. γκλίτσα, κάλεσα κ.α. Λέξεις δανείστηκαν και από Τούρκους εξ' αιτίας της αναγκαστικής συμβίωσης τους, άλλωστε το ίδιο είχε συμβεί και τα προηγούμενα χρόνια με τους εκάστοτε κατακτητές  (Φράγκους- Βενετούς). Επίσης οι ηπειρώτικες οικογένειες που μετοίκησαν στα χωριά μας, μας έδωσαν λέξεις που κυρίως αφορούσαν τοπωνύμια όπως ''Κριάκουρα'' αλλά και ονόματα όπως ''Γαρούφω, Διαμάντω'' κ.α.

Ας θυμηθούμε λοιπόν κάποιες λέξεις που ακούσαμε παιδιά στη Μοφκίτσα από τους γονείς και τους παππούδες:

Α

Αβανιά: (avania) ιταλική λέξη που σημαίνει καταπίεση, αδικία, συκοφαντία, βαρύς φόρος. Κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας η αβανιά ήταν ο νομιμοφανής για τους Τούρκους τρόπος να αρπάζουν περιουσίες, να καταληστεύουν έμπορους Έλληνες και Ευρωπαίους, να εξοντώνουν εύπορες οικογένειες της περιοχής μας. Η καταγγελία γινόταν για ένα φανταστικό αδίκημα που επέσυρε πάντοτε την καταδίκη. Τα αποτελέσματα της αβανιάς ήταν η τραγική μείωση του εμπορίου και των τεχνών και η επακόλουθη παρακμή των γραμμάτων στα χωριά μας.
 Αβέρτικο: (βενετική averto): ανοιχτός  π.χ "Τα πρώτα σπίτια του χωριού ήσαν αβέρτικα" (Δεν είχαν χωρισμένα δωμάτια).
Αγγειά-γγειά: Αρχαίο αγγείο. Τα κάθε είδους χάλκινα ή πήλινα δοχεία για κάθε οικιακή χρήση και φύλαξη τροφίμων.
Αγκούσα: (Βενετική angossa): δύσπνοια, στεναχώρια, πνιγμονή π.χ "Με έπιασε αγκούσα"
Αγιάζι: (Τούρκικη λέξη ayaz). Σημαίνει πάχνη, πρωινή δροσιά, έντονο κρύο.
Αγλατζινιά: (άγνωστης ετυμολογίας). Σημαίνει δέντρο μεταξύ ελιάς και μυρτιάς, πολύ καλή τροφή για αιγοπρόβατα.
Αγροικώ-γροικώ: (Ελληνιστικό) Σημαίνει 1) Αντιλαμβάνομαι, αναγνωρίζω 2) Νιώθω,αισθάνομαι 3) Ακούω 4) Πείθομαι
"Η μάνα τον αγροίκησε μες τον μικρό της ύπνο" έλεγε ένα παλιό μοιρολόι στο χωριό μας.
Αδράχτι: αρχαίο "ατράκτιον", υποκοριστικό του αρχαίου "άτρακτος". Το γνωστό σε όλους μας μικρό ξύλινο ραβδάκι που τύλιγε το νήμα.
Άκιωτος: (άγνωστη ετυμολογία): Ατελείωτος π.χ "Έχει το απλάδι στον αργαλειό άκιωτο"
Ακουμπέτι: (Αραβοτουρκική acbet): συνέπεια, αποτέλεσμα. στη δυτική Πελοπόννησο έχει τη σημασία του παρά ταύτα π.χ "Τι πάθανε οι ερμαδιακές οι κότες μου και δε γεννάνε, ακουμπέτι φάγανε όλο το αραποσίτι".
Αλάργα: Ιταλικό επίρρημα alla-larga δηλ. στο ανοιχτό πέλαγος.
Για απόσταση: από μακριά σε μακριά,
για χρόνο: σε αραιά χρονικά διαστήματα, κάπου-κάπου, σιγά-σιγά
Αλμαζιά: (άγνωστης ετυμολογίας). Πιθανή η προέλευσή της από το τούρκικο "νταμπλάς", και τα δύο σημαίνουν αποπληξία.
"Κακή αλμαζιά να σ' έυρει" : παλιά κατάρα του χωριού.
Αμάδες: είδος παιχνιδιού με αρχαία προέλευση. Αμάδα ή σημάδα είναι η μικρή επίπεδη πέτρα σε σχήμα δίσκου με την οποία παίζουν στο παιχνίδι αυτό.
Αμανάτι: emanet: τούρκικη λέξη. Σημαίνει ενέχυρο, αποθήκη, παρακαταθήκη, πρόσωπο που εμπιστεύεται κάποιος σε επιμέλεια άλλου. "Μου τ' άφησε αμανάτι"
Ανάκαρο: από το αρχαίο ρήμα καρώ. Σημαίνει σωματική δύναμη, κουράγιο, καλή ψυχική διάθεση, όρεξη, θάρρος, τόλμη.
Ανάρτυγο: (ανά+αρτύω ): το νηστίσιμο φαγητό. στα χωριά μας σημαίνει και το αλάδωτο. π.χ "Άφησα τα μακαρόνια ανάρτυγα ( αλάδωτα ).
Ανάχρια: (ανά+χρεία): τα απαραίτητα σκεύη, συνήθως κουζινικά
Ανακλαρίζομαι: (ανά+κλαρίζομαι): τεντώνω τα μέλη μου που είναι πιασμένα από κόπωση ή ατονία
Αντρομίδα: Ελληνιστικό ενδρομίς που σήμαινε ένα είδος χοντρού υφάσματος που κάλυπταν οι δρομείς το κορμί τους μετά τον αγώνα για να μην κρυώσουν. Στα μέρη μας σήμαινε χοντρό μάλλινο υφασμένο στον αργαλειό.
Αποκαρωμένος: Από το αποκαρόω-ω : κάνω κάποιον να πέσει σε λήθαργο, αποβλακώνω. " Αποκαρωμένος να 'ναι " για οποιδήποτε κακό ή και "αποκαρωμένη να 'ναι" για αρρώστεια ανίατη ή μεταδοτική.
Απόριγμα ή αποριξίμιν: Πρόωρο γέννημα ζώου.
Αποσπερού: ( από+εσπέρα): Επίρρημα που σημαίνει το απόβραδο
Άρατος: σημαίνει εξαφανισμένος. Παρμένη από τα εκκλησιαστικά δρώμενα: στα εγκαίνια ναού ο ιερέας που βρίσκεται μέσα υποκρίνεται τον διάβολο και τρέπεται σε φυγή.
Αρναούτης: (τούρκικη arnabet): έτσι ονομάζουν οι Τούρκοι τους Αλβανούς. σ'εμάς έχει την έννοια του ασουλούπωτου, του "αρούκατου".
Αρνησιά-άρνια: από το ρήμα αρνούμαι. Τόπος που οι νεκροί λησμονούν τους ζωντανούς (Άδης). Οι λέξεις αυτές ακούγονταν συχνά σε μοιρολόγια των γιαγιάδων. "Πήρε της Άρνιας τα βουνά, της Αρνησιάς τους κάμπους" και "Nα πιεί νερό της Αρνησιάς στης Άρνιας το λαγκάδι"
Αμποδένω-αμποδάω: αρχαίο ρήμα αποδένω, σημαίνει δένω εντελώς, εμποδίζω. Αλλού έχει και την έννοια του μαγικού εμποδίου.
Αρμάρι: από τη λατινική λέξη ermorium που σημαίνει αποθήκη. Στα μέρη μας σημαίνει ντουλάπι.
Αχόςαχώ: αρχαίο ηχώ, σημαίνει ήχος.
Αχούρι: από τούρκικο ahir που σημαίνει σταύλος ή από το αρχαίο αχύριος που σήμαινε σωρός από άχυρο. Στα μέρη μας αχούρι είναι ο βρώμικος τόπος.
Αχουγιάζω: (αχός=ήχος) επιπλήττω κάποιον δυνατά, έντονα
Εκφράσεις που λέγονταν πολύ συχνά.

Αλής και Βελής.
Μια συνηθισμένη έκφραση τα παλιότερα χρόνια ήταν αν π.χ. συμβεί αυτό, θα είμαι Αλής και Βελής. Δηλαδή θα έχω άνετη, πλούσια διαβίωση. Μέχρι τα χρόνια των προγόνων μας είχε φτάσει η μυθική και πολυτελής γι αυτούς ζωή του Αλή Πασά και του γιού του Βελή που έως το 1820 ήταν μόρα-Βαλεσί (Διοικητής Πελοποννήσου).

Ατός μου και απατός μου:
Ατός: Μεσαιωνικό εαυτός.
Απατός: Απ’αυτόν.
Σημαίνει εγώ και μόνο εγώ (μόνο για μένα νοιάζομαι). 

Β

Bάιζα: αρβανίτικη λέξη που σημαίνει το κορίτσι, τη νέα κοπέλα.
Βαγένι: το ξύλινο βαρέλι για κρασί μεσαιωνικό, βαγένιον ή βαγαίνιον, από το σλάβικο vagan, με πιθανή επιρροή από το λαγένι που σήμαινε στάμνα. Κατ' άλλους από το λατινικό vagina: οπλοθήκη, κάλυκας.
''Βγάλε ψωμί από το φούρνο μας, κρασί από το βαγένι''
Βαλαντώνω-βαλαντωμένος: κατακουράζομαι, εξαντλούμαι, λαχανιάζω, στενοχωρώ κάποιον, τρελαίνω από έρωτα. Από το ιταλικό malatο που σημαίνει άρρωστος, μαλατώνω ή μαλαντώνω.
''Βαλάντωσε στο κλάμα'', ''Η αγάπη το βαλάντωσε, το 'χει βαλαντωμένο''
Βαργομώ: από το βαρυγκωμώ ή βαρυγκωμώ, πιθανόν από το τούρκικο vazgesmek που σημαίνει παραιτούμαι από τα δικαιώματα, τις θέσεις, τις απόψεις μου αναγκαστικά, παρά την θέλησή μου. ''Αντώνη μου τι σκέφτεσαι κι είσαι βαργομισμένος;''
Βαρκό-βαρικό: το έλος, το μόνιμα υγρό χωράφι, ευλογημένος τόπος για γεωργούς και για κτηνοτρόφους μόνο το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα τα πρόβατα παθαίνουν χλαπάτσα. Στη Μοφκίτσα είχαμε το γνωστό του Χαλούλη το βαρκό.
Βατσέλι: μεσαιωνική λέξη βατσέλιν, που προέρχεται από το ιταλικό vascello, πoυ σημαίνει πλοίο. Παλιά λέξη που σήμαινε στα χωριά μας το μέτρο χωρητικότητας δημητριακών και μέτρο έκτασης αγρών ίσο με 1214 τετραγωνικά μέτρα. Σε  επιστολές του αγώνα του 1821 συναντάμε πχ. "Για δυο βατσέλια φασούλια".
Βεδούρα-βεδούρι: ξύλινο κυλινδρικό δοχείο που χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι να αρμέγουν, να πήζουν, να μεταφέρουν. Παλιότερα το είχαν για μέτρο κυρίως δημητριακών. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει ''βεδούρια χαλκά γανωτά''. Η βεδούρα είναι πιο μεγάλη από το βεδούρι. Ο Κολοκοτρώνης σε μια επιστολή του προς τον Τερτσέτη χαρακτηρίζει μια ανοικοκύρευτη γυναίκα ''απλυτοβεδούρα'', χαρακτηρισμός που συνηθιζόταν και στη Μοφκίτσα.
Βελέσι: γυναικείο ρούχο από τη μέση ως τους αστραγάλους. Βέβαια κατά περιοχές αλλού είναι εξωτερικό ένδυμα, αλλού όχι. Στις πολύ ορεινές περιοχές ήταν πλεκτό. Aπό τη Βενετική λέξη valessiο που πρωτοσυναντιέται σε κείμενο το 1142. Μια συνήθης έκφραση είναι ''Τον σέρνει από το βελέσι της''.
Βεντέμα: Η καλή σοδειά, η αφθονία, η έντονη δραστηριότητα, το πανηγύρι. Σαν επίρημα σημαίνει αδιάκοπα. Από τη βενετική λέξη vendema. Υπάρχει και τι ιταλικό vendemia που σημαίνει τρύγος.  ''Η μηχανή δουλεύει βεντέμα'', ''Μια καλή βεντέμα ξεχρεώνει τον νοικοκύρη''
Βερέμης-βερεμιάρης: άρρωστος, καχεκτικός, φυματικός, ή και δύστροπος. Από το τούρκικο verem που σημαίνει φυματίωση. ''Για σήκω πάνω άρρωστε, για σήκω βερεμιάρη.''
Βερβελιά, βερβελοφούσι: κόπρανα αιγοπροβάτων. Το βερβελοφούσι λεγόταν για το πλήθος. Η βερβελιά προέρχεται από το ιταλικό vervella , το αρνάκι. ''Πήγα και τι να δω , βερβελοφούσι οι σφήγκες''
Βεργάδι: λέξη άγνωστης ετοιμολογίας, σημαίνει το κατσικάκι.
Βερεσέ ή βερεσιγιέ: επίρρημα που σημαίνει με πίστωση. Από το τούρκικο veresiye. ''Ζύγιαζε και μέτραγε, βερεσιγιέ μη δίνεις''.
Βετούλι: χρονιάρικο κατσίκι ή αρνί. Στα μεσαιωνικά χρόνια χρησιμοποιούσαν τη λέξη ''βιτούλιον''. Προέρχεται από τη λατινική λέξη vitulus.
Βηλάρι: Μεσαιωνικό βηλάριον: ύφασμα του αργαλειού. Προέρχεται από το λατινικό velarium που σημαίνει παραπέασμα. Στη Μοφκίτσα σήμαινε το νήμα που τυλιγόταν στο αντί, αλλού σήμαινε και δέμα υφάσματος και κάλυμα της αγίας τράπεζας.
Βήσαλο: κομμάτι από σπασμένο τούβλο, κεραμίδι ή χαλίκι. Στην ύστερη αρχαιότητα το συναντάμε σαν βήσσαλον. Στα λατινικά το συναντάμε σαν laterculi besales (τούβλα των οχτώ δακτύλων)
Μοιρολόι: ''Tα ορφανά στο κεραμίδι γεύονται στο βήσαλο δειπνούνε.''
Κατάρα:''Να μη σου μείνει βήσαλο.''
Βλάμης: αλβανικό vlum : φίλος έμπιστος, αδελφοποιητός ή και σπάνια αγαπητικός, κουμπάρος.
Βλάγκο: καφέ άλογο με ξανθιά χαίτη, από το βενετικό blanco, χησιμοποιούταν και για τις ξανθές γυναίκες
Βλησίδι: κρυμμένος θησαυρός, πλούτος, αφθονία. Προέρχεται από το μεσαιωνικό βλησίδιον, υποκοριστικό του αρχαίου βήσις: αφιέρωμα, από το ρήμα βάλλω  "Οι ελιές είναι βλησίδι"
Χειρόγραφο Μακρυγιάννη: Άλογα και μουλάρια φορτωμένα με του αγά τ'ασημικά, το χάλκωμα και τ'άλλο του τ'ακριβό βλησίδι.
Βιζικάντι: από το βενετικό vissigante: εκδόριο, έμπλαστρο που κολλιέται με σκοπό να απορροφήσει υγρά του σώματος από διάφορα αποστήματα.
Βολά-φορά: Από το αρχαίο βολή με επίδραση του φορά.
Βαντάκα: δέμα με είδη ρουχισμού, μπόγος. Μεγεθυντικό του ουσιαστικού βαντάκι που σημαίνει δέσμη νήματος, δεμάτι ξύλα, αρμαθιά φύλλων καπνού. "Πάρε τη βαντάκα σου και φύγε!"
Βιδέλο: μοσχάρι, κρέας από μοσχάρι, κατεργασμένο δέρμα βοδιού. Προέρχεται από το ιταλικό vitello που σημαίνει μοσχαράκι.
Βολίμι: Έτσι λεγόταν τα παλαιότερα χρόνια το μολύβι. Το μολύβι και το βολίμι είναι μια αντιμετάθεση φθόγγων.
Βουτσέλα: Μεγάλο βουτσί (βαρέλα) από το μεσαιωνικό βουττίον και βουτσίον: ξύλινο βαρέλι κρασιού. Προέρχεται απ'τη λατινική λέξη buttia, δηλαδή βαρέλι. Χρησιμοποιείται επίσης η λέξη βουτσέλα για μια κοντή και παχιά γυναίκα.

 Γ

Γαστέρα: κοιλιά (αρχ.γαστήρ) Μέρος του σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στο θώρακα και στη λεκάνη και περιέχει τα σπλάχνα
Γουστέρα: σλβ. gustera Λέγεται κυρίως για την πράσινη μεγαλόσωμη σαύρα (γαϊδουρογουστέρα)
Γιάτρα: για τήρα (αρχ. τηρέω-ώ) προσέχω, δείχνω ενδιαφέρον
Για δαύτο: επίρρημα, για αυτό το λόγο, ουδέτερο της αντωνυμίας δαύτος-η-ο
Γινάτι-Ινάτι: (τουρκ.inat) πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη. "Παντρεύεται η αγάπη μου για πείσμα για γινάτι μου."
Γκορτσιά: (αλβ.gorise) αγραπιδιά
Γραπώνω: (ιταλικ.greppare) πιάνω με κίνηση του χεριού, αρπάζω
Γουρλώνω: ανοίγω διάπλατα τα μάτια, (μεσαιων. γρυλλώνω = γρύλλος ο χοίρος)
Γκέμι: χαλινάρι (τουρκ.gem) "Βάνει και του ψύλλου γκέμια"= καταφέρνει τα πάντα
Γκαβαλίνα-Γκαβάλα: (λατ.cabalinnus) η κοπριά του γαϊδάρου, του αλόγου και της αγελάδας
Γκαλιουρίζω: παλιά ξεχασμένη λέξη που σημαίνει αλληθωρίζω
Γλαρώνω: ηρεμώ, έχω τάση για ύπνο (ιλαρός-ιλαρώνω= ηρεμώ, είμαι χαρούμενος)
Γκριτζάλα: Γεωργικό εργαλείο με δόντια για διάφορες εργασίες (σλαβ.gryzo= ροκανίζω)
Γούβης-Γούπης: είδος πουλιού νυκτόβιου όπως και ο χουχουλόγιωργας. Λεγόταν και για μοναχικό και ακοινώνητο άνθρωπο.
Γαϊδουρολάτης: γαϊδούρι + λάτης (ελαύνω). Πορεύομαι πάνω στον γάιδαρο
Γαϊδουροφόρτι: γαϊδούρι + φόρτωμα. Ένα φόρτωμα όσο αντέχει ο γάιδαρος
Γαλάρι: λέξη άγνωστης ετυμολογίας από το ποιμενικό λεξιλόγιο. Μάντρα ή φυσική σπηλιά με τοίχο στην μπροστινή μεριά για να σταβλίζονται τα πρόβατα
Γαλάρα: γάλα + αρα. Λεγόταν για γίδα που κατέβαζε πολύ γάλα
Γαλάρια: γάλα + αρια. Τα πρόβατα που έχουν γεννήσει και έχουν κατεβάσει γάλα. "Όσα τα άστρα τ'ουρανού τόσα και τα γαλάρια."(Ευχή του χωριού μας)
Γαλότσα: βενετικό galozze. Το γνωστό μας παπούτσι από καουτσούκ ή δέρμα που φοριόταν σε κακοκαιρίες
Γανιάζω: Λεγόταν αρχικά για αντικείμενα που είχαν καλυφθεί από γάνα (πράσινη σκουριά). Αργότερα λεγόταν για κακοπλυμένα, συνήθως λευκά ρούχα που είχαν χάσει τη λευκότητά τους. "Τα ρούχα δεν τα θέλω γανιασμένα, τα θέλω γαργαριστά (καθαρά σαν το γάργαρο νερό)" (συνήθης έκφραση Μοφκιτσάνικων νοικοκυρών)
Γκανιάζω: στεγνώνει το στόμα μου σαν να έχει καλυφθεί από γάνα / καταρρέω
Γέννημα: αρχ. γέννημα/το γεννώμενον. Λεγόταν για δημητριακά, κυρίως για το σιτάρι
Γεράνιο: βαθύ γαλάζιο χρώμα. 
Ουράνιος: αεράνιος/γεράνιος "Γεράνια αφαλαρίδα" (έκφραση του χωριού μας). Λεγόταν για σκληρή γυναίκα επειδή η σκούρα αφαλαρίδα ήταν φυτό με σκληρά αγκάθια
Γιαγούρτι: το γνωστό μας γιαούρτι λεγόταν γιαγούρτι από τους παλαιότερους
Γιατάκι: τουρκ. yatac. Κατάλυμα, κρεβάτι, τόπος διαμονής
"Ας πάω στο γιατάκι μου να πέσω" (έκφραση του χωριού)
"Ψάχνουνε οι δόλιοι κλέφτες ένα γιατάκι, αλλά που να βρούνε και ποιον να μπιστευτούνε"
(Αναφερόμενο στα χρόνια του διωγμού των κλεφτών προεπαναστατικά στην περιοχή μας)
Γιόμα: αρχ. γεύμα . Κυρίως το μεσημέρι το μεσουράνημα του ηλίου
"Παρακαλώ σε μάνα μου μια χάρη να μου κάνεις
Ποτέ σου γιόμα του ηλιού μην πιάνεις μοιρολόι" (παλιό μοιρολόι του χωριού)
Γιούκος: τούρκ. eyuk. Στοίβα από κλινοσκεπάσματα και στρωσίδια που οι νοικοκυρές του χωριού κάλυπταν με λευκά σεντόνια με όμορφες δαντέλες.
Γιουρούκι: τουρκ. yuruk/νομάδας. Λεγόταν για άτομο άξεστο, ασουλούπωτο
"Αυτός από κόσμο δεν ξέρει, γιουρούκι είναι"
Γιουρντί: ρούχο δίχως μανίκι που φοριόταν πάνω από όλα τα ρούχα  το χειμώνα
Γκλάβα: σλαβ. glava. Ξεροκεφαλιά, ισχυρογνωμοσύνη
Γκεσέμι: τουρκ. gkesem/μπροστάρης. Το κριάρι ή το τραγί που προπορευόταν και οδηγούσε το κοπάδι φορώντας ένα μεγάλο κουδούνι (κυπρί)
Γκλίτσα-Κλίτσα: αγκύλη-αγκυλίτσα γκλίτσα. Ποιμενικό ραβδί με κυρτή λαβή για να πιάνεται το ζώο από το πόδι και να μην ξεφεύγει
Γκιόσα: αλβ. giosa. Γίδα που λόγω ηλικίας δεν γεννάει. Λέγεται και για γερασμένη ή άσχημη γυναίκα
"Γκιόσα γίδα εύκολα δεν βράζει"
Γνέμα: γνέθω. Το νήμα που προέρχεται από το γνέσιμο
Γουλόζος: ιταλ. golosso = λατιν. gula. Λαίμαργος, καλοφαγάς με την αρνητική σημασία της λέξης
Γουλισιά: η λάσπη που φέρνει το ποτάμι όταν κατεβάζει πολύ νερό
Γούπατο: γούβα + πάτος. Κοιλότητα εδάφους ακατάλληλη για οικοδόμηση
Γούρμος: ώριμος
Γουρμάζω: Ωριμάζω
Γούρνα: αρχ. γρώνη. Κοίλωμα φυσικό ή τεχνητό για να πίνουν τα ζώα νερό
Γράνα: σλαβ. grana. Χαντάκι, τάφρος στα χωράφια για να χωρίζει τα χωράφια και να αποστραγγίζει τα νερά της βροχής
Γρέκι: τουρκ. egrek που σημαίνει λίμνη. Πρόχειρο περίφραγμα από κλαδιά που σταβλίζονται τα πρόβατα, έχει πάρει τη σημασία του σκιερού καταφυγίου για κοπάδια, αλλά  και του συνοικισμού και της κατοικίας.
"Βρίσκω το γρέκι μου αδειανό κουδούνια δε βροντούνε" (δημοτικό τραγούδι)
"Βρήκα το γρέκι μου αδειανό, βρήκα το γρέκι μου άδειο" Κ.Κρυστάλλης
Γρόσι: βεν. grossο. Παλιό τουρκικό νόμισμα που ισοδυναμούσε με 40 παράδες, νόμισμα συναλλαγής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
“'Εχεις γόσια, έχεις γλώσσα."   Ώσπου να 'ρθει η γνώση πάει το γρόσι" (παροιμίες)
Γρουμπούλι: αρβαν. grumbulle. Στρογγυλός όγκος. "Ο καλός χυλός δεν έχει γρουμπούλια" 

Δ

Δαμάλι-δαμάλα: (αρχ. δαμάλιον μσν. δαμάλιν).Το νεαρό αρσενικό μοσχάρι. Δαμαλά η νεαρή αγελάδα.
 ''Οπώς κλαίει σαν της παίρνουμε το τέκνο η Δαμάλα.και
Οδηγούσανε  τους αιχμάλωτους σαν τα δαμάλια στη σφαγή.''
Δαμάσκο: (ιταλ.damasko): ύφασμα πολυτελές, πράσινο ή κόκκινο και σπάνια γκρίζο με διακόσμηση καμωμένη από χρυσόχρωμη ή ασημόχρωμη κλωστή. Από αυτό έραβαν τα πολυτελή τους ρούχα οι αγάδες και οι χανούμισσες . Στις ημέρες των μητέρων και γιαγιάδων μας, ήταν περιζήτητο για την κατασκευή των καλών και ακριβών παπλωμάτων.
Δασιά(επίθ.δασέα-δασιά):πυκνά,μαλλιαρά πυκνόφυλλα. ''Έχει φρύδια Δασιά.  Μες του χωριού μας τις δροσιές και τα δασιά πλατάνια.
Δάσο: έτσι έλεγαν τα παλιά χρόνια το δάσος. ''Πού να φωλιάσω σε ξένο δάσο να μην χαθώ.''(δημ.τραγούδι).
Δασοφύτρωσε: σημαίνει φύτρωσε και έγινε πυκνό και μεγάλο σαν τα δέντρα και τα φυτά του δάσους.
''Σπυρί πιπέριν έσπερνα μες της Βαγγελιώς τα χείλη, δυόσμος και το καριοφίλι, κι εκείνο δασοφύτρωσε κι εγίνε δεντρί μεγάλο που στον κόσμο δεν είναι άλλο.''
(Παλιό αγαπημένο τραγούδι του παππού μου).
Δερβέναγας: τουρκ.derbentsgasi: Τούρκος ένοπλος αξιωματούχος που έλεγχε τα δερβένια δηλ.τα περάσματα (αγάς των δερβενίων): Στα νεότερα χρόνια σήμαινε τον αφέντη τον τύραννο.
Δερβίσης: τουρκ.Dervis:επαίτης,αλλά και λεβέντης θαρραλέος.
Συνήθιζαν να αποκαλούν  ντερβισόπαιδα τα λεβεντόπαιδα και ντερβισογυναίκα τη  λεβεντογυναίκα.
Δεντρογαλιά: δένδρον+γαλή:  φίδι που αναρριχιέται σαν γάτα στα δέντρα.
''Οχιές και δεντρογαλιές να σε φάνε.''(κατάρα του χωρίου).
Διάη-εδιάκα-διάβηκε: διαβαίνω ήταν λέξη που ακουγόταν συχνά στο χωριό.
Διαγός: λέξη αγν.ετυμολογίας:μέρος του κήπου που ορίζεται από αυλάκια και είναι φυτεμένο (έβαλα ένα διάγο ντομάτες).
Διάζομαι: αρχ.διάζομαι: ετοιμάζω το στημόνι στον αργαλειό.
Διασίδι: υποκοριστικό του διάση: το νήμα που χρησιμεύει σαν στημόνι στην ύφανση.(στήνουν την ανέμη τους και  διάζουνται τις κλωστές τους). Στρατής Μυριβήλης.
Διακονιά-διακονιάρης: η διακονιά  λεγόταν για να δηλώσει την υπηρεσία μοναχών που στα βυζαντινά χρονιά ,γυρνούσαν στα σπίτια και ζητούσαν προσφορές για τα μοναστήρια.
Έφθασε να σημαίνει την επαιτεία, την ζητιανιά καθώς και ο διακονιάρης τον ζητιάνο.
''ο διακονιάρης τα μπροστινά σακκούλια βλέπει τα πισινά δεν τα βλέπει''.  Γνωστή παροιμία.
Διάσελα: δια+σέλας : ξέφωτο ομαλό μέρος  που συνήθως ενώνει δυο κορυφές.
''Της Ρούμελης τα διάσελα και του Μοριά οι κάμποι.''Κωστής Παλαμάς
''Βγήκα ψηλά στα διάσελα κι αγνάντια στην μπαρμπάσαινα''
(Τοπικό τραγούδι του Πύργου).
Διαταή: διατάσσω:διαταγή,προσταγή, νουθεσία και παραγγελιά.
Διάτανος: σήμαινε το σατανά σε πιο ήπιο  πνεύμα. (άντε στο διάτανο).
Διβόλισμα: (επιθ.δίβολος): όργωμα του χωραφιού δύο φορές για πιο καλό αποτέλεσμα.
Δικολάβος: (δίκην+λαμβάνω): υπερασπιστής. Ο άνθρωπος που αναλάμβανε να αντιπροσωπεύσει και να υπερασπίσει κάποιον στο ειρηνοδικείο δίχως να είναι απαραίτητα νομικός.
Ο θεσμός του δικολάβου ίσχυσε ως το 1954 .
Δίμιτο: δις+μίτος: κλωστή, ύφασμα πυκνουφασμένο με δύο κλωστές (μιτάρια)
Διπλάρια: έτσι έλεγαν τα δίδυμα παιδιά.
Διμουτσουνος: έτσι ονόμαζαν τον ύπουλο άνθρωπο που δεν ήταν ειλικρινής.
''Οχιά διμούτσουνη'' (έκφραση του χωριού).
Δίπατο-ανωγοκάτωγο: ο πιο συνηθισμένος τύπος σπιτιού στο χωριό, δεν είχαν σπίτια τρίπατα αλλά δίπατα κάτω (κατώι), το είχαν για τα ζώα, αποθήκη κλπ. πάνω την κύρια κατοικία.
Διπλολίθι: διπλός λίθος. Ο τοίχος των σπιτιών για να είναι γερός έπρεπε να είναι χτισμένος με διπλή πέτρα, διπλολίθι.
Δικριάνι: αρχ.δίκρανον: δικέφαλον, μσν, δικρένιον :γεωργικό εργαλείο σε σχήμα πηρούνας.
Δοκιέμαι: (αρχ. δοκώ), έχει την σημασία του αντιλαμβάνομαι- νιώΘω.
''Κι ο Τούρκος εδοκήθηκε του κλέφτη το καρτέρι κι απ' άλλο δρόμο πέρασε κι από άλλο μονοπάτι''.
Δόλιος: αρχ. Δόλιος: κακομοίρης, ταλαίπωρος, δυστυχής.
''τι να κάνω η δόλια που 'χω αδύνατο μέρος'' (δηλ κορίτσι): λεγόμενα μιας Μοφκιτσάνας μητέρας.
''Να στείλω μήνυμα πικρό στη δόλια μου μανούλα'' (παλιό μοιρολόι του χωριού..)
Δράκος-δρακούλα: (αρχ: δράκων). Φώναζαν έτσι τα αβάπτιστα παιδιά, γιατί η παιδική θνησιμότητα μάστιζε και η ονομασία αυτή είχε την έννοια της ευχής δηλαδή το βρέφος να έχει τη δύναμη του δράκου.
Δρίμες:-δρίματα: (αρχ. δριμείες): βίαιες πολύ δυνατές.
''Του Μαρτίου τα Σάββατα του Αυγούστου οι Δευτέρες'' δεν έπρεπε να λούζονται ούτε να πλένουν γιατί θα έπεφταν τα μαλλιά και θα έλιωναν τα ρούχα.
Δροσό:  Έλεγαν τη δροσιά άλλα και το δροσερό μέρος.
Δροσολογιέμαι: (δροσιά+λογιέμαι, δροσολοήθηκα, δροσολοημένος): δροσίζομαι
''όλα τα ελάφια βόσκουνε κι όλα δροσολογιούνται και μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει μαζί με τ' άλλα'' δημ. Τραγούδι-μοιρολόι.
Δρούγα: (αλβ.drugs) : το μικρο  ξύλινο ραβδάκι που τύλιγαν το νήμα στο γνέσιμο.
Δριμόνι: κόσκινο με μεγάλες τρύπες για το ξεκαθάρισμα δημητριακών από άλλες ουσίες. 

E

Έγκομος: (αγν.ετυμολογίας, πιθανόν από το αρχ. εν+κομίζω) ο βαρύς, ο παχύς, άνθρωπος που το πάχος του δημιουργεί πρόβλημα π.χ Ποτέ εργάτη έγκομο μη παίρνεις μες στον έργο (παροιμία)
Εδιάη (αυτός-η)/ Έδιακα(εγώ): (αρχ.διαβαίνω) έτσι είχε φτάσει το ρήμα διαβαίνω στη γενιά των παππούδων μας
Έιναι τος: υπάρχει αυτός
Εμπατή: (θυλ.αρχ.εμβατός, εν+βαίνω, εισέρχομαι) είσοδος σπιτιού αλλά και αυλής, κήπου, χωραφιού κ.α
Έμπυο: (αρχ.έμπυος) το πύον π.χ Έμπυασε η πληγή (έπιασε πύον)
Εξηνταβελόνης: (εξήντα+βελόνες) λέγεται για τον πάρα πολύ τσιγκούνη άνθρωπο
Έργος: (εργάζομαι) παλιότερα αναφερόταν μόνο σε τμήματα καλλιεργημένου χωραφιού, αργότερα πήρε τη σημασία της μεγάλης δουλειάς (θέρου, τρύγου κ.α) π.χ Μην δεις γυναίκα τη Λαμπρή και στο χορό πως μπαίνει, μα κοίτα την τον θεριστή πως μπαίνει μες στον έργο (παροιμία)
Ερμαδιακός: (έρημος) λέγεται για να εκφράσει αγανάκτηση π.χ Πάλι στέρφα έμεινε η ερμαδιακιά μου η γίδα
Εφούμισε: (φουμιά, αρχ.εύφημος) δοξάστηκε, απέκτησε καλή φήμη αλλά και στολίστηκε, ομόρφυνε, π.χ Πήρανε την Πηνελόπη νύφη και εφούμιασε το σπίτι τους
Έχι: (έχω) το βιός, η περιουσία π.χ Πες μου ποιο είν' το έχι του: δυο πρόβατα, μια γίδα. 
Εψές-Προψές: (αρχ.οψέ) το προηγούμενο και το προ-προηγούμενο βράδυ π.χ Στο κοντοσκάλι ανέβαινα εψές το βράδυ-βράδυ (από αγαπημένο τραγούδι του χωριού και του παππού μου)

Z

Za: (ζώα) λεγόταν για μεγάλα ζώα, βόδια, άλογα κ.α
Ζαβός: ο τρελός, ο δύστροπος, ο άμυαλος
Ζαβλακώνω: (ζαβώνω+βλακώνω) δαμάζω, ζαλίζω, κάνω διανοητικά ή σωματικά άτονο κάποιον π.χ Τον ζαβλάκωσε η αρρώστεια. Τον ζαβλάκωσε το κρασί
Ζαβλακωμένος: ο ζαλισμένος, ο αποβλακωμένος, ο αδιάθετος
Ζαγά-Ζαγά: σιγά-σιγά, αθόρυβα π.χ Ζύγωσε ζαγά-ζαγά μέσα στη νύχτα
Ζαγάρι: (αραβ.zakar) το κυνηγόσκυλο, αλλά και ο τιποτένιος άνθρωπος. Ο Κολοκοτρώνης αποκαλούσε τους Τούρκους "παλιοζαγάρια"
Ζακόνι: (σλαβ. zakonu) συνήθεια, έθιμο π.χ Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη ή Ανάθεμα σε βασιλιά με το ζακόνι που 'χεις
Ζαλιά: (σλαβ.zaluk=δυστυχής) το φορτίο από ξύλα ή φρύγανα που μεταφέρει κάποιος στον ώμο του π.χ Μια ζαλιά ξύλα
Ζαλούκα: ζαλιά. Εδώ σημαίνει ότι μεταφέρω άνθρωπο στον ώμο
Ζαμάνια: (τουρκ.zaman) μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύς καιρός π.χ Καιρούς και ζαμάνια
Ζαμπούνης: (τουρκ.zambun) άρρωστος, αδιάθετος π.χ Κρύωσα και είμαι ζαμπουνιασμένος
Ζάφτι: (τουρκ.zapti, κατάληψη) το να τιθασεύω, να επιβάλλομαι π.χ Τον έκανε ζάφτι
Ζάφτω: Πίνω αρκετό νερό γρήγορα, λόγω μεγάλης δίψας. (Το έζαψε το νερό) 
Ζγόρτσα: το δέρμα του χοιρινού
Ζγάρτσα: Βρωμιά
Ζεμπερέκι: (τουρκ.zemberek) μπετούγια μοχλού που σηκώνεται με το πάτημα του μεγάλου δαχτύλου
Ζεύλα: (αρχ.ζεύγλη) το καμπυλωτό μέρος του ζυγού που μπαίνει ο λαιμός του ζώου π.χ Με ζεύγλωσε (με αγγάρεψε)
Ζέχνω: (ζένω<οζένω<όζω) μυρίζω άσχημα, βρωμάω
Ζιλές: το ανδρικό ή γυναικείο γιλέκο ή ζακέτα χωρίς μανίκια (τουρκ. yelek, γαλ.gilet)
Ζούδι: (ζώο+ούδι) λεγόταν για ζώα που δημιουργούσαν ζημιές, όπως νυφίτσα, αλεπού κ.α
Ζουλάπι: (σλαβ.zulape) ζώο μεγαλόσωμο και βλαβερό π.χ τσακάλι, λύκος κ.α. Λεγόταν και για ύπουλο ή κακό άνθρωπο
Ζούμπα: (τουρκ. zimba) καμπούρα. Ζουμπάς λεγόταν ο μικρόσωμος άνθρωπος
Ζούπα! Πολύ ώριμο αχλάδι. Αυτά είναι πολύ γινομένα, είναι ζούπες
Ζουπάω: (αρχ.διοπίζω) πιέζω και βγάζω χυμό, αλλά και συνθλίβω
Ζουριάζω: (ζούρα+άζω, κατ'άλλους αρχ.σειριάζω =καίω) μαραζώνω, κατσιάζω, μαραίνω  π.χ Το μάη και τον θεριστή, ούτε αρνί στο μαντρί, ούτε πουλί στην αυλή, γιατί η ζέστη τα ζουριάζει
Ζουρλός: (ιταλ.zurlα) υπερβολική χαρά. ζουρλός= αυτός που στρέφεται σαν σβούρα, τρελός, μικρός ή και ανώριμος (μικρό παιδί). π.χ Οι ακαμάτρες κι οι ζουρλές έχουν τις μοίρες τις καλές
Ζυγιά: ζεύγος μουσικών οργάνων ή ζεύγος παικτών μουσικών οργάνων π.χ Στο γάμο το είχε δύο ζυγιές όργανα
Ζυγούρι: (ζυγός, διπλός) λεγόταν για το δίχρονο αρνί
Zυγώνω: (αρχ. ζυγόω) πλησιάζω π.χ Ζύγωσε το Πάσχα /τοποθετώ κάτω από τον ζυγό, ενώνω, συνάπτω, συνδέω π.χ Ζυγώνεις τις δυο άκρες και τις ράβεις / υποτάσσω, υποδουλώνω / με άρνηση: δεν ζυγώνω=δεν συχνάζω / κάνω κάποιον να πλησιάσει π.χ Ζύγωσε να σου πω.

Η

Ήρα: αρχαία αίρα= ζιζάνιο δημητριακών (τριβόλι) "Γιόμισε το γέννημα ήρα''

Θ

Θανατικό: μεσαιων. θανατικόν = εδώ έχει τη σημασία της θανατηφόρας           επιδημίας του λιμού "Απ'όλα τα θανατικά βαρύτερη είναι η σκλαβιά   Θανατικός (επιθ.) = έχει τη σημασία του πείσμωνα, του φανατικού έως   θανάτου.
Θανατίκια: τα παλαιότερα χρόνια σήμαινε τη δαπάνη της ταφής, στα επόμενα χρόνια σήμαινε τα ρούχα και οτιδήποτε στόλιζε το λείψανο "Η μυαλωμένη γυναίκα τα θανατίκια της τα έχει φροντίσει"
Θειακούλα: όπως σε πολλά μέρη για να δείξουν αγάπη και οικειότητα έλεγαν θείτσα ή θειούλα, στη Μοφκίτσα έλεγαν ''θειακούλα''
Θέλημα: αρχ.θέλημα, θέλω= η παραγγελία, η μικρή εξυπηρέτηση αλλά και η επιθυμία, ή κάτι που αποφεύγεται να κατονομαστεί. ''Μου κάνεις ένα θέλημα'' αλλά και ''Ήτανε θέλημα θεού η πόλη να τουρκέψει''
Θελός: αρχ.θολός= θαμπός, όχι διαυγής ''Θελό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα (όνειρο του Κολοκοτρώνη)
Θελομπούρα: υγρό πολύ θολό. Συνήθως αναφερόταν σε νερό ή κρασί
Θελόσταχτη: θελός+στάχτη= η αλισίβα, το σταχτόνερο της πλύσης για το καθάρισμα των ρούχων
Θεοκαλιέμαι: θεός+καλώ= λεγόταν σε περίπτωση που η επίκληση του ανθρώπου προς το Θεό γινόταν για να πάθει κάποιος κακό, σε περίπτωση κατάρας
Θεοπούλι: θεός+πουλί= λεγόταν για τα πουλιά του θεού (ουρανού), όχι για τα οικόσιτα
Θεριακωμένος: θεριακώνω< θεριακός<θηριακός= πολύ ανεπτυγμένος, ευτραφής και ψηλός ''Πήρε γυναίκα θεριακωμένη''
Θέρμη: αρχ.θερμός= εδώ έχει την έννοια του πυρετού, πολλές φορές του ρίγους που έφερνε πυρετό, παλιότερα σήμαινε τον πυρετό της ελονοσίας που χτυπούσε όσους εργάζονταν στους κάμπους
Θερμαίνομαι/Θερμολογιέμαι: έχω θέρμες, ρίγη που φέρνουν πυρετό, υποφέρω από ελονοσία ''Κάτσε χάμου κακομοίρη και κάμε ότι θερμολογιέσαι''
Θερμοπαρακαλώ: θερμά+παρακαλώ= ικετεύω
Θράκα: ανθρακιά, αρχ.άνθραξ= σωρός από κάρβουνο και στάχτη, η χόβολη
Θράσιος/Θράσιο: αρχ.σαθρός, άνοστος
Θρασίμι: αρχ.σαθρόν= το ψοφίμι αλλά και ο ύπουλος
Θράσεψε: λεγόταν για φυτά υπερβολικά ανεπτυγμένα "Θράσεψε το χορτάρι"
Θρούμπι: αρχ.φυτό θρόμβη= λεγόταν και όταν ήθελαν να αναφερθούν σε ολοκαύτωμα "Έγινε θρούμπι η καλαμιά'', κάηκε εντελώς
Θυμητικό: ενθυμούμαι= αναφερόταν στη μνήμη= ''έχει καλό θυμητικό αυτός'', δηλαδή καλή μνήμη
Θημωνιά: αρχ.θημών=σωρός= σωρός με τα δεμάτια των σιτηρών
Θηλυκώνω: θηλύκι=κουμπώνω τα δυο επάνω κουμπιά "Θηλυκώσου το θηλυκό πρέπει να είναι θηλυκωμένο''(από τα λεγόμενα των γιαγιάδων)

Ι

Ινάτι: τουρκ.inat= πείσμα ''Το ινάτι βγάζει μάτι''
Ίσκα: λατ.esca=εύφλεκτο φυτίλι
Ιταίρι: αρχ.έταιρος= το ένα από τα δυο μέρη του ζεύγους

Κ


Καγιανάς: τουρκ.kayana= περσικό khagine= παλιό αγαπημένο φαγητό του χωριού που γινόταν από παστό χοιρινό, ντομάτα και αυγά. ''Τι το φίλεψε η οβριά η κακούργα πεθερά, κόκορα κοκκινιστό, καγιανά με βούτυρο''.  (τραγουδάκι που οι γιαγιάδες της Μοφκίτσας έλεγαν στα μωρά)
Κάδη: αρχ.κάδος= μεγάλο ξύλινο κυλινδρικό δοχείο που χτυπούσαν το γάλα για να ξεχωρίσει το βούτυρο
Καδούλι: μικρός κάδος= έτσι έλεγαν το βαρέλι που χρησιμοποιούσαν για να βάζουν τυρί
Καζάντι/α: προκοπή, το κέρδος που αποκόμισε κάποιος από την εργασία του
Καζαντίζω: τουρκ.kazahmak= πλουτίζω, αποκομίζω κέρδη ''και στη ξενιτιά που πήγε δεν μπόρεσε να καζαντίσει''
Καθερίδια: καθαρίζω= καθερίδια λέγονταν τα τσόφλια των αυγών, οι φλούδες από φρούτα κ.λ.π
Καΐλα: καίγομαι= λεγόταν για να δείξει την έντονη επιθυμία αλλά και την ταλαιπωρία
Κακαρέντζα (κακαράντζα): Ιταλ. Cacare = κοπρίζω. (Κακαράντζες στα μέρη μας έλεγαν και λένε τις κοπριές των  αιγοπροβάτων).
Καλαμοβύζα: Λέξη γνωστή στους βοσκούς. Έτσι έλεγαν και λένε την γίδα ή προβατίνα με τα χοντρά μαστάρια και δύσκολα στο άρμεγμα.
Καλιά του: (Πάω καλιά μου) Πεθαίνω, χάνομαι, αποδημώ εις Κύριον.
Καλιακούδα: αρχ. Πτηνό κολοιός+ούδα =  Το γνωστό μαύρο και αντιπαθητικό πουλί.
Καλιγώνω: αρχ. Καλίγιον = Πέταλο. Καλιγώνω =  Πεταλώνω τα υποζύγια, αλλά και πεταλώνει τον ψήλο: Είναι πολύ δραστήριος και έξυπνος.
Καλικούτσα, καλιακούτσα ή ζαλούκα ή ζαλίκα ή ζαλιά: Κάλι Αρβανίτικα σημαίνει άλογο. Καλικούτσα έλεγαν οι Αρβανίτες την μεταφορά στην πλάτη του αλόγου. Σε εμάς είχε μεταφορική σημασία και σήμαινε τη μεταφορά (παιδιού συνήθως) στην πλάτη κάποιου.
Καλλημάνα: Έτσι ονόμαζαν το αποδημητικό πουλί που ερχόταν στα μέρη μας τον χειμώνα και αναζητούσε στα μέρη μας υγρούς βοσκοτόπους. Λεγόταν καλλημάνα  γιατί χρησιμοποιούσε τέχνασμα για να απομακρύνει τον εχθρό από τη φωλιά. Λύγιζε την φτερούγα ώστε να δείχνει πληγωμένη και τον οδηγούσε μακριά.
Καλλιάζω: Στην τοπική μας διάλεκτο είχε τη σημασία του αγκιστρώνω, αποκαθιστώ. «Να βρω κάποιον να μπορέσω να την καλλιάσω» δηλ. να την αποκαταστήσω.
Κάλντησε: Κουράστηκε
Κανακεύω: αρχ. Καναχή = ήχος μουσικών οργάνων. Έχει τη σημασία του παραχαϊδεύω.
Κανίσκι: μσν. κάνισκος, αρχ. κάνιστρον. Το καλάθι που μετέφεραν τα δώρα του γάμου προς τη νύφη ή το γαμπρό οι συγγενείς. Αργότερα πήρε τη σημασία του περιεχομένου του καλαθιού που ήσαν φαγώσιμα, κρέας, ψωμί, κλπ.
Καντούνι: Βενετ.  Condon : Το στενό δρομάκι
Κάνω το χωράφι: Οργώνω το χωράφι
Καπαμάς: Τουρκ capamak σκεπαστό σκεύος μαγειρέματος. Καπαμάς στην περιοχή μας έλεγαν το τσιγαρισμένο κρέας με προσθήκη ντομάτας και μπαχαρικών. (Το σημερινό κοκκινιστό).
Καπίστρι – καπιστριάνα: μσν. Καπίστριον, υποκ. κάπιστρον, λτν. Capistrum: Το χαλινάρι των ζώων.
Καπόνι: μσν. καπόνιον, ιταλ. Capone = κόκορας.  Καπόνι ονόμαζαν τον κόκορα που είχαν απομονώσει από τις κότες ώστε να είναι πιο εύγεστος και κατάλληλος να μαγειρευτεί. Καπόνι επίσης, παχύ πουλί, ζώο. (Είναι καπόνι)
Καπότα: ιταλ. Capotta. Πρόκειται για το βαρύ μάλλινο πανωφόρι, καμωμένο από τραγίσιο μαλλί που φορούσαν οι βοσκοί στη Μοφκίτσα αλλά συχνά από τα Πετράλωνα και πάνω.
Καρακαηδόνα: Μαύρη αηδόνα: Έτσι ονόμαζαν την γυναίκα την ατίθαση, την ζωηρή, την πολύ γλωσσού.
Καραούλι: τουρκ. Karavul. Φρουρά, παρατηρητήριο αλλά και ενέδρα.
Καρδάρα: καρδάριον Λατ. Caldeo-caldarium: Ο κάδος που συγκεντρωνόταν το γάλα από το άρμεγμα
Καρλαύτης ή κουρλιαύτης: σλ Carla το ανοικτό δοχείο σαν πιατέλα μεγάλου μεγέθους. Στα μέρη μας σήμαινε αυτόν που  είχε μεγάλα και πλατιά αυτιά.
Καρούτα –κορύτα-κορύτος: Αλβ. Karrute  σλ. Korito. Λεκάνη ξύλινη ή μεταλική που το χρησιμοποιούσαν για το πότισμα των ζώων.
Καρσί: Ίσια
Καρυά: αρχ. Κάρυον: Έτσι έλεγαν την καρυδιά,  στην Μοφκίτσα οι γιαγιάδες μας την έλεγαν καρυά.
Κασαβέτι: τουρκ. Kasavet: Θλίψη, καημός, λύπη.  Ότι πάθει κασαβέτι δεν βάζει ή πέθανε απ’ το πολύ κασαβέτι ο καψερός
Κατακεφαλιά: Η καρπαζιά
Κατάλακκα: Στη μέση της λάκκας. Λάκκα ήταν η επίπεδη επιφάνεια που κλεινόταν από λόφους.
Καταχεριά: κατά+χέρι. Χτύπημα με ανοικτό χέρι (μπάτσα)
Κατιμάς: τουρκ. Katima: Το μικρό κομμάτι κρέατος κατώτερης ποιότητας που πρόσθεταν οι παλιοί χασάπηδες στο καλό κρέας που πωλούσαν για να μην ζημιωθούν οι ίδιοι.
Κατσούλα: λατ cazula: Το κάλυμμα του πανωφοριού, τη γάτα, αλλά και το λοφίο των πτηνών.
Κατώι ή κατώγι: Αρχ κατάγαιον: Το ισόγειο της παλιάς αγροτικής κατοικίας, που χρησίμευε για χώρο αποθηκευτικό ή σταύλο. «Τα καταγώγια σαν αδειάσαν τα σφαλάγγια τα γεμίζουν. Λεγόταν για τα δεινά που έφερνε η φτώχεια.
Κάψαλη: Καμένη έκταση. Αναφερόταν σαν δυσάρεστη έννοια στο λόγο και στα μοιρολόγια. «Κι όπου βρίσκει μαύρη κάψαλη, κάθεται και βοσκάει»
Καψερός:  Ο καημένος.
Κείθενε: Από ‘κει
Κειώνω:  Τελειώνω
Κιντινάρια: Η δεσμίδα 40 καλαμιών
Κιοτής: Τουρκ. Kotu: Κακός, δειλός. Κιοτεύω= δειλιάζω
Κιούπι: Τουρκ. Kup: Πιθάρι. (Του έστειλα τρία κιούπια λάδι)
Κλιτσινάρα: Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση.
Κουτσούνα: Η κούκλα (το παιχνίδι)
Κούκλα: Το καλαμπόκι
Κλίφη ή κιλήφι: Αρχ. Κελύφιον, θήκη. Από εκεί έγινε το τούρκικο kilif. Η λέξη αυτή υπάρχει κατά κόρον στα παλιά προικοσύμφωνα. (Προσκεφαλάδες τρεις, με τα κλίφια τους)
Kλωνά: Κλωστή
Κοζιά – κοζίνα: Ότι ύφασμα κατασκευαζόταν από μαλλί κατσικίσιο. Βαριά και αδιαπέραστα από τη βροχή.
Κολάι: Kolay: Ευχέρια, τρόπος. Του πήρε το κολάι. Καταφέρνει και τον διαχειρίζεται.
Κολάστρα: λτν colostrums. Το πρώτο γάλα των γιδοπροβάτων μετά τη γέννα που με το πρώτο βράσιμο πήζει και έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε λευκώματα.
Κολέγας: Ο φίλος
Κολιγιά: Ο συνεταιρισμός. «Του τούρκου και του έλληνα η κολιγιά δεν πιάνει»
Κολιτσάκι: Μεταλλικό εξάρτημα στο σαμάρι που δένεται το σχοινί για να κρατά το φορτίο.
Κολοκουρίζω: Κουρεύω το πρόβατο γύρω από την ουρά. Τα μαλλιά αυτού του κουρέματος ήταν ακατάλληλα για γνέσιμο και τα χρησιμοποιούσαν για να γεμίζουν τα μαξιλάρια
Κονεύω – κονάκι: Τουρκ. Konak:  Διοικητήριο, κατοικία αλλά και κατάλυμα. «Οι ξένοι εργάτες κονεύουνε όπου λάχει»
Κοντόσα: Η κουτσομπόλα
Κοντοσκάλι: Το σκαλί που βρίσκεται στο κάτω μέρος, κοντά στο έδαφος
Κορκοφίγκι ή σκορκοφίγκι: Γίνεται με το γάλα της γίδας η της προβατίνας που έχει πρόσφατα γεννήσει. Βάζουμε λαδάκι στο ταψί, το ψήνουμε αφού το τρυπάμε το κόβουμε σε κομμάτια και το πασπαλίζουμε με ζάχαρη. Αγαπημένο έδεσμα στις κτηνοτροφικές κοινωνίες.
Κοτάω:  τολμώ (Δεν κοτάω να μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω)
Κότσαλα ή κότσιαλα: Τα κοτσάνια, συνήθως στο μάζεμα της ελιάς
Κότσος αρχ. Κόττος: Ο πιο συνηθισμένος τρόπος χτενίσματος των γυναικών της παλαιότερης γενιάς.
Κουβέλι: Σλαβ. Kublu. Η παλιά χειροποίητη ξύλινη κυψέλη των μελισσών. Αλλά πολύ παλιά μέτρο χωρητικότητας των σιτηρών.
Κουβενταρία: Η λογοδιάρροια.
Κουλαντρίζω: Τουρκ. Kulmanak=Κατορθώνω. Περιποιούμαι αλλά και συνάπτω παράνομες σχέσεις
Κουνενές: Το μωρό
Κόρυζα: Αρρώστια των πτηνών.
Κονταυγές: Το χαράμα
Κουράπατο–Παρτάλι: Πολύ ταλαιπωρημένος, γερασμένος
Κούρβουλο:  Ο κορμός του αμπελιού, αλλά και ο πολύ κουρασμένος.
Κούρνια: Αρχ. Κορογωνιά (ζεστό τζάκι) το κατάλυμα που κοιμούνται οι κότες (κοτερή)
Κουρνιαχτός: αρχ. Κονιορτός = Η σκόνη
Κουρούπα –κουρούπι: αρχ. Κορύπι: Πήλινο δοχείο
Κουτομόγιας: Αυτός που έχει περιορισμένες νοητικές ικανότητες.
Κουτουλάω: Νυστάζω πολύ, ώστε γέρνω το κεφάλι προς τα εμπρός, παρόμοια με το ζώο.
Κουτουλιά: Χτύπημα που καταφέρνει το ζώο με το κεφάλι
Κουτουρού: Τυχαία
Κουτρούλι: Ο σωρός από χώμα (συνήθως γίνονταν με το σκάψιμο στα αμπέλια)
Κουτσουκέλα: Η Πονηριά, ζημιά 
Κασβίκης: Μικρός στο μπόι
Κουτσουμπός: Αρχ. Κόσσυμβος: Αυτός που δεν έχει άκρα, ο πλακουτσός, κουτσουμπά χέρια, χέρια κοντά και πλακουτσά
Κόφα – κοφίνα: Βεν. Cofa: Μεγάλο κοφίνι
Κράγκωσα: Πάγωσα (Κράγκωσαν τα χέρια μου)
Κωλοφωτιά:  Πυγολαμπίδα

Λ

Λαγάνα: αρχ λάγανον πρόχειρο και λεπτό ψωμί
Λαγαρά: Η ευαίσθητη περιοχή του υπογαστρίου κάτω από το στομάχι. «Στα λαγαρά βρήκε το βόλι τον καπετάνιο» «του την έδωσε στα λαγαρά»
Λαγαρός: Αρχ. Ελλ λαγαρός απαλλαγμένος από ξένα σώματα, διαυγής
Λαγγεύω: αρχ λαγγάζω: σκιρτάω, παίζω «Λαγγεύει το μάτι μου = παίζει το μάτι μου»
Λάγιο: Σλαβ Lai: το μαύρο πρόβατο ή το πολύ σκούρο καφέ πρόβατο
Λαγκάδι: μσν λαγκάδι υποκοριστικό του λάκκος+άγκος= χαράδρα. Λαγκάδι ονομάζεται η στενή κοιλάδα, δασώδης γεμάτη από κουμαριές, πουρνάρια κ.α πυκνή βλάστηση.
Λαγκοδέρνω: Λέξη που χρησιμοποιείται για τα ζώα, εννοεί την δυσφορία από τη ζέστη, τη δύσπνοια ή την ασθένεια. Μεταφορικά λέγεται και για τον άνθρωπο
Λαγούμι: Τρύπα στη γη, το καταφύγιο πολλών άγριων ζώων. «Μπήκε στο λαγούμι του»
Λαγούσα: Η μαγκούρα των γερόντων
Λαδικό: Το ροΐ, δοχείο που βάζουμε το λάδι
Λαήνα: μσν λαγήνιον-Λατινικά Lagena:  Δάνειο από το αρχ. Ελληνικό Λάγυνος. Πρόκειται για το γνωστό πήλινο δοχείο που στην Μοφκίτσα φύλαγαν το παστό.
Λαθουρό: Το πλουμιστό πτέρωμα του κοτόπουλου, κατ’άλλους το γνωστό μας «πετρωτό» δηλ. το ασπρόμαυρο πτέρωμα.
Λαιμοκόπημα ή λαιμούριασμα: Ειδική μέθοδος της μαμής ή κάποιας ηλικιωμένης στο νεογέννητο. (Η μαμή έβαζε το δάχτυλο (δείκτη) στη στάχτη, έκανε μια περιστροφική κίνηση στα τοιχώματα του λαιμού για να κάτσουν οι αμυγδαλές.Αυτή την μέθοδο που είχε ευεργετική δράση από τις αντισηπτικές ικανότητες του ανθρακικού καλίου, οι παλιότεροι θα την θυμούνται από την Ασπασία τελευταία μαμή του χωριού που την είχε διδαχθεί από την «γρια Λέχτρα» Ηλέκτρα σύζυγος Ανδρέα Κριτσέλη το γένος Αγραπιδά και την έκανε περίφημα. 
Λάκα: Το επίπεδο μεγάλο μέρος γης, ίσια περιοχή. (στη μεγάλη λάκα)
Λακάω: Φεύγω γρήγορα «λάκισε μόλις με είδε»
Λάκκος: Ο αργαλειός
Λακριντί: τουρκ. Lakird: η ιδιαίτερη και μεγάλη συζήτηση, το κουτσομπολιό. «Κοίτα μην βγεις στη γειτονιά και λακριντί μην πιάσεις»
Λαλαγγίδες: αρχ. Λαλλάγι = τηγανίτα.
Λάλλας: Αρβανίτικη λέξη που στην Μοφκίτσα σήμαινε τον αδερφό, σε άλλα μέρη εννοούσαν και τον θείο. «πήγε στο λάλλα της σήμερα» δηλ. στον αδερφό της.
Λαμποκοπάει: Λάμπω +κόπος = αστράφτει από καθαριότητα.
Λανάρια ή λανάρες: Τα εργαλεία με τα οποία τα μαλλιά του προβάτου καθαρίζονται πριν το γνέσιμο. Λανάρι μσν. λανάριον, λατιν. Lanarius=μηχανή εριουργική, ιταλ. Lana=μαλλί
Λανάρισμα: Η μέθοδος με την οποία τα μαλλιά των προβάτων καθαρίζονται και οι ίνες είναι έτοιμες για γνέσιμο.
Λάου – λάου: Σιγά – σιγά
Λαπάντι: αστραφτερό, πεντακάθαρο. «Έγινε λαπάντι»
Λάτα: το δοχείο που βάζουν το λάδι ή το παστό (τενεκές)
Λατανάει: Η κίνηση που κάνει το αρνάκι ή το κατσικάκι όταν θηλάζει, τραβώντας και κουνώντας τους μαστούς της μητέρας ώστε να κατέβει πιο πολύ γάλα να θηλάσει.
Λαφτακίζω: Λαχανιάζω αλλά και το το μπούχισμα με νερό
Λάχανα: τα άγρια χόρτα
Λεβέτι: αρχ. Λέβης-μσν λεβέτιον= το μεγάλο δοχείο, το κακάβι ή καζάνι ή χαρανί.
Λειψή κουλούρα: Η κουλούρα που δεν έχει αφεθεί να γίνει και να φουσκώσει, αλλά ψήνεται αμέσως μόλις ζυμωθεί, αντίθετα από την ανεβατή.
Λιάζει: γαβγίζει
Λιανός: ο λεπτός, λιανά ξύλα = τα μικρά ξύλα από τα κλαδιά και όχι χοντρά από τον κορμό του δέντρου
Λιάνωμα: Το μικρό αρνί ή το μικρό κατσίκι
Λιάστρα: εκεί που το βλέπει συνέχεια ο ήλιος
Λιγοψυχιά: Λίγη+ψυχή. Τάση προς λιποθυμία και προέρχεται συνήθως από πείνα ή νηστεία.
Λιθοπάτι: Οι φουσκάλες που βγαίνουν στις πατούσες των ανθρώπων.
Λιμπί: Το μεγάλο δοχείο που φυλαγόταν το λάδι (γαλβανισμένο). Τα  παλιότερα χρόνια το φύλαγαν σε κιούπια. Λιμπί επίσης η μεγάλη (συνήθως από τσιμέντο) λεκάνη συλλογής νερού, που είναι κάτω από τις βρύσες όπου έπιναν τα ζώα νερό και έπλεναν τα παλιά χρόνια οι γυναίκες τα χαλιά και τα κλινοσκεπάσματα.
Λιμπίζομαι: αρχ. Λιμβίζομαι-λίμβος: Λαίμαργος, λιμπίζομαι =λαχταρώ, επιθυμώ πολύ.
Λινάτσα: Τσουβάλι, μεταφορικά = Κατεργάρης, απατεώνας
Λιχνίζω: αρχ. Ελλ λικνάω: Η μέθοδος που με τη βοήθεια του ανέμου ξεχώριζε ο καρπός από το άχυρο. Μεταφορικά λεγόταν για το άστοχο ξόδεμα χρημάτων, την σπατάλη.
Λοβός: Ο καχεκτικός, ο ελαττωματικός
Λογανιά: σκούπα από αφάνα
Λόγγος: δάσος με πυκνή βλάστηση
Λούρες: βέργες
Λούζα: Τα πυκνόφυλλα δέντρα που προστατεύουν από τη βροχή ή και ο πολύ πυκνός θάμνος.
Λουμάκι: το τρυφερό βλαστάρι του φυτού
Λουμένω ή λωμώνω: Κρύβομαι και σωπαίνω
Λούμπα: Η λακούβα με το νερό
Λουμπούσκι: Ο κωνοειδής μίσχος που έχει πάνω του τον καρπό του αραποσιτιού (καλαμπόκι). Πρόκειται μάλλον για λέξη σλαβικής ετυμολογίας.
Λουτριάζω: Η μέθοδος απολύμανσης των βαρελιών του κρασιού. Λουτριάζω το βαρέλι: το καθαρίζω και το απολυμαίνω με διάφορα βότανα και θειάφι για να είναι έτοιμο για τη νέα χρονιά.
Λουτσίζομαι: βρέχομαι
Λυγιά: Η γνωστή μας αλυγαριά (λυγαριά) ή και καραπίτσα
Λυκοφαμελιά: Η μεγάλη οικογένεια σαν την αγέλη – οικογένεια του λύκου. Λεγόταν για μια οικογένεια που δεν χόρταινε ψωμί.
Λωλός: αρχ. Ο λωλός-όλλυμαι-πρόκειται για τον λωλό, τον αστόχαστο.


Μ


Μαγάρα: Ακαθαρσία, λέρα, άνθρωπος αχρείος, κυρίως λεγόταν για αισχρή και πρόστυχη γυναίκα
Μαγαρίζω: αρχ ελληνικό μεγαρίζω: Λατρεύω σε μέγαρα, αναφερόταν σε λατρευτικές εκδηλώσεις μέσα σε σπήλαια προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Εκ των υστέρων απέκτησε υβριστική σημασία.
Μαγαρουσιά: Κλοπή πραγμάτων του σπιτιού από ξένους που το διαισθάνεται κάποιος όταν παθαίνει ζημιές στα ζώα, τρώνε τα ρούχα τα ποντίκια κ.α. «Τότε μαγαρουσιά έχει γίνει στο σπίτι»
Μάγγανα: αρχ. ελληνικά μάγγανον. Κάτι σχετικό με μαγεία. Στα μετέπειτα χρόνια σήμαινε τις φιλονικίες, τους καυγάδες, 
Μαγγάνα: Έτσι λένε τις παγίδες για τα θηράματα κυρίως πουλιά, τις γνωστές μας θηλιές. μτφ. "Σ' έπιασα στην μαγγάνα μου" δηλαδή δεν με κορόιδεψες. 
Μαγγάνι: αρχ μάγγανον. Στους ελληνιστικούς σήμαινε σύμφωνα με μηχανικό Ήρωνα το βαρούλκο. Ενώ στα Βυζαντινά χρόνια μάγγανον ήταν η πολεμική μηχανή. Στα νεότερα χρόνια μαγκάνι:  η χειροκίνητη μηχανή που με τη βοήθεια ζώου ή ανθρώπου αντλούσε νερό.
Μαγκούφης: τουρκ. Mankafa=χοντροκέφαλος. Άτομο που έχει απομείνει χωρίς οικογένεια, άγαμος, ολομόναχος, έρημος. «θα μείνεις μαγκούφης σε όλη σου τη ζωή!», μεταφ. ο άθλιος, ο δυστυχής.
Μαγνάδι:  μεσαίων μαγνάδιν αρχ. μανόν: καλύπτρα αραχνοΰφαντη των γυναικών. Στα νεότερα χρόνια μαγνάδι εννοούσαν το αραχνοΰφαντο ύφασμα δίχως αξία.
Μαθητούδι: υποκ. του μαθητή. Ο μικρός μαθητής του Δημοτικού, ο άπειρος μικρός μαθητευόμενος μάστορας.
Μαθός: αρχ μαθών: Αυτός που έμαθε από πείρα «ο παθός είναι μαθός»
Μακεδονήσι: λατιν macedonese ο μαϊντανός
Μάκινα: μηχάνημα επεξεργασίας της σταφίδας
Μακρινάρι: κάθε τι με μακρουλό σχήμα, κυρίως αναφερόταν σε κτίσματα. «Τα πρώτα σπίτια του χωριού ήτανε μακρινάρια κι αβέρτικα»
Μαλαγάνας: λατιν malagana: άνθρωπος που πετυχαίνει το σκοπό του με κουτοπονηριές και κολακείες
Μαλίνα, μαλινάρισα: ιταλ. Malano  αρρώστια. Σε εμάς σημαίνει την τρομάρα, (τρόμαξα πολύ, μαλινάρισα)
Μάμμος: Έτσι αποκαλούσαν τα παλαιότερα χρόνια τον μαιευτήρα.
Μανάρι: Το καλοθρεμμένο αρνάκι ή κατσικάκι με προορισμό το σφάξιμο
Μαντρί: αρχ. Ελλ. Μάνδρα: περιφραγμένος χώρος για τον σταυλισμό γιδοπροβάτων. «Έρμα μαντριά, γεμάτα λύκους»
Μάπα: λάχανο
Μαραφέτι ή Ματζαφλάρι: 
(τουρκ. λ. marifet = επιδεξιότητα, τέχνασμα). Αναφέρεται σε οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν ξέρουμε πώς ακριβώς το λένε. Μπορεί να είναι εξάρτημα ή εργαλείο, αλλιώς και σύνεργα.
Μαραγωγιέμαι - (Δεν Μαραγωγιέμαι): δεν ακούγομαι λόγω κούρασης.
Μαραγκιάζω, μαραίνομαι: λέγεται κυρίως για άνθη, φυτά  και καρπούς. «Τι να σου στείλω ξένε μου εκεί στα ξένα που είσαι, αν στείλω μήλο σέπεται κυδώνι μαραγκιάζει»
Μαράζι: τουρ. Mara: Η φθορά αλλά και ο μαρασμός από μεγάλη λύπη
Μαργώνω: αρχ. Μαργώ: Ξεπαγιάζω. «Βρέχει ο θεός και βρέχεσαι, χιονίζει και μαργώνεις…» Παλιό μοιρολόι του χωριού.
Μαρτίνια: Τα λίγα οικόσιτα πρόβατα και γίδια για τις ανάγκες του σπιτιού, όχι για εμπόριο.
Μασιά και μασά: τουρκ. Masa. Τσιμπίδα αλλά και το εργαλείο για το σκάλισμα της φωτιάς, είτε στο τζάκι, είτε στο φούρνο κ.α.
Μαστραπάς: τουρκ. Masstrapa, γυάλινο ή πήλινο δοχείο, κυρίως για νερό αλλά και για κρασί, το γνωστό σε εμάς κανάτι.
Ματαλέω: ξαναλέω» Άκου το γιατί δεν το ματαλέω»
Ματαράτσι: μάλλινο διπλό υφαντό που το γέμιζαν με άχυρο και το χρησιμοποιούσαν για στρώμα.
Ματσούκι: κοντόχονδρο ραβδί
Μαυλίζω: αρχ.  Μαυλίς= μαστροπός. Η πρώτη σημασία ήταν «προτρέπω τις γυναίκες σε ακολασία» Στα επόμενα χρόνια «κράζω τα πουλιά μιμούμενος τις φωνές τους»
Μαυραγάνι: Μαύρο+άγανο, ποικιλία σιταριού, γνωστή στη Μοφκίτσα που έδινε σκούρο αλεύρι και ιδιαίτερα νόστιμο ψωμί.
Μεϊντάνι: τουρκ. Meydan: πλατεία, ανοικτός χώρος. Η γνωστή ρήση των γιαγιάδων μας «Βγήκαμε στο Μεϊντάνι»,  δηλαδή  το έμαθαν όλοι, διαπομπευθήκαμε.
Μεροδούλι: Ημέρα +δουλειά. Το αντίτιμο της δουλειάς μιας μέρας. «Η μοίρα του φτωχού είναι να ζει με τα μεροδούλια του»
Μερτικό: μερίδιο
Μεσάλα: λατ. Mensa= τραπέζι, βυζ. Μεσάλιον=το τραπεζομάντιλο. «Στο τραπέζι μεσάλα δεν έστρωνε που να προκάμει από τις δουλειές»
Μεσάνδρα: αρχ. Μεσάνδηρον, άνδηρον: Ύψωμα. Ο μανδρότοιχος που χωρίζει δυο αυλές ή και δυο τοίχους ή ακόμη και δυο δωμάτια.
Μηλιόρα: Το θηλυκό αρνί , (ενός έτους).
Μουτσουτσούνια: Νάζια, Μην κάνεις ότι δεν θέλεις "Έλα μην κάνεις μουτσουτσούνια"
Μισογόμι - Πανογόμι: Το μέσο του σαμαριού ενός φορτωμένου και από τις δυο μεριές ζώου. «Φόρτωσα κάμποσες καλαμιές, έβαλα και μισογόμι-πανογόμι»
Μισοκαδιάρα: Το μπουκάλι που χωράει λάδι ή άλλο υγρό μισής οκάς.
Μιτάρι: αρχ. μίτος. Εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο μετακινούνται τα νήματα του αργαλειού για να περνάει η σαΐτα. Αλλά και μιτάρι  ο πλακούντας ενός ζώου που έχει γεννηθεί.
Μόδι, λατ. Modius: Μέτρο χωρητικότητας ξηρών καρπών, ιδίως σιτηρών με ισοδυναμία 1 μόδι=8,75 lt. Μόδι όμως λεγόταν και το οικιακό σκεύος με χωρητικότητα 1 μόδι. «Και το στάρι χίλια μόδια» παλιά ευχή.
Μόλογο, ομολογώ: Αντικείμενο άσχημων συζητήσεων. «Κοίτα μην γίνεις μόλογο»
Μονομερίδα: Μικρό δηλητηριώδες φίδι που το δάγκωμά του θεωρείται θανατηφόρο.  Μονομερίδα= Μονοήμερος. Έχει ζήσει μόνο μια μέρα και τη δραστικότητα του δηλητηρίου δεν έχει αμβλυνθεί από τις ηλιακές ακτίνες. Οχιά και μονομερίδα να σε φάει. (κατάρα)
Μόρτης: becumort: Τυμβωρύχος. Ο αλήτης, ο βωμολόχος, ο τιποτένιος.
Μούργα: χοντρό κατακάθι λαδιού. μτφ η κακιά - μοχθηρή γυναίκα.
Μουσαφίρης: Φιλοξενούμενος, επισκέπτης
Μπάντα ή Πάντα: μονόφυλλο κεντητό υφαντό, τοποθετούνταν στον τοίχο, συνήθως πάνω από το κρεβάτι, αλλά και Μπάντα: μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην μπάντα)
Μουστρίθηκες: Πασαλείφτηκες στο πρόσωπο
Μπαντανία ή Πατανία: κουβέρτα από μαλλί προβάτου για σκέπασμα.
Μπορούτε: μπορείτε
Μπουκούνι:
ιταλ. boccone «κομμάτι, μπουκιά». Κομμάτι γλυκού ή πίτας
Μουχτουράω: Δεν το μαρτυράω
Μποτσίκια: 
Ονομάζεται επίσης και σκυλοκρομύδα, μποτσίκι, Συμβολίζει το "ξανάνιωμα" επειδή δεν χρειάζεται νερό για να βλαστήσει ούτε να φυτευτεί. Η Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά
Μόφωρο: Σιγά το μόφωρο (Ειρωνική έννοια για κάποιον)
Μπαγαπόντης: Κατεργάρης, πονηρός.
Μπαγάσας: Ελληνική υβριστική λέξη(παλαιότερα) λεγόταν κατά ατόμων φαύλων που στερούνταν πίστης, παλιανθρώπων ή διεφθαρμένων. Ιταλ. Bagascia= πόρνη, σήμερα δεν αποδίδεται με την τόσο υβριστική της μορφή. σημαίνει ο πονηρός, ο κατεργάρης, ο επιτήδειος
Μπαγιάτι: τουρκ. Bayat παγωμένος, όχι φρέσκος. Μπαγιάτικο φαγητό (Πολλών ημερών) αλλά και «Να τον χαρείς μπαγιάτι» κατάρα του χωριού.
Μπαγλαρώνω: τουρκ. Baglamak, συλλαμβάνω, πιάνω, δένω, φυλακίζω.
Μποστάνι: 
τουρκική bostan Λαχανόκηπος, κήπος, περιβόλι.
Μπαίγνιο: αρχ. Παίγνιο: Περίγελος. Έγινε του χωριού το μπαίγνιο»
Μπαϊλντίζω: τουρκ. bayilmak: λιποθυμώ. Στη γλώσσα της Μοφκίτσα σήμαινε είμαι αποκαμωμένος, είμαι εξαντλημένος κυρίως από τη ζέστη.
Μπαίρι: τουρκ. Bayir. Κατ’ αρχάς σήμαινε την πλαγιά του βουνού ή του λόφου. Αργότερα τόπο χέρσο, έρημο, γεμάτο αγριόχορτα. «Το ξένο παν τον θάβουνε σε έρημο μπαίρι, δίχως παπά, δίχως κεριά, δίχως μανούλας δάκρυα». (Παλιό πονεμένο τραγούδι  της ξενητιάς.
Μπάκα: λατ. Baca ή bacca, η κοιλιά, η χοντρή κοιλιά. «Το παράκανε φέτος με τις γιορτές, έκανε μπάκα»
Μπακλαβάς: τουρκ. Baklava. Αγαπημένο γλυκό του χωριού από φύλλα ζύμης, καρύδια, μέλι που κόβεται σε κομμάτια με σχήμα ρόμβου.
Μπαλάντζα ή Παλάντζα: αρχ. Φάλαγξ: Η ζυγαριά, λατ. Palazza, balanza: Η γνωστή παλιά φορητή ζυγαριά με αριθμημένη ράβδο και βαρίδι. Ελαφροπαλάντζα λεγόταν η κοπέλα ή η γυναίκα χωρίς σταθερότητα.
Μπαλάσκα ή Παλάσκα: Η μεταλλική ή δερμάτινη θήκη των πολεμιστών με βόλια, αργότερα σάκκος κυνηγού.
Μπάλια, αρχ. Βάλιος, balio: Λεγόταν τα πρόβατα με άσπρο κεφάλι και άλογα με άσπρο μέτωπο.
Μπαμπέσης: αλβ. Pabese. Ο δόλιος, ο ύπουλος.
Μπαμπουλομένη: Μπαμπούλας: Έχει σκεπάσει το πρόσωπο
Μπαρδαλώνουν: λέγετε όταν ωριμάζουν τα φρούτα, "Μπαρδάλωσαν τα σύκα, σε λίγες μέρες θα είναι έτοιμα"
Μπαρέζα: Μάλλον παραφθορά της Πλερέζας: Μπαρέζα ήταν το καφέ ή μαύρο μονόχρωμο μαντίλι των ηλικιωμένων κυρίως γυναικών. Μαντίλι κεφαλής
Μπαχαλός: χαζός
Μπελαρίνα ή μπαλαρίνα: ιταλ. Pelegrina. Το χειροποίητο μάλλινο σάλι των γυναικών
Μπερμπάντης: ιταλ. Berbante. Αυτός που κυνηγάει το άλλο φύλλο, ο πονηρός, ο καταφερτζής.
Μπεσίκι: τουρκ. Besik: Η ξύλινη κούνια των παιδιών.
Μπίθιακας: Ο πολύ κοντός άνθρωπος. 
Μπιντόνα ή μπιτόνι: ντενεκές
Μπροστέλα, μπροστοποδιά: Η ποδιά της νοικοκυράς, όταν μαγειρεύει.
Μαζόχτη: μαζεύτηκε- έφτασε
Μπαζίνα ή μπατζίνα: πολύ ψωμί μέσα στο φαγητό ή σε γάλα. «Πως θα το φας τώρα; Το έκανες μπαζίνα»
Μπίτι: τίποτα, καθόλου, "Δεν έφυγες μπίτι σήμερα"
Μπλαμούτσα: Πολύ χοντρή γυναίκα, αλλά και αυτός που έχει πλατιά πόδια. "Με αυτές τις μπλαμούτσες, που να βρεις παπούτσια"
Μπλεζενιά: Η καρπουζιά, το καρπούζι
Μπογάζι ή μπουγάζι: τουρκ. Bogan: Θαλάσσιο πέρασμα και γενικότερα το πέρασμα, συνήθως το στενό πέρασμα.
Μπόλια ιταλ. Impolgio: Το κεφαλομάντηλο, αλλά και η πετσέτα.
Μπόλικος: τουρκ. bol, Άφθονος, αρκετός, για ενδύματα, ευρύχωρα, φαρδιά.
Μπόλκα: Ζακέτα βελούδινη με γούνινο γιακά (σκούρα ή ανοιχτόχρωμη καφετιά).  Πολλές φορές λίγο πιο μακριά που έφτανε μέχρι πίσω.
Μπονόρα: ιταλ a buonora: Πολύ πρωί. Συνήθως στο λόγο διπλασιάζεται. Μπονόρα–μπονόρα: πρωί – πρωί. «Από μπονόρα στη δουλειά και από νωρίς στο σπίτι»
Μποξάς: τουρκ bonca: Κομμάτι ύφασμα για περιτύλιγμα και μεταφορά ρούχων. «Τον μποξά στον ώμο με τα ρούχα και στην βρύση για πλύσιμο»
Μπόσικος: τουρκ. Bos κενός, χαλαρός, όχι καλά στερεωμένος. «Ποτέ σε χώμα μπόσικο, θεμέλιο μην ανοίξεις»
Μπότσα: Ben bozza, μέτρο χωρητικότητας υγρών, κυρίως μούστου ή κρασιού. (Μια μπότσα αναλογούσε σε δυο οκάδες περίπου δυόμισι κιλά .
μπουγάνα: λαμαρινένια γάστρα
Μπουγιουρντι: τουρκ buyrultu: Το έγγραφο με το οποίο οι Τούρκοι ανακοίνωναν την επιβολή ποινής.
Μπούλμπερη: λατ. Pulvis. Η πυρίτιδα, η τέφρα και η σκόνη. «Έγινε στάχτη και μπούλμπερη» , καταστράφηκαν τελείως
Μπουναμάς: ιταλ. Bana-hamo: Καλό χέρι, το φιλοδώρημα
Μπούρδα: μεγάλο σακί που μετέφεραν και υπολόγιζαν το σιτάρι. «Του δάνεισα δυο μπούρδες σιτάρι»
Μπούρδας: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος
Μπάκακας: Ο βάτραχος
Μπούρμπουλας-Μπορμπότσαλος: Το μαύρο σκαθάρι
Μπουρνέλα ή μπουρνέλια: Τα κορόμηλα.
Μπουτσιούκας: Δεν παίρνει τα γράμματα
Μπουχίζω: Γεμίζω το στόμα με νερό και καταβρέχω τον άλλον.
Μπουχός: muhu: Πυκνή σκόνη μεταφερόμενη από τον αέρα, ο κονιορτός.


Ν


Νάζι (τουρκ. naz):  Φιλαρέσκεια, επιτήδευση
Νάκα (αρχ. νάκη): Προβειά (Φορητή κούνια βρέφους από πρόβειο, πολλές φορές  από κατσικίσιο δέρμα που την έδενε με λουριά η μητέρα στην πλάτη της για να κουβαλάει το βρέφος στο χωράφι ή την στάνη. Κατά μήκος είχε δυο μικρές ράβδους για να δένεται, την κρεμούσαν και στα δέντρα όταν έφταναν στο μέρος της δουλειάς.
"Χτες χαλάσθη η νάκα της και σήμερα η φασκιά της"
(Ειρωνική παροιμία για κάποια που καμωνόταν την μικρή στα χρόνια)
Νίλα (λατ. nila): Καταστροφή, ζημιά, ταλαιπωρία.
Νέσιμο: Γνέσιμο
Νέματα: Γνέματα δηλαδή νήματα
Νισάφι (τουρκ. insaf):  Έλεος, ευσπλαχνία. Σ' εμάς έφτασε σαν επίρρημα. Νισάφι: φτάνει πια
Νιτερέσο (λατ. interesse): Συμφέρον, συναλλαγή (Με τον συγγενή σου φάει και πιες και νιτερέσο μην κάνεις" Παροιμία του χωριού μας.
Νογάω (αρχ, νοώ): Καταλαβαίνω (Τα δάκρυα και τα κλάματα ο χάρος δε νογάει (παλιό μοιρολόι του χωριού)
Νομάτοι-νοματαίοι: Όνομα - ονοματαίοι = πρόσωπα, άτομα (Είχε εκατό νομάτους ή νοματαίους στο τραπέζι)
Νόννα (λατ. nonna): Στην αρχή ήταν προσφώνηση σεβασμού σε καλόγρια για να φτάσει στα προηγούμενα χρόνια να αποκαλείται Νόννα η γιαγιά.
Νταβάς (τουρκ. Tana): Τηγάνι. Στο χωριό όπως και στα γύρω χωριά νταβά έλεγαν την μικρή πλατειά κατσαρόλα με χερούλια και καπάκι.
Νταούλι ή νταβούλι (τουρκ. davul): Το γνωστό παλιό παραδοσιακό όργανο με βροντερό ήχο που μοιάζει με τύμπανο αλλά μεγαλυτέρων διαστάσεων. Αποτελείται από ξύλινο κύλινδρο καλυμμένο στις δυο παράλληλες βάσεις με δέρμα τεντωμένο με σκοινί που παίζεται με ξύλινα (δυο) πλήκτρα.
Νταβραντισμένος, νταβραντίζω (τουρκ. davrandim): Είμαι γεμάτος, σφρίγος, ζωτικότητα
Νταής (τουρκ. dayi): ψευτοπαλληκαράς
Ντάλα (τουρκ. dal): Χρησιμοποιείται σαν επίρρημα μόνο στην έκφραση ντάλα μεσημέρι δηλ. καταμεσήμερο
Νταβλακώνω - ταβλακώνω - ταύλα (Ιταλ. tabula): Νταβλακώνω = τραπεζώνω
Νταμιτζάνα ή νταμιζάνα (Βεν. damediana): Γυάλινο δοχείο για μεταφορά υγρών με συνήθως χωρίς χερούλια και προστατευτικό πλέγμα ψάθινο συνήθως, περιεκτικότητας πάνω από δυο λίτρα
Νταμάχι (τουρκ. tamah): Απληστία "Το πολύ νταμάχι, χαλάει το στομάχι"
Νταραβέρι (ιταλ. dare-evere): Δούνε και λαβείν (Εμπορική δοσοληψία αλλά και φασαρία)
Νταρντάνα (ιταλ. tartana): Μεγάλο πλοίο. Νταρντάνα έλεγαν την μεγαλόσωμη γυναίκα.
Ντόνω: χαλαρώνω, ξεμουδιάζω
Ντριτσινώντας: Τρέχοντας, χοροπηδώντας, το γρήγορο και παιχνιδιάρικο τρέξιμο για ζώα. (Καβάλησε το άλογο και έρχεται ντριτσινώντας)
Ντέρτι (τουρκ. dert): Ψυχικός πόνος, καημός
Ντερέκι (τουρκ. derec):  Πολύ ψηλός
Ντορβάς ή ντουρβάς (τουρκ. torba): Είδος μικρού σάκου που κρεμιέται με λουρί από τον λαιμό του ζώου με ζωοτροφή. (Σε ντορβά συνήθιζαν οι τούρκοι να βάζουν κεφάλια ανθρώπων και τα έστελναν στην Πόλη στον σουλτάνο γι αυτό και η φράση "Έβαλε το κεφάλι του στο ντορβά" , διακινδύνευσε
Ντορός ή τορός (Άγνωστης ετυμολογίας): Σημαίνει το αχνάρι, το πάτημα "Βρωμάει ο ντορός της" δηλ. το αχνάρι της  λεγόταν στο χωριό μας για την πολύ ανοικοκύρευτη γυναίκα.
Ντορής (τουρκ. doru): Το άλογο με το κόκκινο τρίχωμα
Ντουμάνι (τουρκ. duman): Πυκνός καπνός (συνήθως από πυρκαγιά)
Ντουνιάς (τουτκ. dohya): Ο κόσμος

Ντρίτσα (άγνωστης ετυμολογίας, μάλλον σλάβικης):  Το γνωστό μας ψάθινο καλοκαιρινό καπέλο


Ξ

Ξαγγλίζω (ατσάγγλιγος): εξ+αγκύλη, ξεμπερδεύω τα μαλλιά του κεφαλιού συνήθως, αλλά λέγεται και για τα πολύ μπερδεμένα νήματα.
Ξαίνω: αρχ. ξαίνω επεξεργάζομαι τα μαλλιά των ζώων που προορίζονται για χρήση.
Ξακρίζω: Καθαρίζω το σπίτι ως τις άκρες με λεπτομέρεια (συνήθεια καλής νοικοκυράς) ή το χωράφι (συνήθεια καλού γεωργού). Αργότερα λεγόταν  (μεταφορικά) η λεπτομερής ανάγνωση κάποιου βιβλίου, εφημερίδας, κλπ.
Ξαλλάζω: αλλάζω τα ρούχα  μου. "Οι μάνες εξαλλάξανε, στην εκκλησιά να πάνε"
Ξαμώνω: λτν examinore αγωνίζομαι, ορμώ, επιτίθεμαι. Εγέρασε και δεν μπορεί άλλο για να ξαμώσει"
Ξανάβω - ξάναμα: αρχ. εξ+άπτω. Ανάβω τη φωτιά. Ξαννάματα λεπτά συνήθως ξυλαράκια και ότι άλλο μπορεί να βοηθήσει τη φωτιά να δυναμώσει. Για το χειμώνα οι νοικοκυραίοι φρόντιζαν να έχουν ξύλα και για ξανάματα.
Ξαναζουπάω ή αναζουπάω: Αναζωογονούμαι, συνέρχομαι.
Ξανασαίνω: Αναπαύομαι, παίρνω ανάσα, ανακουφίζομαι. "Κάτσα να φας, κάτσα να πιείς, κάτσε να ξανασάνεις.
Ξαρίζω: Καθαρίζω το αυλάκι για εύκολη ροή του νερο΄που ή του δρόμου για να είναι ευκολοδιάβατος.
Ξαφρίζω: Καθαρίζω τους αφρούς από το κρέας που βράζει, συνήθεια που είχαν οι άνθρωποι από την αρχαία Ελλάδα.
Ξεγαρτσιάζω: Καθαρίζω
Ξεγκόφιασμα: Εξάρθρωση του ισχίου ή η καταπόνησή  του λόγου μεταφοράς μεγάλου βάρους.
Ξεϊγκλωτο: Υποζύγιο χωρίς σαμάρι, αλλά ειρωνικά και ο ατημέλητος άνθρωπος.
Ξεκαπίστρωτο: Υποζύγιο χωρίς καπίστρι, δηλ. χαλινάρι. Λέγεται για άνθρωπο αχαλίνωτο, ανεξέλεγκτο, αναιδή, κλπ.
Ξεκατινιάσθηκα: Εξαντλήθηκα, καταπονήθηκα λόγω βάρους.
Ξεκορφαδίζω: Κόβω τις κορυφές από τα φυτά, (συνήθως στα αμπέλια)
Ξελεμιάστηκα: Κοιτάζω επίμονα κάπου κάτι να δω, έως ότου με πονέσει ο λαιμός μου.
Ξεσαγωνιάστηκα: Επίμονο χασμουρητό
Ξεκωλώνω: Ξεριζώνω
Ξεσπίνισμα: Η αφαίρεση του σπόρου του καλαμποκιού, αλλά και μεταφορικά "κάτσε καλά γιατί θα σε ξεσπινίσω"
Ξελότζα: εκ+αρβανίτικο+ lash ή και γκούτσα ή λότζιος: Μέρος όπου γινόταν η στέγαση χοιρινών. Στο χωριό σήμαινε και κακοφτιαγμένη καλύβα, δίπλα στο σπίτι.
Ξελότζα: εκ+αρβανίτικο+ lash ή και γκούτσα ή λότζιος: Μέρος όπου γινόταν η στέγαση χοιρινών. Στο χωριό σήμαινε και κακοφτιαγμένη καλύβα, δίπλα στο σπίτι.
Ξεμασκαλίδι: Κλωνάρι κομμένο απ'την μασχάλη του φυτού, (μόσχευμα)
Ξεμπουντουλώνω: Εξαφανίζω, καταστρέφω τα πάντα για πάντα.
Ξενοδούλι: Δουλειά για ξένον με αμοιβή. 'Ήλιε μου γιατί άργησες να πας να βασιλέψεις, σε καταριέται η εργατιά και οι ξενοδουλευτάδες"
Ξεπέτσιασμα: Όταν επρόκειτο για ψωμί ήταν η αφαίρεση της κόρας από το καρβέλι. Όταν επρόκειτο για κοτόπουλο, ήταν το βγάλσιμο της πέτσας (δέρματος) με τα πούπουλο λόγου του ζεματίσματος, κάτι που δεν ήθελαν πολλές νοικοκυράδες.
Ξεπλαταριάστικα: Υπερβολική κούραση από την πολύ εργασία ή την πολύ ορθοστασία.
Ξεραγκιανό: Λεπτό άτομο, κοκαλιάρικο, αλλά και ξεραγκιανό φυτό
Ξερικό: Το χωράφι που δεν αρδεύεται ή το προϊόν  π.χ αραποσίτι που προερχόταν από ξερικό χωράφι.
Ξερολίθι: Τοίχος καμωμένος μόνο από λίθους χωρίς συνδετικό κονίαμα.
Ξεροπάγωνο: Το πρωινό πολύ διαπεραστικό κρύο που συνοδευόταν από ξαστεριά και πάχνη. "Θα πέσει ξεροπάγωνο να κάψει την καρδιά του" παλιό μοιρολόι του χωριού.
Ξεστομίζω: Βγάζω από το στόμα μου λέξεις που δεν πρέπει, κακόβουλα σχόλια, κατάρες, πρόστυχα λόγια.
Ξεφτέρι: Λτν. accipiter=γεράκι. Λέγεται το γεράκι , αλλά και ο πολύ έξυπνος άνθρωπος, αλλά και ειρωνικά για τον πολύ χαζό. "Ξεφτέρι ο φίλος μου".
Ξόβεργα: αρχ. ιξός +βέργα. Πρόκειται για βέργες αλλειμένες με κολλητική ουσία για να παγιδεύουν τα πουλιά. "Κι έστησα τα ξόβεργά μου κι ήρθε το πουλί κοντά μου" παλιό τραγούδι.
Ξομπλιάζω: Κακολογώ αλλά έχει και τη σημασία του διακοσμώ.
Ξυστρί: Ξυστρίον, εργαλείο με μεταλικά δόντιαγια το ξύσιμο και το καθάρισμα του δέρματος των υποζυγίων.

Ο

Οκα: τουρκ. οkka, μονάδα βάρους ;I ίση με 1280 γραμμάρια.
Οκνός: Αρχαία ελληνική και Ρωμαϊκή θεότηταπου αντιπροσώπευε την βραδύτητα και την αργοπορία. Την ίδια σημασία έχει η λέξη και σήμερα.
Ολοτρόγυρα: Γύρω -γύρω. "Είχε ολοτρόγυρα μόσχους και καρυοφύλλια".
Ολούθε: Επίρρημα, παντού, σε όλα τα μέρη.
Ούλος, Ούλοι: Όλοι
Οματιά: Η γνωστή λιχουδιά του χωριού μας αλλά και της περιοχής. Τοπικό ορεκτικό από έντερο χοιρινού με ειδική γέμιση από σιτάρι, από το  πνευμόνι του χοιρινού, καυκαλίθρες ή καυκαλίδες, μυρωδικά, κλπ.
Όρνιο: Πτηνό αρπακτικό αλλά και το κορόιδο, ο βλάκας.
Ορίζω: Κατέχω αλλά και καλώς όρισες, δηλ. καλώς ήλθες.
Οργιά, αρχ. οργυιά: ορέγω μέτρο μήκους ίσον με το άνοιγμα των χεριών στα πλάγια. "Μου πήρε ίσαμε δυο οργιές τόπο".
Όχτος, αρχ.όχθος: Φυσικό ή τεχνητό χωμάτινο ύψωμα γης. Σε πολλά πρανή χωράφια κατασκεύαζαν όχτους για να αποφεύγεται η μεγάλη κλίση του χωραφιού αλλά να γίνεται και η συγκράτηση του χώματος.

Π
Συνεχίζεται......  το συμπλήρωμα των λέξεων σταδιακά
Ρ

Σ

Τ

Υ

Φ

Χ

Ψ


Ω

Α Λ Φ Α Β Η Τ Α Ρ Ι

Στα χνάρια του χθες…

Tο Αναγνωστικό της πρώτης Δημοτικού (1956-1974), βιβλίο-αναμνηστικό που άντεξε στο χρόνο, με το οποίο έμαθαν να συλλαβίζουν πολλές φουρνιές από «πρωτάκια» και αποτύπωνε την ελληνική καθημερινότητα εκείνης της εποχής. Πρωταγωνιστές του βιβλίου ήταν: η Άννα, ο Μίμης, η Έλλη, η Λόλα. Τα κείμενά του είχαν γράψει τρεις δάσκαλοι, οι: Ι. Κ. Γιαννέλης, Γ. Σακκάς, Ι. Συκώκης και την εικονογράφηση είχε κάνει ο Κωνσταντίνος Γραμματόπουλος. Για τα «πρωτάκια» εκείνης της εποχής που το διδάχθηκαν, σημαίνει σχολειό, μπλε ποδιά και γιακαδάκι, λευκή κορδέλα και σοσονάκια, αυστηροί δάσκαλοι και καθαρεύουσα, τόνοι, οξείες και περισπωμένες, ψιλές και δασείες, μαυροπίνακες και κιμωλίες, ξύλινα θρανία και μπλε τετράδια, διάλειμμα με σxοινάκι και κουτσό, κυνηγητό, μήλα, γυμναστικές επιδείξεις, απαγγελίες ποιημάτων στις σχολικές γιορτές, κλασσικές φωτογραφίες ενθύμια και πολλές γλυκές αναμνήσεις! Ένα ταξίδι στην αθωότητα των παιδικών μας χρόνων!
Εικόνες από μια εποχή που τη ζήσαμε σαν παιδιά και έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη σκέψη μας και στην καρδιά μας.

ΓΛΩΣΣΟΔΕΤΕΣ
(Μπέρδεμα γλώσσας)

 Γλωσσοδέτες ένα από τα πιο συνηθισμένα παιχνίδια με την Ελληνική γλώσσα, την σωστή προφορά  και την ψυχραιμία μας. Ψάξαμε μέσα στο θησαυρό της λαϊκής προφορικής παράδοσης και βρήκαμε κάποιους από τους πιο συνηθισμένους στην περιοχή μας. Δείξτε την απαραίτητη αυτοσυγκέντρωση και πάμε!!
  
  • Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι' απ' τον ήλιο ξεξασπρότερη…
  • Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;
  • Μια Μπάμια μπαμιόμπαμια…
  • Της Αρίδας το λουρί τάρι δίρι δόλουρο, τάρι δίρι δόλουρο, τάρι δίρι δόλουρο...
  • Ανέβηκα στην τζιτζιριά - στην μιτζιριά - στην τζιτζιμιτζιχοτζιριά
    κι έκοψα ένα τζίτζιρο - μίτζιρο - τζιτζιμιτζιχότζιρο
    κι έπεσα από την τζιτζιριά - την μιτζιριά - την τζιτζιμιτζιχοτζιριά
    κι έχασα και τα τζίτζιρα - τα μίτζιρα - τα τζιτζιμιτζιχότζιρα...
  • Εκλησιά μολυβδωτή μολυβδοκοντυλοπελεκητή, ποιος σε μολυβδοκοντυλοπελέκησε; Ο γιος του μολυβδοκοντυλοπελεκητή...
  • Κοράλι ψιλοκόραλο και ψιλοκοραλάκι...
  • Μία τίγρη με τρία τιγράκια...
  • Της καρέκλας το ποδάρι, ξεκαρεκλοποδαρώθηκε πιος το ξεκαρεκλοποδιάριασε ο ξεκαρεκλοποδαρωτής...
  • Καλημέρα καμηλάρη, καμηλάρη καλημέρα…
  • Κάστανα βραστά σκαστά, με τη βραστή σκαστή κουτάλα…
  • Πέμπτη έκοψαν τον πεύκο, Πέμπτη πέφτει ο πεύκος κάτω…
  • Κούπα καπακωτή, κούπα καπακωμένη, κούπα ξεκαπάκωτη, κούπα ξεκαπακωμένη… 

ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΟ ΧΘΕΣ…

(Του Μάνθου Κατσάμπουλα)
Όποιος λαός δεν έχει παρελθόν, δεν έχει μέλλον. Πάντα νοσταλγούμε το χθες. Πέρασαν πάνω από 50 χρόνια. Αξίζει τον κόπο να ανατρέξω στο παρελθόν. Και να γυρίσω το χρόνο πίσω, σε εποχές που έζησα και δεν έζησα.
Έτσι θα βρεθούμε για λίγο στο χωριό τα πέτρινα εκείνα χρόνια. Νοερά. Κάπου από εδώ θα ξεκινήσουμε. Και να ‘μαστε στο κέντρο της Μοφκίτσας, στη μικρή μας πλατεία με τον τεράστιο πλάτανο, με το γιοφύρι και τα τουράκια. Εδώ βρίσκεται το μικρό γραφείο της Κοινότητας Ταξιαρχών και δίπλα ακριβώς το παντοπωλείο – καφενείο του Ντεμπελόγιαννη που τότε έσφυζε από κόσμο. Το ίδιο συνέβαινε και δίπλα ακριβώς στου Θόδωρου Ανδρικόπουλου (Τσιούφου) με την Τούλα, αλλά και στο καφενείο του Ντρένιου να προσφέρουν τον παραδοσιακό καφέ. Εικόνες μιας άλλης εποχής που περνούν από το μυαλό μου σαν κινηματογραφική ταινία.  Κάποτε στο χωριό μας λειτουργούσαν έξι παραδοσιακά καφενεία-μπακάλικα, σήμερα δεν έχει απομείνει κανένα.
Κέντρο. Ξαναγυρνώ πολλά χρόνια πίσω. Ξεκινάμε λοιπόν από το κέντρο του χωριού. Από τα λημέρια του Προκοπόγιαννη (Ιωάννης Προκοπίου Κριτσέλης), γνωστό σε λίγους το πραγματικό του όνομα. Ήταν πρόεδρος για αρκετά χρόνια. Και θα συναντήσουμε όλους τους προεστούς. Τον παππά (Παπα-γιώρη), το αηδόνι του τόπου μας και στα ευχάριστα αλλά και στα δυσάρεστα. Βεβαίως εδώ θα ανταμώσουμε και τον ψάλτη μας τον Πανάγο. «Ήταν ψάλτης και κουρέας και στη ρούγα διερμηνέας». Δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο δάσκαλός Τάσης  Μπαρτζελιώτης. Θα συναντήσουμε επίσης τους άλλοτε προέδρους, τον Αντώνη Ψαρρό, τον Πέτρο Παναγόπουλο (Κλίγκο), τον Χρήστο Κούτρο, τον Θανάση Σωτηρόπουλο, τον Κων/νο Κριτσέλη, τον Ανδρέα Κριτσέλη. Βεβαίως κάπου εκεί θα δούμε τον Αλέξη τον Ανδρικόπουλο (Ντρένιο) τον Γραμματέα της Κοινότητας Ταξιαρχών, επίσης και τον μετέπειτα γραμματέα Παναγιώτη  Κριτσέλη. Δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο αγροφύλακας Τάσης  Κουτσουρούπας.  Στην ίδια γειτονιά ζούσαν ο Γιάννης  Κριτσέλης  (Ντεμπελόγιαννης) και ο Θόδωρος Ανδρικόπουλος (Τσιούφος). Όλοι δραστήριοι και έξω καρδιά. Πιο δίπλα θα συναντήσω το σπίτι του Αλέξη του Ανδρικόπουλου και παραδίπλα  τη μοναδική φιγούρα και πρακτική μαία του χωριού μας, την γριά Ασπασία. Πόσες και πόσες από της μητέρες μας δε γέννησαν τα παιδιά τους με τη βοήθειά της; Ακόμη στην ίδια γειτονιά συναντάμε τον Γιώργο Κόντο και την Βαγγελιώ, καθώς και τον Φώτη Αγραπιδά (Σαφώτη) με την Αγγελική. Πιο κάτω θα συναντήσω τον Λάμπη Αλεξόπουλο (Κουτσολάμπη) με την Γιωργία, τον Αγαμέμο  Ψαρρό, τον Αντώνη  Ψαρρό με την Τασία (Τασιούλα), τον Θόδωρο Τζάνε, τον Γιώργο Κόντο με την Δωροθέα και τον Αντρέα, τον Γιώργο  Κόντο (Μπίρμπα), τον Τζίμη  Ψαρρό με τη Χαρίκλεια, το γερο Νιόνιο Ανδριόπουλο με τη γριά Θοδώρα (Νιόνιαινα) και τον Πάνο Ανδριόπουλο με τη Γαληνή. 
Συνεχίζουμε τη βόλτα μας στα κεντρικά του χωριού μας. Εδώ θα συναντήσω τον γέρο Σπύρο Παπανικολάου, τον Γιώργο  Παπανικολάου (Σαράντο) με την Δημήτρω «Σαράνταινα», τον Κώστα Γαληνό με την Παναγιώτα, τον Νίκο Πιπιλή με την Ολυμπία, τον Γιάννη Αλεξόπουλο (Σπηλιόγιαννη) με την Πηγή, τον Μήτσο Kατσάμπουλα (Μητσομάλιο) και την Αμαλία (Μαλιώ), τους Κουκαίους, την γριά Χαρίκλεια μαζί με τον Φώτη Θάνο και την Ντίνα, τον Δήμο Τσόπελα (χρόνια επίτροπος  στην εκκλησία) και την Αριστεία, τον Σπήλιο Αλεξόπουλο με τη Αντώνα, τους Νίκο, Μήτσο και Σπύρο Κριτσέλη, τους Τζανεταίους, τους Σβαναίους Νικολάκη και Θοδώρα, τους Κατσαμπουλαίους, τους Λαμπροπουλαίους, τον Φώτη Αγραπιδά (Σαφώτη) με την Αγγελική. Πιο δίπλα θα μιλήσω στο Σωτήρη Μπαντέ και τη Δημήτρω, τον Δημήτρη Μπαντέ με την Παναγιώτα, τον Φώτη Μανώλη με την Τασία,  τον Λεωνίδα Τριγάζη με τη Λαμπρινή, Τον Τάση Μπαντέ με τη Διαμάντω και απέναντι τον Γιώργο  Ψαρρό με την  Βάσω,  την Κατερίνη του Κοτσιρώνη, το Νίκο Ψαρρό  με τη Θωμαή, τον  Κωσταντή Κόντο με τη Βγενική, το γέρο-Πέτρο Πετρόπουλο με την Χρυσούλα (Πετρόπλαινα), τον Σπύρο Γαλάνη με την Παναγιώτα, τον Δημητράκη  Μπαχάρη με τη Διαμάντω, το Γιάννη Σκαλτσά (Κωσταντόγιαννη) με την Τούλα, τον Κώστα  Σκαλτσά με την Τασία, τον Τάση Παναγόπουλο (Κλίγκος) με την Τασία.
Αλώνια. Σήμερα θα περάσω από όλες τις γειτονιές του χωριού μας. Θα πάω στα «Αλώνια» και θα συναντήσω τον Κώστα Γκρίτζαλη με τη Σοφία, δεν ξεχνώ το φίλο και συμμαθητή μου Αντώνη Γκρίτζαλη, που στήναμε παγίδες για πουλιά και κάναμε οποιαδήποτε τρέλα όταν ήμασταν παιδιά. Αξέχαστες παιδικές στιγμές. Θα περάσω απέναντι στον Μπάρμπα Γιάννη  Παναγόπουλο (Αρακλόγιαννη) με τη Θοδώρα, τον Ηρακλή με τη Γιωργίτσα (Ηρακλίνα),  στον Νίκο Γιαννίκο (Μπελεχένη) με την Παναγιώτα, τον Πανταζή Παναγόπουλο (Κλίγκο) με τη Φωτεινή, τον μπάρμπα Γιάννη Κοκκώνη, τον Πανάγο Αλεξόπουλο με την Τρισεύγενη (Πανάγαινα).
Κριτσελέικα. Συνεχίζω το ταξίδι μου στο παρελθόν και πάω στα Κριτσελέικα. Εδώ θα συναντήσω τον Πετράκη Κριτσέλη, τον Τάκη Κριτσέλη (Ντίνη), τον Γιάννη Κριτσέλη (Ντεμπελόγιαννη) με την Γιωργία (Ντεμπελογιαννού),  τον  Αντώνη Κριτσέλη «Αντωνάκη»  με τη Θανάσω και πιο πάνω το σπίτι του Παναγιώτη Κριτσέλη, πιο δίπλα τα Χριστοδουλέικα με τον Γιώργο Κριτσέλη και τον Χριστόδουλο, αργότερα με τον  Χρήστο Μπαντέ και την Ντίνα, τον Γιάννη Αγραπιδά με τη Φωτεινή, τον Μήτσο Κοκκώνη και την Τασία αλλά και την Παναγιώτα.
Πέρα Βρύση. Δίπλα από την εκκλησία θα συναντήσουμε τα Αγραπιδαίϊκα με το Νίκο Αγραπιδά, το Γιάννη, το Φώτη, το Χριστόδουλο και αργότερα το Γιόκα και τη Γιόκαινα. Κατηφορίζω και πέφτω επάνω στον Θεοχάρη Κόντο με τη Φώτω, στον Θανάση Σωτηρόπουλο με τη Σοφία, στον γέρο Αντώνη Κριτσέλη, τον Τάση Κριτσέλη (Τσατσούλη), στους Μπαλαδημαίους και αργότερα στον Τάση Ψαρρό με τη Χρυσούλα, στον Θανάση Σβανά, στον Γιώργο Φελούκα και τη Δήμητρα (Φελούκαινα).
Πιο πάνω συναντώ τα Κοκκωναίϊκα και τα Αντρικοπλαίϊκα, οι κήποι τους τόποι εκδρομών του σχολείου. Πιο δίπλα συναντάμε τον Ζαχαρόγιαννη και αργότερα τον Γάκη Σκαλτσά (του Σγάρτσου).
Πιο κάτω θα συναντήσω τον Γιάννη τον Παναγόπουλο (Κλιγκόγιαννη) με τη Δημητρούλα, τη Γιωργίτσα ( για χρόνια επιτρόπισα της εκκλησίας μας),  τον Γιώργο Ζήρο με τη Γιαννούλα και τώρα τον Σπύρο (το στήριγμα της εκκλησίας μας)  με την Αλεξάνδρα, τον Κώστα Κρανίτη (Πασιά) με τη Γαρούφω και τον Βασίλη Θάνο με την Ανδριάνα.
Ταξίδι αναμνήσεων…
Όχι δεν σταματώ τη βόλτα μου σήμερα. «Θα βγάλουν τα πόδια μου νερό».
Πέρα Μαχαλάς. Εδώ θα συναντήσω τον Γιώργο Παναγόπουλο (Γκουγκούνη) με τη Μαρία και τον Τάση Κουτσουρούπα με την Ρηνιώ, το Γεροθοδωράκη και το Γιάννη Αποστολόπουλο (για πολλά χρόνια και αυτός επίτροπος στην εκκλησία) με τη Νικολέττα, τον Αλέξη Αγραπιδά με τη Βγενική, θα συναντήσω το Νικολάκη Μπαρτζελιώτη με τη Διαμάντω, τον Πάνο Νικολόπουλο (Πανελάκη) με την Παναγιωτούλα, τον Ζαχαρόγιαννη και την Κουτσούνενα.
Γυρνάω πολλά χρόνια πίσω. Τα μάτια θολώνουν. Αναπολώ το παρελθόν! Ο νους μου ονειρεύεται και πάντα ταξιδεύει στα μέρη που μεγάλωσα και αντρώθηκα. Ένας τόπος που πάντα έχω μέσα μου...όπου κι αν είμαι. Ένα ταξίδι αναμνήσεων!!



Τα πάθη της φυλής μας. Τα πάθη του χωριού μας
Επιμέλεια: Μαρία Κανελλοπούλου

Το 1825 ο στρατός του Ιμπραήμ έφτασε στη Ζούρτσα. Οι Έλληνες  της περιοχής που γνώριζαν την δύναμη του πολυπληθούς και καλά εξοπλισμένου στρατού απέφευγαν συστηματικά να δίνουν κανονικές μάχες, αλλά έκαναν κλεφτοπόλεμο πίσω από τους βράχους και τις σπηλιές, τα ποτάμια τα πυκνά δάση θερίζοντας τον εχθρό.
Γάλλος περιηγητής περιγράφει: "Ο Ιμπραήμ συναντήθηκε στα μέρη της Ζούρτσας με τον Κολοκοτρώνη κρυμμένοι και οι δύο πίσω από τους βράχους. "Παραδώσου του λέει ο Ιμπραήμ", "θα σε γεμίσω πλούτη" Πρώτα η λευτεριά της πατρίδος μου πάνω απ΄τους θυσαυρούς σου" απάντησε ο στρατηγός. Έριξε μια τουφεκιά και η σφαίρα κτύπησε στην μούρη και σκότωσε έναν από την ακολουθία του Ιμπραήμ. Ο Ιμπραήμ κινήθηκε κατά της Ζούρτσας και των χωριών της. Η Μοφκίτσα ανήκε στο κόλι τμήμα της Ζούρτσας, εξοργισμένος γιατί είχε χάσει πολλούς άνδρες από τις αντιστάσεις των ντόπιων οπλαρχηγών.
Ο στρατός των Αιγυπτίων γράφει ο Αμβρόσιος Φραντζής "πέρασε όλες τις παραλιακές περιοχές και ορεινά χωριά μέχρι τη Σμέρνα όπου με σπαθί και φωτιά εξαφάνιζε τα πάντα. "Οι κάτοικοι (γυναικόπαιδα και γέροντες των περιοχών για την ασφάλειά τους κατοίκησαν μέσα σε πυκνά δάση, επειδή τον δρόμο που οδηγούσαν δεν εύρισκαν όσοι δεν γνώριζαν την περιοχή, οι εχθροί βλέποντας καπνούς από τις φωτιές που άναβαν οι δύστυχοι έλληνες, οδηγούσαν μέσα στα πυκνά δάση σκυλιά που εύρισκαν τους Έλληνες και από τα γαυγίσματά τους καταλάβαιναν ότι υπήρχαν άνθρωποι. Τότε τους έβαζαν φωτιές ώστε να φύγουν και να τους αιχμαλωτίσουν, άλλοι όμως απ' τους έλληνες έφευγαν και άλλοι προτιμούσαν να καούν, άλλοι προσπαθώντας να ξεφύγουν από λάθος μεριά και τους αιχμαλώτιζαν και άλλοι μετά τις πρώτες ημέρες άνοιγαν τρύπες στη γη και κρυβόντουσαν για να γλιτώσουν , άλλους δε κατασπάραζαν τα σκυλιά.
Τα χρόνια πέρασαν και ως την δική μας τη γενιά έμεινε η φράση των Μοφκιτσάνων παππούδων μας: "σιγά δεν σε κυνηγάει ο Ιμπραήμ"
Από την παράδοση της Μοφκίτσας ο Ιμπραήμ ερχόταν (σε μια από τις επιδρομές του) και μια γυναίκα βγήκε και φώναξε στο Σερντάρι "φύγετε τουρκιά" και ο Θεός ήθελε να φυσάει αέρας και να ακουστεί στον Κάμπο και έτρεξε ο κόσμος και εσώθει.
Μπροστά πήγαιναν τα γυναικόπεδα και πίσω οι άνδρες και μια γκαστρωμένη δεν άντεξε και άφησε το παιδί που είχε αγκαλιά στον λόγγο παρακαλώντας την Παναγιά να της το σώσει. Με τους άνδρες που ακολουθούσαν ερχόταν και ο δικός της και γνώρισε το παιδί από τις φωνές και τα κλάματά του το πήρε και το γλύτωσε.
Το κοριτσάκι αυτό ήταν η Παναγιώτα που παντρεύτηκε Κρανίτη, το κοριτσάκι που ήταν στην κοιλιά της μητέρας της ήταν η Ζαχάρω που παντρεύτηκε Νικολόπουλο και  ακολούθησε ένα ακόμη κοριτσάκι η Δημήτρω που παντρεύτηκε Κοκκώνη, (το πατρικό της όνομα δεν το έχω συγκρατίσει), μετά την απελευθέρωση ο πατέρας της έχτισε σπίτι, το σημερινό Κοκκωνέικο στο χωριό.
Την είδαμε την τουρκιά του Μπραίμη να μαυρολογάει στον Καϊάφα από ένα ύψωμα στο Περδικόνερο και φωνάζανε και ειδοποιήσανε να κρυφτεί ο κόσμος.
Κανένας δεν θα έμενε ζωντανός απ΄τον Μπραήμη, αλλά τους γλίτωσε η Άλβαινα που ποτέ δεν πατήθηκε , εκεί κρυβόσαντε οι Μοφκιτσάνοι καθώς ήτανε πολύ κοντά το χωριό αυτό.
Το ιστορικό κείμενο είναι από δημοσίευση του Γιάννη Νικολόπουλου στην εφημερίδα "Πατρίς".

Τα στοιχεία παράδοσης από τα λεγόμενα της γιαγιάς Αγγελικής.


Τα σπίτια της Μοφκίτσας  
(Όπως μου τα περιέγραψαν, όπως τα γνώρισα)

Το χωριό μας κάηκε τον Σεπτέμβρη του 1825 από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ ολοσχερώς, αυτό το χωριό υποθέτουμε πως ήταν κτισμένο στην περιοχή "Αγοραστός" αλλά δεν έχουμε στοιχεία για το είδος των σπιτιών και τη ρυμοτομία εκείνου του χωριού. Το χωριό μας στη μορφή και στη θέση που το γνωρίσαμε άρχισε να κτίζεται γύρω στο 1840 όταν η φυλή άρχισε να συνέρχεται από τα πάθη της. Τα σπίτια του χωριού ήταν κοινές κατασκευές για ανθρώπους με κοινές ασχολίες και ενδιαφέροντα ανάλογα την οικονομική κατάσταση της κάθε ομάδας ανθρώπων.
Τα σπίτια των φτωχών ήταν γνωστά (χαμώγια ή χαμοκέλες) κτίσματα ορθογώνια, μακρινάρια ή μακριναρίκια όπως τα ονόμαζαν, πετρόκτιστα με κεραμοσκεπές. Αυτός είναι ένας παμπάλαιος  λιτός τύπος μιας αγροτικής κατοικίας που ανάγεται στην νεολιθική εποχή με τον μεγάλο άξονα συνήθως οριζόντια αλλά καμιά φορά κάθετα ανάλογα με την διαμόρφωση του εδάφους. Είχε σχεδόν πάντα μεσημβρινό προσανατολισμό, είσοδο στο μέσον της μεγάλης πλευράς, η πόρτα καμωμένη από σανίδες.
Διέθετε οπωσδήποτε αυλή και κήπο, μικρό η μεγάλο, να περιβάλετε από πέτρινο χαμηλό τοίχο "ξερολιθιά" πάνω στην ποία τοποθετούσαν δεμάτια με ξύλα ή πουρνάρια κ.α ώστε να εμποδίζεται η είσοδος παρείσακτου ζώου ή ανθρώπου. Η αυλόπορτα ήταν ξύλινη με αμπάρα.
Όταν ξεκίνησε να χτίζεται το χωριό το σπίτι χτιζόταν μακριά από το άλλο , έτσι ώστε να έχουν χώρο οι επόμενες γενιές να οικοδομήσουν τα σπίτια τους. Έτσι έχουμε σπίτια της κάθε γενιάς το ένα δίπλα από το άλλο. Έτσι δημιουργήθηκαν γειτονιές από συγγενικές οικογένειες. Π.χ.  Χρισροδουλέικα, Κριτσελέικα, Ντρενιέικα, κλπ.
Αυτά τα χαμώγια σπίτια ήταν μονόχωρα (Αβέρτικα) ισόγεια κτίσματα με χωμάτινο δάπεδο, δίριχτη κεραμοσκεπή, στέγη χωρίς καμινάδα. Οι τοίχοι ήταν κτισμένοι από πέτρα και λάσπη χωρίς εσωτερική ή εξωτερικό σοβά. Το σπίτι αυτό το χρησιμοποιούσαν για οικογένεια, σταυλισμό ζώων, αποθήκευση ζοωτροφών, τροφίμων κλπ. Εσωτερικά χωριζόταν σε δυο χωρίσματα με το χώρισμα να είναι καμωμένο από καλάμια (μεσάντρα) και να χωρίζει το δωμάτιο των ανθρώπων και το σταύλο των ζώων.
Αυτό το είδος σπιτιού είχε συνήθως δυο παράθυρα, ούτε λόγος για τζάμια, ταβάνια, τζάκι, κλπ. Σε μια γωνιά υπήρχε η εστία (γωνιά) για μαγείρεμα και θέρμανση, ο δε καπνός διαχεόταν σε όλο το σπίτι και έβγαινε όσο γινόταν από την σκεπή. Υπήρχαν στον τοίχο εσχές για τοποθέτηση των λιγοστών τους πραγμάτων. Για έπιπλα ούτε λόγος, μόνον τα απολύτως απαραίτητα για την διαβίωση μιας φτωχής οικογένειας.
Έχουμε και σπίτια που θα τα λέγαμε ημίπατα, τέτοια ήταν τα σπίτια που λόγω  της διαμόρφωσης του εδάφους στο ένα μέρος τα σπίτια αυτά είχαν σκαλοπάτια ενώ στο άλλο  μέρος ήταν στην επιφάνεια του εδάφους, μπορεί αυτό το σπίτι να είχε στο ένα μέρος το κατώι, οπότε θα διέθετε και σανιδένειο πάτωμα, και κολλητά συνήθως τον σταύλο.
Τα σπίτια των πιο οικονομικά ευπόρων οικογενειών ήταν δίπατα ή ανωγοκάτωγα. Τα παλιότερα χρόνια ήταν αβέρτικα μονόχωρα, αργότερα άρχισαν να χωρίζονται σε δωμάτια.
Τα σπίτια αυτά διέθεταν πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στο χαγιάτι (στεγασμένο υπόστεγο). Η πόρτα εισόδου από το χαγιάτι οδηγούσε στο σαλότο (χωλ εισόδου). Η πόρτα αυτή ήταν πάντα σανιδένια. Δίπλα ήταν το χειμωνιάτικο δωμάτιο, μετέπειτα κουζίνα, η κάμαρη (δωμάτιο του ζευγαριού) και η σάλα (χώρος υποδοχής αλλά και κρεβατοκάμαρα των παιδιών.
Τα σπίτια αυτά ήταν σοβατισμένα εσωτερικά, χωρισμένα  με καλάμια σοβατισμένα, πολλές φορές διέθεταν ταβάνι και τζάκι, που η μετώπη  του καλυπτόταν από τζακόπανο, περίτεχνα υφασμένο  ή κεντημένο. Στο τζάκι ή σε καρφί στον τοίχο υπήρχα η λάμπα πετρελαίου και παλιότερα το λυχνάρι. Στον τοίχο κρεμασμένη η πιατοθήκη, η κουταλοθήκη και σε μια σανίδα τοποθετημένα τα μαγειρικά σκεύη. Πολλές φορές ο τοίχος διέθετε ερμάρι που μέσα τοποθετούσαν ποτήρια, φλιτζάνια, τρόφιμα, κ.α.
Τον χειμώνα το χειμωνιάτικο ήταν στρωμένο με σαϊσματα. Τα παιδιά κοιμόντουσαν κάτω σε στρώματα γεμισμένα με άχυρα βρώμης (βρωμιές) αλλά πολλές φορές ήταν τοποθετημένα πάνω σε ξύλα  με στρίποδα και στις πιο εύπορες οικογένειες τα στρώματα (υφασμένα στον αργαλειό) ήταν γεμισμένα με μαλλιά προβάτων. Σε μια γωνιά στην κάμαρη βρισκόταν  (σε όλα τα σπίτια) το εικονοστάσι με τα εικονίσματα, τα στέφανα του ζευγαριού, το μπουκαλάκι με τον αγιασμό, λουλούδια επιταφίου και το καντηλάκι σε όσους διέθεταν λάδι να το ανάβουν.
Το ψωμί το τοποθετούσαν στην ψωμόκοφα πλεγμένη με καλάμια ώστε να μην περνάει τίποτα μέσα, την τοποθετούσαν στο χειμωνιάτικο και την έλεγαν μαλάθα.
Η σάλα ήταν χώρος υποδοχής, χώρος που διεξάγονταν όλες οι εκδηλώσεις του σπιτιού, χαράς ή λύπης. Εκεί υπήρχε ο καθρέφτης, οι φωτογραφίες των συγγενών και ένα μικρό τραπέζι. Τραπέζι μπορεί να υπήρχε και στο κέντρο του δωματίου, στρωμένο με το καλό τραπεζομάντηλο, ενώ για το τραπέζι της κουζίνας που μπορεί να είναι και σοφράς χρησιμοποιούσαν το πιο απλό τραπεζομάντηλο τη μεσάλα.
Δίπλα στον τοίχο του μεγάλου κρεβατιού ή κάθε διπλού κρεβατιού κρεμόταν η μπάντα υφαντή ή κεντημένη. Το μπαούλο με τα ασπρόρουχα, ο γιούκος με τα στρωσίδια και τα κλινοσκεπάσματα, σκεπασμένος με λευκό σεντόνι με δαντέλα χειροποίητη όπως και τα κρεβάτια των καλών νοικοκυράδων ήταν στρωμένα με λευκά σεντόνια με περίτεχνες δαντέλες.
Τα καλοπροικισμένα κορίτσια έπρεπε να έχουν στην προίκα τους μια στολή τουλάχιστον . Δηλαδή το μπαουλόπανο, το σεντόνι, το τραπεζομάντηλο κλπ. έπρεπε να είναι καμωμένο από το ίδιο ύφασμα, συνήθως χασεδένια με το βελονάκι από άξια χέρια. Σε μια άκρη του τοίχου σε καρφιά κρεμασμένα τα καλά ρούχα, σιδερωμένα, (κουστούμια, φορέματα) καλυμμένα από σεντόνι ώστε να μην σκονίζονται.
Τα παλιότερα σπίτια δεν διέθεταν  μπαλκόνια. Τα μπαλκόνια καθιερώθηκαν πολύ αργότερα και ήταν μέρος της σάλας που οδηγούσε σε μπαλκονόπορτα. Τα πρώτα μπαλκόνια ήταν ξύλινα με πλεκτά ξύλινα κομμάτια, αργότερα τα έβαζαν με σιδερένια κάγκελα.
Τα εύπορα σπίτια μπορεί να διέθεταν και εσωτερικό φούρνο ή τυφλοκάμαρη που την χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη, τον αργαλειό απαραίτητο εξάρτημα του νοικοκυριού τον είχαν στο κατώι.
 Η αυλή ήταν κλεισμένη από ψηλή  μάντρα ώστε να μην διακρίνονται οι γυναίκες , τα απλωμένα ρούχα, κα. Η αυλόπορτα ήταν πολλές φορές με καμάρα. Δείγμα εύπορου σπιτιού στο χωριό μας ήταν το σπίτι του ιερέα Χρήστου Παπαδημόπουλου (παπα-Χρήστου) μετέπειτα Θεοχάρη Κόντου όπου το κατώι χωριζόταν με καμάρες και διέθετε παχνί χτιστό όπως και φούρνο στο κατώι. Πολλά σπίτια είχαν ένα πρόχειρο δωμάτιο καμωμένο από καλάμια σοβατισμένα (Τσατουμάς ή τζατουμάς). Δίπλα από την κύρια κατοικία υπήρχε το μέρος του γουρουνιού, εκεί όπου το στέγαζαν  (το κουμάσι). Το μέρος δε που στέγαζαν τα άλογα ή τα γαϊδούρια , όταν δεν ήταν στο κατώι, ήταν το αχούρι.
Αυτά ήταν τα σπίτια της Μοφκίτσας, του χωριού της μητέρας μου, του χωριού των παιδικών μου καλοκαιριών, του χωριού της καρδιάς μου όπως το γνώρισα και όπως μου το περιέγραψαν.
Εξαρτήματα σπιτιού
Κοτέτσι: Χαμηλό καλύβι, όπου είχαν τις κότες. Σε δυο παράλληλους τοίχους στήριζαν ξύλα που ανέβαιναν οι κότες, εκεί υπήρχε το κοφίνι με το άχυρο και ένα αυγό (το φόλι) ώστε να παρακινούνται και να γεννούν εκεί οι κότες. Υπήρχε και η κοτετσιέρα ή κοτερή, τριγωνική κατασκευή πλεγμένη με ξύλα και σύρμα (κοτετσόσυρμα) και καλυμμένη με νάιλον για να μην βρέχονται και να προφυλάσσονται από τις άσχημες καιρικές συνθήκες οι κότες. Κάθε βράδυ έκλειναν την πόρτα της κοτερής για να μην έχουν δυσάρεστες καταστάσεις από αλεπούδες. Κοντά πάντα υπήρχε δεμένο το σκυλί .
Εγκατάσταση υγιεινής: Ο απόπατος χωρίς ύπαρξη λουτρού, κτιστός ή με καλάμια. Στα μεταγενέστερα χρόνια, βρίσκουμε σπίτια με μαντεμένιους νεροχύτες με ή χωρίς βρυσάκι.
Φούρνος υπαίθριος:  Σε ένα πέτρινο τοίχο συνήθως σε επαφή με το σπίτι ή τη μάντρα έφτιαχναν την βάση με το θόλο από λάσπη και σπασμένα κεραμίδια, επιχρισμένο εσωτερικά.


Το μοιρολόι στη Μοφκίτσα

Το μοιρολόι κατείχε ένα σημαντικό μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του χωριού μας τότε που αυτό είχε ζωή. Το μοιρολόι "γόος" των αρχαίων ελλήνων που συνεχίσθηκε στα Βυζαντινά χρόνια σαν "ανάκλημα" συνεχίστηκε και εντάθηκε στα χρόνια της σκλαβιάς, τότε που η ζωή του κάθε έλληνα ήταν ανείπωτη τραγωδία. Συνέχισε ως τις μέρες μας αποδεικνύοντας την άρρηκτη συνέχεια της φυλής μας, μιας φυλής Μεσογειακής που τίποτε δεν αντιμετώπιζε αθόρυβα ούτε και  αυτόν τον θάνατο. Τίποτε δεν αφήνει να περνάει απλά και αθόρυβα. Το θάνατο ακολουθούσε ο θρήνος από τα χρόνια του Ομήρου και τα χρόνια της λατρείας της Μέλαινας Δήμητρας.

  Ο λαός μας έζησε πολύ τραγικές εποχές, και μέσα στην τραγωδία του έκανε το θρήνο λυρικό τραγούδι, το μοιρολόι. Το έκανε μέρος της πολιτιστικής του κληρονομιάς. Το μοιρολόι ήταν συμπαράσταση στους πενθούντες, επικοινωνία με τους νεκρούς, ψυχική ανάγκη.

Τα μοιρολόγια ήταν λυπητερά, λυρικά τραγούδια, δημιουργήματα γυναικών που είχαν το ταλέντο να δημιουργούν από τον πόνο στίχους, παρ' όλο ότι η πορεία της ζωής τους ήταν περιορισμένη στα πλαίσια μιας κλειστής καταπιεστικής αγροτοκτηνοτροφικής κοινωνίας. Αυτά τα ποιήματα, πεζοτράγουδα και τι δεν είχαν. Είχαν μέτρο, ρυθμό, επίθετα, μεταφορές, παρομοιώσεις, διαλόγους, στοιχεία υπερβολής, κ.α.

  Η διαδικασία του μοιρολογίσματος είχε τάξη που βασιζόταν σε άγραφους κανόνες. Ξεκινούσε όταν ο ήλιος ανέτειλε και σταματούσε το ηλιοβασίλεμα. Ξεκινούσε πάντα μια ηλικιωμένη και ακολουθούσαν οι άλλες.  Ήταν δε αυτή η διαδικασία μια παράσταση απλοϊκή, αλλά πολύ σχετική με την παράσταση αρχαίας τραγωδίας. Κορυφαία του χορού η πρωτομοιρολογίστρα και μέλη του χορού οι υπόλοιπες γυναίκες.

Από τα ακούσματα που έχω από την γιαγιά Αγγελική, περίφημη πρωτομοιρολογίστρα του καιρού της ήταν η θεία της Χάιδω Κοκκώνη, η οποία διέθετε και μια καταπληκτική φωνή. Έχω δε συγκρατήσει δυο μοιρολόγια, ένα που ξεκινούσε και ένα που τελείωνε όταν σήκωναν για την εκκλησία τον νεκρό και ειπώθηκαν από τις Μοφκιτσάνες θείες μου στην θανή της αδελφής μου.

"Καλάκαμες και πέθανες και μ' άνοιξες τους πόνους

τους περσινούς, τους φετινούς, τους αλησμονημένους

Όποια δεν έχει πεθαμό, δεν κλαίει τους πεθαμένους

Όποια δεν έχει αξαφνιά, δεν κλαίει τους ξαφνιασμένους

Όποια δεν έχει σκοτωμό, δεν κλαίει τους σκοτωμένους

Όποια δεν έχει ξενιτειά, δεν κλαίει ξενιτεμένους.

Και απαντούσαν οι γυναίκες ανάλογα με τα συμβάντα της ζωής της κάθε μιας.

Εγώ έχω τον πεθαμό και κλαίω τους πεθαμένους

Εγώ έχω την αξαφνιά και κλαίω τους ξαφνιασμένους κλπ."


*****

" Ήρθε η ώρα η πικρή, του χωρισμού η ώρα

ποια έχει λόγο να μου πει και γράμμα να μου δώσει

ποια έχει ρούχα στο μποξά, στον Άδη για να στείλει

Και απαντούσαν οι γυναίκες ανάλογα τη ζωή της μία - μία.

Εγώ έχω λόγο να σου πω και γράμμα να σου δώσω

έχω και ρούχα στον μποξά στον Άδη για να στείλω

γιατί έχω τον πατέρα μου στον Άδη χρόνια δέκα ή

έχω την αδερφούλα μου και καρτερεί στον Άδη  κ.α"


*****

Η καλή μοιρολογίστρια εκτός από φωνή έπρεπε να διαθέτει το ταλέντο του αυτοσχεδιασμού "συνταιριάσματος", να είναι καλή συνταιριάχτρα έλεγε η γιαγιά μου.

Το μοιρολόι έπρεπε να περιλαμβάνει οτιδήποτε είχε σχέση με το νεκρό, συνήθειες, χαρακτηριστικά, οικογενειακή κατάσταση, ηλικία, τρόπο θανής κ.α.

Στην Μοφκίτσα τα μοιρολόγια τα έλεγαν τραγούδια. Άλλωστε λυπητερά, λυρικά τραγούδια ήταν.  Εγώ τραγούδια πολλά σας έμαθα, θέλω τα καλύτερα στην θανή μου έλεγε η σπουδαία πρωτομοιρολογίστρια Παναγιώτα χα Αντωνίου Κριτσέλη (Χριστοδουλαντώναινα) απευθυνόμενη στις νεότερες.

Ήταν αυτή που έφερε στο χωριό εκείνο το μοιρολόι που κατέπληξε όταν θρηνούσε τον πρόωρα χαμένο γαμπρό της Μήτσο Κοκκώνη.

"Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγουν από τον Άδη

Ένας γυρεύει την Λαμπρή κι άλλος το καλοκαίρι

κι ο Μήτσος τ' Άγιου Δημητριού που είναι η γιορτή του

που βγαίνουν τα γλυκά κρασιά που ανοίγουν τα βαγένια

κανείς δεν τους αγροίκησε εκεί στον κάτω κόσμο

μόνο μια κόρη όμορφη, μια μικροπαντρεμένη

πάρτε και εμέ λεβέντες μου να βγούμε από τον Άδη.

Κόρη βροντάν τα ρούχα σας μας αγροικούν οι άλλοι

τα βγάνω τα παντέρημα, στον Άδη τα αφήνω…"

Το υπόλοιπο το έχω ξεχάσει.

Σαν παιδί περνούσα τα καλοκαίρια μου στη Μοφκίτσα και την αγάπησα τόσο πολύ που σε όλους λέω εγώ έχω δυο χωριά, δυο πατρίδες. Ένα Καλοκαίρι συνέβη ο θάνατος του Αλέξη Κόντου και είχα εντυπωσιαστεί από τον γρήγορο αυτοσχεδιασμό που έκαναν οι ηλικιωμένες του χωριού για τον πρόωρο χαμό του.

"Μην με σκεπάζεις ουρανέ, μην με πλακώνεις χώμα

γιατί εγώ δεν φόρεσα καπέλο με κορώνα (στρατός)

Μην με σκεπάζεις ουρανέ, μην με πλακώνεις χώμα

γιατί εγώ δεν φόρεσα στεφάνι κι αρραβώνα (γάμος)"

Σαν παιδί είχα ζήσει δίπλα στην αξιοσέβαστη γιαγιά Γαρούφω Κριτσέλη (αδελφή της γιαγιάς μου) με είχε εντυπωσιάσει ότι είχε αυτοσχεδιάσει για όλο το φάσμα της ζωής της έχοντας χάσει τον εικοσάχρονο γιό της Ανδρέα. Απομακρυνόταν, απομονωμένη μονολογούσε. ¨όταν τελείωνε ήταν ήρεμη με ένα πικρό χαμόγελο σαν να έχει επιτελέσει ένα αναγκαίο καθήκον, σαν να είχε έρθει σε επαφή με την ψυχή του παιδιού της.

Έτσι κάνουν όλες έλεγε η γιαγιά μου. Όταν είχε μπροστά της κάποιο νεκρό.

"Εκεί που πας (όνομα) κι εκεί που σεργιανίζεις

αν βρεις τις νιές χαιρέτα τες, τους νιούς κουβέντιασέ τους

Αν βρεις και τον Ανδρέα μου, πολλά φιλιά να δώσεις.

Και πώς να τον γνωρίσω εγώ τον γιόκα σου στον Άδη;

Ψηλός, λιγνός ειν' στο κορμί, μελαχρινός στα κάλλη

έχει τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σαν γαϊτάνι.

Όταν πλησίαζε κάποια μεγάλη γιορτή.

Σαν έρθουν Ανδρέα μου Λαμπρές και μεγαλογιορτάδες

εγώ για το χατίρι σου πικρά θ' αναστενάξω

για να ιδείς Ανδρέα μου πόσο πονάει η μάννα

για να τα' ακούσει ο χάροντας, να λυπηθεί τις μάνες.

Όταν συνέβαινε κάποιο ευχάριστο γεγονός:

Εμένα μου στείλανε παραγγελιά απ' τον Άδη

εκεί που γίνονται χαρές, ποτέ να μην περάσω

νάναι η καρδούλα μου βαριά, νάν' η ψυχή μου μαύρη

νάναι και τα ματάκια  βρύση που δεν στερεύει."

Είναι για μένα η γιαγιά Γαρούφω απεικόνιση της θεάς Δήμητρας της Μέλαινας (μαυροφορεμένης), μια εικόνα της μάνας Παναγιάς.

Υπήρχαν πολλές ταλαντούχες μοιρολογίστρες στο χωριό που εγώ τις αγνοώ. Η γιαγιά μου είχε αναφέρει εκείνο το πικρό συνταίριασμα της θείας της Αθηνάς Κοκκώνη για τον σκοτωμένο στην Μικρά Ασία γιό της.

"Αστροπελέκι και φωτιά να πέσει μέσα στην τουρκιά

να κάψει τις κορώνες τους να κάψει τα σπαθιά τους

να κάψει τις καρδούλες τους, όπως και τη δική μου

και για τον πονεμένο πατέρα  Κωνσταντή (άνδρα της)

Πανηγυράκι γίνεται στον Άγιο Κωνσταντίνο

κι ο Κωσταντής που γιόρταζε, καθόταν λυπημένος

φάτε και πιέτε ρε παιδιά κι έχετε και το νου σας

γιατί περνάει ο χάροντας καβάλα στο άλογό του

Μαύρος είναι, μαύρα φορεί, μαύρο και τ' αλογό του,

μαύρα είναι και τα δόντια του, που τρώει τους λεβέντες

τα παλληκάρια τα καλά και τους πολεμιστάδες."

Επίσης η γιαγιά μου είχε αναφέρει σαν εξαίρετα ταλαντούχα  μοιρολογίστρια την Γεωργίτσα Παπαδάμη που άφησε το ταλέντο της να φανεί στον πρόωρο χαμό του αδελφού της  και στην συμμετοχή της στον θρήνο του πρώτου της εξαδέλφου Αντώνη Αγραπηδά, του αγνοημένου ήρωα της Μοφκίτσας που παρασημοφορήθηκε στο Μικρασιάτικο Μέτωπο και πέρασε τα πάνδεινα αιχμάλωτος στο "Αμελέ Ταμπουρού" τάγματα εργασίας των Τούρκων και επέστρεψε με την ανταλλαγή αιχμαλώτων.

Λόγω της συγγενικής μας σχέσης (αδελφός του παππού μου) έχω καταγράψει δυο αυτοσχεδιασμένα απ' αυτήν μοιρολόγια.

"Αντώνη μου που κείτεσαι, λεβέντη μου που είσαι

Αντώνη την ψυχούλα σου, ο χάρος που την βρήκε

εκεί που ειν' τα ψηλά βουνά κι οι κάμποι οι μεγάλοι

κι η πικροθάλασσα πλατιά, περάσματα δεν έχει

θ' ανοίξω δρόμους στα βουνά, στους κάμπους μονοπάτια

και για την πικροθάλασσα, καράβι θ' αρματώσω

να φέρει η μάνα σου κερί κι η αδελφές σου λάδι

κι η πρώτη ξαδερφούλα σου να φέρει το λιβάνι"


*******

"Ο χάρος εσεργιάνιζε, εκεί στα ξένα μέρη

λεβέντες εσημάδευε, καλούς κι αντρειωμένους

και στον Αντώνη έριξε, βόλι φαρμακωμένο

κι ο Αντώνης μας εφώναξε μες στ'αγγελόκρουσμά του

Πού 'σαι αδερφούλα μου καλή, μανούλα αγαπημένη

για να μου πλύντε τις πληγές να με νεκροστολίστε,

και πρωτοξαδερφούλα μου να πεις τα μοιρολόγια.

Ο Χάρος με σημάδεψε, στον Άδη με πηγαίνει.

κι πάλι ο Αντώνης εγύρεψε, μια χάρη να του κάνει.

Παρακαλώ σε χάρε μου, του κάτω κόσμου αφέντη

να στείλω μήνυμα πικρό, στη δόλια μου μανούλα

με το πουλάκι τα' ουρανού, με το χελιδονάκι.

Χελιδονάκι μου καλό και κοσμογυρισμένο

για πέρνα απ' το σπιτάκι μου και κάτσε στην αυλή μου

και πέσε στην μανούλα μου, να μην με περιμένει

να μην αλλάξει του Χριστού, στην εκκλησιά μην πάει

και την Λαμπρή ανήμερα, τραπέζι να μην στρώσει

Οι Τούρκοι με φονέψανε, εδώ στα ξένα μέρη

Τούρκε οχτρέ, Τούρκε φονιά, Τούρκε καταραμένε

πήρες τον ήλιο απ' το πρωί και τα' άστρια από τη νύχτα

φόνεψες το παιδάκι μου κι έκαψες την καρδιά μου."

Δεν ξέρω αν η αγράμματη κι απλοϊκή Μοφκιτσάνα Γιωργίτσα Κριτσέλη - Παπαδάμη είχε να ζηλέψει κάτι από το ταλέντο μιας ποιήτριας καταξιωμένης.

Έχω καταγράψει μοιρολόγια αγαπημένα και πολυτραγουδισμένα στη Μοφκίτσα στα σαρανταήμερα μνημόσυνα που η θεία μου Μαρία Αγραπηδά με την ωραία φωνή της είπε για την αδελφή μου κάνοντας όλους να κλάψουν.

"Σαν πήρα έναν ανήφορα, κι έναν ανηφοράκο

να βρω κλαράκι να σταθώ, πέτρα για ν' ακουμπίσω

ούτε πετρούλα απάντησα, ουτε κλαράκι ευρήκα

πήρα ένα έρημο στρατί, μ' εβγαλε στου Αγιωργιού την πόρτα

Γειά σας χαρά σας άνιφτοι, καλως τον τον νιμένο

πως τα περνάτε ρε πιδιά, εδώ στον κάτω κόσμο΄

δίχως φαι, διχως ψωμί, δίχως δικό κανένα

πώς να περάσουμε παιδιά, εδώ στον κάτω κόσμο

εδώ είναι τα φίδια πλεχταριά κι οχιές περιπλεγμένες

Όταν πεινάνε για ψωμί, τρώνε απ' το κορμί μας

κι όταν διψάνε για νερό, το αίμα μας βιζαίνουν

Μαύρη οχιά, κακιά οχιά, θα σε παρακαλέσω

να μη μου φας τα μάτια μου, τα θέλω για να βλέπω

Μαύρη οχιά, κακιά οχιά θα σε παρακαλέσω

να μην μου φας τα χέρια μου, θέλω να χαιρετίσω

Μαύρη οχιά, κακιά οχιά θα σε παρακαλέσω

να μην μου φας τα πόδια μου, θέλω να περπατήσω

με καρτερούν στο σπίτι μου, πίσω για να γυρίσω."


*****

"Εμένα με πήρε ο πόνος σου, με πήρε κι ο καημός σου

μωρ' αν σε πήρε ο πόνος μου, σε πήρε κι ο καημός μου

για πέρνα απ' το μνήμα μου κι απ' το νεκρόταφό μου

και σκάψε με τα νύχια σου, σαν άγρια  γερακίνα

και ρίχτ' το χώμα από τη μια, την πλάκα από την άλλη

και σήκω το μαντήλι μου, να δεις το πρόσωπό μου

κι αν είμαι όπως με ήξερες, σκύψε κι αγκάλιασέ με 

κι αν είμαι μαύρη κι άραχνη, σκύψε και σκέπασέ με

και παρ' τα χέρια σταυρωτά και την καρδιά κρατώντας

και τράβα στο σπιτάκι μας και κάτσε στη γωνιά μας

και βάλε μια ψιλή φωνή, όσο κι αν έχεις βάλε

ναρθούν ματάκια θλιβερά, ναρθούν καρδιές καμένες

άλλη  να κλαίει τον άνδρα της κι άλλη την αδερφή της

και εσύ να κλαις εμένανε, που πια δεν ξαναβλέπεις."


*****

"Στο παραθύρι να μην βγεις, στην πόρτα να μην κάτσεις

και παραπέρα στην αυλή, να βγεις να κουβεντιάσεις

το παραθύρι έχει δροσιά κι η πόρτα έχει κουβέντα

και παραπέρα η αυλή διασκέδαση μεγάλη

Αλησμονάς και χαίρεσαι και χαίρεται η καρδιά σου

δεν πρέπει πια να χαίρεσαι, μηδέ να κουβεντιάζεις

μον' πρέπει εσύ να κάθεσαι, σε έρμο στευροδρόμι

κι εκεί να κλαις τα ντέρτια σου, να κλαις και τους καημούς σου

για να τα' ακούσει η μαύρη γη, λουλούδια να μη βγάλει

για να τα' ακούσουν τα κλαριά, ποτά να μην ανθίσουν."


*****

"Για πεσ μου πότε θε να ρθεις και πότε θα γυρίσεις

να έχω η δόλια απαντοχή, να έχω η έρμη ελπίδα

για να στρώσω κόκκινα, να στρώσω βελουδένια.

Μωρή τι στρώνεις κόκκινα, τι στρώνεις βελουδένια

Μωρ' μαύρη ποιος σε γέλασε και ποιος σε κοροϊδεύει;

Εδώ που μπήκα εγώ, πίσω δεν ξαναβγαίνω

εγώ στα έμπα βρήκα ανοιχτά, στα έβγα ηύρα κλεισμένα

Με κλειδωνιές Βενετικές, με αμπάρες σιδερένιες

εδώ το λένε μαύρη γη, το λένε στο μηγύρι

Εδώ ειν' τα μνήματα, δασιά κεφάλι με κεφάλι"


*****

"Ο χάρος εβουλήθηκε να φτιέξει περιβόλι

βάζει τις νιές για λεμονιές, τους νιους  για κυπαρίσσια

τα μικρομέγαλα παιδιά, μόσχους και καρυοφύλλια

και τους καλούς τους γέροντες, φραγή στο περιβόλι.

Αχ να μπόραγα να άνοιγα, πόρτα στο περιβόλι

να κόψω κλάρες λεμονιάς, κλαριά από κυπαρίσσια

και να γεμίσω την ποδιά, μόσχους και καρυοφύλλια

να ακουμπήσω στην φραγή, λίγο να ξαποστάσω

να βρω τον πατερούλη μου, κουβέντα να του πιάσω

να βρω και τη μανούλα μου, ορμήνιες να γυρέψω."


*****

Είναι πάρα πολλά τα μοιρολόγια του χωριού, επειδή δεν έχω καταγράψει πολλά, αν συμπληρώσουν άλλοι που έχουν βιώματα  και μνήμες από το χωριό, πιο πολλές από εμένα, γιατί εγώ μπορώ να μπερδέψω μερικά.

Πολύ πονεμένα ήταν και τα μοιρολόγια αυτών που πέθαναν στην ξενιτειά. Η οικογένεια του παππού μου είχε τέτοια απώλεια, όταν πέθανε ο αδερφός του Θεόδωρος στην Αμερική. Ο παππούς μου είχε πει μερικά που έλεγε η πονεμένη μητέρα του και προγιαγιά μου.

"Ανάθεμά σε ξενιτειά, όσα καλά κι αν έχεις

κι αν έχεις πύργους γυάλινους, πύργους μαλαματένιους

Εγώ είδα , εγώ άκουσα, τους ξένους πως τους θάβαν

δίχως λιβάνι και κερί, δίχως παπά και ψάλτη

αλλάργα από τις εκκλησιές, αλλάργα από τους άγιους

και πάνε και τους θάβουνε, σε έρημα χωράφια"


*****

"Ξένος εψυχοράγαγε, σε ξένο παραγώνι

τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανένα δεν γνωρίζει

μαϊδ' αδερφό, μαϊδ' αδερφή, ούτε τη δόλια μάνα

να είχα μανούλας γόνατα και αδερφής αγκάλη

να είχα νερό απ' τον τόπο μου και μήλο απ' τη μηλιά μου."


*****

"Παιδάκι μου πώς να το ειπώ, το μαύρο μοιρολόι

ξένοι σου φέραν το νερό, ξένοι σε σιγυράγαν

ξένοι σου στρώναν τα σκουτιά, τα γιατρικά σου δίναν

ξένοι τα χέρια σταύρωσαν και κλείσανε τα μάτια

ξένοι σε εδίακαν στην εκκλησιά, στον έρημο τον τάφο

κι από τον πόνο τον πολύ, της ξενητειάς τη λύπη

βαλαντωμένος έπεσες, στο έρμο σου το μνήμα."

*****

"Εγώ επήγα στην ξενιτειά, να κάτσω δέκα μήνες

κι η ξενιτειά με γέλασε κι έκαμα δέκα χρόνους

παρακαλώ σε ξένη γη, να μη με αρρωστήσεις

γιατί η αρρώστια θέλει

 θέλει μανούλας αγκαλιά και αδερφής  φροντίδα

Κι η πρώτη μου ξαδέρφισσα, να κάθεται κοντά μου

Όσο 'χει ο ξένος την υγειά, όλοι τον αγαπάνε

μα 'ρθε καιρός κι αρρώστησε ο ξένος να πεθάνει

κι ο ξένος αναστέναξε κι η γη αναταράχτη."


*****

Πριν μερικά χρόνια συγκινήθηκα από την θεια Μαλλιώ της Μοφκίτσας, που όταν αντίκρυσε νεκρή την αδελφή της την Πηνειώ είπε:

Ήρθα αδερφούλα να σε τραγουδήσω, για να μην μου κατέβεις παραπονεμένη. Πήρα εδώ το σημειωματάριό μου και έγραψα εκείνο το πικρό αυτοσχεδιασμό που έκανε για τον αδελφό τους, το πιο τραγικό συμβάν της ζωής της.

"Στο δρόμο που θα πορευτείς, φαντάρο θ' απαντήσεις

για πάρε ρούχα καθαρά, ν' αλλάξει τα παλιά του

πάρε κρασί και βάλσαμο, να πλύνει τις πληγές του

πάρε κλωνί βασιλικού, για χαιρετίσματά μου."

Αντίο θεια Μαλλιώ, ήσουν από τις τελευταίες. Αντίο στη γενιά της Μοφκίτσας που πήρε μαζί της τους πολιτιστικούς θυσαυρούς, που εμείς, αγνοήσαμε, περιφρονήσαμε, χλευάσαμε. Αν κάποιος γνώστης της λογοτεχνίας το ψάξει , όλα αυτά θα τα εντάξει και θα τους κατονομάσει Λογοτεχνικούς Θησαυρούς.

  Η περιοχή μας ήταν πλούσια σ' αυτόν τον τομέα. Μοιρολόγια έχουν καταγραφεί από πανεπιστημιακούς όπως ο  κ.Ν. Βέης.


ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ

Mε το παρακάτω τραγουδάκι και με άλλα παρόμοια μας κοίμιζαν οι Μοφκιτσάνες γιαγιάδες μας. Οι παλιότεροι θα το θυμούνται. Είναι ευχάριστο και διασκεδαστικό και μας ξυπνάει μνήμες που χάθηκαν στο παρελθόν όπως χάθηκε και εκείνη η γενιά, όπως χάθηκε και η ζωή στη Μοφκίτσα!



Νάχαμε τι νάχαμε;
Νάχαμε έναν κήπο,
Κήπο με τα λάχανα
Και με τα τριαντάφυλλα

Νάχαμε τι νάχαμε;
Νάχαμε ένα γέρο
Να πότιζε τον κήπο
Κήπο με τα λάχανα
και με τα τριαντάφυλλα

Νάχαμε τι νάχαμε;
Νάχαμε ένα γάιδαρο
Να καβαλάει ο γέρος
Που πότιζε τον κήπο
Κήπο με τα λάχανα
και με τα τριαντάφυλλα

Νάχαμε τι νάχαμε;
Νάχαμα μια μύγα
Να τσίμπαγε τον γάιδαρο
Να γκρέμιζε το γέρο
Που πότιζε τον κήπο
Κήπο με τα λάχανα
και με τα τριαντάφυλλα

Νάχαμε τι νάχαμε;
Νάχαμε έναν κόκορα
Και να’τρωγε τη μύγα
Που τσίμπησε το γάιδαρο
Που γκρέμισε το γέρο
Που πότιζε τον κήπο
Κήπο με τα λάχανα
και με τα τριαντάφυλλα


νάχαμε τι νάχαμε
νάχαμε μιαν αλεπού
να’τρωγε τον κόκορα
που έφαγε τη μύγα
που τσίμπησε τον γάιδαρο
που γκρέμισε το γέρο
Που πότιζε τον κήπο
Κήπο με τα λάχανα
και με τα τριαντάφυλλα

νάχαμε τι νάχαμε
νάχαμε ένα σκύλο
να’τρωγε την αλεπού
που έφαγε τον κόκορα,
πού έφαγε τη μύγα
που τσίμπησε το γάιδαρο
που γκρέμιζε το γέρο
Που πότιζε τον κήπο
Κήπο με τα λάχανα
και με τα τριαντάφυλλα

Νάχαμε τι νάχαμε
Νάχαμε ένα ξύλο
Να χτύπαγε τον σκύλο
Που’φαγε την αλεπού
Που’φαγε τον κόκορα,
Που’φαγε τη μύγα
που τσίμπησε το γάιδαρο
που γκρέμιζε το γέρο
Που πότιζε τον κήπο
Κήπο με τα λάχανα
και με τα τριαντάφυλλα

Τα επώνυμα του χωριού μας
(Της Μαρίας Κανελλοπούλου)

Είναι ιστορικά εξακριβωμένο πως το χωριό μας ιδρύθηκε το 800-1100 με το όνομα Μοφκίτσα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αναφέρεται ως ''Μοφκίτζα''.  Ο Πουκεβίλ (o γνωστός γάλλος περιηγητής στην Πελοπόννησο τα προεπαναστατικά χρόνια) αναφέρει χαρακτηριστικά για τη Μοφκίτζα ότι ήταν χωριό υπαγόμενο στο τμήμα της Ζούρτσας αποτελούμενο από δεκαπέντε οικογένειες (λιγοφάμελο) όπως αναφέρει επίσης ότι και τα γύρω χωριά ήταν λιγοφάμελα όπως η Γλάτσα η οποία είχε μόλις πέντε οικογένειες. Αυτό ήταν αποτέλεσμα του ανελέητου κατατρεγμού των κατοίκων(προεπαναστατικά ακόμα) από Τούρκους και Αλβανούς ισοδύναμου με γενοκτονία. Επιπλέον οι κάτοικοι ήρθαν αντιμέτωποι με ασθένειες, επιδημικές ή μη, και μια σιτοδεία που μάστιζε εκείνα τα χρόνια τα χωριά μας. Ο Πουκεβίλ μιλάει ακόμα για πανάθλιες καλύβες, για κατοίκους κρυμμένους στα βουνά που έτρεμαν να κατέβουν στους κάμπους και στη γη των πατέρων τους. Σημειωτέον πως ο Πουκεβίλ πέρασε από τα χωριά μας γύρω στα  1818.
Επώνυμα
Στο χωριό μας εκτός από τα πατρωνυμικά επώνυμα όπως πχ. Παναγόπουλος, Αλεξόπουλος έχουμε και τα κάτωθι επώνυμα:
Αγραπηδάς: Tο πρώτο όνομα της οικογένειας ήταν Θεοδωρόπουλος. Σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειας κάποιος πρόγονος αναγκάστηκε να κρυφτεί στα βουνά από τους Τούρκους (πιθανόν κατά την εποχή του Ιμπραήμ) και για να επιβιώσει τρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά με αγραπίδια(άγρια αχλάδια). Όλοι τον θεωρούσαν χαμένο όταν όμως επέστρεψε και διηγήθηκε στους συγχωριανούς του πώς επιβίωσε του έδωσαν το παρώνυμο ''Αγραπηδάς''. Αξίζει να σημειωθεί πως η ιστορία του χωριού μας έχει καταγράψει τον Θανάση Θεοδωρόπουλο από τη Μοφκίτσα ως ικανότατο πολεμιστή που ήταν παρών στην ορκωμοσία των πολεμιστών το Μάρτη του 1821 στη Ζούρτσα υπό τον οπλαρχηγό Θανάση Γρηγοριάδη από την Αρκαδία. Σ' ένα κείμενο της εποχής εκείνης βρήκαμε το εξής χωρίο: Μετά το κάψιμο του χωριού κι ενώ όλα είχαν χαθεί για τη Μοφκίτσα, έψαχναν οι Αλβεναίοι να βρούνε το Θανάση Θεοδωρόπουλο τον οποίο υπολόγιζαν πολύ, να μαζέψει όποιον μπορούσε μήπως και γλίτωνε το δικό τους χωριό. O Θανάσης Θεοδωρόπουλος έζησε μετά την απελευθέρωση και συνέχισε να εκπροσωπεί το χωριό όπου του το ζητούσαν και όπου το απαιτούσαν οι εκάστοτε συνθήκες.
Ανδρικόπουλος: Η οικογένεια αυτή υπήρχε προεπαναστατικά στο χωριό. Στα χρόνια της επανάστασης αναφέρεται ο Αλέξης Ανδρικόπουλος ως προεστός του χωριού. 'Ήταν προπάππος της μητέρας του συγχωριανού μας Αλέξη Κρανίτη. Η ιστορία αναφέρει πως παρευρέθηκε στην ορκωμοσία των πολεμιστών στη Ζούρτσα το Μάρτη του 1821. Είχε τεθεί επικεφαλής 30 ανδρών συγχωριανών του. Πολέμησε στο Νεόκραστο, Βαλτέτσι, Πόλιανη, Δερβενάκια, Πούσι κ.α. Έγινε υπαξιωματικός Β' Τάξεως και καταγράφηκε στο αρχείο των αγωνιστών με Α.Μ. 4661. Το πιστοποιητικό υπογράφει ο οπλαρχηγός Αναγνώστης Παπατσώρης. Οι απόγονοί του μιλούσαν για το σπαθί και το δίπλωμα που του έστειλε σα βραβείο ο βασιλιάς (προφανώς εννοούσαν το βασιλιά Όθωνα) και από άγνοια το έβαλαν μαζί με το λείψανό του στον τάφο. Ο ίδιος έζησε και μετά την απελευθέρωση και υπήρξε φανατικός οπαδός του Καποδίστρια, μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν : ''ο προεστός του χωριού Μοφκίτζης''
Γκρίντζαλης: Παρακλάδι της οικογένειας του ηρωικού στρατηγού, πιστού και αδελφικού φίλου του Θ.Κολοκοτρώνη, Γιαννάκη Γκρίντζαλη. Η οικογένεια καταγόταν από το Ψάρι Μεσσηνίας.
Ζήρος: Απόγονοι ευγενούς ηπειρώτικης οικογένειας που στην εποχή της Βενετοκρατίας 1872-1815 μετοίκησαν από τη Ζίτσα Ιωαννίνων στην περιοχή μας.
Ζαρίφης: Το επώνυμο έχει τούρκικη ρίζα και σημαίνει άρχοντας, ευγενής, αριστοκράτης. Έτσι αποκαλούσας οι Έλληνες της εκείνα τα χρόνια τους ωραίους άνδρες.
Θάνος ή Θανόπουλος: Η οικογένεια καταγόταν από τα Σουδενά της Β. Ηπείρου. Μετοίκησαν στην Πελοπόννησο στα χρόνια της Βενετοκρατίας 1682-1715. Ήταν πολύ μεγάλη γενιά και στην πλειονότητα τους εγκαταστάθηκαν στις επαρχίες Καλαβρύτων και της ορεινής Ηλείας και Αρκαδίας.
Δράκος: Δράκο αποκαλούσαν το αβάπτιστο αγόρι εκείνα τα χρόνια και δράκουλα το αβάπτιστο κορίτσι. Επίσης Δράκο συνήθιζαν να αποκαλούν το αγόρι και σε μεγαλύτερη ηλικία εφ' όσον είχε το όνομα κάποιου που είχε φύγει από τη ζωή και το άκουσμα του ονόματος ήταν επώδυνο για τους συγγενείς. Το πιο πιθανόν λοιπόν είναι να προήλθε και το επώνυμο από μια τέτοια συνήθεια.
Κάπος: Σημαίνει τον επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος. Προέρχεται από την ιταλική ρίζα capo που σημαίνει αρχηγός. Πιθανόν τα χρόνια της Βενετοκρατίας να ήταν κάποιος πρόγονος τους αρχηγός εκστρατευτικού σώματος. Αυτή η λέξη χρησιμοποιούταν ωστόσο και από Έλληνες. Η οικογένεια είναι από της πιο παλιές. Στα χρόνια του Όθωνα ο Παναγιώτης Κάπος έπαιζε σημαίνοντα ρόλο στο χωριό και το εκπροσωπούσε σε διάφορες περιστάσεις.
Κρανίτης: Απόγονοι του σπουδαίου Βυζαντινού στρατηγού Κρηνίτη που το 951μ.Χ. ήλθε στην περιοχή μας, κατέστειλε την ανταρσία των Σλάβων και τους ανάγκασε να εκχριστιανιστούν και να αφομοιωθούν με τους Έλληνες.
Κούκιος: Κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας το Κούκιος αναφερόταν στον κοκκινογένη. Κούκιος ο έχων κόκκινα γένια. Από αυτή την ιδιαιτερότητά τους μάλλον πήραν και το επώνυμό τους.
Κουτσούνης: Το επώνυμο αυτό προήλθε πιθανόν από τη λέξη κουτσούνια, που ήταν τα χειροποίητα όμορφα μικρά κουκλάκια. Ίσως να αναφέρονταν σε μικροκαμωμένα άτομα. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας η λέξη κουστούνα  ήταν και το μικρό καρβελάκι ψωμί. Η πιο επικρατέστερη εκδοχή είναι η πρώτη.  
Κοκκώνης: Η οικογένεια αυτή καταγόταν από τη Λινίσταινα. Ήρθε στο χωριό μας γύρω στο 1880. Μετά το θάνατο του πατέρα Γιωργάκη Κοκκώνη η μητέρα Δημήτρω πήρε τα παιδιά της κι επέστρεψε στο χωριό της τη Μοφκίτσα. Το όνομα Κοκκώνης προέρχεται από τη λέξη κόκκωνας που σημαίνει κουκουνάρι. Η απώτερη καταγωγή της οικογένειας ήταν από το Καστρί Κυνουρίας.
Κόντος: Το επώνυμο προέρχεται από την ιταλική λέξη conte (ελληνικά κόντες). Η οικογένεια είναι Ηπειρώτικης καταγωγής που μετοίκησε στα μέρη μας το 1700.
Κούτρος: Το όνομα προέρχεται από τη λατινική λέξη scutra που σημαίνει μέτωπο. Κατά το μεσαίωνα όμως αποκαλούσαν κούτροφο και κότραφο τον κρόταφο. Πιθανότερο λοιπόν το όνομα να προέρχεται από τη λατινική ρίζα . Σε πολλά μέρη της δυτικής Πελοποννήσου συναντάμε το επώνυμο κούτρος.
Κριτσέλης:  Το επώνυμο αυτό υπερτερεί στο χωριό μας. Η παράδοση του χωριού λέει ότι ο πρώτος της γενιάς  πήρε αυτό το όνομα από το σχήμα του μουστακιού του (κριτσελομούστακος). Επέλεξε αυτό το επώνυμο ενώ λεγόταν Ανδρικόπουλος για να αποφύγει το δυσβάσταχτο φόρο που πλήρωναν για τα βόδια καθώς ο ίδιος εξέτρεφε μεγάλο αριθμό βοδιών. Όμως δεν υπάρχουν στοιχεία που να πιστοποιούν κάτι τέτοιο παρά μόνο η παράδοση του χωριού. Το Μάρτη του 1821 στη Ζούρτσα, στη δοξολογία, στη σύσκεψη και στην ορκωμοσία που έγιναν με επικεφαλή το Θανάση Γρηγοριάδη οπλαρχηγό της Αρκαδίας, παρευρέθηκαν εκτός από τον Θανάση Θεοδωρόπουλο και Αλέξη Ανδρικόπουλο, ο Δημητράκης και ο Αναγνώστης Κριτσέλης. Επίσης τα προεπαναστατικά χρόνια οι κλέφτες Κριτσελαίοι της Μοφκίτσας είχαν λημέρι με άλλους κλέφτες γειτονικών χωριών το Χρυσούλι της Άλβαινας και το κάστρο Αράκλοβο.  Ο πρώτος Χριστόδουλος Κριτσέλης  βαπτίστηκε με αυτό το όνομα προς τιμή του Χριστόδουλου Τουλαβέρη, πολεμιστή από την Κυπαρισσία που μετά τα Ορλωφικά 1770 κρύφτηκε στην Άλβαινα. Οι γονείς αποφάσισαν την κουμπαριά σε πεδίο μάχης  και αφού έγιναν αδελφοποιτοί ή Βλάμηδες ή μπρεζέριδες.  (Τελετή κατά την οποία αυτοί που λάμβαναν μέρος, τρυπούσαν λίγο τα δάκτυλά τους, έσταζαν λίγες σταγόνες αίμα μέσα σε δυο ποτήρια με κρασί, ένωναν τα χέρια τους σταυρωτά ενώνοντας τα αίματα, άλλαζαν τα ποτήρια κρασιού και έπινε ο ένας το αίμα του άλλου ορκιζόμενοι υποστήριξη και πίστη μέχρι θανάτου).
Μπαχάρης: Το επώνυμο προέρχεται από την τουρκική λέξη μπαχάρ που σημαίνει άνοιξη. Την ίδια λέξη χρησιμοποιούσαν και οι Έλληνες για να περιγράψουν ένα πρόσωπο χαρούμενο, γελαστό.
Μπαλαδήμας: Στο επώνυμο αυτό υπάρχουν δυο εκδοχές. Πρώτη εκδοχή: Μπαλής Δήμος. Μπαλής στην Τουρκοκρατία ήταν Διοικητής μιας περιοχής. Η δεύτερη και πιο επικρατέστερη είναι ότι ήταν κατασκευαστής ακριβών σπαθιών. Πάλα= Ακριβό σπαθί
Μπαρτζελιώτης: Η οικογένεια φέρεται να έχει κατέβει στο χωριό από το χωριό Μπάρτελη.
Μπαντές: Έτσι αποκαλούσαν οι Τούρκοι τους εμπόρους κρασιών (κρασέμπορος). Μια δεύτερη εκδοχή που είναι και η πιθανότερη πρόκειται για απογόνους εκχριστιανισμένης γυναίκας από την Τουρκία. 
Πάππος: Από τις πιο παλιές οικογένειες του χωριού. Στην αρχαία Ελλάδα πάππος σήμαινε σπόρος. Όμως η λέξη δόθηκε σαν επώνυμο στην οικογένεια για να εκδηλώσει σεβασμό, γιατί εκείνα τα χρόνια ο πάππος είχε την έννοια του πρεσβύτερου και σεβαστού ατόμου.
Σβανάς: (Εργαλείο σε είδος πριονιού) Εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι Ηπειρώτες μάστορες της πέτρας για να την τεμαχίζουν και να της δίνουν το σχήμα και το μέγεθος που ήθελαν. Αργότερα ο χειριστής αυτού του εργαλείου ονομάστηκε Σβανάς
Σκαλτσάς: Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας Σκαλτσάδες αποκαλούσαν αυτούς που κατασκεύαζαν ''σκάλτσες'' δηλαδή περικνημίδες των φουστανελλοφόρων. Αυτή η οικογένεια υπήρχε πριν την επανάσταση στη Μοφκίτσα. Από την τοπική ιστορία αναφέρεται σαν εύπορη οικογένεια με ισχύ για αυτό και είχαν αρραβωνιάσει την κόρη τους με τον περίφημο κλέφτη Γιάννη από τη Βερβίτσα. Μετά τον αρραβώνα και κατά την επιστροφή του συμπέθερου οι τούρκοι έστησαν ενέδρα (χωσιά) και σκότωσαν το γαμπρό και τον αδελφό του στη Ζούρτσα, γεγονός που αποτυπώθηκε και από το γνωστό δημοτικό τραγούδι.
Τζάνες: Από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας συνηθιζόταν να βαφτίζουν τα παιδιά αντί για το όνομα Γιάννης έδιναν άλλο όπως Τζανέτο, Τζανέτα, Τζανή κ.α. Πιθανόν να είναι κατάλοιπο της εποχής της Φραγκοκρατίας. Το πιο πιθανό να προέρχεται από την τούρκικη λέξη Τζάνεμ που σήμαινε το αγαπημένε μου, καλέ μου. Αυτή τη λέξη την χρησιμοποιούσαν και οι Έλληνες πάρα πολύ. Όταν έφυγαν οι τούρκοι η λέξη χάθηκε. Αυτή η εκδοχή είναι η επικρατέστερη και μάλλον η πιο σίγουρη.
Φελούκας: Στην οικογένεια αυτή το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα ήταν ψηλοί και εύσωμοι. Παρομοίαζαν τα ευτραφή άτομα με την Φελούκα το μεγάλο πλοίο της εποχής.
Ψαρρός: Κατά την παράδοση του χωριού τα χρόνια της σκλαβιάς έφτασε στο χωριό ένας νεαρός από το Ψάρι Μεσσηνίας. Το πιθανότερο είναι να ήταν επικηρυγμένος καθώς οι επικηρυγμένοι εκείνη την εποχή συνήθιζαν να αλλάζουν περιοχή κατοικίας όπου και η επικήρυξη από τους Τούρκους δεν είχε πλέον ισχύ. Πιθανόν ωστόσο είναι αν παρακάμψουμε την παράδοση το επώνυμο να προήλθε από τα ''ψαρρά'' δηλαδή από κάποιον που είχα γκρίζα μαλλιά και γένια.
     Τα στοιχεία τα πήραμε από τα εξής βιβλία:
  Στο βιβλίο του Πουκεβίλ (Ταξίδια στην προεπαναστατική Πελοπόννησο)
    Η Ιστορία της Μίνθης (και του ευρύτερου χώρου) του Θανάση Κλωνάρη.
         Λεξικό τοπωνυμιών του Δικαίου Βαγιακάκου κ.α 

Όταν μας στόλιζαν με παρατσούκλια

Κατά καιρούς ακούγονταν στα χωριά μας  ακόμη και σήμερα κάποια παρώνυμα τα οποία έχουμε καταγράψει και τα οποία προέκυψαν τυχαία μέσα στο χρόνο.
Κάπως έτσι οι άνθρωποι στο χωριό μας αλλά και σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας βαπτίζονταν δύο φορές. Μία από τον νονό και τον  παπά  (που έδιναν το κανονικό όνομα) και μία από κάποιο συγχωριανό ή γείτονα ο οποίος τους έδινε το παρατσούκλι ή παρώνυμο.
Οι άνθρωποι του χωριού μας είχαν και έχουν  ανεπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ και ήταν πάντοτε στον τόπο μας το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα.
Το επώνυμο συνήθως ήταν πολλές φορές άγνωστο στους ντόπιους αφού αυτοί γνώριζαν καλύτερα το παρατσούκλι που αποδεικνυόταν πιο ισχυρό και από το πραγματικό όνομα.
Το «βάπτισμα» αυτό πολλές φορές προέκυπτε από την ανάγκη να ξεχωρίσουν ένα άτομο ανάμεσα σε άλλα με το ίδιο όνομα ή είτε δίνονταν τυχαία, είτε εξέφραζαν κάποιες πνευματικές ή σωματικές ιδιαιτερότητες (φανερές ή κρυφές). Η εμφάνιση του ατόμου, η σωματική του διάπλαση, τα χαρακτηριστικά του  προσώπου του, το χρώμα της  επιδερμίδας του, ελαττώματα, αναπηρία, ιδιορρυθμίες, συνήθειες κλπ.
Η αναφορά σε κάποιον με το παρατσούκλι του δεν είχε μειωτική πρόθεση. Πολλές φορές γινόταν για να «πειράξει» έναν πατριώτη και φίλο αλλά και άλλες φορές από την ανάγκη να διευκολύνει την διάκριση ανάμεσα σε άτομα που έχουν το ίδιο όνομα.
Όλοι μας, από τα παιδικά μας χρόνια, κουβαλάμε ένα παρατσούκλι που μας το «κόλλησαν» ή το κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας.
Τα παρατσούκλια φανέρωναν δεσμούς και οικειότητα που είχαμε μεταξύ μας, κάτι που σιγά-σιγά σβήνει από τη μνήμη μας, όπως σβήνουν και οι σχέσεις μας.
Πάντως το «χούι» με τα παρατσούκλια ανάγεται στην αρχαιότητα. Έτσι  ίσως μερικοί  σήμερα να ενοχλούνται από το παραπανίσιο αυτό όνομα, τα παρατσούκλια όμως δεν ήταν και δεν είναι τίποτα λιγότερο από γλωσσικά μνημεία του λαού μας που περιέχουν διάφορα ενδιαφέροντα ιστορικά, κοινωνικά και οικογενειακά στοιχεία για τις οικογένειες του χωριού μας αλλά και της πατρίδας μας. 



Προλήψεις και παλιές συνήθειες του χωριού μας. (Από τη Μαρία Κανελλοπούλου)        

Από τις αφηγήσεις  της γιαγιάς μου Αγγελικής Ανδρικοπούλου-Αγραπηδά (1895-1981).
 Η γιαγιά Αγγελική γεννήθηκε κι έζησε στη Μοφκίτσα και τη λάτρεψε τόσο  που αν  ο θεός  της έδωσε θέση στον παράδεισο αυτή θα είναι μια πλαγιά από το χωριό της και ένα κοπάδι.
Ας μου συγχωρήσει από εκεί που είναι ότι έφηβη τότε, δεν είχα τη διάθεση να μάθω από αυτήν  περισσότερα.
  Όταν πουλάνε κάτι καλό βαστάνε λίγο από αυτό για να μην φύγει το γούρι (κυρίως όταν πρόκειται για ζώο} αν είναι αρνί ή κατσίκι έκοβαν λίγο μαλλί από την χαίτη ή την ουρά.
Όταν φυτεύουν αμπέλι ή σταφίδα, πριν αρχίσει το φύτεμα, ανοίγουνε λάκκο σε σχήμα σταυρού.
Ο ιδιοκτήτης ρίχνει μέσα κέρματα(ασήμωνε)και τα έπαιρνε το αγόρι που έτρεχε πρώτο.
Όταν πονούσε το αυτί έβαζαν στο παραγώνι λυγιά χλωρή. Το ζουμί  που έτρεχε  ήταν φάρμακο. Πολύ αποτελεσματικό για το πονεμένο αυτί..
Το βράδυ δεν σκούπιζαν, δεν πετούσαν τα σκουπίδια του σπιτιού έξω, ούτε ψίχαλο. Για να μην απορρίξουν τα πρόβατα και γίνουν ζημιές στα ζώα και  γενικά στο σπίτι.
Τα δίκροκα αυγά και τα αυγά  γενικά τα σκέπαζαν  και δεν τα έδειχναν κυρίως μετά το ηλιοβασίλεμα  γιατί θα πάθαιναν ζημιά οι κότες .
Ανήμερα το Πάσχα όποιος έπιανε αυγά δεν έπρεπε να αρμέξει γιατί θα πάθαιναν τα μαστάρια των ζώων..
Ανήμερα το Πάσχα  δεν έβγαιναν  έξω από το  σπίτι τους ξυπόλητοι γιατί  οι πατούσες τους θα έβγαζαν λιθοπάτη .
 Πρωτομηνιά δεν δάνειζαν τίποτε για να μην πάθουν ζημιές, αν ωστόσο υπήρχε ανάγκη, ή το αφήναν στη γη και το έπαιρνε ο άλλος  ή ζητούσαν μια ελάχιστη τιμή..
Κάθε πρωτομηνιά δεν έπιαναν βελόνα. Αν κάποια νοικοκυρά ξεχνιόταν ,περνούσε τη βελόνα ,τρεις φορές από την φωτιά λέγοντας : ''σε καίω πριν με κάψεις'' .
Πριν τα σαράντα του νεκρού  δεν έκαναν στο σπίτι σαπούνι και πολλές φορές ούτε πριν από το χρόνο, αν ήταν ανάγκη, το αναλάμβαναν ξένες γυναίκες.
Πριν το χρόνο του νεκρού δεν άνοιγαν λάκκο οι στενοί του συγγενείς.
Όταν ξεκινούσε η παρασκευή του σαπουνιού το λιβάνιζαν και δεν έπρεπε να πλησιάσουν  άλλα άτομα εκτός από τις παρασκευάστριες.
Για να γίνει το δέντρο καρπερό έπρεπε αυτός που το φύτευε η το μπόλιαζε να είχε στο στόμα του μια μπουκιά ψωμί.
Για να γίνουν τα δέντρα ψηλά  έπρεπε να φυτευτούν  πρωί.
Την πέμπτη δεν φύτευαν κρεμμύδια και φασόλια γιατί δεν πρόκοβαν.
Στο ρέμα ή όπου μακριά από το σπίτι έπλεναν  οι γυναίκες και άναβαν φωτιά για την πλύση, τα μισοκομμένα ξύλα δεν τα γύριζαν στο σπίτι ,για να μην γεννηθούν  πολλά κορίτσια σ' αυτό .
Στο δωμάτιο που ετοίμαζαν κόλλυβα (τραγάλια) απαγορευόταν να είναι γάτα .
Όταν έστελναν κάπου δώρο και τους το επέστρεφαν δεν το έβαζαν μέσα στο σπίτι, ή το πετούσαν ή το χάριζαν σε άλλον.
Όταν έπεφτε ο ήλιος δεν άνοιγαν μπαούλα γιατί τα ποντίκια θα έτρωγαν τα ρούχα.
Νέα γυναίκα δεν  καθόταν  πάνω σε μπαούλο γιατί θα γεννούσε πολλά κορίτσια.
Το βράδυ δεν άφηναν παράθυρα  ανοιχτά γιατί θα έτρωγαν τα αγριοπούλια τα γεννήματα (σιτάρια).
Όταν κάποιος λουζόταν και υπήρχε  ανάγκη να πάει  στο χωράφι λουσμένος, έβαζε στην τσέπη του μια μπουκιά ψωμί ,και λίγο λιβάνι για να μην τον συνεπάρουν τα αερικά.
Όταν κατέβαζαν τον τέντζερη από την φωτιά και είχε σπίθες σήμαινε εχθρούς.
Για να μη σκάνε τα ρόδια (και γενικά τα φρούτα) το πρώτο φρούτο που θα κάνει το δέντρο πρέπει να κοπεί από σερνικό παιδί.
Όταν έκοβαν το βηλάρι (Το πανί που υφαίνανε) έπρεπε να είναι όλοι καθιστοί ,γιατί όποιος ήταν όρθιος κόβονταν οι μέρες του.
Με το πρώτο λάδι που ερχόταν στο σπίτι  έκαναν χαλβά ή τηγανιτές για να είναι το λάδι μόνο για χαρές.
Δεν έπρεπε οι λεχώνες να μπαίνουν σε σπίτια ξένα γιατί θα έτρωγε ο σκόρος τα ξύλα του σπιτιού.
Όταν ήθελαν να έχουν μακριά μαλλιά έπαιρναν βατοκορφάδες και σκιντόκλαρες, τις έβραζαν και με το νερό αυτό λούζονταν.
Ποτέ δεν έπλεναν Τετάρτη και Παρασκευή, κυρίως ρούχα αγοριών που θα πήγαιναν στρατιώτες.
Δεν  έκοβαν νύχια τετάρτη και παρασκευή.
''Τέταρτη και παρασκευή τα νύχια να μην κόψεις και Κυριακή να μην λουστείς αν θέλεις να προκόψεις..''
Τρίτη (ημέρα) δεν ταξίδευαν.
Τα νήματα του αργαλειού δεν τα έβαφαν Τρίτη ή Κυριακή. Τα έβαζαν επίσης μέσα στο νερό  και τα έβαφαν όταν το φεγγάρι ήταν γεμάτο. Την ώρα που τα έβαφαν δεν έτρωγαν γλυκά και φρούτα για να μην κοπιτσιάζουν τα ρούχα.
Όταν τελείωνε το πανί στον αργαλειό έκαναν τρείς φορές το σταυρό τους για να είναι ευλογημένο από την αγία τριάδα..
Όταν έφευγαν το βράδυ από τον αργαλειό δεν άφηναν το πανί  να κρέμεται γιατί όποιος γεννιόταν εκείνο  το βράδυ θα ήταν σημαδεμένος.
Όταν κοπούν σύκα με μαχαίρι, τον άλλο χρόνο τα σύκα θα σκουλήκιαζαν.
Όταν φύτευαν κυπαρίσσια ή άλλα δένδρα που έπρεπε να είναι ίσια και ψηλά  έπρεπε να φυτευτούν από δύο, ο ένας δεν έπρεπε να σκύβει καθόλου.
Φρόντιζαν το ψαλίδι να είναι κλειστό γιατί ανοικτό ψαλίδι σημαίνει γκρίνια, γλωσσοφαγιά και ανοιχτά στόματα για κακόβουλα σχόλια..
Μετά τη δύση του ηλίου απαγορευόταν να δανείζουν οτιδήποτε, κυρίως αυγά, προζύμι και ψωμί. Απαγορευόταν επίσης να κοιτάζονται στο καθρέφτη και να κόβουν τα νύχια τους.
 Σαπούνι-ψαλίδι αποφεύγεται να δίνεται χέρι με χέρι ειδικά σε ξένους γιατί σήμαινε τσακωμός.
  Ήταν συνήθεια να έχουμε στην πόρτα μας μια γλάστρα βασιλικό για το καλό του σπιτιού.
  Αν ο ξένος ή ο επισκέπτης μας είναι αγαπητός του δίνουμε ένα κλαράκι βασιλικό για να ξανάρθει.
Ο ξένος που έρχεται σπίτι μας πρέπει όταν φύγει να βγει από την ίδια πόρτα που μπήκε γιατί διαφορετικά και καλό δεν είναι για το σπίτι αλλά εάν υπάρχουν ανύπαντρα άτομα στο σπίτι θα χαλάσουν τα προξενιά.
  Όταν ο ξένος προερχόταν από μακρινό μέρος και θα έκανε μεγάλο ταξίδι του πετούσαν νερό για να ξανάρθει. Όταν όμως ο ξένος ήταν ανεπιθύμητος έριχναν αλάτι και σκούπιζαν για να μην ξανάρθει.
  Όταν γεννιόταν ένα κορίτσι αμέσως όταν σαράντιζε η μάνα έφτιαχνε κουλούρα και μ' αυτή τάιζε τις κότες για να έρθουν στη ζωή του πολλά προξενιά.
  Απέφευγαν να "γρασκελάνε" δηλαδή να πηδούν μικρό παιδί γιατί δε θα ψήλωνε και του έκοβαν και τα χρόνια. Αν συνέβαινε όμως, το ξαναπηδούσαν.
  Δεν έβαζαν ποτέ στο τραπέζι το ψωμί ανάποδα, γιατί ήταν αναποδιά για το σπίτι και θα έχαναν και το προσανατολισμό τους στο δρόμο.
  Δεν έβαζαν ποτέ τα παπούτσια και το καθρέφτη ανάποδα γιατί σήμαινε θάνατος στο σπίτι.
  Δεν έκοβαν ποτέ πανί Σάββατο γιατί πίστευαν ότι θα γίνει σάβανο.
 Δεν μετρούσαν ποτέ τα αστέρια τη νύχτα για να μη βγάλουν "καρναβίτσες" δηλαδή σπυριά στα χέρια.
Αν συνέβαινε αυτό σταύρωναν τρεις φορές σε γέμιση φεγγαριού λέγοντας ''Καλώς το φεγγαράκι μου, το νιό παλληκαράκι μου
κάθε μήνα γυρισμένο με τις πράσινες σαΐτες πάρε μου τις καρναβίτσες.''
Τα κορίτσια πρέπει να γεννιούνται ή πολύ πρωί η απόγευμα γιατί τότε είναι μαζεμένος ο ήλιος και θα βγουν συνετά και ντροπαλά. Αν γεννηθεί από το πρωί ως  το μεσημέρι που σκορπάει ο ήλιος θα είναι ξεδιάντροπο.:(η γιαγιά μου πανικοβλήθηκε όταν εγώ γεννήθηκα σε ώρα που είχε σκορπίσει ο ήλιος και μάλιστα κορίτσι)
Τα αγόρια που γεννιούνται Σαββάτο και τα κορίτσια Τρίτη τα θεωρούσαν άτυχα. ''Σαββάτο γιό μην χαίρεσαι και Τρίτη θυγατέρα.''
Δεν κρατούσαν το πρόσωπο με τα χεριά γιατί προμηνυόταν συμφορά. Δεν σταύρωναν τα χέρια οι ανύπαντρες γιατί σταύρωναν την τύχη τους.
Απέφευγαν να παντρέψουν  τα αδέλφια τον ίδιο χρόνο, το έκαναν όμως την ίδια μέρα.
Όταν έφευγε κάποιος σε ταξίδι δεν σκούπιζαν, πριν φτάσει στον προορισμό του ή πριν αλλάξει η μέρα.
Όταν  ξεστομίζουμε μια άσχημη κουβέντα σχετική με θάνατο η αρρώστια αλλάζουμε θέση για να φύγει το κακό..
Όταν το βλέφαρο σαλεύει (λαγγεύει το μάτι), και είναι το μάτι το δεξί αγαπημένο πρόσωπο θα δούμε ..αν  αυτό συμβεί  με το αριστερό  μάτι θα δούμε πρόσωπο μισητό ,ανεπιθύμητο.
Αν βουίζει  το δεξί μας αυτί  καλή είδηση θα πάρουμε ,αν βουίζει το αριστερό  άσχημη είδηση θα πάρουμε ,για αυτό σκάνε τα τρία δάκτυλα στο αυτί και λέμε τρεις φορές:'' Κάλο χαμπέρι παναγιά μου.''
Όταν συναντάμε πέρδικα είναι καλοτυχία, λαγό γρουσουζιά.
 Λάδι και αλάτι αν πέσουν κάτω, είναι κακό ,το λάδι είναι θάνατος.
Όταν μας τρώει η πατούσα δρόμο θα πάρουμε.
  Όταν ένα άτομο είχε στη ζωή και τους δύο γονείς δεν περπατούσε ποτέ με το ένα παπούτσι γιατί σήμαινε ορφάνια.
  Την τελευταία μπουκιά, τη "δύναμή" μας δεν την άφηναν ποτέ στο πιάτο.

  Την τελευταία τηγανίτα που έβγαζαν από το τηγάνι την έλεγαν στρίγγλα και δεν έπρεπε να φαγωθεί από άτομο που είχε και τους δύο γονείς στη ζωή.
Η Λειτουργιά (πρόσφορο) που σκάει στο γίνωμα, είναι μαγαρισμένη και δεν πρέπει να την πας στην εκκλησία γιατί δεν είναι καλό για το σπίτι.
Όταν τρίζουν τα πάτερα ή άλλα ξύλα του σπιτιού δεν είναι καλό για τους ανθρώπους του σπιτιού.
Όταν προγκάει (τρομάζει) το άλογο στο αχούρι ή χλιμιντρίζει πολύ θέλει λιβάνισμα, διάβασμα γιατί έχει πειραχτεί από αερικό. Το ίδιο και με τα πρόβατα και τα γίδια, κυρίως όταν τρέχουν να απομακρυνθούν από το κοπάδι κι αυτά θέλουν διάβασμα και λιβάνισμα γιατί έχουν πειραχτεί από αερικό.
Όταν κάποιου τρίζουν τα δόντια του στον ύπνο του δεν είναι καλό για τον ίδιο. Φτάρνισμα πάνω στην κουβέντα σημαίνει ότι λέγονται αλήθειες (επαλήθευση).
Ο λόξιγκας είναι μελέτημα. Γι αυτό μελετάμε ονόματα γνωστών μας απόντων και σε όποιον σταματήσει ο λόξιγκας αυτός μας μελετάει.
Όταν σε τρώει η μύτη σου ή ξύλο θα φας αλλά το πιο πιθανό είναι γκρίνια. Όταν σε τρώει το χέρι το δεξί, κάποιον θα χαιρετίσεις, με το αριστερό θα πάρεις χρήματα.
Το φτάρνισμα μέσα στην εκκλησία την ώρα της νεκρώσιμης ακολουθίας σημαίνει θάνατο επιφανούς ανθρώπου ή θάνατο ανθρώπου που θα φέρει αναταραχή και πόνο.
Αν ιδρώνει το εικόνισμα και είναι του σπιτιού κακό μεγάλο θα συμβεί στο σπίτι, αν το εικόνισμα είναι της εκκλησίας μεγάλο κακό θα συμβεί στο χωριό ή στην πατρίδα. Π.χ πόλεμος, πείνα, λοιμώδης αρρώστια,  κ.α
Οι κουβέντες της φωτιάς είναι λόγια κακογλωσσιάς, όπως και τα τσιρίγματα της φωτιάς.  Σπίθες στα πόδια της πυροστιάς ή από τον πάτο του τέντζερη είναι πλούτη, σπίθες από τα κάρβουνα είναι κακόβουλα λόγια που προέρχονται από ανθρώπους που εχθρεύονται.
Όταν σκάνε τα ξύλα είναι λόγια από ζηλιάρηδες γι αυτό λένε «Έτσι να σκάσουν όσοι μας μάχονται» Όταν τρώγεται ο λαιμός μας καρφώνουμε τρεις φορές το ξύλο στη γη γιατί έτσι καρφώνουμε τη γλώσσα εκείνου που μας τρώγεται λέγοντας σε καρφώνω, σε καρφώνω, σε καρφώνω.
Όταν πρωί νηστικός κάποιος συναντήσει την τρυγόνα σημαίνει θάνατο. Την πρωτομαγιά και γενικότερα το Μάη πριν βγούμε από το σπίτι βάζουμε λίγο ψωμί στο στόμα γιατί  όποιος την ακούσει νηστικός θα λιμάζει το ψωμάκι (θα περάσει μεγάλη φτώχεια) θα πάθει τέτοιες ζημιές που θα φτωχύνει. «Τον ρούμπωσε η τρυγόνα λέγανε»
Φίδι το ηλιοβασίλεμα και μετά  όποιος συναντάει, μεγάλο κακό θα του συμβεί.
Όποιος ξένος άνθρωπος κάθεται στο παραγώνι (τζάκι) και στρέφεται προς το μέρος του η φωτιά ή ο καπνός είναι μαγαρισμένος και δεν πρέπει να ξαναμπεί στο σπίτι μας.
Πέσιμο – γκρέμισμα του φούρνου με ψωμί ή φαγητό μεγάλο κακό θα συμβεί στο σπίτι που θα έχει σχέση με τα οικονομικά του σπιτιού.
Όποιος αρπάζει κάτι κρυφά από ένα σπίτι, κοπάδι, κοτέτσι, κ.α το σπίτι μαγαρίζεται και παθαίνει συνέχεια ζημιές.
Γυναίκα ακάθαρτη όταν πιάσει να κόψει από ξένο κήπο κάτι, αυτό αργότερα θα ξεραθεί.
Όταν μπουλούκια (σμήνη) χελιδονιών ή άλλων πουλιών πετάνε χαμηλά σημαίνει κακοκαιρία.
Κουκουβάγια που σκούζει στη σκεπή την διώχνουν και δεν φεύγει δεν θα φέρει καλό. Ενώ όταν σκούζουν πολλές κουκουβάγιες  μαζί  κυρίως την ημέρα σημαίνει κακοκαιρία.
Η κουκουβάγια (κλαψοπούλι) – στρίγξ των αρχαίων ελλήνων) είναι ένα είδος μαυριδερής κουκουβάγιας χωρίς στεφάνια γύρω από τα μάτια , αυτή σε όποια σκεπή , σε όποιον κήπο και γενικά σε όποια ιδιοκτησία λαλήσει μέλος της οικογένειας του ιδιοκτήτη θα φύγει από τη ζωή, πεθαίνει. Συνήθως αυτή κάνει τρεις βόλτες σκούζοντας.
Καρακάξα αν λαλάει στην αυλή ενός σπιτιού μουσαφίρη ευχάριστο θα φέρει στο σπίτι. Κόρακας, καρακάξα, κουκουβάγια αν λαλούν (σκούζουν) επίμονα καλό δεν θα φέρουν.
Κότα που θα λαλήσει σαν κόκορας αν το κάνει ανατολικά ο θάνατος μακρινός θα είναι, αν το κάνει βλέποντας τη  δυτικά θα πεθάνει του σπιτιού άνθρωπος. Της κόβουμε το κεφάλι με κλαδευτήρι ή τσεκούρι στο κατώφλι του σπιτιού, το λιώνουν τρεις φορές «στο κεφάλι σου να στρέξει»
Άμα τρώγονται οι κότες μεταξύ τους ή τρώνε τα αυγά τους, μαγάρα έχει γίνει, γρουσουζιά στο σπίτι.
Της κότας το μικροσκοπικό αυγό χωρίς κρόκο, είναι και πάλι σημάδι μαγάρας και γρουσουζιάς, στο σπίτι δεν το φέρνουμε, αλλά το σπάμε σε πέτρα ριζιμιά.
Τα δίκροκα αυγά σημαίνουν πρόοδο.
Τα σερνικοθήλυκα ζώα (αρνιά – κατσίκια) σημαίνουν αναποδιές – γρουσουζιές στο σπίτι.
Τα ουρλιαχτά του σκύλου δεν είναι καλό, αλλά είναι κακό σημάδι. Του λένε «στο κεφάλι σου να στρέξει». Αν συνεχιστεί δεύτερη ημέρα το σκοτώνουν για να μην τριτώσει.


Η κτηνοτροφία στο πέρασμα των αιώνων 
(Η κτηνοτροφία στο χωριό μας)

Αν γυρίσουμε πολλούς αιώνες πίσω θα βρούμε τους ανθρώπους να κυνηγούν τα ζώα για να φάνε, το δέρμα τους για να καλυφθούν. Όταν οι άνθρωποι άρχισαν να διαμένουν μόνιμα σε μια περιοχή και να δημιουργούν οικισμούς, άρχισαν να εξημερώνουν και να εκτρέφουν τα ζώα.
Η κτηνοτροφία όπως και η γεωργία άρχισαν να αναπτύσσονται στην Μέση Ανατολή, στην ανατολική Μεσόγειο και να διαδίδεται στην ευρύτερη περιοχή φτάνοντας ως τον δικό μας τόπο.
Η κτηνοτροφία στην περιοχή μας σύντομα άρχισε να αποκτάει εμπορικό χαρακτήρα. Αυτό έγινε με την ανάπτυξη άλλων επαγγελμάτων (οπλοποιού, αγγειοπλάστη κλπ). Μια πανοπλία στοίχιζε τρία βόδια. Έτσι έγιναν τα ζώα μέσον συναλλαγής αλλά και μια αξιόλογη προίκα. Στις απεικονίσεις του Πελοποννήσιου Θεού Πάνα και προστάτη της κτηνοτροφίας, βλέπουμε στο ένα χέρι να κρατάει μια γκλίτσα (αρχ. αγκύλη) και στο άλλο να κρατάει τον αυλό (προάγγελο της φλογέρας).
Οι αρχαίοι Έλληνες στην περιοχή μας δεν έτρωγαν πολύ κρέας, εκτός από τους εύπορους. Προτιμούσαν τα όσπρια, τα χόρτα, λαδερά και τυροκομικά. Λάτρευαν επίσης ότι προερχόταν από το κυνήγι. Κρέας έτρωγαν στις θυσίες (ιδιαίτερα μοσχάρι) ενώ σε γιορτές προτιμούσαν το χοιρινό που είχαν επινοήσει την παστοποίηση του καθώς και των ψαριών. .
Η κτηνοτροφία στην περιοχή μας την αρχαία εποχή βοήθησε στην ανάπτυξη του εμπορίου και της περίτεχνης υφαντικής τέχνης. Η κτηνοτροφία παρείχε υλικό γραφικό, (διφθέρες περγαμηνές από δέρματα)αν και  δεν ήταν το κύριο επάγγελμα. Το αποκλειστικό επάγγελμα ήταν του ναυτικού,  ενός λαού με μεγάλη τάση σε τέχνες και γράμματα.
Μεταξύ 5ου-6ου αιώνα ήλθε στην περιοχή με την συγκατάβαση του Βυζαντινού αυτοκράτορα μέρος του Σλαβικού φύλου των Μελιγγηνών, που ήταν άριστοι κτηνοτρόφοι και βρήκαν την περιοχή μας ιδανική για κτηνοτροφία, γιατί περιείχε εδάφη για βοσκές και το κλίμα ήταν γλυκό, ιδανικό για να μην κάνουν μεταφορά των κοπαδιών σε χειμαδιά.
Οι Σλάβοι με το πέρασμα των χρόνων εξελληνίσθηκαν και αφομοιώθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό μεταφέροντας τις μεθόδους κτηνοτροφίας, τις συνήθειές τους, ακόμα και τις παγανιστικές Π.χ  σμαρδάκι και τρόπους μαγειρικής (κορκοφίγκι, συγκάθια) και το ποιμενικό τους λεξιλόγιο.
Χρόνια μετά την εγκατάστασή τους προσπάθησαν να κατέβουν στον κάμπο, αλλά εμπόδισε το σύστημα των Προνοιώ των Βυζαντινών. (Ο Προνοιοκράτης κατείχε μεγάλες εύφορες εκτάσεις) με αντίτιμο τις απαιτούμενες από τον αυτοκράτορα υπηρεσίες. Το ίδιο συνέβη και στα επόμενα χρόνια της Φραγκοκρατίας καθώς και στα ακόλουθα χρόνια της οθωμανικής λαίλαπας, όταν καθιερώθηκε από τους δυνάστες το σύστημα της τιμαριοποίησης, υποχρεώνοντας τον πληθυσμό να αποτραβηχτεί στα πιο ορεινά, φοβούμενος και την πειρατεία.
Στην σημερινή θέση του χωριού μας δημιουργήθηκε τούρκικος οικισμός και αυτό αποδεικνύεται από τα πολλά τούρκικα τοπωνύμια. Π.χ (Χαλούλι Βαρκό, Σερντάρι, Σκουτέργα, κλπ.). Το τελευταίο αποδεικνύει ότι το χωριό είχε σκουτέρ Αγά, δηλ. Τσέλιγκα αγά, που νεμόταν τα πλούσια βοσκοτόπια του χωριού.
Μετά την απελευθέρωση η κτηνοτροφία αναπτύχθηκε πολύ παρέχοντας στους κατοίκους αυτάρκεια. Τα δέρματα τα έκαναν ασκιά αποθηκεύοντας σε αυτά λάδι και τυρί.
Τα χρόνια πέρασαν, η βιομηχανοποίηση και η αστυφιλία έκαναν τους ανθρώπους να παραγκωνίσουν την κτηνοτροφία. Ίσως στο μέλλον βρει την παλιά της ακμή με άλλες όμως σύγχρονες μεθόδους.
Οι λίγοι κτηνοτρόφοι που έμειναν, είναι άνθρωποι του μόχθου και της παραγωγικότητας, παρέχοντας σε εμάς βασικά είδη για την διατροφή μας.
Εμείς παιδιά και εγγόνια κτηνοτρόφων, δεν διστάζουμε να χλευάσουμε αυτούς τους ανθρώπους που με το τίμιο επάγγελμά τους μας τάισαν, μας έντυσαν και μας κράτησαν σαν φυλή όρθια στους δύσκολους καιρούς.

Ποιμενικό Λεξιλόγιο  (Η ποιμενική ζωή του χωριού)

Αγγειό: Το δοχείο που χρησιμοποιεί ο τσοπάνης
Ανάρμεγο: Το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί και κινδυνεύει με ζεμάτισμα ή τσίτωμα.
Αρβάλι: Το κουδούνι αλλά και χάλκινο ή τσίγκινο στρογγυλό δοχείο με χερούλι για το άρμεγμα.
Αρνάδα: Μικρό θηλυκό αρνί που κρατιέται για "έχα" ή χρονιάρα προβατίνα. Στα γίδια λέγεται κατσικάδα.
Βάκρινα ή βάκρα: Προβατίνα με άσπρο τρίχωμα στο σώμα και πολλές μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο.
Βετούλι: Χρονιάρικο κατσίκι
Γαλάρια: Τα γεννημένα πρόβατα που έχουν γάλα.
Γκεσέμι: Ο τράγος που οδηγεί το κοπάδι.
Γκιόσα ή γκέσα: Μεγαλόκορμη γίδα με μαύρο τρίχωμα στο σώμα και άσπρη κοιλιά.
Γκλίτσα: Ποιμενική μαγκούρα με σκαλιστή λαβή και άνοιγμα τέτοιο ώστε να πιάνει κάποιο ζώο από το πόδι.
Γρίβα: Προβατίνα - γίδα με γκριζωπό τρίχωμα.
Ζουλάπ ή ζουλάπι: Τα βλαβερά ζώα για κοπάδι ζώων όπως τσακάλια, λύκοι κ.α.
Ζυγούρι: Πρόβατο που έχει χρονίσει.
Ζωντανά ή πράματα: Τα πρόβατα  ή τα γίδια (πόσα πράματα έχεις;) ή (πόσα είναι τα ζωντανά σου;)
Κάδη: Ξύλινο ψηλό δοχείο με στενή βάση για το χτύπημα του γάλακτος για την παρασκευή του βουτύρου.
Κακαράντζα: Τα περιττώματα των ζώων.
Καλαμοβύζα: Προβατίνα - γίδα με μαστάρια χοντρά και μακριά, δύσκολα στον θηλασμό των μικρών.
Κάλεσα - κάλεσια: Προβατίνα με άσπρο τρίχωμα στο σώμα και με μαύρα αυτιά και μύτη.
Καμπάνι: Ειδικό όμορφο κωνικό μπρούτζινο κουδούνι με χαρακτηριστικό δυνατό ήχο.
Κάπα ή καπότα: Χοντρό πανωφόρι από τραγόμαλλο. Φοριόταν τους χειμερινούς μήνες, συνήθως στους βοσκούς που ζούσαν από τα Πετράλωνα (Βερβίτσα) και πάνω.
Καπνόγκεσα: Κατάμαυρη γίδα με καφέ μούρη.
Καραμάνικη: Προβατίνα άσπρη με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια και φαρδιά ουρά.
Καρδάρα ή βεδούρα: Ξύλινο και αργότερα τσίγκινο δοχείο για το άρμεγμα των ζώων .
Κάτσενα: Άσπρη προβατίνα με κοκκινωπό πρόσωπο.
Καψάλι: Μικρό κομμάτι ξύλου, με αιχμηρές άκρες. Προσαρμοζόταν στο στόμα του μικρού κατσικιού για να μην βυζαίνει τη μάννα του. (Απόκομα)
Κλαπάτσα: Αρρώστια των πνευμόνων των ζώων.
Κολλημένα: (Καχεκτικά ζώα) Αρρώστια των πνευμόνων των ζώων. Λέγεται και για καχεκτικούς και αδύναμους ανθρώπους.
Κολόκουρος: Το πρώιμο μερικό κούρεμα των προβάτων στον αυχένα και στην ουρά για το εύκολο ζευγάρωμα των ζώων. Συνήθως γίνεται τέλος Μάρτη ή Απρίλη.
Κονάκι: Αυτοσχέδιο ποιμενικό καλοκαιρινό καλύβι.
Κορκοφίγκι ή σκορκοφίγκι: Βρασμένο πηχτό γάλα, αμέσως μετά τη γέννα.
Κόρμπα: Γίδα όλη μαύρη.               
Κορύτος ή κορύτα: Ξύλινη μακρόστενη λεκάνη από κορμό δένδρου (αργότερα τσίγκινη)  για τάισμα ή πότισμα των γιδοπροβάτων.
Κουδούνα: Μεγάλο κουδούνι που συνήθως το φοράει το γκεσέμι ή νεαρό ζώο.
Κουριάτης: Το σφάγιο για την ημέρα του κουρέματος.
Κούρος: Το κούρεμα των ζώων το καλοκαίρι.
Κουρούτα: Προβατίνα - γίδα  με μικρά και κοντά κέρατα ή που έχει γενικά κέρατα.
Κουτσοκέρα: Προβατίνα - γίδα με σπασμένο κέρατο.
Λάγια - μπάλια: Κατάμαυρη προβατίνα. Πολλές φορές με ή χωρίς λευκή κηλίδα στο κεφάλι.
Λιάρα: Γίδα ασπρόμαυρη
Μαντρί-Γρέκι: Ο σταύλος των ζώων.
Μάρκαλλος:  Το ζευγάρωμα των ζώων. Η γονιμοποίηση των θηλυκών ζώων από τα αρσενικά.
Μαρμάρα - στέρφα: Προβατίνα - γίδα που δεν γονιμοποιείται και δεν γεννάει. (μονίμως στέρφα).
Μαυλάω: Καλώ κοντά μου με ιδιόρρυθμη φωνή τα ζώα. (Συνήθως τα οικόσιτα)
Μετσίνια: Γίδα με χρώματα άσπρα -γκρι.
Μηλιόρα: Η πρωτόγεννη προβατίνα - γίδα.
Μονοβύζα: Προβατινα - γίδα που έμεινε με ένα μόνο μαστάρι λόγω αρρώστιας.
Μούσκουρη  = Γίδα με ανάμικτα χρώματα μαύρο γκρι.
Μπάρτζα  = Γίδα με μαύρο μαλλί μπροστά  και άσπρο πίσω.
Μπέλιτσα: Προβατίνα με λευκό τρίχωμα και λίγες γκρίζες κηλίδες στο πρόσωπο.
Μπουτσοκάλεσα: Προβατίνα καστανή ως κατάμαυρη.
Ντορός: Πατημασιές - μυρωδιά ζώων πάνω στο χιόνι, έδαφος κλπ.
Παγάνα: Μέρος όπου συνήθως κρύβονται άγρια ζώα. (Ομαδική καταδίωξη λύκων παλιότερα και μετέπειτα τσακαλιών, κλπ.)
Παληβή: Συνήθως γίδα λευκή με λίγο γκρίζο και με μαύρη κηλίδα στο μέτωπο και μεγάλα αυτιά.
Παράγαλος: Αρρώστια των αιγοπροβάτων που πονούσαν τα γόνατά τους και πιάνονταν.
Πέπελη:  Αρρώστια των ζώων στα χείλη. (Μικρά σπυριά στα χείλη των ζώων συνήθως την εποχή της Άνοιξης.
Πούσα: Ξανθοκόκκινη προβατίνα - γίδα.
Πυτιά: Ένζυμο που βρίσκεται σε σημείο του στομαχιού των μικρών ζώων λόγω της λήψης γάλακτος . Το ένζυμο αυτό είναι η πυτιά. (για να πήξουν το τυρί).
Ρούτα: Προβατίνα με κοντό μαλλί.
Σάισμα: Κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι από κατσικίσιο - γίδινο μαλλί.
Σαλαγάω: Κατευθύνω τα ζώα με φωνές.
Σιούτα: Προβατίνα - γίδα χωρίς κέρατα.
Σκάρισμα: Καλοκαιριάτικη ημερήσια ή νυχτερινή  έξοδος των ζώων για βοσκή.
Σκούκια  = Άσπρη και στο κεφάλι λίγο καφέ.
Σκουλαρίκια: Τα δυο κρεάτινα στολίδια που έχουν ορισμένα ζώα στο λαιμό.
Σταλίζω: Καλακαιριάτικη μεσημεριανή ανάπαυση των ζώων κάτω από ίσκιο μεγάλων δένδρων.
Στέρφα: Η στείρα θηλυκιά.
Τζάρκος ή τσάρκος: Καλύβα που βάζουν τα νεογέννητα, όταν οι μανάδες τους πάνε για βοσκή.
Τροκάκι - τροκάνι: Μεγάλο κουδούνι με δυνατό ήχο.
Τσαγκάδα: Προβατίνα - γίδα που έχει γάλα αλλά δεν έχει μικρό  λόγω αποβολής .
Τσαντίλα: Μεγάλο τουλουπάνι για το στράγγισμα του πηγμένου τυριού.
Τσατάλι: Σιδερένιος ή ξύλινος γάντζος σαν τσιγκέλι.
Τσέπια: Τα κέρατα.
Τσιμπουροβύζα: Προβατίνα - γίδα με πολύ μικρά μαστάρια.
Τσοκάνι: Πλακέ κουδούνι με ηχηρό ήχο.
Τσούλα: Προβατίνα με μικρά αυτιά.
Τσουράπια: Κάλτσες πλεγμένες με μαλλί προβάτου.

Φλώρα - Φλιώρα: Ολόασπρη γίδα.


Το στρώσιμο της κότας (κλώσας)



Συνήθειες του παρελθόντος της Μοφκίτσας που όσο κι αν τις θεωρούμε απλοϊκές, αποτελούν μέρος της λαογραφίας μας, της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, της ζωής των προγόνων μας.
Το στρώσιμο της Κότας.
Το στρώσιμο της κότας δεν γινόταν όπως – όπως, είχε τακτική και κανόνες.
Η νοικοκυρά έπρεπε να διαθέτει αυγά από κοτέτσι, με καλό κόκορα, κατά προτίμηση τριλείρη. Αν δεν διέθετε η ίδια προμηθευόταν (συνήθως με ανταλλαγή) από κάποια γειτόνισσα, συγγενή ή κάποια φίλη.
Το στρώσιμο γινόταν κατά προτίμηση με τη γέμιση του φεγγαριού και υπολόγιζαν τις ημέρες ώστε να μην βγουν μονομηνιάτικα τα πουλάκια. Ήθελαν πολύ να βγάζουν πουλιά τον Αύγουστο, γιατί οι κότες που θα προέρχονταν από αυτά θα γεννούσαν πολλά αυγά. Τα πουλιά ήταν καλό να βγαίνουν από Αύγουστο έως Απρίλιο. γιατί η ζέστη τα ζάρωνε.
«Τους μήνες τους ζεστούς
Ούτε πουλί στην αυλή
Ούτε αρνί στο μαντρί»
Γιατί και τα οψιμάρνια ζάρωναν. (Δεν μεγάλωναν εύκολα).
Για να στρώσει η νοικοκυρά την κλώσα ετοίμαζε την φωλιά με τα άχυρα (συνήθως σε κοφίνι) έβαζε μια μπουκιά ψωμί στο στόμα και έλεγε “Σε είκοσι δυο ημέρες γάμους καρτερώ με τόσες νιφάδες και τόσους γαμπρούς”.
Μια άλλη γειτόνισσα κοίταζε ψηλά «τόσα κι κι κι, τόσα κοκ ο κο κ.α.
Τα αυγά τα έβαζαν και με τα δύο χέρια ή με την ποδιά τους ώστε να βγουν όλα μαζί και όχι ένα – ένα. Πολλές φορές που δάνειζε ή αντάλλασε αυγά για στρώσιμο τα άφηνε κάτω και τα έπαιρνε η νοικοκυρά ώστε να κάθεται η κότα. Αφού έστρωνε τα αυγά τα σταύρωνε τρεις φορές λέγοντας «Ο Χριστός κοντά σας».  Αυγά έβαζε όσα μπορούσαν να καλύψουν οι φτερούγες της κότας.
Τις κότες όταν τις έστρωναν Τετάρτη και Σάββατο και με φεγγάρι γεμάτο, πίστευαν ότι έβγαζαν πολλά κοκόρια. Όταν στην νοικοκυρά του σπιτιού δεν προόδευαν (δεν πήγαιναν) οι κότες αναλάμβανε το στρώσιμο κάποια άλλη γυναίκα του σπιτιού ή του περιβάλλοντος. Αυτό γινόταν και όταν πενθούσε η νοικοκυρά. Σε σπάνιες περιπτώσεις, για πρόοδο ξάστριζαν τα αυγά τρία βράδια πριν τα στρώσουν.
Τα αυγά έπρεπε να είναι γερά και μεγάλα. Πολλές φορές οι κότες τα γεννούσαν και τα κλωσούσαν μακριά και τα έφερναν στο σπίτι «μπαστάρδικα». Αν ήταν μονομηνιάτικα τότε έπαιρναν ένα τηγάνι και τα πουλάκια, τα πήγαιναν σε τρίστρατο, αλλά αργότερα στο κοτέτσι. Έπαιρναν και χαλίκια όσα τα πουλιά, έβαζαν τα πουλιά στο τηγάνι και τα πετούσαν ελαφρά στην κλώσα λέγοντας «πάρε κλώσα το πουλί σου και εναλλάξ πετούσαν το χαλίκι λέγοντας «πάρε ψόφο το χαλίκι».  Άλλες περνούσαν τα πουλάκια από πυροστιά για να είναι όλα γερά. Αν τα πουλιά είχαν βγει παραμονή πρωτομηνιάς τα περνούσαν από το χέρι του τσουκαλιού.
Όταν έστρωναν τα αυγά δεν έπρεπε να τα πειράξουν και η κότα να ταΐζεται κοντά στην στρωμένη φωλιά. Στη φωτιά και στο κακκάβι δεν έκαιγαν κουρβούλες (ρίζες ξερές από δέντρα) για να μην κουρβουλιαστούν.  (Για να μην πιαστούν τα πόδια τους)
Όταν κατέβαζαν τα πουλιά το πρώτο τους φαγητό ήταν βρασμένο αυγό και σουσάμι αν ήταν δυνατόν για να είναι πολλά τα αυγά τους σαν τους κόκκους του σουσαμιού. Πολλές φορές όταν σε μια νοικοκυρά  δεν καθόταν ή κουρβούλιαζαν τα πουλιά η νοικοκυρά το θεωρούσε «μαγαρισιά». Τότε έπαιρνε κάποια κλώσα καλή από κάποιο φιλικό ή συγγενικό ή γειτονικό κοτέτσι.  Οι προγιαγιάδες μας έπαιρναν τα σκαφιδοπλάστηρα πήγαιναν σε ένα τρίστρατο (σταυροδρόμι)λέγοντας «πάω να πνιγώ γιατί οι κότες μου δεν κάθονται» «Γύρνα πίσω οι κότες σου θα κάτσουν έλεγε τρεις φορές μια άλλη».
Τα τσόφλια των αυγών δεν τα πετούσαν έξω, τα πετούσαν στην φωτιά, για να μην ξαναγεννούν οι κότες. Τα αποφάγια της πρωτοχρονιάς, της Αποκριάς (ιδίως της Τυρινής) τα πετούσαν στις κότες να τα φάνε, όταν οι κότες δεν γεννούσαν άλλοτε τις βουτούσαν στο νερό, άλλοτε τις τάιζαν αλάτι, άλλοτε έβραζαν τσουκνίδες τα  ανακάτευαν  με πίτουρα και τις τάιζαν. κ.α.
Τα αυγά και τα πουλάκια δεν τα έβλεπαν πολλοί άνθρωποι και για πολύ ώρα να μην τα ματιάσουν. Τα αυγά που γεννούσαν την Μεγάλη Πέμπτη οι μαύρες κυρίως  κότες  είχαν μαγικές και θεραπευτικές ιδιότητες. Το να παίρνεις αυγό κρυφά από το ξένο κοτέτσι ήταν άσχημα μαγαρισιά. Τα πουλιά που θα κρατούσαν για «έχα» θα ήσαν κατά προτίμηση τριλείρικα.
Πολλοί δεν έβαζαν τις κότες στο ίδιο κοτέτσι με άλλα πουλερικά, «πάπιες, γαλοπούλες, κ.α) και γιατί δεν έκαναν μαζί αλλά και γιατί δεν το θεωρούσαν καλό.
Αγριόκρινους και ορισμένα άλλα αγριολούλουδα δεν έβαζαν στο σπίτι γιατί δεν θα γεννούσαν οι κότες.
Ένας τρόπος για να καταπολεμήσουν τον μεγαλύτερο και πιο συνηθισμένο εχθρό των μικρών πουλιών τη νυφίτσα, έπαιρναν τα τσόφλια από τα αυγά των πουλιών τα κάρφωναν σε ένα σουβλί και τα κάρφωναν στο κοτέτσι ή έκαναν μικρές δρούγες με ρόκες και πρόβειο μαλλί, τις πετούσαν στα τέσσερα σημεία σε σχήμα σταυρού λέγοντας διάφορα ξόρκια.
Το συνηθισμένο ξόρκι ήταν.
«Νυφίτσα, νυφούλα πάρε τα προικιά σου,
άσε τα πουλιά μου. Μέλι στο δοντάκι σου,
κερί στο στοματάκι σου»
Τόση φροντίδα, τόση αγωνία για τα πουλιά ναι ήταν δικαιολογημένη. Μην ξεχνάμε ότι ο κόκορας και η κότα ήταν όχι μόνο το φαγητό για γιορτές, αλλά και το φαγητό στον ερχομό ενός μουσαφίρη. Τα δε αυγά εκτός από καθημερινή τροφή ήταν απαραίτητα για την Παρασκευή ζυμαρικών.

Μην ξεχνάμε ότι το ψυγείο δεν είχε έρθει στην επαρχία, η αγορά κρεάτων ήταν ανύπαρκτη  τις καθημερινές. Κοτόπουλο ήταν η τροφή του αρρώστου, της λεχώνας, του μουσαφίρη, τροφή απαραίτητη στο χωριό του παρελθόντος που την προμηθευόταν από την δική του παραγωγή, τη δική του αυλή.



Ερμηνείες ονείρων στη Μοφκίτσα πριν την χτυπήσει η λαίλαπα της ερημιάς.

Επιμέλεια: Μαρία Κανελλοπούλου

«Από τα λεγόμενα της γιαγιάς Αγγελικής»

Οι ερμηνείες των ονείρων που τα πιο πολλά απ’ αυτά ήταν πραγματικά, δεν ήταν ποτά αυθαίρετες.
Ήταν αποτέλεσμα εμπειριών παλαιότερων γενεών, πολλές φορές και ταλέντου, χαρίσματος ίσως γυναικών. Οι ερμηνείες μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά σχεδόν πάντα από γυναίκες.
Στη Μοφκίτσα των παλαιότερων χρόνων ονομαστή για τις αλάνθαστες ερμηνείες ήταν η Αναστασούλα συζ. Παναγιώτη Ανδρικόπουλου «γρια Παναγιωτάκαινα». Σε κάποια γυναίκα που είχε ονειρευτεί έναν πεθαμένο γέροντα να της δίνει μαύρο προβατοψάλιδο και δαχτυλίδι με κόκκινο πετράδι και γεμάτο ζυμάρια ερμήνευσε πως θα αποκτούσε κόρη μελαχρινή κι ακούραστη και γιο τεμπέλη.
Σε μια άλλη που ονειρεύτηκε το βράδυ της Τυρινής (αφού είχε φάει το μακαρόνι) πως ανέβαινε σε ένα βουνό με κάψαλη (καμένα) σε αυτή δεν είπε τίποτα αλλά σε άλλες γυναίκες είπε πως ποτέ δεν θα παντρευόταν και θα πέθαινε μαυροφορεμένη. Σε άλλη κοπέλα που είδε πως ανέβαινε σε ένα βουνό καψαλισμένο πάνω σε γάιδαρο είπε πως θα αργούσε να παντρευτεί και θα έπαιρνε χήρο άνδρα.
Σε άλλη που ονειρεύτηκε πως της φόρεσαν μεγάλο δαχτυλίδι είπε πως θα παντρευόταν με αρκετά μεγαλύτερο της άνδρα.σε μια άλλη που ονειρεύτηκε πως είχε τραπέζι στους μελλοντικούς συμπεθέρους της με ψητό κρέας και τυρί είπε πως σήμαινε μεγάλη στεναχώρια και διάλυση του προξενιού. Σε όλες τις παραπάνω εξηγήσεις τα λεγόμενά της είχαν επαληθευτεί.
Ερμηνείες:
Γυμνή γυναίκα: Στεναχώρια και πιθανός θάνατος άνδρα, ενώ γυμνός άνδρας στο όνειρο σήμαινε στεναχώρια και πιθανό θάνατο γυναίκας.
Μικρό παιδί: άλλοτε παίδεψη, άλλοτε χαρά.
Φιλιά: χαρά, ευχάριστες ειδήσεις
Ο Ζωντανός που είναι στο όνειρο πεθαμένος δηλώνει δύναμη και υγεία για τον ίδιο.
Γαμπρός – νύφη: Αρρώστια – θάνατο αλλά αν η νύφη είναι νέα γυναίκα πιθανή εγκυμοσύνη.
Μαυροφόρα γυναίκα: Λύπη, άσχημη είδηση, ασθένεια.
Αίμα: Κάτι θα συμβεί γρήγορα αλλά συνήθως θα πρόκειται για δυσάρεστο γεγονός.
Ξυπολησιά: Απελευθέρωση από βάσανα ή έγνοιες
Πόδεμα : (Φοράω τα υποδήματά μου) λύπες, δύσκολη ζωή.
Κάλτσες: Ιδίως οι μάλλινες και οι μαύρες, λύπες και βάσανα.
Δόντι: Αν βγαίνει χωρίς αίμα και πόνο είναι και πισινό σημαίνει θάνατο μακρινού συγγενή που δεν θα πονέσει πολύ. Αν βγαίνει με πόνο και αίμα και είναι μπροστινό θάνατος θα συμβεί κοντινού συγγενή που θα μας πονέσει.
Παπάς: Με ράσα μόνο διάβολος με άμφια και σταυρό ή και μόνο σταυρό, άγιος. Σκυλί: Εχθρός αλλά και φύλακας και προστάτης.
Άσπρο άλογο: Κυρίως γι αυτόν που το ιππεύει επιτυχία στη ζωή.
Μαύρο άλογο: όπως και να το ονειρευτεί σημαίνει λύπη, χωρισμό και τον χάροντα.
Βόδι: Κυρίως όταν είναι μαύρο σημαίνει τη βουή, «ξαφνική συμφορά» κακή βουή να τον εύρη. (κατάρα του χωριού).
Γουρούνι ή αρνί σφαγμένο στην αυλή: Ι Θάνατο συγγενή, όταν δεν κρέμεται από το πατερό ήταν σίγουρος θάνατος ανθρώπου του σπιτιού.
Κρέας: Ωμό σμίξη, μαγειρεμένο ιδίως ψητό πίκρα.
Ψείρες: Λεφτά αλλά όταν κάποιος τις τσακίζει θα γίνουν στο σπίτι του ζημιές.
Πουλάκι λαλούμενο: χαρούμενη είδηση.
Πιάσιμο πουλιού: χαρούμενο γεγονός, είδηση.
Νερό ή ποτάμι: Το ξάστερο νερό σημαίνει καλή έκβαση, το θολό νερό ή ποτάμι κακή έκβαση, λύπη.
Θάλασσα: Χωρισμός, όταν δεν είναι φουρτουνιασμένη φουρτούνες και βάσανα στη ζωή.
Σιτάρι: σε κόκκους κλάματα.
Σιτάρι σπασμένο και φυτρωμένο: Προκοπή.
Λουλούδια: Άλλοτε χαρά, άλλοτε θάνατος ιδίως όταν τα λουλούδια είναι σκουρόχρωμα (μπλάβα).
Ασπασμός σε εικόνισμα: Ασπασμός σε λείψανο,  άλλοτε προστασία από τον άγιο που απεικονίζει το εικόνισμα.
Στενοί δρόμοι –αδιέξοδοι: Λύπες, προβλήματα στη ζωή.
Μαλλιά, γνέσιμο, κουβάρια: Μαλώματα, μπερδέματα, κουτσομπολιά, ανακατωσούρες.
Ρούχα: Έγνοιες. Όταν είναι μαύρα ή μάλλινα άσχημη και δύσκολη ζωή.
Περιβόλι: Χαρά, γάμος.
Ψωμί: Δύναμη.
Φίδι: Ύπουλος εχθρός
Αυγά: Κουτσομπολιά, καυγάδες.
Κλωσσοπούλια: Λόγια άσχημα που προέρχονται από κουτσομπολιά.
Αλεύρια, κοσκινίσματα: Ανακατωσούρες, μπερδέματα.
Βροντή – ντουφεκιά: Είδηση ξαφνική
Κρασί: Θυμός
Αστροπελέκι: Αξαφνιά
Γάλα, τυρί, γλυκό, καφές: Φαρμακίλα, πίκρα.
Χρυσό: Δεν είναι καλό για όποιον το φορά, λύπη.
Γκρέμισμα αγκωναριού: Θάνατος ανθρώπου του σπιτιού.
Γκρέμισμα πατερού – σκεπής: Αρρώστια, θάνατος του ιδιοκτήτη του σπιτιού.
Φωτιά: Αρρώστια αλλά και τσακωμός.
Γύφτοι, γύφτισσες: Αρρώστιες.
Όταν μας παρουσιάζεται στο όνειρο κάποιος που μας βοηθάει αντιστοιχεί με τον άγιο του οποίου φέρει το όνομα.
Ο πεθαμένος: όταν δίνει, ότι δώσει καλό είναι, όταν παίρνει, τρώγει ή πίνει, κάποιον σύντομα θα πάρει μαζί του, (σύντομο χρονικό διάστημα).
Όταν κάποιος περπατάει σε κατήφορο, ποτέ καλό δεν είναι. Όταν περπατάει σε ανήφορο, καλό είναι αλλά και κούραση στη ζωή. Όσο ο δρόμος που περπατά είναι άνετος, τόσο άνετη θα είναι η ζωή που θα ακολουθήσει.
Το λεβέτι και το λάδι: θάνατος
Ο Χορός και τα γέλια: Είναι άσχημο, δάκρυα.
Δάκρυα: Σημαίνουν γέλια, χαρά.
Όταν κάποιος ονειρευτεί έναν πολύ άρρωστο ότι είναι υγιής, ότι περπατάει κλπ. Το τέλος της ζωής του είναι κοντά.
Όταν κάποιος παίρνει βάρκα και φεύγει στη θάλασσα σύντομα θα φύγει από τη ζωή.
Όταν κάποιος κρατάει σταυρό ή στευρολούλουδο π.χ βασιλικό, δεντρολίβανο είναι καλό. Σε νέα γυναίκα σημαίνει γάμο, σε νέα παντρεμένη εγκυμοσύνη με καλή έκβαση.
Γούβα, λάκκος, γράνα: Σημαίνει θάνατο, ο θάνατος αφορά την οικογένεια αυτού που έχει δει το οικόπεδο.
Γάιδαρος: Σημαίνει θάνατο ή τον πολύ αργό τρόπο.
Κόπρανα: Χρήματα

Γάτες: Γρουσουζιά, μαλώματα, ζημιές.


Προλήψεις και δοξασίες της Μοφκίτσας                                    (Από τα λεγόμενα της γιαγιάς μου Αγγελικής). 
Επιμέλεια Μαρία Κανελλοπούλου

Μαγάρα ή μαγαρουσιά ή μαγαρισιά

Η λέξη μαγάρα προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα μεγαρίζω ή μαγαρίζω. Τα μέγαρα ή μαγάρα  ήταν μέρος της γιορτής των Θεσμοφορίων κατά την οποία έριχναν γουρουνάκια στους γκρεμούς ή χάσματα και όταν ψοφούσαν και σάπιζαν τα έπαιρναν και τα κομμάτια τα ανακάτευαν με σπόρους για να ευδοκιμήσει η σπορά και να έχει την ευμένεια της θεάς Δήμητρας, γιατί αυτή η πράξη ήταν ένα είδος θρησκευτικής πράξης, θυσίας προς αυτή.
Αργότερα οι Χριστιανοί αποκαλούσαν μεγαρίζοντες ή μαγαρίζοντες τους εθνικούς κυρίως γιατί έτρωγαν κρέατα όταν αυτοί νήστευαν.
Στη Μοφκίτσα έδιναν μεγάλη σημασία στην  μαγαρισιά που τη θεωρούσαν πράξη αντιθρησκευτική που επηρέαζε άσχημα αυτόν που την δεχόταν, συνήθως άθελά του αλλά και αυτόν που την διέπραττε. Η συνουσία στις γιορτές ήταν μαγαρισιά. Το γιορτόπιασμα γεννιέται άνθρωπος σημαδεμένος ή πολύ κακότυχος.
Η μαγαρισμένη λειτουργιά "πρόσφορο" που όχι μόνο ζυμώθηκε αλλά την άγγιξαν χέρια μαγαρισμένα, καθώς και τα σκεύη που χρησιμοποιήθηκαν, ήταν μαγαρισμένη, δεν έπρεπε να πάει στην εκκλησία γιατί θα έφερνε κακά, αναποδιές στο σπίτι που παρασκευάστηκε. Τι ίδιο ίσχυε με τα κόλλυβα θα ήταν άχρηστα και θα έφερναν λύπη στην ψυχή του θανόντος.
Η κατάλυση "άρτυμα" των νηστειών μεγάλη μαγάρα που έφερνε στο βιός του ανθρώπου καταστροφή.
Μαγαρισμένος ήταν ο άνθρωπος που διέπραττε φόνο, κλεψιά, μοιχεία, αδικία, ο αφορισμένος, ο αλλόθρησκος (αβάπτιστος), ο κίναιδος, ο καταραμένος κ.α.,
μαγαρίζεται το σπίτι που θα μπει και αν συζεί χωρίς θρησκευτικό γάμο, δεν επιτρέπεται να περάσει την πόρτα της εκκλησίας (ούτε νεκρός).
Η εμμηνοροούσα ή λεχώνα ασαράντιστη δεν έπρεπε να μπει σε ξένο σπίτι, να αγγίξει φυτό από ξένη αυλή γιατί θα μαραινόταν, να φιλήσει χέρι ιερέα, εικόνισμα, λείψανο, να ανάψει κερί, καντήλι και καλό θεωρούσαν να μην μπει σε εκκλησία.
Μεγάλη Μαγαρισιά για το κοπάδι θεωρούσαν το κρυφάρμεγμα ή το κλέψιμο μαλλιών ή ζώων. Υπήρχε πιθανότητα να πέσει ψόφος στα ζώα, να απορρίξουν τα θηλυκά ή να μείνουν "μαρμάρες" να μην εγκυμονήσουν.
Στο δε κοτέτσι όταν κάποιος ξένος κρυφά άρπαζε αυγά, θα έπεφτε ψόφος, θα ξενογεννούσαν οι κότες, δεν θα κάθονταν να κλωσήσουν ή θα κουρβούλιαζαν τα πουλάκια στα αυγά.
Στο γέννημα (σιτηρά) η μαγαρισιά έφερνε ψείρα, σκουλήκι, ακαρπία, στο αμπέλι σκαθάρια, στους κήπους μπαμπαλούσια (μικρά σαλιγκάρια που έτρωγαν τα φυτά), στο σπίτι ποντίκια κ.α.
Μεγάλη ήταν η μαγαρισιά που γινόταν σε βάρος χήρας γυναίκας, φτωχής οικογένειας και ορφανών παιδιών ή σε βάρος ιερέα.
Διηγήσεις έφτασαν μέχρι των ημερών μας για κάποιους που σαν παρέα έκλεψαν και έφαγαν το αρνί μιας χήρας φτωχής και τιμωρήθηκαν όλοι από τη Θεία Δίκη. Του ενός ψόφησε η αγελάδα, του άλλου τσακίστηκε το άλογο και όσοι άλλοι έφαγαν έκαναν εμετούς.
Όποιος έτρωγε σκαντζόχοιρο τον θεωρούσαν μαγαρισμένο και έπρεπε να κοινωνήσει μετά την πάροδο επτά χρόνων. Μεγάλη αμαρτία και μαγαρισιά θεωρούσαν την τοκογλυφία που έστεργε σε αυτόν που την διέπραττε και μιλούσαν για έναν Μοφκιτσάνο που πήρε το σπίτι και την περιουσία μιας πολύτεκνης οικογένειας και όλα του τα παιδιά έμειναν άκληρα (άτεκνα).
Πολλές που χρησιμοποιούσαν την δωδεκαμερίτικη στάχτη στην πλύση γιατί ήταν μαγαρισμένη από τα ούρα των καλικαντζάρων, την έριχναν σε μέρη που θεωρούσαν πως τους είχαν μαγαρίσει. ΠΧ  (στις γωνιές του σπιτιού, στις γωνιές του κήπου, στο αμπέλι) κ.α. "Η μια μαγαρισιά διώχνει την άλλη" έλεγαν οι γιαγιάδες μας.
Για να φύγει η μαγαρισιά ήθελε αγώνα. Νηστεία, εξομολόγηση, μεταλαβιά, την βοήθεια του ιερέα και από αυτόν που την δέχτηκε και από αυτόν που την διέπραξε  (κυρίως την κλεψιά) γιατί δεν προόδευε το κλεμμένο, αντιθέτως έφερνε δυστυχία. Όταν κάτι δεν πήγαινε καλά θα έχουμε ακούσει τις γιαγιά δες να λένε "Θεέ μου δεν τα έκλεψα, με τον κόπο τα έχω".
Ήταν μια δοξασία υπερβολική για εμάς, όμως αυτή κράτησε το χωριό σε ένα ηθικό επίπεδο με το κλέψιμο σχεδόν ανύπαρκτο παρόλο που μερικές οικογένειες περνούσαν πολύ δύσκολα.

ΚΟΥΠΑΡΙ

Κουπάρι: (λατινικό cupa): μεγάλο ποτήρι, μσν κουπάριν, αγγείο προς πόσην.

Το κουπάρι είναι έθιμο που επικράτησε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και στα μετέπειτα, στην  Δυτική Πελοπόννησο.
Έθιμο με ρίζες Βυζαντινές, πιθανόν συνέχεια Ρωμαϊκού εθίμου, και το πιο πιθανόν συνέχεια του αρχαίου ελληνικού συμποσίου..
Κουπάρι σήκωναν πάντα οι άνδρες σε χαρμόσυνα περιστατικά της ζωής π.χ γάμους, βαφτίσια (αγοριών συνήθως), επιστροφή κάποιου ξενιτεμένου ή κάποιου που γυρνούσε από τον πόλεμο, μετά από κάποια νικηφόρα μάχη κ.λ.π
Ο λαός μας, λαός μεσογειακός και θορυβώδης, τίποτε δεν άφηνε να περάσει βουβά και αθόρυβα, ακόμα και στις πιο μαύρες περιόδους της ιστορίας του δεν του ταίριαζε  η απομόνωση και η μοναξιά.
Το  κουπάρι ήταν έθιμο με τη δική του τάξη και τους δικούς του κανόνες.
Κάποιος άνδρας έπρεπε να διατάξει (να σηκώσει) το κουπάρι, για να πιουν όλοι μαζί στην υγειά του τιμωμένου προσώπου.
Αυτός που σηκώνει το κουπάρι δεν είναι ο οποιοσδήποτε, στους γάμους και στα βαφτίσια ήταν ο οικοδεσπότης ή ένας πολύ στενός συγγενής, συνήθως ηλικιωμένος.
Σε άλλου είδους τραπέζια (πανηγύρια με την μορφή που είχαν τότε), ο προεστός του χωριού ή άλλο πολύ σεβαστό πρόσωπο, δηλ.
το τιμώμενο πρόσωπο.

Στην  υγειά  αυτού που έπιναν σε γάμους και σε βαφτίσια ήταν ο κουμπάρος, σε πανηγύρι κάποιος από άλλο χωριό ,ή ένας ξενιτεμένος που επέστρεψε, ή αυτός που γύρισε από τον πόλεμο,(όπως έγινε με τον αείμνηστο αδερφό του παππού μου που επέστρεψε από την αιχμαλωσία) ή ο καπετάνιος στα χρόνια της σκλαβιάς (τότε οι καπετάνιοι και οι ονομαστοί κλέφτες ήσαν περιζήτητοι κουμπάροι).
Τα παλιά χρόνια το κουπάρι άρχιζε και τελείωνε με την ακόλουθη σειρά:
Εκείνος που σηκώνει πρώτος το κουπάρι ζητάει πιάτο και ένα ποτήρι με κρασί, χτυπάει ένα πιρούνι στο πιάτο να γίνει ησυχία και με το δεξί αρχίζει την πρόποση λέγοντας :''ο ορισμός σας'',  ''του θεού '' απαντούν οι άλλοι, και συνεχίζει λέγοντας "φίλοι αυτό το κουπάρι θα πιούμε στην υγειά του..(λέει το  όνομα του  τιμωμένου)..να του ευχηθούμε ανάλογα με το γεγονός.
 Και όταν επρόκειτο για σύναξη κλεφτών έλεγε: ''καλή λευτεριά. Εύχομαι σε όλους  υγεία, ευτυχία, στις χαρές σας οι ανύπαντροι, πολύχρονοι οι άντρες, χαρούμενες οι γυναίκες, καλά στερνά και καλή ψυχή στους γέροντες και πάντα σε τέτοια να βρισκόμαστε.''
Τελειώνει την πρόποση λέγοντας :''στην υγειά σου π.χ Παναγιώτη'' δηλ. το όνομα εκείνου που θα συνεχίσει το κουπάρι.
Πίνει το υπόλοιπο κρασί και κάθεται. Αν πιει όλο το κρασί πριν βρει τον επόμενο πρέπει να το ξανακάνει παίρνοντας άλλο ποτήρι.
Αυτός που θα σηκώσει πρώτος το κουπάρι πρέπει να πει το πρώτο τραγούδι του τραπεζιού. Τελειώνοντας το τραγούδι, ο δεύτερος χαιρετάει εύχεται για το γεγονός ,πίνει βρίσκει τον επόμενο και κάθεται.
Το κουπάρι αφού κάνει τον κύκλο σε όλους τους άνδρες του τραπεζιού, τελευταία πηγαίνει στον τιμώμενο.
Το κουπάρι στην διάλυση του τραπεζιού το πίνουν όλοι μαζί και αποχωρούν. Υπάρχει περίπτωση τα τιμώμενα πρόσωπα να είναι περισσότερα του ενός, οπότε πίνουν από τον ανάλογο αριθμό κουπαριών .
Το τιμώμενο πρόσωπο μπορεί αν το θέλει να αρχίσει δεύτερο κύκλο κουπαριού.



Σεμπριά

Σεμπριά = σλαβική sembru : από κοινού καλλιέργεια των κτημάτων και το μοίρασμα της σοδειάς.
                                                                                                                                                                                              
Η σεμπριά ήταν γνωστή από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τα παλαιότερα χρόνια τα εισοδήματα στις κλειστές αγροκτηνοτροφικές κοινωνίες όμως η δική μας τα παρείχε σχεδόν αποκλειστικά η γη. Υπήρχαν μεγάλοι και μικροί ιδιοκτήτες γης, πλούσιοι και φτωχοί άνθρωποι. Μετά την απελευθέρωση οι δικοί μας πρόγονοι δεν γνώρισαν τουλάχιστον τις απάνθρωπες και τραγικές συνθήκες διαβίωσης των Θεσσαλών γεωργών-κολλήγων.
Όσοι δεν διέθεταν αρκετή γη και ήθελαν να αυξήσουν το εισόδημά τους ή απλά να επιβιώσουν γίνονταν σέμπροι σε αυτούς που ήταν ιδιοκτήτες πολλών στρεμμάτων και δεν διέθεταν τα απαιτούμενα εργατικά χέρια να τα καλλιεργήσουν, ή δεν είχαν ανάγκη να τα δουλέψουν οι ίδιοι, ή το θεωρούσαν πιο συμφέρον από το να πληρώνουν μεροκάματα σε εργάτες. Πολλές φορές σέμπρο έπαιρνε κάποια χήρα που αδυνατούσε η ίδια να καλλιεργήσει.
Η σεμπριά ήταν μια σχέση συνεταιριστικής επιχείρησης, όπως θα λέγαμε σήμερα, μεταξύ δυο οικογενειών. Λειτουργούσε άτυπα με προφορική συμφωνία κυρίως μεταξύ δυο ανδρών. Για να γίνει η σεμπριά  σωστή έπρεπε να ταιριάξουν οι χαρακτήρες, τα ''χνώτα'' όπως έλεγαν στο χωριό. Η συμφωνία περιελάμβανε και τη διάθεση γεωργικών εργαλείων, σπόρων, ζώων κ.λ.π
Στα χρόνια της σκλαβιάς και στα μετέπειτα χρόνια δινόταν συνήθως το χωράφι μισακό (μισό - μισό το εισόδημα) ή τριτάρικο (ένα ο ιδιοκτήτης δύο ο σέμπρος) ή αναπεντάρικο (δύο ο ιδιοκτήτης τρία ο σέμπρος). Οι δύο τελευταίες περιπτώσεις ίσχυαν κυρίως για τα άγονα χωράφια που δεν τα προτιμούσαν οι καλλιεργητές σέμπροι.
Το μοίρασμα για τα σιτηρά και τη σταφίδα γινόταν στο αλώνι. Στην Τουρκοκρατία το αλώνισμα γινόταν σε ένα μεγάλο κοινό αλώνι όπου  ο Τούρκος φοροεισπράκτορας έπαιρνε το φόρο της δεκάτης (το ένα δέκατο του ετήσιου εισοδήματος) και ότι έμενε το μοίραζαν οι σέμπροι. Αλλά και τα μετεπαναστατικά χρόνια ίσχυε ο φόρος της δεκάτης (δόσιμο) σαν φόρος ''εθνικών γαιών'' και μετέπειτα ''αροτριώντων κτηνών'' επί Τρικούπη.
Πολλές φορές η σεμπριά που από τη μια πλευρά γινόταν σχεδόν πάντα από ανάγκη, χάλαγε με διαφωνίες και καυγάδες. ''Κάλλιο λόγια στο χωράφι παρά μάγγανα στ' αλώνι'' έλεγε μια παροιμία. Όταν ο σέμπρος είχε ανάγκη επιβίωσης υποχωρούσε, ο ιδιοκτήτης της γης είχε πάντα το πάνω χέρι, ανάλογα με το πόσο εύφορο ήταν το χωράφι.
Πολλές φορές οι σέμπροι γίνονταν φίλοι, οι οικογένειές τους έρχονταν κοντά και γίνονταν και κουμπάροι. 
Σέμπρο έβαζαν και οι ιδιοκτήτες μεγάλων κοπαδιών γιδοπροβάτων και βοδιών που ήταν αυτοί που διέθεταν και μεγάλες εκτάσεις για βοσκοτόπια. Συνήθως σέμπρος πήγαινε κάποιος φτωχός που βοσκούσε το κοπάδι αλλά έκανε και τις απαιτούμενες εργασίες, π.χ κούρεμα, τυροκόμηση και είχε μέρος στα έσοδα ανάλογα με τη συμφωνία που είχαν κάνει.
Και εδώ επί Τουρκοκρατίας ίσχυε ο φόρος της δεκάτης, που γινόταν και με είδος και με χρήματα (δυο πρόβατα, ένα άσπρο-τούρκικο νόμισμα)κάτι που δεν συνέφερε, και προτιμούσαν σε είδος. Και πάλι εδώ μετεπαναστατικά ίσχυσε ο φόρος (δόσιμο).
Σέμπροι γίνονταν και δυο άνθρωποι που διέθεταν τα ίδια ζώα, π.χ άλογο με άλογο. Χρησιμοποιούσαν από κοινού τα ζώα τους για να διευκολυνθούν στις εργασίες τους, συνήθως στο όργωμα ή στο αλώνισμα. Η σεμπριά χάλαγε όταν πέθαινε το ζώο του ενός. "Ψόφησε το ζώο μας, τέλος η σεμπριά μας''.

Ο χρόνος όλα τα αλλάζει. Τα εισοδήματά μας δεν εξαρτιόνται τόσο από τη γη, κλειστές αγροκτηνοτροφικές κοινωνίες δεν υπάρχουν. Η καλλιέργεια της γης εξελίχθηκε ώστε δε απαιτεί πολλά εργατικά χέρια. Τα άγονα χωράφια εγκαταλείφθηκαν. Η μετανάστευση και η αστυφιλία άδειασαν τα χωριά και η σεμπριά πέρασε στο παρελθόν.



Ξέλαση

"Ή βρέχει σ'όλο το χωριό ή σ'όλο είναι λιακάδα"

Ξέλαση = εξέλασις, εξ + ελαύνω: προχωρώ, εξορμώ, κινούμαι προς βοήθεια
Έθιμο ευγένειας, εθελοντισμού, συμπόνιας και αλληλεγγύης προς το συνάνθρωπο. Έθιμο που δείχνει πως ο λαός μας, αν και πορευόταν με αμάθεια και στερήσεις, είχε αξίες, αξίες που πρέπει να καθορίζουν και τη δική μας ζωή, την πνιγμένη και ισοπεδωμένη από ιδιοτέλεια, σκοπιμότητα και ευδαιμονισμό.
Το έθιμο αυτό επικράτησε μετά την απελευθέρωση, κυρίως στις ορεινές κλειστές κοινωνίες της Πελοποννήσου και στη Μοφκίτσα μας, όσο αυτή διατηρούσε τον πληθυσμό της.
Τα πρώτα χρόνια της λύτρωσης μας από τον Τούρκο δυνάστη, ο ιερές μετά το πέρας της θείας λειτουργίας καλούσε τους πιστούς σε 'ξέλαση', δηλαδή να συνδράμουν εθελοντικά χωρίς αμοιβή αυτόν που είχε ανάγκη βοήθειας. Κάποιον άρρωστο, κάποια χήρα που αδυνατούσαν να κάνουν τις γεωργικές τους εργασίες , κάποιο ζευγάρι που έπρεπε να στεγαστεί, κάποιον που είχε καεί το σπίτι του κ.λ.π. Ο καταπονημένος λαός μας έπρεπε να ενωθεί για να ορθοποδήσει.
Αργότερα η “ξέλαση” γινόταν κατόπιν συμφωνίας ανδρών στην αγορά, πολλές φορές αφορούσε και ανθρώπους που δεν είχαν ανάγκη, αλλά ήθελαν να φυτέψουν αμπέλι ή σταφίδα. "Οι πολλοί παίρνουν την Πόλη" έλεγαν στο χωριό και αυτές οι δουλειές απαιτούσαν πολλά χέρια για να γίνουν σωστά. Οι Ξελασίτες (αυτοί που έπαιρναν μέρος στην ξέλαση) πήγαιναν με τα εργαλεία τους και όταν ήταν ανάγκη και με τα ζώα τους.
Αλλά και οι γυναίκες κανόνιζαν μεταξύ τους για να κανονίσουν κάποια ανήμπορη γυναίκα, να ξάνουν μαλλιά, να καθαρίσουν αραποσίτι (κούκλα) από τα πούσια το τρουμπούκι, το σπόρο από τα λουμπούσια (δουλειές νυχτερινές) κ.λ.π.
Ο νοικοκύρης θεωρούσε καθήκον του να προσφέρει φαγητό και κρασί, η δε νοικοκυρά στη δική της ξέλαση φαγητό και λαλαγγίτες.
Η ξέλαση στις δουλειές του παπά (θέρισμα, κόψιμο/μεταφορά ξύλων κ.α) γινόταν από σεβασμό. Άλλες πολλές περιπτώσεις έχουν ξεχασθεί στο πέρασμα του χρόνου.





Τριήμερο.
''Όσο λογιέται η γριά το τριήμερο μαύρη τουρινή θα κάνει.''

Συνέχεια του εθίμου καθαρμού και προετοιμασίας ψυχής και σώματος των αρχαίων Ελλήνων προκειμένου να λάβουν μέρος σε διάφορα μυστήρια π.χ Ελευσίνια Ορφικά κ.α
Στο έθιμο του Τριημέρου έχουμε επίσης καθαρμό ψυχής και σώματος για την είσοδο στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή και την συμμετοχή στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, ώστε η ψυχή καθαρή να συναντήσει το δημιουργό της όταν έρθει η ώρα.
Έθιμο που έφερνε πολύ κοντά τις γερόντισσες με τον πνευματικό τους πατέρα, τον ιερέα του χωριού.
Έθιμο που τηρήθηκε ευλαβικά, όσο ο καθ' όλα άξιος παπά Γιώργης ήταν πνευματικός πατέρας της Μοφκίτσας. Μετά την αποχώρηση του το έθιμο σταμάτησε να τηρείται.
Την Καθαρά Δευτέρα ο ιερέας χτυπούσε την καμπάνα. Πήγαιναν οι γερόντισσες στην εκκλησία, γινόταν θεία λειτουργία, ο ιερέας διάβαζε ευχές ,νουθετούσε τις γερόντισσες, έβγαινε μαζί τους στην αυλή  της εκκλησίας  και συζητούσαν. Έπιναν μόνο νερό, δεν έτρωγαν τίποτε.
Την Τρίτη έπιναν καφέ  και έτρωγαν μόνο φρούτα και ξηρούς καρπούς ενώ η ημέρα περνούσε πάλι στην εκκλησιά με ευχές, προσευχές και τις νουθεσίες του ιερέα.
Την Τετάρτη ζύμωναν στα σπίτια ψωμί το σφράγιζαν, έτρωγαν απ' αυτό μαζί με φασολάδα αλάδωτη και οι γερόντισσες αντάλλασσαν κομμάτια ψωμιού και συγχωρούσαν η μία τις ψυχές της άλλης, ενώ η ημέρα περνούσε πάλι στην εκκλησία πάλι με τον ίδιο τρόπο.
Όλη την υπόλοιπη εβδομάδα έτρωγαν φαγητό αλάδωτο ως την

Κυριακή που έπαιρναν την θεία  κοινωνία.  



ΑΡΟΥΣΑΛΙΟΥ

Αρουσαλιού: από λατινική λέξη: Rosalia

"Όλα τα Σάββατα να 'ρθουν και να ξανάρθουν

το Σάββατο τ' Αρουσαλιού να μην ξαναγυρίσει"

Το Σάββατο της Πεντηκοστής ή Ψυχοσάββατο είναι γιορτή αφιερωμένη στις ψυχές των νεκρών. Ο λαός πιστεύει πως εκείνο το Σάββατο κλειδώνονται οι ψυχές στον Άδη, αφού είχαν μείνει ελεύθερες για πενήντα ημέρες μετά την Ανάσταση του Κυρίου.
Γίνονται δεήσεις στους τάφους από τους ιερείς για την ανάπαυση των ψυχών, μοιράζονται κόλλυβα (συχώρια), ψωμί και δίνονται πρόσφορα στον ιερέα για να τα προσκομίσει στη λειτουργία που θα ακολουθήσει υπέρ των ψυχών.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας και στα πρώτα μετά την απελευθέρωση, συνήθιζαν να ψήνουν αρνί ( τον αρουσαλίτη), να το μοιράζουν για συχώριο και οι άνδρες να κάνουν αγωνίσματα όπως λιθάρι, τρέξιμο κ.α. Το έθιμο αυτό χάθηκε και έμεινε μόνο το θρησκευτικό.
Τα Rosalia ή Rosaria ήταν γιορτή των Ρωμαίων και γινόταν στο τέλος του Μάη , αρχές Ιούνη ( τότε που γιορτάζουμε εμείς τ' Αρουσαλιού) Τη συγκεκριμένη εποχή υπήρχαν πολλά τριαντάφυλλα, γι αυτό ονομάζεται και rosalia. Οι Ρωμαίοι στόλιζαν με τριαντάφυλλα τα μνήματα, μετέφεραν το έθιμο στην Ελλάδα και γενικά στη βαλκανική και στη Μ. Ασία , όταν τις κατέκτησαν.
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια επικράτησε σύγχυση, ανακατεύτηκαν χριστιανικά και αρχαία ειδωλολατρικά έθιμα. Η Οικουμενική Σύνοδος που συνήλθε το 651 στην Κωνσταντινούπολη επί Ιουστινιανού Β', καταδίκασε κι αφόρισε διάφορα ειδωλολατρικά έθιμα μεταξύ αυτών και τα Ρουσάλια.
"Τοιαύτη πανήγυρις (σφαγή ζώων) αλλόκοτος εστί και τα Ροσάλια τα μετά το Άγιο Πάσχα από κακής συνήθειας εν ταις έξω χώραις γενομένα."
Όμως ο λαός δεν ακολούθησε την απόφαση της Οικουμενικής Συνόδου, αγάπησε το έθιμο και εκτελεί τη θρησκευτική του πλευρά ως σήμερα.



Η διατροφή της φυλής μας από 

την αρχαιότητα μέχρι σήμερα


Η φασολάδα των Ελλήνων, η φασολάδα των Μοφκιτσάνων.


Η φασολάδα (φασουλάδα) των παλαιοτέρων, είναι φαγητό πατροπαράδοτο της φυλής μας. Μερικοί γλωσσολόγοι υποστηρίζουν πως το όνομά της είναι σύνθετο από τη λέξη φασίολος και Ελλάδα και κατά συναίρεση φασουλάδα.
Είναι φαγητό νόστιμο, θρεπτικό και φθηνό, που σε εποχές μεγάλης ανέχειας και πολέμων βοήθησε στην επιβίωση λαού και μαχητών. Ιδιαίτερα στους πολέμους που διεξήχθηκαν στα χρόνια της νεότερης Ελλάδας, έγινε το αγαπημένο φαγητό, ακόμη του τότε βασιλειά Κωνσταντίνου, που το ζήτησε να φάει λίγο πριν πεθάνει. Υπήρξε το κατεξοχήν φαγητό των συσσιτίων σε καιρούς πείνας.
Η φασολάδα ήταν γνωστή και στα αρχαία χρόνια, αναφέρεται από τον Πλούταρχο ότι η φασολάδα συνδυασμένη με ζαφορά, ενδυναμώνει γενικά τον οργανισμό των ανθρώπων.
Στα ιερά Πυανόψια ή Πυατέψια (γιορτή προς τιμή του Θεού Απόλλωνα) συνήθιζαν να μαγειρεύουν "σπέρματα φασίολου" που ανήκαν στην οικογένεια των ψυχανθών, τα γνωστά σε εμάς μαυρομάτικα φασόλια, μαζί με λούπινα, ρεβίθια, κουκιά, δηλ. ένα είδος πανσπερμίας.
Τα άσπρα φασόλια ήρθαν στην Ευρώπη τον 16ο αιώνα, μετά την ανακάλυψη της Αμερικής. Αυτό το είδος φασολιών είναι πολύ αγαπημένο στην Λατινική Αμερική. Ήταν δε το αγαπημένο φαγητό των καουμπόυς.
Τα άσπρα φασόλια αγαπήθηκαν πολύ από όλους τους Έλληνες, που τα καλλιεργούσαν ακόμη και στα ορεινά, αλλά και σε "ποτιστικούς κήπους". Τα μαγείρευαν απλά, λιτά, χωρίς ντομάτα. Η ντομάτα ήρθε στη χώρα μας το 1818. Στην περιοχή του χωριού μας η ντομάτα άρχισε να καλλιεργείται μετά την απελευθέρωση. Στον τέντζερη άργησε πολύ να μπει. Τρωγόταν αλατισμένη με ψωμί ή σαλάτα με λάδι για πολλά χρόνια. Ήταν το φαγητό των φτωχών, συνοδευμένη από κρεμμύδι, ελιές, πιπεριά (σπέτσα) ενώ οι πλούσιοι τα συνόδευαν με χοιρινό ή λουκάνικο.
Ταξικές αναφορές για τα φασόλια βρίσκουμε στο βιβλίο καλούμενο "Γεωπονικόν" το 1620 του μοναχού Αγαπίου Λάνδου ο οποίος υποστηρίζει πως τα φασόλια "δεν πρέπει να τρώγονται από λεπτούς και ευγενείς ανθρώπους, αλλά από αγρότες και  εργάτες που το στομάχι τους αντέχει στα δύσπεπτα φαγητά. Όποιος τα φάει ωστόσο, "ας πίνει" καλό κρασί, για να χωνεύει γρήγορα.
Στην Μοφκίτσα την περίοδο του θέρους συνήθιζαν να μαγειρεύουν τα φασολάκια τα φρέσκα με λάδι, κρεμμύδι, τριμμένη μυζήθρα, φαγητό πολύ αγαπημένο στους εργάτες. Η ντομάτα αργούσε πολύ να ωριμάσει, γιατί την καλλιεργούσαν μόνο υπαίθρια. Στο χωριό μας αγαπημένο φαγητό ήταν τα μικρά πράσινα φασόλια, η γνωστή μας ροβίτσα ή ψιλιφάσουλα ή καλαματιανά, που τα μαγείρευαν με λάδι, κρεμμύδι, ρίγανη, ποτέ όμως με ντομάτα. Αυτά τα φασόλια ήταν Ασιατικής προέλευσης που τρώγονται και σήμερα στις Ασιατικές κουζίνες, αλλά χρησιμοποιούνται και για παρασκευή γλυκών.
Τα χρόνια πέρασαν, παρά την εισβολή του μουσακά και την διεκδίκηση του τίτλου του εθνικού μας φαγητού που είχε δοθεί στη φασολάδα από τον Ιωάννη Μεταξά το 1938, η φασολάδα κρατάει καλά τη θέση της στο ελληνικό τραπέζι, κυρίως το χειμώνα, εμπλουτισμένη με σέλινο, καρότο, πιπεριά κλπ.

Οι Έλληνες εξακολουθούμε να την προτιμούμε και να την έχουμε εντάξει εδώ και χρόνια στον κατάλογο των υγιεινών μεσογειακών φαγητών.


Ζυμαρικά Αρχαιολογικά της Φιγαλείας 
Πελοποννησίων εδέσματα «Έφης Γρηγοριάδου»

Η πορεία που διαγράφουν τα ζυμαρικά στο χρόνο είναι πολύ μακρινή. Οι Μυκηναίοι ήδη από τον 15ο και 14ο αιών ΠΧ είχαν σαν βασική τροφή τα δημητριακά και στο λεξιλόγιό τους υπάρχουν οι λέξεις σίτος και κριθή. Ανασκαφές έφεραν στο φως ευρήματα γεωργικής δραστηριότητας που χρονολογούνται μεταξύ 1100-7,300Πχ αποκαλύπτοντας τη χρήση άγριων φυτών της περιόδου εκείνης (κριθάρι, βρώμη κ.α) Μεταξύ 6200-5300ΠΧ παρατηρείται συστηματική καλλιέργεια δημητριακών και άλλων σπόρων (κριθάρι, βίκος, βρώμη, φασόλια, ρεβίθια κ.α). Οι άνθρωποι με βάση το αλεύρι από δημητριακά σαν πρώτη ύλη παρασκεύαζαν χυλούς, και απλές πίτες από ζυμάρι που αποτελούσαν μέρος της καθημερινής διατροφής. Οι πρώτες αναφορές για την ύπαρξη, ζυμαρικών στη διατροφή των αρχαίων ελλήνων γίνεται το 1000ΠΧ περίοδο που κατασκεύαζαν έναν πλακούντα, το «λάγανον» μια λεπτή πίτα καμωμένη από χυλό με νερό και αλεύρι, που το έψηναν πάνω σε θερμαινόμενες πλάκες ή σε φούρνο και το έκοβαν σε λωρίδες . Η λέξη «λάγανον» μας παραπέμπει στην γνωστή μας λαγάνα αλλά και στα λαζάνια. Οι έλληνες πίστευαν ότι τα ζυμαρικά ήταν δώρο των θεών προς τον άνθρωπο, αφού σύμφωνα με το μύθο, ο θεός Ήφαιστος επινόησε το εργαλείο που έφτιαχνε «κορδόνια από ζύμη». Ο συγγραφέας Αρμόδιος ο Λεπρεάτης στο βιβλίο «περί κατά την Φιγαλεία νομίμων» δηλ. εθίμων μας αναφέρει πως στα κοινά συμπόσια στην περιοχή μας το φαγητό περιελάμβανε 2 πιάτα όπως λέμε σήμερα. Το πρώτο πιάτο ήταν πίτες από κριθάλευρο, εντόσθια και τυρί. Το δεύτερο πιάτο ήταν ζωμός κρέατος, ψωμί και κρέας και στα παιδιά έδιναν πολλές πίτες. Με τον αποικισμό των Ελλήνων στην Ιταλία και τη Σικελία τον 18ο ΠΧ αιώνα διαδόθηκε η ελληνική γαστρονομία και το λάγανον ονομάστηκε laganium. Τα πιο συνηθισμένα από όλα τα είδη ζυμαρικών είναι τα μακαρόνια. Ένα είδος μακαρονιού παρασκεύαζαν στην αρχαία Ελλάδα κατά τη διάρκεια των  «εαρινών γιορτών» τότε σύμφωνα με  τις πεποιθήσεις των ανθρώπων, οι νεκροί άφηναν για λίγο τον Κάτω Κόσμο και επισκέπτονταν τον κόσμο των ζωντανών, όπου δέχονταν τις προσφορές και τις τιμές των εν ζωή συγγενών τους. Οι λατρευτικές εντολές διενεργούνταν κατά τον μήνα Ανθεστηρίωνα, περίοδος που αντιστοιχεί περίπου με τα σημερινά μέσα Φεβρουαρίου με μέσα Μαρτίου. Κατά την Τρίτη μέρα της τελετής των Ανθεστηρίων που ονομάζονταν «Χύτροι» (χύτρα, τσουκάλι) και που ταυτίζονταν με τα ψυχοσάββατα των Χριστιανών. Οι αρχαίοι τιμώντας τους νεκρούς  τους προσέφεραν στα νεκρώσιμα και επιμνημόσυνα δείπνα  τη λεγόμενη «Μακαρίνα» ή «Μακαρωνία», την ψυχόπιτα δηλαδή. Η «Μακαρίνα» ήταν ένα αποξηραμένο παρασκεύασμα από ζύμη από σιταρένιο αλεύρι, το οποίο άφηναν μαζί με λάδι και κρασί στους τάφους των νεκρών (των μακάρων) και συμβόλιζε την προσδοκία για ανάσταση νεκρών.  Λέγεται ότι τα μακαρόνια που γνωρίζουμε σήμερα είναι η εξέλιξη της αποξηραμένης ζύμης της μακαρίνας. Ένα άλλο ζυμαρικό που κατανάλωναν στην αρχαία Ελλάδα ήταν η «τράκτα μια αποξηραμένη ζύμη σε κόκκους  φτιαγμένη από αλεύρι, τυρί και λάδι. Οι ιστορικοί γεύσεις ταυτίζουν τον παχύρευστο χυλό, με τον οποίο τρέφονταν οι έλληνες και οι Ρωμαίοι με τον γνωστό μας τραχανά. Στα Βυζαντινά χρόνια κατά την διάρκεια της Σαρακοστής καθώς και της νηστείας της Τετάρτης και Παρασκευής έφτιαχναν ένα νηστίσιμο έδεσμα από αλεύρι και νερό και το έλεγαν «αλευρία» ή «αλευριά». Ανάλογα εδέσματα συναντάμε ακόμη και σήμερα σπανιότερα όμως σε περιοχές της Πελοποννήσου. Στο Βυζάντιο τα ζυμαρικά τρώγονταν και σαν επιδόρπια και τα σέρβιραν με μέλι και κανέλλα. Εξέλιξη αυτών είναι τα σημερινά «Μελομακάρονα» . Στα νεότερα χρόνια η Αποκριά ταυτίζεται και συμπίπτει με τις τελετές του «Αγερνού» των αρχαίων ελλήνων, έχει κρατήσει πολλά στοιχεία των τελετών των χρόνων. Η Τρίτη εβδομάδα της  Αποκριας ή Τυρινής επικράτησε να λέγεται και μακαρονού λόγω της συνήθειας παρασκευής και κατανάλωσης  ζυμαρικών. Στα χωριά της περιοχής μας το μεσημεριανό και το βραδινό φαγητό αποτελούνταν από χειροποίητα μακαρόνια και γαλακτοκομικά. Γνωστό ήταν το κρύψιμο του μακαρονιού στο προσκέφαλο των ανύπανδρων κοριτσιών, ώστε να ονειρευτούν τον μελλοντικό τους σύζυγο. Σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα ζυμαρικά από την αρχαιότητα μέχρι τα παλιότερα χρόνια στη διατροφή της λεχώνας, γλυκά ζυμαρικά, υπήρχε η αντίληψη πως θα την δυνάμωναν και θα τη βοηθούσαν να έχει γάλα (βρασμένα με ζάχαρη και γάλα). Όσο για τους ερωτοχτυπημένους που ήθελαν να θεραπευτούν από την ¨Χωρίς ανταπόκριση έρωτα» συνιστούσαν τριήμερη κατανάλωση χυλοπιτών. (χυλόπιτα).    


Παστό Χοιρινό
 (Toυ Μάνθου Κατσάμπουλα)

Μια ανάμνηση παλιά! Θυμάμαι χρόνια και χρόνια κάθε Χριστούγεννα ή σε γειτονικά χωριά τις Απόκριες  να ετοιμάζεται το περίφημο παστό. Ας θυμηθούμε έτσι μαζί πως το φτιάχνανε. Σφάζαμε το χοιρινό, το καθαρίζουμε από τις τρίχες του δέρματος (δεν το γδέρνανε) και το κρεμούσαμε να στεγνώσει και να παγώσει.
Την άλλη μέρα το κόβαμε στη μέση κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης και μετά το κόβαμε σε λωρίδες(φέρσες)  πλάτους 8-10 εκ.
Κάθε λωρίδα τη χαράζαμε τετράγωνα κομμάτια χωρίς να χωρίσουν τελείως αλλά να φθάσει το χάραγμα μέχρι το δέρμα. (Χαράζαμε από την πλευρά του λίπους). Μετά από το δέρμα σειρά είχαν τα ψαχνά κομμάτια του κρέατος. Αλατίζαμε πολύ καλά με χοντρό αλάτι τις λωρίδες του δέρματος αλλά και τα ψαχνά κομμάτια και το βάζαμε μέσα σε μεγάλες καλαθούνες  και το αφήναμε σε δροσερό μέρος (συνήθως στα κατώγια) για 7-8 μέρες για να το «πιάσει» το αλάτι. (πάστωμα).Μετά κόβαμε τα χαραγμένα τετράγωνα κομμάτια, τα πλέναμε να φύγει το αλάτι και τα βράζαμε σε καζάνι με νερό και αρκετό λίπος. Όταν πλησίαζε να βράσει το κρέας προσθέταμε φλούδες πορτοκαλιού και κανελογαρίφαλα. Και περνάμε στο τελικό στάδιο. Το τελικό στάδιο είναι το τηγάνισμα. Σε καζάνι με μπόλικο λάδι και λίπος από το ίδιο το χοιρινό αρχίζαμε το τηγάνισμα του κρέατος. Αφού τηγανιστεί όλο το κρέας, κατεβάζαμε το καζάνι από τη φωτιά, αφήναμε να κρυώσει καλά και τοποθετούσαμε το παστό με σειρά σε πήλινες στάμνες ή ειδικά δοχεία με αρκετό λίπος για να σκεπαστεί το κρέας καλά και το τοποθετούσαμε σε δροσερό και σκοτεινό μέρος. Το παστό μας ήταν έτοιμο!

Παλιά το παστό χοιρινό εξυπηρετούσε στη διατήρησης του κρέατος την εποχή που δεν υπήρχε ψυγείο. Σήμερα είναι ένας εξαιρετικός μεζές.


ΟΜΑΤΙΑ
Υλικά: Το πνευμόνι του χοιρινού καλά πλυμένο και λίγο βρασμένο.
Αρκετές καυκαλίθρες (αρωματικό χόρτο) μαζί με άλλα λιγότερα ψιλικά χόρτα (παπαρούνες, άγριο σπανάκι του βουνού, σκορδαλίδες, φλύδα από ένα πορτοκάλι, διάφορα άλλα αρωματικά βότανα κλπ).

Εκτέλεση:

Πλένουμε τα έντερα του χοιρινού πολύ καλά και τα γυρίζουμε από την άλλη όψη. Τα βάζουμε λίγη ώρα με αλάτι και λίγο ξύδι να καθαρίσουν καλά. Μετά βάζουμε σε μια κατσαρόλα 2-3 λίτρα νερό και μόλις αρχίσει να βράζει ρίχνουμε το σιτάρι (Μπλιγούρι ή ρύζι) και το ανακατεύουμε συνέχεια για 10 λεπτά. Το αφήνουμε 3-4 ώρες μέχρι να πήξει.
Στη συνέχεια βάζουμε σε άλλη κατσαρόλα το λάδι με τις σκορδαλίδες (λέχουρδες), τις καυκαλίδες, το πνευμόνι ψιλοκομμένα και τα σοτάρουμε. Κατόπιν ρίχνουμε σε μία λεκάνη όλα μαζί τα μπαχαρικά, το πορτοκάλι, το αλάτι, το πιπέρι και το μισό λάδι. Με το μείγμα αυτό γεμίζουμε τα έντερα χωρίς να τα πιέζουμε πολύ (με ειδικό χωνάκι).
Τέλος τα βάζουμε στο ταψί και τα τρυπάμε με μυτερό μαχαίρι πολύ καλά για να μη σπάσουν. Ρίχνουνε 2 ποτήρια νερό, λίγο λάδι σε κάθε ταψί και τα ψήνουμε στους 250° βαθμούς για 2 ώρες περίπου. Καλή σας όρεξη
                                                                             
Μπουκουβάλα 
Για την ημέρα της Αναλήψεως
                                  (της Βενετίας Πάππου - Παναγοπούλου)


1)      2 κιλά αλεύρι για όλες τις χρήσεις.
2)      1 ποτήρι κρασιού λάδι
3)      1 κουταλάκι του γλυκού  μαγειρική σόδα
4)      1 κουταλάκι του γλυκού μπέικιν πάουντερ
5)      1 κουταλάκι του γλυκού αλάτι
6)      2 κουταλάκια μαγιά (ξερή)
7)      Νερό όσο πάρει για να γίνει η ζύμη σαν ψωμί.

Εκτέλεση
Ρίχνουμε το αλεύρι σε μια λεκάνη μαζί με τη σόδα και το μπέικιν πάουντερ. Τα αναμιγνύουμε όλα μαζί και στη μέση ανοίγουμε μια λακουβίτσα και ρίχνουμε το λάδι.
Τα ανακατεύουμε και πάλι αλλά ταυτόχρονα το τρίβουμε. Ρίχνουμε τη μαγιά με το νερό και το αλάτι καθώς επίσης και τα υπόλοιπα υλικά και αρχίζουμε να τα ζυμώνουμε για να γίνει η ζύμη σαν του ψωμιού.
Στη συνέχεια το ψήνουμε σε κανονικό φούρνο.
Αφού ψηθεί το τρίβουμε πολύ ψιλό (κομματάκια), ρίχνουμε ένα ποτήρι λάδι και 800 γραμμάρια ζάχαρη, τα ανακαταίβουμε όλα μαζί πολύ καλά και η μπουκουβάλα μας είναι έτοιμη.   



Χαλβάς με πετιμέζι

Ίσως το πιο παλιό, σπιτικό, γρήγορο και εύκολο γλυκό –πρωινό, που τα παλιότερα χρόνια ήταν ιδιαίτερα αγαπητό!

Υλικά: Αλεύρι, λάδι, ζάχαρη ή (πετιμέζι)

Βάζουμε λάδι στη κατσαρόλα και σταδιακά προσθέτουμε το αλεύρι. Ανακατεύουμε  συνέχεια με μία ξύλινη κουτάλα σε χαμηλή φωτιά, μέχρι να σκουρύνει.
Όταν σκουρύνει, προσθέτουμε πετιμέζι ή ζάχαρη, ανακατεύοντας το μείγμα συνεχώς.
Όταν είναι έτοιμο, βγάζουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και παίρνουμε από το μείγμα ποσότητα με το κουτάλι της σούπας και το πλάθουμε στην παλάμη μας. Επαναλαμβάνετε με όλο το μείγμα και τέλος πασπαλίζετε με κανέλα και καρύδια!
Έτοιμος ο χαλβάς!   


ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ  


Ο  ΓΑΜΟΣ
Τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, τα μοιρολόγια του χωριού μας αποτελούν μέρος της πολιτιστικής  κληρονομιάς που ακολούθησε και ακολουθεί μέχρι και σήμερα τη ζωή μας.
Αυτή η πολιτιστική κληρονομιά όσο παρωχημένη και απλοϊκή και αν θεωρείται από εμάς, έχει βάσεις και στοιχεία αρχαιοελληνικά και βυζαντινά και είναι διαμορφωμένη στα πλαίσια μιας κοινωνίας κλειστής που πορευόταν για αιώνες κατατρεγμένη στα σκοτάδια, με φάρο τη θρησκεία, καταφύγιο στην εκκλησία και πνευματικό πατέρα τον εκάστοτε ιερέα του χωριού.
Η κοινωνία της περιοχής μας ήρθε σε επαφή με κοινωνίες άλλων φυλών, π.χ Αρβανίτικη, Σλάβικη, και συμβίωσε με Τούρκους, Αλβανούς και άλλες φυλές. Σημαντικά πολιτιστικά στοιχεία δεν πήρε από όλους αυτούς, πήρε όμως ορισμένα στοιχεία από τους Βενετούς που, παρ' όλο που ήταν δυνάστες, είχαν αξιόλογο πολιτισμό. Παρ' όλα αυτά οι πρόγονοί μας κράτησαν μέσα στον τρόπο ζωής τους συνήθειες αρχαιοελληνικές, που όταν τις μελετούμε βλέπουμε καθαρά την άρρηκτη συνέχεια της ελληνικής φυλής μας.
  Ο θεσμός του γάμου εθεωρείτο από τους αρχαιότατους χρόνους ιερός σε όλα τα μέρη της Ελλάδος.
  Η χώρα μας ανέκαθεν έδινε μεγάλη σημασία στο γάμο, δημιούργημα του οποίου είναι η οικογένεια, η οποία αποτελεί τον πρώτο πυρήνα της ανθρώπινης κοινωνίας. Επομένως ο γάμος αποτελεί τη βάση κάθε ευνομούμενης πολιτείας.
  Οι αρχαίοι όπως μας πληροφορεί ο Πλάτωνας, είχαν θεσπίσει νόμους που απέβλεπαν αποκλειστικά στη προστασία του θεσμού αυτού, που κατείχε την πρώτη θέση στην όλη νομοθεσία της πολιτείας. Στην αρχαία Σπάρτη πλήρωνε πρόστιμο ο άνδρας που έφτανε τα τριάντα χρόνια, και ήταν ακόμα άγαμος.
  Τα σχετικά με το γάμο ήταν ρυθμισμένα από την αρχαία ελληνική πολιτεία, καθιερωμένα όμως από τη θρησκεία. Π.χ οι αρχαίοι Έλληνες προσεύχονταν στους θεούς:
 Στον Δία τον τέλειο για να οδηγεί τους νεόνυμφους σε καλό και γόνιμο τέλος. Στην Ήρα την τέλεια, για να αποκτήσει η νύφη όλα τα αγαθά. Όπως επίσης στην Άρτεμη, την Αφροδίτη, αλλά και στις Μοίρες.
  Αργότερα ο χριστιανισμός πλειοδότησε υποστηρίζοντας τον γάμο με την έννοια ότι δεν αποτελεί ένωση μόνο για ικανοποίηση σαρκικών απολαύσεων, αλλά θεσμός πραγματικής αγάπης και αφοσίωσης. Σε τέτοιο σημείο τονίστηκε η ιερότητα του γάμου ώστε από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους γίνεται λόγος για την ιερή ακολουθία της εκκλησίας με την οποία ευλογείται ο γάμος. Επιπλέον θεωρείται ένα από τα επτά μυστήρια της εκκλησίας.
   Από πολιτισμένους και απολίτιστους λαούς θεωρείται ιερός και συνδέεται με πολλές εκδηλώσεις, θρησκευτικές, πολιτιστικές, συναισθηματικές, ανάλογες προς το ξεχωριστό περιβάλλον του κάθε λαού.
  Η χριστιανική θρησκεία καθιέρωσε το γάμο έτσι ώστε η ζωή της γυναίκας να είναι σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με έγγαμες γυναίκες άλλων θρησκειών, πχ. στις ισλαμικές χώρες επιτρεπόταν στον άνδρα επτά νόμιμοι γάμοι με διαφορετικές γυναίκες ταυτόχρονα, και παράλληλα συμβίωση με παλλακίδες. Στη βουδιστική Κίνα η σύζυγος αποκτούσε δικαιώματα στην οικογένεια εφόσον γεννούσε αγόρι, διαφορετικά ήταν μάνα ''σκλάβων'', δηλαδή κοριτσιών. Σε αυτή την περίπτωση επιβαλλόταν ο άνδρας να πάρει άλλη σύζυγο για να αποκτήσει γιο και όσες παλλακίδες μπορούσε να συντηρήσει.
  Στη χώρα μας ο γάμος παρουσίαζε έθιμα που εμφανίζονταν με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές στο πέρασμα του χρόνου και πολλά από αυτά όπως θα δούμε, έχουν τη ρίζα τους στη αρχαιότητα.
Η ΠΡΟΙΚΑ
  Στα πανάρχαια χρόνια και συγκεκριμένα στα 1100 πΧ, και μέχρι τα χρόνια του Ομήρου 850 π.Χ, υπήρχε η συνήθεια ο άνδρας να αγοράζει τη νύφη προσφέροντας στον πατέρα της διάφορα δώρα, όπως βόδια, γιδοπρόβατα, ρούχα, όπλα, οικιακά σκεύη, πολύτιμα κοσμήματα, κ.α. Ήταν δηλαδή ένα είδος προγαμιαίας δωρεάς του γαμπρού στο πεθερό που προσφερόταν σαν αποζημίωση για την κόρη που έπαιρνε.
  Ο Όμηρος μας λέει ότι ο Αντηνορίδης  Ιφιδάμας πλήρωσε στον πεθερό για την μνηστή του εκατό βόδια και χίλια γιδοπρόβατα. Μας πληροφορεί επίσης ότι οι μνηστήρες της εποχής του, συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιός θα προσφέρει περισσότερα ''έδνα'' την μεγαλύτερη δηλαδή προίκα, για να πάρει τη σπουδαία νύφη. Το θεωρούσαν μεγάλη τιμή για τον πατέρα και την οικογένειά της.
  Συνέβαινε δηλαδή κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει ακόμα και τώρα σε πολλούς λαούς της Ασίας και της Αφρικής. Αντίθετα στα μεταγενέστερα χρόνια και στη εποχή μας, οι γονείς προίκιζαν την κόρη στο γαμπρό. Σε ολόκληρη την Ελλάδα επικράτησε ο θεσμός της προίκας που θεωρείτο αναγκαία προϋπόθεση του γάμου, χωράφια, οικιακά σκεύη, ρούχα, χρήματα, ζώα, δίνονταν σαν προίκα.
  Εξαίρεση αποτελούσε το γεγονός του ερωτικού γάμου, αλλά όσοι τον τολμούσαν, είχαν να αντιμετωπίσουν μαζί με όλα τ' άλλα και την ακραία περίπτωση της αποκλήρωσης.
  Στην Πελοπόννησο, γύρω στο 1920, ίσχυσε για λίγο ο ρομαντισμός, ο νέος που ήθελε την κόρη έριχνε στην ποδιά της μήλο, στο δρόμο της τριαντάφυλλα ή στο χορό μαντήλι. Στην περίπτωση αυτή που εκδήλωνε τόσο το ενδιαφέρον του, την έπαιρνε άπροικη.
  Τα κορίτσια αποτελούσαν βραχνά για την οικογένεια ''αδυνασιά'', ''αδύνατο μέρος''. “Να μη παιδεύουνε του αλλουνού το αδύνατο” έλεγε η γιαγιά μου όταν αναφερόταν σε κακούς συζύγους.
   Τα φτωχά κορίτσια όσο όμορφα και άξια κι αν ήταν, τα πάντρευαν με χήρους, σακάτηδες, ή πολύ φτωχούς.
   Όποιος νέος εύπορος ήθελε μια φτωχή κοπέλα είχε να αντιμετωπίσει τις ισχυρές αντιδράσεις της οικογένειας του και όλων των συγγενών: “Δεν είναι αυτή της σειράς μας”!
  Τη διαπραγμάτευση της προίκας αναλάμβαναν οι άνδρες από τις δύο οικογένειες, πατεράδες, αδέρφια, θείοι. Έτσι ο γάμος κατέληξε να είναι ακραία ταξικός θεσμός.
  Πολλές γυναίκες έψαχναν το σερνικοβότανο ώστε η επόμενη εγκυμοσύνη να φέρει αγόρι, όπως στο διήγημα Ζητιάνος του Καρκαβίτσα.
   Μια άλλη συνήθεια που επικρατούσε και στην παλιά Μοφκίτσα ήταν ο αδερφός της μητέρας να βαφτίζει το δεύτερο ή τρίτο κορίτσι και να βγάζει το όνομά του ώστε το επόμενο παιδί να γεννηθεί αγόρι. Συνηθιζόταν ακόμα να θάβεται ο πλακούντας του κοριτσιού με ξόρκια ή να μελετούν ξόρκια την ώρα της στέψης του γάμου, ώστε να γεννηθούν αγόρια. Στη Μοφκίτσα επικρατούσε το έθιμο με το όνομα του θείου. Κι όλα αυτά βασική αιτία είχαν την προίκα.

(Τα στοιχεία σχετικά με το γάμο μας παρείχε η εργασία του αείμνηστου καθηγητή Ιωάννη Αγγελόπουλου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ το 1973).


Ο ΓΑΜΟΣ ΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

Σύμφωνα με αναφορά του ιστορικού ερευνητή  Γ. Παπανδρέου ο αρχαιολόγος Μπέντεγκερ (Bedecer) εντόπισε ερείπια Βυζαντινού οικισμού στο χωριό μας, συγκεκριμένα εκεί που σήμερα είναι τα πλατάνια στην κεντρική βρύση. Ας μάθουμε πως τελούσαν το γάμο οι κάτοικοι εκείνων των χρόνων. Πριν ακόμη αρχίσει η καθ’ εαυτή τελετή του γάμου ξεκινούσε ο παραδοσιακός στολισμός της νυφικής παστάδας, όπως ονομαζόταν από τα αρχαία χρόνια το νυφικό διαμέρισμα και όπως απαιτούσε το έθιμο. Μια παράδοση από την παγανιστική αρχαιότητα που συνεχιζόταν ακόμη και στα Χριστιανικά χρόνια. Συγγενείς και φίλοι έραιναν το κρεβάτι με λουλούδια και τραγουδούσαν επαινετικά τραγούδια για τους μελλόνυμφους. Όταν οι μελλόνυμφοι ήσαν από επιφανείς οικογένειες έριχναν ακόμη και χρυσά νομίσματα. Στους απλούς γάμους οι προσκλήσεις τακτοποιούνταν από τους γονείς, αλλά στις επιφανείς οικογένειες τις  έγραφαν καλλιγραφικά οι γραφείς, έπειτα τις ανελάμβαναν οι λαλετοί ή καλεστοί και τις διένειμαν με ένα μήλο, μοσχοκάρφια (γαρύφαλλα) και παστέλι. Την ώρα του γάμου κατέφθαναν στο σπίτι της νύφης μουσικοί και δαδούχοι (άνδρες που κρατούσαν δάδες) γιατί πολλά βυζαντινά χρόνια το μυστήριο γινόταν κατά κανόνα τη νύχτα. Μάλιστα ο γαμπρός έκανε την εμφάνισή του, προκαλούσαν θόρυβο και πετούσαν άνθη και μήλα. Στη συνέχεια παρουσιαζόταν η νύφη στολισμένη (ανάλογα με την κοινωνική της θέση). Το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο από ένα λεπτό διαφανές ύφασμα με δικτυωτή ύφανση κάτι ανάλογο με το δικό μας τούλι. Αν ήταν εύπορη ανέβαινε μεγαλοπρεπώς (επί σχήματος καταστέγου) δηλ. σε σκεπαστή άμαξα, αν ήταν φτωχή πήγαινε με απλή άμαξα ή ακόμη και πεζή. Όταν η νυφική πομπή ξεκινούσε από το σπίτι της νύφης προς την εκκλησία με εγκωμιαστικά γι’ αυτήν τραγούδια και ύμνους, στον δρόμο έραιναν την νύφη με λουλούδια και έκαιγαν αρωματικά φυτά. Το λουτρό της πλούσιας νύφης γινόταν την Τρίτη ημέρα μετά την τελετή του γαμήλιου μυστηρίου. Αυτό δεν συνέβαινε στην περίπτωση της απλής κόρης. Στην περίπτωσή της το λουτρό γινόταν πριν το γάμο. Η ημέρα της στέψης ήταν απαραίτητα Κυριακή και ο χρόνος καθοριζόταν από την εκκλησία και την λαϊκή πρόληψη. Κατά την τέλεση του γαμήλιου μυστηρίου το ζευγάρι συμμετείχε στη Θεία Ευχαριστία με σκοπό να ταυτιστεί η ένωση με το αίμα και το σώμα του Χριστού και να αποκτήσει ο γάμος  την ανάλογη ιερότητα. Σύντεκνος στεφάνων ή παράνυμφος (κουμπάρος) γινόταν συνήθως ο ανάδοχος του γαμπρού. Ο οποίος κρατούσε και στην περιφορά τα στέφανα, ρόλο των σημερινών στεφάνων έπαιζαν οι κορώνες έθιμο που κρατήθηκε σε πολλά μέρη (π.χ Αρκαδία) έως το 1940 περίπου, σήμερα διατηρείται στην Ορθόδοξη Ρωσία. Ήθελα να δείξουν πως οι νεόνυμφοι ήσαν οι βασιλείς της ημέρας. Πριν από την τέλεση του μυστηρίου, ο ιερέας όφειλε να διερευνήσει αν υπήρχαν κωλύματα που εμπόδιζαν την σύναψη του γάμου. Κατά την αναφορά πετούσαν σουσάμι ή κριθάρι για να υπάρξει πολυγονία. Μετά τη λήξη του γάμου οι καλεσμένοι ασπάζονταν τους νεόνυμφους και ταυτόχρονα προσέφεραν δώρα. Κατόπιν η νύφη κατευθυνόταν προς το σπίτι του γαμπρού «συνοδεία ήχων αυλών, λαγούτων και των αναλόγων τραγουδιών. Τα άσματα αυτά αρχικά λαϊκά αντικαταστάθηκαν αργότερα θρησκευτικούς ύμνους. Οι προσκεκλημένοι κάθονταν στο γαμήλιο τραπέζι πλούσιο ανάλογα με την οικονομική δύναμη. Γυναίκες και άνδρες έτρωγαν χωριστά, προσέφεραν δώρα και έψαλλαν τα «παστικά» δηλ. γαμήλια άσματα που εξυμνούσαν τα χαρίσματα των νεόνυμφων. Για την διασκέδαση καλούνταν ορχηστές, ορχήστριες, ηθοποιοί, γελωτοποιοί και μίμοι. Στους άλλους γάμους ο γαμπρός  αντίκριζε τη νύφη για πρώτη φορά κατά την έναρξη του γαμήλιου συμποσίου (ολονυκτίου) σηκώνοντάς της το πέπλο, ενώ καλεσμένοι έτρωγαν, τραγουδώντας κατά διαστήματα τα «επιθαλάμια» κάνοντας μεγάλο θόρυβο με κύμβαλα, κρόταλα και τύμπανα. Τέλος αφού έψαλλαν το κατακοιμητικό άσμα, το ζεύγος αποσυρόταν στο νυφικό θάλαμο ενώ οι καλεσμένοι αποχωρούσαν. Το πρωί της επόμενης ημέρας γινόταν το «παραξύπνημα» των συζύγων από συγγενείς και φίλους με τα ανάλογα τραγούδια. Στους «λαϊκούς γάμους» εξέθεταν το χιτώνα της νύφης σε κοινή θέα «ως πειστήριο παρθενίας». Στις επιφανείς οικογένειες ο χιτώνας περιφερόταν μεταξύ των συγγενών. Αν η νύφη δεν ήταν αγνή άρχισε η διαπόμπευσή της «πομπεία» και ήταν η περιφορά της καθισμένης ανάποδα , κουρεμένη. Το κούρεμα το θεωρούσαν σαν την πιο μεγάλη προσβολή. Σπάνια τα κορίτσια έφταναν στην «πομπεία» Το να μην παντρεύονταν δεν ήταν στο δικό τους χέρι οπότε η συνηθισμένη λύση ήταν η καταφυγή σε μοναστήρι που ήταν «Άβατον» και ακολουθούσαν τη μοναστική ζωή.  Τα πανηγύρια και οι γαμήλιες διασκεδάσεις στις εύπορες οικογένειες κρατούσαν επτά ημέρες. Μετά το πέρας  αυτών ο ιερέας διάβαζε την «ευχή λύσης του παστού» και όλη η γαμήλια διαδικασία έπαιρνε τέλος!

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ 
Της Κατερίνας Μπαχάρη-Κουτσουνά

Α) ΤΟ ΑΜΙΛΗΤΟ ΝΕΡΟ!

Στο βάθος των χρόνων τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας βαστούσαν κάποτε τον τόπο ζωντανό και μέσα από την ευλαβική τήρησή τους η ευτυχία και η χαρά πλανιόταν τριγύρω ! 
Έτσι λοιπόν ανήμερα την πρωτοχρονιά, σε κάποια χωριά τριγύρω την παραμονή, διαδραματίζονταν όμορφες εικόνες από την τήρηση του εθίμου.
-Ξυπνάτε κορίτσια ,πρόσταζαν οι μανάδες σ´όσα από μόνα τους δεν είχαν νου να ξυπνήσουν έγκαιρα.....οι γειτονοπούλες σηκωθήκανε...θα πάνε πρώτες στη βρύση.....και η έγερση γινόταν με αυτοματισμό και ταχύτητα πολυβόλου ! 
Έπαιρνε η κάθε μια τη στάμνα της και χωρίς μιλιά, εξ´ού και ,,αμίλητο νερό,, τραβούσαν πρόσχαρα για την Ιτιά ή την Πέρα βρύση, ανάλογα με το σε ποια γειτονιά έμενε η κάθε μια, και ήταν αξιοζήλευτη η πειθήνια υποταγή τους στην προσταγή του εθίμου . Παρά το τσουχτερό κρύο και χωρίς γαντάκια τις περισσότερες φορές τα κορίτσια, τα μεγαλύτερα με τη στάμνα στον ώμο, τα μικρότερα απλοί ακόλουθοι διέσχιζαν παραπατώντας και τρικλίζοντας καθώς από τη βιασύνη τους να φτάσουν πρώτες παρέσερναν τις βοτσαλόπετρες του δρόμου κι ήταν αυτός ο μοναδικός θόρυβος που ακουγόταν μέσα στο ήρεμο κι αδιατάραχτο γιορταστικό πρωϊνό. Η χαρά τους όταν είχαν την πρωτειά δεν περιγραφόταν ! Το έθιμο έλεγε πως θα ήσαν οι τυχερές της χρονιάς στον υπερθετικό βαθμό , όχι πως οι άλλες δε θα ήσαν , αλλά θα έρχονταν δεύτερες. Θα μου πείτε άμα είσαι τυχερός τι πρώτος τι δεύτερος δεν έχει σημασία . Να όμως που για τις Μοφκιτσάνες είχε !
Το παγωμένο πρωϊνό ροδοκοκκίνιζε τα μάγουλά μας προσθέτοντας στης νιότης μας το κάλος, χώρια από κάποιες περιπτώσεις αδύναμων και ασθενικών κοριτσιών που το μελάνιασμα στα χειροπόδαρά τους και τ´αδύναμα μουτράκια τους ήταν συναφές της ευτυχίας τους.
Μετρούσαμε με τα μάτια και το νου τα κοτσύφια που ξύπναγαν δειλά εκείνη την ώρα κι αναζητούσαν τροφή και τα σπουργίτια ,οι τσίχλες και τ´άλλα ενδημικά του τόπου που κανένα έθιμο δεν τα υποχρέωνε να σιωπήσουν ,άφηναν το απελπισμένο τους τσιούρισμα να διαχέεται καθώς βεβιασμένα έτρεχαν κι αυτά με σπαθωτά φτερουγίσματα προς δόξαν Θεού και ικανοποίηση της κοιλίτσας τους με την εξεύρεση πρωτοχρονιάτικου γεύματος ! Τις περισσότερες φορές ο καιρός ήταν ξάστερος, έτσι ο ορίζοντας διαγραφόταν πεντακάθαρος ίσαμε πέρα τον Κόλυμπο, τα Μισοράχια και τη θάλασσα. Το κρυφογέλιο της Ανατολής προσέδιδε μεγαλοπρέπεια στο όλο εγχείρημα και οι ποικιλόμορφες νεανικές σιλουέτες διαγράφονταν αιθέριες ,σαν πιρουέτες αποκριάτικες ,στο πρωϊνιάτικο εθιμικό ταξίδεμα σε όλο το μήκος του δρόμου . Πολλές ήσαν οι φορές που ξεστράτιζαν τα μικρότερα μα οι μεγαλύτερες με το βλέμμα τις επανέφεραν στην τάξη. Ο δρόμος μόνο μακρύς δεν ήταν κι η βιάση μας τον έκανε ακόμα πιο κοντινό. 
Τα ,,τουράκια,, της βρύσης υποδέχονταν τις πήλινες στάμνες με αφάνταστη χαρά για την τόσο πρωϊνή επίσκεψη και μάλιστα νέων κοριτσιών. Η μεγαλύτερη της συντροφιάς έπλενε τη γούρνα και οι μικρότερες μάζευαν χαλικάκια και βατόφυλλα που τα έπλεναν πολύ καλά στο τρεχούμενο νερό. Έδιναν έτσι οι μεγαλύτερες την ευκαιρία στις μικρότερες να ζεστάνουν τα παγωμένα τους χεράκια στο ζεστό νερό της βρύσης κι εκείνες δεν έχαναν την ευκαιρία να πλατσουρίσουν λίγο και να χαχανίσουν στα μουγκά. Όποια όμως τολμούσε να ξεφωνίσει αφοριζόταν και υποχρεωνόταν να επιτρέψει μόνη της χωρίς τη συνοδεία της τύχης! Σαν γέμιζε κι έτρεχε το ολόζεστο βιαστικό νεράκι γέμιζαν τις στάμνες, έριχναν μέσα στην κάθε μια από τρία βατόφυλλα και τρία χαλικάκια. Ύστερα έπιναν όλες αμίλητες επίσης από τη γούρνα κι έκανε τη δική της προσωπική ευχή η κάθε μια.Με μια πετσέτα στον ώμο για εύλογο λόγο φορτώνονταν και τη ,,βήκα ,, και η επιστροφή της ευλογίας μαζί με τη συνοδό τύχη ήταν γρήγορη παρά το φόρτο .
Στο δρόμο συναντιόμαστε με άλλες ομάδες ή άλλες νοικοκυροπούλες μα μόνο οι σιλουέτες μας καλημερίζονταν κι εύχονταν με τον αέρα κι όχι με το στόμα . Το στριφοχείλιασμα της ζήλιας τους ,σαν δεν απαγορευόταν αυτό ,διαφαινόταν απροσποίητα στα πρόσωπά τους, αλλά τι πείραζε; Το έθιμο όλους μας κάλυπτε ! Τα σταυροδρόμια του χωρισμού έστελναν την κάθε ομήγυρη στο δικό της προορισμό γιατί πολλοί ήσαν εκείνοι που καρτερούσαν στα σπίτια το πολύτιμο τυχερό νερό . Έπιναν και εύχονταν !Ράντιζαν το σπίτι και σκορπούσαν τα χαλίκια στις γωνίες του για πλούτο και ευτυχία και τα βατόφυλλα επίσης για το κακό το μάτι ! Τότε άνοιγαν και τα στόματα και τα γέλια και τα χαχανίσματα έδιναν κι έπαιρναν ! Οι εξιστορήσεις της διαδρομής επίσης. Ο πηγαιμός στην εκκλησιά ολοκλήρωνε το τελετουργικό της ευτυχίας και οι ευχές ανάμεσα στους χωριανούς αγνές και εγκάρδιες μαζί με τον καλομαγειρεμένο κόκκορα ή το χοιρινό που επί τούτου σφαζόταν τα Χριστούγεννα κι όχι τις απόκριές από τους περισσότερους ολοκληρώνονταν το τελετουργικό της πρωτοχτονιάτικης ημέρας του καινούργιου χρόνου !
Και του χρόνου με υγεία ! Κι αν το χωριό ερήμωσε σχεδόν κι αν τα έθιμα δεν τηρούνται πλέον ολοκληρωτικά τουλάχιστον ,παραμένουν μέσα στη θύμηση των παλιότερων και τα καταγράφουμε για να τα μαθαίνουν οι νεότεροι !
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ σε όλους, Μοφκιτσάνους και μη , με υγεία, χαρά και προκοπή !


Β) ΤΟ ΠΟΔΑΡΙΚΟ, Ο ΑΝΑΡΑΧΟΣ Κ. Τ. Λ.

Την πρωτοχρονιά εκτός από το αμίλητο νερό στη Μοφκίτσα τηρούνταν με φοβική ευλάβεια το έθιμο του ποδαρικού, μη σας πω ότι ακόμα και σήμερα τηρείται ειδικά από τους ανθρώπους της γενιάς μου που είμαστε μπολιασμένοι μ´αυτό .
Στ´αυτιά μου αντηχεί ακόμα η φωνή της νόνας και της μάνας μου που συζητούσαν για το ποιος θα μπει στο σπίτι μας πρώτος τέτοια μέρα , που έπρεπε νά ´ναι καλός και αγνός, αγαθός άνθρωπος για να κάνει καλό ποδαρικό.
- Έχει καλόν ,,ανάραχο,, ο Θαράπης ζάβαλε, στείλε το παιδί να τον φωνάξει να μας κάνει καλό ποδαρικό !
Ποτέ δε ήξεραν να μας εξηγήσουν τι σημαίνει ανάραχος κι όπου έψαξα πουθενά δε βρήκα ούτε τη λέξη ούτε τη σημασία της ! Από τα συμφραζόμενα μονάχα καταλαβαίναμε ότι πρόκειται για άνθρωπο με καλή ενέργεια , καλόβολο και άκακο.
Όταν λοιπόν γυρίζαμε σπίτι μας από την Πρωτοχρονιάτικη λειτουργία της εκκλησίας μάς επιβαλλόταν να μπούμε με το δεξί πόδι στο σπίτι ,για να έρχονται όλα δεξιά !
Μεγάλη σημασία όμως έδιναν στον άνθρωπο που θα έκανε το ποδαρικό , όπως και στο ποιον θα έβλεπαν πρώτα- πρώτα με το που θα έβγαιναν στην αυλή και θα κοίταζαν γύρω. Αν ήταν καλός είχε καλώς, αν ήταν στριμμένος και αντιπαθητικός πέφτανε στα μαύρα πανιά ότι η χρονιά δε θα τους πήγαινε καλά ! Ένα είδος προκατάληψης φυσικά που όμως τότε είχε την επιρροή του ή γιατί όχι ακόμα και σήμερα; Το άγνωστο φόβιζε ανέκαθεν τον άνθρωπο και το ξεκίνημα του καινούργιου χρόνου δε γινόταν παρά να λογαριάζει με προσοχή τα βήματά του για το ποιος θα μπει στο σπίτι του και τι είδους ενέργεια θα σκορπίσει σ´αυτό !
Αν έβλεπαν να περνά κάποιος με καλό ποδαρικό στο δρόμο ,τον φώναζαν ,τον εύχονταν καλή χρονιά και τον καλούσαν στο σπίτι για να τους κάμει ποδαρικό!
-Κόπιασε, του έλεγαν , να φας ένα γλυκό για το καλό του χρόνου και να μας κάνεις ποδαρικό.
Συχνά άκουγα ν´απευθύνονται οι μεγάλοι στα παιδιά , να τα καλούν και να τα στέλνουν σε συγγενικά σπίτια για να τους κάμουνε ποδαρικό !
Το φίλεμα ήτανε αναγκαίο στον άνθρωπο που καλοπροαίρετα θα έμπαινε στο σπίτι πρωτοχρονιάτικα !
Κάποτε μιλούσαν για μια στριμμένη γυναίκα που επειδή ένιωθε πως είναι ασυμπάθιστη, πήγαινε επίτηδες στα σπίτια κι έκανε κακό ποδαρικό και παρ´ότι κανένας δεν τολμούσε να το ξεστομίσει ,ότι η τάδε μπήκε πρώτη φέτο στο σπίτι μου, έτρεμε ,, το λαγώνι,, τους μην τους εύρει κανένα κακό !
Όποιος είχε ροδιά φύλαγε υποχρεωτικά ένα ψωμωμένο ρόδι και τό ´σπαζε μπροστά στην πόρτα για να γιομίσει το σπίτι και οι ένοικοί του καλοτυχία ! Αυτό όμως το έθιμο δεν ήταν καθολικό στο χωριό μας.
Εννοείται πως η βασιλόπιτα ήταν γενικευμένο έθιμο και το χαρτοπαίγνιο κατ´επιλογήν από τους άντρες καθ´ολοκληρίαν και όχι στα σπίτια ,στο μαγαζί κυρίως ! Πάντως και στα παραγώνια ψευτοπαίζανε καμπόσοι συνήθως μεγαλωμένα παιδιά ,που δεν επιτρεπόταν να πάνε στο μαγαζί .
- Έλα να μου κάνεις ποδαρικό έλεγαν σε όποιον συμπαθούσαν και πίστευαν πως είναι καλός άνθρωπος!
Μία στο χωριό έπιανε τον κατά κοινή ομολογία καλανάραχο και τον καπάρωνε από την προηγούμενη με την παράκληση να έρθει νωρίς στο σπίτι της στην Πρωτοχρονιά για να της κάμει ποδαρικό .
Άλλα έθιμα ήσαν ότι δεν επιτρεπόταν να σκουπίσεις εκείνη τη μέρα ,για να μη διώξεις τον πλούτο από το σπίτι που τόσα είχες κάμει για να τον κρατήσεις μέσα σ´ αυτό !
Δεν επιτρεπόταν ακόμη να δανείσεις αυτή τη μέρα ! Το σκορπίζω τον πλούτο του σπιτιού μου βγάζοντας πράματα τέτοια μέρα έξω από αυτό ήταν δείγμα ανοήτου ανθρώπου !
Κάτι στο οποίο εστίαζαν οι δικοί μας ήταν να μας επιστήσουν την προσοχή στα λόγια και τις πράξεις που θα κάναμε εκείνη την ημέρα ,που θά έπρεπε να είναι υποχρεωτικά καλές γιατί θα μας ακολουθούσαν ίδιες όλη τη χρονιά ! Θες από φόβο μέσα στην αθωότητας τους, θες γιατί εν γνώσει τους ήθελαν να μας εμφυσήσουν κανόνες καλής συμπεριφοράς η παιδαγωγική τους προσέγγιση έπιανε τόπο και εμείς με τη φρονιμάδα μας κατακτούσαμε τους καλούς μας τρόπους και οι γονείς μας έξασφάλιζαν την ησυχία τους !
Όλα όμως είχαν μια μελετημένη σοφία και μια γλυκειά επιρροή πάνω στους κατοίκους !
Χρόνια πολλά και για φέτος κι αν κάποιοι θυμούνται κάτι περισσότερο ας το γράψουν !
Αληθινά περιστατικά και γόνιμα έθιμα θα κρατήσουν ζωντανή στη μνήμη όλων την εικόνα του χωριού μας, ενός χωριού που μεσουράνησε στα προπολεμικά χρόνια και κοντεύει να πέσει στην αφάνεια σήμερα !
Κ. ΜΠ.-Κ.




ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ     


ΑΛΙΜΠΑΡΤΖΑ

Οι σημερινοί σαραντάρηδες και μεγαλύτεροι θυμούνται καλά, ότι οι παλιοί μικροί μας φίλοι, εκείνες τις εποχές, είχαν άλλες συνήθειες στη γειτονιά και άλλα αγαπημένα παιχνίδια. Ένα από αυτά ήταν και η Αλιμπάρτζα.
Παιγνίδι που παίζαμε στο σχολείο από παιδιά. Δυο ομάδες αντίπαλες. Η κάθε ομάδα είχε ως αρχηγείο (σημείο εκκίνησης) τη μάντρα του σχολείου, με τα δυο αρχηγεία να βρίσκονται απέναντι το ένα με το άλλο. Η μάντρα καθώς και ένας μικρός χώρος μπροστά της που οριζόταν από μια ευθεία γραμμή στο έδαφος, λειτουργούσαν  ως προστασία για την κάθε ομάδα, καθώς σε αυτή την περιοχή δεν μπορούσε να συλληφθεί ο παίχτης από τους αντιπάλους του.  Αν ένας παίχτης της αντίπαλης ομάδας  του ακούμπαγε στην μάντρα του σχολείου και έπαιρνε δύναμη και που τη φύλαγε να μην την ακουμπήσει κάποιος αντίπαλος. Η κάθε ομάδα έχει την πλευρά της. Με το μαρς βγαίνουν και οι δυο ομάδες και κυνηγιούνται. Για να ξεκουραστεί  κάποιος που έτρεξε πολύ γυρίζει και ακουμπάει στην μάντρα και μένει εκεί πίσω από την γραμμή που έχει τραβηχτεί σε μια μικρή απόσταση μπρος ώστε να χωρούν όλοι οι παίχτες της ομάδας. Εκεί λοιπόν ξεκουράζεται, παίρνει νέα δύναμη και ξαναβγαίνει στο κυνηγητό. Όταν κάποιος πιανόταν από την αντίπαλη ομάδα καθόταν αιχμάλωτος σε κοντινό σημείο από το σημείο εκκίνησης της αντίπαλης ομάδας και έπρεπε να τον αγγίξει κάποιος από την ομάδα του για να απελευθερωθεί. Ωστόσο ο απελευθερωτής αυτός θα έπρεπε να προσέχει τους αντίπαλους κυνηγούς για να μην βρεθεί στην ίδια θέση με τον «αιχμαλωτισμένο» συμπαίκτη του.  Κέρδιζε η ομάδα που οι παίχτες της θα πιαστούν από τους αντιπάλους.