Απόψεις/Αρθρογραφία



 Σήμερα σας καλωσορίζω στο blog  με ένα όμορφο λογοτεχνικό κείμενο (βιβλίο) της Κατερίνας Μπαχάρη Κουτσουνά σε συνέχειες, με όμορφη δομή και αφήγηση,  με μοναδική ντοπιολαλιά,  μέσα από δικά της βιώματα αλλά και δικά μας! Παρουσιάζει ένα όμορφο πολιτιστικό κομμάτι  ζωής, με πανέμορφες εικόνες από εκείνη την εποχή, που μπορούμε να τις φέρουμε μπροστά μας σήμερα πολλοί από μας που τις έχουμε ζήσει. Ένα όμορφο λογοτέχνημα, που αξίζει όλοι να διαβάσουμε! Ευχαριστούμε Κατερίνα!
                                  Μάνθος Κατσάμπουλας
***********************

"ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΘΟ"

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

   "Η ΝΟΝΑ"
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

 Το 1875 ένα αστέρι στο στερέωμα σηματοδότησε την ύπαρξη μιας νέας ζωής σ´εκείνο το ευλογημένο από τη φύση βουνό, που μοσκοβόλαγε θεϊκή παρουσία, αφού το φυτό που σκέπαζε καθ´ολοκληρίαν τον ξερακιανό πετρότοπο τo ´χανε βαφτισμένο ,,της αθανασίας,,! Στην πιο όμορφη απόχρωση του γκριζοπράσινου με το βελούδινο φουστάνι του και τα μωβ-ροζ λουλουδάκια του, αλλά και με τα σβωλάκια που ο κόσμος τά ´λεγε τότε, το ίδιο τα λέει και τώρα, φασκόμηλα, καρπούς της φασκομηλιάς δηλαδή, πράμα που δεν ισχύει, αφού αυτά είναι εξογκώματα από τα τσιμπήματα εντόμων του γένους Aulax, κάτι αντίστοιχο με τα ,,κικίδια,, των πουρναριών, σύμφωνα με εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες, δεσπόζει ακόμα και σήμερα σφιχταγκαλιάζοντας το βουνό και πνίγοντάς το στο θεϊκό ιδιαίτερο άρωμα που χάριζε και χαρίζει μακροζωΐα στους κατοίκους, που σε καθημερινή βάση εισπνέουν το μοσκοβολημένο αέρα του! Συχνά μάζευαν αυτά τα μήλα τα κορίτσια, μπόλικα- μπόλικα, χούφτες ολόγιομες και τα σκόρπαγε η μάνα τους στα λιγοστά συρτάρια και στα μπαούλα διπλωμένα σε καθαρά άσπρα πανάκια για ν´αρωμα τίζουν τους χώρους και τα σκουτιά τους. Συχνά-πυκνά πέταγαν και μέσα στις τσέπες των μάλλινων, αν και πιότερο γι αυτό χρησιμοποιούσαν τα δαφνόφυλλα.

Στη Μουντρά (=βρύση που ρέει), χωριό, που φιλεί τα πόδια του μοσκοβολημένου βουνού, γεννήθηκε από σπόρο που βάσταγε από τους ιστορικούς Τζαβελαίους ένα φεγγαροπρόσωπο κοριτσάκι ανάμεσα σε δυο άλλα μεγαλύτερα και δύο αγόρια επίσης!
Ο Παναγιώτης, ο Νικολός, η Τριαντάφυλλη, η Ελισάβετη και η Κατερίνη ήσαντε τα στολίδια των τσοπαναραίων Θανάση και Γιωργίτσα. Τον περισσότερο καιρό τον έβγαζαν στο βουνό στα γαλάρια. Εκεί η μικρούλα Κατερίνη με τα επιδέξια ξυπόλυτα ποδαράκια της , πότε για να μαζέψει αφάνες και χάχαλα για το προσάναμμα της φωτιάς που θά ´βραζαν το γάλα στο λεβέτι, πότε γιατί έτσι μέσα στην ανεμελιά της παιδικότητάς της την έκραζε το βουνό να του κρατήσει συντροφιά με της αγνότητάς της τη λαμπράδα και της νιότης της την ομορφάδα, εκείνη απολάμβανε καβαλικεύοντας τις ασφάκες και τις μικρές φασκομηλιές κι εκείνο χαμογέλαγε καθώς ροδοκοκκίνιζαν από το ,,χορομπουλητό,, τα μήλα του προσώπου της σε μια αρμονική συνύπαρξη ανεμελιάς αυτονόητης που έτρεφε νιάτα και μάζευε χρόνους. Άλλοτε κυνηγούσε τις μέλισσες και τις πεταλούδες που έβρισκαν αραξοβόλι προσερινό ή μόνιμο στα λουλούδια της φασκομηλιάς και το μακρύ φουστάνι της μπερδευότανε στα ξερόκλαδα και σκίζουνταν τόσο που κρόσια κρέμουνταν τρογύρω, μα τι την ένοιαζε; Κανένας δε θα τηνε μάλωνε, μήτε η μάνα της, μήτε ο κύρης της, μάιδε και το βουνό που το φχαριστιώτανε κιόλας ,γιατί φαίνονταν τα φυσικά της κάλλη και η φύση τίποτα δεν κρύβει, αφήνει γυμνή την αλήθεια της να φαίνεται και να διδάσκει, άσε που ο άνθρωπος καταραμένος είναι να κουκουλώνεται και να κουκουλώνει και τις πομπές του, έτσι έλεγε τις αμαρτίες η γριά νόνα της. Η μικρά με το ξεροκόμματο στο χέρι ή και θεονήστικη πολλές φορές και συχνά το μικρούλι απαίδευτο τσοπανόσκυλο να την ακλουθάει, ξεχνιόταν στον επίγειο παράδεισό της ανάμεσα σε μυρουδιές, χρώματα, πουλιά και ζουζουνόκοσμο ,ξεμοναχιαζόταν κι ανάντευε πέρα τ´άλλα βουνά κατά την Ανατολή και τους κάμπους κάτω και η ματιά της αγκάλιαζε ως και τη θάλασσα και νόμιζε μάλιστα πώς δεν απέχει και πολύ από τα πόδια της και δεν ήσαν λίγες οι φορές που την παραπλάναγε η επιθυμία της κι έσκυβε τάχατες ν´αγγίξει τον αφρό της και να βουτήξει τα πληγιασμένα από τις αφάνες και τα ξερόκλαδα πόδια της στο αρμυρό νερό. Ήτανε η έφεση του ανθρώπου να θέλει να ταυτίζεται με το υγρό στοιχείο ,όσο και με το γήινο, ήτανε απλά μια φαντασιωτική πεθυμιά του μικρού παιδιού , που καλά-καλά δε γνώριζε τι ήταν αυτό το γαλανό που αντίκρυζε από τ´αγνάντιο ,παρ´εκτός κι αν σε λογική απορία της κάποιος τρανύτερος της είπε πως ετούτο το θεριό το λέγανε θάλασσα κι άιντε να καταλάβει η βαϊζούλα γιατί ήτανε γαλανή σα να της είχανε στάξει μέσα της τόνους λουλάκι ,σαν εκείνο που σπάνια η μάνα της χρημοποίγαγε για τ´ασπρόρουχά της ή της το χάρισε ο ουρανός το χρώμα ή ξέρω ´γω τι άλλο μπορούσε να βάλει με το νου της η μικρούλα αφέντρα του βουνού, αφού ποτέ της δεν είχε ιδεί να είναι γαλάζια τα νερά της Βρασίτσας ,που τά´ξερε από κοντά και που τρέχανε παγωμένα και πολλές φορές, όταν επηγαίνανε με τη μάνα της και ποτέ μοναχή της, την είχανε βλέπετε φοβισμένη με τις νεράιδες καθώς δεκάδες περιστατικά μολογάγανε οι τρανύτεροι κι οργώνανε τη σκέψη της φυτεύοντας τις δικές τους δοξασίες κατά πώς κι
αυτουνώνε άλλοι τους τις είχανε φυτεμένο. Όσο για την ,,κατουρλόβρυση ,, του χωριού που ίσα που έρρεε και οι νοικοκυράδες κάνανε ώρες να γιομίσουνε μια βήκα ήτανε όμως και χαρά τους να συναντιώνται εκεί και να λένε τα δικά τους κι είχανε τούτο το δικαίωμα και το δικιολογιό ότι η βρύση είχε ,,μπασιά,, ,κόσμο δηλαδή πολύ κι αφού γνωστό ήτανε τούτο σε κανένα δεν είχανε λόγο να δώκουνε για το αργοπόρι τους, άσπρο, διάφανο ήτανε και του λόγου του κι όχι γαλανό. Συχνά-πυκνά , όταν οι γυναίκες είχανε αναγκαία δουλειά ,στέλνανε τα κορίτσια στη βρύση για το γέμο μιας μικρούλας στάμνας,που να ´τανε στα μέτρα τους, αν και συχνά δυσανάλογες στάμνες με τα μικρά κορμάκια έβλεπες να φιγουράρουν κι έγερναν τα κορμάκια σαν να τά ´χε φυσήξει δυνατός αγέρας και μάλιστα τόσο πολύ που από το γέρμα το λεύτερο χεράκι ακούμπαγε στο χώμα . Οι έξυπνες μανάδες όμως,όπως της Κατερίνης στέλνανε δυο-δυο τα κοριτσάκια και με στάμνα πούχε δυο χερούλια κι έτσι ισορροπούσε το βάρος της μεγάλης στάμνας και τα κορίτσια κράταγαν τη λυγεράδα του κορμιού τους, ενώ η Ρηνιώ, της Φώταινας από την πέρα ρούγα ,που κουβάλαγε νερό πολλές βολές την ημέρα και που δεν είχε αδερφή ούτε και φιλενάδα,είχε στραβώσει η ραχοκοκκαλιά της άμοιρης κι εκεί που ούλοι λέγανε δε θά ´βρισκε γαμπρό ,τον καλύτερό της επήρε ! Συχνά ,,ρουκουλάγανε,, τα κορίτσια στην αμμουδερή κατηφόρα μαζί με τη στάμνα παίζοντας και διασκεδάζοντας και μια από τις πολλές φορές αλλεπάλληλων επιτυχιών κουτρουβαλιαστήκανε μαζί με τη στάμνα και το λογοδόσιμο ήτανε πιο σκληρό κι από τις γραντζουνιές τους, γιατί άιντε και δεν ήτανε το έξοδο βαρύ ,ποιος πήγαινε όμως στη Ζούρτσα, έτσι στην πιλάλα μ´αγοράσει καινούργια στάμνα; Τέλος πάντων , βολεύτηκαν με τη βαρέλα ,αλλά η τιμωρία τους ήτανε να κουβαλούν ολημερίς νεράκι από τον Αγιάννη κι ας τους έπεφτε μακριά . Να ,,το δέσουνε κόμπο,, ετούτο τους είπε η μάνα τους κι εσιώπησε και ´κείνες ήξεραν πως την επόμενη φορά που θα έσπαγαν βήκα, θα έσπαζαν και τα παΐδια τους μαζί . Αλλάζουν όμως τα παιδιά; Σ´ούλες τις εποχές ίδια δεν είναι; Και γιατί ν´αλλάξουν δηλαδή; Αλλάζει κανείς τη φύση του; Χαζός δε θά ´ναι όποιος το κάνει ετούτο με τη θέλησή του; Κι άλλη στάμνα εσπάσανε κι άλλες απειλές εισπράξανε μα τίποτα δεν άλλαξε. Τα παιδιά είναι πάντα παιδιά ! Σα να τους άρεσε κιόλας η τιμωρία να πηγαίνουν στον Αγιάννη να κουβαλούν από ´κει το νερό κι ας ήτανε μακριούτσικα. Είχανε την ευκαιρία να πλατσουρίζουν ανέμελα και να ξεδίνουν κι έτσι δεν είχαν την ανάγκη να το κάμουνε τούτο στο δρόμο, άσε που τώρα δε μπορούσαν γιατί είχανε ανηφόρα.
Τυχερές πάντως όσες μένανε κοντά στην εκκλησούλα του Αγιάννη, οι κατωτουγιώτισσες, που το νερό στη βρύση εκείνη ήτανε κάνταλος και μπόλικο και δροσερό και όσο νά ´λεγες κύμινο γιόμιζε η στάμνα και η βαρέλα και ήσαντε και πιο παστρικές εκείνες οι νοικοκυράδες , γιατί δε λέγανε το νερό, νεράκι σαν τις πανωρουγιώτισσες.
Η Κατερίνη και οι αδερφάδες της ήξεραν ν´αλωνίζουν το χωριό και το βουνό και χαρά τρανή τους ήταν να κάνουν και θελήματα, όπως κι όλα τα παιδιά της εποχής τους άλλωστε και όπως και κάθε χωριανός έπαιρνε αυτοβούλως το δικαίωμα να γυρέψει αυτή τη χάρη και να μαλώσει τ´αλλουνού το παιδί και να το παρατηρήσει και να το βρίσει κιόλας, αν ήτανε πολύ άξεστος. Οι μικροί όφειλαν σε μια μικρή κοινωνία εκείνο τον καιρό να τα φορτώνονται όλα τούτα αγόγγυστα κι αν κάποια τόλμαγαν να το ειπούν στους γονιούς τους τ´άκουγαν κι από κείνους, ότι ,,τάχαμας,, δεν ήσαντε καλά παιδιά γι αυτό και τους εμιλήσανε οι άλλοι ,,τουτριόπως,, και τα παιδιά ,,κάθουνταν στ´αυγά τους,, αποδεχόμενα τη μοίρα τους, αλλά σιγά να μην τό ´παιρναν κατάκαρδα ! Αν ήταν έτσι, θά ´χαν γιομίσει ψυχικά άρρωστους τα χωριά τρογύρω!
Όσα λόγια κι όσο ξύλο κι όσο μάλωμα ας ήθελαν να τους έκαναν οι μεγάλοι, δικοί και ξένοι των παιδιών, εκείνα είχανε το αντίδοτό τους κι ήτανε τούτο η λευτεριά τους, το παιγνίδι τους κι ο καθαρός αγέρας!
Η Κατερίνη και η Τριανάφυλλη ήτανε τσαούσες, δεν το πολυσηκώνανε ετούτο το ρεζιλίκι, όχι γιατί ήσαντε πιο έξυπνες από τ´άλλα παιδιά, γιατί ούλα τους έξυπνα ήσαντε, αλλά γιατί το είχανε στο αίμα τους, είχανε το επαναστατικό των Τζαβελαίων φαίνεσται κι είχανε τον τρόπο πολλές φορές ν´αρνιούνται έξυπνα κι άλλες πάλι ,,μπηχτά,, αντιμίλαγαν, χωρίς να πολυλογαριάζουν τι θα γινότανε στερνά. Τι θα γινότανε δηλαδή; Το πολύ-πολύ να λέγανε οι θιγμένοι από τη συμπεριφορά τους : Άκου τα παλιοκόριτσα τι γλώσσα μας έβγαλαν! Έπαιζε και τ´ότι είχανε προστάτες αδερφούς! Το αίμα όμως ήταν εκείνο που μίλαγε, το αίμα!

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Στη Βρασίτσα με τις νεράϊδες!

Το αίμα μίλαγε στην Κατερίνη και την Τριαντάφυλλη και το επαναστατικό τους ανάδρασε μια ημέρα που τ´αγόρια και οι γονέοι έλειπαν για εδικούς τους λόγους από το σπίτι. Σαν τα κορίτσια μείνανε μοναχά τους, παιδούλες γιομάτες απορίες που δεν τις εξήγαγαν οι μεγάλοι ,σαν δε ρώταγαν εύκολα και τα παιδιά από φόβο μην τ´αποπάρουν, πήραν με το μέρος τους και τις άλλες δυο αλαφροΐσκιωτες αδερφάδες τους και σχέδιασαν απόδραση στα κρυφά καταμεσήμερο, γιατί ήθελαν να διαπιστώσουν με τα ίδια τους τα μάτια αν αλήθευε αυτό που λέγαν οι μεγάλοι στις ιστορίες τους ,ότι τα μεσημέρια και τις νύχτες βγαίνανε στη Βρασίτσα οι νεράιδες και συνεπαίρνανε τον κόσμο! Και σαν τα παιδιά τίποτα δε φοβούνται ,εύκολο ήτανε να λύσουν μοναχά τους τις απορίες τους. Η Βρασίτσα ήταν μια όμορφη τοποθεσία που κουβάλαγε τα νερά των γύρω δασωμένων βουνών και από δεξιά κι αριστερά ορθώνονταν πανύψηλα πλατάνια, που δίπλα τους ανάβλυζαν ολόδροσες πεντακάθαρες πηγές ,που ξεδίψαγαν τους περαστικούς ,τους διψασμένους και τα ζωντανά και για να είμαστε ειλικρινείς πολλοί απόφευγαν να περάσουν από ´κει μεσάνυχτα και ντάλα μεσημέρι ,γιατί πολλά κουβεντιάζονταν στις συντροφιές για νεράϊδες και ο φόβος φώλιαζε μέσα τους αποτρέποντας την ικανοποίηση της δικής τους περιέργειας.

Τα κορίτσια όμως, όσο πιο μικρά τόσο πιο ατρόμητα και δυνατά , όταν ο κόσμος μαζεύτηκε στα σπίτια του να ξαποστάσει , πήρανε δυο βήκες για καμουφλάζ ,τάχα ότι πήγαιναν στη κατουρλόβρυση για νερό , τις έκρυψαν καλά στους γύρω θάμνους και αμίλητες τραβήξανε το χωματόδρομο με τις κοφτές καλντεριμόπετρες και το αμμουδερό υπόστρωμα κατά διαστήματα κι όταν διαβήκανε τη στροφή που άφηνε ξωπίσω τους το χωριό ξαμολήθηκε η γλώσσα τους και μπιρμπίλιζαν τα λόγια τους στην παιχνιδιάρικη διάθεσή τους και ταξίδευε η σκέψη τους στ´όνειρο ,που είχαν πλέξει για χάρη της άθελά τους οι μεγάλοι στις κουβέντες τους.
Στη Βρασίτσα δεν πήγαιναν πρώτη φορά τα κορίτσια. Είχανε διασχίσει αρκετές φορές το μονοπάτι που οδηγούσε σ´αυτήν,κι είχανε θαυμάσει τη θαμνώδη βουνοπλαγιά ,αλλά με τη μάνα τους μαζί και τον πατέρα τους. Άκουγαν ξέμακρα το βουητό του ορμητικού χείμμαρου το νερό κελαρυστό και να κυλάει κι έβλεπαν από μακριά τα θεόρατα πλατάνια να στέκουν λυγερόκορμα και περήφανα έτοιμα να προσφέρουν τη δροσιά τους σ´όποιον τη γύρευε. Πάντοτε η μάνα τους όταν φτάνανε εκεί τραγούδαγε ένα Ηπειρώτικο τραγούδι που της άρεσε και της ταίριαζε γιατί είχε στο σόϊ της τ´όνομα και το είχε μάθει ούλο απ´όξω από μια νύφη Ηπειρώτισσα που η μοίρα της την έβγαλε την άμοιρη σε τούτα τ´άγονα μέρη και κατά πώς ελέγανε στο χωριό την εκυνήγαγε τη δόλια η φασολάδα και σκάγανε στα γέλια ! Ακόμα και μπροστά της το λέγανε και δεν παραξηγιότανε στάλα η Κοντύλω ! Η μάνα τους λοιπόν άρχιζε με τη μπάσα προς γλυκειά μελωδική φωνή της και τα πλατάνια υποκλίνονταν, αφήνουν τας τους κλώνους τους να κατεβαίνουν χαμηλά και μ´αγηίζουν τη μάνα τους στους ώμους ! Εκείνη κολακευόταν και γλύκαινε όλο και πιο πολύ τη φωνή της και τραγούδαγε και ζήλευε κι ο άντρας της ακόμα ,που εκείνος δε μπόρηγε να βγάλει νότα ίσια. Καμάρωνε παρ´όλα τούτα : 
"Κάτω στα δασιά πλατάνια, στην κρυόβρυση, Διαμαντούλα μ´, στην κρυόβρυση"…! Κι σντηλαλούσαν τα βουνά και τα λαγκάδια!
Ποτέ δεν τους είχανε ακούσει όμως αυτούς να λένε μπροστά τους τίποτα για νεράιδες και αφού οι άλλοι λέγανε, δεν καταλάβαιναν γιατί εκείνοι τους το έκρυβαν. 
-Καλά σκεφτόταν από μέσα της η Κατερίνη θα το μάθουμε όπου νά ´ναι και βιάσανε το βήμα τους. Η πανέμορφη τοποθεσία δεν ήτανε μακριά από το χωριό. Ήτανε όμως σίγουρα μακριά για ολομόναχα παιδιά και μάλιστα κορίτσια που εκείνο τον καιρό τα θεωρούσαν αδύναμα να παίρνουν αποφάσεις ,αλλά δυνατά για να τους αναθέτουν σκληρές δουλειές.
Τις έκραξε το νερό με το κελάηδημά του, τις χάιδεψε το αεράκι με τη δροσιά του τις όμορφες , πρόθυμες και ανυπόμονες παιδούλες κι οι νεράιδες ,σαν άκουσαν να πλησιάζει η χαρούμενη συντροφιά ,βιάστηκαν να στολιστούν και να βγούν μια ώρα γρηγορότερα για να πλανέψουν την απρόσμενη λεία τους. Έφτιαξαν τον μανιταρόκυκλό τους στο ξέφωτο, φόρεσαν τα κάτασπρα φουστάνια τους , δοκίμασαν τις γαργαλιστές φωνές τους και κρύφτηκαν ανάμεσα στα πολύβουα πλατάνια και καρτερούσαν ανυπόμονα!
Τα κορίτσια όρμησαν στα νερά , πλατσούρισαν με την ψυχή τους, έτσι κι αλλιώς ξυπόλυτα ήσαντε μέρα της Άνοιξης παναίρια ,συνηθισμένα σε φυσικές κακουχίες και μα την αλήθεια τη γύρευαν ετούτη την κακουχία, την έκραζαν όπως τις έκραζε κι εκείνη . Έτοιμες ήτανε να ,,μπουχιστούνε ,, κιόλας μα φυλάχτηκαν για να μη δώκουν ευκαιρία για σχόλια αν τυχόν συναντούσαν κανέναν στην επιστροφή, αλλά και για να μη ,,πουντιάσουν,, ήταν το μόνο πράγμα που άκουγαν από τη μάνα τους όταν πήγαιναν εκεί και το μόνο που κράτησαν και κείνη την ημέρα κι έκαμαν υπομονή για το Καλοκαίρι !Γιατί εδώ που τα λέμε αθέτισαν όλες τις ορμήνιες της να παραμείνουν φρόνιμες κι αγαπημένες και να μη ξεμακρύνουν από το σπίτι ,αλλά να παραμείνουν εκεί να το φροντίζουν και να το φυλάνε. Ποιός παιδικός νους άκουγε σε τέτοιες ορμήνιες όταν η ψυχή είχε σηκώσει μπαϊράκι; Τίποτα δεν τους κόστισε να κρύψουν το κλειδί στην κρυφή καθορισμένη θέση και να το σκάσουν μέρα μεσημέρι και μέσα στην καλή χαρά για του κεφιού τους τη χάρη και για της απορίας τους τη λύση .
Περιορίστηκαν λοιπόν στα απαραίτητα και σκέφτηκαν πως αρκετά μεγάλη ήταν η κουτουράδα που αποτόλμησαν μεσημεριάτικα !
Τα χάχανά τους ακούστηκαν στην απέναντι μεριά ,στην άπλα του Αηγιώργη της Μοφκίτσας ,όπου είχε βγάλει κι έβοσκε τα γιδοπρόβατά του ο μπάρμπα -Σπύρος και χαρά του έκανε μεγάλη που άκουγε παιδικές κοριτσίστικες φωνές, νεράιδες όμοιες σκέφτηκε ο τσοπάνης. Δεν έδωκε ιδιαίτερη σημασία , πολλές φορές τους είχε ακούσει και τους είχε ιδεί παρέα με τους γονιούς τους και αρκέστηκε κι αυτός στην απόλαυση της χαχανιστής μεσημεριάτικης συναυλίας. Και σαν ήτανε μια αληθινά ανοιξιάτικη μέρα, τράβηξε το τράστο του σιμά του, έβγαλε από μέσα το ψωμοτύρι του και δυο-τρεις ελιές , έφερε στο στόμα του την ξύλινη τσότρα του,ήπιε λαίμαργα μπόλικο νερό, ανάσανε φχαριστημένα, σφούγγισε με την ανάστροφη της παλάμης του τα μουστάκια του κι επιδόθηκε με μανία στο ψωμοτύρι του ! Στερνά ακούμπησε καθιστός στον κορμό μιας γέρικης ελιάς, σκεπάστηκε με την κάπα του που καλού-κακού την έσερνε ακόμα μαζί του κι άρπαξε έναν ωραίο ύπνο μα το μυαλό του κατέγραφε όλα τ´ακούσματα γύρω του, όλα, όπως και των κοριτσιών τα χάχανα και τα ψευτομαλώματα μεταξύ τους, αλλά και τους ήχους των πουλιών και τα τροκάνια των άλλων κοπαδιών κι όποιων περαστικών τα σουρσίματα και τις κουβέντες.
Τα κορίτσια μάταια περίμεναν να ιδούν νεράιδες στην όμορφη Βρασίτσα, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους , είπανε μας κοροϊδεύουν οι μεγάλοι για να μην ερχόμαστε μοναχοί μας ως εδώ κι αποφάσισαν να πισωγυρίσουν στο χωριό και στο σπίτι τους, απουσία να μη δώσουν σε κανέναν και να πάρουν και το μπράβο της ...φρονιμάδα τους, όταν θα γύριζαν και οι άλλοι στο σπίτι .
-Κινάτε ,είπε η Κατερίνη, έρχουμαι κι εγώ, να πάω εδώ δίπλα ,, προς νερού μου,, !
Τα κορίτσια κόντευαν ν´αφήσουν την πρώτη στροφή ,όταν μια φωνή , η φωνή της αδερφής τους τις καλούσε να γυρίσουν πίσω για να ιδούνε κι αυτές τη νεραϊδούλα της που την είδε κατατρομαγμένη στο ξεμονάχιασμά της .Μια νεραϊδούλα αληθινή ή του νου της κατασκεύασμα ; Ήταν όμως μια νεραϊδούλα κι έβαλε τις φωνές ! Μάλλον φοβήθηκε πολύ κι όχι λίγο η Κατερίνη, γιατί της ήρθε ξαφνικό . Απάνου που το είχε ξεχάσει και είχε αποθηκεύσει στο νου της πως νεράιδες δεν υπάρχουν στη Βρασίτσα, όλα ανατράπηκαν σε μια στιγμούλα μόνο και ´κει που φρόντισε να μη βραχεί με το μπουγέλωμα παίζοντας με τις αδερφάδες της ,ένιωσε να βρέχεται το ρούχο της από τον ίδιο τον ατό της που δε μπόρεσε η δόλια να συγκρατηθεί μα ούτε και να προλάβει ν´αδειάσει μπόρεσε κι από το φόβο της έπαθε το χειρότερο! 
Οι φωνές της ξύπνησαν τον τσοπάνη απέναντι και έτρεξε προς τα ´κει να ιδεί τι συμβαίνει ! Πρόλαβαν οι αδερφές της που πισωγύρισαν τρομαγμένες και δαύτες και παρά τον τρόμο της και το μουσκεμένο είναι της....
-Τηράτε εκεί μωρή, τηράτε ! Φεύγει η νεραϊδούλα μου ! Την πρόγγιξα η χαζή ! Δε θα ματάρθει !
-Εσύ δε θα ματάρθεις από δω μέρα μεσημέρι, που ,,ξεφταλάγιασες ,,και μας και ξεμυαλιστήκαμε μαζί σου, της είπε η Τριαντάφυλλη ,που είχε κι εκείνη επιβάλλον, και την τράβηξε βίαια στο δρόμο της επιστροφής .
-Ε! Ποιος είναι ´κει; Χρειάζεστε κάτι, φώναξε ο βοσκός ! Μα σαν απόκριση δεν πήρε,  θεώρησε πως από μάλωμα θά ´τανε των δικών τους και πισωγύρισε στον ύπνο του!
Τα πόδια τους βαράγανε στο σβέρκο τους των κοριτσιών από το φόβο τους ,γιατί νομίζανε ότι τις έχουν πάρει κατά πόδι οι νεράϊδες της Βρασίτσας ! Δεν ήξεραν τα κορίτσια πως μονάχα οι φόβοι μας μάς ακολουθούν τόσο πιστά που κατασκευάζουν μαζί με το μυαλό μας θεούς και δαίμονες και νεράιδες και πως ακόμα και στ´αλήθεια να υπήρχαν μονάχα ο φόβος τους τις έκανε να παρουσιαστούν και το ξεμονάχιασμά της τις προκάλεσε και παρ´ολίγο ,αν δεν έβαζε τις φωνές, να γινόταν θύμα τους σαν εκείνα που μολόγαγαν οι μεγάλοι στο χωριό ! 
Η γαλήνη επικράτησε βιαστικά στις νεράιδες και στις ψυχές των κοριτσιών και τα δυο μέρη έκλαιγαν την ατυχία τους και οι νεράιδες τουλάχιστον κατάστρωναν σχέδια για άλλους αφελείς ,που θα τους έκαναν δικούς τους κόβοντάς τους τη μιλιά και κάνοντάς τους να σέρνονται αλλοπαρμένοι στους δρόμους , στα βουνά και στα χωράφια ! Και τα κορίτσια που είχαν πιστέψει πώς θα χόρευαν μαζί με τις νεράιδες και θα τραγούδαγαν μαζί και θα είχανε να λένε στ´άλλα κορίτσια του χωριού για την τρανή τους τύχη ,νά ´χουνε να λένε πράματα , που μόνο οι μεγάλοι είχαν ακουστά και λίγοι άτυχοι τό ´παθαν το κακό ,γιατί δεν τους είχανε φερθεί καλά των νεραϊδώνε, έτσι νόμιζαν τα κορίτσια ! 
Αυτές έλεγαν ,προτού το πάθημα της Κατερίνης ,θα τους φερθούν ωραία, θα κουβεντιάσουν μαζί, θα έκαναν τόσα πράματα ,ρε γαμώτο ! Ναι,τους ξέφυγε των αντρώνε η κουβέντα ,αφού λεύτερες ήσαντε και κανένας άνθρωπος δεν τις άκουγε! Ό,τι ήθελαν έλεγαν και ό,τι ήθελαν σκέφτονταν !
Και οι άνθρωποι από τα παθήματά τους βγάζουν συμπεράσματα και αποχτούν τις εμπειρίες της ζωής τους που τις κάνουν ανάλογα με τον ψυχισμό τους άλλοτε παραμύθια άλλοτε πεποιθήσεις κι άλλοτε φόβους !
Η Κατερίνη παρ´ότι φοβήθηκε εκείνη τη στιγμή ποτέ δεν έπαψε να πηγαίνει στην όμορφη Βρασίτσα και δε χόρταινε το νερό της, τους ,,νερομπούρμπουλες,, που ξεπήδαγαν από τα υπόγεια δίπλα ή κάτω από τα πλατάνια, πήδαγε από κοτρώνι σε κοτρώνι και συχνά διακινδύνευε πατώντας πάνω στα σχημαστισμένα μούσκλια ή άλλοτε φρονιμότερο πατώντας πάνω στους ξαπλωμένους κορμούς που τα γεράματά τους ή η περιφρόνια των ανθρώπων τους είχε εγκαταλείψει εκεί και το παιδί ζυγιζόταν μια δεξιά και μια αριστερά σιγομουρμουρίζοντας ή σιγοτραγουδώντας . Άλλοτε πάλι έψαχνε στο βάθος του λόγγου να διακρίνει τη βασίλισσα των βουνών, τη θεά του κυνηγιού , την Άρτεμη και της έβανε στο χέρι ένα φιγουράτο τόξο κι ήτανε ξεμυαλισμένη μαζί της πιότερο κι απ´ότι με τις νεράιδες. Μια φορά μάλιστα κοιτώντας κατά τις Αγραπιδούλες, ένα χωράφι τους γιομάτο γκορτζιές άλλες άγριες κι άλλες κεντρωμένες σε ήμερες που δίνανε συκωτάπιδα, βουτυράπιδα και άλλα διάφορα, τη φαντιάστηκε να τρέχει ξωπίσω από ένα ελάφι, το αγαπημένο της ζώο ,κι ας μην υπήρχαν ελάφια στην περιοχή , παρά μονάχα αγριόχοιροι , λύκοι και τσακάλια και αλεπούδες και λαγοί και την είδε να το προφτάνει στο τρέξιμο και να το κανακεύει τόσο που το κράτησε τούτο το κανάκεμα για τα παιδιά της πολύ αργότερα ,όταν η μοίρα την έκαμε μάνα !
Στο σπίτι όλα τέλεια ! Οι δουλειές γινωμένες, το φαΐ στον τέντζερη, η αυλή σκουπισμένη, λαμπερή , τα κρεβάτια στρωμένα και το τραπέζι επίσης ! Όλα σε μια ιεραρχημένη τάξη και φρονιμάδα , ώστε δίκια πήρανε το μπράβο τους τα κορίτσια ! Μικρά ,αλλά άξια !
Αν ρωτούσες την καρδούλα τους όμως, μονάχα εκείνη γνώριζε και το διαλαλούσε με το γρήγορο χτύπο της, με το αναψοκοκκίνισμα στα αφράτα μάγουλά τους ,που όμως αυτό όλους τους εξεγέλασε ,γιατί ολημερίς καθημερνά τα παιδιά βολοδέρνονταν στις δουλειές και στο παιχνίδι και συνήθως πάντα ήσαν ροδοκόκκινα και τούτο σαν χρώμα της νιότης δεν εκίνα υποψίες. Κάποιες κλεφτές ματιές μεταξύ τους κόντεψαν να τις προδώσουν μα γλήγορα το συνειδητοποίησαν και τις έκοψαν ,,με το μαχαίρι,, έτσι έλεγαν όταν ήθελαν να δηλώσουν το απότομα! 
- Καλό είναι ,είπανε το ταχύ , ν´ακούμε και τις συμβουλές των μεγάλων! Αν όμως το λέγαμε στους γονέους μας, θα μας άφηναν να βλέπαμε τις νεραϊδούλες και την Άρτεμη συμπλήρωσε η Κατερίνη ,που είχε στο νου της το μύθο που κάποιος δάσκαλος από την πόλη πόκανε διακοπές στο χωριό τους τα καλοκαίρια το είχε σφυρίξει τόσο όμορφα που έγινε τραγούδι στ´αυτιά τους και γράφτηκε ανεξίτηλα στην ψυχούλα τους που και τι δε θά´διναν να τον ακούνε πιότερο το δάσκαλο εκείνο . Ήτανε όμως ετούτο δυνατό; Ούτε σκολειό δεν υπήρχε καλά-καλά κι ούτε 
,,τα παιδιά,, τ´αδέρφια της δηλαδή δεν επάαιναν ,που ήσαντε κι άντρες ,θα επααίνανε του λόγου τους, θηλυκά πράμα που δεν τόλμαγαν όχι να το ξεστομίσουν, ούτε να το σκεφτούν ; Ετούτες μοναχά για την προίκα τους έπρεπε να νοιάζουνται κι όταν ο κύρης τους αποφάσιζε να τις έδινε σε κάποιο γαμπρό ,καλό νε κατά την κρίση του για να χτίσουνε δικό τους σπιτικό και ν´αφήκουνε απογόνους !
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκαν γλυκά ούλες μαζί οι αδερφάδες στρωματσάδα, τό ´χανε τόση μεγάλη ανάγκη ,με νανούρισμα το μπράβο της μάνας τους και όνειρο τις νεράιδες και τη βασίλισσα των βουνών !

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Το νεραϊδόνειρο !

Φωλιά του νου, ταξίδι τ´όνειρου !
Αγκαλιασμένες στο σώμα και στο πνεύμα, καθώς τα κορμιά τους κείτονταν στο ίδιο στρώμα και το πνεύμα τους μεταφερόταν από κεφάλι σε κεφάλι, αφού ήσαν αραδιασμένα στην ίδια μακρυνάρα μαξιλάρα, παραγεμισμένη με άχυρο βρώμης ,φασκόμηλο ,θυμάρι και δαφνόφυλλα, έβλεπαν το ίδιο όνειρο, εκείνο που η Κατερίνη είχε σχεδιασμένο και η έντονη σκέψη της με τη δυνατή της δόνηση το αναμετέδιδε και στη σκέψη των αλλωνών κι ήτανε τούτο τ´ όνειρο μαγικό κι ο κόσμος των παιδιών επίσης !
Είχανε τόσο μεγάλη την ανάγκη εκείνο το βράδυ ,κι άλλα πολλά μετά ,να κοιμηθούν σφιχταγκαλιασμένες και να μοιραστούνε το πιο μαγικό όνειρο της ζωής τους !
Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα , στο έντονο τούτο κάλεσμα του νου των κοριτσιών, οι νεράιδες τα επισκέφτηκαν και μετέφεραν τις κοπελούδες στη Βρασίτσα !
Ο κόσμος εκεί τη νύχτα ήταν αλλιώτικος από του μεσημεριού και κανένας δεν ήταν φοβισμένος. Τα κορίτσια έδωσαν άφοβα τα χέρια τους κι έμπλεξαν επιδέξια με τα νεραϊδόχερα που απλώθηκαν για χάρη τους σ´ένα λεπτεπίλεπτο δόσιμο και μπήκαν στον μανιταρένιο νεραϊδόκυκλό τους ,που δεν τον είχανε χαλάσει από το μεσημέρι ,σα να μάντεψαν την ονειρένια πεθυμιά τους,χόρευαν, χόρευαν μαζί τους πλάθοντας όνειρα και παραμύθια . Αργοσάλευαν τα κορμιά στ´όνειρο και που και που το στριφογύρισμά τους σταμάταγε τη σκέψη τ´όνειρου μα μες στο φεγγαρόφωτο δεν άργησε το ίσιο του να ξαναπάρει και τροφή να του δώκει .
Στα ξέφωτα, στα σκοτεινά , παντού νεράιδες και κόρες που ντύθηκαν νεραϊδοφορέματα και σε τίποτα δε διέφεραν από ´κείνες. Για μια στιγμή η Κατερίνη ξέμπλεξε τα χέρια της και στάθηκε στο κέντρο του κύκλου και χόρευε μονάχη της στριφογυρίζοντας με τα χέρια σηκωμένα στον αέρα και το κορμί να λικνίζεται ασύστολα κι ανέμελα και οι αδερφάδες της με τις νεράιδες να της κάνουν τεμενάδες και παρακαλέσματα να μη σταματήσει ποτέ ετούτο το χορό.
Εκείνη την ώρα ήτανε ,και τό ´νιωσε κιόλας, νεραϊδοπαρμένη ! Μα της άρεσε, της άρεσε τόσο πολύ !
Τέτοιο στροβίλισμα δε θυμάται να έκαμε ποτέ πια στη ζωή της . Ό,τι έκαμε έγινε μοναχά στα νεραϊδόνειρά της !
Όταν κάποτε ο χορός σταμάτησε καινούργια έκπληξη περίμενε τα νεραϊδοκόριτσα! Δόθηκε σύνθημα για ξενάγηση στο νεραϊδόκοσμο ! Τι ´ταν και τούτο πάλι; Τα κορίτσια με το αέρινο σώμα τους κοιτάζοντας μαγεύτηκαν από την πολυτέλεια και την ομοιότητα της νεραϊδοκοινωνίας με κείνη των ανθρώπων. Σε μια μεριά ακόμα και νεραϊδόστανες είδανε με βοσκοπούλα μια γριά σοφή νεράιδα ,που ήξερε να κυβερνάει τη στάνη και ν´αρμέγει τα πρόβατα κι ύστερα το μοίραζε σα μάνα στις νεράιδες για να τρανεύουν και να ομορφαίνουν. Μαζί μοίρασε και στα κορίτσια μας από το ίδιο γάλα, γιατί ούτε που πήρε χαμπάρι πώς δεν ήσαντε του κόσμου τους. Τι γάλα όμως ήτανε τούτο; Αλλιώτικο τους φάνηκε από το δικό τους! Ούτε με της μάνας τους έμοιαζε ούτε και με της στάνης τους. Δεν ήξεραν να το προσδιορίσουν . Φυσικό όμως δε ήταν; Αφού ήταν νεραϊδόγαλο ! Γι αυτό και μόνο το λόγο το ήπιαν μονορούφι και θα γύρευαν κι άλλο αν δεν τις έπιανε η ντροπάδα καθώς σα σε φλας μπακ θυμήθηκαν πως εκείνες δεν ήσαντε νεράιδες, αλλά απλές κοπέλες φιλοξενούμενες,έστω και για λίγο μεταμορφωμένες σε αέρινες παρουσίες και πολύ παραξενεύτηκαν που όλα τούτα δεν τά ´βλεπαν την ημέρα στη Βρασίτσα. Πού έκρυβαν στ´αλήθεια την ημέρα τον κόσμο τους οι νεράιδες;
Η κάθε μια τους έπλαθε το παραμύθι στα μέτρα της, αλλά τ´όνειρο ήτανε ίδιο, ίδιο κι όμορφο !
Το άχυροστρωμά τους στρωμένο κατάχαμα και σκεπασμένο με το λεπτό μαλλινομπάμπακο σεντόνι, υφασμένο στον αργαλειό από την ίδια τη μάνα τους, ζέσταινε σώματα κι όνειρο κι έτρεφε με ελπίδες παραμυθένιες τις τρυφερές ψυχούλες. Παιδιά, που τίποτα δε γύρευαν, μονάχα όνειρο !
Παιδιά,που χόρταιναν αγέρα, φύση χόρταιναν και ζωγράφιζαν στη ψυχούλα τους ουρανό με ήλιο και φεγγαράστερα . Και μια φορά με τη γλύκα του νεραϊδόνειρου !
Μια ονειροπαγίδα, δώρο στην κάθε μια από την καλή τους νεράιδα ,τις συντρόφευε στην παιδική ζωή τους κι εκείνες ένιωθαν την ευτυχία της νιότης να πλανιέται. Τους χάρισαν και νεραϊδοστολή και κάθε βράδυ τη φόραγαν αέρινη στα 
όνειρά τους ! Ή στον ξύπνιο τους ζωγραφίζοντας τ´όνειρο στις κουβέντες τους. Το ´διναν στο παραμύθι που έτρεφε τα νεραϊδόνειρά τους κι ύστερα το πλάκωναν με το νεραϊδομαξιλάρι τους και τα ξέθαβαν κάθε νύχτα που είχε φεγγάρι κι άφηναν το σώμα τους και γίνουνταν ελαφρές σαν εκείνες! Σαν ξημέρωνε όμως το ξαναφόραγαν το σώμα τους μα βαρύ δεν τό ´νιωθαν, το είχε αλαφρύνει τ´όνειρο !
Μ´όνειρο και παραμύθι τρέφουνταν ανέκαθεν οι παιδικές ψυχές !

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Παιδικοί αρρεβώνες!

Μπορεί να μην ήσαν και τόσο παιδικοί, εφηβικοί ήσαν , αλλά παιδιά ασχημάτιστα ήσαντε ακόμα και η Κατερίνη και ο Γιώργης όταν αποφάσισαν οι γονέοι τους να τ´αρρεβωνιάσουν !
Η ανεμελιά της παιδικότητας λιγόστευε !
-Δεκατέσσερο ήμουνα ,βαϊζούλα μου, όταν μ´αρρεβωνιάσανε οι δικοί μου! Τσιουπούλα ,που δεν ήξερα ακόμα τον ατό μου !
Η εφηβεία είχε κάνει κράτηση στα κατάστιχα τού είναι της Κατερίνης κι όπου νά ´ταν θα θρονιαζόταν μόνιμα μέσα της !
Ψαχνότανε στην αναστάτωσή της, λιγόστευε τις αναπάντητες σκέψεις της, έκαμνε συγκρίσεις με τα ζωντανά που συνουσιάζονταν ξεδιάντροπα μπροστά της, έτοιμη ήτανε να ρωτήσει τη μάνα της, μήγαρις ήξερε κι εκείνη τι να της πει, μα στο τέλος όλο το ανέβαλε και μήτε με τις αδερφάδες της δεν το κουβέντιασε, παρ´ ´ότι μυριζότανε ότι σε ίδιο αέρα έπνεαν κι εκείνες !
Ήτανε ένα Σαββατόβραδο του 1889 ! Ο Μάρτης στα ξεκινήματά του και τα νεραϊδοόνειρα στις δόξες τους!
Μα ούτε στρώμα ξαπλωμένο, ούτε αδερφαγκαλιές, ούτε ονειροπαγίδες ! Πού θα κοιμίζουνταν τέτοια όνειρα απόψε;
Πουθενά! Το κονάκι συγυρισμένο από νωρίς, αστραφτερό, η ίδια η μάνα το επιμελήθηκε, έφτιαξε μάλιστα και γλυκό, ετοίμασε τη νταμιζάνα με το κρασί και την κανάτα τη γυάλινη δίπλα της, τα γυάλινα ποτήρια, έβαλε και σφαχτό να μαγειρεύεται και διάταξε αγόρια και κορίτσια να φορέσουν τα γιορτινά τους 
Ο Θανάσης, ο πατέρας της, στολίστηκε κι αυτός για ειδική περίσταση μα τα παιδιά δεν ξέρανε το λόγο αυτής της γλυκειάς αναστάτωσης, ούτε και τόλμαγε κανένα να ρωτήσει παρόντος του πατρός!
Το κονάκι δέχτηκε επισκέπτες από το διπλανό χωριό.
Άγνωστοι για την Κατερίνη και για τ´άλλα τα παιδιά, σερνικά και θηλυκά , δεν τους έδινε άλλωστε λογαριασμό κανένας για να ξέρουν ούτε σούρτα - φέρτα είχανε με το χωριό εκείνο κι ας ήταν άλλος τόσος δρόμος μακριά , όσο από τη Μουντρά στη Βρασίτσα . Μοναχά το μπάρμπα Σπύρο γνώριζαν τα παιδιά ,που φύλαγε το κοπάδι του εκεί απέναντι από τη Βρασίτσα , που ήτανε και το φυσικό όριο των δύο χωριών, στον Αη-Γιώργη το Μοφκιτσάνο !
Αναδοσιές είχαν τα κορίτσια και πιότερο η Κατερίνη ,που μυριζότανε ότι για πάρτι της είχανε θρονιαστεί στις καρέκλες τους οι ξένοι επισκέπτες ,μαζί κι ένας συνομήλικός της, ο Γιώργης ! Τώρα πώς το ´ξερε αυτό ,τι να σας πω, διαίσθηση, τα φουντώματα και οι αλλαγές στο σώμα της της το λέγανε, η εικόνα των συνουσιαζόμενων ζωντανών είχε λόγο στη σκέψη της; Ό,τι και να ´ταν ,κουβεντιασμένα ούλα ήσαντε , γιορτινά την εντύσανε, τι την εντύσανε δηλαδή ,ντύθηκε, το ίδιο ήταν ντυμένο και το παλληκαράκι που είχανε φέρει από τη Μοφκίτσα οι εδικοί του με τους συγγενείς τους, κουβέντες πνιχτές άκουγε ούλη την ημέρα από τους γονέους της, τίποτες δεν εκαταλάβαινε από δαύτες, μοναχά ρώτησε τη μάνα της σαν εσουρούπωσε :
-Νυχτιάτικα στην εκκλησιά θα πάμε ορέ μάνα; Χριστού είναι ή Λαμπρή;
-Θα καταλάβεις, μη βιάζεσαι της αποκρίθηκε εκείνη κι έστριψε επίτηδες θαρρείς για ν´αποφύγει κι άλλες ερωτήσεις .
Το πατρικό της νόνας δεν είχε και καμμιά πολυτέλεια, χώρια από το πέτρινο χτίσιμό του που του έδινε μια ομορφιά και μια επισημότητα απ´όξω, το μέσα του ήτανε φτωχικό με πλούσιες τις ανθρώπινες δυναμικές του :
Καλοσύνη, φιλοξένια, φρονιμάδα, υπομονή, εργατικότητα, σεβασμός, τσαμπουκάς όπου χρειαζότανε, χορεύανε η κάθε μια το χορό τους στην ώρα τη δική τους!
Απόψε πήρανε ούλες θέση στη σάλα του σπιτιού ,που ήτανε στρωμένη με την κεντηστή απλάδα του αργαλειού.
Μαζί και οι πιο στενοί τους συγγενείς ,φροντισμένοι κι εκείνοι στήθηκαν κι εκαρτέραγαν τους ......υψηλούς καλεσμένους τους !
Δυο μπαούλα ξύλινα, λουστραρισμένα, ξέρω ´γω, προίκα δεν τα πήρε η νόνα ούτε το διευκρίνισε στις κουβέντες της, στρωμένα πάντως με ολοκάθαρα, καλοσιδερωμένα μπαουλόπανα κεντηδάτα, που τόσος κόπος άδικα πήγε γιατί όλο και κάποιος θα στρογγυλοκαθότανε στη φιγουράτη όψη τους ,ελλείψει περσευούμενων καθισμάτων και θα τσαλάκωνε την όμορφη θωρειά τους, άλλο που κανένας δε θά ´δινε σημασία σε τούτο , φτάνει που οι ξένοι διαπίστωσαν εξ´αρχής τη νοικοκυροσύνη του σπιτικού ! Έτσι κι έγινε άλλωστε, συνηθισμένο φαινόμενο σε αντίστοιχα περιστατικά . Καρέκλες και σκαμνάκια τρογύρω στην αράδα για να κάθονται βολικά οι συγκεντρωμένοι , ένα ξύλινο τραπέζι στρωμένο κι εκείνο και στολισμένο με φιγουρένιο τραπεζομάντηλο ,με το Βαγγέλιο και το εικόνισμα από δίπλα ,με δυο παφιλένιες βέρες που καρτέραγαν ως άλλος κότινος που θα έστεφε το νικητή κι ήτανε ,μα την αλήθεια ,σα να χαμογελούσανε στα νιάτα που σε λίγο θα έπαιρναν θέση απέναντί τους, μια καρέκλα, η καλύτερη του σπιτιού στην κορφή του τραπεζιού για τον παπά που θα πέρναγε τις βέρες.
-Αρρεβωνιάσματα είναι τούτα, αρρεβωνιάσματα θαρρώ ,ξεστόμισε η Κατερίνη στον ίδιο της τον εαυτό, μα για ποιον, ήταν γρίφος! Υπομονή ,σκέφτηκε ,υπομονή κι αλληλοκοιτάχτηκε με τις αδερφές της κι έτσι ντροπαλές κι αραδιασμένες όπως στέκονταν ,δεν πρόλαβαν να σκεφτούν τίποτ´άλλο γιατί μπούκαρε μέσα ο παπάς ,τελευταίος και καλύτερος με το βαρύ σταυρό του, στολίδι από τα λίγα χαρισμένο σε κείνον από το Δεσπότη της περιοχής για την υπέροχη διαγωγή του !
Ο γιούκος στην αριστερή γωνιά της σάλας , τουρλωτός ίσαμε το νταβάνι ,άστραψε στο φούντωμα της λάμπας που εκείνη την ώρα ανεβάσανε το φυτίλι πιότερο και ενίσχυσαν το πεδίο με μία ακόμα λάμπα δανεική από τη συγγενισσά τους τη Μαρία, πρωτοξάδερφη του Θανάση, σα να έλεγε κι αυτός με καμάρι δές τε με κι εμένα !
Η ,,Καλημέρα ,, στο διάδρομο που ήταν ακριβώς απέναντι από το στολισμένο τραπέζι αντανακλούσε την ομορφάδα των κοριτσιών και οι σκιές που σχηματίζονταν στα πρόσωπά τους τις έκαναν νεράιδες σαν και κείνες που έβλεπαν στα όνειρά τους ! Η ντροπαλοσύνη τους σ´εκείνη την περίσταση τίποτα δε θύμιζε από τις αληθινές κοπελούδες του βουνού και της Βρασίτσας. Η φρονιμάδα σε όλο της το μεγαλείο κι ο σεβασμός μπροστά στους μεγαλύτερους νόμος!
Ψιλοσουσουρίσματα από τις γυναίκες τρογύρω ακούγονταν που κόπηκαν μαχαίρι με του παπά την είσοδο.
Εκείνος καλησπέρισε, ευλόγησε όπως συνήθιζε σε κάθε περίσταση και πήγε κατ´ευθείαν στη θέση του μα δεν εκάθισε! 
-Φέρτε τα παιδιά, είπε !
Ο Δημητράκης οδήγησε το γιο του κι ο Θανάσης την Κατερίνη και τα βάλανε αντικρυστά όρθια στο μπροστινό μέρος του τραπεζιού με τον παπά στα κεφάλια τους.
Χαζέψανε τα κακόμοιρα τα παιδιά, έτσι από τ´αυτί και στο δάσκαλο, όπως λένε , που τα πήρανε ,για να τα βάλουν σε μια διαδικασία που δεν τα εξέφραζε τουλάχιστον ακόμα .
Εδώ ίσχυσε το παπάς κρεμάμενος έγραφε κι απόγραφε,μόνο που το ρόλο του παπά τον έπαιξαν τα ανυποψίαστα παιδιά.
Αν δεν είναι αρρεβωνιάσματα ετούτα ,είπε από μέσα της η Κατερίνη, τι άλλο μπορεί να είναι;
Τώρα το έμαθε για τα καλά με το ευλογητός του παπά Θύμιου και τα μειδιάματα των παρευρισκομένων που έμοιαζαν σα να περιγελούν τ´αμούστακα πλάσματα του Θεού με τη θυμηδία τους. Αμηχανία, κοκκινίσματα ντροπαλοσύνης, σκυμμένα κεφάλια , δυο χαλκάδες μπουρλιασμένοι στα τρυφερά τους δάχτυλα κι αυτό ήταν όλο το πανηγύρι ! 
Α! Και παροτρύνσεις ! Δίνανε θάρρετα στα παιδιά , ώρα που την ευρήκανε! Πώς να έπαιρναν μπρος τα καημένα, έτσι απροετοίμαστα που τα είχανε !
Λαχτάρα στο βάφτισμα, τρομάρα στον αρρεβώνα, κρεμάλα στο γάμο, έλεος ,βρε ,με τα μυστήρια ούλα του Θεού που μια μαλίνα μοναχά και καμμιά χαρά δεν ένιωθαν ! Ή λέτε κάτι να ένιωθαν;
-Μας κεράσανε κρασί για τα στεριώματα, παιδάκι μου ! Ο μπάρμπα μου ο Γιάννης τό ´καμε το κέρασμα και μετά φιλευτήκανε ούλοι γλυκό που είχε η μάνα μου ετοιμάσει !
Στρώσανε και τάβλα και φάγαμε, είπανε και κάμποσα τραγούδια της περίστασης ,ελόγου μας όμως τίποτα δεν εκαταλαβαίναμε, είμαστε σα χαμένα !
Η νόνα ένιωσε από εκείνο το βράδυ να χάνει την παιδικότητά της !
-Έξι χρόνια ,ίσα με που να τρανέψουμε κι άλλο,με είχανε απομονωμένη και δεν είδα ποτέ ξανά από τότε το Γιώργη, που ήτανε όμορφο παλληκαράκι και μου ταίριαζε ευτυχώς,μέχρι την ημέρα που μας παντρέψανε!
Μα ούτε κι ήθελε να ιδεί κανέναν η Κατερίνη ! Της άρεσε η ζωή στο χωριό, να κάνει τις σπιτοδουλειές της, ν´ανεβαίνει στο μοσχοβούνι της, να πηγαίνει στη Βρασίτσα της,να κουβεντιάζει με τις νεράιδες της, να φλερτάρει με τη φύση ήξερε καλά εκείνη, όχι με τους άντρες.
Υποταγή στη γονεϊκή θέληση και στις επιταγές των καιρών το λέγανε αυτό που ζούσε το κορίτσι.
Καλά-καλά δεν είχε προλάβει να γίνει γυναίκα ! Δεν ήξερε τι πήγαινε να πει γυναικείος κύκλος, ποτέ δεν της είχε μιλήσει η μάνα της γι αυτό ούτε και κανένας άλλος, γι αυτό κι όταν ένα πρωί ξύπνησε με το εσώτουχό της λερωμένο τά ´χασε και τρομαγμένη έτρεξε στη μάνα της και της είπε :
-Τι αρρεβωνιάσματα μου κάνατε ,δόλια μάνα , εγώ φαίνεται να είμαι άρρωστη βαριά ! Είμαι γιομάτη αίματα , μα άρρωστη δε νιώθω !
Η μάνα της την καθησύχασε , τη σταύρωσε, της μίλησε τότε ,όσο μπορούσε κι εκείνη να μιλήσει σωστά για ένα τέτοιο θέμα εκείνο τον καιρό ,που σπάνια μίλαγαν γονέοι και παιδιά για θέματα που δεν τα καταλάβαιναν ούτε οι ίδιοι . Απλά γίνονταν !
-Έτσι γίνεται ,τσιούπραμ´,άμα τρανεύει το κορίτσι! 
Ετούτο είναι και καλό και κακό!
Καλό γιατί θα μπορείς να κάνεις κι εσύ παιδιά ,κακό γιατί θα είσαι ,,μαγαρισμένη,, και όταν τόχεις δεν κάνει να πας στην εκκλησιά ούτε να ζυμώσεις πρόσφορο, ούτε να κοινωνήσεις, ούτε να φιλήσεις τις εικόνες, ούτε να λούζεσαι, ούτε να πλένεσαι !
Τρόμαξε το κορίτσι με την απαίδευτη απανωτή κατηγορηματική της μάνας της, όμως ακολούθησε τη συμβουλή της.
Πλύθηκε με ζεστό νερό , πήρε τα πεντακάθαρα πανάκια που της έδωκε η μάνα της, η Γιωργίτσα, κορίτσια είχε που μεγάλωναν ,το είχε φροντισμένο, άσχετο αν δεν είχε τον τρόπο να τις προετοιμάσει ,όπως ούτε και κείνη την είχε κανένας προετοιμάσμένο για τις κακοτοπιές της ζωής και για τα εύκολα ή δύσκολα που την περίμεναν.
Η Κατερίνη με μια δόση ανακούφισης και προβληματισμού σταμάτησε τ´αναφυλλητό της , της άγνοιας αποκύημα, του φόβου κατακάθι και, ε, τούτο ήτανε, η πρώτη φορά, του πήρε τον αέρα και πήγαν πέρα τα φαρμάκια και πήγαν πέρα οι καημοί του ! Εκείνη έτρεχε σαν το κατσίκι στα θαμνοβούνια της νιότης της και χαιρότανε το κάθε τι, ακόμα και τη ,,μαγάρα,, της, όπως της την είχε αποκαλέσει η μάνα της τη φυσική διαδικασία ωρίμανσης του οργανισμού. Και μάλιστα ζούσε το κάθε τι εντονότερα από πρώτα και κάθε καινούριο συναίσθημα το δεχότανε πια σα φυσικό και δεν του ´δινε καμμιά σημασία . Τά ´κανε ν´αλληθωρίζουν ούλα τα πράματα στη ζωή της με το μπάτσο που τους έδινε κι έφευγαν τρέχουντας ή λόμωναν υποταγμένα στη δική της θέληση. 
Είχε τη δική της κασέλα,που την επήρε και μαζί της πολύ αργότερα, όταν παντρεύτηκε κι έβανε μέσα με τάξη ,τυπαδιασμένα, πεντακάθαρα τα γιορτινά σκουτιά της και τα σκαρπίνια της ακόμα μέσα σε ειδικό σακκουλάκι, που ένας Θεός ήξερε πως τ´ανεχόταν στα πόδια της όταν έπρεπε να πάει στην εκκλησιά ή στο πανηγύρι, γιατί τα πόδια της ήταν πλατυασμένα από τη ξυπολυσιά όλο το χρόνο έξω ο χειμώνας. Το δέρμα της είχε σκληρύνει σαν τις οπλές των κατσικιών που σκάλωναν στα κατσάβραχα και ούτε τ´αγκάθια ούτε οι πέτρες την ενοχλούσαν , αλλά τα σκαρπίνια πολύ τη στένευαν τη δόλια ! Παρ´όλ´αυτά με καμάρι τα φόραγε και η αίσθηση του γιορτινού άλλες διαστάσεις της άνοιγε μέσα της, άλλη εικόνα στην κοινωνία της έφτιαχνε ,όπως και στους αρρεβώνες της τό´νιωσε τούτο το αλλιώτικο συναίσθημα .
Ούλοι βλέπανε πως ετούτο το ατίθασο πλάσμα, το κατσικαδερό όπως έλεγαν, γινόταν μια καθώς πρέπει δεσποινίς έτοιμη να δώσει στην κοινωνία εξετάσεις που τις πέρασε με άριστα, έτοιμη να δώσει παιδιά, έτοιμη να φάει τη ζωή με το κουτάλι, έτοιμη να παλέψει και να νικάει.
Κάπως έτσι ένιωθε και η ίδια !
Ζούσε στον κόσμο της στο δικό της κόσμο ,μόνο που τώρα η μάνα της την έβαζε να κάνει προετοιμασίες για τον επερχόμενο γάμο, τη μια να υφαίνει στον αργαλειό , την άλλη να πλέκει πελερίνες, από δω να μαθαίνει κάτι από στοιχειώδη ραπτική, από ´κει κάτι από μαγειρέματα ,αν κι από τούτα ήξερε αρκετά ,γιατί βοήθαγε από πολύ μικρή τη μάνα της, αλλά έπρεπε σιγά-σιγά να μαζέψει το νοικοκυριό της, χώρια από ´κείνα που αναλογούσαν στα γονικά της .
-Ετούτα ήσαντε τα δικά μου αρρεβωνιάσματα, παιδάκι μου!
Ετούτη κι η ζωή μου στα γονικά μου !

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Στιχομυθία !

-Δηλαδίς ,μάνα, εγώ τώρα είμαι αρρεβωνιασμένη, είπε το ταχύ η Κατερίνη στη Γιωργίτσα, τη μάνα της, που είχανε φύγει οι ξένοι, τι ξένοι δηλαδή, καταδικοί της εγίνανε, και που είχε καταλαγιάσει το μέσα της από το απρόοφτο που την εκοψοχόλιασε και της εχάλασε την ανέμελη καθημερινότητά της !
-Τι αρρεβωνιασμένη, μωρή κουρούνα; Παντρεμένη είσαι ! Παντρεμένη! Ετούτα τα δύο πάνε ,,κουρμπάνι,, ! Μαζί, παρέα ,πώς να σου το ξηγήσω; Μπαμ και κάτου !
Απόρησε η Κατερίνη και ξαναρώτηξε:
-Παντρεμένη,δίχως άντρα;
-Ναι δίχως άντρα !
-Και τι τόνε θέλω τον άντρα ,μωρή μάνα, από τα γεννοφάσκια μου; Μια χαρά δεν είμαι ,έτσι όπως είμαι;
-Και τον θέλεις και τον παραθέλεις ! Έτσι είναι το φυσικό !
Θα σε πάρει άμα τρανέψουτε !
-Καλό και τούτο ! Ρε ,γαμώ το γόνα σου , ξεφούρνισε την ατάκα για το παράξενο η Κατερίνη, που την είχε ακουσμένο από τους τρανύτερους να λέγεται, για να δηλώσουν το παράδοξο και της έμεινε σημείο αναφοράς στην πορεία της ζωής της μέχρι τα γεράματά της και τότε μάλιστα είχε και μεγαλύτερη βαρύτητα, ήταν καταξιωμένη η ατάκα ! 
,,Ρε, γαμώ το γόνα σου,, , λέγανε, ,,όπως λέει και η γριά Κατερίνη !,,
Και γιατί ,ζάβαλε, με βγάλατε από τη βολεψή μου; Και γιατί μου φορτώσατε έγνοια, ξαναρώτησε !
-Δεν έχεις καμμιά έγνοια , μωρή ! Καμμιά !
-Πώς δεν έχω; Δεν πρόλαβε να ξημερώσει και μου λες να ´τοιμάζουμαι, να γνέθω, να υφαίνω, να ,,μπιμπιλιάζω,, , να ζυμώνω, να σοβαρεύω ! Ούλο ορμήνιες είσαι κι ούλο ζόρια !
Έγνοιες δεν είναι ούλα τούτα;
-Έγνοιες,που θα τις μάθαινες έτσι κι αλλιώς, μα έγνοια γι άντρα δε θά ´χεις μωρή ! Δε θα τόνε ματαϊδείς το Γιώργη, βαϊζούλα μου, μέχρι να τρανέψεις ! Τότε ελόγου του θ´αποφασίσει να σε πάει στο πατρικό του, κατά πως τά ´χουνε συμφωνημένα με τον πατέρα σου, με τα προικιά σου, με τη στολή σου και με τα ούλα σου !
Σε έξι χρόνους θα γένει ετούτο, έχουμε καιρό ! Θα μαζέψουμε τα προικιά σου , θα σε στολίσουμε, θα γλεντήσουμε και θα πας με το καλό στο δικό σου σπιτικό !
Άϊντε ,βαϊζούλα μου, και μη χολαίνεσαι !
-Και σένα τόσο μικρή σε παντρέψανε ,μάνα, ρώτησε καταλάγιασμένο το κορίτσι !
-Κι ακόμα πιο μικρή ! Δέκα ήμουνα ´γω τότε που με παντρέψανε και καρτέρεσα άλλα τόσα μέχρι να με φέρει στο σπίτι ο πατέρας σου !
Το κορίτσι χάζεψε από την απορία, αλλά δεν ήξερε και πώς μπορούσε να το αποτρέψει αυτό που οι μεγάλοι είχανε αποφασίσει για πάρτι της ! Άλλα της έλεγε το μέσα της, άλλα έβρισκε απ´όξω ! Έτσι αναγκάστηκε ν´αποδεχτεί την κατάσταση και το προκαθορισμένο ριζικό της !
Άσε που ήτανε κανόνας ότι το τσιουπί μέχρι τα είκοσί του έπρεπε νά ´χει ταχτοποιγηθεί ! Έπρεπε, έπρεπε, έπρεπε !
Έπρεπε το ένα, έπρεπε το άλλο ! Ποιός το κανόνιζε το πρέπει του καθενός άλλη ιστορία !
Είναι ανάγκη ν´αναφέρουμε τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής τα σχετικά με την αποκατάσταση των νέων:
Ένα κατάλοιπο έθιμο από την τουρκοκρατούμενη εποχή,που οι άνθρωποι ήταν υποχρεωμένοι να παντρεύουν μικρά τα παιδιά τους ,για να μη τα πάρουν για γενίτσαρους οι Τούρκοι ,
λόγοι συμφεροντολογικοί, οικονομικού συνήθως επιπέδου ,
λόγοι ηθικής ,για να είναι εξασφαλισμένη η παρθενία του κοριτσιού, ήσαν οι συνηθέστεροι που δικαιολογούσαν τις παράδοξες κινήσεις των γονέων και των κοινωνιών!
Τώρα το ,,στέφανο ,, γινόταν σύμφωνα με το πώς τα κανόνιζαν οι γονείς ! Μπορούσε να γίνει και συνήθως έτσι γινόταν στη μικρή αυτή ηλικία, μπορούσε όμως στη μικρή ηλικία να γίνει το καπάρωμα και το στέφανο στην ενηλικίωση !
Ο γάμος γινόταν κανονικά στη μικρή ηλικία με γλέντι κανονικό, όμως η νύφη δεν ακολουθούσε το γαμπρό παρά περίμενε μέχρι να ενηλικιωθεί και σύμφωνα με τη συμφωνία των δυο μερών την έπαιρνε από το πατρικό της ο γαμπρός ,αφού γινόταν ένα μικρό γλέντι αυτή τη φορά και η κόρη αποχωριζόταν για πάντα το πατρικό της!
Με το καπάρωμα γινόταν ένα μικρό γλέντι στην αρχή κι όταν επήρχετο η ενηλικίωση γινόταν ,,το στέφανο ,, και το τρικούβερτο γλέντι !
Σε όλες τις περιπτώσεις όμως το ζητούμενο ήταν ένα : Η αποκατάσταση ! Τα πρέπει ! Να θυσιάζεις εαυτόν στο βωμό των κοινωνικών κανόνων και αναγκών της εποχής σου !

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

 Η αναμονή !

Δεν ήσαν λίγες οι φορές που προβληματίστηκε η Κατερίνη για τη ζωή που την περίμενε έξι χρόνους μετά .
Μοιραζόταν τώρα με τις ξεθαρρεμένες αδερφές της διάφορα που την απασχολούσαν, εκεί όμως που της φάνηκαν αληθινά πολύτιμες ήταν η βοήθεια που πρόσφεραν για την ολοκλήρωση της προίκας της στον αργαλειό και στο κέντημα .Χρειάζονταν πολλά μάλλινα ρούχα ,πολλά πάνινα, πολύ ρουχισμό και η δουλειά όλη πέρναγε από τα χέρια τους !
Η άξια κεντήστρα του χωριού ,η Καλλιόπη ανάλαβε να ετοιμάσει τα δύσκολα γιορτινά σκουτιά της και η ράφτρα,η Κρινιώ, τα καθημερινά , τους αλατζάδες της ,όλα υφασμένα στον αργαλειό.
Μ´ένα μελίσσι έμοιαζε η οικογένεια του Θανάση ! Κι ήτανε ευλογία Θεού να τους βλέπεις να συνεργάζονται αρμονικά κι αγαπημένα .
Η Κατερίνη ολιγομίλητη ,με σταράτες, ντε κλαρέ κουβέντες έπλεκε τα όνειρά της με τ´αδράχτι ,το βελόνι ,το αντί και τα νανούριζε με το λιανοτραγούδισμά της που έβγαινε από μέσα της καθάριο σαν τα νερά του τόπου της.
Έμπαινε σ´αστερόφωτους ουρανούς κι έβανε τ´αστέρια στέμμα στα μαλλιά της όταν φόρηγε το νεραϊδοφόρεμά της και με τα φεγγάρια της ζωής της οδηγούς αλάφρωνε τη σκέψη της από τις έγνοιες της προετοιμασίας και της καθημερινότητας.
Πόσο ήθελε να ξεδιαλύνει πράματα μα μήτε η μάνα της μήτε οι αδερφές της ήξεραν να της δώκουν λύση στα ερωτηματικά της. Έτσι κι εκείνη έπαψε να ρωτάει κι αφέθηκε στου άγνωστου ταξιδιού τη φαντασίωση, στου νου της το περίτεχνο και φωταγωγημένο παλάτι να διατάζει και να πέφτουν στα πόδια της ούλα κι ούλοι με μια της διαταγή. Σαν άρχισε να μπαίνει στον εαυτό της ονειρευόταν που και που το Γιώργη και σκεφτόταν....πώς να είναι τώρα....τι θα γίνει μετά...πώς θα ζήσει μαζί του ;
Και το καράβι που ταξίδευε, άλλοτε έμπαζε νερά και σκίαζε ο νους της κι άλλοτε έπλεε με γαλήνη σε καταγάλανα νερά κι άστραφτε και φεγγοβολούσε τ´όνειρο και πλάνευε την ψυχή της με μεγαλεία! Κι αυτός ο πόθος π´αλαφροπατάει στα όνειρά της πώς να χτυπήσει την πόρτα της καρδιάς του Γιώργη που ετούτο της είναι απαγορευμένο; Όχι καλέ !
Στα όνειρά του ο καθένας ό,τι θέλει κάνει! Έλα όμως που η Κατερίνη δεν ήξερε τι θέλει να κάμει. Έλα που ο κόσμος της για το τι έπρεπε και τι δεν έπρεπε να κάμει ήτανε μπουρδουκλωμένος με τα θέλω της και μαρμαρώσανε ούλες οι σκέψεις και τα όνειρα σ´ένα Λαοκόντειο συνοθύλευμα !
Ένα πράγμα είχε μάθει καλά από τη μάνα της,πως τον άντρα της πρέπει να τον έχει κορώνα στο κεφάλι της κι άλλος κανένας όξω απ´αυτόν δεν έπρεπε να γευτεί τα κάλλη της ούτε στ´όνειρό της ! Με αποθηκευμένες τις αξίες της καρτερούσε υπομονετικά τη μέρα που θ´άνοιγε διάπλατα η καρδιά του Γιώργη και θά ´σμιγε με τη δική της. Γι αυτό τώρα τα μαρμάρωσε ούλα έτσι όπως τα ονειρεύτηκε και τ´άφηκε να ωριμάσουν όπως το γάλα όταν το έπηζαν για να το κάμουν τυρί ή γιαούρτι . Ήθελαν το χρόνο τους για να ωριμάσουν ακόμα και τα όνειρα!
Όταν πήγαινε σ´άλλους γάμους κοριτσιών στο χωριό ή σε συγγενικούς στα γειτονικά χωριά ,χαιρόταν το χάρχαλο και την πολυτέλεια στα προικιά ,έκλεβε ιδέες και κόλλαγε κάθε φορά μια στάμπα στην ψυχή της από τούτα και φόρτωνε το σύννεφο του ταξιδιού της τόσο ,που μια φορά φαντάστηκε πως πέφτει στου Γιώργη απάνου το παλάτι και ότι τάχατες εκείνος την εκαρτέραγε με ανοιχτές αγκάλες. Πώς να ήταν άραγε το σπιτικό του Γιώργη; Άν έκρινε από τα δώρα που της φέρανε θα ´πρεπε να ήσαν νοικοκυραίοι ! Το πολύτιμο ύφασμα που η Κρινιώ της έραψε ,άξιζε τ´όνειρο !
Το πρόστυχο δεν το γνώριζε η νόνα. Είχε αγνή καρδιά και καθαρή. Συναίσθημα για κείνη ήταν η αγάπη κι ο σεβασμός για τους γονιούς της, τ´αδέρφια της και μέχρις εκεί. Τι θα πει αγάπη, έρωτας δεν τό ´ξερε και δε γνωρίζω αν τό μάθε ποτέ στη ζωή της. Φευγαλέα ονειροπεράσματα από τη σφαίρα της φαντασίας ίσως να της σφύριξαν τ´όνομά του ανεβάζοντας το αίμα στα μάγουλά της κι ίσως να πήρε μια μικρή γεύση.
Όταν σκαρφάλωνε στα δέντρα ένιωθε σαν το ελεύθερο πουλί που τραγουδάει κι όταν πιλάλαγε στις άπλες μίλαγε με το δικό της Θεό , το Θεό που δεν έθετε απαγορεύσεις ,ούτε όρους, ούτε ήθελε τυπωμένες προσευχές,ούτε τιμωρίες, ούτε υποσχέσεις .Με τη διαφάνεια της σκέψης της και την αγνότητα της ψυχής της αγκάλιαζε το Θεό της καρδιάς της και τον εκράταγε σφιχτά να μην της φύγει, γιατί ήτανε ο μοναδικός της σύντροφος σ´όλη αυτή τη μακρά περίοδο αναμονής ! Αν είχε μυστικά σε κείνον τά ´λεγε και απορίες και ερωτήσεις και καημούς, όλα σε κείνον και στον αργαλειό της !

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

Η ριζαρί κουβέρτα !

Οι χρόνοι της ύπανρης παιδικής ζωής ως την ενηλικίωση της Κατερίνης που θα πήγαινε στο δικό της σπιτικό της φόρτωσαν έγνοιες που άλλες τις έπαιρνε στα σοβαρά κι άλλες τις ξεπέταγε στ´απωθημένα του νου της δίνοντάς τους περιθώρια να περιμένουν ή ακόμα-ακόμα και να μείνουν για πάντα θαμμένες εκεί .Μια από τις όμορφες αγαπησιάρικες έγνοιες της ήταν η ενασχόλησή της με τον αργαλειό στο βαθμό που ήθελε να υφάνει κάτι που της άρεσκε πολύ. Είχε δεκαεφταρίσει και το μυαλό της ,,έπηζε,, σιγά-σιγά και γνώριζε καλά όλα τ´αντικείμενα του αργαλειού ,τη χρήση τους ,όπως και τον ίδιο τον αργαλειό που συχνά -πυκνά ,,λάκκο ,, τον ονοματίζανε κι είχε μάλιστα υφάνει κουρελούδες, σακκιά , ματαράτσια ,σαΐσματα ,που τα ´βρισκε πιο εύκολα κι απόμενε να μάθει τα κεντητά του αργαλειού και τις κουβέρτες ,όπως και υφαντά ,,της βέργας,, ! Μπορούσε μ´ευκολία να υφάνει και κουβέρτες αρκούσε να έβρισκε μια καλή μιτώστρα γιατί ούλη η δουλειά βρισκόταν στο καλό μίτωμα ! Κατά τ´άλλα το πέρα -δώθε του μασουριού ,το ντάπα-ντούπα του ξυλόχτενου και το πάνω -κάτω των ποδαρικών εύκολο , παιχνίδισμα της ήταν ! Της Κατερίνης της ,,βουλήθηκε,, να υφάνει μια κουβέρτα σε χρώμα ριζαρί που την είχε δει πρόσφατα στα προικιά μιας φρεσκοπαντρεμένης γειτονοπούλας ,.τη θαύμασε και λαχτάρησε να την αποχτήσει . Το βαθύ λαμπερό πορτοκαλοκόκκινο χρώμα της κουβέρτας ξύπνησε όνειρα ευτυχίας στην παντρεμένη παιδούλα που σιγά -σιγά με το μεγάλωμά της γινόταν γυναίκα κι ένιωθε πράματα αλλιώτικα από ´κείνα που μέχρι τώρα ήξερε.Ξύπνησε ακόμα και την ιδέα της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας και χωρίς να το πολυσκεφτεί ,,καστέλωσε,, τη μάνα της καθώς εκείνη φουριόζα μπήκε στον αργαλειό ν´αποτελειώσει μια μπαντανία ,γιατί το ταχύ θα πέρναγε ο νεροτριβιάρης κι ήθελε να τη δώκει ,γιατί όπως έλεγε ούλα τα πράματα πρέπει να γίνουνται στον καιρό τους και να παίρνουν τη θέση τους για να φεύγει η έγνοια τους. Παρακαλετά σχεδόν πράγμα αντίθετο με το χαρακτήρα της η Κατερίνη,θέλησε να κάμει κοινωνό τη μάνα της στην πεθυμιά της και της το εξομολογήθηκε .
-Σου ´χω από ούλα της είπε η Γιωργίτσα ! Και κουβέρτες μπόλικες ! Τι ,,τριδονοιάζεσαι,, ; Καλομοίρα να γίνεις και φτάνουνε τα σκουτιά πόχω για σένανε ,τώρα θ´αρχινήσουμε και για τις άλλες .
-Μα για να γένω πιότερο καλομοίρα ,καλέ μάνα ,της αποκρίθηκε με τρυφεράδα και παράκληση η Κατερίνη.
Μ´αρέσκει ετούτη η κουβέρτα !
Και ποια μάνα δεν υποκύπτει στα παρακάλια της κόρης της;
Έτσι κι η Γιωργίτσα με το που έβγαλε τη μπαντανία από ,,το λάκκο,, και την έδωκε το ταχύ στη νεροτριβή, έτρεξε, δανείστηκε την κουβέρτα για το ,,σκέδιο,, ,φώναξε τη μαστόρισσα στο μίτωμα την Παναγιώτα που δεν της ξέφευγε τίποτα απάνου στη δουλειά της κι έβγανε σκέδια ζηλευτά κι αντιγραφές κι αυτοσχέδια ,ενώ η ίδια η Κατερίνη με αξιοζήλευτη προθυμία ανάλαβε το γνέσιμο, το τυλιγάδιασμα,το βάψιμο, το μασούρισμα και την ύφανση !Μοναχά το διάσιμο, το ,,διασίδι,, του βηλαριού δηλαδή και το μίτωμα δεν ήταν ,,του χεριού της,, ! Στο διασίδι δηλαδή μέρος θα λάβαινε απαραιτήτως μα δε μπορούσε μοναχή της .Αφού αυτά τα εξασφάλισε τ´άλλα ήτανε παιχνιδάκι για κείνη. Κι όχι δεν ήτανε καθόλου εύκολη δουλειά ,αντίθετα χρονοβόρα και κουραστική από την αρχή μέχρι το τέλος , βάλανε όμως που βάλανε αργαλειό ,ε, να μην είχανε και οι άλλες από μια τέτοια κουβέρτα ,,κουπάτη,, με τα χρώματα της αρέσκειάς τους; Ήδη είχαν αρχίσει να ζηλεύουν !
Είχανε συνεννοηθεί πως η κάθε μια θα ύφαινε την εδικιά της ! Η Κατερίνη υποσχέθηκε πως θα έκανε τις βαφές σ´όποιο χρώμα θα διάλεγε η κάθε μια τους. Εκείνη είχε διαλέξει το ριζαρί ,βυζαντινό βασιλικό χρώμα μα κι ακόμα πιο ιδιαίτερο κι ήτανε πολύ ανυπόμονη μέχρι ν´αρχίσουν οι εργασίες . Η ριζαρί κουβέρτα με τις κούπες όπου νάταν θα γινόταν απόχτημα δικό της και θα το είχε καταφέρει με το ,,παΐρι,, της.
Το ριζάρι μια φυτική βαφή από τη ρίζα του φυτού που πλούτισε το συνεταιρισμό των Αμπελακίων (το βλέπετε στη φωτό )ήταν στις δόξες του τον καιρό εκείνο . Εύκολα βρήκε τη βαφή η Γιωργίτσα και τα υπόλοιπα εναποτέθηκαν στη λαχτάρα της προκομένης Κατερίνης.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

Η ριζαρί κουβέρτα! Προετοιμασία: ,, Το γνέσιμο,,!

Πορτοκαλοκόκκινα όνειρα ,,μπιρμπίλιζαν,, στον ύπνο της και στον ξύπνιο της της Κατερίνης κι αδημονούσε μέχρι να γίνουν όλα όσα έπρεπε ,κι ήξερε πως δεν ήταν λίγα , όσο να φτάσει η στιγμή που θα ´μπαινε στον αργαλειό να υφάνει την κουβέρτα που λαχτάρησε η ψυχή της . Δεν άργησε καθόλου ν´αρχινίσει τις διαδικασίες που θα την οδηγούσαν στο ποθούμενο. Ευτυχώς για κείνη οι τουλούπες ήσαν στοιβαγμένες ανάλαφρα στην μικρή καμαρούλα που ήταν στημένος και ο αργαλειός και μια καταστόλιστη ρόκα που την είχε περίτεχνα σκαλίσει ο παππούς της, ο πατέρας της μάνας της ,της Γιωργίτσας ,άνθρωπος τρυφερός με καλλιτεχνικές τάσεις ,παρ´ότι τσοπάνης κι αυτός, καρτέραγε αυτήν ακριβώς την νεανική ορμή για να μεγαλουργήσει στα τρυφερά χέρια ! Αφού πήρε το ναι της μάνας της ,ποιος την κράταγε την Κατερίνη ! Η Γιωργίτσα καμάρωνε τη νιότη της θυγατέρας της και κρυφοχαμογελούσε με την αξιοσύνη της και τις πρωτοβουλίες που έπαιρνε .

Η Κατερίνη ξεκρέμασε, βούτηξε, άρπαξε στην κυριολεξία την πλουμιστή ρόκα της μάνας της, παρ´ότι γι αυτήν ήταν προορισμένη από τον παππού της, κι όχι την προχειροφτιαγμένη από λυγιά με τη διχάλα στην κορφή που της είχε φτειάξει η μάνα της όταν τη μαθήτευε στο γνέσιμο και της θύμιζε τις άχαρες στιγμές προσπάθειας και τα μαλώματα από μέρους της Γιωργίτσας όσο να μπει στο σωστό ρυθμό, αυτά ήθελε να τα ξεχάσει ,να τα διαγράψει εντελώς από το νου της, δε χρειαζόταν κανένα εμπόδιο να την αναχαιτίζει και να της θυμίζει την παιδικότητα και την αναξιότητα της άγνοιας και αφού τη στριφογύρισε πολλές φορές μπροστά της καμαρώνοντας τα περίτεχνα σκέδια κι έστειλε ένα δεύτερο μεγάλο ευχαριστώ στον παππού της με τον άνεμο παραγγέλοντάς του να το πάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε και να το εναποθέσει σα φιλί στο μάγουλό του, τη σήκωσε σα λάβαρο στον αέρα και την ανέμισε μαζί με τα όνειρά της, την ακούμπησε στην κασέλα προσεχτικά με την απαλότητα που μια μάνα ακουμπάει στη ,,νάκα,, και στο ,,μπεσίκι ,, το μωρό της και πήγε στη γωνιά με τις αφράτες τουλούπες ! Τράβηξε το σεντόνι που ήσαν σκεπασμένες ,σα να τράβαγε το πέπλο της παρθένου ,τόσο ιερή ήταν η στιγμή για κείνη, αλλά και με αποφασιστικότητα και θάρρος μεγάλης καταξιωμένης γυναίκας ,έδωκε ένα τίναγμα στην τουλούπα να την αφρατέψει, όπως ακριβώς έκαναν η μάνα της και η νόνα της, την πέρασε στην υποδοχή της πανώριας ρόκας της, την αγκάλιασε με το σκοινάκι που ήτανε προορισμένο για να τη συγκρατεί σταθερή απάνου της και το ´καμε σα να φορούσε τη ζώνη στη χειροποίητη ,,κουτσούνα,, των παιδικών της χρόνων,εκείνη που της έφτιαχνε η μάνα της σταυρώνοντας δυο ξύλα και για σάρκα τύλιγε τρογύρω της ,,κοπέτουλα,, ή κουρέλια από παλιά σκουτιά που ήσαντε για πέταμα,αλλά ποτέ δεν τα πετούσαν, όλο και κάπου θα χρησίμευαν , θες για ,,πατσαβούρια,, θες για να τυλίξουν κάτι τις ,θες όπως εδώ να φτιάξουν το κορμάκι και τα χεροπόδαρα της κούκλας και για ρούχα της φόραγε φύλλα συκιάς ή άλλων δέντρων της αυλής ή του κήπου και ξεκρέμασε από τον τοίχο της καμαρούλας τη ,,δρούγα,, που ανυπομονούσε η καημένη,σαν είδε να ξεκρεμάει νωρίτερα τη ρόκα . Ζήλεψαν θαρρείς τ´άλλα εργαλεία του αργαλειού και του σπιτιού που ήσαν σαν σε παρέλαση και σαν σε έκθεση αραδιασμένα στα καρφιά του τοίχου μα σα φωνή δεν είχαν να το σκούξουν ,,κάτσανε,, φρόνιμα στη θέση τους ,αν και την αναλαμπή τους και την οχλαγοή τους τα ´καμε τσακωτά η Κατερίνη και για να μη μείνουν παραπονεμένα τους έριξε ένα βιαστικό χάιδεμα με τη ματιά της και κατεύνασε την υποτιθέμενη αναστάτωσή τους ,αφού καιρό τώρα τα περισσότερα είχανε αραχνιάσει και βαρεθεί από την ανία της αναδουλειάς . Μόλις χτες η Γιωργίτσα είχε σταματήσει τον αργαλειό βγάζοντας τη μπαντανία, αλλά φαίνεται πως ούλα τα εργαλεία δεν τη θέλουν την ξεκούραση, είναι φτιαγμένα να δουλεύουν συνεχώς. 
Φύτεψε τη ρόκα στη ζώνη της ελαφρά λοξά μπροστά της ,όπως από παιδούλα έβλεπε χρόνια να κάνουν η μάνα της, η νόνα της και οι άλλες γυναίκες του χωριού και από τούτο μάθαινε ,,κιόλανε,, κι έτσι όρθια ,χωρίς να καθίσει σε σκαμνί, ούτε στην κοτρώνα της αυλής που από φυσικού της σφηνωμένη εκεί έκανε χρέη καθίγλας, ούτε στην ψάθινη καρέκλα της σάλας, ούτε καν στην κασέλα της που το συνήθιζε συχνά. Τράβηξε από την τουλούπα ένα βυζί μαλλιού, το ´στριψε , το πέρασε στην τρυπούλα της ,,δρούγας,, και άιντε -άιντε τραβώντας με τον ίδιο τρόπο μαλλί καθόριζε το επιθυμητό πάχος και παρ´ότι γνώριζε ποιο πρέπει νάναι πήρε και τη Γιωργίτσα από ερώτηση η οποία ήταν στο μαγερειό και είχε την έγνοια να δώκει τενζερομαθήματα στην Ελισσάβετη ,που είχε δείξει προθυμία για τούτο . 
Αφού δειγμάτισε στα έμπειρα μάτια της Γιωργίτσας , πήγε στην αυλή ,έτσι ζωσμένη την αρματωσιά της, έστρωσε ένα κιλιμάκι στη φυσική πέτρινη καρέκλα και ανασκουμπώνοντας το βελέσι της ,της το είχε χαρίσει η νόνα της και το φόρηγε για ,,παλαξίδι,, ,στρογγυλοκάθισε αφοσιωμένη στη συντρόφισσά της ρόκα !
Η δρούγα υποτασσόταν θεληματικά στις επιδέξιες κινήσεις του δεξιού χεριού της Κατερίνης και ,,βολοδέρνουνταν,, ,ενώ το αριστερό τραβούσε ρυθμικά και αγόγγυστα το μαλλί στρίβοντάς το παράλληλα σε μια ομοιόμορφου πάχους ,,κλωνά,, και καθώς το τύλιγε γύρω της φροντίζοντας να δίνει περισσότερο πάχος στο κέντρο της δρούγας, σταμάτησε απότομα το γνέσιμο κι έτρεξε ολοταχώς στη μάνα της, σαν κάτι να θυμήθηκε ξαφνικά .
-Μάνα, τι λες να το γνέσω με το αδράχτι καλύτερα το γνέμα για νάναι πιο ,,φτενή,, ,πιο ντελικάτη η κουβέρτα μου; Το σκέφτηκα έτσι στα ξαφνικά και μ´άρεσε η ,,σκιούψη ,, μου !
-Χοντρούλα όμως ,της λέει, όχι σα στημόνι ! Και διπλοκαμάρωσε η Γιωργίτσα για την εξυπνάδα της κόρης της.
Χωρίς να ξεκαρφώσει από τη ζώνη τη ρόκα της, ,,εδιάκε,, πίσω στην καμαρούλα του αργαλειού, ξεκρέμασε το αδράχτι και το αναγκαίο συνοδευτικό του ,το ,,σφοντύλι,, ,τράβηξε το γνέμα από τη ρόκα κόβοντας το, απόθηκε τη δρούγα παρακεί , πέρασε στριφτά στην καμπυλωτή συρματένια υποδοχή κλωστής του αδραχτιού στρίβοντας παράλληλα σα σβούρα το αδράχτι που χόρευε στα χέρια της Κατερίνης το χορό των νεράιδων που της κρατούσαν συντροφιά στα όνειρά της. Συνεπαρμένη από την τόση της επιδεξιότητα θέλησε να δοκιμάσει να γνέσει περπατώντας,όπως έκαναν οι μεγάλες γυναίκες κι αφού γνέθοντας έφτασε μέχρι το σπίτι της φιλενάδας της ,της Βελούδως, επιβεβαίωσε τη ρύση ότι 
,,το κέντημα είναι γλέντημα και η ρόκα είναι σεριάνι ...... το παρακάτω δεν ήθελε να το σκεφτεί προς το παρόν. Ήτανε τόσο ενθουσιαμένη! Τα δυο κορίτσια και τι δεν είπαν γνέθοντας ! Η Βελούδω ,που ήταν μεγαλύτερη και ήξερε πολύ καλά την τέχνη, παίνεψε την αξιοσύνη της φιλενάδας της και πότε γιόμισε το αδράχτι ούτε που το πήρε χαμπάρι. Μοναχά όταν εγλίστρισε η κλωνά μέσα από τη χούφτα της είδε ότι τέλειωσε η τουλούπα της και γιόμισε το αδράχτι της! Δούλευε χωρίς να κοιτάει τη ρόκα της ,σα μηχανή ,που τότε μοναχά τη ραφτομηχανή ήξερε και την ,,καλαμίστρα,, για μηχανές !
Μέσα στην αφοσίωσή της με την περίσκεψη ώριμης γυναίκας έπαψε να δείχνει τον ενθουσιασμό της και στρίβοντας την κλωνά, που και που χανόταν περιδιαβαίνοντας τα μονοπάτια των δικών της αναζητήσεων και της δικής της παιδικής πρότερης ανεμελιάς.Σε όλη τη διαδρομή κατά την επιστροφή στο σπίτι της έχασε ξαφνικά τον ενθουσιασμό της και σκυθρώπιασε το καταχαρούμενο πρόσωπό της. Πέταξε τη ρόκα βαριεστημένα στο κρεβάτι της και έπεσε κι εκείνη απάνω του φαρδειά-πλατειά ! Η Γιωργίτσα που τυχαία μπήκε στο δωμάτιο την είδε έτσι χάμου ξαπλωμένη κι αναστατώθηκε . 
-Τι έχεις τσιούπραμ´; Τι έπαθες τρυγόνα μου; Πού εδιάκες; Τι σου ,,συμβήκε,,;
-Στη Βελούδω ήμουνα μάνα !Ήθελα να της δείξω τη ρόκα μου και το γνέσιμό μου ! Δεν ξέρω τι έχω ! Μια χαρά ήμουνα !
Η Γιωργίτσα δεν ήθελε να μάθει περισσότερα, κατάλαβε !
Η Κατερίνη της ήτανε ματιασμένη του θανατά !
Κατέβασε το λιβανιστήρι, έβαλε μέσα αναμμένα καρβουνάκια από τη φωτιά που μαγέρευε με την Ελισσάβετη , πέταξε απάνου και δυο -τρία σπειριά λιβάνι, το πέρασε από πάνου της, είπε κάμποσες βολές το ,,Πάτερ Ημών,, και κάτι άλλα ξόρκια που ήξερε αλλά δεν τα έλεγε σε κανέναν, παρά μοναχά σαν ένιωσε ότι μπορεί να τα δεχτεί την έστειλε μια Μεγάλη Παρασκευή στον μπάρμπα της-από άντρα έπρεπε να τις πάρει, έτσι είπε η Γιωργίτσα-που ήξερε να ξεματιάζει και της τις μετέδωσε τις ξορκιστικές κουβέντες της Κατερίνης και τις εχρειάστηκε αργότερα για τα παιδιά της κι όποιον άλλον τις είχε ανάγκη και μάλιστα δωρεάν σύμφωνα με το ,,δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε !
-Μπο, μπο μπο ! Σήκω ,βάιζούλα μου, κουνήσου ! Τράβα πέρα-δώθε, άιντε βγάλε και ,,το σκουτί σου,, κι εννοούσε το εσώρουχό της και δώσε χασμουρητό η Γιωργίτσα και πάλαι μπο μπο μπο ,τι έναι ετούτο που με βρήκε, δεν συνέρχεται το τσιουπί , μέχρι που αποφάσισε να πάει στη Βελούδω.
- Βελούδω μου, βαϊζούλα μου, την εμάτιαξες την Κατερίνη , τι είπατε ,πανάθεμά σε, το τσιουπί μου είναι του θανατά, έλα κοντά με μένα στο κονάκι.
-Τίποτα κακό, θεια Γιωργίτσα, πράματα κοριτσίστικα και την εθάμασα που γνέθει με τέτοια ,,ογληγοράδα,, !
-Το φαντιάστηκα, τσιούπραμ´, το φαντιάστηκα, έλα κοντά μου ! Και μια και δυο την πήρε σούρνοντάς τη σκεδόν και την επήγε δίπλα στην ματιασμένη άξια μορφονιά της !
-Κακό μάτι έχεις τσιουπούλα μου, έλεγε και ξανάλεγε στη Βελούδω, άιντε τώρα ,,φτύστηνε,, να ξαλαφρώσει !
-Φτου, φτου έκαμε η Βελούδω, εγώ σε ,,θάμασα,, Κατερίνη μου, συμπάθα με , φτου, φτου !
Η Κατερίνη άνοιξε τα μάτια της και η Βελούδω ,,ξακολούθαγε,, να της γυρεύει χίλια συμπάθια.
Η ματιά της έπεσε στην ξαπλωμένη σιμά της στολιδιάρα ρόκα της. Ανακλαρίστηκε, τίναξε δυνατά τα χέρια της, έριξε μια ,,μπούφλα,, νερό στη μούρη της και πισωγύρισε το ροδοκόκκινο χρώμα στα μάγουλά της. Αγκαλιαστήκανε με τη Βελούδω, είσαντε αχώριστες βλέπεις, αλλά πρώτη ,,βολά,, τύχαινε τέτοιο πράμα και για να ,,συγκωμιάσουνε,, καλύτερα κι ας μην είσαντε μαλωμένες την εκρατήσανε και για φαΐ τη Βελούδω κι έτσι εκείνες ήσαντε καλά και μεις καλύτερα !
Σε είκοσι μέρες μέσα η Κατερίνη είχε κατεβάσει τουλούπες και τουλούπες από τη γωνιά τους και είχε γνέσει όλο το υφάδι για την περιπόθητη κουβέρτα της και η χαρά της μολονότι γρουσουζεύτηκε από τη ζήλεια της φιλενάδας της, φούντωσε ξανά στα στήθια της μαζί με τη λαχτάρα της κι από δω και πέρα γίνανε οι δυο τους πιότερο αγαπημένες και δεν ξαναζηλεύτηκαν ποτέ τους !
Με γληγοράδα, με αξιοσύνη και πολύ κόπο που τον έκανε τραγούδι η Κατερίνη αράδιαζε καθημερνά ,,τις τυλιγαδιές της,, στη γωνία δίπλα στις αφρατεμένες τουλούπες. Κάθε φορά που γιόμιζε το αδράχτι της από τη ,,βιασμένη,, πεθυμιά της, άνοιγε τα σκέλια της φροντίζοντας να ´ναι καλά σκεπασμένη με τη φούστα της και ξεδίπλωνε το γνέμα από το αδράχτι ,για να το τυλίξει γύρω από τ´ανοιχτά της πόδια ή άλλοτε ,όταν κάποια από τις αδερφές της ήτανε διατεθειμένη ,τέντωνε τα δυο της χέρια ευθεία εμπρός και σε απόσταση περίπου 60 εκατοστών και τύλιγε εκεί η Κατερίνη το γνεμένο θησαυρό της. Έτσι έφτιαχνε τις τυλιγαδιές κι αυτές περίμεναν υπομονετικά την απόφαση της κυράς τους για το πότε θα έκαναν το επόμενο βήμα τους

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

Η ριζαρί κουβέρτα ! Προετοιμασία : Βαφή νήματος !

Το μάτι της Κατερίνης ,,καρέλωνε,, καθώς έβλεπε τις πολύχρωμες τυλιγαδιές απλωμένες στη σκιά να στεγνώνουν κάθε φορά που η μάνα της ετοίμαζε να υφάνει πολύχρωμες πλουμιστές αντρομίδες φορτωμένες με λουλούδια και πουλιά σε χίλιες δυο αποχρώσεις ή μπάντες ή σαλαπλάδες ! Τα χρώματα ήσαν το τρανό απωθημένο της, αλλά το ριζαρί την ξετρέλλαινε !

Οι τυλιγαδιές της, της προκομάρας της καμάρι δεν πρόλαβαν έτσι στοιβαγμένες δίπλα στις τουλούπες να ξαποστάσουν, γιατί η αδημονία της Κατερίνης επιτάχυνε τη διαδικασία του επόμενου βήματος ,που ήταν το βάψιμό τους με τη βαφική ουσία που έβγαινε από τη ρίζα του φυτού ριζάρι . Πέντε γυναίκες ήσαντε στην οικογένεια και η νόνα έξι που όμως δε λογαριαζόταν στο δυναμικό γιατί ήταν αδιάθετη , πέντε και προκομμένες ! Δε χρειάζονταν βοήθεια από καμμιά γειτόνισσα, ένας λόγος να μη δώκουν λογαριασμό για το τι θα κάμουν ,γιατί φοβούνταν το μάτι και τη γλωσσοφαγιά !
Τη Δευτέρα η Γιωργίτσα καβάλα στο Μένιο της μαζί και η Κατερίνη τράβηξαν για τη Ζούρτσα ,όπου θα έβρισκαν τα απαιτούμενα για το σκοπό τους υλικά ,τουτέστιν μπογιά που δεν ήταν άλλη από το ριζάρι και στύψη για να μη ξεβάφει το γνέμα. Με την ευκαιρία αγόρασαν και στημόνι σε ,,κούκλες,, που θα χρειάζονταν στο επόμενο βήμα. Για την Κατερίνη ήταν ευκαιρία να περιεργαστεί διάφορα σε αυτή της την επίσκεψη στο μεγάλο χωριό ,που διέθετε καταστήματα που η Μουντρά δεν είχε. Η βόλτα της ήταν γιορτινή θα λέγαμε ,γιατί μολονότι η Ζούρτσα δεν ήταν και πολύ μακριά η Κατερίνη παντρεμένη κοπέλα δεν είχε δουλειά στο παζάρι και όταν πήγαινε ήτανε πάντοτε συνοδευόμενη.
-Κυρ-Ανέστη, είπε η Γιωργίτσα,ενώ η Κατερίνη απλά παρακολουθούσε σα μικρό παιδί, δέκα ,,κούκλες,, στημόνι, 10 κουταλιές στύψη και το πρεπούμενο ριζάρι για μια κουβέρτα !
-Στις διαταγές σου κυρά Γιωργίτσα, είπε ο Ανέστης και ξεβολεύτηκε από τον πάγκο του,που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε πατήσει άνθρωπος μέσα στο μαγαζί του και σημείωσε στο ντεφτέρι του μυαλού του σαν καλοΐσκιωτες τις πρωινές του πελάτισσες ,ενώ κατευθύνθηκε πάραυτα στη διπλανή συνεχόμενη του καταστήματος αποθηκούλα ,τράβηξε έναν ,,πάκο,, στημόνι ,που είχε μέσα του όσες κούκλες του γύρεψε η Γιωργίτσα και γύρισε πίσω κουβαλώντας το και το ακούμπησε στον πάγκο ! ,,Στερνά,, γύρισε πισωπλατίζοντας τις γυναίκες και κοίταξε στο ράφι που ήταν πιο ψηλά από το κεφάλι του μια ολόκληρη σειρά χρωματιστά παφιλόκουτα με ριζαρομπογιές που δεν είχαν στον τόπο τους ,και το ´φερνε έλεγε από τη Λάρισσα ο Ανέστης, τράβηξε ένα από δαύτα και το ακούμπησε και ´κείνο στον πάγκο.
-Δεν έχεις χύμα κυρ-Ανέστη είπε η Γιωργίτσα που μυρίστηκε πως ο Ανέστης θέλει να της φορτώσει και το παφιλόκουτο για μπογιά και να του το πλερώσει για χρυσό.
-Έχω, αμ´πώς ! Εγώ για καλύτερα ήφερα το κουτί που έχει μετρημένη την αναλογία !
-Και πόσο το χρεώνεις εδαύτο;
-Πέντε δραμές!
-Και το χύμα;
-Τρεις δραμές !
-Ε, τότε βάλε μου ελόγου σου από ´κείνο !
-Μία, δύο, τρεις.............δέκα κουταλιές μέτρησε κι αράδιασε απάνου στο στρατσόχαρτο ο Ανέστης κι ύστερα το ´πιασε ανασηκωτά από τις δυο του άκρες και το άδειασε μέσα σ´ένα αυτοσχέδιο χάρτινο επίσης χωνί, που το κατασκεύασε επί τόπου. Μέριασε τη λάτα με το χύμα ριζάρι , την καπάκωσε και....
-Τίποτις άλλου κυρά Γιωργίτσα;
-Τίπουτις, να είσαι καλά !
Η Γιωργίτσα έλυσε τον ,,κόμπο ,,της, μέτρησε τις δραχμές που άθροισε ο Ανέστης, πήρε τα ρέστα της, του είπε να φυλάξει για λίγο τα πράγματα κοντά του γιατί ήθελε να κάμει μια-δυο δουλίτσες ακόμα και φύγανε μαζί με το τσιουπί για να τις κάμουνε. Τι θέλανε δηλαδή, δυο οκάδες αλάτι και κάμποση σόδα ,δυο τρία σπιρτόκουτα, ένα σκουράτζο και φυτίλια για τις πετρελαιόλαμπες καθώς κι ένα λαμπόγυαλο που έσπασε καθώς το καθάριζε η Ελένη ,η τρανή της κόρη που ´χε γίνει κουβέντα για ένανε από ´κει , τη Ζούρτσα ζάβαλε,που την επήρε και διάκανε αργότερα στην Αμερική με τα παιδιά της και μάλιστα έφυγε κι ογλήγορα για τον άλλο κόσμο !
Γυρίσανε στου Ανέστη που ήτανε μπροστά-μπροστά το μαγαζί, αφήνουντας τη στροφή του έμπα το ´βλεπες φάτσα, πήρανε την πραμάτεια τους ,τη φορτώσανε στο γαϊδαράκο τους και γλείφοντας δυο καραμέλες που τις φίλεψε ο Ανέστης γυρίσανε προτού το μεσημέρι πίσω στη Μουντρά μυρίζοντας φασκόμηλο από τ´αντικρυνό βουνό κι αγναντεύοντας τη Στραβόραχη το βουνό και τα Τρελάγκαθα την τοποθεσία που είχανε τα γρέκια τους.
Έβλεπαν ουρανό καθάριο κι ανάσαιναν μοσκοβολιά , φορτώνονταν αγάπη κι απλωσιά απέραντη στο γαλάζιο τ´ουρανού και τρεμόπαιζε το μάτι τους καθώς αγνάντευαν τις ρεματιές, τους λόφους και τα βουνά τριγύρω , τα λιοστάσια, τα σταροχώραφα κι ούλη την ομορφιά που απλωνόταν μπροστά τους και που κάθε φορά έμοιαζε να είναι διαφορετική ,γιατί με αλλιώτικο πνεύμα και μ´άλλη σκέψη την έβλεπαν εκείνες.
Η Κατερίνη δεν έβλεπε την ώρα ν´αρχίσει η διαδικασία του βαψίματος, αν ήτανε δυνατόν την ίδια εκείνη στιγμή του γυρισμού .
-Την Τετράδη, είπε κοφτά η Γιωργίτσα, την Τετράδη θα βάψουμε !
-Μπορώ και μοναχή μου μάνα, αντιμίλησε η Κατερίνη που βιαζόταν πολύ . Θα με βοηθήκει και η Τριαντάφυλλη !
-Μη βιάζεσαι, Κατερίνη μου ! Θέλουνε ρέγουλα, βαϊζούλα μου ετούτες οι δουλειές ! Κρατήσου ! Εσύ θα τα κάμεις , το είπαμε !
Καταλάγιασε τη δράση της η Κατερίνη και τράβηξε για την κάμαρή της να φορέσει τα καθημερνά της παλαξίδια και να στρωθεί σε δουλειές που έπρεπε να μοιραστεί με τις αδερφάδες της. Έλαμπαν τα μάτια της κόκκινο, έλαμπε η κάμαρή της κόκκινο ,έλαμπαν τα όνειρά της αστραπή και το αίμα της καρδιάς της έσμιγε μ´εκείνο που φαντάζουνταν και καθώς άλλαζε της φάνηκε πως ,,χιούθηκε,, ποτάμι κατακόκκινο μπροστά της κι έκλεισε για λίγο τα μάτια της να κολυμπήσει μέσα του, να βαφτεί, να το χορτάσει, να το χαρεί !
- Τι κάνεις παιδάκι μου τόσην´ ώρα; Έλα να πάρουμε μια μπουκιά , της έκοψε την ονειροπώληση η μάνα της, που είχε κιόλας πάρει θέση στο τραπέζι μαζί με τις άλλες κόρες της ! Οι άντρες ήσαντε στα μαντριά ,θα γύριζαν το βράδυ. Τότε θα τους εμαγερεύανε κάτι φρέσκο !
Αλαφιασμένη έκατσε και η Κατερίνη και το γυναικομάνι της οικογένειας το ´ριξε στο κουβεντολόι και στο χάχανο !
Την Τετάρτη πρωί-πρωί η Κατερίνη έβγαλε το χαρανί από το κατώγι, το φορτώθηκε στον ώμο της ,την κουκούλωσε η μούντζουρή του όψη και χάθηκε μέσα του για λίγο κι έμοιαζε σαν το σαλίγκαρο που κουβαλάει μαζί του το σπίτι του, το ´στησε στην πυροστιά αλαφρώνοντας τον ώμο της με το ακούμπημά του και επαναπροσδιοριζόμενη φώκωσε τη φωτιά από κάτω με αφάνες και χαχαλάκια για προσάναμμα κι ύστερα με λιανότερα και χοντρύτερα ξύλα για να βράσει το βρόχινο νερό που είχε η Γιωργίτσα μαζεμένο και φυλαγμένο για το σκοπό αυτό , γιατί έκανε το χρώμα έλεγε να κολλάει καλύτερα .
Η Κατερίνη έφερε τη στύψη, τη διάλυσε μέσα στο νερό , έριξε και το ριζάρι που το είχανε βάλει να μουλιάσει αποβραδίς και πρόσεχε να μην της πάρει βράση το νερό ,γιατί δε θα γινόταν καλά η δουλειά ,έτσι της είχαν μάθει η νόνα και η μάνα της.
Είχανε ζεματίσει τις τυλιγαδιές και τις έριξαν κι αυτές ούλες μαζί μέσα ανακατεύοντας συνέχεια μ´ένα ξύλο για να πιάνει το χρώμα απ´ούλες τις μπάντες το βρεγμένο μαλλί και να βγει ομοιόμορφο. Ήταν η πρώτη φορά που έβαφε σχεδόν μονάχη της η Κατερίνη ,με την επίβλεψη βέβαια της μάνα της ,και το απολάμβανε τόσο πολύ που δεν ένιωθε το βάρος του αναδέματος που ήθελε ζόρι μπόλικο. Παιδεύτηκε κάπου μια ώρα ανακατεύοντας ,ενώ η Γιωργίτσα έλεγχε τη φωτιά .
Όταν τα γνέματα πήραν το χρώμα που ήθελαν και θάμπωσαν τα μάτια τους από το αστραφτερό πορτοκαλοκόκκινο , τότε ζούληξε τις τυλιγαδιές να χωθούν ούλες μέσα στη μπογιά ,έβαλε απάνω στο λεβέτι το ξύλο που ανακάτευε κι ακόμα ένα παράλληλο με το πρώτο σε μια απόσταση μεταξύ τους, κουκούλωσε το χαρανί με μια λινατσένια καλύπτρα και αφήκανε τα γνέματα μέσα στη βαφή τους ,,να κοιμηθούν,, ούλη τη νύχτα και να κρυώσουν . Ακούμπησαν απάνω και δυο τρία σπειριά λιβάνι, τα σταύρωσαν και τ´άφηκαν ήσυχα .Την άλλη μέρα το πρωί η Κατερίνη με την Ελισσάβετη σήκωναν μία-μία τις τυλιγαδιές να στραγγίζουν και τις άπλωσαν σε σκιερό μέρος να στεγνώσουν μπουρλιασμένες σ´ένα γερό δοκάρι ! Η Κατερίνη έκατσε και τις εκαμάρωνε και δεν επίστευε στα μάτια της ότι γι αυτό το θάμα είχε συντελέσει ουσιαστικά η ,,ιδιανή,,.
Όταν στέγνωσαν πήραν τις τυλιγαδιές και δυο κοφίνες που τις εφορτώσανε στο γάιδαρο και πήγανε στον κάνταλο του Αγιάννη να τις ξεπλύνουν καλά ,πολύ καλά, τόσο όσο να μη βγάζουν ,,μπίτι,, χρώμα πια. Παπά εικόνα ήρθε στο μυαλό τους που βάφτιζε μικρό παιδί σαν βούταγαν μία -μία τις τυλιγαδιές και τις ανεβοκατέβαζαν πνίγοντάς τες κι ανασταίνοντάς τες πάραυτα .
Τις στράγγιζαν καλά και τις έβαναν μία -μία εναλλάξ μέσα στις φορτωμένες στο γάιδαρο κοφίνες !
Στο σπίτι τις ματάπλωσαν στη σκιάδα του υπόστεγου να στεγνώσουν εντελώς! Σα στρατιωτάκια στη σειρά ή καλύτερα σαν ινδουιστές μοναχοί καμάρωναν ταπεινά μέσα στην πολυτελή στολή τους περιμένοντας το καινούριο τους ταξίδι !

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

Η ριζαρί κουβέρτα ! Προετοιμασία : Το μασούρισμα !

Ούτε που ήθελε ν´ακούσει για βοήθεια σήμερα η Κατερίνη !

Το βήμα ετούτο της διαδικασίας για την κουβέρτα της το ήθελε αποκλειστικά δικό της !
Άπλωσε μπροστά της μασουρόβεργες, σαΐτες, καλαμομάσουρα, κουβάρια , τυλιγάδι, ανέμη , μασουρίστρα, σκαμνί,ούλα στην αράδα κι ούλα συντρόφους τα ´καμε κι ούλα καμάρια και ακριβά όνειρα, ούλα περιπέτεια και δράση, ούλα φαντιάσματα του νου ακριβοθώρητα κι ούλα της νιότης πόθους και καλωσορίσματα ευλογημένου έργου !
Έστρωσε χάμου καταγής ένα ψαθί ,ακούμπησε απάνου την ανέμη , τη μασουρίστρα, φόρεσε στο τυλιγάδι μια ,,τσικλιά,, ,έλυσε τα δέματα, τράβηξε την άκρη και την έδεσε στο κέντρο ενός καλαμένιου μασουριού ,τόσο μεγάλου, όσο να χωράει στη σαΐτα της, έβαλε στην σχετική υποδοχή της μασουρίστρας το πόμολο περιστροφής, γύρισε με το χέρι δυο -τρεις βόλτες την κλωνά στο μασουράκι που το πέρασε στην οριζόντια βέργα υποδοχής των μασουριών ,ενός ή περισσότερων , βόλεψε τη θέση της αρχικά μ´ένα απλό κωλοκάθισμα που στέριωνε όλο της το βάρος στα καλάμια των ποδιών της, ζωγράφισε στα χείλια της ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης και πρόφερε δυο λόγια προσευχής που μόνο εκείνη ήξερε ποια ήσαν και ......
Γρρρρρρρρ ακούστηκε ο ήχος της ανέμης που τράβαγε την κλωνά από το τυλιγάδι ,που τριγυρνούσε γύρω από τον εαυτό του αδιάκοπα κι έκανε μονότονες χορευτικές φιγούρες καθώς η Κατερίνη με το δεξί της χέρι γύρναγε τη ρόδα και με το αριστερό της κρατούσε και κατηύθυνε την κλωστή του τυλιγαδιού οδηγώντας τη κατά μήκος του μικρού καλαμένιου μασουριού της σαΐτας της! 
Ένα -ένα τα μασουράκια γέμιζαν πορτοκαλοκόκκινο γνέμα και ,,γκαστρωμένα,, με ,,τούρλα,, την ,,κιουλιά,, τους αραδιάζονταν σε μια καλαμόπλεχτη ξέβαθη καλαθούνα και με κάθε καινούριο τα υπόλοιπα κλείνανε μάτι μεταξύ τους που αυγάταιναν και στην Κατερίνη που τα κανάκευε και τα στοίβαζε δημιουργώτας μια μασουροκοινωνία ζηλευτή με εφήμερη ή ολιγοήμερη ή το πολύ ολιγόμηνη ζήση ! Ξεχασμένη στην άβολη αρχική της στάση ένιωσε τα καλάμια των ποδιών της να πονούν και τότε τράβηξε το ξύλινο σκαμνάκι που ήταν ξωπίσω της κι έκατσε αναπαυτικότερα , γιατί ούτε για να φάει δεν εσταμάτησε εκείνη την ημέρα !
Οι τυλιγαδιές όσο πήγαιναν και εξαφανίζονταν. Τις εκατάπιναν κατατρώγουντάς τες τα σαϊτομάσουρα και χωρίς εδώ να ισχύει το ,,ο θάνατός σου η ζωή μου,, , γιατί μια απλή μετάθεση γινόταν και χόρταινε το μάτι της Κατερίνης θέαμα και γιόμιζε η ψυχή της περηφάνεια για το γοργόφτερο ξεκίνημα του όνειρου , που στο αέναο τρεχαλητό της ανεμοδούρας της ανέμης και της ,,ροκάνης,, πλανιόταν και ταξίδευε μακριά συλλέγοντας εικόνες και πλέκοντας ιστορίες !
-Σταμάτα πια, Κατερίνη ! Έλα ,,σιαδώ,, ! Ο σοφράς στρωμένος καρτεράει ! Έλα κι επεινάσαμε, τ´άντερό μας ,,γουργουράει,, !
-Κάμετε σταυρό κι έρχουμαι ! Και συνέχιζε να γυρίζει την ανέμη και οι μονότονοι ήχοι του γυρίσματος της ανέμης, των μασουριών και της καλαμίστρας έφτιαχναν μια πρωτότυπη όσο και κοινότυπη μουσική που έμπλεκε με τον ήχο της ρεματιάς ,,παρέκει,, και ταξίδευε το νου και συνέπαιρνε το αυτί !
-Δεν ακούς εσύ, ξανακούστηκε αυστηρότερη τώρα η φωνή της Γιωργίτσας και δεν έπαιρνε άλλο, η Κατερίνη σηκώθηκε, έπλυνε βιαστικά τα χέρια της παίρνοντας νερό από το τσουκάλι που έστεκε όξω από την πόρτα του μαγεριού, έκαμε βιαστικά και το σταυρό της κι όρμηξε στο πεντανόστιμο λαδερό της Σαρακοστής μα εκείνη πίστευε πως όχι ρεβύθια, αρνί της φαινόταν ότι έτρωγε και καταβροχθίζοντας ούτε τις ερωτήσεις της ομήγυρης δε ,,μπόραε,, ν´,,αγροικήσει,, μα κι όσες άκουγε δε ,,μπόρηγε,, να τις απαντήσει, γιατί το στόμα της ήταν μπουκωμένο φαΐ και ευτυχία όπως και η ψυχή της !
-Ίσια με το ταχύ θάχουνε τελέψει τα μασουρίσματα του υφαδιού , τους είπε και σφουγγίζοντας τα χείλια της με την πετσέτα που ήτανε μπροστά της χωρίς να περιμένει απόκριση και χωρίς ούτε συμπάθιο να γυρέψει ,που σηκώθηκε ανερώτηγα από το τραπέζι , έτρεξε κατ´ευθείαν στην εργαλειοσυναυλία της και δεν εσηκώθη προτού να δύσει ο ήλιος ! Μανία, ανώριμη προθυμία νιότης άγουρης , όπως και να το πει κανείς μέσα πέφτει ! Το βράδυ πάντως ξεπλατισμένη , κουκούλωσε άρον-άρον τα σύνεργά της και χωρίς καληνύχτα , μπούρλιασε στο τάκα-τάκα τη νυχτικιά της και ,,σβερκώθηκε,, του θανατά ! 
-Δεν εσταμάτηκε στάλα ,είπε η Γιωργίτσα στο Θανάση τον άντρα της για να προλάβει μαλώματα και παρατηρήσεις ! Κι αρχίνησε τα παινέματα της Κατερίνης για την αξιοσύνη της και για τις αρετές της. Φχαρστήθηκε κι ο Θανάσης με τ´ακούσματα ,τ´αδέρφια της όμως αδιάφορα καληνύχτισαν ,γυρέψανε συμπάθιο, σταυροκοπήθηκαν κι αποχώρησαν και οι τσιούπρες με τη μάνα τους μιλάγανε δικά τους πράματα και διαλέγαμε χρώματα για τις δικές τους κουβέρτες με ,,τις κούπες,, !
Στ´αντιφέγγισμα του φεγγαριού που ο γιόμος του έφερνε ευτυχία στα προικιά γραφόταν η πιο όμορφη ιστορία στον ύπνο της Κατερίνης που πλέχτηκε αργότερα με το στημόνι και το υφάδι και υφάθηκαν οι πιο όμορφες ,,κούπες,, με το ριζαρί ,,νέμα,, από τα μαλαματένια χέρια μιας νεράιδας με σταυρωτές πλεξούδες !
Το ταχύ ως το μεσημέρι δεν έμεινε ούτε μία τυλιγαδιά αμασούριστη και η Κατερίνη, χωρίς να μετακινήσει τίποτα, πήρε μια μακριά μασουρόβεργα και με τα επιδέξια χέρια της με πολλή μαεστρία, ήταν εξασκημένη άλλωστε από όταν βόηθαγε τη μάνα της κι από όταν ύφαινε κουρελούδες και χοντρά ματαράτσια, τύλιξε κατά μήκος της το γνέμα της δρούγας ,που στο μεταξύ το είχε καμωμένο ένα τρανό κουβάρι , και γοργά-γοργά το πηγαινόφερνε πάνω-κάτω και ´κείνο σαν το τρεχαντήρι ακλούθαγε πιστά τα σταυρώματα και τ´αλλαξογυρίματα του μασουριού , το ίδιο και τα ,,κοντοστεκάματα,, στις κορφές για να γίνουν ,, τα κεφαλάκια,, που θα συγκρατούσαν το ,,νέμα,, και δε θα ξετυλίγονταν !
Ο κόκκινος θησαυρός αποθηκεύτηκε δίπλα στον αργαλειό και την επόμενη βδομάδα η Κατερίνη μασούρισε στα μεγάλα καλαμομάσουρα το στημόνι για το ,,διάσιμο,, που θα ήταν η επόμενη απαιτητική εργασία για την υλοποίηση του όνειρου !

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΤΕΚΑΤΟ

 Η ριζαρί κουβέρτα! Προετοιμασία: Το διασίδι! (Α)

Το ξημέρωμα εκείνης της Πέμπτης βρήκε το πατρικό της Κατερίνης ανάστατο σε μια γλυκειάς ιστορίας αναστάτωση, μπελαλίδικης κι όμορφης, ,,αναμπουμπούλα,, που δεν ήταν ούτε άγνωστη ούτε μοναδική στο χωριό τον καιρό της νόνας. Κάθε σπιτικό που είχε ,,αδυνάσια,, τη ζούσε αυτή την αναστάτωση έντονα κι επανειλλημένα. H πιο δύσκολη όσο και φοβερά κουραστική και υπεύθυνη εργασία του αργαλειού θα διαδραματιζόταν σε λίγο στη μεγάλη αλάνα δίπλα στο σπίτι τους. Μέρες τώρα η Γιωργίτσα είχε ,,δειοποιγήσει,, τη μοναδική τεχνήτρα του ,,διασίματος ,, των βηλαριών, την Αφέντρα, όνομα και πράμα, τη μοναδική ,,μπελονιάστρα,, των αργαλειών της περιοχής την Μπιολέτα, κατά παραφθορά του Βιολέτα, που με προθυμία δίδαξε αφιλοκερδώς την τέχνη της σε πολλά νέα κορίτσια του χωριού, και τις αγαπημένες της γειτόνισσες Γιαννούλα και Μαρία, όπως και την πρωτοξαδέρφη της τη Φώτω και την αδερφή του άντρα της την Παναγιώτα. Ήσαντε κι από μόνες τους μπόλικες, οπότε θα είχαν απαρτία και ρεζέρβες ,,κιόλανε,, για την ,,περίφτωση,, που κάτι τύχαινε σε κάποια από ούλες τους. 
Η Γιωργίτσα σηκώθηκε νύχτα εκείνη την ημέρα, όχι πως τις άλλες ημέρες σηκώνουνταν αργά, έφτιαξε χαλβά του κουταλιού με καλοτσιγαρισμένο το αλεύρι, τον έκαμε κουταλιές και τις αράδιασε στη μοναδική γυάλινη μπιρμπιλοξόμλιαστη πιατέλα της, την απόθηκε ανάλαφρα σκεπασμένη μ´ένα ,,τουλπάνι,, στο τραπέζι της σάλας και τραβήχτηκε προς το κοτέτσι για να πιάσει τον καλύτερο κόκκορα που τόνε μαγέρεψε κοκκινιστό και θα του ´ριχνε και χυλοπίτες όταν η ώρα για φαΐ θα είχε ´ρθει κι εννοείται πως, αφού θα είχανε τελέψει τη δουλειά τους.
Η Κατερίνη και οι αδερφάδες της ,,αναζγούρλευαν ,, τα ,,συμπράγκαλα,, στον αχυρώνα και νάτα τα ,,πασσάλια,,!
Τα είχε σμιλέψει με αγάπη για κείνες και για τη μάνα του ο αδερφός τους ο Νικολός.
-Λείπει μια ρόκα, λέει η Ελισσάβετη!
-Τι ρόκα μωρή, οι ρόκες είναι από ´κει στον αργαλειό παραπέρα, της αποκρίθηκε η Τριαντάφυλλη!
-Ε, κουτορνίθι, βιάζεται η Κατερίνη ν´απαντήσει. Λένε και το πασσάλι έτσι, δεν τόχεις ματακούσει; Για τήρα το! Το λένε ρόκα γιατί έχει δυο ,,τσατάλια,, και μοιάζει με τη ρόκα ,καψερή μου! 
Και καθώς σηκώνει το πέμπτο πασσάλι θριαμβευτικά η Κατερίνη, σκάσανε ούλες στα γέλια και το πρωϊνιάτικο εκείνο γελοκόπημα αντιλάλησε στη ρεματιά και το πήραν οι νεράιδες, οι δικές τους νεράιδες και το κάμανε μουσική για να χορεύουνε στο νεραϊδόκοσμό τους!
Τα κορίτσια ανακάλυψαν όλα τα χρειαζούμενα σύνεργα, την καλαμένια διάστρα, αργότερα φτιάξανε μία με τελάρο ξύλινο, την τυλίχτρα, το σκαμνί. Ακόμα και το χοντρό τρούπιο λιθάρι, χρειαζούμενο και τούτο, που ήτανε φυλαγμένο στη γωνία. Ξεσκόνισαν τα σύνεργα και τα κουβάλησαν στην αλάνα δίπλα, που ήταν τεράστια σα γήπεδο κι ´είχε δυο δέ τρα αντικρυστά, ό,τι πεις για τις διασιδοδουλειές της γειτονιάς!
Ο ήλιος ανέβηκε μια οργυά από την ανατολή του. Οι καλεσμένες γυναίκες μια-μια παρουσιάζονταν κι έδιναν το παρόν για τη συμμετοχή τους σ´ένα πανηγύρι που όμοιό του δε θα ματάβρεις στον αιώνα τον άπαντα!
Ούλες με τα τσεμπέρια τους, τις ,,μπόλκες,, τους, τα ,,βελέσια,, τους, τις μπροστοποδιές τους, τα παπούτσια τους ή την ξυπολισιά τους! Φιγούρες μιας εποχής αλλιώτικης, ανεπανάληπτης, αργής και αγνής!
Όρθιες στην αυλή καρτερούσαν, δεν είχανε καιρό για χάσιμο. Εκεί τις βρήκε η Κατερίνη να καρτερούν και νάχουν κιόλας αρχινίσει τα κουτσομπολιά για το κορίτσι του γείτονα, που λέει τόδανε στην εκκλησιά να λοξοκοιτάει τον Αργύρη από την πέρα ρούγα και δε ντρεπόταν το παλιοθήλυκο και τέτοια....στην εκκλησιά ,κιόλανε,,, πώς δεν την έσφαξε το αγρίμι ο πατέρας της....
Η τουρλωτή πιατέλα με το χαλβά τις αναλίγωσε και τους έκοψε την όρεξη για κουβέντα!
Η Κατερίνη πέρασε από μπροστά τους, στεκόταν, πρόσφερε, έπαιρναν μέχρι που τέλεψε ο κύκλος κι έκαμε και μια δεύτερη γύρα, αφού η πιο τολμηρή η Τάσαινα γύρεψε κι άλλο ,,μπουκούνι,,!
Σα λιμασμένη, ψιθυρίζει στο αυτί της Μαρίας η Παναγιώτα, μα σαν ήρθε μάτα μπροστά της η πιατέλα ουδόλως αρνήθηκε..!
Η Κατερίνη έφερε και το νερό στις κούπες και σε τρία τέσσερα γυαλοπότηρα, τόσα είχε, το πρόσφερε και τούτο και....
-Καλορίζικα, είπαν ούλες μ´ένα στόμα!
-Φχαρστούμε και στα παιδιά σας, και στων αδερφιών σου, και στου λάλα σου κι άλλα τέτοια και παρόμοια.
-Πάμε γυναίκες, έδωκε το πρόσταγμα η Γιωργίτσα και το ,,λεφούσι,, των γυναικών τράβηξε για την αλάνα!

Πιθανές άγνωστες λέξεις :

Ζητώ συγγνώμη από τους φίλους για τις ιδιωματικές -άγνωστες λέξεις που προκύπτουν γι αυτούς, αλλά επειδή στόχος των κειμένων μου είναι η αναφορά στη ντοπιολαλιά του χωριού, στα ήθη και έθιμα, στους χαρακτήρες και την ψυχολογία των ανθρώπων της εποχής, αυτό είναι αναγκαίο!
Εις το εξής θα ερμηνεύω τις πιθανές άγνωστες. 
Ευχαριστώ όσες κι όσους διαβάζετε τις αφηγήσεις μου και το ότι διαμαρτυρηθήκατε για άγνωστες λέξεις είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας του ενδιαφέροντός σας!
Στη διάθεσή σας...

αναμπουμπούλα= αναστάτωση 
συμπράγκαλα =τα διάφορα αντικείμενα του νοικοκυριού ( συνών. τα τσάγνια, τα τσιουμπλέκια, χα χα, οι άγνωστες με άγνωστες!)
αδυνάσια =αδύναμα μέλη, τις ανύπαντρες γυναίκες, τα κορίτσια χαρακτήριζαν έτσι τότε
κιόλανε =κιόλας
διάστρα= το εργαλείο διασίματος που βλέπετε στη φωτό, όπως και τη γυναίκα που το χειρίζεται 
στημόνι= το λεπτό νήμα το κάθετα τοποθετημένο στον αργαλειό για να γίνει η ύφανση
υφάδι =το χοντρό ή άλλοτε και λεπτό νήμα που οριζόντια προς το στημόνι τοποθετημένο δημιουργούσε την πλέξη
το διάσιμο= η διαδικασία τακτοποίησης των νημάτων του στημονιού προκειμένου να πραγματωθεί η ύφανση
βηλάρι= το όλο μήκος του υφαντού
μπελονιάστρα = η γυναίκα που γνώριζε καλά την τέχνη του μετρήματος για να δημιουργηθεί το σχέδιο και το πέρασμα των κλωστών του στημονιού στα μιτάρια και στο χτένι
δειοπηγήσει= παραποιημένη η λέξη ειδοποιήσει
περίφτωση=παραποιημένη η λέξη περίπτωση
τουλπάνι= αραιοϋφασμένο λεπτό ύφασμα 
ανασγούρλευαν = έψαχναν να βρουν πράγματα ανάμεσα σε άλλα
πασσάλια =οι πάσσαλοι
ρόκα = το εργαλείο γνεσίματος του μαλλιού
κουτορνίθι= κουτό σαν την όρνιθα
τσατάλια = οι ψιχάλες, ένα Υ
μπόλκα = είδος εξωτερικού ρούχου συγκεκριμένης ραφής
βελέσι = ένα είδος φαρδειάς φούστας της εποχής
αναλίγωσε = έλιωσε, ,,της πέσανε τα σάλια,,
μπουκούνι = κομμάτι (μεγάλο συνήθως)
λιμασμένη = πεινασμένη (από το λιμός=πείνα)

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

Η ριζαρί κουβέρτα! Προετοιμασία: Το διασίδι (Β)

H αλάνα δίπλα στο πατρικό της Κατερίνης γιόμισε ζωή, ζωή αληθινή με εικόνες και πνεύμα, με χρώμα και άρωμα!

Περαστικοί προ πάντων νέοι και νιες που η εικόνα τους μαρτυρούσε τη δουλειά που επρόκειτο να γίνει στέκονταν περίεργοι και χάζευαν την τόσο διασκεδαστική αλλά και τόσο πολύπλοκη αυτή διαδικασία και τα ψουψουρίσματα και τα χαχανητά έδιναν κι έπαιρναν και οι ματιές όσο κι αν απαγορεύουνταν έπεφταν στα κλεφτά και τ´όνειρο δούλευε κι οι ψυχές λευτερώνονταν και οι έρωτες ξεμπάρκαραν στα κατακλυσμιαία ξεροβούνια, τους αρκούσε που είχαν σωθεί και δεν παραπονιούνταν.
Γκάπ-γκούπ η Γιωργίτσα μ´ένα βαρύ πετρόσφυρο και τα πασσάλια βρήκαν τη θέση τους που την καθόρισε η Αφέντρα. Τα δυο πρώτα, ζευγαράκι σχεδόν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, το σταυροζεύγαρο όπως έλεγαν, το τρίτο λίγο πιο μακριά και τ´άλλα μοιράστηκαν στην απόσταση που υπολόγισαν ότι θ´απλωθεί το νέμα. Σα στρατιωτάκια που πήραν το παράγγελμα να σταθούν προσοχή για όσο η ανάγκη του διασιδιού απαιτούσε στη λαβυρινθώδη διαδρομή του, δε χάλασαν χατήρι σε μια τόσο ιερή αποστολή και εκτέλεσαν το παράγγελμα σαν ιερό τους χρέος. Παλούκια καλοπελεκημένα τα πασσάλια με αρκετά μυτερή τη μια τους άκρη, όπως την είχε πελεκημένη ο Νικολός εύκολα έσκισαν τη νοτισμένη από την πρωινή δροσιά γης και εισχώρησαν στο χώμα, ο δε χτύπος από την πέτρα διαμήνυσε την ιερή τελετή. Η Κατερίνη και τ´άλλα κορίτσια παρακολουθούσαν με προσοχή και υπομονή την ενδιαφέρουσα αυτή εργασία, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά, γιατί έπρεπε να τη μάθουν καλά για να τη γνωρίζουν και να τη μεταδώσουν και στα δικά τους παιδιά.
Η Αφέντρα που κράταγε την καλαμένια διάστρα ,την ακούμπησε για μια στιγμή χάμου, σταύρωσε το βηλάρι και τράβηξε ούλες τις αρχές των καλαμένιων μασουριών, που ήσαντε περασμένα σε σειρές σε λεπτές ευθείες σκληρές βέργες παράλληλες μεταξύ τους και τις κράτησε στη χούφτα της γερά. Μία κλωνά που δεν είχε καλά στεριώσει της ξέφυγε κι έπεσε χάμου λιπόθυμη μα η Κατερίνη χωρίς να περιμένει κανένα πρόσταγμα ,,έσκιουψε,,, τη μάζεψε και την έδωκε στην Αφέντρα. Πάντα έκανε του κεφαλιού της η Κατερίνη μα έμπαινε μόνο ,,εκεί που χώραγε,,. 
Η Αφέντρα έκαμε ένα κόμπο ούλες τις κλωνές μαζί και με τρελή επιδεξιότητα έκαμε την πρώτη σταύρωση, όπως τη λένε στη διαδικασία τακτοποίησης των νημάτων, στο διασίδι δηλαδή. Τα πόσα σταυρώματα καθόριζαν το φάρδος του υφαντού. Με το ένα χέρι κράταγε την κομπιασμένη δέσμη και με τα δάχτυλα του άλλου μέτραγε δύο, ένα, δύο, ένα και ένα, ένα, ένα και πάλι το ίδιο και πήδαγαν τα δάχτυλα σταυρώνοντας τα νήματα με τέτοια σιγουριά και γρηγοράδα, που όσες κοίταγαν για να μάθουν δεν προλάβαιναν καλά-καλά να το κατανοήσουν.
-,,Νόμου,, κι εμένα θεια να δοκιμάσω της είπε η Κατερίνη που αγνάντευε απόκοντα λιγουριάρικα.
-Δεν ικάνουμε μάθημα ,,τώρανες,, τσιούπραμ´. Τώρα κοίτα μοναχά κι ό,τι πάρεις! Άλλη βολά!
Ετούτο δεν της ,,άρενε,, διόλου της Κατερίνης. ,,Σάματι,, όμως μπόρηγε να κάμει και τίποτ´άλλο; Η αφέντρα ήτανε αυστηρή και ,,μονόχνωτη,,. Ό,τι είχε να ειπεί το ´λεγε μόνο μια φορά.
Ύστερα μοίρασε τυχαία κάπου στη μέση τη δέσμη και την πέρασε στο πρώτο πασσάλι, ξαναπήρε τη διάστρα στο χέρι της και με το ένα κρατώντας τη διάστρα και με το άλλο τα νήματα καβαλίκευε απανωτά τα πασσάλια εναλλάξ, στο δεύτερο σταυρωτά και πάλι σταυρωτά μετά το δεύτερο κι επάτησε με το πόδι της το σταυρωμένο νέμα για να μην της φύγει η σταύρωση. Αυτόματα η Γιαννούλα, έμπειρη υφάντρα και αυτή καβαλίκεψε τις κλωνές, εκεί που πάταγε η Αφέντρα, με τη μαγκούρα για να μη ξεφύγει καμμιά τους. 
Τόσα κεφάλια για την κουβέρτα, τόσα κλωνιά, τόσα για το ένα τόσα για το άλλο, σκέτη αριθμητική. Να γιατί δεν πάθαιναν Alzheimer’s οι παλιότερες γενιές και ,,το είχαν τετρακόσια,, μέχρι την ώρα που ξεψύχαγαν! Μετρούσαν, μετρούσαν, μετρούσαν και...κουτσομπόλευαν..!Τα πάντα ήταν υπολογισμοί. Τόσο μάκρος, τόσο φάρδος, τόσες πήχες, τόσο νέμα, τόσα καλαμίδια, τόσα μάτια, τόσες πόρτες, τόσα δόντια, τόσα στόματα!
Το αδιάκοπο τραγούδι των καλαμομάσουρων καθώς έτρεχε ρυθμικά η διάστρα χάιδευε αποχαυνωτικά τ´αυτιά κι έγραφε τα λόγια της αναπτυσσόμενης αγάπης της Κατερίνης για το Γιώργη στ´ουρανού το ντεφτέρι το ανεξίτηλο και τη λαχτάρα της ν´ακουμπήσει γοργά στην αγκαλιά του. Τα τρία χρόνια που απόμεναν της φαίνονταν πολλά και μονάχη της τάχαινε το χρόνο με το νου της και τον έκανε μικρό, πότε τρεις μήνες, πότε τρία μερόνυχτα και πότε όπως σήμερα μοναχά τρεις ώρες, τόσο λίγη προθεσμία έδινε στην αγάπη για χασομέρι, τόσο μοναχά όσο να πλυθεί, να στολιστεί και να περιμένει...
-Ελάτε μία δώθε, είπε η Αφέντρα! Κι έτρεξε η Τριαντάφυλλη!
-Εσύ, της είπε χωρίς ν´αφήκει τη διάστρα από τα χέρια της θα κρατείς συνέχεια και χαλαρά μέσα στις χούφτες σου τα νέματα όπως σου τα δίνω για να μην απλώσουν και κείνη διάβηκε απ´ούλα τα στρατιωτάκια εναλλάξ μπουρλιάζοντας για πλερωμή τους το νήμα στη διχάλα τους σταυρωτά, τράβηξε ως το τέλος που ήταν τοποθετημένο το ανάσκελο ,,σκαμνί ,, με το ένα ποδάρι, που στην ανάσκελη πλάτη του κουβάλαγε ένα βαρύ λιθάρι, αγκάλιασε το ποδάρι με το νήμα και συνέχισε να προχωράει από την αντίθετη μεριά με πιστό της ακόλουθο πάντα την Τριαντάφυλλη και πάλι πέρναγε σταυρωτά τα πασσάλια κι αυτός ο ζωηρός και ,,νογεμένος,, περίπατος κράτησε μέχρι να τελειώσει το νήμα στα μασούρια της διάστρας. Η Παναγιώτα και η Διαμάντω δέσανε το στημονιασμένο βηλάρι σε διάφορα σημεία για να μη μπερδεύεται, όπως καλόβολα εξήγησε η Γιωργίτσα στα κορίτσια. Δέσανε και τις σταυρώσεις για να μη χαθούν γιατί τότε αλίμονο θα κάνανε ,,μια τρύπα στο νερό ,,.
Στις δυο θηλειές που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στα δυο σταυρώματα πέρασε η Αφέντρα από ένα ,,καλαμίδι,,.Η απόστασή τους είναι κοντινή ίσα με μια ανοιχτή παλάμη, τόσο και συγκρατιούνται με σπάγκο στις άκρες τους για να μη φύγουν από τη θέση τους. Η σταύρωση έτσι δε θα πάει πουθενά. Θα παραμείνει εκεί καλά κλειδωμένη και φυλακισμένη μέχρι να έρθει η ώρα της για να προσφέρει τη χρησιμότητά της.
Στερνά άφηκε χάμω την αδειανή διάστρα, τράβηξε το νέμα που έμοιαζε σαν τεράστιος ανθρώπινος τένοντας, τον ,,μπούρλιασε,, στον καρπό του χεριού της και χρησιμοποιώντας τη γροθιά της για βελονάκι ξεκίνησε πλέκοντας τεράστιες θηλειές μέχρι που έφτασε πολύ κοντά στα πρώτα πασσάλια. Ξεκαβαλίκεψε το νήμα από το αρχικό πασσάλι που το συγκρατούσαν στη θέση του τα καλαμίδια. Το μπούρλιασε στο χέρι της. Φορτώθηκε το πλεγμένο στημόνι στον ώμο της που έμοιαζε με τεράστια κοριτσίστικη πλεξούδα θυμίζοντας λίγο το παραμύθι της ξανθομαλλούσας και του πρίγκηπα και πήγε κατ´ευθείαν στο στημένο πισάντι.
Όσο να τελέψει αυτή η χαρούμενη, ωστόσο υπεύθυνη και κουραστική διαδικασία είχε μεσημεριάσει για τα καλά!
Η Ελισσάβετη είχε φύγει νωρίτερα. Το τραπέζι στα χεράκια της ήτανε παιχνιδάκι και το νοικοκύρεμα επίσης. Καμμιά δε θα είχε λόγο να σχολιάσει πικρόχολα παρά μονάχα με λόγια κολακευτικά.
Ο κόκκορας αχνιστός με χυλοπίτες συνοδευτικό και μπόλικη μυζήθρα πασπαλισμένες σερβιριζόταν ήδη όταν κατεύθασε η χαρούμενη κομπανία.
Η Κατερίνη ολοπρόθυμη ακούμπησε το σαπούνι όξω στην αυλή σε μια κοτρώνα που ήταν εκεί σφηνωμένη και η ίδια έριχνε νερό με το τσουκάλι να πλένουν τα χέρια τους. Μία μία οι γυναίκες πλένονταν και τελειώνοντας η κάθε μία 
ακουμπούσε το σαπούνι στην πέτρα γιατί δεν έκανε λέει να το δώκει απ´ευθείας στην επόμενη ,για το λόγο ότι θα τσακώνονταν.
Μμμμμμ! έκαμαν ούλες μιμούμενες τον ήχο της Αφέντρας που ήταν και η πιο κουρασμένη από την παρέα!
Σταυροκοπήθηκαν κι ευχήθηκαν καλορρίζικα!
Όρμησαν με μανία στο πουλερικό και στην κυριολεξία το καταβρόχθισαν. Η αλληλοβοήθεια, η καλοπροαίρετη διάθεση, η φρονημάδα, η αγάπη έκαναν αμισθί θαύματα εκείνο τον καιρό στα όμορφα χωριά μας. Κι όπου αγάπη ευλογία κι όπου ευλογία ευτυχία κι όπου ευτυχία αληθινή ζωή! Τη σωματική κούραση οι άνθρωποι τη μετέτρεπαν σε χαρά, την ανάγκη σε παιχνίδι και την χαρά σε κομμάτια και τη μοίραζαν αφειδόλευτα σε όλους! Το κάθε κομματάκι της πολλαπλασιάζονταν και γιόμιζε η πλάση ευλογία! 
Η μέρα του διασίματος σήμερα, η μέρα του μιτώματος αύριο 
γινόταν η ψυχοθεραπεία τους γιατί δεν πουλούσαν ούτε αγόραζαν τα πολύτιμα αγαθά. Τα χάριζαν! Ο ένας στον άλλον και όλοι στον ένα!
Σκόρπισαν οι γυναίκες, σκόρπισε κι η χαρά κι αγκάλιασε ούλο το χωριό και γι άλλη μια φορά μοσκοβόλησε αγάπη!
-Ε, γυναίκες, φώναξε ξωπίσω η Γιωργίτσα! Το ταχύ, την ίδια ώρα! Τ´αντιά και τα μιτάρια καρτεράνε! Άμετε τώρα στο καλό!

Πιθανές ιδιωματικές -άγνωστες :

νόμου=δος μου
άρενε= άρεσε
σάματι =μήπως
μονόχνωτη= απόλυτη
μαγκούρα= ένα κοντό ξύλο ή σιδερικό με κεφάλι γυρισμένο σα μαγκούρα
έσκιουψε= έσκυψε 
κομπιασμένη= γινωμένη κόμπο
πήχες= ο πήχυς, μονάδα μέτρησης
καλαμομάσουρα=μασούρια καλαμένια που μάζευαν απάνω με την ανέμη το νήμα
τάχαινε= το έκανε ταχύ, γρήγορο, μίκραινε,κόνταινε
στημονιασμένο= διασμένο, που είχε υποστεί τη διαδικασία του διασίματος 
νέμα= νήμα
καλαμίδια= καλάμια κάποιου μήκους χρηστικά στο διασίδι και στο ανέβασμα στον αργαλειό του διασιδιού
πισάντι =το πίσω αντί, ένα χοντρό δοκάρι συγκεκριμμένου μήκους που μάζευαν επάνω του το διασμένο βηλάρι, το νήμα που είχε διαστεί.
νογεμένος =που είχε αποκτήσει νου, ο ώριμος,με νόημα.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ

Η ριζαρί κουβέρτα! Προετοιμασία: Το τύλιγμα στο πισάντι.

Πολύτιμο φόρτωμα ξεφόρτωσε η Αφέντρα στην καμαρούλα του αργαλειού της Γιωργίτσας! Η νημάτινη πλεξούδα κουλουριασμένη σαν κοιμισμένο φίδι ξεκουράστηκε όλη τη νύχτα κι έστελνε σαϊτιές στην Κατερίνη που λαγοκοιμόταν και μες του ονείρου της τις αναλαμπές την ένιωθε να κινείται σαν ερπετό που ξετυλίγονταν αργά-αργά, νωχελικά θα ´λεγε κανείς, σα να ξύπναγε από τη χειμέρια νάρκη του κι απλωνόταν στα λιβάδια του ονείρου της σερνάμενο με την περηφάνεια της υπεροχής σ´ένα κόσμο που η διαίσθησή της έπλαθε γοργά και του ´δινε διαστάσεις τεράστιες και ´κείνο κατηφόριζε σερνάμενο αδιάκοπα κι έβιαζε την αρχική νωχελική του πορεία σε στοχευμένη κι ακούραστη διαδρομή που οδηγούσε στο δικό της κόσμο, τον ιδεατό, τον αψεγάδιαστο, τον προσμετρήσιμο σε ουγκιές χρυσάφι και στο καταστάλαγμα στην αυλή του παλατιού του πρίγκηπά της! Κι εκεί πετάχτηκε κι εστάθη ολόρθη με μάτια που δεν άνοιγαν και σαν το νυχτοβάτη με του καντηλιού το φως για οδηγό της, που αντιφέγγιζε τα σκοτάδια της, σούρθηκε παραπατώντας και ψάχνοντας στον αέρα με χέρια ολάνοιχτα

και με τη μακριά της νυχτικιά την άσπρη, τη μακριά, που δεν άφηνε πόδι να φαίνεται κι ούτε αστράγαλο μα κι ούτε νύχι, το σούρτα της τη μπέρδεψε και στο παραπάτημά της ξύπνησε. Είχε φτάσει στην τροφαντή πλεξούδα που κοίτουνταν ακίνητη και καρτερική κουλουριασμένη όπως ακριβώς την είχε ακουμπισμένο η Αφέντρα στην ίδια ακριβώς θέση και καθώς από τη σχισμάδα του παράθυρου η πρώτη ηλιαχτίδα έγλειψε των ματιών της την άκρη, εκείνη γονάτισε σαν σε εικόνισμα, τιμή για ν´αποδώσει σε Παναγιά για σε Χριστό κι αγκάλιασε νοσταλγικά το διασμένο στημόνι που παραφύλαγε
παρακαλώντας τη να το βάλει στο θρονί του, γιατί αταίριαστο του ήτανε να κείτεται χαμαί περιφρονημένο κι άπραγο σα να ´ταν ορφανό κι αδύναμο, σα νά ´ταν άχρηστο κι αδέξιο.
Σήκωσε τα μάτια της στον αργαλειό και ´κείνα καρφώθηκαν στο πισάντι του, που ´ταν γυμνό και ντρέπονταν τη γύμνια του και γύρευε τα γιορτινά του να φορέσει για να χορτάσει το κορμί του ντύμα και η αυλακιά του σφίξιμο παρθενονήματης αγκαλιάς στο σφίξιμο του γκάρδη, ν´αφήκει την νιογένητη κραυγή του και στου κοντοπάλουκου το σφιχτογύρισμα ,του σφίχτη, τις ερωτικές κραυγές της ώριμης νιότης.
Άνοιξε το ξύλινο παραθύρι κι ο ήλιος που ´σκαγε κείνη την ώρα στην ροδόχροη Ανατολή χάιδεψε τα μεταξένια της μαλλιά και της εμίλησε ανοιχτά με αλήθεια ψυχής πως τ´όνειρό της και του γνέματος μαζί και του αντιού αντάμα δε θ´άργηγε χαμόγελο να γένει, χαρά στα στήθια τα δικά της ν´άκουμπήσει και ήχο γνώριμο στου αργαλειού την αγκαλιά να δώκει, να φύγουνε τα ξωτικά, να βλογηθούνε τα προικιά και να στερέψει η αγωνία, που την καρδιά της διαφεντεύει όσο και η λαχτάρα της να δοκιμάσει την επιδεξιότητά της στα τετραμίταρα και στα τετραπόδαρα.
Ύστερα έδωκε το μάτι της μια γύρα στα σύνεργα τρογύρω της τα κρεμασμένα και στ´άλλα ούλα τ´αργαλειού τα στεκούμενα και τα μετακινούμενα κι ένιωσε ούλα να της δίνουνε θάρρος με το χαμόγελο της προσωποποίησής τους.
Χάιδεψε σκύβοντας την κουλουριασμένη κοτσίδα κι έτσι έτοιμη που ´τανε να δρασκελίσει και να πάει χαρούμενη να ,,ρίξει νερό στα μάτια της,, άκουσε την Αφέντρα να καλημερίζει τη Γιωργίτσα και να της ξηγάει πως κάτι έτυχε στη Βιολέτα και πως εσήμερα δε θα γένει το μίτωμα παρά, έλα της είπε οι δυο μας και τα τσιουπιά ν´ανεβάσουμε το βηλάρι στην τυλίχτρα για να μην κείτεται ´κει χάμου περιφρονημένο και το ταχύ μαζευόμαστε για τα ποδέλοιπα.
-Πάμε στο μαγερειό πρώτα, έχω φτειαγμένο λαλαγγίδες είπε η Γιωργίτσα, που δε χρειαζότανε καν να το ειπεί καθ´ότι η Αφέντρα είχε μυριστεί το λιχουδιάρικο πρωινό, γιατί όχι μοναχά η τσίκνα του λαδιού και το μοσκοβόλημα του ψημένου ζυμαριού, αλλά και η μυρουδιά του πετιμεζιού που ήτανε χυμένο στη μικρή γαβάθα της είχε βαρέσει τα ρουθούνια και ήδη κατευθυνόταν από μοναχή της προς τα ´κει, και στερνά ,,ριγνώμαστε με τα μούτρα,, για να τελέψει και τούτο το ζόρι είπε. Οι άντρες φύγανε κιόλανε και ούλος ο χρόνος δικός μας ´θάναι. 
-Αμ´ δε ´θάναι ούλος δικός μας, γιατί κι εγώ κανόνισα σε κανά δυο ώρες να πάου για δουλειές στη Ζούρτσα!
-Έ, τότενες ας βιαστούμε, είπε η Γιωργίτσα ακουμπώντας μπροστά τους πιατάκια και προτείνοντας το πιάτο με τις λουσμένες στο γλυκό σκούρο κόκκινο πετιμέζι λαλαγγίδες.
Καμμιά δεν έκατσε σε σκαμνί. Ούλες όρθιες γεύτηκαν το γευστικό πρωινό και η λαιμαργία με την οποία το καταβρόχθισαν μαρτύραγε πως άξιζε τον κόπο και πως η ορθοστασία που δήλωνε βιάση, το ´καμε ακόμα πιο νόστιμο και γευστικό. Με τη γλώσσα να πλαταγίζει και τα δάχτυλα να γίνονται πεντακάθαρα από το γλείψιμο κι ας φιγούραραν στο σοφρά τα πηρούνια κατευθύνθηκαν στην καμαρούλα του αργαλειού. Μέριασαν το κουλουριασμένο διασμένο στημόνι και οι δυο γεροδεμένες γυναίκες, η Αφέντρα και η Γιωργίτσα, βούτηξαν το πισάντι και το βγάλανε στην σάλα που είχε άπλα, τ´ακούμπησαν σε μια σχεδία φτιαγμένη από το Θανάση στα μέτρα του αντιού με υποδοχές στήριξης, ενώ η Κατερίνη έφερε στην αγκάλη της κρατώντας το απαλά σαν να κράτηγε μικρό νιογένητο μωρό κι ας την κουκούλωνε ο όγκος του πλεγμένου νέματος, το διασμένο στημόνι. Στο πέρασμά της από την καμαρούλα στη σάλα σκόνταψε, γιατί δεν υπολόγισε σωστά το δρασκέλισμά της κι απλώθηκε κατάχαμα το μισό φορτίο που έχασε την περηφάνεια του και ντροπιασμένο και ταπεινωμένο σερνόταν υποτασσόμενο στη φόρα που πήρε το κορίτσι, καθώς η Αφέντρα έκραζε γελώντας ....
-Έλα κι ας είναι καλολέρωτο, έλα και καλόλιωτο θάναι της είπε, ενώ εκείνη έδειξε φανερά πως δεν ήθελε να της τύχει ετούτο μπροστά στην Αφέντρα. Ευτυχώς πρόστρεξε αρωγός η Τριαντάφυλλη που μόλις έμπαινε από το μαγερειό στη σάλα και πιάνοντας τη σερνάμενη πλεξούδα, σα να κράταγε το σερνάμενο πέπλο νύφης, προχώρησε μαζί με την Κατερίνη ως το προχειροστημένο αντί.
-Άφτετο χάμου, πρόσταξε η Αφέντρα!
Το άφηκαν τα κορίτσια και παραμέρισαν καρτερώντας ορμήνιες και παραγγέλματα.
Η Γιωργίτσα ανασήκωσε το αντί και η Αφέντρα μπούρλιασε μέσα την πρώτη θηλειά και η Κατερίνη ένιωσε πως το αντί του αργαλειού είναι ένα μωρό που βαφτιζόταν και πως του φόρεσαν το πουκάμισάκι του κι εκείνο άρχσε να παρηγοριέται και αντικατέστησε το υποτιθέμενο κλάμα με διακεκομμένα αναφυλλητά. Καθώς ο γκάρδης παρέσυρε μαζί του το νήμα στην εγκοπή του πίσω αντιού οι δυο γυναίκες επιδόθηκαν στο άπλωμα του νήματος σε όλο το μήκος του αντιού ομοιόμορφα κατά το δυνατόν.
-Ποια από τις δυο σας θα ζωστεί και θα κρατεί σφιχτά το νέμα, ρώτησε η Αφέντρα απευθυνόμενη στα δυο κορίτσια που βρίσκονταν μπροστά της. 
-Εγώ βέβια, πετάχτηκε η Κατερίνη που ένιωθε να πηγαίνει στράφη η δύναμή της κοιτάζοντας απλά κι έσπευσε να υποταχτεί στις οδηγίες της Αφέντρας.
-Άκου της είπε, στάκα εκεί και της υπέδειξε ένα σημείο σε κάποια απόσταση από το αντί, ενώ εκείνη άρχισε να γυρνάει αργά το αντί κατά τη μεριά της μπήγοντας ένα ξύλο που το βάφτιζαν σφίχτη στην διαμπερή τρύπα του αντιού.
-Τόση μοναχά δύναμη έχεις Κατερίνη, της είπε καθώς την παρέσυρε μαζί με το διασίδι το γύρισμα της Αφέντρας.
Η Κατερίνη ντροπιάστηκε. Έκαμε πίσω όσα βήματα μπροστά την είχε παρασύρει η δύναμη του γυρίσματος κι έβαλε τα δυνατά της. Σαν καρφωμένη στο έδαφος έμεινε τούτη τη φορά και η αντίστασή της ήτανε τόσο σθεναρή που η Αφέντρα δυσκολεύτηκε να σφίξει και να γυρίσει βόλτα στο πισάντι το διασίδι. 
-Άκου Κατερίνη για να μαθαίνεις! Άμα νιώθεις ότι χρειάζομαι τράτο, θ´αμολάς κρατώντας όμως σφιχτά λίγο-λίγο το νέμα, να ´ρχεται ίσια με το σφίχτη η δύναμή σου. Το ´νιωσες;
Αν το ´ νιωσε λέει!
-Γιατί δε μου το ´ξήγαγες από την αρχή θεια Αφέντρα, της είπε! Μόνο θεία της δεν ήταν η Αφέντρα μα πώς να την έλεγε; Αφέντρα σκέτο δεν της το επέτρεπε η ηλικία της. Μωρή αφέντρα ήτανε ασέβεια, δεν ήσαντε όμοιες, έτσι όλες τις μεγαλύτερες από τον ατό τους κατά κάποια χρόνια τις φώναζαν θείες! Γι αυτό και η Κατερίνη έκαμε τούτη την προσφώνηση!
-Στο λέου τώρα αποκρίθηκε, άιντε να ιδούμε!
Δε χρειάστηκε να της το ξαναπεί ! Η Κατερίνη ούτε προγραμματισμένο ρομποτάκι να ήταν! Το διασμένο νήμα γιόμιζε σιγά-σιγά το αντί, καθώς η Αφέντρα το γύριζε, ενώ η Γιωργίτσα έκανε ομοιόμορφη κατανομή κατά μήκος του.
Συνεργάστηκε άψογα η Κατερίνη μέχρι που έφτασαν κοντά στα δυο καλαμίδια στις σταυρώσεις
-Σώνει τώρα,της είπε! Εδώ σταματάμε! Το ταχύ το παίρνει απάνου της η Μπιολέτα και αφού στερέωσε το σφίχτη σηκώθηκε από την πρόχειρη κωλοκαθίστρα. Το αντί ήταν αρκετά βαρύ, γιατί ήταν φορτωμένο με στημόνι για τέσσερες κουβέρτες. Στην προσπάθεια να το σηκώσουν οι δυο γυναίκες δεν τα κατάφεραν. 
-Άφτο, Αφέντρα, είπε η Γιωργίτσα! Θα το κουβαλήσουνε οι άντρες! Κοψομεσιαστήκαμε!
-Σιγά που θα καρτερέσουμε τους άντρες, είπε η Αφέντρα! Ελάτε μαζί κορίτσια και κοίταξε την Κατερίνη και την Τριαντάφυλλη. Εκείνες άλλο που δεν ήθελαν! Όρμησαν και μαζί με τις μεγάλες...οοπ...οοοπ ...και με πέντε δρασκελιές το πισάντι βρήκε τη θέση του πάνω στον αργαλειό.
Καλορίζικο και χίλια καλά! Να καλοπαντρευτούνε και οι άλλες είπε η Αφέντρα και χωρίς δεύτερη χαιρέτησε κι έφυγε! Το χρέος της είχε τελειώσει! Άλλη μια εμπειρία και χίλιες δυο ευχές φορτώθηκαν στην πλάτη της και ο κόπος της αντισταθμίστηκε με τη χαρά που ένιωθε σαν έφευγε!
Ένιωθε αλαφριά σαν πούπουλο, ζωντανή σαν Άνοιξη, ολόζεστη σα φλόγα, γιομάτη σαν ουρανός!

Πιθανές άγνωστες:
γκάρδης = μακριά βέργα που σφηνώνει στο αυλάκι του πίσω αντιού και συγκρατεί το στημόνι βοηθώντας το διασμένο στημόνι με το γύρισμα να τυλιχτεί στο πίσω αντί.
άφτε το =αφήστε το
στάκα =στάσου
καλαμίδια =δυο μακριά καλάμια όσο ένα μέτρο περίπου με τα οποία συγκρατούνταν η σταύρωση ή οι σταυρώσεις στη θέση τους.
σώνει = φτάνει, τελειώνει, έφτασε στο τέλος του
άφτο =άφησέ το
πισάντι =το πίσω αντί
αντί = το δοκάρι με τις τετράγωνες ακραίες διάτρητες σταυρωτά τρύπες για το σφίχτη ή το κοντοπάλουκο

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 Η κρεμεζί κουβέρτα! Προετοιμασία: Το μίτωμα

Η Μπιολέτα, η πιο έμπειρη μιτώστρα στο χωριό, με το που έσκασε ο ήλιος φρόντισε βιαστικά τις σπιτοδουλειές της χωρίς οχλαγοή και χωρίς χασομέρι και σε κανένανε δεν έδωκε λογαριασμό για το πού θα πάει και πότε θα πισωγυρίσει, άσχετα αν όλοι στο σπίτι γνώριζαν πού ήταν όταν έλειπε με τις ώρες, απλά σέβονταν τη σημαντική δουλειά που ,,επάαινε,, να κάμει και δε ρώταγαν.

Και σαν ο ήλιος διάβηκε μια οργιά στον ουρανό ,,το ´κοψε,, για το νοικοκυριό της Γιωργίτσας,που πιότερο η Κατερίνη την επερίμενε σα μεγάλη Λαμπρή. Η δουλειά που θα γινόταν ,,σήμερις,, ήτανε δουλειά από τις δυσκολότερες, έτσι πίστευε τουλάχιστον η Κατερίνη από το κατά πώς της φαινότανε όταν έβλεπε να το κάνουν οι τρανύτερες γυναίκες, όταν μίτωναν που μάϊδε κεφάλι ,,οσήκωναν,, μάιδε στόμα άνοιγαν. Τρανή ,,περίσκιοψη,, μοναχά ,,ήβλεπε,, το κορίτσι και φόβος και περιέργεια και λαχτάρα να το μάθει και τούτο ,,καμμιά βολά ,, ήθελε.
Τη Βιολέτα την καθίσανε στη σάλα που ήτανε στρωμένη με τη μεγάλη κεντητή σαλαπλάδα σα να ´τανε γιορτή και το κέρασμα ήτανε ,,σκασίλες,, σε πιατάκι ,,κρουστάλλινο,, της κομπόστας και κουταλάκι του γλυκού ασημένιο, δώρο στο γάμο της Γιωργίτσας από έναν ,,κουβαρντά,, Γιαννιώτη ξάδερφό της. Ήσαν και τα μοναδικά πολύτιμα αγοραστά πράματα που υπήρχαν στο σπίτι, γιατί ούλα τ´άλλα ήτανε ,,της αράδας,,! Ας τόλμαγε όμως κανείς να ειπεί κάτι τέτοιο στη Γιωργίτσα,θα την ,,επέρναγε άβρεχη,, από της Βρασίτσας το ποτάμι! 
-,,Βρίσκς μωρή τίπτις καλύτερ απού τον εδικό μου κόπου,,
Ποια σας έχει, μωρή, όσα σκουτιά έχω ιγώ στον αργαλειό υφασμένα, ποια σας έχει ασμένια χουλιαράκια και κρουστάλλινα κουπαδέλια και κεντιστές σαλαπλάδες σα να τις έχει ου ίδιος ο Θος υφασμένες με τα στουλίδια τ´ουρανού και τς γης;,,
(Βρίσκεις, μωρή, τίποτε καλύτερο από τον εδικό μου κόπο;
Ποια από σας έχει όσα σκουτιά έχω εγώ στον αργαλειό υφασμένα, ποια από σας έχει ασημένια κουταλάκια και κρυστάλλινα πιατάκια του γλυκού και κεντημένες απλάδες για τη σάλα, σα να τις έχει ο ίδιος ο Θεός υφασμένες με τα στολίδια του ουρανού και της γης;)
Και η καταμέτρηση δεν τέλειωνε με τόσα λίγα! Τ´άκουσε για μια και τελευταία φορά μια Κατίγκω της πέρα ρούγας που νόμιζε πως ήτανε πιο άξια απ´ούλες και πως είχε τα πλουμιστότερα σκουτιά και τόλμησε να ,,τσιγκλίσει,, τη Γιωργίτσα. Πού να ματατολμήσει καμμία να πειράξει τη Γιωργίτσα! Εδώ που τα λέμε η Γιωργίτσα δεν ,,όχλησε,, ποτέ κανένα κι ήτανε καλομίλητη κι ευγενική, αλλά αν την πείραζες ή την ενοχλούσες με οποιονδήποτε τρόπο ,,θα πλερωνόσουνα,, καταλλήλως, ,,ούλα κι ούλα, !
-,,Στυλωτικές,, οι σκασίλες σου Γιωργίτσα, είπε η Βιολέτα καθώς με αγένεια ,,πάστρευε,, και το τελευταίο ίχνος πετιμεζιού στο κουπαδέλι. Πάμε τώρα στον αργαλειό! ,,Έχουμε μαλλιά να ξάνουμε,, κι εννοούσε πως είχαν πολλή δουλειά!
Τα μιτάρια του αργαλειού κρεμασμένα από τις καρελομάνες καρτερούσαν πεινασμένα και η υπομονή τους είχε εξαντληθεί γι αυτό, όταν αντίκρυσαν τις τροφοδότριες ξάνθιναν, τράνεψαν καθώς κορδώθηκαν, λιγουρεύτηκαν και κούνησαν προκλητικά τις κορμάρες τους προετοιμάζοντας τις μπαμπακερές ίνες τους για γιορτινό φαγοπότι!
Στρώθηκε η Μπιολέτα στο μπροστινό μέρος τους και η Γιωργίτσα στο πίσω εκεί που ήταν το διασμένο στημόνι. 
Δουλειά της ήταν να παίρνει μία μία κλωνά με τη σειρά, χωρίς ,,πανωκαβαλικέματα,,, να την περνάει στην πρώτη θηλειά του πρώτου μιταριού και να την πασάρει στη Βιολέτα, η οποία θα την τραβούσε απέναντι μέσα από δάση και λαγκαδιές, μέσα από βάτους και τρελάγκαθα! Έτσι φάνταζε τούτη η δουλειά στην Κατερίνη προτού μπει στο ,,πνέμα,, της δουλειάς.
Κουνήθηκαν και οι δυο στριφογυρίζοντας μέχρι να βολευτούν στη σωστή τους θέση, χάιδεψαν θαρρείς τα μιτάρια με την ,,γουλή,, ματιά τους και με τα χέρια τους, γιατί έπρεπε η συνεργασία τους να είναι ,,αγαστή,, και αφού αγκάλιασε το βηλάρι και τ´άφηκε αριστερά της έδωκε στη Βιολέτα την πρώτη κλωνά, αφού άνοιξε σα χειρουργός τις μιταρόπορτες πιάνοντας με τέχνη και τρόπο μοναδικό τις κλωνές τους κι αν λογαριάσεις πως η ριζαρί κουβέρτα χρειαζότανε για να γίνει τέσσερα μιτάρια και τέσσερα ποδαρικά, η προσήλωση ήταν απόλυτη. Αν είχανε δε την τύχη να λοξέψει η προσοχή τους και να πιάσουν αντί για μία κάθε φορά κλωνά από κάθε μιτάρι κι έπιαναν δύο, γινόταν ,,κερατάς,,, ,έτσι έλεγαν το λάθος και τις βασάνιζε γιατί έπρεπε υποχρεωτικά να το ξαναφτιάξουν σωστά, γιατί αυτό θα είχε να κάμει με το σχέδιο και την όψη του υφαντού.
-Εσύ θα κοιτάς και δε θα μιλάς, πρόλαβαν μ´ένα στόμα την Κατερίνη κι οι δυο τους.
Έτσι η Κατερίνη δεν έβγαλε τσιμουδιά, μόνο πρόσεχε, πρόσεχε, πρόσεχε! Σημείωνε στο νου της τα ερωτηματικά της και θα τα ρώταγε μόλις θα τέλειωσε η δουλειά.
Η όλη ιστορία έπαιζε στην αυτοσυγκέντρωση των γυναικών και περισσότερο της μιτώστρας! Δε χώραγε λάθος! Η μία ρύθμιζε τις μιταροκλωνές, η άλλη έδινε την κλωνά από το στημόνι, αφού την πέρναγε στην πρώτη θηλειά του μιταριού, η πρώτη την τράβαγε διαπερνώντας τη στην κυριολεξία και από τα τέσσερα μιτάρια με μιας και την άφηνε να πέσει μπροστά κάπου μισό μέτρο ,ώστε να μην έχει περιθώριο να ,,ξεμπουρλιαστεί,,.
Η επιδεξιότητα όμως της Βιολέτας και η εμπειρία της χρόνια ολόκληρα στη δουλειά, η αγάπη της γι αυτό που έκανε και η καλή της διάθεση έκανε τα πράγματα ,,να κυλάνε ρολόι,,!
Από τα σωστά σταυρώματα και το σωστό μίτωμα εξαρτιόταν το σχέδιο και τα ,,στόματα,, που θ´ανοιγόκλειναν για να καταπιούν το υφάδι!
Κι αφού μία μία οι διασμένες κλωνές του στημονιού διαπέρασαν διαδοχικά εκείνες των μιταριών μία ακόμα σημαντική φάση είχε φτάσει στο τέλος της!
Η Κατερίνη ρώτησε τις καταγεγραμμένες στο νου της απορίες και η Βιολέτα με προθυμία της εξηγούσε καθώς μετά το μίτωμα φτιάξανε καφέ που έτυχε να υπάρχει και είπιανε από μια γουλιά η κάθε ,,μίνια,, προτού διαλυθεί το πανηγύρι.
-Να ´ρθω και για το χτένιασμα, ρώτησε η Μπιολέτα. 
-Όχι, να είσαι καλά! Κατέχω το, θα το κάμω μοναχή μου!
Έχω και τις τσιούπρες αν θελήσω τίποτις. Στο καλό ,της είπε σαν η Βιολέτα κίνησε να φύγει. Φχαρστιόμαστε !
-Καλορίζικο και χιλιοπλούμιδο ευκήθηκε για πολλοστή φορά η Βιολέτα!
Και η Γιωργίτσα όμως δε θα την άφηνε έτσι! Της τον είχε φυλαγμένο κιόλανε το ,,Λαμπριάτη,,!

Πιθανές άγνωστες :
οχλαγοή=φασαρία
μιτώστρα=η κατέχουσα την τέχνη του μιτώματος
μίτωμα=η διαδικασία περάσματος του στημονιού στα μιτάρια για τον καθορισμό του σχεδίου 
σήμερις=σήμερα
επάαινε=επήγαινε
κουπαδέλια=τα πιατάκια του γλυκού του κουταλιού
όχλησε=ενόχλησε
στυλωτικές=που στυλώνουν, τονώνουν
πάστρευε=σκούπιζε μαζεύοντας
κορδώθηκαν=τέντωσαν το κορμί τους, ορθώθηκαν
γουλή= γεμάτη, πλούσια, παχειά, τροφαντή
περίσκιοψη=περίσκεψη
θα πλερωνόσουνα=θα τ´άκουγες, θα έπαιρνες αυτό που σου άξιζε
να ξεμπουρλιαστεί=να φύγει από το μέρος που την είχαν περάσει
πνέμα=πνεύμα
η κάθε μίνια=η κάθε μία
αγαστή=αρμονική

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

 Η ριζαρί κουβέρτα! Προετοιμασία: Το χτένιασμα

Κάπου εκεί κάτου στην Κυνουρία, εδώ στην Πελοπόννησο υπάρχει ένα χωριό που το λένε Κοσμά! Εκεί ,,εδιάκα,, με το μακαρίτη τον παππούλη σου. Είχε μια πρώτη του ξαδέρφη παντρεμένη και μου είπε ο μακαρίτης: Πάμε να πάρουμε και το χτένι, να ιδούμε την ξαδέρφη και να μείνουμε κι ολίγες

ημέρες! Δεν έχω ματαϊδεί ομορφότερο χωριό στη ζήση μου!
,,Έκαμα εφτά φελιά συκώτι,,! Ελάτια, νερά, καστανιές, όμορφα πέτρινα σπίτια! Απάνου στο βουνό και φαίνονταν πέρα η θάλασσα και δυο νησάκια μέσα! Εκεί βαϊζούλα μου είναι οι καλύτεροι χτενάδες! Τα ,,Γιωργαντζαίικα,, , έτσι τα είπανε! Από εκεί είναι κουβαλημένο ετούτο το χτένι, είπε με καμάρι η βάβω η Ελένη στην ,,αγγόνα ,, της την Κατερίνη, καθώς περιεργαζόταν το χτένι που έφερε κατ´επιθυμία της δίπλα στο κρεβάτι της εκείνη!
Με πόση τρυφερότητα πηγαινόφερνε τα χέρια της απάνω σε τούτο το χτένι η βάβω και πόσα ταξίδια έκαμε ο νους της στο ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων της και πόσες στάσεις θύμησης της τάραξαν την απόλυτη απραξία της ανυμπόριας της ,μονάχα εκείνη γνώριζε! Το θαύμαζε ετούτο το εργαλείο, το κανάκευε! Μέτραγε τα ,,δόντια,, του, κοίταγε μέσα από τα ,,μάτια,, του, υπολόγιζε τα ,,δεμάτια,, του, ζευγάρωνε τις κλωνές που χρειάζονταν για το κάθε σκουτί που επρόκειτο να υφάνει κι ήτανε σα να το ´κανε ,,εξεπίτηδες,, ετούτο η βάβω, γιατί ήθελε να κάμει και την εγγονή της να το αγαπήσει.
-Ο παππούλης σου κι εγώ, είπε η νόνα της Κατερίνης, ,,εδιάκαμε,, εκεί ,,σταλτοί,, στον καλύτερο από ούλους τους χτενάδες του χωριού, μα και στην τύχη να ,,επάαινες,, πάλαι καλό χτένι θα έπαιρνες! Εμείς εδιάκαμε με την ξαδέρφη και τον ξαδερφογαμπρό και μας επροσέξανε πιότερο. Το καλό έναι καλό! Πάει και τέλεψε, δεν έχει άλλο!
-Τι τα λένε, νόνα κι αγγόνα, τις έκοψε η Γιωργίτσα καταμεσίς στ´όνειρο το ξυπνητό, καθώς έφερνε το πρωινό στην άρρωστη πεθερά της!
-Μου είπε η Κατερίνη ότι θα ,,χτενιάσουτε,, και της γύρεψα το χτένι να το καμαρώσω λιγουλάκι. Δεν το χορταίνω, Γιωργίτσα μου!
-Τώρα όμως, μάνα, θα σου την πάρω και την Κατερίνη και το χτένι, γιατί η μέρα τράβηξε κι έχω πολλές ,,φτώχειες,, να κάμω ακόμα!
-Με την ευκή μου! Καλορίζικα να ´ναι τα προικιά και ,,σιδεροκέφαλη,, ,Κατερίνη μου, στον αργαλειό με την κουβέρτα που θα υφάνεις!
-Νόνα μου, θα σηκωθείς ίσα με ,,τότενες,, και θα με καθοδηγάς κιόλανε, μην κιοτεύεις!
-Μακάρι, τσιουπούλα μου, μακάρι! Νιώθω αδυναμία η έρμη!
Με την ευκή της βάβως και το καλαμένιο μονάκριβο χτένι αγκαλιά, χοροπηδώντας σαν κατσικάκι στο βουνό της θεότρελης φαντασίας της η Κατερίνη ακολούθησε τη μάνα της στον αργαλειό.
Οι δυο γυναίκες, μάνα και κόρη, κάθισαν αντικρυστά με το χτένι κρεμασμένο ανάμεσά τους, το κρέμασε όπως έπρεπε η Γιωργίτσα που ήξερε από αργαλειό και ,,ορμήνεψε,, γι άλλη μια φορά την Κατερίνη πώς θα δουλέψουν και το 
μπαμπακερό στημόνι χόρεψε ένα χορό ακόμα στα επιδέξια χέρια της Γιωργίτσας. Σε κάθε ,,θύρα,, έχωνε η Γιωργίτσα ένα εργαλείο σα μαχαίρι που τους το είχανε δώκει τότε που αγοράσανε το χτένι στον Κοσμά. Η Κατερίνη από την άλλη καβάλαγε απάνου του μια κλωνά και με μια κίνηση του μαχαιριού η Γιωργίτσα την τράβαγε προς τη μεριά της.
Κάθε χτενόδοντο και στάση, κάθε ,,θύρα,, κι όνειρο! Κι όσο να ,,κιώσουν,, οι κλωνές, τα χτενόματα ,,πυρπύριζαν ,, κλώθοντας τα όνειρα της βοσκοπούλας και κάθε ανεβοκατέβασμα του μαχαιριού, τόσα χτυποκάρδια μετρημένα, πυκνά -πυκνά όπως τα δόντια του ,,διμιτόχτενου,, που είχε μπροστά της! Την ετρόμαζε ολίγον ετούτο τ´όμορφο χτένι, γιατί μέχρι τώρα τα ματαράτσια και τις κουρελούδες τα ύφαινε με το άλλο, το ,,αρί,, το χτένι και το στημόνι ήτανε πιο παχύ, το ,,κουρελόνεμα,, ,όπως το λέγανε. Δεν το είπε όμως στη μάνα της μήπως την αποτρέψει από το έργο του δικού της όνειρου, της δικής της λαχτάρας. 
Τι αλλιώτικο θα έχει ετούτο, θαρρεύτηκε μονάχη της, θα το μάθω!
Όταν περάστηκε και η τελευταία κλωνά του στημονιού στο χτένι η Κατερίνη ανακουφίστηκε. Ούτε και κείνη δεν ήξερε γιατί ένιωσε έναν κόμπο, αφού με τόση λαχτάρα ξεκίνησε τη δουλειά. Μπορεί ο φόβος μου σκέφτηκε, ο φόβος μου αν θα τα καλοκάμω!
-Κοίτα τώρα, την έκοψε η Γιωργίτσα! 
Οι φόβοι της Κατερίνης διαλύθηκαν μονομιάς. Έδωκε προσοχή στη μάνα της. Εκείνη ,,δεμάτιασε,, τις κλωνές ομοιόμορφα και τις ,,κόμπιασε,, να μη χαθούν!
Με άνεση και φυσικότητα σηκώθηκε, αφήνοντας να κρέμονται οι δεματιασμένες στημονοκλωνές, κοίταξε την Κατερίνη κατάματα και...
-Πάμε, της είπε, έχουμε κι άλλες ,,φτώχειες ,, να κάμουμε! Πάλαι το ταχύ!
,,Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα,,!
Οι δυο γυναίκες με ξεχωριστά όνειρα η κάθε μια ,,γαργάλισαν ,, τις πεθυμιές τους και δρομολόγησαν το πρόγραμμα της μέρας τους. Καθώς οι προετοιμασίες όδευαν προς το τέλος τους η Κατερίνη αγωνιούσε ακόμα περισσότερο για το πότε επί τέλους θα έμπαινε στον αργαλειό να υφάνει την κουβέρτα της! Δε δίστασε να το ξομολογηθεί στη μάνα της και να την παρακαλέσει να τελειώσουν αυθημερόν οι διαδικασίες.
-Αγάλι-αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι, της απάντησε εκείνη!
Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει!
Έτσι το κορίτσι μη μπορώντας να πράξει διαφορετικά αποχώρησε ήσυχα βελονιάζουντας τα όνειρά της και αραδιάζοντας με τάξη τις σκέψεις της.

Πιθανές άγνωστες:
αγγόνα=η εγγονή
δόντια χτενιού(χτενόδοντα)=καλαμένια λεπτά ξυλάκια 10-12 εκ. τοποθετημένα κάθετα στις καλαμοκορνίζες του χτενιού.
μάτια ή πόρτες χτενιού=τα κενά ανάμεσα στα χτενόδοντα
δεμάτια=κλάσματα χτενόδοντων εδώ(1δεμάτι=50μάτια) ή κλωστών αλλού στο στημόνι π.χ.
φελιά =τεμάχια πεπλατυσμένα
επάαινες=επήγαινες
φτώχειας =εννοούσαν δουλειές
ορμήνεψε=έδωκε οδηγίες, συμβουλές
κιώσουν=τελειώσουν
πυρπύριζαν=έβγαζαν πυρ, φωτιές, λαμπύριζαν
κουρελόνεμα=το στημόνι που ύφαιναν τις κουρελούδες

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ

 Η ριζαρί κουβέρτα! Προετοιμασία: Η διαδικασία ενσωμάτωσης του στημονιού στον αργαλειό

Η νύχτα ήταν ατέλειωτη για την Κατερίνη. Η ανυπομονησία της έκανε το νου της να πλάθει χίλιες δυο ιστορίες της άρνησης και της απογοήτευσης και πολλά την εβάραινε τούτο. Δεν είχε ξανανιώσει έτσι ποτέ το κορίτσι. Όλη τη νύχτα έβλεπε πότε εφιαλτικά και πότε παρήγορα όνειρα. 

Έβλεπε αράχνες που είχαν φτιάξει τον ιστό τους μαστορικά και περίτεχνα και απάνω που πήγαινε να τον θαυμάσει κάποιος βρισκόταν και τον χάλαγε και πίσω από την αρχή η αράχνη και αγωνία το κορίτσι μήπως και τον ξανά χαλάσουν!
Άλλοτε πάλι ερχόταν στο μυαλό της η Πηνελόπη από τις ιστορίες που τους έλεγε εκείνος ο δάσκαλος τα καλοκαίρια!
-Όχι, όχι φώναζε και πεταγόταν στον ύπνο της, όχι, μη... και κρύος ιδρώτας έλουζε το κορμί της.
Το άγουρο υποσυνείδητό της βρήκε την ευκαιρία να συγκεντρώσει και ν´αποθηκεύσει πληροφορίες προστασίας ή έβαλε πλώρη να την ενηλικιώσει με το ζόρι φορτώνοντάς της έγνοιες που μέχρι τώρα δε γνώριζε και δεν ήθελε να ´χει;
Και ´κει που όλα είχαν καταστραφεί και ο πόνος, η στεναχώρια και η απελπισία εδραιώνονταν για τα καλά μέσα της, άλλες όμορφες εικόνες αραδιάζονταν μπροστά της και η ίδια είχε δράση ευεργετική και προσοδοφόρα.
Έβλεπε να συναγωνίζεται με την αράχνη και την Πηνελόπη και πως αυτή τέλειωνε πρώτη το πανί της κι έτσι ολοζώντανο που ήτανε το χρώμα του το άπλωνε και το καμάρωνε και το ´φτυνε να μην της το ματιάσουν και το κράτηγε αγκαλιά κι έδιωχνε την αράχνη και την Πηνελόπη από το μυαλό της, μα εκείνες πού να φύγουν, θρονιάζονταν στο πίσω μέρος του μυαλού της, τουλάχιστον δεν τις έβλεπε και ήταν ευχαριστημένη όχι που τις είχε νικήσει, αλλά που δεν έβλεπαν το υφαντό της για να μην το ματιάσουν. Το μάζευε προστατευτικά στην αγκαλιά της και το φίλαγε και το σταύρωνε και το λιβάνιζε ακόμα. Τέτοια έβλεπε και πετάχτηκε μέσα στον ύπνο της για να διαπιστώσει πως ήταν μόνο όνειρα και τούτο την επαρηγόρει. Άκουγε τη λαλιά του πετεινού και δεν ήτανε το πρωινό του λάλημα ,ήτανε νύχτα βαθειά ακόμη και ξανά έπεφτε στα σκεπάσματά της και στριφογύριζε χωρίς να μπορεί να κλείσει μάτι. Έτσι τη βρήκε το ξημέρωμα και χωρίς να κοιτάξει γύρω της να δει αν οι άλλοι είχαν ξυπνήσει, έτσι ,,με την τσίμπλα στο μάτι,, πήγε κατ´ευθείαν στην καμαρούλα με τον αργαλειό. Εκεί ήσαν όλα όπως ακριβώς τ´αφηκαν εχτές και τίποτα δεν πρόδιδε ανακατοσούρα και κακό και μοναχά μες στο μυαλό της υπήρχαν ούλα. Ανάσανε βαθιά! Χάιδεψε το χτένι, μύρισε το στημόνι, άγγιξε όλα τα μέρη του αργαλειού με ιερότητα, έκατσε στην καθίστρα μπροστά στο αντί κι αγνάντευε το χτένι με τις δεματιασμένες κλωνές του στημονιού να κρέμονται και της φάνηκε ότι της χαμογέλασαν. Τους χαμογέλασε κι εκείνη ,ακούμπησε τους αγκώνες της ανοιχτά απάνου στο άδειο αντί κι αποκοιμήθηκε.
-Εδώ είσαι Κατερίνη; Δεν ακούς το μιλημό μας, βάϊζα μου;
-Ναι, εδώ είμαι, είπε βαριεστημένα το κορίτσι και της είχαν χαλάσει τ´όνειρο το ταξιδιάρικο που την είχε πάει στο όμορφο χτενοχώρι κι έψαχνε να βρει τους τόπους που της περιέγραφε η βάβω της. Πετάχτηκε τρίβοντας τα μάτια της κι ένιωθε σα χαμένη! Έτρεξε, νίφτηκε, σταυροκοπήθηκε στα πεταχτά και πισωγύρισε.
Άιντε, βάλε μια μπουκιά στο στόμα σου κι έλα, της είπε, κι εκείνη σκέφτηκε: τι βιάση σ´ούλα πιάνει ετούτους τους τρανούς; Γιατί θέλουν ούλα να τα κάνουν ογλήγορα και δεν τους δίνουν τράτο απόλαυσης; Βέβαια δεν άργησε να το καταλάβει και τούτο και άλλα πολλά που η ζωή της έμαθε στο κατόπι.
-Δεν πεινάου, είπε! 
-Πεινάς, δεν πεινάς μια μπουκιά θα την εβάλεις στο στόμα σου, δεν είναι καλό για το βηλάρι να δουλέψεις νηστική.
Τράβα και στερνά πάρε και την Ελισσάβετη κι ελάτε κατά δω να τελέψουμε κανά καιρό! Πρέπει να πάου στερνά στα γαλάρια, κάτι με θέλει ο κύρης μου. Και όσο να ´ρθούν τα κορίτσια μάζεψε τα χρειαζούμενα.
Σε λίγο η απαρτία των τριών βρισκόταν σε θέση επίταξης και εν τω άμα σε θέση μάχης!
Η Γιωργίτσα τράβηξε μπροστά της τα κρεμασμένα δεμάτια, τα τίναξε απαλά να ισιώσουν, πήρε το σκοινί από τα χέρια της Κατερίνης που στεκόταν στα δεξιά της, το μπούρλιασε στο πρώτο δεμάτι κι ύστερα το πέρασε γύρα από τον αργαλειό και την ,,καρδόβεργα,, και τούτο γινόταν μέχρι που τέλεψαν ούλα τα δεμάτια και κρατώντας το εκείνη σφιχτά, πήρε το σκοινί η Ελισσάβετη που στεκόταν στ´αριστερά του αντιού και φέρνοντάς το δυο τρεις βόλτες γύρα του το στερέωσε δυνατά με κόμπους μαζεύοντας το περισσό και κρεμώντας το εκεί κάπου χαμηλά που βρήκε μια θεσούλα.
Με τη βοήθεια των κοριτσιών θήκιασε το χτένι στο πλουμισμένο με σκαλίσματα ξυλόχτενο που χιλιοτραγουδισμένο θ´αντιλάλαγε γι άλλη μια φορά με το κοπάνημά του σε ρούγες, βουνά και λαγκαδιές.
Ύστερα πήρε την ,,κουρούνα,, στερέωσε το μπροστάντι, με την ,,ποταμίστρα,, το πισάντι, ένωσε τα σκοινιά των ,,ποδαρικών,, με τα μιτάρια και κάθισε ξανά στον αργαλειό. Τα κορίτσια χάιδευαν με το βλέμμα τους τις κινήσεις της μάνας τους και η αγνότητά τους καθώς και η εμπειρία εκείνης τις οδηγούσαν και η βαρύτητά τους αλάφραινε.
-Γγγγρρρρρρρρ έσκουξε ο σφίχτης καθώς η Γιωργίτσα τον γύριζε και με ένα, δύο,τρία γυρίσματα αγκάλιασε το νέμα το μπροστάντι και ,,πάει καλιά του,,!
Η Γιωργίτσα βγήκε από τον αργαλειό, κοίταξε τα κορίτσια της στα μάτια, σταύρωσε το βηλάρι και με ικανοποίηση που επί τέλους έλαβε τέλος η προετοιμασία, ευχήθηκε τη νέα υφάντρα να ´ναι ,,σιδεροκέφαλη,,, την Ελισσάβετη να ´χει μια καλή τύχη κι εκείνη κι αποχώρησε αφήνοντας πίσω τα κορίτσια και υποσχέθηκε πως κάποια από τούτες τις μέρες θα καθοδηγούσε την Κατερίνη να μπει στον αργαλειό να υφάνει.
-Και γιατί όχι τώρα; Σήμερα; Δυσανασχέτησε πάλαι η Κατερίνη, και κοιτάζοντας την Ελισσάβετη ήταν σα να της έλεγε: 
-Εγώ θα ξεκινήσω μοναχή μου!
Θα μπορούσε να το κάμει κι αυτό γιατί είχαν προνοήσει να δώκουν τράτο στο βηλάρι για την εξάσκηση της νέας υφάντρας.
Της ήρθανε όμως τα λόγια της μάνας της στο νου περί αγουρίδας και περί σκοντάματος κι έτσι μπήκανε κι οι δυο στο μαγερειό, βρήκανε και την Τριαντάφυλλη και το ρίξαν στο κουβεντολόι μέχρι που ξαναβρήκε όλη της την πρότερη ζωντάνια η Κατερίνη και τέλος καλό όλα καλά!

Πιθανές άγνωστες:
μπροστάντι=το μπροστινό αντί
κουρούνα=ένα κοντόχοντρο ξύλο που στηρίζει και συγκρατεί το μπροστινό αντί
ποταμίστρα=εξάρτημα που συγκρατεί το πισάντι 
καρδόβεργες=βέργες ξύλινες που μπαίνει στις υποδοχές, το αυλάκι που έχουν τα αντιά και συγκρατούν την αρχή και το τέλος των νημάτων αντίστοιχα στο πίσω και το εμπρός αντί
πάει καλιά του=με τη φράση εννούν πως τέλειωσε κάτι καλά

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ

 Η ριζαρί κουβέρτα! Εκκίνηση!

Έτσι γινόταν ανέκαθεν! Σ´ένα όμορφο στημένο αργαλειό ανάμεσα σε τσιουμπλέκια, κρεμαστάρια κι ό,τι λογής αντικείμενα φανταστείς να τον κορνιζάρουν και να γίνονται φόντο στην όμορφη παρουσία της Κατερίνης, που ευτυχώς η Γιωργίτσα δεν την άφηκε να περιμένει πολύ ενισχύοντάς της την αγωνία μέσα στην ορμή μιας νιότης που έτρεχε χιλιόμετρα με το μυαλό και με το σώμα της, προκειμένου να βρει διέξοδο στα χίλια μύρια προστάγματά του, ήρθε νωρίς και μόνη η Γιωργίτσα να ορμηνέψει τη πρόθυμη κόρη της να υφάνει το πολυπόθητο όνειρό της!
Με λαχτάρα μπήκε στον αργαλειό η Κατερίνη που έγινε αυτομάτως περίσκεψη σαν βρέθηκε μπροστά στα τέσσερα ποδαρικά που μ´ένα τους πάτημα κινητοποιούσαν μιτάρια κι όνειρα! Έβλεπε τη μάνα της και τη νόνα της να υφαίνουν, είχε υφάνει και η ίδια στον ονειρόκοσμό της και στο ξυπνητό της ματαράτσια και κουρελούδες και ήξερε να συγχρονίζει πάτημα κι ανασασμό και μασούρι και ήξερε ακόμα πότε και πόσο δυνατά να βαρέσει το ξυλόχτενο για να κρουστείνει το σκουτί, μα τώρα κοίταγε μ´απορία τα σύνεργα του αργαλειού μπροστά της με τα πολλά ποδαρικά και τα πολλά μιτάρια και η σκέψη της την έβαλε να κιοτέψει και να μπλοκάρει το μυαλό της για το ποιο πρώτα έπρεπε και ποιο στερνά να κάμει... δεν ήξερε ακόμα πως και το πιο περίπλοκο πράμα από πολλά ένα ξεκινάει ούτε είχε καταλάβει πως τα παραδρόμια έχουν σαν αφετηρία τους τον κεντρικό το δρόμο και πως άμα ξεκινήσεις μ´εκείνο κι από ´κείνο, όπου θέλεις πααίνεις! Θα το μάθαινε όμως σήμερα κι αυτό.
Η μάνα από πάνου της την άφηκε να ιδεί που θα το πάει...
-Σκιάζουμαι μάνα μ´ μη κάμω καμμιά ζαβολιά και χαλάσει το σταύρωμα, το σκέδιο, ξέρω ´γω; Δε μπαίνεις να μου δείξεις για να είμαι σίγουρη;
-Παράξενο μου φαίνεται να μη ,,νογάς,, Κατερίνη μου εσύ απ´αργαλειό που τόσα σκουτιά μονάχη σου έχεις υφασμένο !
- ,,Νογάω,, καλέ μάνα, αλλά φοβάμαι κιόλας!
-Κι εγώ γιατί είμ´ εδώ, τσιουπούλα μου; Μ´ορμήνια μια, άντε και δυο ξεφτέρι εσύ θα γένεις! Τι θα γένεις γιε, γινωμένη είσαι , για άιντε να ιδούμε!
Και πατάει δειλά η Κατερίνη το ποδαρικό και να ένα θεριακωμένο στημονόστομα έτοιμο να καταπιεί και την ίδια, αν δειλιάσει ακόμα λιγουλάκι, κι όχι το υφάδι μοναχά!
Βλέπει τα δυο μιτάρια να υποτάσσονται και να υποχωρούν σ´αυτό το πάτημα, το χαίρεται και παίρνει τα πάνω της η Κατερίνη. Λαχταριστή ικανοποίηση ταρακουνάει τα σωθικά της και αποφασίζει να ταΐσει το ανοιχτό στόμα με το ριζαρί υφάδι της και το κάνει τόσο δοτικά όπως η χελιδόνα ταΐζει τα μικρά της μέσα στη χελιδονοφωλιά που η ανάγκη τους για επιβίωση τα κρατεί μονίμως μ´ανοιχτό το στόμα! Σαν όμως η χελιδόνα τους δίνει το φαΐ τους εκείνα σαν χορτάσουν το κλείνουν για λίγο και πίσω από την αρχή. Με την επιστροφή της πάλαι νηστικά τα βρίσκει, πάλαι μεγαλόστομα καρτερούν και πάλαι εκείνη ακούραστη τα ταΐζει και χαίρεται να τα βλέπει να μεγαλώνουν και χαίρεται να κουράζεται γι αυτά.
-Τώρα το άλλο να σταυρώσω μάνα, ρωτάει και χωρίς να περιμένει απάντηση κάνει απανωτά σταυρώματα κι ανοίγματα και μιταροανεβοκατεβάσματα ζευγαρωτά και στάσεις και σαϊτίσματα και χτενοκοπανήματα και η Γιωργίτσα θεατής, το μόνο που της έμεινε ήτανε να καμαρώνει την έξυπνη κόρη της που και μόνο η παρουσία της μάνας της τη φόρτωσε με τόση αυτοπεποίθηση που ,,έβαλε το νερό στο αυλάκι,, μοναχή της.
Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν στα μάτια ,χόρτασαν η μια την άλλη και η Κατερίνη ένιωθε τα μάγια της παρουσίας της μάνας να την έχουνε τυλίξει για τα καλά και η ορμή της ήτανε ασυγκράτητη. Περνοδιάβαιναν τα σαϊτίσματα και γιόμιζε χαρά η καρδιά της και η ψυχή της τραγούδαγε μετρώντας τα χτυποκάρδια της με του χτενιού το γλέντι!
Η Γιωργίτσα που της απαντοχής της το καρτέρεμα ξεπέρασε τις προσδοκίες της μειδιώντας...
-Φτάνει τώρα το δείγμα! Δεν έχεις ανάγκη από άλλο μάθημα, της είπε. Γύρνα το στο αντί σου, στρίφτο να διπλωθεί, πιάσε τώρα και μια ,,απαλάμη,, στημόνι αδειανό, φέρτο στ´αντί σου ν´ακουμπάει και όσο είμαι κοντά σου κάμε το ξεκίνημα της κουβέρτας σου, είπε, τη ,,βλόησε,,, τη φίλησε και την άφηκε να πλέκει τα όνειρά της!

Άγνωστες πιθανόν!
να μη ,,νογάς,,= να μην καταλαβαίνεις, να μην περνάει από το νου σου 
τσιουμπλέκια= τα διάφορα δοχεία του σπιτιού: τσουκάλια, κουβάδες,, στάμνες, πυθάρια, τεντζερέδια κ.τ.λ.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ

 Η ριζαρί κουβέρτα! Οι υφάντρες!

Μπονόρα-μπονόρα οι άξιες ξεκινάνε τη δουλειά τους και προτού ο κούκος λαλήσει, γιατί θα τις ,,ρουπώσει ,, και στερνά δε θα ´χουνε όρεξη για τίποτα! Έτσι και η Κατερίνη ξυπνημένη με τούτη την έγνοια μα πιότερο με την έγνοια να ιδεί το πανί της ,,να τραβάει,,,σηκώθηκε πρώτη από ούλους στο σπίτι, δεν άργησε διόλου στα προκαταρκτικά της προσωπικής της προετοιμασίας, που δεν ήταν δηλαδή και τίποτα σπουδαίο, μια ,,μπούφλα,, νερό στο πρόσωπό της, τα καθαρά καθημερνά της ,,απαλαξίδια,, που ήσαν μια βελεσόφουστα που της είχε η νόνα της υφασμένο στον αργαλειό και ραμμένο με πισωβελονιά στο χέρι, μια πουκαμισούλα, ένα γιλέκι και μια ,,μπόλκα,,, την ανοιχτόχρωμη ,,μπλερέζα,, της που την έδεσε ,,φακιόλι,, νοικοκυρεμένα στο κεφάλι της, τα παπούτσια δεν ήξερε έτσι κι αλλιώς πώς τα λένε στην καθημερινότητά της, έκαμε το σταυρό της όπως κάθε πρωϊνό και κάθε βράδυ και κάθε που καθότανε στο τραπέζι ή κάθε που φοβότανε ή έβλεπε και άκουγε τίποτις παράξενο, έβαλε και ,,μια μπουκιά στο στόμα της,, έκαμε αρπαχτή και την πλεχτή άσπρη άβαφη πελερίνα της και πήγε ,,καρσί,, στον αργαλειό της! Μια αράχνη στο ,,πάτερο,, είχε κιόλας τελειώσει τη δουλειά της και το καλλιτέχνημά της ήταν μια πανέμορφη καρδιά, ,,φαίνεσται,, ήταν πολύ ερωτευμένη, την καλημέρισε αλαζονικά, σα να της έλεγε πως άργησε να ξεκινήσει τη δουλειά της και καθώς άνοιξε το παραθύρι της για να ´μπει φως, είδε στον απέναντι ευκάλυπτο, τον μοναδικό στο χωριό, στην αυλή της Βελούδως που ήτανε κολλητά η φράχτη τους με τη δική της μια άλλη αράχνη-πουλί που ποιος ξέρει από πότε είχε τελειώσει εκείνη τη δική της φωλιά και τώρα τάιζε κιόλας τα μωρά της, κάθισε στη σανίδα του αργαλειού που χρησίμευε για ,,καθίγκλα,,, χάϊδεψε το προσχέδιο που είχε υφάνει με την επίβλεψη της μάνας της και αδιαφορώντας για την αλαζονική ματιά της αράχνης που τώρα καρτερούσε τα θύματά της, αυτή δεν καρτερούσε άλλωστε κανένα θύμα ούτε είχε διάθεση να παραβγεί με κανέναν και απόλυτα συγκεντρωμένη έσφιξε καλύτερα το αντί της και φρρρρ άστραψε ο ήχος της πρώτης σαϊτιάς σαν αντήχησε γύρω και του ποδαρικού το ,,κλατς,, και καθώς το ξυλόχτενο χτύπησε καίρια για ,,να πήξει,, το υφάδι αναταράχτηκε η αραχνούλα που δεν το περίμενε, αφού εκείνη ύφαινε αθόρυβα και όντας στην αναμονή παρακολουθούσε με περιέργεια την Κατερίνη που ύφαινε κάνοντας θόρυβο. Σε μια στιγμή που η Κατερίνη σε μια μικρή ακούσια ανάπαυλα των ματιών της σήκωσε τη ματιά της στο ταβάνι είδε με έκπληξη την αράχνη να μετατοπίζεται στο διπλανό καδρόνι και να ξεκινάει καινούριο ιστό. Η πανέμορφη κόρη από τη Λυδία λέτε να είδε την Κατερίνη σαν συναγωνίστρια ή σαν τη θεά Αθηνά και βιάστηκε για άλλη μια φορά με υπεροψία να διατυμπανίσει την αξιοσύνη της; Όπως και να το σκέφτηκε έβγαζε από τις αποθήκες της το σκληρό μετάξι για το σκελετό του υφαντού της, το στημόνι θα λέγαμε, κι αφού σχημάτισε ακτινωτά στηρίγματα σε διάφορα σημεία του ταβανιού άρχισε με γρηγοράδα βγάζοντας τώρα το πιο μαλακό και λεπτό μετάξι της, το υφάδι θαλέγαμε, να υφαίνει ξεκινώντας από έξω και πηγαίνοντας προς τα μέσα όχι καρδούλα πλέον, αλλά μια τεράστια στρογγυλή σχηματογραμμή που μόνο με το βελονάκι της η Κατερίνη θα μπορούσε να τη μιμηθεί και χάζεψε κυριολεκτικά. Η Κατερίνη δε γνώριζε ούτε είχε ακούσει ποτέ της το μύθο της αράχνης και της θεάς Αθηνάς, όμως της άρεσε που είχε παρεούλα κάποιον, έστω και ζωϋφιο να τη συναγωνίζεται! Στη σκέψη ότι η αράχνη θέλει να τη συναγωνιστεί, άφησε τα χείλη της να διαγράψουν χαμόγελο απορίας και γύρισε αυτομάτως στο έργο της πηγαινοφέρνοντας αδιάκοπα τη σαϊτα, ανεβοκατεβάζοντας τα μιτάρια με το πάτημα των ποδαρικών κι ούτε που ξανασήκωσε το βλέμμα της προς το ταβάνι μα ούτε και προς τα έξω, που το πουλί τώρα είχε φύγει ψάχνοντας τροφή για τα μικρά του.

Το ρίγος της ευτυχίας της καθώς έβλεπε να σχηματίζεται η πρώτη ,,κούπα,, με τα κορνιζοσχέδια γύρω της, ,,περόνιασε,, το είναι της Κατερίνης ως τα κατάβαθά της κι ακόμα πέρα και διασκορπίστηκαν σε όλο το μικροχώρο που φιλοξενούσε τον αργαλειό της και είχε μάλιστα πάρει και τ´όνομά του! ,,Πάμε στον αργαλειό,, λέγανε όταν ήθελαν να υφάνουν, το ίδιο κι όταν ήθελαν να πάρουν κάτι από ´κει ή να δείξουν ό,τιδήποτε. Ρίγησαν τα σκουτιά της, η μπερέζα της, η βελεσόφουστά της και η μπροστοποδιά της ακόμα και με δυσκολία συγκρατούσαν το ρίγος του κορμιού και της καρδιάς της Κατερίνης. Μιλούσανε τα σωθικά της κι έγραφαν και με σήματα Mors έστελναν παραγγέλματα εκεί κάπου λίγα χιλιόμετρα μακριά της...
Ήσαντε δυο λαχτάρες που από τ´αγνάντιο χαιρετιούνταν και κάνανε τη γη να τρίζει και τον αέρα να βογγά. Ούλα ήσαντε κι ο ουρανός μαζί που τους εχαμογέλα και τους όριζε τις μέρες και τις ώρες που η λαχτάρα θα ,,κόνταινε,, και η αγάπη θα πλανιόταν λεύτερα και μέσα από το σκέπασμα της ριζαρί κουβέρτας, από τις ,,κούπες,, της θα ξεφύσαγαν μοσκοβολιστοί αχνοί από αγάπης όνειρα και προσμονής λαχτάρες! Έβγαιν´ο καημός με το σαΐτισμα, τον έπνιγαν με το πάτημα των ποδαρικών τα μιτάρια και το αντί τον ύφαινε μαζί με το υφάδι και το σκουτί τον εκουβάλαγε μέσα του, γι αυτό και λέγανε πως τα σκουτιά εκείνου του καιρού είχανε ψυχή και τι ψυχή, βαϊζούλα μου,,ψυχή στημένη, ολόρθη! Ολόρθη κι αλύγιστη, δουλευταρού κι αντρίκια και μαλαματού μαζί και στολιδιάρα, αξεπέραστη και τιμημένη, βαλσαμοφύτεμα σ´άγονο τόπο, που εκείνη μοναχά να γιατρεύει ξέρει και να χαίρεται και να πονεί ...
Πόσο ,,γλήγορα,, χτίζετ´ο καημός στ´αλήθεια μέρα με την ημέρα; Πόσο γρήγορα η ανεμελιά γίνηκε ευθύνη κι από τριαντάφυλλα έπιανε βάτα και ασφάλαχτα και τρελάγκαθα που τρέχανε στου νου της το διαφέντεμα και μόνο το τραγούδι του αργαλειού που έσμιγε με της καρδιάς της το ξέσπασμα την εμαλάκωνε και την έφερνε στα σύγκαλά της.
Το πολύ ,,σκιούψιμο,, για η πολλή έγνοια της βάραιναν το νου;
Τα κύμματα της δόνησης φτάσανε ως την αράχνη ψηλά στο ταβάνι στα δοκάρια της σκεπής, όπου η υφάντρα με τη λεύτερη σκέψη και την τέχνη της δουλεύοντας ασταμάτητα είχε στο νου της ακόμα με υπεροψία το συναγωνισμό της με τη θεά, έστω κι αν την ασέβειά της αυτή την πλήρωσε με τίμημα ακριβό για τη ζωή της όλη! Όμως της έκαμε εντύπωση η γρηγοράδα του αρθρόποδου, γιατί σαν ένα ζωϋφιο το έβλεπε η Κατερίνη που ύφαινε και ενώ δεν είχε σκοπό να ξαναγυρίσει το βλέμμα της στο ταβάνι κάτι την ετράβαγε προς την άξια υφάντρα με τον πανώριο ιστό και για μερικά δευτερόλεπτα τον ξαναχάζεψε και τον εκοίταξε μα τι σκεφτόταν δεν ηξεύρω να σας πω. Πολλά ίσως εκτός από το να την συναγωνιστεί! Θαύμασε γι άλλη μια φορά τη συντρόφισσά της και με πόθο ,,ευγενούς αμίλλης,, επέστρεψε αφοσιωμένα στο δικό της αργαλειό.
,,Θάμασε,, και το δικό της έργο κι ας ήτανε ακόμα στην αρχή.
Ήτανε το πορτοκαλοκόκκινο του ριζαριού που σπίθιζε κι αντακλούσε γύρα φως, ήτανε το βιαστικό παιχνίδισμα της νέας που ηλέκτριζε την ατμόσφαιρα;  Ό,τι κι αν ήταν ήταν τόσο όμορφα!
-Μεσημέριασε Κατερίνη, καιρός να πάψεις για τώρα το υφάδι, τράβα κι εσύ στο σοφρά. Οι ,,γιάλλοι,, κάμανε σταυρό ,,κιόλανε,, δεν κρατιούνται, είπε η μεγάλη της αδερφή, η Ελένη!
Η Κατερίνη χωρίς ν´αποκριθεί, σηκώθηκε, άφηκε τον αργαλειό,  χαιρέτισε τη συντρόφισσά της με τα μάτια, τίναξε το φακιόλι της και ούλα της τα σκουτιά και καθώς εκείνη έφευγε για να πλύνει τα χέρια της πάρα πέρα που βρισκόταν το ,,τσουκάλι,, με το νερό, η Ελένη έριξε μια βιαστική ματιά στο υφαντό της και σάστισε.
-Μωρή, εσύ τράβηξες πολύ, της είπε με καμάρι η αδερφή της ακολουθώντας τη και η Κατερίνη φούσκωσε σαν περήφανος κόκκορας!
-Μάνα, να πα να ιδείς την προκομένη σου την σιούπρα, πόσο καλά τα πάει με το υφάσιμο! Είπε, κι έβαλε την πρώτη μπουκιά στο στόμα της από το πιάτο στον καλοστρωμένο σοφρά που η ίδια είχε ετοιμάσει.
Το φαΐ της φάνηκε δυο φορές νόστιμο της Κατερίνης και σαν από τις άλλες δουλειές ήταν απαλλαγμένη έγειρε ´κει στο προσκεφάλι της να ξαποστάσει. Ο νους της δεν την άφηνε κι ούλο αργαλειοεικόνες κι αργαλειοργαλεία αράδιαζε μπροστά της και προικιά πολύτιμα, βασιλικά και φουστάνια και γιούρντες πλουμιδάτα και γιορντανένια και με δαντέλες περίπλοκες τελειωμένα, να σφιχταγκαλιάζουν κορμιά μαλαματένια κι ,,άσπρονε λαιμό,,!

Άγνωστες πιθανόν:
μπονόρα= πολύ πρωί
ρουπώσει=θα σε χορτάσει, θα σε μπουκώσει
,,να τραβάει,,=να προχωράει
μια μπούφλα νερό=μια χουφτιά νερό
απαλαξίδια=τα καθημερινά ρούχα 
βελεσόφουστα=φούστα -βελέσι με βολάν στο κάτω μέρος
μπόλκα=μπλουζοζακέτα
φακιόλι=μαντήλι, τρόπος δεσίματος της μπλερέζας
μπλερέζα=μεγάλο μαντήλι
,,οι γιάλλοι,,=οι άλλοι
μωρή=ανόητη, όμως εδώ λέγεται φιλικά, χαϊδευτικά ,προσφωνητικά,
,,να πα,,=να πας
,,κούπες,,=σχέδια ορθογώνια που παραλληλίζονται με τις κούπες
γιούρντες=γυναικεία πανωφόρια
ασφάλαχτα= θάμνοι αγκαθωτοί
τρελάγκαθα=οι αφαλαρίδες, σκληρά αγκάθια

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ


 H ριζαρί κουβέρτα! Τάκου-τάκου!

Τάκου-τάκου αντιλαλούσε στους αιώνες ο αργαλειός κι έφτασε ως της Κατερίνης την ημέρα και ,,τακουτάριζε,, περήφανα και υψίφωνα το τραγούδι που οι καιροί έπλεξαν για την κάθε διαλεχτή υφάντρα, που ύφαινε μαζί με τις κλωνές και τα κρυφά όνειρά της!

Κι έλεγε με την αηδονολαλιά της το τραγούδι που πλεκόταν με της σαΐτας τον ήχο και των πουλιών τα κελαϊδίσματα κι ομόρφαινε την ψυχή της, το χώρο της, τους γύρω της!

Πέτα σαΐτα μου γοργή, χτύπα χρυσό μου χτένι,
η ατέλειωτη Σαρακοστή μερόνυχτο να γένει!

Τάκου-τάκου ο αργαλειός μου,
τάκου κι έρχεται ο καλός μου!

Πέτα σαΐτα μου γοργή με το ψιλό μετάξι
να ´ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν´αλλάξει.

Τάκου-τάκου ο αργαλειός μου 
τάκου κι έρχεται ο καλός μου!

Δίχως αυτού του τραγουδιού το νόημα, τον ερχομό του καλού τους και τ´ονείρεμα ενός δικού τους, γεμάτου αγάπη σπιτικού, ποιος ξέρει αν θ´ανταπεξέρχονταν οι γυναίκες των εποχών στο υπερβολικά δύσκολο αυτό έργο τους και στη σκλαβιά της καθήλωσης, που ήταν προϋπόθεση για να γίνει ένα ρούχο, πόσο μάλλον φριχτό θα ήταν, αν ήταν υποχρεωμένη μια γυναίκα να το κάμει επάγγελμα από της ανάγκης την ανέχεια.
Το είχε νιώσει ετούτο η Κατερίνη όταν πέθανε ο άντρας της Βελούδως κι έγινε εκείνη άντρας και γυναίκα μαζί για να δουλεύει νύχτα-μέρα αργαλειό να ζήσει τα ορφανά της.
Για τούτο εδοξολόγα το Θεό που ετούτη τουλάχιστο για καλό και για τ´όνειρο δουλεύει και το φχαριστιέται και το πονεί και το γλυκοδουλεύει και το λιανοτραγουδεί.
Όσο όμως κι αν ήτανε τιμή μεγάλη και τρανή που ´ταν αργαλειός στο σπίτι και κάθε δόντι του χτενιού άξιζε μαργαρίτη, άλλο τόσο βραχνάς και έγνοια ήτανε ο αργαλειός και όχι άδικα του προσήψαν το χαρακτηρισμό σκλαβιά:

Το κέντημα είναι γλέντημα και η ρόκα είναι σεριάνι 
μα ο καημένος ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη!

Η Κατερίνη τη γύρευε όμως ετούτη τη σκλαβιά, γιατί την λευτέρωνε από τις σκέψεις της, που όλο κι αυγάταιναν όσο ο καιρός περνούσε.
Ακόμα κι ο ύπνος της ανάπαυλας γιομάτος από δαύτες ήταν κι εκείνη ένιωθε πιότερο καλά στον αργαλειό της πάρεξ στο κρεβάτι της. Και ,,οι κούπες,,, η μία μετά την άλλη φυτεύονταν στην άπλα του αργαλειοχώρου του πανιού της με τα αδιάκοπα σαϊτίσματα και γιόμιζε περηφάνεια το μπροστάντι καθώς τυλιγόταν γύρω του το υφασμένο τμήμα της κουβέρτας και σπίθιζε με το χρώμα του κι όταν η Κατερίνη παραδινόταν οριστικά στου αργαλειού της τη ροή έβλεπε στ´αστραποβολήματα του κόκκινου τις νεράϊδες της να χορεύουν τριγύρω, να ραίνουν το έργο της, να τραγουδούν μαζί της κρατώντας της συντροφιά κι αναγελώντας το χρόνο κάνανε τις ατέλειωτες Σαρακοστές του καρτερεμού της μερόνυχτα μονάχα!
Σαν αητός τ´απλωμένα χέρια της με ανοιχτές τις φτερούγες του αγκάλιαζαν το εύρος του υφαντού της και αυτό αγκάλιαζε ούλες τις σελίδες της ζωής της. Τα πόσα τάκου αν μέτραγε, όσα τα καρδιοχτύπια θα ´φτιαχνε ξόμπλια και γιορντάνι και θα ένωνε δυο χωριά και δυο καρδιές. Εκείνη όμως ήξερε υπομονή να κάμνει κι εκαρτέρει υφαίνοντας κι ,,εδιάλεε,, τα τραγούδια της και τά ´στελνε με τα πουλιά και τις νεράιδες στον ύπνο του καλού της. Κι όταν σκλαβιά τον ένιωθε τον αργαλειό, πεταγόταν ίσα με το μυροβούνι της και γιόμιζε αγέρα μοσκοβολημένο φασκόμηλο και φούντωνε λαχτάρα μάτα κι ευτυχία και τη σκλαβιά της αγκάλιαζε μ´αγάπη.
Πόσες κούπες μάκρος πήρε το κάθε κουβερτόφυλλο μοναχά ο πήχυς της γνώριζε πρώτα και στερνά, αν χρειαζόταν λίγο ακόμα να συμπληρωθεί η κούπα, γιατί έπρεπε ολάκερη να δείχνει, συμπλήρωνε την κούπα κι έκανε τότε τα μετρήματα.
Τρία φύλλα έπρεπε να υφάνει για να γίνει η κουβέρτα κι αυτή μέσα στη βδομάδα το ´βγαλε το ένα κιόλας, σα να ´τανε λόγος της στιγμής κι όχι κόπος τραβηγμένου χρόνου.
Ήτανε προκομάρα και λαχτάρα,ήτανε πόθος κι όνειρο ετούτη η βιάση, ήτανε και το κόκκινο που στ´όνειρο για γλήγορο το είχανε και τούτο τ´ογλήγορο μοναχά καλό χαμπέρι θα έφερνε, καλό κι ευλογημένο!

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ

 Η ριζαρί κουβέρτα! Κάποτε όλα τελειώνουν!

Ατέλειωτα μερόνυχτα αγώνα και λαχτάρας έτρεχαν όπως τα κρουστάλλινα νερά της Βρασίτσας και το νεανικό της αίμα που έβραζε κι έβαφε ανεξίτηλα τα στημονογνέματα και τα υφάδια της καθάριας ψυχής της ροβόλαγε θαρρείς σαν από τα Τρελάγκαθα στη Μουντρά, διάβαινε τη Βρασίτσα, τον Αι-Γιώργη κι έβαφε με της ζέστας του τον αχνό ό,τι έβρισκε μπροστά του, κατέβαινε στην εκκλησιά της Κοίμησης στη Μοφκίτσα, όπου ακούμπαγε σεβντάδες και λαχτάρες, δίψαγε κι έπινε από τ´άγιο δισκοπότηρο το μεταλλαγμένο σε πηγή ζωής αίμα του Θεανθρώπου κι εκείνο δρόσιζε την πάναγνη ψυχή της και η σκέψη της καταλάγιαζε για να σταθεί λίγα μέτρα παρακάτω στην Πέρα βρύση, να γιομίζουν με πλάτανου σοφού αγέρα τα ,,πλεμόνια,, της, ν´αφουγκράζονται αηδονολαλιές τ´αυτιά της ίδιες του χτενιού της τα κελαϊδίσματα, διέσχιζε ,,τα μαγαζιά,, και υποκλινόταν ο γέρο πλάτανος του ,,Αγά,, στην ομορφιά της, άσε που οι θαμώνες λιγουριάζουνταν παρθενικά κάλλη, που η παντρειά δεν τα είχε αγγίξει, τράβηξε μια φωτογραφία του εαυτού της στα νερά του πηγαδιού στη γωνία απέναντι από το σαγματοπωλείο, πήγε ακριβώς απέναντι και στηρίχτηκε στ´αγκωνάρι του σπιτιού του Σιάμπαλου κι αγνάντευε στην ανηφόρα το παλάτι των ονείρων της! Μα σαν δεν επιτρεπόταν να μπει μέσα αν το πριγκιπόπουλο δεν είχε σελωμένο τ´άλογό του, πισωγύριζε κι άφηνε τη σαΐτα της να γλεντά του όνειρου τα ντέρτια...

Τέτοια πισωγυρίσματα όλο κι αυγάταιναν όσο εκείνη τράνευε και ο καιρός πλησίαζε...
Τάκου τάκου κι επιστροφή από τ´όνειρο που το ,,γαργάλισμα,, της σαϊτας το σώριαζε μπροστά της και το ,,´ζηγε,, με κάθε σαϊτιά, που η γληγοράδα της το ´κανε άπιαστο και φευγαλέο και το ´νιωθε, όπως αργότερα που πήγαινε στον Πύργο με το τρένο, που φεύγανε μπροστά στα μάτια της σπίτια, δέντρα κι ουρανός και δεν εκαταλάβαινε γιατί συμβαίνει ετούτο και σαν δεν το εκαταλάβαινε στεκόταν και το ,,θάμαζε,, και το τούκου τούκου του τραίνου που έμοιαζε μ´αγκομαχητό, ποιος ήξερε τα δικά του βάσανα, και το τρελό γρύλισμά του σαν ήθελε να ,,σκούξει,, της θύμιζε το σφύριγμά του τους λύκους ,,εκείθ´απάνου,, στα Τρελάγκαθα που μένανε καμμιά ,,βολά,, τις νύχτες οικογενειακώς. Ούλους τους ήχους η Κατερίνη τους μάζευε όπως μάζευε τα πρόβατά της και τους ταξινομούσε και τους ονομάτιζε και τους αποθήκευε ,για να τους έχει όταν θα τους εγύρευε, όμως της σαϊτιάς τον ήχο τον άφηνε να πλανιέται γύρω της και μέσα της και το κελάιδισμά του της γλύκαινε τ´αυτιά και την επήγαινε στο νεραϊδόκοσμό της, τι κι αν ετράνεψε, τις εκουβάλαγε μέσα της τις νεράιδες της!
Με τούτα και με τ´άλλα προτού τη Λαμπρή το αντί της γκαστρώθηκε κι εβόγκαγε στο γύρισμα του ,,στρίφτη,,. 
Μια πήχη, δυο πήχες... τρεις... εφτά πήχες! Ήθελε η κουβέρτα της νάναι μπόλικη, ν´αγκαλιάζει ίσα με το πάτωμα το κρεβάτι της, όπως αγκάλιαζε κι ο ποδόγυρος της φούστας της τα γυμνά της δάχτυλα που πάταγαν στο χώμα. Και τα τρία φύλλα, τέσσερα τα έκαμε, το είχανε υπολογίσει στο μίτωμα, άλλο αν η μάνα της δυσκολεύτηκε πολύ να πειστεί από τα λεγόμενά της. 
-Τι να την κάμεις, βάιζα ,,μου τόσο,, θερειά ,,κουβέρτα; 
-Έτσι τη θέλω μάνα, και στο νου της είχε, όταν το γύρευε τούτο, το παλάτι της, που το φανταζόταν με τρανό κρεββάτι, γιατί ήθελε να κουκουλώνει τα όνειρά της και την ευτυχία της, μην της τα ματιάσει κανείς, ήθελε τα πράματα όπως τα ήθελε η ,,ιδιανή,,, χώρια από ´κείνα που δεν ,,της έπεφτε λόγος,,!
Άιντε δυο δάχτυλα ακόμα ,,να κλείσει η κούπα,, και τι χαρά! 
Το βηλάρι της, η κουβέρτα της τέλεψε, τέλεψε, όχι όμως και τα όνειρά της, εκείνα μόλις άρχιζαν!
Ανακουφισμένη αλλά και ανήσυχη γιατί άμα βλέπεις όνειρο δε θέλεις να ξυπνήσεις και ´κείνη με τούτο το υφαντό έπλεξε χιλιόμετρα όνειρο, με τι καρδιά να ξύπναγε; Το χάιδεψε απαλά όπως χαϊδεύουν τα μωρά, το τύλιξε γύρω από το αντί της ως το τέρμα, σηκώθηκε από τον αργαλειό, νοικοκύρεψε το χώρο μαζεύοντας τα υπολείμματα των νημάτων, βάζοντας τη σαΐτα στη θέση της, τινάχτηκε να φύγουνε τα χνούδια, ,,σάρωσε,, με το χόρτινο ,,σάρωμα,, το χώρο, ποτέ δεν της άρεσε ν´αφήνει ατσαλιές, σταυροκοπήθηκε κι έτρεξε στο μαγειριό δίπλα, όπου καθόταν η μάνα της, η βάβω και οι αδερφάδες της και το φώναξε να την ακούσουν, τις εκάλεσε να ιδούν το έργο της, ανάσαινε ευτυχία το κορίτσι και φούσκωσε σα ,,γάλος,, σαν της έδειξαν ,,το θαμασμό,, τους οι δικές της.
-Καλορρίζικη, της είπαν μ´ένα στόμα, μάνα, βάβω κι αδερφές!
Καλόλιωτη! Με το καλό στο σπιτικό σου!
-Φχαρστώ και στα δικά σας αδερφούλες μου, είπε στην Τριαντάφυλλη και την Ελισσάβετη κι εγίνανε μπουκέτο ανοιξιάτικα τριαντάφυλλα μέσα στην τεράστια αγκαλιά που έπνιξε μάνα, βάβω και κόρες!
Τώρα μάνα θα βάψουμε της Τριαντάφυλλης, είπε η Κατερίνη και δε χρειάστηκε να ρωτήσει το χρώμα, ήξερε! Η αδερφή της μόνο χρώμα σαν τ´ονόματός της θα διάλεγε. 
-Ναι, τριανταφυλλί τη θέλω τη δική μου, επιβεβαίωσε η Τριαντάφυλλη κι ούλες μαζί βγήκανε από την καμαρούλα τ´αργαλειού φουσκωμένες ευτυχία και σκορπίσανε η κάθε ,,μίνια,, στις δουλειές τους.
Δεν άργησε καθόλου το βάψιμο του γνέματος για την κουβέρτα της Τριαντάφυλλης! Ήτανε άλλωστε ανάγκη γιατί έπρεπε να ,,κινήσει το υφάσιμο,, , ,,κανά δυο πήχες,, ή και περισσότερο, όσο να τυλίγεται στο αντί η καινούργια κουβέρτα, για να μπορέσει να κοπεί η πρώτη.
Έτσι η Κατερίνη ξεκίνησε υφαίνοντας με την ίδια λαχτάρα, που βόηθαγε σ´αυτό και το προκλητικό της χρώμα, την κουβέρτα της Τριαντάφυλλης, μέχρι όσο έπρεπε για ,,να κόψουν,, τη δική της από τον αργαλειό κι όταν το έκαναν ήταν σα να ,,αφαλόκοβαν,, το νιογέννητο από τη μάνα του κι όπως κομπόδεναν τον αφαλό του μωρού, έτσι κομπόδεσαν και το στημόνι που είχανε αφήκει λάσκο και για τις δυο κουβέρτες.
Μαζεύτηκαν και οι πέντε στον αργαλειό! Η βάβω έκατσε ήσυχα στο σκαμνάκι της κι αγνάντευε μοναχά και καμάρωνε, ήξερε η Γιωργίτσα, μα κι αν για κάτι γυρεύανε τη γνώμη της εκείνη ήτανε πρόθυμη να τήνε δώκει.
Χωρίσανε τα φύλλα κόβοντας ανάμεσα στα διάκενα του ανύφαντου στημονιού και τάκα-τάκα, η μία στη μιαν άκρη, η άλλη στην άλλη, η μία το ένα κουβερτόφυλλο, η άλλη το άλλο, στο πι και φι, ξέρανε να το λένε μα όχι να το γράφουνε, κομπόδεσαν ανά δύο όλες τις κλωνές του στημονιού, δώκανε όξω ένα δυνατό τίναγμα σε κάθε φύλλο κι έτοιμη η κουβέρτα! Έτοιμη; Όχι ακόμα! Έτοιμη από τον αργαλειό!
- Βάβω, θα με ορμηνέψεις με τη ,,μπιμπίλα,,,ρώτησε με τρυφεράδα η Κατερίνη τη νόνα της!
-Μετά χαράς, βαϊζούλα μου, κι άρχισαν αμέσως τη δουλειά!
Οι άλλες αποτραβήχτηκαν. Η Κατερίνη ,,ήφερε,, την κανίστρα με τα υπόλοιπα του νέματος έφερε κι άσπρο νέμα που της εζήτησε η βάβω και στρώθηκαν.
-Με καπέτες τη θέλω τη ,,μπιμπίλα,, νόνα είπε κι έτρεξε για τα βελονάκια,  που απάνω στη βιάση της τα είχε ξεχασμένο.
-Την πρώτη αράδα ολοτρόγυρα θέλω μοναχά να μου φτιάξεις εσύ, για να κρυφτούνε όμορφα οι στημονοκλωνές, της είπε, στερνά ξέρω, θα τη φτιάξω μοναχή μου τη ,,μόστρα,, της κουβέρτας μου.
-Ό,τι θέλει η ,,κοκώνα,, μου, είπε χαμογελώντας και καμαρώνοντας για την αξιοσύνη της ,,αγγόνας,, της η βάβω!
Ούτε μια βδομάδα δεν της επήρε της Κατερίνης το ,,μπιμπίλιασμα,, της κουβέρτας. Τώρα μπορούσε να περηφανεύεται πως η κουβέρτα ,,έκιωσε,, και η καρδιά της πήγε στη θέση της από τη αγωνία. Έτσι έμεινε λεύτερη η μεγαλόθυμη ψυχή της κι ,,εστραπατσάρισε,, για λίγο τη σκέψη της με ανούσια σκεπτικά και χαζομάρες της αράδας και της καθημερνότητας χαζεύοντας με τις φιλενάδες της και κάνοντας σπιτοδουλειές στην προετοιμασία για την επερχόμενη Λαμπρή!
Μια κουβέρτα, ένα όνειρο, ένας δρόμος, μια ζωή!

Άγνωστες πιθανόν!
,,να κλείσει η κούπα,,=να ολοκληρωθεί το σχήμα του σχεδίου
το σάρωμα=η σκούπα και η αντίστοιχη εργασία
μπιμπίλα=η λεπτή γιρλάντα, εκεί η κάθε γιρλάντα 
μπιμπίλιασμα= το τελείωμα με δαντέλα λεπτή(στενή) συνήθως στο φάρδος της
μόστρα=το τελείωμα, το ντουμπλάρισμα
έκιωσε=τελείωσε
εστραπατσάρισε= τσαλάκωσε
βολά=φορά
,,να κινήσει το υφάσιμο,,=να ξεκινήσει, ν´αρχίσει
,,το ´ζηγε,,=το ζούσε 
αγγόνα=η εγγονή
αφαλόκοβαν= έκοβαν τον ομφάλιο λώρο

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ

 ,,Βαγγελισμού και Πάσκα,,!

Το Πάσχα εκείνη τη χρονιά είχε έρθει νωρίς! Λίγο στερνά από του Βαγγελισμού! Δεν πρόλαβε καλά-καλά η Κατερίνη να τελειώσει τη ριζαρί κουβέρτα της και οι δουλειές για του Βαγγελισμού και τη Λαμπρή την ,,κεφάλιωσαν,, παρ´ότι ήσαν πολλές και άξιες οι γυναίκες στο σπίτι, είπανε αμάν και πότε να περάσει εκείνο το Βαγγελισμού κι εκείνο το ,,Πάσκα,,! Ήτανε σπουδαία ανάπαυλα από τον αργαλειό, αλλά και οι άλλες σπιτοδουλειές πολύ κουραστικές ήσαν εφ´όσον επρόκειτο για γιορτή. Οι αξιώσεις μεγάλες! Άιντε να φρεσκάρουνε τις φουστανέλες των ,,αντρώνε,,, άιντε να τοιμάσουνε τα γιορτινά ,,ολουνώνε,,, άιντε να στολίσουνε το σπίτι, τα νεροκουβαλήματα,  ,,ο λαμπριάτης,, με τα σχετικά του, τα γλυκίσματα, τα νοικοκυρέματα δεν επέτρεψαν ξεκούραση στο γυναικόκοσμο του σπιτικού του Θανάση και της Γιωργίτσας! Όμως, χωρίς ,,βαρυγκώμια,, ανταπεξήλθαν και χάρηκαν τη Λαμπρή σε όλο της το μεγαλείο! Και τα εκκλησιάσματά τους εκάμανε ούλο το Μεγαλοβδόμαδο που χόρτασε το αυτί τους ψαλμωδία και πενθούσαν ούλοι για το Χριστό και φόρηγαν μαύρα ή σκούρα σκουτιά για να πάνε τα βράδια ανελλιπώς και νηστεμένοι ούλοι τους, άντρες και γυναίκες, ακόμα και τα παιδιά ,,τα νήστευαν,, το Μεγαλοβδόμαδο και πήγαιναν υποχρεωτικά στην εκκλησιά άλλοτε να βοηθάνε στο ,,γιερό,, τον παπά, άλλοτε όπως ο Γιωργής που ήτανε καλλίφωνος βόηθαγε στο ψαλτήρι το μπάρμπα Κώστα τον ψάλτη, που δεν καλόβλεπε τελευταία και ο Γιωργής, όχι πως ήξερε να διαβάσει, αλλά είχε γερό αυτί και τα είχε ούλα με τη σειρά βαλμένο μέσα στο κεφάλι του και τα τράβαγε ένα-ένα στην ώρα τους, σα να ήσαντε λουκούμια και του γλύκαιναν τον ουρανίσκο και στρατιωτάκια παραταγμένα που είχανε λάβει την εντολή και ξεπρόβαλαν για να εκτελέσουν την δοσμένη παραγγελία. Ήτανε θάμα εκείνο το παιδί και έχαιρε εκτίμησης τρανής και μπράβο δεχότανε πολλά και ζήλειες ακόμα-ακόμα από κάποιους που τα εδικά τους ήσαντε ,,τούβλα,, και ,,κοτρόνια,, μα εδαύτοι εβρίσκανε ,,το διαολό τους,, από τον ιδιανό το Γιωργή και από το μουστακαλή πατέρα του τον ,,νταβρωμένο,, Βαγγέλη με τ´όνομα, θα γιόρταζε κιόλανε του Βαγγελισμού, πολλούς χρόνους ας είχε ο χριστιανός, όπως κι είχε, κι ο γιος του έψαλε για χάρη του με την πιο γλυκειά λαλιά του και τον εκαμάρωσε ούλος ο κόσμος χωρίς ούτε ένας να ειπεί κανένα ,,σχολιανό,, άσκημο, μοναχά καλά λέγανε και καμαρώνανε το παληκαρόπουλο που ,,πάαινε,, να μοιάσει του πατέρα του στο μπόι και στη ,,γερωσύνη,, μα τη λαλιά την είχε από τη μάνα του,την πεντάμορφη και γλυκομίλητη Φανούλα από τη Ζούρτσα. Μάλιστα ο ,,Βαγγέλας,,, έτσι τον λέγανε οι περσότεροι λόγω του ότι ήτανε θεριακωμένος, στη γιορτή του του Βαγγελισμού, έβαλε στη διάθεσή τους ούλα τ´αλογομούλαρά του για να πάνε ούλα τα παιδιά του χωριού μαζί του στη Ζούρτσα, αφού σκολειό δεν είχε ακόμα τότε η Μουντρά, για να ιδούνε την παρέλαση και τους λεβέντικους χορούς της λεβεντογέννας πατρίδας και να ιδούνε και κόσμο αλλιώτικο ,,τέτικια,, μέρα! Οι ευκές που επήρε εκείνη την ημέρα ο ,,Βαγγέλας,, του φτάνανε για ούλη του τη ζωή! Άσε τα παινέματα και τις φχαριστίες για την πράξη του να τους επάει ούλους, ακόμα και γυναίκες σε όσες το ,,πιτρέψανε,, οι άντρες τους τις επήραν μαζί τους. Εκεί να ήσαστε να ,,ηβλέπατε,, το ,,λεφούσι,, που ανηφόριζε στη Ζούρτσα εκείνου του Βαγγελισμού μετά την εκκλησιά! Πολύχρωμες φιγούρες γυναικείες με τα γιορτινά τους, παιδιά και άντρες με φουστανέλες οι περσότεροι, αλογομούλαρα του Βαγγέλη και άλλων που αποφάσισαν ότι ήθελαν να πάνε μαζί, στολισμένα με τα κεντητά υφαντά κιλίμια, με οχλαγωγία και τραγούδια επαναστατικά κλέφτικα και της λευτεριάς, βούιξε ο τόπος, ημέρεψε ο ντουνιάς, ,,αλάβρωσε,, η καρδούλα των γυναικών πιότερο που σε τέτοιο γιορτάσι δεν είχανε ,,ματαπάει,,. Έμεινε στην ψυχή ολωνών εκείνη η μέρα και το απόγιομα που ´πιστρέψανε τους επέρασε ούλους από το σπιτικό του και είπε στη Φανούλα να τους κεράσει ούλους ,,μπακλαή,,. Τέτοια γιορτή πρώτη ,,βολά,, του ´λαχε του Βαγγέλα! Φέρτε μεζέ στερνά, φέρτε κρασί, κανένας δεν επήγε στο σπίτι του νωρίς, μοναχά καμμιά γυναίκα, που είχε προγραμματισμένη δουλειά ξεγλίστραγε στα κρυφά κι έφευγε για το σπίτι της ή για τα ζωντανά της. 

Η οικογένεια της Κατερίνης ήτανε από τις πρώτες που συμμετείχαν σ´αυτό το πανηγύρι, αφού με το Βαγγέλα ο πατέρας της ήσαντε πρωτοξάδερφα! Μοναχά ο Νικολός έφυγε νωρίς και πήγε στα γαλάρια κι ο Πέτρος ο μικρότερος, ενώ ο Παναγιώτης έμεινε με τον πατέρα του νάχουνε το νου τους στις γυναίκες, ειδικά την Κατερίνη που ήτανε παντρεμένη κι άδοτη μην γινότανε κανά παρατράγουδο ,,για όνομα Θεού,, και τι λόγο θα δίνανε στον άντρα της αν το μάθαινε, άσε που κι ο πατέρας της και τ´αδέρφια της δε θα την ,,εκατάπιναν,, τέτοια ντροπή. Τίποτα όμως από τους φόβους τους δεν έγινε, η κάθε ,,μίνια,, φύλαγε τον εαυτό της κι ούλα πήγανε πρίμα! 
Επισκέψεις δεχτήκανε πολλές τη Λαμπρή στο σπίτι τους ο Θανάσης και η Γιωργίτσα γιατί και καλόγνωμοι άνθρωποι ήσαν και αγαπητοί, και για τούτο και για τις ημέρες, το σπίτι το στολίσανε με τα γιορτινά του κι έμοιαζε στολιδομάνα που αγκάλιασε ένα ,,τσούρμο αντρώπους,, με ολοζώντανη ,,κράση,, και στομάχια που χωνεύανε και την πέτρα και ο τέντζερης δεν απέφευγε τα ερωτοαγκαλιάματα της πυροστιάς και της φλόγας μέχρι που μουντζουρώθηκε σε βαθμό απελπιστικό κι είπε αμάν πια και στράβωσε τη μούρη του από απελπισία διαμαρτυρόμενος έντονα...
Δυο αρνιά εσφάξανε για να χορτάσουν λαχταριστό σουβλιστό και τενζεράτο νοστιμότατο φαγάκι ή φρικασέ με τρυφερά μαρουλάκια από τον κήπο τους σ´ένα χωραφάκι που είχανε κοντά στον Αγιάννη, όπου πρόβλημα νερού δεν υπήρχε, ενώ στη ρούγα που μένανε τους κόστιζαν οι γιορτές σε αυτό. Έπρεπε να το κουβαλάνε από μακριά, τον Αγιάνννη δηλαδή και τούτο πρόσθετε κούραση περισσή! Την ξέχναγαν όμως τα κορίτσια σαν στολίζουνταν και ,,πάαιναν,, στην εκκλησιά. Η ιλαρότητα της Μεγάλης Εβδομάδας με το τροπάριο της Κασσιανής, τον Εσταυρωμένο, τον Επιτάφιο που σε αναπαράσταση όλες οι κοπέλες του χωριού με κάνιστρα στα χέρια που έφεραν λουλούδια, την ώρα των εγκωμίων έραιναν τον επιτάφιο και η συγκίνηση έφτανε στο έπακρον, γέμιζε τις καρδιές όλων με ιερή συγκίνηση! Έλα όμως που ανήμερα το Πάσχα όλο αυτό το μεγαλείο μετατρεπόταν σε οπλοστάσιο! Εκεί, στην εκκλησιά δηλαδή, οι νιόπαντρες κι οι αρρεβωνιασμένες γινόσανται το στόχαστρο των ,,βαρελοτάδων,, και των ,,βομπιστών,,! Παρά τον κίνδυνο να φάνε καμμία ,,βόμπα,, στα κεφάλια τους και στα φουστάνια τους, εκείνες το καμάρι τους δεν τ´άφηναν κι όσο ο πόλεμος βαστούσε μέσα στην εκκλησιά, χαλασμός σου λέου, τόσο καμάρωναν και πότε στέκουνταν σα λαμπριάτικες λαμπάδες πριν πάρουνε το άγιο φως ακούνητες και υποτακτικές, πότε γλυκοκινιούνταν πέρα -δώθε, μπρος-πίσω, όπως οι λαμπάδες με το ,,Χριστός Ανέστη,, που το ψέλνανε κιόλας χωρίς να ρωτήσουνε ποτέ τους αν έπρεπε ή δεν έπρεπε. Πήρανε και μια πρωτοβουλία οι γυναίκες! 
Η Κατερίνη με το φουστάνι της το κρεμεζί και την αρχοντοσύνη της, ξέσκεπη, συνοδευόμενη από την οικογένεια και ,,στεκάμενη,, δίπλα στον πατέρα της λαμπύριζε τα μάτια της στην εικόνα ακριβώς απέναντί της και τα μύρια παιχνιδίσματα της αστραπόβολης ματιάς της ικέτευαν τον Αναστάντα, μακάρι την άλλη τη Λαμπρή νά ´τανε με τον άντρα της παρ´ότι ετούτο πίστευε πως δεν θα το ´λεγε ποτέ της.
Η εκκλησιά μύριζε μπαρούτι και θύμιζε βομβαρδισμένο τοπίο!
Άδικα ο παπάς άλλοτε παρακαλεστά άλλοτε επιτακτικά και επιβλητικά προσπαθούσε ν´αποτρέψει τη λεηλασία!
Και οι βόμβες και τα βαρελότα πηγαινοέρχονταν σαν σε πεδίο μάχης κι αμαύρωναν την τελετή και το χώρο! Έθιμο να σου πετύχει! Έννοια σας όμως από την επόμενη Λαμπρή ο παπά Θύμιος έκανε όξω την Ανάσταση και οι επίδοξοι ξεθύμαιναν πετώντας στον αέρα τα πυροκροτήματά τους και χωρίς αυτό να σημαίνει πως μέσα δεν έπεφτε τίποτις, είχε κοπάσει κάπως το κακό. Αν έκαιγε η βόμβα κανά φουστάνι ή πετύχαινε κάποιονε σε κανά κεφάλι, μάτι, πόδι, χέρι, εκεί να ήσαστε ν´ακούγατε και με το δίκιο τους, τον εξάψαλμο στους επιτιθέμενους, ακόμα και βρισιές ξεστόμιζαν, γιατί λέγανε, αφού δεν επεμβαίνει ο Θεός να τους σταματήσει θα το έκαμναν οι ίδιοι. Λιβάνι και μπαρούτι ένα μυστηριώδες συνοθύλευμα οσμών κέρδιζαν τις εντυπώσεις παραμερίζοντας τους υπέροχους αναστάσιμους ύμνους και οι νεολαίοι συνήθως με το εθιμικά επιτρεπόμενο θράσος μετάλλασαν εν τη αγνοία τους την υπέροχη αναστάσιμη ημέρα σε θλιβερή παρωδία κτηνώδους και ασεβούς συμπεριφοράς!
Το αυγοτσούγκρισμα που γινόταν στην εκκλησιά επίσης και οι ευχές δημιουργούσαν στιγμιαία ιλαρότητα και η μαγερίτσα στο σπίτι εναγωνίως καρτερούσε να πάρει θέση στις σχεδόν άδειες γαστέρες των πιστών! 
Θεέ μου, τι παρωδία, αναφώνησε εγγράμματος φιλοξενούμενος πάραυτα και αποχώρησε από τον ναό και όξω ευρεθείς απόλαυσε, τρόπος του λέγειν, ηρεμότερα τους ύμνους και τα τροπάρια της Ανάστασης.
Το δείγμα της πειθαρχίας στο θεϊκό μυστήριο ήταν ότι ούλοι έμεναν ως το τέλος της αναστάσιμης λειτουργίας! Κάτι ήτανε κι αυτό! 
Ξεθυμασμένα νιάτα και λαός, όμορφες κυράδες, παιδιά και νιες κατηφόριζαν στο τέλος με το άγιο φως προστατευμένο μέσα στις χούφτες τους κι αλληλοεύχονταν Χριστός Ανέστη, Αληθώς κι ανάθεμα αν εκαταλάβαινε κανένας από δαύτους την αληθινή σημασία των τεκτενόμενων. Ήτανε τούτο όμως μια ιδιότυπη ικεσία, γιατί ποτέ ο Θεός δεν τους εκράτησε κακία, ίσως να χαιρότανε κιόλας τη χαρά τους, αφού έτσι κι αλλιώς εκείνος ανέβηκε στο σταυρό για χάρη της ηλιθιότητάς τους και τώρα αναστημένος στους ουρανούς μπορεί και να μην τον νοιάζει καν τι κάνουν οι άνθρωποι εδώ κάτου στη γης, καλά καλά ούτε κι όταν πάνε για χάρη του στο ναό του! Το φραγγέλιό του το άφησε εκεί στο ναό του Σολομώντα και βρίσκεται εκεί σε αχρηστία από τότε!
Το απόγιομα, στην Αγάπη, υποχρεωτικά οι νιόπαντρες κι οι αρρεβωνιασμένες βρίσκουνταν στην πρώτη γραμμή, γιατί ο δεύτερος γύρος ,,βαρελοτοβομπίας,, θ´άρχιζε κι αλίμονο στους στρατιώτες που δε θα παρουσιάζονταν!
Ευτυχώς τη Λαμπροδευτέρα στου χωριού την άπλα, που επειδή άπλα δεν είχε μέσα το χωριό, γιατί ήτανε σε πλαγιά χτισμένο και ,,πάτους, τράφους ,, διάβαινες για να το σεριανίσεις, είχανε προνοήσει να ´χουνε ,,ξιαρίσει,, ένα χωράφι, το πιο κοντινό λίγο πέρα από τα σπίτια κι άλλοτε στης εκκλησιάς την άπλα, που όμως δεν ήτανε αρκετά μεγάλη για τους χορούς τους και τη ,,μάζωξη,, κι έτσι προτίμαγαν το χωράφι και γινότανε το έλα να δεις!
Το τραγούδι και ο χορός εκεί, αλλά και η μοναδική ευκαιρία να αλλαξοματιάσουνε οι φλογισμένες νεανικές υπάρξεις, τι κι αν ούλα έπρεπε να γίνουνταν με περισσή αξιοπρέπεια και σεβασμό και πολλά παρατράγουδα γινόσαντε αν κάποιος έπιανε τέτοιες ματιές να πλανιώνται ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια της παντρειάς, ο έρωτας καλά κρατούσε γιατί τα δικά του μάτια δεν είχαν ποτέ σύνορα κι ούτε γνώριζε από απαγορεύσεις. Κι επειδή συνοδεύουνταν οι κοπέλες από την οικογένεια κι ήσαντε χαμηλοβλεπούσες, στο άστραμα και στο χορό εκείνος έκανε τη δουλειά του. Το πώς τα βολεύλανε στερνά άλλος ο λόγος! Άλλοτε με ,,μακελειά,, άλλοτε συγκαταβατικά οι πιο έξυπνοι, άλλοτε ,,κλεφτά,, οι πιο γενναίοι τα βόλευαν, ο έρωτας μια ,,βολά,, δεν έμενε ποτέ παραπονεμένος! Βαγγελισμού και Λαμπρή κι άλλες τρανές γιορτάδες τα ´ριχνε τα βέλη του ο ,,αφιλότιμος,, και λογαριασμό δεν έδινε σε κανέναν!
Η Κατερίνη σαν κοντοζύγωνε το έβγα των γιορτών ,,είχε μαλλιά να ξάνει,,! Μη ξεχνάμε ότι είχε υποσχεθεί πως θα ύφαινε και τις κουβέρτες των αδερφάδων της! Μέχρι τον Ιούνη πίστευε πως θα τις είχε ,,κιωμένο,,!

Άγνωστες ίσως:
την κεφάλιωσαν=την έπνιξαν, την έφτασαν ως το κεφάλι, ήσαν πολλές οι δουλειές 
νταβρωμένος=δυνατός
αλάβρωσε=ξαλάφρωσε, επιθύμησε 
ξιαρίσει=είχανε καθαρίσει με την αξίνα από τ´αγριόχορτα
λεφούσι=πολύς κόσμος μαζί σε κίνηση

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 Η τριανταφυλλί κουβέρτα!

Πέρασε και η βδομάδα της Διακαινησίμου! Ένας σταθμός στου βίου τη διαδρομή, μια όαση στην έρημο της ζωής!

,,Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος,,!
Αυτό κλείνει μέσα του μια μεγάλη αλήθεια, επιτρέψτε μου όμως να πω ότι για μια στάλα ευχαρίστηση ο άνθρωπος μπαίνει σε μια διαδικασία παιδεμάρας που στο τέλος η φιέστα τον αποτελειώνει! Ευτυχώς η Κατερίνη, νιάτο πράμα, δε σκεφτόταν σαν και μένα, όπως κι εγώ στα νιάτα μου δεν τη μέτραγα την ταλαιπώρια των γιορτών, ούτε και των γιορτασιών, τέλος πάντων έχει ο καιρός γυρίσματα, εσείς μην επηρεαστείτε από την τωρινή μου άποψη για τις γιορτές, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να γιορτάσουν οι ανήμποροι ν´ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των γιορτών, και πατάτε γκάζι να προετοιμαστείτε όσο καλύτερα για κείνες, εγώ όμως προτιμώ να ταξιδέψω στην εποχή της Κατερίνης, που ευτυχώς για κείνην τέλειωσαν και η έγνοια, αχ, η έγνοια είναι να μη σου μπει στο μυαλό, σε παιδεύει σε βασανίζει πιότερο από τις προετοιμασίες των γιορτών. Την Κατερίνη δεν την βασάνιζε τόσο αυτό, όσο η ανάγκη της να δει το αποτέλεσμα της νέας της προσπάθειας στον αργαλειό, πώς θα έδειχνε η τριανταφυλλί κουβέρτα όχι, γιατί αυτό το είχε ήδη δει, αφού την είχε ξεκινήσει, είχε όμως τη λαχτάρα και τον πόθο, αλλά και την ευθύνη να τελειώσει η κουβέρτα της αδερφής της, της Τριαντάφυλλης. 
Της είχε λείψει και το τάκα-τάκα του αργαλειού της τρεις βδομάδες τώρα και με το που ξημέρωσε η Δευτέρα έδωκε μια τελευταία γιορτινή ματιά στο καλοσυγυρισμένο σπίτι, σα να του ´λεγε πως θα κάμει καιρό να το ξανακοιτάξει με τέτοια λατρεία, έβαλε σαν κινητήρια δύναμή της το καρκαριστό γέλιο που έκαμε πρωινιάτικα με τα αστεία της Τριαντάφυλλης και της νιότης την ορμή και μια και δυο, πού την άφηνες, πού την εύρισκες στον αργαλειό!
Τώρα, που του είχε πάρει τον αέρα για τα καλά, ούτε που την ένοιαζε η τεχνική, την έπαιζε στα δάχτυλα, έκαμε μια σκέψη υπεροψίας που την απέσυρε αυτομάτως, γιατί θυμήθηκε πως της είχανε μάθει να είναι ταπεινή και πως ότι έκανε όσο καλό και να ήταν θα υπήρχε πάντα κάτι καλύτερο, αρκέστηκε στο να απολαμβάνει το κελάιδισμα του χτενιού της και να υφαίνει, να υφαίνει, να υφαίνει ασυγκράτητα! Το σαΐτισμα από την προσήλωση γινόταν όλο και πιο γρήγορο, όλο και πιο τέλειο, όλο και πιο διασκεδαστικό! Τώρα τα πουλιά δεν κελαϊδούσαν μαζί με το χτένι, τραγουδούσαν για να παινέψουν την άξια υφάντρα. Εκείνη σα να το καταλάβαινε κι άφηνε να ξεχειλίζει όλη της η ορμή, να βγαίνει όλο της το είναι ατόφιο και να κολλάει, ετικέτα πολύτιμη, καραντί της γενναίας προσφοράς της στην αδερφική αγάπη, ρόδο αμάραντο της καρδιάς της σε ό,τι πολυτιμότερο της χάρισε ο Θεός! Δώρο Θεού θεωρούσε τ´αδέρφια της η Κατερίνη, δώρο θεού την αξιοσύνη της, δώρο Θεού την ύπαρξή της! Η ευγένεια της ψυχής της το δήλωνε περίτρανα ετούτο κι ούλοι το βλέπανε και το καμάρωναν στο σπίτι και σ´ούλο το χωριό.
Οι ,,κούπες,, στο υφάδι διαδέχονταν η μια την άλλη και το ολοζώντανο χρώμα του τριαντάφυλλου ένιωθε να της στέλνει το άρωμά του και το ένιωθε τόσο έντονα αυτό, που παρορμητικά παράτησε στον πιο καλογραμμένο ρυθμό της τον αργαλειό και πετάχτηκε βολίδα στον κηπάκο τους που ´χανε φυτέψει μια τριανταφυλλιά, για να δει μήπως έβγαλε κανά τριαντάφυλλο, πάντοτε τέτοιο καιρό άνθιζε. 

Και: Ω! του θαύματος! Ένα τροφαντό τριαντάφυλλο με ζωηρό χρώμα και πολλά αδερφάκια τριγύρω του είχε κάμει την παρθενική του βόλτα εκείνο το πρωινό και πρόβαλε τα κάλλη του και την ομορφιά του! Το είδαν οι γείτονες και το ζήλεψαν, το είδαν οι περαστικοί και σταμάτησαν να το θαυμάζουν, το είδε κι ένας νέος και λαχτάρησε να το κόψει για να το προσφέρει στην αγαπημένη του που στο πανηγύρι της φετεινής Λαμπρής με το χορό της και με τα κάλλη της του έκλεψε την καρδιά! Η φράχτη όμως τον εμπόδιζε και το τριανταφυλλάκι προστατευμένο από τ´αγκάθια του παρέμεινε ζωντανό, ολοζώντανο και η χάρη του ευωδιαστή περιπλανιόταν κι έκανε όνειρα ν´ανθίσουν και τ´αδερφάκια του να παίζουνε μαζί και να παραβγαίνουνται σ´ομορφιά ζαλίζοντας τους περαστικούς! 
Η Κατερίνη άνοιξε ένα χαμόγελο ίσαμε τ´αυτιά, έσκυψε και το μύρισε και τα μάτια της έκλεισαν σ´ένα στιγμιαίο ονειροτάξιδο κι ήρθαν μπροστά της ολόκληρα χωράφια με τριανταφυλλιές ολάνθιστες και μύρια μπουκαλάκια μικρά μικρούτσικα μ´ένα κάτι τις μέσα σα λαδάκι, που όσο κι αν είχε ακουστά γι αρώματα εκείνη δεν είχε ποτέ της μυρίσει άρωμα από μπουκαλάκι, μύριζε αυτούσια τ´αρώματα της φύσης και τα κράταγε μέσα της πολύτιμους θησαυρούς της ψυχής της και τα σκόρπαγε σαν καλοσύνη γύρω της!
Άνοιξε τα μάτια, το χάιδεψε τρυφερά, το ματαχάιδεψε, το ´φτυσε να μην το ματιάσει και της μαραθεί, να μην της το ματιάσει και κανένας άλλος, του τραγούδησε το: ,,Απάνου στην τριαταφυλλιά έχτισε η πέρδικα φωλιά...,, και φορτωμένη με τις πολύτιμες εικόνες της, έκαμε να φύγει. Και τότε μια απειθάρχητη επιθυμία της γεννήθηκε να ξαναφιλήσει το τριαντάφυλλο, να ξανακλείσει τα βλέφαρά της, να ξαναονειρευτεί. Είδε τότε μια νεράιδα, τη δική της νεράιδα να της λέει με τη νεραϊδίστικη φωνή της λόγια που δεν εκαταλάβαινε και να κόβει το τριαντάφυλλό της. Και πριν προλάβει να βάλει τα κλάμματα η Κατερίνη, γιατί δεν της άρεσε ποτέ να κόβουν τα λουλούδια της, ούτε η ίδια τα έκοβε παρά μονάχα τα ξεραμένα για να βοηθήσει τ´άλλα παραδίπλα να μεγαλώσουν, η νεράιδα της πρόσφερε ολοζώντανο το τριαντάφυλλό της με τ´αδερφάκια του τρογύρω! Η Κατερίνη χάρηκε που η νεράιδα της πρόσφερε ένα τόσο πολύτιμο λουλούδι μα στεναχωρήθηκε κιόλας γιατί αυτό ήταν το τριανταφυλλό της! 
Μέσα στη συναισθηματική σύγχυση η νεράιδα εξαφανίστηκε χαρούμενη και ασυναίσθητα η Κατερίνη άνοιξε τα μάτια της! Κι άλλο θαύμα! Το τριανταφυλλό της ήταν εκεί τροφαντό κι ολοζώντανο κι έχυνε γύρω του την ευωδιά του! Φόρεσε το χαμόγελό της, χαιρέτισε το τριανταφυλλό της, του σύστησε να προσέχει και γύρισε να φύγει. Με την απότομη στροφή πιάστηκε η φούστα της στ´αγκάθια κι ήταν τόσο περίπλοκο το πιάσιμο που στην προσπάθειά της ν´απαγκιστρωθεί τινάχτηκε η τριανταφυλλιά και τσακίστηκε το κλαράκι που συγκρατούσε το μαγικό της ρόδο! Παραδόξως δεν έβαλε τα κλάματα, ήτανε ρεαλίστρια η Κατερίνη όσο και συναισθηματική κι αφού ξέμπλεξε τη φούστα της, έτρεξε στην κουζινούλα τους, πήρε ένα ψαλίδι, έκοψε προσεχτικά το ραγισμένο τριαντάφυλλο, σκέφτηκε πως για να γίνει έτσι θα ´πρεπε κάποιος να το ήθελε για ´κείνη αυτό, πήρε ένα γυάλινο ποτήρι, το γέμισε νερό ίσαμε τη μέση και λίγο παραπάνω, έβαλε μέσα το κομμένο λουλούδι και καρσί στον αργαλειό.
Δίπλα στον αργαλειό φιγουράριζε ένα ψηλό σκαμνί, που το είχε φτειάξει ο αδερφός της ο Νικολός κατ´επιθυμίαν της, πάντα της άρεσαν τα ιδιαίτερα πράγματα της Κατερίνης, ακούμπησε με ιεροτελεστική ευλάβεια απάνω του το ποτήρι με το τριαντάφυλλο και ξανακάθισε στον αργαλειό. Κάθε ´σαϊτιά κι ένα βλέμμα στο λουλούδι, κάθε ματιά και μια σαϊτιά. Αυτό γινόταν μέχρι την ώρα που άκουσε τη φωνή της Ελισσάβετης να την καλεί για φαγητό. Η Κατερίνη σηκώθηκε και κάθησε μαζί με τους άλλους στο τραπέζι. Η ματιά της πήγε κατ´ευθείαν στη ρίγα της στρωμένης μεσάλας. Είχε το χρώμα του τριαντάφυλλου! Είχε δίπλα της και μία πράσινη και μία μπλε ρίγα μα ποτέ πριν δεν είχε δώσει σημασία! Τι σου κάνει ο συνειρμός! 
Τα κουκιά, ολόφρεσκια ,,λουβιά,,, τρυφερά, γιαχνισμένα και καλομαγερεμένα με προσθήκη ,,τσιγαρίδας,, διαπέρασαν με την οπτική τους την αισθητική της και μαζί με τη γευστική της τσιγαρίδας έδωσαν ρέστα εκείνη την ημέρα στο τραπέζι τους και πολλά συγχαρητήρια στην Τριαντάφυλλη που τα μαγέρεψε! Για το Τριαντάφυλλο η Κατερίνη ,,τσιμουδιά,,!
Είχε απογιοματιάσει, όταν οι τρεις αδερφάδες πήγανε αντάμα για νερό στον Αγιάννη! Η ανοιξιάτική φύση είχε αρχίσει να φουντώνει ομορφιά και οι ψυχές των κοριτσιών τη φυλάκιζαν και την φόρηγαν άρωμα θεόσταλτο και μοναδικό.
Τα όνειρά τους μοιράζονταν στις κουβέντες τους τώρα, είχαν μεγαλώσει και καταλαβαίνονταν πιότερο σα γυναίκες και σαν αδερφές και ήταν αληθινή ευλογία να τις βλέπει κανείς παρέα στημένες στην αράδα στη βρύση του Αγιάννη να ,,λακριντεύουν,, σαν ώριμες γυναίκες και σα σοφές γριές!
Μίλησαν για την κουβέρτα και το τριαντάφυλλο, για τις απορίες τους που πολέμαγαν να λύσουν μοναχές τους, αφού κανένα στόμα δεν προσφερόταν να το κάμει, για προίκες, για γάμους, για ζωντανά, για χίλια δυο πράματα, μόνο για παιδιά δε μίλησαν, δεν τους έβγαινε, δεν ήταν ο καιρός τους!
Η κουβέρτα της Τριαντάφυλλης υφάνθηκε σε χρόνο ρεκόρ!
Το τριαντάφυλλό της, που του άλλαζε κάθε μέρα το νερό και το έκοβε λιγουλάκι με το ψαλίδι της, της κράτησε συντροφιά όσο χρόνο έκαμε να τελειώσει την τριανταφυλλί κουβέρτα!
Κι όταν μαράθηκε πια δεν το πέταξε! Άδειασε το νερό, έπλυνε το μίσχο και το ποτήρι, τα σκούπισε και τ´άφηκε εκεί στην ίδια θέση να της κρατάει συντροφιά, πολύτιμο κειμήλιο που η θύμησή του της έφερνε μονάχα τη νιότη και την ομορφιά.
Είχε ακούσει, που λέγανε για τους νεκρούς, πως άμα δεν τους μολογάς, τους ξεχνάς και πως η μνήμη είναι θύμηση και ζωή κι έπραξε αναλόγως.
Σφιχταγκαλιάστηκαν οι δυο κουβέρτες η ριζαρί και η τριανταφυλλί, όπως ακριβώς και οι δύο αδερφούλες!
-Εγώ θα βάλω κρόσια στη δική μου και θα τα φτιάξω μοναχή μου! Ξέρω! Βόηθηκα τη μάνα τη ,,βολά,, ,,πόφτιαχνε,, την κουβέρτα της Ελένης μας, ώρα της καλή, είπε η Τριαντάφυλλη!
-Κι εγώ θα βάλω ομπρός για τη δική σου, Λισσάβετη, είπε η Κατερίνη με γιομάτο το στόμα και την καρδιά από αγάπη στην άλλη της αδερφή!

Άγνωστες πιθανόν:
λουβιά=Οι θήκες που περικλείουν τα όσπρια (εδώ τα κουκιά)
τσιγαρίδα=χοιρινό κρέας με ειδική επεξεργασία συντήρησης
λακριντεύουν=κουβεντιάζουν
πόφτιαχνε=που έφτιαχνε

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ 

Η εξόρμηση στα βουνά!

Πολύ καιρό ο δρόμος προς τη Στραβόραχη είχε ν´ακούσει τόσο γέλιο κοριτσίστικο και τόση νιότης ανεμελιά, που άπλωσε το εύρος του στα μάτια τους κι άπλωσε την Άνοιξη χαλί να τη σέρνουν τα ξυπόλυτα πόδια τους! Τράβηξε γιρλάντες στ´ακροδέξια του και στα αριστερά του μυριάδες αγριολούλουδα χαμογελαστά από την ταπεινή μαργαρίτα, το χαμομήλι, το σταυροβότανο, τις ανθισμένες καυκαλήθρες, τα ροζ, τα μωβ, τα μπλε ψιλολούλουδα ως την ξιπασμένη και περήφανη εγωΐστρια παπαρούντα με το κατακόκκινο φουστάνι που πρόβαλε παντού ακόμα κι ανάμεσα στις πέτρες και τους χαμηλούς βατιώνες του δρόμου και με το φλογερό της χαμόγελο προκάλεσε την Κατερίνη μία να σκαρφαλώσει χωρίς ενοχή το βραχάκι και να την κόψει και το ίδιο έκαμαν και η Τριαντάφυλλη με την Ελισσάβετη που τέτοια λεηλασία είχαν από παιδιά να κάμουνε στη φύση! Παρ´ ότι εκείνη πλουσιοπάροχη, καθόλου δεν της  εκακοφάνη, και με προθυμία έγινε θυσία στων χεριών τους την τρυφεράδα και στης ,,αποκορομάρας,, τους την τόλμη!

Με βεργαγράμπελες λιτά στεφάνια φτιάξανε που τα φορέσανε στα μαλλιά τους, αφού καρφώσανε κι από μια παπαρούντα και από μια μαργαρίτα απάνω τους, και με τις ανθοδέσμες χουφτωμένες, τρόπαιο που τ´ανεμίζανε στον αέρα, ανηφόριζαν χαχανίζοντας με την τρέλα του Μάη στα μυαλά και στα μαλλιά τους! Τα δέντρα που άφηναν ξέφωτα να λικνίζονται διαπεραστικά οι αχτίνες του ήλιου στο μαγιάτικο δασοσύμπλεγμα θράσους, τόλμης και ευφορίας έπαιζαν κυνηγητό ανάμεσα στα διάκενα των φυλλωμάτων κι αντιφέγγιζαν στα πρόσωπά των κοριτσιών την πολυτέλεια από μάλαμα κι ασήμι που μαζί με τη ροδαλότητα των νιών μάγουλων έχτιζαν αυτοστγμί προσωποποιημένη την ίδια την άνοιξη με τις ακουλούθους της! Μαζί με τις ανθοδέσμες κούναγαν και τα αδειανά ταγάρια τους στον αέρα στριφογυριστά σ´ένα συνοθύλευμα ευτυχίας και νιότης, λαχτάρας και ευλογίας. Εξουθενωμένες από τις μαγιάτικες αγνές τους τρέλες στρωθήκανε κατά γης στην πρώτη βελανιδιά που τις έκραξε στην ανηφόρα με δέλεαρ τον πλατύ της ίσκιο και τη φυλλοβόλα της αγκαλιά! Αγνάντεψαν από ´κει ούλο τον κάμπο κάτου με τους λόφους και τα δρομάκια του, τ´απέναντι βουνά και τις λαγκαδιές και τις βαθιές χαράδρες, τις απλωσιές και τις νεροσυρμές με το φορτωμένο αγριολούλουδα παλαμόχερό τους αντίσκιο, που μέριαζε παιχνιδιάρικα την ενοχλητική για της νιότης τους τη λευτερία μαντήλα, επιβεβλημένο αξεσουάρ της εποχής, και φούσκωσαν τα πλεμόνια τους αέρα δροσερό και αύρα μυρωδάτη τα ρουθούνια τους. Το κίτρινο των σπαρτόχορτων και των ασφάλαχτων κυριαρχούσε καθώς ξεγυμνωμένες πια οι κουτσουπιές από τα ελκυστικά άνθη τους είχαν ντυθεί φύλλωμα παχύ και το κίτρινο μαζί και της ασφάκας έκραζε το μάτι στα κοντινά και στ´απόμακρα.
Η Κατερίνη αγκάλιασε τον κορμό του φρέσκου δέντρου και της εφάνη ξαφνικά πως αγκάλιαζε τον Γιώργη και άθελά της μια λαχτάρα φτερούγισε στα στήθια της, ένα φυσικό ξέσπασμα επιθυμίας που έκαμε τα μάγουλά της να κοκκινίσουν πιότερο και την καρδιά της να χοροπηδάει σαν τρελή! 

— Κοίτα, τις καλεί η Ελισσάβετη, λειχήνες, πολλές λειχήνες, ελάτε! Τα άδεια ταγάρια αναθάρρησαν λιγουρεμένα φόρτο και χαμογέλασαν οι πολύχρωμες ρίγες τους σκουντώντας το ένα τ´άλλο καθώς τα είχαν παράμερα άτακτα πεταμένα τα κορίτσια. Ίσια κατά ´κει ξαπλωνόταν, πέρα από το μεγάλο ξέφωτο της στροφής, το δεντροδάσος με βελανιδιές, τα δέντρα, έτσι τά λέγανε! Τα κορίτσια ορμήσανε και στο τάκα-τάκα γιομίσανε τα ταγάρια τους λαχταριστές για το σκοπό που τις θέλανε λειχήνες, που καθώς αποχωρίζονταν τους κορμούς άφηναν ένα δροσοδάκρυ στις παλάμες των κοριτσιών. Ωραίο βιολετί, ωραίο μωβ θα βγάλουνε είπε με λαχτάρα η Ελισσάβετη που η κουβέρτα της ήθελε αυτό το χρώμα νάχει!
—Η μάνα ξέρει πόσες θα βάλει για να μη σκουρήνει το χρώμα και πόση στύψη κι ούλα παίζουνε, είπε η Τριαντάφυλλη καθώς έριχνε και την τελευταία στο σακούλι της. Αράδιασαν το φορτίο της περιπλάνησής τους στο δασάκι σ´ένα κορμό τριγύρω και είπανε, έτσι άλλωστε ήτανε κανονισμένο, να πάνε ως τα Τρελάγκαθα πάρα πέρα να ιδούνε και τ´αδέρφια τους και τους γονιούς τους που ήσαν εκεί, γιατί με τις πρώτες μαγιάτικες ζέστες προγραμματίζανε την κουρά των γιδοπρόβατων. Το βραδάκι θα γυρίζανε με τη μάνα τους μαζί, θα φορτώνανε στο μουλάρι τα γιομάτα λειχήνες σακκούλια που περιμένανε υπομονετικά και θα πλέκανε ένα ακόμα όνειρο τόσο ταιριαστό με το χρώμα της κουβέρτας που θα ύφαινε η Κατερίνη, κατά πώς το είχε τάξει στην αδερφή της την Ελισσάβετη!

Άγνωστες πιθανόν!
αποκορομάρα=αποβλακωμάρα, κίνηση απερίσκεψίας
Ασφάλαχτα, σπάρτα, ασφάκες είναι θάμνοι!

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 Η εναλλακτική της βαφής - Η βαφή!

Φορτωμένες με της γαλήνης το απάγκιο που απλόχερα η μαγιάτικη φύση σκόρπισε στην ψυχή τους και με το θησαυρό της βαλμένο στα ταγάρια τους, με τ´όνειρο ,,χιουμένο,, στης φαντασίας τους το δισάκι, το άφηκαν να πλανιέται καθώς κατάκοπες αλλά ενθουσιασμένες κατηφόριζαν, μάνα και κόρες, στου απογιόμστος την ιεροτελεστική παράδοση της μέρας στου Έσπερου την αγκαλιά που ο τόκος της προσπάθειας και της προετοιμασίας ζωγράφισαν το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα λες και ήταν προετοιμασμένο η παράδοση αυτή να γίνει στων κοριτσιών τις αγκαλιές ή στου ονείρου τους τον πόθο. Ζωγράφισαν ολοζώντανο μέσα τους το πανώριο ηλιοβασίλεμα με τη μοναδική του, ανεπανάληπτη ομορφιά και το ´σερναν με χιλιάδες άλλα της ζωής τους πρότερα και κατοπινά στης ακρογιαλιάς τους τις θύμησες και τ´άφηκαν να τους λέει παραμύθια από ´κείνα που μονάχα ο βουτηγμένος στο αίμα ταξιδευτής της ημέρας ήλιος ήξερε να λέει, στην πυροκόκκινη ξεθωριασμένη φλόγα του ακουμπισμένα, στα πορτοκαλοκόκκινα του γέρματος χρώματα και στα μελωμένα όνειρα που θά ´φερνε σε λίγο!

Και λίγο πριν την τελευταία του βουτιά άστραψε την πορφυρή οργή του στα ρόδινα ηλιοψημένα πρόσωπα των κοριτσιών κι αντικρύ τους στην πανύψηλη, πλεγμένη στα θαμνόκλαδα βατομουριά, την κατάφορη λούλουδα, μερικά απομεινάρια ξεραμένων περσινών βατόμουρων που έμοιαζαν απολιθωμένα, αφού ένας ολόκληρος χειμώνας δεν εκατάφερε να τα κάμει λίπασμα της γης, και κανά δυο τόσο πρώιμα δεμένα, ασθενικά κι αδύναμα, που το μάτι μονάχα περιφρόνιση τους χάριζε, που όμως το μάτι της Γιωργίτσας τα ´πιασε στο άστραμα και φέρνοντας στο νου της το φόρτο του Σεπτέμβρη και του Οκτώβρη, πούναι μια θάλασσα του μώβ πλημμυρισμένη κατάβουνα, και είπε στα κορίτσια:
— Αν η βιάση δε σας εξεγέλαε, με βατόμουρα θα εβάφαμεν το γνέμα!
— Άσε μάννα, αργεί πολύ, της είπε η Κατερίνη, που είχε φορτωθεί έγνοια με το τάξιμο να υφάνει σ´ούλες τις αδερφάδες της δώρο από μια κουβέρτα, της αξιοσύνης της πρόσταγμα και της αγάπης της γι αυτές ανάγκη.
— Κάμνει ωραίο μωβ και το βατόμουρο, αντιτάχτηκε η Γιωργίτσα, μα το παραδέχομαι της λειχήνας θάναι πιο φωτεινό, πιο βιολετί!
—Άμε γιε, που κατά που το λες, θες να καρτερέσουμε ίσα με τότενες!
Εγώ μάνα δεν κρατιέμαι, ταχιά κιόλανες θα βάψουμε, προτού σε χρειαστούνε στα γαλάρια για την ,,κουρά,,! Είμαστε σύμφωνες; Είπε, η Κατερίνη, κι αγνάντευε τον ήλιο που βυθιζόταν ανάλαφρα και γλυκά στην αγκαλιά της θάλασσας πίσω από τα όμορφα βουνά τους. 
—Ό,τι πούνε τα κορίτσια μου, είπε με καμάρι η Γιωργίτσα κι εγλύκανε η φωνή της τόσο, που ποτέ άλλοτε οι τσιούπρες της δεν την είχανε ματακουσμένο να μιλεί!
Το ταχύ, με καταλαγιασμένο της νιότης το άκρατο, με τ´όνειρο από τη νύχτα μελωμένο, με του βατόμουρου την προσμονή μα όχι για τη βαφή αλλά για του στομαχιού τους το καρτέρι, σταμνιά, σκαφίδια και χαρανιά, κόφες και στύψη και γνέματα, ένα τσούρμο συμπράγκαλα αραδιασμένα στη σειρά καρτερούσαν υπομονετικά τη χρήση τους!
Μοναχά το καντάρι, το στατέρι κατά τη νόνα της έμεινε περίλυπο στη θέση του, αφού το γνεσμένο μαλλί ήτανε από καιρό ζυγισμένο και φυλαγμένο έτοιμο για βαφή. Μοναχά το ,,μάγκα,, πήρανε μαζί τους μπας και χρειαζόταν να ζυγίσουνε τίποτις μικρό ή τις λειχήνες, αν και η Γιωργίτσα είχε μέτρο αλάνθαστο το μάτι της και σιγουριά στο χέρι της, όπου ανασήκωνε την τυλιγαδιά και όριζε το βάρος της χωρίς να λείψει ,,δράμι,,! 
Απόμερα στην αυλή, για να μην παίρνει κανένας ξένος μάτι, η Ελισσάβετη γιόμισε το ένα χαρανί νερό και βούτηξε μέσα όλες τις τυλιγαδιές να ρουπώσουν καλά και μ´ένα μακρύ ξυλοδάρτη ανακάτευε και ζούλαγε συχνά το άβαφο μαλλί. Τις έστυψε, τις ακούμπησε να στραγγίξουν και καρτέραγε τον Πέτρο με δυο τεράστιες βαρέλες θαλασσινό νερό για να τα βάλει μέσα, έπιανε λέει καλύτερα το χρώμα και δεν εχάλαγε ποτές. Ο μεγάλος χαλκωματένιος τέντζερης φιλοξένησε τις λειχήνες στην αναλογία που όρισε η Γιωργίτσα και το μεγάλο χαρανί με το βραστό νερό που περίμενε σε αγαστή συνεργασία μαζί του φορτώθηκε το χρέος να γίνει ο βραστής κι ο κοιμιστής του γνέματος!
Μέχρι να πάρει το γνέμα το χρώμα του οι ανάσες ήσαντε κομμένες, γιατί ποτέ δεν έβγαινε ακριβώς η απόχρωση που περίμενε κανείς. Η δοκιμαστική όμως αποζημίωσε τις γυναίκες. Ένα ζωηρότατο βιολετί ξεπρόβαλε στο ανασήκωμα της τυλιγαδιάς και τα κρυφά πλατιά χαμόγελα, που τα μάτια πιότερο γελούσαν από τα χείλια, έσμιγαν κι ανάσαιναν στους ίδιους εύχαρεις ρυθμούς της ικανοποίησης! Μια ώρα και βάλε ανακάτωναν στο χαρανί η Ελισσάβετη και η Κατερίνη τα γνέματα γυρίζοντάς τα μια από δω μια από ´κει, μια φέρνοντάς τα πάνου κάτου, για να μη κάμουν ,,μπαλωματιές,, αλλά να βαφτούν ομοιόμορφα!
Είχε απογιοματιάσει όταν η δουλειά έλαβε τέλος! 
—Ώρα για ύπνο! Καλό ύπνο, ευχήθηκε η Βάβω που παράστεκε στη διαδικασία, αλλά δεν ελάβαινε μέρος για να δίνει την ευκαιρία στις νέες να μαθαίνουν, σταύρωσε το χαρανί που είχε τα γνέματα με το υπέροχο χρώμα στα σπλάχνα του, το σκέπασε η Γιωργίτσα με τις λινάτσες, έβαλε και δυο ,,στυλιάρια,, από πάνω σταυρωτά, πλάκωσε τις άκρες τους με πέτρες που ήσαν άφθονες εκεί και το επισφράγισμα το καθόρισε το καλοστρωμένο τραπέζι που είχε ετοιμάσει η Τριαντάφυλλη με το φρεσκοσφαγμένο κατσικάκι που τόφερε ο Πέτρος από το βουνό προτού να πάει στη θάλασσα για το νερό, και μοσκοβόλησε το σπίτι φρέσκια ρίγανη κι αγάπη ξέχειλη!

Άγνωστες ιδιωματικές πιθανόν!
συμπράγκαλα=διάφορα πράγματα οικιακής χρήσης
τσούρμο=πολλοί μαζί 
κουρά =το κούρεμα των αιγοπρόβατων
κάνταλος= βρύση με άφθονο νερό 
καντάρι= εργαλείο ζυγίσματος μεγάλων ποσοτήτων 
μάγκας=εργαλείο ζυγίσματος μικρών ποσοτήτων
δράμι=υποδιαίρεση της οκάς
να ρουπώσουν= να ρουφήξουν ,να χορτάσουν
στυλιάρια= στρογγυλά μακριά ξύλα για υποστυλώματα
χιουμένο=χυμένο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

 Η ΒΙΟΛΕΤΙ ΚΟΥΒΕΡΤΑ: Το ξέβγαλμα - Το άπλωμα

Το πρωί έφτασε! Τα κοιμισμένα, χορτασμένα και ξεκουρασμένα γνέματα περίμεναν ήσυχα τις γυναίκες, που τάκα-τάκα τραβούσαν, ξεκούραστες και του λόγου τους, μία-μία τις βιολετί τυλιγαδιές κι άστραφτε χαρά και υπόσχεση το χρώμα τους καθώς μία μία ξεπρόβαλαν με την απότομη και σταθερή δυναμική των μπρατσωμένων χεριών, σα να σήκωναν μωρά παιχνιδιάρικα που τους άρεσε το απότομο, αλλά μαζί και η περισσή φροντίδα που δε δικαιολόγούσε κανένα λάθος. Καμάρι στο ανασήκωμα, μικρή στάση θαυμασμού της πετυχιάς του χρώματος, σήκωμα ψηλά πιότερου θαμασμού κι ύστερα αλλεπάλληλες παλινδρομικές κινήσεις για ένα καλό στίψιμο και πέταμα στην κόφα, που περίμενε καρτερικά το βιολετί της θησαυρό.

- Βόηθηκε η χάση του φεγγαριού και δεν έκοψε το χρώμα, είπε καταχαρούμενη η Γιωργίτσα που καμάρωνε τη χαρά των κοριτσιών της.
Τώρα που θα πάτε στον Αγιάννη, στον κάνταλο, ξέρουτε, δεν είναι ανάγκη ούλη την ώρα να σας το λέου, το νου σας στους κακορρίζικους περαστικούς και προ παντός στις ,,κιόσες,, κι άμα καταλάβουτε πως κάποιοι τηράνε πιότερο απ´όσο το πέρασμά τους δικιολογάει, ρίξτε και καμμιά κρυφή μούντζα, πέστε και το ,,πατερημόν,,, άντε και στάχτη στα μάτια τους πέστε τους κι αφήκετους αν τους εβαστάει να κοιτάνε..!
Το μουλάρι, που τ´άφηκε ξεπίτηδες ο Πέτρος, φορτώθηκε δυο τεράστιες κόφες στραγγισμένων τυλιγαδιών και τα τρία κορίτσια, η μια τραβώντας το, οι άλλες δυο ξωπίσω με ανέμελη τάχατες πόρεψη και ψιλοτράγουδα από ´κείνα τα ´ρωτικά που άκουγαν στους γάμους και στα πανηγύρια από τους άπληστους και τολμηρούς γλεντζέδες μα δεν τόλμαγαν να τα ξεστομίσουν μπροστά στους μεγαλύτερους και μάλιστα μπροστά στο Θανάση, τον πατέρα τους και στ´αγόρια αδέρφια τους και με το Μάη στην καρδιά τους ογλήγορα ξεπέξεψαν στην κανταλόβρυση και έδωκαν ένα γερό ξέβλαγμα στα τυλιγάδια, ώστε να μη μείνει ίχνος περσευούμενης μπογιάς και ασκανδάλιστα ξαναμπήκαν στις κόφες τους που ήδη ήσαν στα λαγαρά του σαμαριού του ζωντανού, που αγόγγυστα περίμενε το λουσάτο χρώμα να μπει με τη μορφή βιολέτας και είχε κατάλληλα προετοιμάσει τη ράχη του γι αυτό το καλορρίζικο φορτίο. Μια τυλιγαδιά στραγγισμένη και καλοστιμένη στη μια κόφα, μια στην άλλη, για να μη γέρνει το σαμάρι, μέχρι που τέλειωσαν ούλες και η ανηφόρα για το σπίτι ούτε που βαρυγκώμισε το νέο, δυνατό ζώο μα ούτε και τα κορίτσια που ήσαντε μαθημένα και σε ακόμα πιο δύσκολες δουλειές.
Στο πίσω μέρος του σπιτιού, κάτω από το μακρύ χαγιάτι, που ο ήλιος έμπαινε με φειδώ και τα ξένα μάτια δύσκολα βλέπανε το βράδυ με τη χάση του φεγγαριού, εκεί ορμήνεψαν η βάβω και η Γιωργίτσα τα κορίτσια να κρεμάσουν καλά τιναγμένες τις λαμπερόχρωμες τυλιγαδιές τη μία δίπλα στην άλλη. Κι ήτανε χάρμα και οι ιδιανές τις εκαμαρώνανε έτσι που στέκονταν στην αράδα καλοζυγισμένες σα στρατιωτάκια στη σειρά έτοιμα να δεχτούν το αυστηρό παράγγελμα του λοχαγού τους.
Ανάσα κι αναλαμπή στα μάτια των κοριτσιών που κοιτάχτηκαν φχαριστημένα ,,αναμετάξυ,, τους.
-Πόσες οργυιές γνέμα θάναι μέσα τους, είπε φωναχτά η Κατερίνη!
-Εσύ που το ´γνεσες δε μπορείς να το ,,πολογίσεις,, αδερφή; Πετάχτηκε απαλλαγμένη από την υποχρέωση η Τριαντάφυλλη ν´απαντήσει. 
- Και ,,βέβια,, το μπορώ αλλά όχι ,,ετώρανες,,!
-Τι σας κόφτει αδερφούλες μου, είπε καταλαγιαστικά η Ελισσάβετη! Δεν ,,πρόκεται,, να λείψει γνέμα, είναι υπολογισμένο να περσέψει κιόλανε!
-Όχι για ,,φτούνο,, ζάβαλε δε ρωτάμε, από ,,περέργεια,,!
Η όμορφη παρέλαση του βιολετί είχε κάμει το θάμα της στις καρδιές των κοριτσιών που σπαρτάραγαν αγάπη, κέφι, ικανοποίηση, όνειρα! Άρχισαν να πειράζουνται γλυκά αναμετάξυ τους, όπως έκαναν παιδούλες, όταν ήσαν! Μα διόλου δε λαχτάραγαν τα παιδικά τους χρόνια κι ας τα ένιωθαν ανέμελα, τους ,,άρενε,, που μεγαλώνανε και γύρευε από δαύτες πράματα η ζωή. Την ένιωθαν και την αγάπαγαν με την όποια πορεία της ήτανε γραμμένη. Μοναχά όμορφη την εφαντάζουνταν ως τότε τα κορίτσια! 
Σαν αντίλαλος ακούστηκε από τη μπροστινή μεριά του σπιτιού η φωνή της βάβως.
-Ελάτε βαϊζούλες μου! Κιώσατε; Η μάνα καρτεράει να φάμε, έχει στρωμένο το τραπέζι και πού να ηξέρατε τι έχει φτιαγμένο τσιουπούλες μου, έλεγε μονολογώντας ,,σκεδόν,, και πηγαίνουντας αγάλια-αγάλια προς συνάντηση τους στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου ήξερε πως θα τις έβρισκε!
Η χάρη τους όμως με ξεβαμμένα τα χέρια από τις μπογιές, πώς το κατάφεραν δεν ξέρω, ούτε κι εκείνες το είχανε καταλάβει ούτε τώρα ούτε αργότερα που ψάχνονταν να βρούνε τι έκαμαν και γίνανε τα χέρια τους πεντακάθαρα κι αστραφτερά σα να μην ήσαντε καθόλου βουτηγμένα στις βαφές, είχανε πάει δίπλα στη Γιαννούλα την ξαδέρφη τους και το είχανε ρίξει στην κουβέντα. 
Η Γιαννούλα ,,νταραβεριζότανε,, με το νου της με ένα λιγουρευτό γαλανομάτη χωριανό της που έμενε στην κάτου ρούγα και καταστρώνανε ,,σκέδιο,, για το που και πότε θα του στήνανε καρτέρι, να του ρίξει η δόλια μια ματιά μπας κι έδινε ο Θεός κι εκαταλάβαινε κι εκείνος τον καημό της κι έκανε καμμιά φιλότιμη κίνηση ,,να πα να τη γυρέψει,,!
Σαν αντίλαλος πήγε στ´αυτιά τους η φωνή της βάβως που τις επήρε ονομαστικά να τις φωνάζει μ´όση δύναμη είχε ο χαλασμένος από τα πολλά παξιμάδια λάρυγγας της. Έτσι νόμιζε η ίδια, εμείς γιατί να της χαλάσουμε το χατήρι;
-Κατερίνη, Τριαντάφυλλη, Γιαννούλα... μμμ... όχι δα... ,,Λισσάαβετη..., ,,διατάνισσα,, είπε πιο ζόρικα τώρα η βάβω μα το πήρε αμέσως πίσω και της εκακοφάνηκε λιγουλάκι που διαπίστωνε πως το μυαλό της ,,εφύριαινε,,.
Το διατάνισσα λιγότερο το μέτρησε, αν και ήξερε πως δεν ήτανε και η καλύτερη προσφώνηση, συνηθισμένη όμως στα μέρη τους, το ότι όμως αντί να φωνάξει την εγγόνα της με τ´όνομά της την είπε με άλλο όνομα και θύμωσε μάλιστα
για τούτο, που ποτέ της ως τα τώρα δεν είχε με τίποτα ξαναθυμώσει, ε, την επείραξε πολύ.
-Εγώ δεν εθύμωσα ποτέ με ,,την ξένη κλήρα,,, κι εννοούσε τη νύφη της τη Γιωργίτσα, που σούρνεται ούλη ώρα στα πόδια μου και θύμωσα τώρα ,,στα καλά του καθουμένου για του τίπουτις,,; Διαλογιζόταν, καθώς ο απόηχος του κραξίματός της είχε αγγίξει τ´αυτιά των κοριτσιών κι έτρεξαν πιλαλώντας για να μη χρειαστεί να δώκουν αναφορά για το που ήσαντε.
-Εδώ, εδώ βάβω! Ερχόμαστε! 
Ήρθαν τρέχοντας κι η βάβω έδιωξε μακριά το θυμό, ,,στον αγύριστο,,του είπε κι εκείνος ξαφανίστηκε και η (γ)ίδια δεν του επέτρεψε ποτέ της να ξανάρθει!
-Καλώς τες μου, καλώς τες μου, τις βαϊζούλες μου καλώς τες!
-Μμμμμμμ! Ρουθούνισαν ξεραγλείφουντας τα ροζακιά τους χείλη και ρώτησαν ορυμαγδόν και σα να της ζάλισαν τ´αυτιά μα δεν εθύμωσεν!
Τρέξανε στο μαγερειό, περάσανε το φούρνο μα λαύρα δεν ενιώσανε, τι ´τανε τούτο που μοσκοβόλαγε; Πίτα δεν ήτανε;
Φουριόζες προσπεράσανε τη βάβω και το στρωμένο τραπέζι δε διέψευσε τη δυνατή τους όσφρηση.
-Μάνα πότε την έφτιασες; Ο φούρνος είναι σβηστός, πού την έψησες;
-Έβγαλα ,,χερχέρα,, δυο σπανάκια από τον κήπο, δυο λαψάνες, δυο αγριοράδικα, δυο λεποντιές, δυο σέσκουλα, μπόλικο μάραθο, λιγουλάκι δυόσμο, μπόλικο τυρί και
,,μπομποτάλευρο,, κι έκαμα χάρη στα πεινασμένα στομάχια σας δουλευταρούδες μου! Και καρκάρισε περήφανα σαν όρνιθα που μόλις είχε δώσει το αυγό της.
-Άρπαξαν από το ,,τεψί,, απείθαρχα από ένα κομμάτι η κάθε μια μέχρι που ήρθε η βάβω κι εκάτσανε στο σοφρά τρογύρω.
Η βάβω και η Γιωργίτσα σηκώσανε τα ,,κουπάρια,, τους κι ευχηθήκανε:
-Καλορρίζικη η κουβέρτα σου Λισσάβετη! Μ´ένα καλό παιδί!
-Καλορρίζικη αδερφή, είπαν και η Κατερίνη με την Τριαντάφυλλη!
Ένα ολόπαχο, πεντανόστιμο ευχαριστώ είπε σε όλες η Ελισσάβετη κι ούλες μαζί, γριές και νιες όρμησαν στο μυρωδάτο φαΐ τους.
-Είχε βάλει φούρνο η Κώσταινα ,,´κει σιαπέρα,,, είπε η Γιωργίτσα, που δεν ήθελε ν´αφήκει αναπάντητη την ερώτηση των κοριτσιών της για το πού την έψησε,ρώτησα αν ημπορώ και ´γω να ψήσω, αν εχώρει ο φούρνος της και σα μου είπε ναι, την έφτιαξα κι εγώ να σας φχαριστήσω.
-Και το πέτυχες μάνα μου, της είπε η Κατερίνη, που τρελαινόταν για πίτα! Από τα χεράκια της μανούλας μάλιστα ήταν πολύ πιο νόστιμη!

Ιδιωματικές άγνωστες πιθανόν!

κιόσες=οι κακόγλωσσες
κάνταλος=το μπόλικο τρεχούμενο νερό 
μούντζα=το μούντζωμα, κίνηση με προτεταμένη την παλάμη με ανοιχτά τα δάχτυλα προς εκείνον που θεωρούσαν ότι μπορεί να ματιάσει τα νήματα στην προκειμένη
το πατερημόν= το πάτερ ημών
ξεπίτηδες=επί τούτου, γι αυτό το σκοπό 
λαγαρά=τα πλαϊνά μυώδη μέρη του ζώου ή του ανθρώπου
βέβια=βέβαια
περέργεια=περιέργεια
Φτούνο=εφτούνο, αυτό ακριβώς
κιώσατε=τελειώσατε
διατάνισσα=διαβόλισσα
εφύριαινε=κούφωνε, άδειαζε
χερχέρα=χέρια-χέρα, χέρι με χέρι, η μία χεριά μετά την άλλη
´κει σιαπέρα=εκεί ίσια πέρα

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ

 Εργασιών συνέχεια!

Το βιολέ της καρδιάς τους σε κάμποσες ώρες η ζεστή μαγιάτικη ατμόσφαιρα το είχε καμωμένο ,,κουδούνι,, και βελούδιζαν οι τυλιγαδιές στης ματιάς τους το άστραμα! Σα λυγερόκορμες νεράιδες της ρεματιάς, που δανείστηκαν το χρώμα για τ´αέρινα βιολετιά φουστάνια τους από τις βιόλες, που ήσαν φυτρωμένες στις πετρόβλεπτες όχθες της, κυμάτιζαν ανάλαφρες στο γλυκό φύσημα του βουνίσιου αγέρα κι ήταν σα να χόρευαν βαλς χωρίς καβαλιέρους!
Σε λίγο η κόφα τις δέχτηκε στη φιλόξενη αγκάλη της κι έτσι αγκαλιασμένες σαν αγαπημένες αδερφούλες κάνανε την τελευταία τους υπόκλιση στους προσκεκλημένους της μεγάλης γιορτής μέσα σε μια ατμόσφαιρα αγαλλίασης με υπέρμετρη ονειρική διάθεση! Τα σχίνα που καβάλαγαν το φράχτη της πίσω αυλής κουνήθηκαν στο θρόισμα του αγέρα, σα να διαμαρτύρονταν που τους έπαιρναν τη βελούδινη βιολέ συντροφιά τους και η δάφνη με το δεντρολίβανο καθώς και το αγιόκλημα που βρισκόταν στη δεύτερη ανθοφορία του, μια φασκομηλιά που είχε ξεκόψει από τη μάνα της στο βουνό μαζί με την ξαδέρφη της την ασφάκα έχυναν άρωμα από το λουλούδισμά τους που τ´ανάσαινε όποιος βρισκόταν σιμά τους. Τα επιδέξια χέρια της Τριαντάφυλλης πέταγαν στην κοφίνα την τελευταία τυλιγαδιά που το αγέρι την είχε περιπλέξει στη μικρούλα ασφαλαχτιά του φράχτη και καθώς το βιαστικό χέρι του κοριτσιού την τράβηξε, ένιωσε κάτι να την διαπερνά και μετά το δυνατό τσίμπημα που ένιωσε είδε να κυλούν απάνω στην αφράτη τυλιγαδιά δυο, τρεις ,πέντε γιομάτες σταλαματιές κατακόκκινο καθάριο νεανικό αίμα κι ένα ωχ της ξέφυγε αθέλητο και βιαστικό. Κι έδεσαν τόσο τα δυο ολοφώτεινα χρώματα !Παράτησε την κόφα με τις πολλές, αγκάλιασε τη λερωμένη με το αίμα της κι έτρεξε στο γανωμένο μέσα κι όξω ακόμα και το χερούλι του τσουκάλι, που σου έδινε την εντύπωση του ασημένιου όταν ήταν στις φρεσκάδες του, και βρισκόταν όξω στην αυλή πάντοτε γιομάτο για να πλένουν χέρια ,,μπρου,, το μπάσιμό τους στο σπίτι, έπλυνε πρώτα το χέρι της και στερνά ζουληχτά την τυλιγαδιά. Ευτυχώς το αίμα έφυγε γρήγορα από το μαλλί, γιατί ήτανε φρέσκο, μα το χέρι, όταν το έβγαλε από το νερό ,,ξαναμπουρμπούλισε,, ολοζώντανο καθάριο αίμα και δεν έλεγε να σταματήσει. Τυχαία βγήκε η Ελισσάβετη εκείνη την ώρα, είδε το σκηνικό,  της πήρε την τυλιγαδιά από τα χέρια και πήγε ολοταχώς στο μαγερειό, όπου βρισκόταν σ´ένα τσίγκινο κουτάκι σκόνη από ασβέστη,  που τόνε φυλάγανε εκεί για καμμιά μύτη που ,,αμολιώτανε,, καμμιά βολά, πήρε μια πρέζα, την έβάλε πάνω στο πληγιασμένο δάχτυλο της αδερφής της, πήρε κι ένα καθαρό κουρελάκι από ,,πολυφαδιασμένο,, ,,απαλλαξίδι,, το έφερε δυο τρεις βόλτες γύρω από το πονεμένο δάχτυλο και το στερέωσε μ´ένα κόμπο. Ευχαρίστησε την αδερφή για τη βοήθεια , που σε καμμιά περίπτωση εκείνη δε δέχτηκε ότι έκαμε κάτι σπουδαίο, παρά μονάχα ό,τι θα ´κανε ο καθένας στη θέση της, πόσο μάλλον αν θά ´τανε αυτός ο καθένας η αδερφή του. Τράβα της είπε να κάτσεις με την Κατερίνη στον αργαλειό που τοιμάζει τα μασούρια κι έρχουμαι κι εγώ. Έσκιουψε, άρπαξε την κόφα αγκαλιά, τη σήκωσε σα νάταν καρυδότσουφλο κι έτρεξε ξωπίσω της. Το βιολετί φορτίο της, που είχε αρχίσει να τ´αγαπάει κιόλας πιότερο, αφού για ´κείνη προοριζόταν,  έγινε η λατρεμένη της απασχόληση και στα κατοπινά βαψίματα, απλώματα, στεγνώματα, μαζώματα, κι επικουρικά βόηθαγε στα υπόλοιπα, μασουρίσματα και τέτοια! Τη γυναικεία ομήγυρη συμπλήρωσαν μάνα και βάβω και στο πότε οι τυλιγαδιές γίνανε κουβάρια και πότε τα μασούρια γιόμισαν πεντάφρατο γιόμο ούτε που το καταλάβανε οι γυναίκες!
-Ταχιά αρχινάου, ξεφώνισε η Κατερίνη χαρούμενη που η επιθυμία της να μπει στον αργαλειό ήταν ακράτητη.
-Ει, κρατήσου της είπε η Γιωργίτσα. Έχουμε να δώκουμε και της Ελένης μας μια κουβέρτα. Τι επειδή την επαντρέψαμε έγινεν αποπαίδι μας;
- Και βέβια καλέ μάνα! Αφού είναι υπολογισμένη στο διασίδι! Στερνά όμως, τελευταία της Ελένης!
-Αμ, (μ)πού τελευταία, καρδούλα μου; Θα καρτερέσουνε για μας τα σπάρτα τον ανθό τους; Λες και δεν ηξέρεις πως τ´αγαπημένο χρώμα της Ελένης μας είναι το κίτρινο του σπάρτου και έτσι μιλείς!
-,,Ό,τι πάρει η νύφη στην καβάλα,, δε λένε μάνα, είπε γελώντας η Τριαντάφυλλη θέλοντας να πειράξει τη μάνα της!
-Έτσι λένε τσιούπρα μου, μα για τη μάνα το παιδί, όπου και νά´ναι, όπως και νά ´ναι, παιδί της μένει. Κι εσφούγγισε με την παστρικιά μπροστοποδιά της, ,,ανασκουμπώνοντάς ,, τη στην απαλάμη του δεξιού χεριού της, δυο δάκρυα που η συγκίνηση στη θύμηση της ανήμπορης παντρεμένης κόρης της της έφερε.
-Σε ,,τέτικο,, αντίκρυσμα η Τριαντάφυλλη ένιωσε άβολα και λέγοντας:
-Γι αστείο τό´πα καλέ μάνα, σχώρα με, την αγκάλιασε κλαίγοντας κι εκείνη μαζί.
Πάρα τρίχα ,,να πάρουνε και τις άλλες τα ζουμιά,, μα η βάβω άλλαξε κουβέντα κι έδωκε τη λύση.
-Και γιατί να χαλάμε τις καρδιές μας είπε, έχοντας κατά νου να κάμει το χατήρι της Κατερίνης που της είχε και ιδιαίτερη συμπάθεια παρ´ ´ότι δεν είχε τ´όνομά της!
Η Κατερίνη θα ξεκινήσει να υφαίνει, εγώ όπως μπορώ θα μαγερέψω και σεις οι άλλες θα πάτε για σπαρτολούλουδα, φιλοσόφημα θέλει το πράμα;
Έτσι κι έγινε! Άλλη μια πανομοιότυπη διαδικασία με αλλαγή στο χρώμα μοναχά έλαβε χώρα τις επόμενες ημέρες!
Είχε και το σπαρτομάζεμα όμως μια χάρη ξεχωριστή που λουλούδισε τις ψυχές των γυναικών και πιότερο της μάνας για την κόρη που έλειπε από το σπίτι, που έστω κι αν ήτανε κοντά, δίπλα στη Ζούρτσα παντρεμένη, η καρδιά της φτεράκιζε καθημερνά κι έτρεχε ξωπίσω της με τη θύμησή της κάθε ώρα και στιγμή.
Τα χέρια τους γαντοφορεμένα με της κίτρινης γύρης τη βελούδινη επικάθιση, το μελισσομάνι που ,,πρόγκαγε,, στο ,,ανασγούρλεμα,, των σπάρτινων ολάνθιστων κλαδιών, η αλληλέγγυα αδερφική προσφορά, όλα δίνανε στην ψυχή αλαφράδα και στη σκέψη τράτο για γλυκιές ονειρεμένες προσμονές. Και το πεύκο, σαν έκατσαν στο τέλειωμα της αποστολής ν´ανασάνουν μια στάλα κάτω από τον ίσκιο του, θρόισε μ´ένα θρόισμα αλλιώτικο από τα συνηθισμένα, θρόισε σα να μιλούσε, σαν κάτι να ήθελε να ειπεί. Πήραν το θρόισμά του οι ρεματιές και τό ´δωκαν στις νεράιδες και ´κείνες το μεταφράσανε στη γλώσσα τους σα βόγγο, βόγγο πό ´βγαλε η άμοιρη μάνα για τον κατοπινό χαμό της Ελένης της! Την πρόλαβε όμως την κίτρινη κουβέρτα, το δέχτηκε της αδερφής το δώρο μα δεν επρόλαβε να το χαρεί, μάιδε και τσούπρα είχε να το πάρει κομμάτι της αγάπης της μάνας και της θειάς της κι έτσι μέσα στα τόσα όνειρα τα φρέσκα των κοριτσιών, που ήρθε ο χάρος πρόωρα να τους τα ,,μαγαρίσει ,, , μια σκοτεινή κουκκίδα λέρωσε τη λεύτερη σκέψη τους και σημάδεψε την τρυφερή ψυχή τους!
Η Κατερίνη με τη χαρά της προσφοράς στα στήθια απαλλάχτηκε ογλήγορα, με τη σβελτάδα και τη φόρα που είχε πάρει, από την υποχρέωση κι όταν οι τέσσερις κουβέρτες παρέλασαν αδερφωμένες στο κρεββάτι πολύ τις εκαμαρώσανε ούλες τους και τα μπράβο τα δέχτηκε η Κατερίνη κι ανταπέδωσε με το γλυκό, σφιχτό της χαμόγελο μια και στους λόγους ήτανε φειδωλή όταν επρόκετο για παινέματα! Γιατί κοφτά και τσεκουράτα και σοφά τα έλεγεν όταν έπρεπε τα λόγια της.

Ιδιωματικές άγνωστες πιθανόν:

γίνανε ,,κουδούνι,, =μτφ στέγνωσαν !
τσουκάλι =σκεύος νερού χάλκινο 
ξαναμπουρμπούλισε = άρχισε να τρέχει ξανά σαν το νερό στο ,,μπούρμπουλα,,, στην πηγή που αναβλύζει 
ταχιά=το ταχύ, την επομένη
τέτικο=τέτοιο
παρά τρίχα=παρ´ολίγον
πρόγκαγε=αναστάτωνε, έδιωχνε, γινόταν αιτία να φύγουν
ανασγούρλεμα= ανακάτωμα, ψάξιμο
να τα μαγαρίσει= να τα αμαυρώσει, να τα λερώσει

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ

Ο ΚΟΛΟΚΟΥΡΟΣ (το κολοκούρεμα)
α) των προβάτων και των αρνιών

Στο οροπέδιο εκεί απάνου στα Τρελάγκαθα, που είχε τη στάνη του ο Θανάσης, η φύση είχε στρωμένο τραπέζι βασιλικό με λογιών-λογιών εδέσματα και στολίδια πολύτιμα. Τα σπαρτά με τα λικνιζόμενα μεστωμένα στάχυα έκαναν τα μελίχλωρα στάρια να καμαρώνουν και τις παπαρούντες και τ´άλλα αγριολούλουδα, πινελιές καρφιτσωμένες και φυτεμένες διάσπαρτα στα σπαρτά, να στέλνουν στα μάτια σου μια εικόνα απείρου κάλλους ζωγραφισμένη με τόση τελειότητα και με επίγευση αριστοκρατικής πολυτέλειας και θα ´μενες εκστατικός για πολύ, αν δεν έβλεπες την Κατερίνη και την Τριαντάφυλλη να ξερριζώνουν χεριές τα μεστωμένα στάχια, να τα δένουν περίτεχνα σχηματίζοντας κώμη τροφαντή με στέμμα και ζωνάρι σφιχτοζωσμένο ολόγυρα, ώστε να συγκρατεί τσιτωμένα τα στάχυα με τα ,,άγανα,, ,πεταχτές βελόνες, ατάραχα και καμαρωτά, έτοιμα για μια θυσία απρόβλεπτη, που επιδέξια είχε το βωμό της προετοιμάσει η Ελισσάβετη αρκετά μακρύτερα από το χωράφι, δίπλα στα γρέκια, απόκοντα στη στρούγκα. Τσαφ-τσουφ τ´άγανα παρανάλωμα της φλόγας και τα μελίχλωρα στάχυα έσκουζαν τσιντζιρίζοντας το γάλα τους που έβραζε στη φωτιά και το ´πηζε κάνοντας την ,,ψάνη,, ένα λιγουριαστό ,,προσμπούκι,, προτού αρχινίσουν την κυρίως δουλειά για την οποία η οικογένεια είχε συναχτεί στα γαλάρια πρωί-πρωί ετούτη τη μαγιάτικη ολόζεστη μέρα! Είχε προγραμματιστεί ο κολόκουρος του κοπαδιού τους και για το σκοπό αυτό γιορτή, που θα παράβγαινε της Άνοιξης, ήτανε σχεδιασμένη στο βουνό στη στρούγκα του Θανάση! Αποβραδίς τα σύνεργα, προβατοψάλιδα κυρίως, τριχιές και μια μεγάλη σπάρτινη απλάδα είχανε την τιμητική τους και σε πρωτοκαθεδρία ανάσαιναν από τώρα ,,τον τορό,, των αιγοπροβάτων σε μιας υποχρέωσης την ανάγκη! Ανάγκη ήτανε πράγματι ο κολόκουρος γιατί τα μαλλιά έκαναν τα ζωντανά να ,,γκουσώνουν,, και τα τριβόλια κολάγανε σαν τσιμπούρια απάνω τους και μπλόκαραν το μαλλί μπερδεύοντας τις τρίχες κι ήταν αντιαισθητικό να τα βλέπεις σαν κακομοίρικα και να τα λυπάσαι! Κανένας φιλότιμος και αξιοπρέπής τσοπάνης δεν το καταδεχόταν ετούτο, γι αυτό και προγραμμάτιζε έγκαιρα την κουρά των κοπαδιών του και τη σειρά του ανάμεσα στους άλλους τσοπαναραίους που θα συνέδραμαν στη διαδικασία με τη ,,δανεικαριά,,. Ο Θανάσης καμάρωνε τα κοπάδια του καμμιά τρακοσαριά γιδοπρόβατα που τα σκόρπαγε τριγύρω στην απέραντη έκταση που είχε στην κατοχή του και που μαζί με τα αγόρια του που τα λέγανε ,,παιδιά,, ενώ τα κορίτσια δεν ήσαν...παιδιά και σα να μην είχαν καμμιά αξία σαν άνθρωποι, τα λέγανε ,,αδυνάσια,, και ,,φόρτωμα,, και όσο πιο γρήγορα τα ξεφορτώνονταν τόσο το καλύτερο! Ευτυχώς ο Θανάσης μολονότι δε μπορούσε να ξεφύγει εντελώς από το κοινωνικό κατεστημένο, δεν ήτανε κι εντελώς μέσα σε αυτό. Αγαπούσε τα κορίτσια του και ο διαχωρισμός που έκανε ήτανε σερνικά και θηλυκά κι όχι παιδιά και τσούπρες! Κάτι ήτανε κι αυτό! Εκείνες σήμερα θα τον συνέδραμαν αρκετά στο κολοκούρεμα γι αυτό είχανε ολονυχτίς καταφθάσει στα γρέκια! Μια περαντζάδα με ,,ψάνη,, και μια ποτηριά κρασί από ψημένο σταφύλι στου ήλιου την αψάδα ήτανε ένα καλό, δυναμωτικό πρωινό ξεκίνημα μαζί με το σταυροκόπι κατά την Ανατολή για να πάει καλά η κουρά και η ημέρα ούλη. Τρεις τσοπαναραίοι από τη γύρω περιοχή με τις κουστωδίας τους φτάσανε πρωί -πρωί στην καλύβα, δώκανε το χαιρετισμό τους, ακόνισαν και γυάλισαν στον ήλιο τα προβατοψάλιδά τους, πετάξανε μια ,,χαψιά ,, ψάνη στο στόμα τους, αφού πρώτα την έτριψαν ανάμεσα στις παλάμες τους για να φύγει το περίβλημα του σπόρου, εν όσω ήταν ακόμα ζεστή, τσούγκρισαν από ένα κουπαράκι έτσι για το καλό, έριξαν και από μία πιστολιά να κρυφτούν τα ,,ζούδια,, και στρώθηκαν στη δουλειά. Καμμιά τριανταριά ανθρώποι διάσπαρτοι δίνανε ιδιαίτερη ζωή στα Τρελάγκαθα μαζι και τα ζωντανά και τα τσοπανόσκυλα!
-Νικολό φέρε το κριάρι πρώτα είπε ο μπάρμπας του ο Γιάννης που ήτανε ο ένας από τους τσοπαναραίους και με τα θάρρητα που τούδινε η συγγένεια έδινε εντολές αρχηγού οικογένειας και, σαν ο Θανάσης από ευγένεια σώπαινε, όπως ο ιδιανός μολόησε αργότερα, ο Γιάννης το παραξήλωσε το πράγμα και παρά τρίχα να γινότανε παραξήγηση, αν δεν προλάβαινε την κατάσταση ο άλλος συγγενής και γεροντότερος της παρέας, ο Φώτης, με τα γουρνοτσάρουχά του και τη στιλάτη σκαλιστοκέφαλη γκλίτσα του! Ο Νικολός, χειροδύναμο παλληκάρι άρπαξε το κριάρι από τα κέρατα και το οδήγησε όξω από το μαντρί στη θέση που ήτανε σχεδιασμένο να γίνει η κουρά. Δίπλα ήταν στρωμένη η μεγάλη σπαρταπλάδα και σε μια γωνιά της μια στίβο σακκιά υφασμένα κι εκείνα στον αργαλειό καρτερούσαν το μερίδιο του φορτίου που τους αναλογούσε. Έτσι κρατώντας του τα κέρατα ο Νικολός και μπουρδουκλώνοντας τα μπροστινά του πόδια ο Θανάσης ξαπλώσανε καταγής το θεριακωμένο και ,,νταυρωμένο,, ζωντανό και ´κείνο σε μιας ανυπολόγιστης υποταγής υπομονή, αφού έκαμε δυο τρία σπαρταρίσματα έμεινε ταπεινό και υπάκουο στου κουρέα του τις θελήσεις! Του βγάλανε το μεγάλο κουδούνι για να μην εμποδίζει και το κούρεψε ο ιδιανός ο νοικοκύρης! Διχάλιασε το λαιμό του με τα πόδια του και ξεκίνησε από το λαιμό προς τα λαγαρά και την κιουλιά του ζωντανού φτάνοντας ως τα καπούλια του και την ουρά του και με αποφασιστικές σταθερές κινήσεις με το μεγάλο προβατοψάλιδο, που ανοιγόκλεινε θριαμβευτικά τη γυαλισμένη στομάκλα του, που άστραφτε στις πρώτες ηλιαχτίδες, έκαμε καλό ξεκίνημα. Το γύρισαν κι από την άλλη πλευρά, το καθάρισε καλά, του έκαμε με μακριές λουρίδες άκουρου μαλλιού του σχέδια βασιλικής -αρχηγικής υπεροχής, το χάιδεψε πατρικά και το άφηκε λεύτερο οδηγώντας το στο μαντρί. Έτσι τώρα γκεσέμι του, ο αρχηγός του προβατόκοσμου ξαλάφρωσε από τα ,,κολόκουρα,,, δε θα ζεσταινόταν πολύ με τις πρώτες ζεστες, αλλά δε θα κρύωνε κιόλας τα βράδια, γιατί στο βουνό έκανε κρύο και δροσιά μπόλικη έριχνε, αφού η ράχη του έμενε άκουρη και θα την κούρευαν όταν θα ,,έσφιγγαν οι ζέστες,,. Η Κατερίνη μάζεψε στο τάκα-τάκα τα ,,κολόκουρα,, τα ´βαλε στο πρώτο σακκί που ήτανε μπροστά της κι απάνου απάνου στα καλοτυπαδιασμένα στην παλιάτσα, που μάλιστα αυτό ήτανε εκείνο που είχε υφάνει η ίδια όταν πρωτομάθαινε αργαλειό, κι όσο να φέρουν την ,,κάλεσια,, , τη , ,,λάγια,, , τη ,,βάκρα,, ,την ,,κάτσενα,, ,τη ,, λάγια,, ,τη ,,μπάλια,, τη ,,μπέλλα,, , τη ,,μπούτσικα,, , τη ,, καραμπάτσια,,, τη ,,λιάρα,, ,την ,,τσούλα,, ,την ,,κρούτα,, ,τη ,,σιούτα,, ,την ,,αρνάδα,, ,τη ζυγούρα,, ,τη ,,μιλιόρα,, ,τη ,,μαρμάρα,, την ,, τσαγκάδα,, , τη ,,στέρφα,, ,την κοντύλω,, ,τη ,,διακονιάρα,, , την ,,τσαγκάδα,, τη ,,σημαδεμένη,, ,,το ζυγούρι ,, ,το ,,μουνούχι,, , τα ,,αρνιά,, , τις ,,προβατίνες,, , τα ,,στερφοπούλια,, , τα ,,γαλάρια,, την ,,καραμπάτσια,, , όλα ονόματα που έδιναν οι τσοπάνηδες ανάλογα με το χρώμα, την ηλικία, την ιδιότητα, τα χαρακτηριστικά, που έπαιρναν σειρά στο υπαίθριο κομμωτήριο των προβάτων, εκείνη είχε αρκετή δουλειά να κάνει μαζί με την Τριαντάφυλλη που της εβάσταγε ανοιχτό το σακκί για να γίνεται γλήγορα και παστρικά η δουλειά. Τα κολόκουρα δεν ήσαν τα καλύτερα μαλλιά, εκείνα με τη μακριά ίνα που θα έδιναν και την ανθεκτικότερη κλωνά, όμως τα ξεδιάλεγαν και ύφαιναν φτωχότερα σε ποιότητα ρούχα ή αφού τα έπλεναν και τα αφράτευαν γέμιζαν με αυτά μαξιλάρες και στρώματα. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Στο γαλάρι σήμερα ήταν η πρώτη βολά που τα πρόβατα δεν υπάκουαν στο μαύλισμα του βοσκού και αφεντικού τους! Ήσαντε απορημένα τα καημένα και στριμώχτηκαν στο μαντρί φοβισμένα, άλλα κάνοντας ένα ξέπνοο βέλασμα, άλλα τα νεότερα κάνοντας επιτόπιες κινήσεις αμηχανίας, ένα είδος αναστάτωσης που την επέτεινε η οχλαγωγία που δημιουργούσαν τα πειράγματα και τ´αστεία μεταξύ των κουρέων και του κόσμου που ήτανε μαζεμένος. Πολλοί νέοι ήταν φερμένοι για να παρακολουθούν τους έμπειρους κουρείς για να μάθουν την τέχνη, γιατί μη νομίζετε, υπήρχε συναγωνισμός για το ποιος τσοπάνης είχε το πιο καλοκουρεμένο κοπάδι.
-Ρε, το ηξεύρετε ότι στην Κρήτη το κοπάδι το λένε ,,κουράδι,, ; είπε ο Παναγιώτης! Και δώστου γέλιο, και δώστου απανωτά πειράγματα και μια όμορφη, αλληλέγγυα, συνεργάσιμη ανθρώπινη συντροφιά συγκαλεσμένη από της ανάγκης την περίσταση δημιούργησε μια όμορφη εικόνα και μια πολύ ανθρώπινη κατάσταση! Για πότε τόσα πρόβατα κολοκουρίστηκαν με μαεστρία, χαρούμενη διάθεση και υπομονή ούτε που το καταλάβανε! Είχανε και τις αστοχίες τους συχνά πυκνά, θες γιατί παρασέρνονταν από τα πειράγματα, θες από την κούραση, θες από την ανυπακοή κάποιου ζώου, ψαλίδιζαν αντί για το μαλλί το δέρμα του ζώου. Και τότε έτρεχαν τα θεληματούδικα στο επίσης υπαίθριο φαρμακείο, παίρνανε τον κουβά με την καθαρή από τον ξυλόφουρνο στάχτη που είχαν προνοήσει και την είχαν μαζί τους, έβαζαν πάνω στην πληγή κι εκείνη με τις απολυμαντικές της ιδιότητες αφ´ενός και τη στεγανότητα που δημιουργούσε αφ´ετέρου, έδινε τη δυνατότητα στο τραυματισμένο ζώο να αναρρώσει γρήγορα χωρίς να μολυνθεί και χωρίς να υποφέρει πολύ.
-Πέτρο, άιντε, φέρε ένα-ένα και τ´αρνιά να τελέβουμε με τα πρόβατα, είπε ο Θανάσης, που στην ανάπαυλα της στιγμής έπιασε ,,λακριντί,, με το γείτονα τσοπάνη περί ανέμων και υδάτων, αλλά και περί της δανεικαριάς που θα γινόταν την μεθαύριο!
Έπρεπε να βρισκόσασαταν στο βουνό εκείνη την ημέρα και να βλέπατε τα μισό κουρεμένα πρόβατα που ,,είχανε χάσει τ´αυγά και τα καλάθια τους,, που λέει κι ο λαός, γιατί με το κούρεμα είχαν μεταμορφωθεί και δε γνωρίζονταν μεταξύ τους και τότε έκαναν αγώνα δυσβίωσης.  ,,Μπουτιούνταν,, μεταξύ τους, μέχρι και σε μάνα με παιδί είχε συμβεί αυτό, αλλά γρήγορα προσαρμόζονταν και όλα στο τέλος ήταν εντάξει. Μια χαρούμενη ανάλαφρη ατμόσφαιρα και σ´αυτά μαζί με την αλαφράδα και τη δροσάδα που τους έφερε η απαλλαγή τους από το περιττό μαλλί χρωμάτιζε όμορφα την εικόνα του ,,κούρου,, των προβάτων! Τα νεαρά αρνιά ειδικά χοροπηδούσαν κουνώντας τις ουρές τους και μύριζαν το ένα το άλλο σε μια προσπάθεια επαναχνώτισης και επαναγνωριμίας! Τα ,,αρνόκουρα,, από την περιοχή του λαιμού και της κιουλιάς τα πέταγαν, γιατί ήσαν ακατάλληλα για ό,τιδήποτε! Από τα οπίσθια ίσως κάποια να ήσαν κατάλληλα τα χρησιμοποιούσαν μαζί με τ´άλλα για ,,γεμίδια,,. Ο Νικολός, μιας και ο κούρος τέλεψε αρκετά νωρίς και η ζέστη δεν είχε σφίξει ακόμη πήρε υο προβατοκόπαδο και το ´βγαλε λίγο για βοσκή κι σαν η μέρα συνεχιζόταν ζεστή μπορεί να τα γύριζε πίσω για σταύλισμα, αν όχι θα βόσκαγαν όλη μέρα και με την αλαφράδα που απόχτησαν έτσι έγινε, δεν τους έκανε καρδιά να σταματήσουν το μασούλημα και τα γύρισε αργούτσικα στο γαλάρι υπολογίζοντας πότε οι άλλοι θα ριλχα Ε τρλελψρι και με τα γίδια, για να συμμεταλσχει και αυτός στο καθιερωμένο γλέντι!

Άγνωστες ίσως:
ψάνη=μελίχλωρα στάχυα ψημένα στη φλόγα της φωτιάς 
τορός=η μυρουδιά που οριοθετεί τον οικειοποιημένο χώρο 
προσμπούκι=το λίγο φαγητό πριν το κανονικό, μια μπουκιά 
γκουσώνουν=ζεσταίνονται
τριβόλια=αγκαθερά κομπάκια φυτού της εξοχής
,,παιδιά,,=τα αγόρια, τα αρσενικά
αδυνάσια =τα αδύναμα μέλη σε μια οικογένεια, τα κορίτσια
ακόνισαν =έκαναν κοφτερό με το ακόνι
τους έγινε φόρτωμα=τους έγενε βάρος 
χαψιά=όσο χάβει, όσο χωράει το στόμα του
μπουρδουκλώνοντας=μπερδεύοντας
νταβρωμένο= δυνατό και με ορμές
τα λαγαρά=τα πλαϊνά του ζώου 
η στομάκλα=το μεγάλο στόμα
γκεσέμι=ο αρχηγός του κοπαδιού 
παλιάτσα=η μεγάλη απλάδα, το χαμοστρώσιδο
μαύλισμα=κάλεσμα
μπουτιούνταν= έκανα μπου-μπουτ, χτυπούσαν τα κερατά τους
Κάλεσια, Λάγια, Στέρφα, Βάκρα, Κάτσενα κ.λ.π.=ονόματα προβάτων

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ

Ο ΚΟΛΟΚΟΥΡΟΣ (το κολοκούρεμα)


β) των κριαριών, γιδιών κ.τ.λ.

Καμάρωναν τα πρόβατα τις καινούργιες στολές τους μα το παραξένεμα καθώς τους προστέθηκε μια κόκκινη πινελιά αναγνώρισης καλά κρατούσε, ακόμα και το μπούτι-μπούτι της εχθρικής πολεμοχαρούς επίθεσης αποχτούσε χαραχτήρα επιδημίας, αφού δεν έλεγαν συνηθίσουν τις νέες συνθήκες που έλαβαν χώρα στην υπαίθρια προβατοπασαρέλα, αλλά σαν οι κιουλιές τους τώρα τιλώθηκαν αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν κι έτσι στο μαντρί μονάχα κάποιες αρνάδες στριφογύριζαν απείθαρχα ψάνοντας τις μανάδες τους να θηλάσουν και το βύζασμα έφερε την πλήρη ηρεμία στο μαντρί των προβάτων, κάτι που δεν έβλεπε κανείς σ´αυτό των γιδιών. Εκεί επικρατούσε πλήρης αταξία, πανδαιμόνιο κουδουνισμάτων και πήγαιν´έλα, χάβρα ιουδαϊκής συναγωγής με τροκάνια, τσοκάνια και κυπριά σ´ένα συνοθύλευμα ενοχλητικής ανησυχίας, αδερφοφάγωμα και πειναλέα λύσσα. Τα πιο αδήμονα γίδια σκαρφάλωναν στα κλαριά του τεράστιου πολύχρονου πουρναριού και δίπλα ακριβώς της φουντωτής γκορτζιάς που σκίαζαν περήφανα το γιδομάντρι και τα μάδησαν ξεγυμνώνοντας τις άκρες τους σε μια εικόνα οίκτου για τα δέντρα, απόλαυσης για τα ζωντανά, αφού το ένστικτο της αυτοσυντήρησης δε γνωρίζει από αισθητική και σεβασμό στα δικαιώματα των άλλων συγκάτοικων. Την ώρα εκείνη ακριβώς κατέφθασαν τρεις ακόμα τσοπαναραίοι κουρείς γιδιών από τα μακρυνότερα γαλάρια που έκιωσαν τις δουλειές τους και το σταύλισμα των δικών τους ζωντανών, καθώς εγνώριζαν πως στου Θανάση θα ξεκίναγαν πρώτα με τον κούρα των προβάτων. Ο ένας πίσω από τον άλλονε στην αράδα, με τις τσαλαπετεινόμορφες σκαλιστές γκλίτσες τους και ξέσκεπα τα στήθια τους από της ζέστης τη σφίξη, δώκανε γνώριμο αλληλέγγυο χαιρετισμό αλληλοσεβασμού, είπανε και δυο χωρατά εκατέρωθεν για να φτιάξει το κλίμα κι απόθηκαν τις γκλίτσες τους παράμερα και όλοι μαζί τώρα έξι στη σειρά κουρείς με το Θανάση, το νοικοκύρη μπροστά, τον ξάδερφό του το Γιάννη δίπλα του, το Φώτη παραδίπλα, το Μανώλη, τον Κωσταντή και τον Γιώργη που θα κούρευε γίδι για πρώτη φορά, γι αυτό στάθηκε δίπλα στον πολύπειρο της παρέας κι αστράψαν τα ψαλίδια τους τα καλοτροχισμένα στον ήλιο που είχε αρχίσει να σφίγγει και δεν άρεσε αυτό το χασομέρι στο Θανάση,  γιατί νηστικά δε θα μπόρηγε να τα βαστάξει τα ανυπόμονα γίδια, μα δε μπορούσε πια και να το αναβάλλει, γιατί ούλα ήσαντε κανονισμένα, κράτησε την ανησυχία για τον εαυτό του κι έριξε μια τελευταία ματιά στις δέστρες για το πισταγκώνιασμα των βαρβάτων τράγων και των γκεσεμιών, αλλά και όλου του γιδομανιού καθ´ότι άτακτα και απείθαρχα και ατρόμητα, καμμία σχέση με τα φοβιτσιάρικα πρόβατα, στη θέα της κρεμάλας και ανάγκης ούσης πάσα απειθαρχία παυσάτω και κάθε καρεργαρόγιδο στη θέση του. Ένας τεράστιος πεύκινος κορμός ξαπλωμένος κατά γης φιλοξενούσε κάθε χρόνο τέτοια εποχή έξι σχοινένιες δέστρες στη σειρά και σε απόσταση ανάλογη και κάτω από τη σκιά τεράστιων δέντρων που σκίαζαν το υπαίθριο γιδοκομωτήριο αυτή τη φορά, δεν ήτανε περήφανο για το σκοπό που επιτελούσε, αλλά στο χέρι του δεν ήταν, αφού κι εκείνος θύμα κακοποίησης υπήρξε.

-Ει,Πετρή, φώναξε σκουχτά ο Θανάσης το γιο του που είχε απομακρυνθεί προσερινά από τη ομήγυρη.
-Μπα τον ανεβάσταγο μουρμούρισαν οι διπλανοί, προς νερού του εδηάκε το παληκάρι.
-Έρχουμαι πατέρα φώναξε μεριάζοντας τη λούζα που τον προστάτευε από τ´αδιάκριτα βλέμματα στην εκτέλεση του χρέους της προσωπικής του ανάγκης.
-Φέρε πρώτα το γκεσέμι με το τρανό κυπρί, στερνά τους βαρβάτους τράγους, τα μουνούχια, τα γίδια, τα βετούλια και αγάλι-αγάλι με τη συνδρομή του Νικολού και του Παναγιώτη κι ούλα τα ποδέλοιπα.
Ο Πέτρος αγριωπός στην όψη, αλλά με παιδική ψυχή, που είχε έναν τρόπο να ,,συνεννογιέται,, με τα ζωντανά εξαιρετικό, ξεκίνησε πρώτος κι απόκοντα τ´αδέρφια του.
Πλησίασε το μαντρί, πήδηξε μέσα και μαύλισε χαιδευτικά το βαρβάτο αρσενικό με τα στριφογυριστά κέρατα και τη μακριά γενειάδα κι εκείνο μέσα από την αγαπησιάρικη ενδοσυνεννόηση, καν´από την ψωμένια μυρουδιά της μπουκιάς που κράτηγε στο χέρι του για δόλωμα ο Πετρής, ήρθε με τέτοια άνεση κοντά του, ανέβασε τα μπροστινά του πόδια στο δυνατό δασύτριχο στέρνο του Πετρή, φιλήθηκαν οι γενειάδες τους, του χάιδεψε το κεφάλι κι εκείνο κατεβαίνοντας τον μπούτηξε χαϊδευτικά στο γυμνασμένο μηρό που διαγραφόταν σφιχτός μέσα από τη μάλλινη πλεχτή σκελέα του και υπάκουσε πειθαρχημένα στην αμίλητη εντολή του αφεντικού του με το ακούμπημά μοναχά της χούφτας του αγκαλιαστά στο σβέρκο του ζωντανού το οδήγησε στη θέση του Φώτη που ,,ήτανε μανούλα,, στον τραγόκουρο των βαρβάτων αρσενικών. Στην αρχή θέλησε να δείξει ο Φώτης πως κι εκείνος ήξερε να τιθασσεύει αρσενικά και άρχισε να κουρεύει το γκεσεμότραγο βάζοντας το χεροδύναμο Βενετσάνη της παρέας να κρατάει το ζώο γερά από τα κέρατα και ´κείνος ξεκίνησε από το λαιμό να κουρεύει. Χωρίς την παρουσία όμως του Πετρή το ζωντανό τσίνησε και άρχισε πόλεμο με οπισθοχωρήσεις, μπουτήματα και ανήσυχες ενοχλητικές φιγούρες. 
-Με το γάι-γάι, τσίγα-τσίγα, να να ναάα, προσπάθησε να καταλαγιάσει το ζώο μα εκείνο έδωκε μια κι αν δεν ήσαν οι τρογύρω που το σταμάτησαν θα είχε εξαφανιστεί από προσώπου εκτελεστών στα σίγουρα.
-Έτσι μου είσαι παλιόπραμα ούρλιαξε θυμωμένα ο Φώτης, πράγμα που ενόχλησε το Θανάση γιατί το θεώρησε γρουσουζιά να φέρνουνται έτσι στα ζωντανά του και ειδικά στο πρώτο-πρώτο της κουράς. Δε μίλησε όμως παρά μονάχα έκαμε ένα ξόρκι από μέσα του και πήγε κοντά για συνδρομή. Χαϊδεύοντας στοργικά το ζώο, του πέρασε προσεχτικά ο ιδιανός την τριχιά από το λαιμό και σιγά-σιγά την έσφιξε μέχρι που να μη μπορεί άλλο να φέρει αντίσταση το γκεσέμι του. Φρόνιμο πια, υποχρεωμένο να υπακούσει, στάθηκε μέχρι που το ψαλίδι προχώρησε από το λαιμό στην κοιλιά του και στα καπούλια του και την ουρά κι από τις δύο πλευρές του και ισόφερε στα λαγαρά του τις άναρχες τρίχες και τώρα όμορφος σαν αληθινός αρχηγός, σαν είχε πνιγεί και η μανία του Φώτη στης δούλεψης τη λυτρωτική παρηγοριά του εγώ του, ο ιδιανός ελευθέρωσε το γκεσέμι, του ´δωκε δυο χαϊδευτικές παλαμαριές στα ζουμερά του καπούλια και το σπρώξει προς το μαντρί. Δίπλα ο Κωσταντής ο μπερμπάντης ανάσανε βαριά καθώς τέλεψε του γέρο τράγου τον κούρο και μ´ένα ώχ μακρόσουρτο έπιασε τη μέση του στερεώνοντάς τη με την ανάποδη του βραχίονά του και τούτο ήτανε αρκετό για να τόνε πάρουνε ούλοι στο κατόπι με πειράγματα και αστεία.
-Πάλαι ξενύχτησες Κωσταντή; Πάλαι ´πιδόρπιο μάσησες; Κι άλλα τέτικα και δώστου γέλιο και κακό και δώστου το μακρύ του και το κοντό του ο καθένας. Ευτυχώς που δεν εκακοκάρδιζε ο Κωσταντής, αντίθετα τόχε για περηφάνεια και το χαιρότανε κιόλας σε σημείο που οι ,,γιάλλοι,, να πιστέψουν πως τόκαμνε κι επί τούτου το πράγμα. Κι από ότι εφάνηκε στερνά έτσι ήτανε, γιατί στα επόμενα κουρέματα πήγαινα σφαίρα το ψαλίδι και τα σκιουψίματα.
-Μια στάλα σεβασμό στις τσιούπρες ζάβαλε, είπε ο Θανάσης, λιγότερη ξετσιπωσιά! 
Μα δεν τον άκουσε κανένας! Κι οι τσιούπρες κρυφογέλαγαν ,,πίσω από τα μουστάκια τους,,!
Μια παρέλαση από ποικιλόχρωμα γκεσέμια, γίδια, τράγους, μονούχια, βετούλια, βεργάδια, μαρμάρες, γκιόσες, κατσίκια, σημαδεμένα,τα κουτσιάφτικα, τα ξουράφτικα, τα σχιζάφτικα δηλαδή που τα σημάδευαν για να ξεχωρίζουν, γκολμπένες, διακονιάρες, σιούτες, στέρφες, ρούσες, φλώρες, μπαρδαλές, μπάρτσες, λιάρες, γκιέσες, γιόμιζε το μάτι των παρευρισκόμενων και καμάρωναν νοικοκυραίοι και μη τα καλοκουρεμένα ζωντανά, μιας χρονιάς ακόμα το καμάρι, μιας απαραίτητης ακόμα εργασίας για να λευτερωθούν τα γίδια από το περιττό μαλλί που το λέγανε κοζιά και να μη ζεσταίνονται, να μην κολλάνε τριβόλια και ακόμα -ακόμα αργότερα στα θηλυκά απελευθέρωναν από τα μαλλιά τη γεννητική περιοχή για εύκολο ,,μάρκαλο,,! Τα λογής-λογής κουδούνια με τις διαφορετικές ηχοχρώσεις που από αυτές κι από το χρώμα, κι από τα σκισίματα κι από τα σημαδέματα και τα κουδουνίσματα γνώριζαν οι νοικοκυραίοι τα κοπάδια τους, έδιναν μια ξεχωριστή, ιδιόμορφη, υπέροχη συναυλιακή νότα στα γρέκια πάνω στο βουνό.
Περιττό να πούμε πως η καινούργια εικόνα μπέρδευε και τα γίδια, όπως και τα πρόβατα και η μη αναγνωρισημότητα δημιουργούσε παρόμοια προβλήματα: μπουτήματα, ανησυχία, μυρίσματα και εξωστρακισμούς, αλλά μπροστά στην πείνα ,,που τα είχε κόψει τα κακόμοιρα,, ετούτα δεν ήσαντε τίποτα. Παρ´ότι είχε μεσημεριάσει πλέον για τα καλά και ο μαγιάτικος μεσημεριανός ήλιος ,,βάραγε στο κεφάλι,, ο Θανάσης τ´άφηκε για λίγο λεύτερα ,,να χάψουν τίποτα,, να ,,στυλιωθούν,,!
Τα κορίτσια μάζεψαν την ,,κοζιά,, διαλέγοντας μόνο το κατάλληλο μαλλί. Τα ψιλόκουρα, κιουλόμαλλα τα πέταγαν. Ξεκαθάρισαν το χώρο από μαλλιά και κακαράντζες, μέριασαν τα σακιά με την κοζιά και τα αποθήκευσαν ,,προσερινά,, δίπλα στα προβατόμαλλα κι όσο οι άντρες επιδίδονταν σε χαριεντισμούς και πειράγματα εκείνες ετοίμασαν το τραπέζι του γλεντιού.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ

ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΥΡΟΥ

Το κοπάδι των γιδοπρόβατων ξιστρισμένο ,,στα πέριξ,, ξεφορτωμένο από τα περιττά ,απολάμβανε μια ελευθερία και ηδονικά τα γυμνασμένα κορμιά τους ασκούσαν τα σαγόνια τους τρώγοντας βουλημικά ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.

Στο μεταξύ τα κορίτσια στο κονάκι είχανε κάμει την προετοιμασία του τραπεζιού στο ύπαιθρο και καρτέραγαν όπου νάτανε να φανεί η Γιωργίτσα με τη βάβω και την Κατερίνη που είχανε μείνει πίσω για την ετοιμασία του φαγητού και του ψωμιού. Δυο μουλάρια κι ένας γάιδαρος που κουβαλούσε τη βάβω ανηφόριζαν μεσημεριάτικα στο δρόμο που οδηγούσε στα Τρελάγκαθα και οι Αγραπηδούλες, τα Στουπάθια και η Στραβόραχη αγνάντευαν ζηλιάρικα που την τιμή ,,εσήμερις,, την είχαν τα Τρελάγκαθα! Τρελάγκαθα όνομα και πράμα! Κάθε λογής αγκάθι τόβρισκες εκεί μα οι αφαλαρίδες δεν είχαν τελειωμό. Στα γαλάρια όμως δεν υπήρχε τίποτα. Το ποδοπάτημα των ζωντανών από τη μια και η φροντίδα του τσέλιγκα Θανάση είχανε κάμει τον τόπο αεροδρόμιο με κατακάθαρη ούλη την επιφάνεια της περιοχής! Μια απόλαυση ήταν η στάνη ετούτη την εποχή. Το μάτι σου αγκάλιαζε τις ραποκαλύβες, τα μαντριά, τα γρέκια, τα γαλάρια, τους κρεμανταλάδες με τις γεμάτες ή άδειες καρδάρες,τα σύνεργα του τσοπάνη και του τσέλιγκα, το νοικοκυριό της στάνης από τσουκάλι μέχρι χαρανιά, από σουγιάδες, μαχαίρια μέχρι χαντζάρες, τυφέκια, πιστόλες για να προγκάνε τ´αγρίμια, γκλίτσες τσαλαπετεινοκέφαλες και βίτσες για το τσίγλισμα των αλόγατων και των μουλαριώνε, κλαδευτήρες και κουροψάλιδα, ακόνια για τα μαχαίρια και τσακμάκια για το άναμα της φωτιάς, ίνγλες, τριχιές καμτσίκια, γκέμια, μαγκούρες, πέταλα, σούβλες, πυροστιές σαμάρια, βουτσέλια, τουρβάδες, δισάκια, τσόλια διάφορα της στρούγκας κρεμασμένα, άλλα νοικοκυρεμένα, άλλα πεταμένα φίρδην -μίγδην, τσαντήλες για το στράγγισμα των τυριών και του ,,γεργουτιού,, , γιουκόσκουτα για τον ύπνο, τορβάδες, χαρέρια για το στοίβαγμα του χόρτου, τροφή των ζωντανών για το χειμώνα, βουτσέλια, χαρανιά, φλασκιά για το νερό τους, ασκιά για τη μεταφορά του γάλακτος, ασκιά για το τυρί του χειμώνα, για το κρασί, βεδούρες για να πήζουν το γιαούρτι, καρδάρες για πήζουν το τυρί, κάδες για το χτύπημα του βούτυρου, άλλες για το αλάτισμα του τυριού κι άλλα, κι άλλα πολλά. Ένας ολόκληρος στρουγκοεξοπλισμός!
Τα λέμε άλλοτε ετούτα! Φάνηκε στ´αγνάντιο η Γιωργίτσα με την παρέα της και τα καλούδια που τοιμάσανε.
Οι άντρες, καμμιά τριανταριά συνολικά τσοπαναραίοι, έβηβοι κι αμούστακα που παρακλουθάγανε τον κούρο, το ´χανε ρίξει στην κουβέντα και καθώς γυρέψανε μια τζούρα κρασί ανέρωτο, έτσι νηστικάτα, τους γαργάλαγε η γλώσσα τους κι αρχινήσανε να ψιλοτραγουδάνε ακατανόητα σα μεθυσμένοι προτού καλά-καλά να ξεθυμάνουν την ορμή τους στο φαΐ και στερνά στο πιώμα!
-Πεεες μμμααας, βρεεε Γιώωωργη, ποια αααγγγαπάς... και δώστου τσούγκρισμα και δώσε του καλαμπούρι και πειράγματα! Γυάλισε το μάτι τους από την πείνα, είχε μεσημεριάσει για τα καλά και η ζέστη έτσουζε.
Καλωσορίσανε ούλοι με σεβασμό τη βάβω, τήνε κατέβασε αγκαλιά σκεδόν από το βασταγούρι ο Θανάσης και της εφίλησε από σεβασμό το χέρι κι ούλοι όσοι βρίσκουνταν εκεί εκάμανε το ίδιο, βοηθήκανε τη Γιωργίτσα στο ξιφόρτωμα των μουλαριών, δέσανε τα ζώα στον ίσκιο αφού τα ξεσαμαρώσανε κι ούλες οι γυναίκες μαζί κατευθύνθηκαν με τα σακκούλια τα ολόγιομα και τους τεντζερέδες και τις μεσάλες στο μεγάλο βαθύσκιο πεύκο που ανέμιζε τις πευκοβελόνες του τραγουδιστά ο αγέρας. Εκεί η Τριαντάφυλλη και η Ελισσάβετη είχανε στρώσει την μεγάλη σπάρτινη παλιάτσα, είχανε ακουμπήσει στο κέντρο της δυο τρεις σοφράδες, που τώρα στρώσανε απάνω τους τις καλοσιδερωμένες υφαντές πάνινες μεσάλες κι ακουμπήσανε ούλα τα καλούδια που είχανε φέρει μαζί τους: Τρία σφαχτά είχανε υπολογήσει για το τραπέζι του κούρου κι αυτά ήτανε σε μερίδες να φάει ολόκληρο συμπεθεριό! Κοκκινιστό με μακαρούνια που έγλειφες και τα δάχτυλά σου, χορτόπιτες μυρουδάτες, μπόλικα τυριά και στραγγιστό γεργούτι από τη στρούγκα και φρέσκια στριγλιάτα και φρέσια γεργούτη κι ένα μοσκομυρουδάτο ψωμί που η μοσκοβολάδα του βάρεσε τα ρουθούνια μπρου το βγάλουν ακόμα από τα σακκούλια, που καλοδιπλωμένο σε μεσάλες μαλάκωνε η κόρα του με το πέρασμα της ώρας. Ξύλινες κούπες, χουλιάρια και χουλιάρες, τουβαλίθια βρεγμένα για να σφουγγίζουν τα χέρια τους, γιατί οι περσότεροι τρώγανε με τα χέρια, ακόμα και ελιές είχανε αραδιασμένο σε γαβαθούλα που την ετρογύριζε η Γιωργίτσα από δω κι από ´κει, όπως έκανε και με άλλα πράματα-φαγιά που δεν ήσαντε ,,κενωμένα,, στα ξύλινα και λουμινένια πιάτα της στρούγκας. Τα φλασκιά με το νερό και η βαρέλα παραδίπλα, όπως και τα ασκιά με το κρασί το αρωματισμένο με φασκόμηλο και δεντρολίβανο περίμεναν ανυπόμονα ν´αλαφρώσουν από το βάρος τους και τούτο καθόλου δεν άργησε να γένει.
Ιεροτελεστικά, σε θέσεις καθορισμένες από τον αρχιτσέλιγκα το Θανάση, με προτεραιότητα στους γηραιότερους και τους αξιότερους, έβλεπες σταυροποδιασμένους κατάχαμα κι απάνου στην τεράστια σπαρτοπαλιάτσα ένα κύκλο από άντρουλες ηλιοψημένους, αγριωπούς στην όψη από τη φυσική σκληραγωγία και τη μοναξιά του βουνού, με μια ψυχή όμως μεγάλη κι αγνή, καλόβολη και καλοσυνάτη, που μόνη έγνοια τους ήτανε η στάνη τους με τα ζωντανά τους, της επιβίωσής τους ανάγκη και καμάρι της ψυχής τους. Σκελέες ολόμαλλες που τους εμαδάγανε τα σκέλια, γιλέκια και πουκαμίσες, τσόλια της στρουγκοδουλειάς για απαλλαξίδια και χωρίς ιδιαίτερη παραξήγηση αν κάποιος βρώμαγε και κακαράντζα ή προβατίλα, μέσα στο πρόγραμμα ήσαντε ούλα, αφού κουρά εκάνανε και το ντους άργησε πολύ να μετακομίσει στα γαλάρια και τις στρούγκες! Φούστες και βελέσια και τσεμπέρες καλοδιπλωμένες στα κεφάλια νέων κοριτσιών και γριών γυναικών μιας και θα κυκλοφόραγαν ανάμεσα σε άντρες ούλη την ώρα για να τους εξυπηρετάνε και οι μπροστοποδιές καμαρωτές αγκάλιαζαν τις άφαντες κιουλιές τους, μοναχά της βάβως ήτανε τουρλωτή σα γκαστωμένης γυναίκας ετοιμόγενης και τούτο όχι γατί ήτανε φαγανιάρα στα γεράματά της, αλλά όλο και θα το παρά έκανε με το φαΐ στα νιάτα της και της είχανε μείνει γεροντόπαχα σ´εκείνο το σημείο, αλλά και γιατί το άντερό της και το στομάχι της είχανε τα προβλήματά τους, που σε τίποτις όμως δεν την αμπόδαγαν να χαμογελάει πλατειά και να χαίρεται το γλέντι της κουράς, που μόλις άρχιζε. Πρώτος σήκωσε κουπάρι ο Θανάσης, αφού πρώτα σταυροκοπήθηκε και μαζί του τριάντα ζευγάρια χέρια κι ενενήντα δάχτυλα δηλώσανε την πίστη τους και την ευχαριστία τους στο Θεό που τους αγροίκαε καλύτερα εκεί ψηλά από τα βουνά, σαν ήσαντε και πιο κοντά του, κι είπε:
-Καλώς εκοπιάσατε τσελιγκάδες και τσοπαναραίοι, τσοπάνηδες και παλικάρια! Σας φχαρστώ για τη συδρομή σας στον κούρο μου και του χρόνου με το καλό!
Μάνα, γυναίκα και τσιούπρες μου, γιοί μου να ´σαστε ούλοι καλά και άξια παιδιά του πρωτοτσέλιγκα του πατέρα σας με τα απέραντα λημέρια. Φταριστώ σας και σας για τα τόσα καλούδια που φτιάξατε για πάρτι ουλονών μας εσήμερις!
Κι ήφερε γύρα ούλο τον κύκλο κι ετσούγκρισε με τον καθένα ξεχωριστά! Οι ευκές επαναλαμβάνουνταν χωρίς σταματημό και μοναχά όταν επέσανε με τα μούτρα στις νοστιμάδες εσταματήκανε. Το κρασί ανέρωτο Μάη μήνα, σαν είναι από κείνους που δεν εχουν ρο, βαράει στο κεφάλι. Και τι δεν ειπώθηκε σε τούτο το τραπέζι! Χωρατά, τραγούδια του καημού και της αγάπης, κουβέντες για τη στάνη, για το ποιος έχει τα καλύτερα σερνικά τραγιά και κριάρια για το ,,μάρκαλο,,, για τον κυρίως κούρο στις αρχές ως τα μέσα του Ιούλη, για τα τσοπανόσκυλά τους ακόμα, ιστορίες για λύκους και τσακάλια που είχανε κόψει κοπάδια ολάκερα κατά καιρούς και στρώνανε σχέδια αποπομπής τους, μέχρι και παραινέςεις για προξενέματα των ανύπαντρων εκάνανε στ´ αστεία όμως γιατί τέτικες αποφάσεις δεν επαιρνόσαντε στον αέρα.
-Ορέ, πετάχτηκε ο Κωσταντής, μόλεγε ο κύρης μου ότι ,,του κρεμάσανε κουδούνια ,, του Παναή από την Παύλιτσα και της Βελούδως από τη Γάρδιτσα που τους ετσακώσανε ,,στα πράσσα,, , Θεός σχωρέστους και τους δυο ετώρανες, αλλά το τι έγινε σου λέει δε ματαλέγεται! Τους εβάλανε με τον κώλο κατά τη μούρη του γαϊδάρου, σε χωριστό γάιδαρο τον καθένα, τους εγυρίζανε και στα δυο χωριά σ´ούλες τις γειτονιές και τους ελοιδωράγανε! Τους φτήνανε, τους φορήγανε φλέσουρα για στεφάνια στα κεφάλια, τους ξεσκίζανε τα σκουτιά, μέχρι και στα μικρά παιδιά πιτρέπανε να λοιδωράνε και να τους πετάνε ακόμα και πέτρες! Ακόμα και οι γονέοι τους λέει τους εφτύνανε κατάμουτρα, τι κατάμουτρα δηλαδή, όπου τους έβρισκε το φτύμα, γιατί τα κεφάλια τους ήσαντε σκιουφτά. Στο τέλος τους επαρατήκανε σε μια ερημιά και τους ευκηθήκανε να τους φάνε τα τσακάλια και οι λύκοι κι έτσι θα γλίτωναν τα χωριά τους από ,,τη μαγάρα τους,,! Να μη τους μάτα ιδούνε στα χωριά τους τους είπανε. Εκείνοι γιε δεν το βάλανε χάμου! Μιας και είχανε οι πολλοί την ανοησία να τους αφήκουνε μαζί, ξεστρατήσανε και περπατήκανε ολονυχτίς, πέσανε στη δημοσιά κι όπου τους έβγανε! Κατασταλάξανε στην Καλαμάτα, το πράμα ξεχάστηκε παρ´ότι οι γονέοι τους ζήσανε με τη ντροπή, πέσανε στη δούλεψη ενού καλού χτηματία, βγάλανε καλό ,,κόμπο,, φτιάξανε ένα σπιτάκι και σμίξανε τη βασανισμένη τους αγάπη! Κάμανε δυο καλά παιδάκια, τ´αναθρέψανε χωρίς του καιρού τους τις προκαταλήψεις κι αποφασίσανε να πάνε στα γονικά τους!
Ετούτο ρε μάγκες ήτανε το πιο δύσκολο πράμα στον κόσμο ρε! Τα χάσανε οι γονέοι τους, οι χωριανοί δεν τους εγνωρίσανε, τους είχανε ξεγραμμένο, μα του γονιού ο καημός όσο βαρύς και νάναι και το παράπονο, γονέας είναι!
Τους ανοίξανε την αγκαλιά τους με ντροπή πολλή που είχανε και οι ιδιανοί ξεφτιλίσει τα παιδιά τους! Στο κάτου-κάτου της γραφής δεν εσκοτώσανε και κανέναν, απλά ρωτευτήκανε τα παιδιά! Κι εκείνοι ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα, τέλεψε την ιστορία του ο Κωσταντής!
-Άμε από δω ρε αποκορωμένε, του πέταξε αντίλογο ο Θανάσης! Θέλεις να μας ειπείς ν´αλλάξουμε τα έθη μας;

-Εβίβα είπε ο Φώτης, σηκώνοντας το κουπάρι του, για ν´αλλάξει το κλίμα που δεν του ´μοιαζε κι αστείο επειδή η ιστορία μπορούσε ν´αγγίξει τον καθένα, και αρχίνησε να τραγουδάει ένα τραγούδι του καημού Κεφαλονίτικο που το είχανε του κούρου και που είχε φτάσει στα μέρη τους στόμα με στόμα, με τόσο πάθος και τόση αφοσίωση, που τον ακολούθησαν και οι γιάλλοι κι έγινε το έλα να ιδείς μες το καταμεσήμερο!
,,Εγώ κρασί δεν έπινα, κρασί για να μεθύσω, τώρα τα πίνω και τα δυο για να σ´αλησμονήσω,,!
Και τότε αφού είπανε τα πρεπούμενα στο Φώτη για το καλό τραγούδισμα, φέρανε άλλη μια γύρα τα κουπάρια! Ετούτη τη φορά κέρναγε η Κατερίνη το κρασί από την ξύλινη τσότρα την καλοπελεκημένη από τα άξια χέρια του αδερφού της του Νικολού, από πευκόξυλο που έκανε το κρασί να μοσκοβολάει!
Τώρα ο Θανάσης ματασκέφτηκε τα λόγια που είπε στον 
Κωσταντή, συγκινήθηκε που είχε την Κατερίνη του παντρεμένη με το Γιώργη και το ´βρισκε άδικο νάναι στα δικά του χέρια ακόμανε, θέλησε ν´αλλάξει το κλίμα και να το κάμει πιο χαρωπό, όπως εταίριαζε στην περίσταση και αρχίνησε να τραγουδάει:
-Πες μας ρε Γιώργη ποια αγαπάς στην πέρα γειτονιά που πας;
-Την Κατερίνη (την Ελενίτσα) τη μικρή της Σάββετης( της Βαγγελιώς ) την αδερφή.
Σύρε μάνα μ´και πες της το, κρυφοκουβέντιασέ της το.
Παίρνει τη ρόκα της και πάει, βρίσκει την κόρη και κεντάει.
-Κόρη μ´ο γιος μου σε ποθεί και ντρέπεται να σου το ειπεί.
-Σα μ´αγαπάει, δεν έρχεται; Τα λόγια τι τα στέλνετε;
Η Κατερίνη συγκινήθηκε από το τραγούδι του πατέρα της και σαν ο πόθος με τα χρόνια τράνευε για το Γιώργη, έστριψε αλλούθε για να κρύψει δυο δάκρυα που κυλήσανε άθελά της. 
Ο Θανάσης τ´άφηκε να κυλήσουν χάμου μπροστά σε ούλους και με το ποτήρι του υψωμένο έβαλε τα δυνατά του να μη ξανακλάψει, γύρισε στην Κατερίνη:
-Του χρόνου στο σπίτι σου τσιούπρα μου! Στις χαρές σας κορίτσια μου είπε απευθυνόμενος στην Τριαντάφυλλη και την Ελισσάβετη! Στις χαρές σας λεβέντες μου, είπε ευχόμενος τα παλληκάρια του! Κι έδωκε μαντήλι στο Φώτη και στερνά ένας -ένας σηκωθήκανε κι ο χορός δεν έλεγε να σταματήκει μέχρι που απογιομάτιασε για τα καλά κι έπρεπε ,,να πάει κάθε κατεργάρης στον πάγκο του,,!
-Άμα σταματήσετε το πιώμα να φέρω δροσερή στριγλιάτα και φρέσκια γεργούτη, είπε η Γιωργίτσα, συγκινημένη και δαύτη!
-Φέρε και στραγγιστή καλέ, είπε η βάβω έτσι για να ειπεί κάτι και να κρύψει και τη δική της συγκίνηση!
Φάγανε και τη δροσιστική γεργούτη τους, ξαναευχηθήκανε, κάμανε και για τέλος το σταυρό τους, ευκηθήκανε και του χρόνου με το καλό και στουν αλλουνώνε τα κοπάδια και σκορπίσανε!
Τούτο το λάγιο πρόβατο κι η μπάλια η προβατίνα 
η Βάκρα και η Κάλεσια ψοφήσανε στην πείνα... αυτοσχεδίασε ο Γιάννης κι άρπαξε τη γκλίτσα του.
Ο Θανάσης στάθηκε και καθώς σκόρπισαν οι καλεσμένοι, εκείνος εκαμάρωνε το βιος του, τη φαμίλια του κι ένιωθε ευλογημένος! Η δουλειά που έμενε πίσω για τις γυναίκες ήτανε ακόμα πολλή. Ποτέ όμως δε βαρυγκωμήσανε! Τα κάνανε όλα σε συνεργασία και με αίσθηση χρέους. Άλλη μια κουραστική αλλά αναγκαία εργασία έλαβε τέλος! Μέχρι ένα μήνα μετά που θα γινότανε ο κανονικός κούρος, είχε ο Θεός!
ΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ

 EΛΕΥΘΕΡΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Όταν είσαι στο βουνό τ´όνειρο ξαμολιέται και γυρνοβολάει στις λαγκαδιές, δροσίζεται από τα νερά και τα πλατάνια τους, πετάει στις κορφές των βουνών μετρώντας τις αραδιασμένες βουνοσειρές ,σα νάναι περιλαίμιο σε παρθένου άσπρονε λαιμό! Μετράει τα καλοπροαίρετα και καλόβολα πρόβατα του νου, ξεστρατίζει με των γιδιών τα σκαρφαλώματα κι αστράφτει αντάρα και ήλιο και αναπαράγει αηδονολαλιές και κοτσιφοτιτιβίσματα, τσαλαπετεινού καμάρι και της τσίχλας τη σιλφίδια περηφάνεια.

Μετράει τα φίδια που σέρνονται, γιορντάνια πλουμιστά στους λαιμούς των χωραφιών κι αγκαλιάζουν τα γυμνωμένα από τα σαγόνια των γιδοπρόβατων κορμιά τους σ´ένα ηδονικό σούρσιμο ακατανόητης ταλαιπώριας μέσα στον ήλιο. Σπρώχνει στα κονάκια το σπιτόφιδο, το Λαφιάτη και τη Δεντρογαλιά κι αλίμονο σ´όποιον δεν ξέρει και σούρει πέτρα απάνου τους ή ραβδί και τα σκοτώσει! Κακό τρανό θα πάθει και με θάνατο θα πληρώσει κι έτσι ξηγάνε στο χωριό πολλούς χαμούς εκεί σιαπάνου στα γρέκια μα και κάτου στο χωριό! Κι όσο η χουρχούρα χώνεται, απόλυτα παραλλαγμένη με των σπαρτών τη μελίχλωρη απόχρωση, που σαν κοντοστέκεται κι ανασηκώνει κεφάλι απάνου στις κοτρώνες τις διάσπαρτες στων χωραφιών τα στήθια, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας τον ευέλικτο λαιμό της για να εισπράξει μήνυμα, τόσο οι σφήκες και οι μέλισσες τη μπερδεύουν με το δικό τους βουητό και το ζουζούνισμά τους τ´ατελείωτο απάνου στις αγράμπελες με τις νυφιάτικες στολές κι εκείνη αλαφιάζεται και στέκει κι άλλο, μέχρι που τη σπρώχνει τ´αγέρι για να δώκει το θρόνο στο μερμήγκι που καρτερεί ανήσυχο και στην αράχνη του βουνού που θέλει ν´αγναντέψει από ψηλά, για να ´ βρεί τόπο ν´ακουμπήσει τον προγραμματισμένο στην κοιλιά της ολομέταξο νημάτινο στουπέτσινο ιστό. Τώρα αν θά ´ναι στα πουρνάρια τα περίβλεπτα με το ροδάμι και το πορφυρό κρεμέζι ή θαν´ ο πεύκος ο ψηλός για να κάμει ζήλια στη θεά που της ταπείνωσε την υπόσταση και την αξιοσύνη, αν θάν´η αστράχα της καλύβας ή τ´αντικρυστά τρελάγκαθα πέρ´από την καλύβα, ποιος ξέρει, μονάχη θ´αποφασίσει κι αν πας στο βουνό έχε στο νου σου ν´αλλάξεις μονοπάτι, να μη της χαλάσεις τ´όνειρο και τον κόπο, κι εκείνη θα σ´ευγνωμονεί κι από την άκρη του κόσμου θα ´ρθεί για να σου πλέξει δαντελωτή καρδούλα όξω από το παραθύρι σου, για σου ειπεί ευχαριστώ! Το ´καμε στου Θανάση τη σκελέα που από την πολλή τη φαγωμάρα που του ´καμε στα σκέλια σαν έτσουζαν οι μαγιάτικες ζέστες την είχε παρατημένη εκεί χάμου σε μια γωνιά, τέλεια παρηγοριά για μια απελπισμένη αράχνη που της χαλάνε τον ιστό της κάθε δευτερόλεπτο τα γίδια με το μασούλημά τους, τα πρόβατα με το δικό τους, που έτσι ξαλαφρωμένα από το περιττό μαλλί συναγωνίζονται τα γίδια στο άρπαγμα του τρυφερού ροδαμιού, οι άνθρωποι κι όποιονε η Αθηνά στείλει επί τούτου να της τόνε χαλάσει. Ο Θανάσης αποφάσισε σαν την είδε να μην της τήνε χαλάσει και χαλάλησε για τούτο ολόκληρη σκελέα, για ένα ολόκληρο καλοκαίρι, που τ´άλλο τας πως κάποτε η αράχνη θα βαριότανε ,,τον τορό του,, και θα εγκατέλειπε μόνη της. Έτσι κι έγινε, πήρε όλο της το σόι και ξεκληρίστηκε απ´ότι φάνηκε γιατί μάλλον η θεά πονηρά κάποιον άλλον έβαλε να καλμει το κακό.
Κι απ´ του αέρα την οσμή τη μυρουδάτη, που φόρτο αρώματος και γύρη του φόρτωσαν τ´ασφάλαχτα τα κατακίτρινα, τα σπάρτα τα ηλιόχρωμα, τα φασκόμηλα με το ροζ-λιλά χρώμα των λουλουδιών τους και του βουνού τα πεύκα με τη ρητίνη άρωμα να τρέχει από τις πληγές τους, τα δέντρα και τα πουρνάρια με το τσιφό τους το χυμό, τη βαρύπνοη ανάσα της συκιάς όξω από το γιδομάντρι που ´σμιγε με της γκορτσιάς το πρώιμο στυφό αγραπίδι και πλέκανε μαζί τη μερωμένη ασυννέφιαστη ´στορία των τσελιγκάδων του βουνού και των τσοπάνηδων!
Καλύβια οργανωμένα σα σπιτικά κανονικά, μ´ακόμα περισσή πραμάτεια, χωρίς να λείπουν τ´απαραίτητα για την επιβιωτική διαβίωση μα κι ούτε να στεριούνται τίποτις, χαρίζουν τη γκριζαρισμένη τους κόμη έπαθλο στων ματιών μας την απληστία! Εκείνα φιλόξενα σε παντός είδους επισκέπτες, αράχνες, χουρχούρες, σπιτόφιδα και τους τσοπαναραίους και τους υποταχτικούς και τους φιλοξενούμενους και τους περαστικούς, με θησαυρό μονάχο τ´αγέρι κι ένα κρεβάτι με ξύλινους τρίποδες και στρώμα υφαντό και παραγεμισμένο με αρνόκουρα και αχερόβρωμη, που τίποτα δεν τους έλειπε σαν άπλωναν το βλέμμα τους και είχανε μπροστά στα μάτια τους ούλωνε τον κόσμο δικό τους. Τα στρουγκοπράματα λογής-λογής πραμάτειες, κάθικα, συμπράγκαλα, κρεμαστάρια, ξυλοκατασκευές κυρίως χρηστικού περιεχομένου, χουλιάρες δηλαδή, χουλιάρια και φλασκιά, βαρέλες, πλάστες για χυλοπίτες και για φύλλο για πίτες και λοιπά με το χαρχάλεμά τους σε καλωσόριζαν και ήσαν έτοιμα να γιορτάσουν μαζί σου συναυλιακά ενορχηστρωμένα μουσικά στανοτράγουδα, που αν ήθελε κι ο βοσκός να τα συνοδεύσει άπλερα με τη φλογέρα του, δε θα σε χώραγαν τ´αυτιά σου να συλλέξεις τόσο ιδιαίτερη μουσική! Κι αν είχες την τύχη να πέσεις απάνω στα γαυγίσματα των τσοπανόσκυλων και στα τροκάνια και τα τροκάκια και στα κυπριά, άξιων κουδουνάδων κατασκευάσματα, με ποικίλα σχήματα και ηχοχρώματα ε, τότε ποια ανάγκη θα σ´έκανε να γυρέψεις αλλού μουσική παρηγοριά; Ξεχάσαμε τα πουλιά; Όχι δα! Κινούν το δοξάρι του αρχιμουσικού αυτά και λαλούν το θεϊκό τους τραγούδι μ´όση πρέπει μαγεία για να σε ξελογιάσουν...!
Κι όταν ιδείς στα μάτια του τσιοπάνη τη γυαλάδα της ικανοποίησης, κι όταν το φίλεμά του με της καρδιάς το χέρι σ´ ακουμπήσει κατ´ευθείαν στην ψυχή, τότε θα σου έχει μεταφέρει τ´ουρανού τη γαλήνη για να τη συγκρίνεις μ´εκείνη της θάλασσας και θα σου έχει γράψει στην ψυχή σου με ανεξίτηλα γράμματα την προσευχή της φιλοξενίας, που δε θα τήνε βρεις αλλού πουθενά όμοια!
Και σαν αποφασίσεις να φύγεις ,,καλή ευκολιά,, θα σου ευχηθεί για το δρόμο σου και τη ζωή σου! Μπορεί και καλό κατευόδιο, μπορεί και, άμε στο καλό και στην καλή την ώρα, μπορεί κι ένα του νεύμα μοναχά να κάμει για να σου είπει στο καλό, μα θάναι γιομάτο με της αλήθειας του το γιόμο και της καρδιάς του τον παλμό!
Έτσι σεργιάνισε τ´όνειρο στο δικό μου κατευόδιο, έτσι πλανήθηκε στον αέρα του Θανάση η φωνή σαν έστειλε στο καλό τις γυναίκες του και τα φορτωμένα με τα κολόκουρα μουλάρια του, σαν ευλόγησε με της ψυχής τη γαλήνη ό,τι αγάπαγε κι ό,τι είχε! Μια ώρα μπρου να κλείσει ο ήλιος τα μάτια του, η βάβω, η Γιωργίτσα, η Κατερίνη, η Ελισσάβετη και η Τριαντάφυλλη με φορτωμένη αγάπη και αγέρα και εικόνες του βουνού την ψυχή τους, με την ικανοποίηση της διεκπεραίωσης μιας εργασίας αναγκαίας, με του κόπου τους το γλυκό ξαλάφρωμα, γύμνασαν γι άλλη μια φορά σώμα και ψυχή και ρούφηξαν ακόμα ένα ηλιοβασίλεμα ουράνιας αγάπης κι ευλογίας και με χοροστάτες τ´όνειρο και την πεθυμιά, ο καθένας τα δικά του και η Κατερίνη τα δικότερά της, ροβολήκανε με κουρασμένο το σώμα, με ανάλαφρη όμως την ψυχή, με τους κόπους τους φορτωμένους στα ζα και την ψυχή τους κι ένα ακόμα ηλιοβασίλεμα στα μέσα τους, φτάσανε στη Μουντρά σούρουπο! Τα καλωσορίσματα των χωριανών στο δρόμο, των γειτόνων με το πλατύ χαμόγελο και τις ευχές, το ψιθίρισμα του φεγγαριού που δεν είχε ακόμα ολόκληρο προβάλει, το γαύγισμα του σκύλου, το όψιμο κούρνιαμα των κοτερικών, που σγάλαγαν ακόμα νωχελικά υπό το φεγγαρόφως και τ´αναμμένο φανάρι του γείτονα, παραμεινεμένα σποράκια 
περσυνής ,,κούκλας,,(καλαμποκιού), το παιχνίδισμα της άσπρης γατούλας που άφηκε το χαλαρό της βόλεμα στο κεφαλόσκαλο για να τους προϋπαντήσε, ακόμα και η αράχνη που έπλεξε την ευγνωμοσύνη της απάνω από τα κεφάλια τους στο δυναμάρι της εξώπορτας, ούλα, ούλα έδωκαν την παρουσία τους σ´εκείνη τη μοναδική , ιδιαίτερη επιστροφή. Δε χώραγε η καρδιά τους άλλη ευτυχία!
Τακτοποίησαν τα μουλάρια, οδήγησαν τη βάβω στο κρεβάτι της, αλλάξανε τα, από της ανάγκης την ταλαιπώρια, σκουτιά τους, βολεύτηκαν όπως-όπως γι απόψε και το ταχύ θα πλέκανε με το λυκόφως τα νέα όνειρά τους και με της Αυγής τα χρώματα στο όμορφο ταξίδεμά της καινούργια παραμύθια! Είχαν ό,τι ήθελε η ψυχή τους! Δε γυρεύανε άλλο τίποτες! Δε χώραγε η καρδιά τόση ευτυχία! Δε χώραγε η ψυχή τόση ευλογία!

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ

Το άρμεγμα στη στρούγκα!

Το άρμεγμα στη στρούγκα του Θανάση του πρωτοτσέλικα εκειθ´απάνου στα Τρελάγκαθα γινόταν πολύ νωρίς το πρωί και το βράδυ στην επιστροφή στα γρέκια!
Απόλαυση των ματιών η διαδικασία ,αλλά μόνο των ματιών, όχι των χεριών! Ήτανε λέει δύσκολη δουλειά και ,,ήπρεπε,, να ξεύρεις τα κόλπα της αρμεχτικής ,,γιαδεμί,, θα ´βλεπες καρδάρες στον αέρα και ζωντανά σκόρπια ´δω και ´κει και ,,γης Μαδιάμ,, τα γρέκια! Ευτυχώς ο Θανάσης ήτανε όχι μοναχά νοικοκύρης στα κοπάδια του, αλλά και πολύ καλός στην τεχνική, στον τρόπο του αρμέγματος! Ήξερε τα μυστικά να μη τσινάνε τα πρόβατα και τα γίδια! Ο Θανάσης είχε δυο γαλάρια που κοιμούνταν χώρια τα γιδερά και χώρια το κοπάδι με τα πρόβατα! Στην αρχή που δεν είχε πολλά ζωντανά είχε ένα για ούλα, αλλά στερνά σαν αυγατίσανε πολύ τα ´καμε δύο. Στρούγκα όμως είχε ,,μίνια,, και τρανή. Με δυο ποριές μια πισινή που σπρώχνανε μέσα τα ζωντανά και τη μπροστινή που βγαίνανε τα ζωντανά όξω από την πετρόχτιστη στρούγκα, μια στρόγγυλη μάντρα δηλαδίς, που στη μπροστινή ποριά, όξω από το μαντρί είχε από δυο ,,στρουγκολίθαρα,, σε κάθε μεριά! Εκεί κάθονταν οι τέσσερις άντρες, ο Θανάσης και τα τρία του παιδιά δηλαδή και άρμεγαν τα ζωντανά! Σαν γιόμιζε η στρούγκα γιδοπρόβατα, εκείνα είχανε μάθει να πηγαίνουν στην πλευρά τους το καθένα. Κατά την μεριά του Θανάση και του Νικολού έρχονταν ένα-ένα τα πρόβατα και κατά τη μεριά του Πετρή και του Παναγιώτη τα γίδια, που ήξερε να τα τιθασσεύει ευκολότερα και είχε μάθει και στον Παναγιώτη τα κόλπα!
Να ´βλεπες πώς έρχονταν ένα-ένα τα γίδια κοντά του, ας εκάνανε κι αλλιώς βέβαια, αφού ήσαντε τόσο στριμωγμένα, αλλά ο Πετρής είχε τον τρόπο του να τα χειραγωγεί. Καθισμένος στο ένα στρουγκολίθαρο, το πιο κοντινό στη μάντρα της στρούγκας, που είχε κανά μέτρο ύψος, τόσο ώστε να μη μπορούν να πηδήξουν όξω τα γίδια, στριφοκώλιαζε τη γίδα να έρθει με τον πισινό της μπροστά του, της άνοιγε τα πισινά της πόδια τόσο όσο να φαίνονται ολόκληρα τα μαστάρια της, με μαεστρία, τόσο ανάλαφρα που η γίδα υποτασσόταν στη θέλησή του και στεκόταν σα μαγεμένη κι απολάμβανε θαρρείς το ηδονικό πασπάτεμα που τα επιδέξια χέρια του Πετρή κατάφερναν, λες και της έκανε προετοιμασία για ερωτική συνεύρεση, παίζοντας σχεδόν στην αρχή της μαλάκωνε τη ρώγα κι ύστερα με απανωτές περισταλτικές κινήσεις των παλαμών των χεριών του, πότε και με τα δύο ταυτόχρονα, πότε εναλλάξ, κι αν ποτέ κουραζόταν, πράγμα έως απίθανο για κείνον, μοναχά μία βολά του είχε λάχει κάτι τέτοιο, που είχε βαρέσει το αριστερό του χέρι και του το είχανε δεμένο και ναρθηκιασμένο με το καλάμι ενού δεντρόθαμνου με κίτρινα λουλούδια που φύτρωνε άφθονο στην περιοχή και που απαγορευόταν να το φάνε τα ζωντανά, γιατί ήτανε σκέτο δηλητήριο. Έσφιγγε-άνοιγε, έσφιγγε-άνοιγε τις παλάμες του με ρυθμό μηχανής κι απολάμβανε ο ίδιος τη δουλειά του, όσο και η κατσίκα του! Συχνά-πυκνά του έκαναν ζαβολιές τα γίδια, παρ´ότι ήξερε να τα κουμαντάρει καλά, γιατί όσο νάναι γίδια ήσαντε, ακόμα και σήμερα λέμε άμα θέλουμε να θίξουμε κάποιον ,,ρε γίδι είσαι,,; Η πρώτη ζαβολιά ήτανε που ο Πέτρος γύρισε για μια στιγμή το κεφάλι του ψάχνοντας με τα μάτια του το Νικολό, που η ανάγκη τόνε σήκωσε από την καθίστρα του και ο Θανάσης κιότεψε ν´αρμέγει ταχύτερα για να προκάμουν, και η Καντήλω που στο χαλάρωμα του μαστού της πίστεψε πως τέλεψε η παίδεψή της, δίνει μια καθώς επήγε να φύγει, πάτησε το ένα πόδι της μέσα στη γιομάτη, αφρισμένη καρδάρα με το γάλα και στην προσπάθειά της ν´απεγλωβιστεί ανασκέλωσε την καρδάρα και πήγε καταγής ούλο το φρεσκοαρμεγμένο γάλα! Πού την εύρισκε την ηρεμία εκείνο το παλληκάρι κι ούτε που ένα μάλωμα δεν έκαμε στην Καντήλω, παρά μονάχα τη βάρεσε συμπαραστατικά στα καπούλια της και την έσπρωξε πέρα να χαμουρέψει μέχρι εκείνος να τελέψει με τα υπόλοιπα γίδια!
Αντίθετα ο Παναγιώτης που ήτανε πιότερο ράθυμος, όταν είχε αποπάρει την Ρούσα, εκείνη ευαίσθητη από ράτσα δεν το καταδέχτηκε και του τράβηξε μέσα της ούλο το γάλα, δεν του έδωκε σταγόνα!
Από τη μεριά του Θανάση τα πράγματα ήσαν πιο βατά γιατί οι προβατίνες, φοβιτσιάρες από τη φύση τους στεκόσαντε φρόνιμες, παρεκτός και τους πλήγωνες από άγνοια το μαστάρι. Πολλές ήταν οι βολές που το είχε τούτο καμωμένο ο Νικολός στην Κάλεσια κα τη Βάκρα, στη Λάγια και στη Μπέλα σαν μάθαινε ν´αρμέγει. Και παρά τις ορμήνιες του πατέρα του τη μια βολά μέχρι και αίμα έσταξε από το ζόρι με το οποίο τράβηξε τις θηλές! Τα ζωντανά υπέφεραν κι ο ίδιος, κοτζάμ άντρας το πλέρωσε με σκληρό χαστούκι από το Θανάση το ατόπημα του. Έτσι έμαθε να σέβεται πιότερο τα ζωντανά κι έδωκε προσοχή μεγαλύτερη στην τεχνική του αρμέγματος κι έγινε καλύτερος κι από τον πατέρα του στο άρμεγμα! Αγάπησε τα ζωντανά και τους φερνότανε όπως θα ήθελε να φέρνονται σε κείνον οι γιάλλοι! Οι ξύλινες καρδάρες με τις δόγες και τα παφιλοδεσίματα, γιόμιζαν η μία κατόπιν της άλλης και άδειαζαν σε μεγαλύτερα κάθικα το γάλα χώρια των ,,προβατιώνε,, και χώρια των ,,γιδιώνε,, και είχανε το σκοπό τους. Άμα λάχαινε να είναι η Κατερίνη στα γρέκια ή όποια άλλη από τις τσιούπρες κάνανε ένα καλυντικό κόλπο, που τους το είχε μάθει η νόνα τους, που ήτανε κοκέτα και είχε φρεσκαδούρα (ε)πιδερμίδα! Στα κλεφτά, σαν αστραπή, αρπάζανε με τη χούφτα τους τον αφρό του γάλακτος, του προβατίσιου προπάντων που ήτανε πιο λιπαρό, στρίβανε την πλάτη στους άντρες, ξεμακραίνανε λιγουλάκι και κάνοντας πως σιάζουν τις μαντήλες τους, πασαλείφανε πρόσωπο και λαιμό μέχρι να το ρουφήξει ούλο το λιπαρό υλικό και μετά άντε πιάστες! Όχι πως θα τις εμάλωνε κανένας ζάβαλε, και, στο κονάκι τους ήσαντε, μα εκείνη την εποχή τα ,,έθη,, ήσαντε αλλιώτικα από τα σημερνά και ό,τι τέτοιο έκαμνε η γυναίκα, δεν ήπρεπε να το ξεύρει ο άντρας, για τούτο και λέγανε το πασίγνωστο στους γυναικείους κύκλους της τότενες εποχής, ότι τη γυναίκα, κάλιο είναι, ο άντρας να τη γνωρίζει από τη μέση και κάτω!(Ουυυυυυ)!
Το άρμεγμα είχε πια γίνει παιγνίδι στα πιδέξια χέρια των τεσσάρων αντρών και η Γιωργίτσα που τον περισσότερο καιρό τον πέρναγε και κείνη στα γρέκια, είχε γίνει απαραίτητη ετούτη την εποχή, γιατί στο τυροκόμημα έπρεπε να έχει λόγο. Τρακόσιες οκάδες γάλα δεν ήτανε λίγο πράμα!
Σε σημείο κοντά στο καλύβι είχανε μεγάλες κάδες και βαρέλες ξύλινες. Τους είχανε καλυμμένο τα στόμια με διπλή τσαντήλα και μία-μία καρδάρα που γέμιζε από το άρμεγμα την πήγαιναν εκεί, άδειαζαν το γάλα και το σούρωναν ταυτόχτονα, γιατί μάζευε διάφορα ,,σούραφλα,,… τρίχες, φύλλα, τριβόλια, χωματάκια ή ψιλοχάλικα, καμμιά φορά, κατά λάθος πάντα και κακαράντζες.Τότε γινότανε συχαμερό και πρόσεχαν πολύ να μη συμβεί αυτό. Η Γιωργίτσα ήτανε ιδιότροπη στην καθαριότητα και σαν το γύριζε στο χαρανί για να το ζεστάνει, το σούρωνε και δυο και τρεις βολές ακόμη, μέχρι που την είχανε πάρει ,,στο ψητό,, και λέγανε, σαν την εβλέπανε να το κάνει ετούτο... ,,μας έφαγε και η παστρικοθοδώρα ,,!
Το άρμεγμα όσο φαινόταν διασκεδαστική δουλειά, τόσο δύσκολη και κοπιαστική ήταν! Χρειαζόταν χέρια δυνατά, γνώση και τεχνική! Οι τσοπάνηδες όμως, δεμένοι με τα ζωντανά τους, μάθαιναν εμπειρικά όλα τα κόλπα και όπως ούλες τις δουλειές που η ανάγκη τους επέβαλε να κάνουν, τις μάθαιναν και τις αγαπούσαν κιόλας και διασκέδαση τις 
λόγιαζαν! Πρωί-βράδυ κάθε μέρα, στη γαλακτοπαραγωγική φάση για πέντε ως και οχτώ μήνες αυτή η διαδικασία γινόταν ακατάπαυστα με το χαμόγελο στα χείλη κι αν όχι έτσι,ουλάχιστον αγόγγυστα!
Το ββζζζ-ββζζζ, ο ήχος δηλαδή του αρμέγματος με τις αλλεπάλληλες αρμεχτικές περισταλτικές κινήσεις, που έδιναν τράτο να γεμίζει και ν´αδειάζει το μαστάρι, ήσαν θαρρείς νερόβρυσες με ακατάσχετο ρέντζελο και μάγευε τ´αυτιά των αρμεχτάδων και όποιων βρίσκονταν εκεί κοντά. Δε χαιρόταν όμως μονάχα η ακοή, αλλά και η ματιά. Καθώς έβλεπες το κάτασπρο ασβεστί υγρό να πληθαίνει τραβηξιά, την τραβηξιά και η επιφάνεια φόρτωνε ίσα με τρία δάχτυλα αφρό-καϊμάκι με τις ακανόνιστες φούσκες, σαν εκείνες τις σαπουνόφουσκες που παίζουν τα παιδιά, δεν ήτανε μαγεία μοναχά, ήτανε χάρμα οφθαλμών!
Γάλα, άσπρο κάτασπρο ασβεστί γάλα που έθρεψε μυριάδες ανθρώπους σε δύσκολες εποχές, που άνθρωποι παρ´ότι ζούσαν αποκλειστικά σχεδόν με αυτό, ξεπερνούσαν το προσδόκημο ζωής κατά πολύ και σήμερα λένε πως τα γαλακτοκομικά βλάπτουν τον οργανισμό, έχοντας αυτές τις εμπειρίες έρχομαι να σκεφτώ μήπως τελικά είναι άλλα τα αίτια που τα γαλακτοκομικά προϊόντα πειράζουν τον οργανισμό του σημερινού ανθρώπου; Η γιαγιά π.χ. πέθανε 107 χρονών και τ´αδέρφια της από 90 και μετά, εκτός από την Ελένη που πέθανε νέα και την Ελισσάβετη που πέθανε κι εκείνη νωρίς με αίτιο όμως φοβικό, γιατί την είχαν φοβερίσει πως θα σκότωναν το μοναχογιό της και στην προσπάθειά της να προλάβει το κακό, έτρεχε στα βουνά και στα λαγγάδια χωρίς ανασασμό και ,,έπαθε,, όπως είπανε τότε!
Το γάλα και τα παράγωγά του με μεγάλη θρεπτική αξία, σε μια γεωργοκτηνοτροφική χώρα συνετέλεσε στη συντήρηση και διατήρηση της ζωής σε χρόνους δύσκολους και καιρούς χαλεπούς!
Έθρεψε το ίδιο καλά και την οικογένεια του Θανάση και της Μουντράς ολάκερης καθ´ότι ούλοι τσοπαναραίοι ήσαντε κι ούλοι γαλατάκι με την οκά το πίνανε! 
Η Γιωργίτσα υπεύθυνη στο μέγιστο για την κατανομή του γάλατος έπιασε αμέσως δουλειά! Έπρεπε να το προφυλάξει από τα φίδια, τους σκύλους, τα έντομα, τη ζέστη και ο μόνος τρόπος ήταν όσο γρηγορότερα το τακτοποιούσε, τόσο το καλύτερο!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Το τυροκόμισμα (η πήξη του τυρού, το πήξιμο του τυριού)!

Καταρράχτες ασβέστινου υγρού μοιάζανε τα γαλατοσουρώματα καθώς οι καρδάρες με το γάλα ,,καρσίνταγαν,, επακριβώς το κέντρο της τσαντήλας που έπαιζε το ρόλο σουρωτηριού και καθώς λιγόστευε με το άδειασμα το γάλα, τόσο σήκωνε ψηλότερα την καρδάρα ο κουβαλητής-σουρωτής, έτσι που να διασκεδάζει και το μάτι του, σαν τόσο κόπο έκαμνε σηκώνοντας το βάρος της. Η διανομή του φιλτραρισμένου ασβεστώδους υγρού με το βαρύ άρωμα της πρωτεϊνης να δυσανασχετεί τα ρουθούνια, έφερνε μια δεύτερη φάση ορμητικού, εντονότερου τώρα καταρράκτη με το απότομο γύρισμα σε μικρότερα βεδούρια, αφού προηγουμένως το είχαν ζεστάνει ομοιόμορφα σε φυσική θερμοκρασία. Η πυτιά καλά φυλαγμένη και προστατευμένη σε μικρό ασκί, του ιδιανού του ζωντανού το σταμάχι, επεξεργασμένο κατάλληλα κρεμόταν σε καίριο σημείο και ήταν έτοιμο πρωί βράδυ να προσφέρει τις υπηρεσίες του προκειμένου το γάλα να γίνει τυρί ή γιαούρτι... Από το στομάχι της αρνάδας με την κατάμαυρη μουτσούνα που διατηρούσε γερή δόση πιτιάς, του ενζύμου δηλαδή που συντελούσε στην πήξη του τυρού, έπαιρναν κάθε φορά ένα κομματάκι, ανάλογα με την ποσότητα του προς πήξη γάλακτος, το θρυψάλιαζαν έως κονιορτοποιήσεως και το έριχαν στην ξύλινη καρδάρα,  διαλυμένο σε λίγο γάλα προηγουμένως. Εδώ πολλές καρδάρες στη σειρά καρτέραγαν το πολύτιμο ένζυμο, τις σκέπαζαν με καθαρά πανιά και περίμεναν μέχρι να δράσει το ένζυμο και να πήξει το γάλα. Δε χρειαζόταν να περιμένουν πολύ και είχαν πρακτικό τρόπο δοκιμαστικής της πήξης. Ανασήκωναν το σκέπασμα, πάνινο συνήθως της καρδάρας ή της βεδούρας που φιλοξενούσε το γάλα, ακουμπούσαν τα δυο δάχτυλα του δεξιού χεριού τους, δείκτη και μέσο, στην επιφάνεια και εάν στην αφή έδειχνε σταθερό, στέρεο, έλεγαν ήταν έτοιμο.
Το έπαιρναν τότε, το χάραζαν με την ανοιγμένη σαν πηρούνα παλάμη τους ή με μια ξύλινη μεγάλη πηρούνα, σκίζοντας τη στριγκλιάτα, έτσι έλεγαν το πήγμα, μέχρι να διαχωριστεί σε στερεό μυριοτεμαχισμένο και υγρό, τον ορό του γάλακτος, τον οποίο φύλαγαν στην άκρη προς το παρόν.
Σε ένα καθαρό αγγειό άπλωναν μια τετράγωνη γερή ,,τσαντήλα,, και άδειαζαν μέσα τη κατακερματισμένη ,,στριγκλιάτα,,. Ύστερα έδεναν ανά δύο τις άκρες της τσαντήλας και την κινούσαν ανασηκώνοντας μια προς τα δεξιά πάνω, μια προς τ´αριστερά πάνω, σ´ένα παιγνίδισμα απρόσκοπτης διαδικασίας στραγγίσματος. Και σαν ο πολύς ορός είχε διαχωριστεί από τον κυρίως τυρόν, πιάνανε αγκαλιαστά τ´αντικρυστά δεσίματα της τσαντήλας και την κρέμαγαν από μια διχάλα ή από ένα τσιγκέλι σε ασφαλές σημείο μόνιμο και προκαθορισμένο για να ολοκληρωθεί το στράγγισμα. Από κάτω τοποθετούσαν ένα ´γγειό να μην πάει χαμένος όσος ορός ήταν ακόμα στο πήγμα, καθώς τώρα πλέον στράγγιζε με αργό ρυθμό και χρειάζονταν κάμποσες ώρες για το συγκεκριμμένο σκοπό. Η δοκιμή για το τέλειο στράγγισμα πάλι με το δάχτυλο γινόταν, εμπειρικά! Το ακουμπούσαν στην κρεμασμένη τσαντήλα κι αν ήταν σκληρό και δε στράγγιζε άλλα υγρά σήμαινε πως ήταν έτοιμο το τυρί στην αρχική του φάση. Η τσαντήλα αποκαθηλωνόταν με ιερότητα χρέους. Την
ακουμπούσαν σε σταθερό υπόβαθρο, έλυναν την τσαντήλα και ένας όγκος στρογγυλός με συμπιεσμένη την κεφαλή του σε πολύπτυχο λαιμό σα να ´τανε τσακισμένο ξύλο με δύναμη σε προσπάθεια αποδόμησής του! Αυτό τον στραγγισμένο όγκο τον λέγανε ,,μουρσέλα,,! Τέτοιες εικόνες αντίκρυζες τουλάχιστον δέκα στη σειρά στη στάνη του Θανάση! Ολόγιομες, λαχταριστές, φιγουράτες! Μια διαδικασία εναλλαγών που τελειωμό δεν είχαν! Έπαιρναν τη ,,μουρσέλα,, την χάραζαν σε οριζόντιες φέτες, εξ´ού και φέτα η ονομασία του τυριού, πάχους δύο δαχτύλων περίπου και τις ,,πάστωναν,, με μπόλικο χοντρό αλάτι. Μετά τις αράδιαζαν στη βαρέλα αλατισμένες, να κολυμπούν μέσα στην άλμη τους και σφηνωμένο και 
καλοκλεισμένο το ξυλοβάρελο με τις παφιλένιες ,,δόγες,, αγκάλιαζε μητρικά τον τυρένιο θησαυρό με την υπόσχεση στο νοικοκύρη ότι θα του φτιάξει την καλύτερη φέτα, το άφηνε να ωριμάσει, να σφίξει. Όταν ,,είχε ψηθεί,, το τυρί από το αλάτι που ήταν και αποστειρωτικό, άδειαζαν το τυρόγαλα μέσα στο οποίο είχε ψηθεί, το ξέπλεναν να φύγει το περιττό αλάτι και το πόστιαζαν σφιχτά και χωρίς κενά στη βαρέλα μέχρι επάνω! Ύστερα έριχναν από πάνω βρασμένο και κρυωμένο φρέσκο γάλα για να καλύψει τυχόν κενά και να το γλυκάνει. Το βαρέλι διέθετε πολλή υπομονή, γιατί έμενε έτσι ,,να ψηθεί,, το τυρί αρκετούς μήνες! Τότε ήταν έτοιμο για κατανάλωση! Είχε φτάσει στην τελική του φάση! 
Η Γιωργίτσα αποφάσιζε πόσο από το ψημένο τυρί που είχε και διατηρεί ακόμα και σήμερα την ονομασία ,,φέτα,, θα βάσταγε για κατανάλωση στο σπίτι μέχρι να βγει το καινούργιο της επόμενης χρονιάς και το υπόλοιπο κανόνιζε ο Θανάσης αν θα το πουλούσε στο παζάρι της Ζούρτσας ή της Αντρίτσαινας ή κατ´ευθείαν σε χοντρέμπορα. Με τα χρήματα που θα εισέπραττε από την πώληση ,,είχανε πολλές πορειές να κλείσουν,,! Πρώτα θα βάσταγαν ένα γερό κόμπο για το γλέντι το νυφιάτικο που χρωστάγανε στην Κατερίνη όταν θα ´ρχόταν ο Γιώργης με τους συγγενείς του και τους συμπεθέρους να την πάρουν στο σπίτι τους στη Μοφκίτσα.
Στερνά θα λογάριαζαν για υφαντικά πόμεναν ακόμα καμπόσα πάνινα σκουτιά να γένουν. Και για άλλες συναλλαγές, που δεν εγένοντο με είδος αλλά με χρήμα.
Το άνοιγμα του σπιτοβάρελου με το τυρί ήταν μια απολαυστική λιγουριάρικη διαδικασία που δεν ήταν εύκολη. Ήθελε υπομονή και επιδεξιότητα! Έπαιρναν ένα σίδερο με λεία λεπτή άκρη, το ακουμπούσαν πάνω στο πρώτο επάνω παφιλοστέφανο της δόγας και με κινήσεις τσιν-τσιν ολοτρόγυρα ,,έντωναν,, ,χαλάρωναν το στεφάνι, ώστε να μπορούν ν´ανοίξουν εύκολα το καπάκι που βάσταγε αεροστεγώς κλεισμένο το βαρέλι. Αυτό αν ήθελαν ν´αφαιρέσουν αρκετή ποσότητα τυρού φέτας. Και εννοείται το ξαναέκλειναν κάνοντας τις αντίθετες κινήσεις από κάτω προς τα επάνω μέχρι να σφηνώσει καλά το καπάκι. Αν ήθελαν μικρή ποσότητα, το βαρέλι στην επιφάνειά του είχε μια ξύλινη πορτούλα ημικύκλιο, που σφράγιζε ακριβώς. Με κολπάκι την άνοιγαν, τραβούσαν μια μικρή ,,μουσελίτσα,, για το καθημερινό τους φαγητό και για μία δυο μέρες ακόμα και συμπλήρωναν με βρασμένο γάλα το άδειασμα για να μην παίρνει αέρα το βαρέλι και μουχλιάσει το τυρί! Πολλές φορές, επειδή όταν άνοιγε το βαρέλι ήταν αδύνατο να μη μπάσει αέρα, το κουκούλωναν με λάδι για αεροστεγές κλείσιμο. Τα πράγματα ήσαν ευκολότερα, και αυτό ως επί το πλείστον έκανε ο Θανάσης, όταν έβαζαν και φύλαγαν το τυρί σε ασκιά. Τα ασκιά ήσαν τομάρια τράγων ή κριαριών, για να είναι γερά ή και κατσικιών ακόμα αν ήθελαν μικρότερα και δε χρειάζονταν πολλές μετακινήσεις στα οποία κατόπιν ειδικής επεξεργασίας έβαζαν μέσα και διατηρούσαν το τυρί, το κρασί, το λάδι τους και ό,τι άλλο.
Τους καλοκαιρινούς μήνες εμβάπτιζαν συχνά και για αρκετό διάστημα τα βαρέλια μέσα σε πηγάδια που είχαν δροσερό νερό ή σε δροσοπηγές από κάτω, σε κάνταλους και σε καθάρια ρέματα ή σε δροσερά υπόγεια, για να διατηρήσει το τυρί τη φρεσκάδα του και ,,να μη φουγιάσει,, κάθ´ότι υπερευαίσθητο προϊόν και η απώλειά του θα τους κόστιζε τους κόπους και τις θυσίες μιας χρονιάς. Προσέχανε λοιπόν για να έχουνε! Δε ήσαν όμως λίγες οι φορές που πότε για πλάκα οι χωρατατζήδες, είτε στ´αλήθεια αληθινοί κλέφτες που είχαν ακουστά ή ψαχούλευαν τις φεγγαρόφωτες νύχτες τα πηγάδια, τους κλέβανε τα βαρέλια με το τυρί και τότε τα πράγματα ήσαντε για κλάματα! Συνήθως σεβόταν ο ένας του άλλου το βιος και υπήρχε εμπιστοσύνη και αλληλοβοήθεια και προστασία. 
Ωραιότερο άρωμα, βουτυρένιο και βελούδινη όψη έβλεπε κανείς μονάχα στις άβγαλτες παρθένες, ειδάλλως αν τέτοιες δεν είχες ποτέ σου συναντήσει στο δρόμο σου και στη ζωή σου, το ωριμασμένο ολόδροσο βαρελότυρο ή το τουλουμοτύρι σου το πρόσφεραν το θέαμα και τη γεύση χωρίς τσιγκουνιές! Και καθώς ανασήκωνε η Γιωργίτσα τη μουρσέλα και την ,,έσκαζε,, με τα χέρια της, όπως ακριβώς έκανε με την μπροστοκουλούρα στον ξυλόφουρνο που μοιραζόταν στην οικογένεια κι όσους λάχαινε να βρίσκονται εκείνη την ώρα εκεί, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες για να φτειάξει την τυρόπιτα ή να τρίψει πάνω τα χλωροφάσουλα ή στη χωριάτικη σαλάτα ή ακόμα-ακόμα να το χώσει μέσα στην ,,μπροστοκουλούρα,, αν δεν υπήρχε διαθέσιμη τσιγαρίδα, ξεχώριζες μέσα στις τρύπες της ωρίμανσης να γυαλίζει το βούτυρο και να στάζει δάκρυ ευχαρίστησης και ικανοποίησης, σημάδι ποιοτικής σοδειάς μαζί με το άρωμα και το χρώμα του! Η φρεσκάδα, η νοστιμάδα, το άρωμα αποζημείωναν για τον πολύ του κόπο!
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο έπηζαν σε τυρί και το κατσικίσιο γάλα, το γιδίσιο! Η διαφορά ήταν στη γεύση και στην λιπαρότητα. Το γιδίσιο τυρί είχε μια υπόξινη επίγευση και μολονότι είναι πιο υγιεινό γιατί έχει λιγότερα λιπαρά δε συγκρίνεται σε γεύση με τη προβατίσια φέτα. Στη στρούγκα του Θανάση τις περισσότερες φορές μπέρδευαν τα δυο γάλατα ανάλογα με το ποιο τυρί είχε τη μεγαλύτερη ξόδεψη. Υπερίσχυε η γεύση του πρόβειου που ήταν πιο βαρειά κι αλάφρωνε κιόλας με το γιδίσιο η βαρύτητα του πρόβειου.
Αλλά πολλοί ήσαν εκείνοι που προτιμούσαν από εκείνα τα χρόνια το αυτούσιο γίδινο τυρί.
Άλλα τυριά δεν έκαναν στη στρούγκα του Θανάση! Έκαναν όμως ανθότυρο, μυζήθρα δηλαδή και έπηζαν γιαούρτι!
Με το φρεσκοστραγγισμένο τυρί, τη στριγκλιάτα δηλαδή την καλοστραγγισμένη η Γιωργίτσα και οι κόρες της έφτιαχναν μια πίτα στο άψε-σβήσε! Η Κατερίνη άναβε το φούρνο, η Τριαντάφυλλη έτρεχε για φρέσκα μάραθα, η Ελισσάβετη μάζευε από τη φωλιά ολόφρεσκα αυγά, η Γιωργίτσα είχε ήδη τραβήξει μπροστά της τη μεγάλη πήλινη ,,κουρούπα,, ,είχε αδειάσει μέσα της μια τσαντήλα στραγγισμένη στριγκλιάτα, φρέσκο τυρί φέτα δηλαδή, μια χούφτα αλεύρι, λίγο αλάτι, λίγο λάδι, μπόλικο ψιλοκομμένο μάραθο, πιπέρι ή και καθόλου αν δεν υπήρχε στο σπίτι, καμμιά δεκαριά ολόφρεσκα αυγά ελαφρά χτυπημένα, ένα γερό ανακάτεμα, έτοιμο το υλικό!
Έπαιρνε ένα θεριακωμένο ταψί, πενηντάρι θάτανε σε μέγεθος, ήτανε και το μόνο χαλκωματένιο ρηχό που υπήρχε στο σπίτι από την προίκα της, το άλειβε ατσιγκούνευτα με λάδι, πασπάλιζε αλεύρι, σιμιγδάλι ή καλαμποκάλευρο ή και τα τρία μερικές φορές για να κάμει κρούστα τραγανή η πίτα και να ρουφιούνται τα υγρά, άδειαζε μέσα στην ανυπόμονη αγκάλη του το περιεχόμενο της κουρούπας, το άπλωνε να πάει παντού, το ίσιωνε, άλειβε και την επιφάνεια με μπόλικο λάδι και φούρνιζε την πίτα! Την άφηνε να καλοψηθεί, να ροδίσει και να κρουστιάσει και μοσκοβόλαγε ο τόπος από το βούτυρο που ξέρναγε ο φρέσκος τυρός και τους τρέχανε τα σάλια μέχρι να βγει από το φούρνο και να μισοκρυώσει για να τη φάνε. Την τρώγανε σα φρούτο και σαν φαγητό οποιαδήποτε στιγμή το πεθυμάγανε! Ήτανε τούτο το έδεσμα προνομιακή πολυτέλεια των τσοπαναραίων, γιατί αν το σκεφτείτε σήμερα είναι ένα πολυέξοδο φαγάκι αν αγοράσεις όλα του τα υλικά! Εκείνοι όμως τα είχαν όλα δικά τους και τους έπεφτε χάρισμα!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ

Ανθότυρος -μυζήθρα!

Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο στα γρέκια των τσοπάνηδων, ούτε και στου Θανάση! Η στριγκλιάτα στράγγιζε με την ησυχία της και το υγρό που στράγγιζε, το τυρόγαλο είχε μακρύ προορισμό και δρόμο ,,,,,,ανθηρό!
Η Γιωργίτσα μάζεψε ούλα τα τυρόγαλα από τις βεδούρες και τα διπλοστράγγιξε μέσα στο λεβέτι της στρούγκας, που ήτανε απάνου στα κακαβολίθια, καλογανωμένο πάντα, κι αυτό εξαρτιόταν από την κάθε νοικοκυρά για το πόσο παστρικά θα είναι τα,,κάθικά,,της! Υπήρχανε οι παστρικές σαν τη Γιωργίτσα και οι ,,πατσαβούρες,, άσε να μη λέμε ετώρανες ονόματα...! Η φωτιά αναμμένη από νωρίς για να έχει πέσει θράκα, γιατί δεν έπρεπε να σηκώνονται στον αέρα ξυλοκαϊδια ζοριζόταν μέσα στα φλογισμένα στήθια της κι άνοιξε το μπούστο της να δροσιστεί μια στάλα κρύβοντας τη φλογισμένη της ύπαρξη στης καμμένης της υπόστασης τη γκριζωπή βελούδινη σταχτένια επικάλυψη, μα η Γιωργίτσα κατέφθασε με μια καρδάρα γιομάτη γάλα, το ´ριξε και κείνο μέσα στο τυρόγαλο, συδαύλισε τη φωτιά, ακούμπησε στο μεγάλο ψηλό με πλατειά επιφάνεια κοτρόνι, που συχνά, όπως τώρα, έκανε χρέη τραπεζιού, τη ,,γκεβγκήρα,, και την κούπα με το ξινό, δυο λεϊμόνια ολόκληρα έστιψε για την καζανούρα ετούτη, δεν εβγάνανε τα σκασμένα και πολύ ζουμί, ήσαντε κάτι ,,βορβολίθια ,, ξεμεινεμένα απάνου στη λεϊμονιά και σε λίγου δεν θα είχε ούτε ,,φαΐ να ξινίσει,, ούτε ,,μυντζήθρα,, να ,,ρεντίσει,,! Ας ήτανε καλά το ξίδι από τ´άσπρα σταφύλια, που είχε ολόκληρο αμπέλι κάτου στον κάμπο ο αδερφός της ο Μιχελής και την επρομήθευε κάθε χρόνο από δυο πεντακοσιάρες. Δεν τον άφηνε κι εκείνη έτσι! Βαρέλες τα τυριά, οι μυζήρες, και τα γεργούτια, πλούσια και ´κείνα! Αδερφός ήτανε και τον επόναε η Γιωργίτσα και δεν το εμέτραγε στο επακριβώς το φίλεμά της, ήτανε ,,μπρούκλισσα,, στα φιλέματα ή που θα ´δινε ή που δεν θα τ´άπλωνε διόλου το χέρι της! 
Τη φωτιά την ήθελε σιγανή, τραγουδιστή, να μην της αρπάξει στον πάτο το γάλα στο χαρανί, μα συνετή και σταθερή και κείνη με μια μεγάλη ψηλόχερη ξύλινη φτυαρίτσα, που δεν ήτανε κουτάλα ακριβώς ,ανακάτευε αργά-αργά με σίγουρες, γνωστικές ακατάπαυστα επαναλαμβανόμενες ομοιόμορφες κινήσεις, μέχρι που εκείνο αποφάσισε ν´αφρίσει και κείνη πάραυτα το ράντισε σ´ούλη την επιφάνεια με το ξινό, αυτομάτως ,,εχαμπήλωσε,, τη φωτιά εντελώς, τραβώντας την όξω από τα κακαβολίθια κι άφηκε για λίγο ήσυχο το χαρανί μέχρι που είδε ,,να κόβει,, το γάλα και ν´ανεβαίνει στην επιφάνεια ένας κάτασπρος ανθός που ήτανε σα να ´βλεπες κεφάλια από κουνουπίδι στην επιφάνεια και δεν ήτανε ετούτο τίποτις άλλο από κείνο που λένε καζεϊνη και ορό γάλακτος, που ετούτα φυσικά δεν τα ήξευρε η Γιωργίτσα να τα φωνεί, μήτε και της ήσαντε χρειαζούμενα, εκείνη τα ήξευρε ούλα με την πράξη όχι με τα λό(γ)ια. Το χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στα χείλη της εδήλωσε την τρανή της ικανοποίγηση για την πετυχιά της να βγάλει ανθότυρο μπόλικο κι αφράτο σα χιόνι, γιατί δεν ήσαντε λίγες οι φορές που άσκετες με το τυροκόμισμα, που όμως ηθέλανε να το παίξουνε νοικοκυράδες, επειδή τους εξέφευγε η στιγμή ή που έπρεπε να σταματήσουν τη φωτιά και να ραντίσουν με το ξινό, παίρνανε ,,μούφαρα,, κι όχι τυρόπηγμα! Απλό μεν, αλλά τα πιο απλά είναι και τα πιο δύσκολα, γιατί δεν υπολογίζεις τη δυσκολιά τους. Δίπλα της σχεδόν είχε από πριν σε μια σειρά βεδούρες απλωμένα απάνου τους τσαντήλια. Πήρε η Γιωργίτσα τη γκεβγήρα και τάκα-τάκα μοίρασε τον άνθινο θησαυρό! Δέκα στη σειρά, πότε τις εγιόμισε ούλες σα να είχε υπολογισμένο επακριβώς και το παραμικρό φουντάκι ανθότυρου και τις άφηκε να στραγγίξουν καλά αφού πρώτα έδεσε τις άκρες των τσαντηλών και μία-μία τις εκρέμασε στα τσιγκέλια με τις βεδούρες τους η κάθε μια από κάτου της να στραγγίξουν καλά. Και σαν η τελευταία σταγόνα χαιρέτισε υποκλινόμενη την τσαντήλα, η Γιωργίτσα, που είχε τελέψει με το πλύσιμο του χαρανιού, φιλεύτηκε μια φούντα ανθό, που είχε κατακαθίσει στο πάτο του κι ανάλαβε δράση! Κατέβαζε μίνια-μίνια τις τσαντήλες, τις επλάκωνε να πάρουνε σκήμα πλακουτσό, από ολοστρόγγυλο που ήτανε, έδενε σφιχτά το λαιμό τους, πολύ σφιχτά, ώστε ν´ασφυκτιούν και να μην παίρνουνε ,,μπήτι,, ανάσα, για να μη μείνει διόλου μέσα τους υγρό και τις ξανακρέμασε να στεγνώνουν και να διατηρήσουν έτσι το σχήμα που τους έδωκε. Μια φιγούρα από νυφοστόλιστες κρεμάμενες κεφαλές παρήλαυναν στην αράδα στων ματιών της Γιωργίτσας και των άλλων το βέβηλο ,,τήραμα,, διατηρώντας την αρχοντιά και την περηφάνεια των παρθένων που θυσιάστηκαν μεν για χάρη κάποιων, δοξάστηκαν δε στο όνομα της φρεσκάδας και της νοστιμάδας τους!
Σαν εστράγγιξαν για τα καλά, τις εκατέβασε ,,πάλαι,, μία-μία, έβαλε στην άκρη μία-δυό να τις φάνε σαν ανθότυρο χλωρές και φρέσκιες κι άρενε πολύ σ´ούλους το άτιμο που σν ριλχα Ε και ζαλχαρη να τις κουκουλώνσνε μέλας ηλταν γλύκισμα εκ πεποιθήσεως άριστο, και τις άλλες τις επάστωσε με χοντρό αλάτι ,που είχε μπόλικο προμηθευτεί από το μονοπώλιο της Ζούρτσας για το σκοπό αυτό. Το αλάτι θα τις εσυντηρούσε και θα τις έψηνε μαζί με τον αέρα, ώστε να διατηρηθούν για πολύ καιρό για τις ανάγκες της οικογένειας και για πούλημα.
Είχε σκισμένο χασεδένιες λουρίδες από το βηλάρι που είχε αγορασμένο για νυφοσέντονα πιότερο από ενός δαχτύλου φάρδος και μακρύ όσο χρειαζόταν να δέσει σταυρωτά τις μουρσέλες που τους εδώκανε αυτή τη φορά το όνομα ,,μυντζήθρα,, και να περσεύουνε κιόλας, ώστε να γίνει μια θηλειά να τις κρεμάσουνε αργότερα για να ξεραθούν καλά στον αέρα. Προς το παρόν τις αράδιασε ούλες κεφαλοδεμένες απάνου σε μια σανίδα κρεμασμένη από το πάτερο και τις εγυρνόφερνε κάθε μέρα να μη μου λιαλδουν από τη μεριά που ακουμπάγανε στη σανίδα και, που για προφύλαξη από τα τρωκτικά, είχε κρεμάσει αφάνες και ασφάλαχτους.
Η μια μουρσέλα ανθότυρο θα γινότανε όπου να ´ταν θυσία στα στομάχια των αντρώνε που γυρίζανε για στάλο το κοπάδι, ή άλλη θα πήγαινε στο χωριό το βράδυ που θα κατέβαινε ο Πετρής για κάποιο θέλημα παραγγελιά του πατέρα του του Θανάση και οι πολλές απολάμβαναν την κούνια τους απάνω στη σανίδα σα μωρά στην αράδα σε μαιευτήριο πολυτελείας μοναδικό, ιδιαίτερο, που νανουρίζονταν από τα τσιντζίρια την ημέρα και τα τριζόνια τη νύχτα, που τις χάιδευε τ´αγέρι του βουνού, σαν διάπλατα ανοιχτή ήτανε η πόρτα και τα παραθύρια της καλύβας και τις εχρύσιζαν κλεφτά οι παραστρατημένες ηλιαχτίδες που διαπερνούσαν τα φυλλώματα των δέντρων και τις κακοτεχνίες της σκεπής και των παραθυριών τις χαραμάδες και τις έκραζαν σ´ένα φιλόξενο καλωσόρισμα
  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ανθότυρο (β)- Τυρόγαλο-Φιλοξενία!

Σαν ερχόταν η ώρα να γευτούν τον ανθό του τυριού ο ουρανίσκος δεχόταν απανωτά ξερογλειψίματα και η έκκριση σιέλου ήταν αναπόφευκτη. Στη τσρούγκα το μουρσελίκι το ,,χαπακώσανε,, ,,στο φυτίλι,, και...να ήταν κι άλλο... Η εξοχή ανοίγει την όρεξη και οι τσοπαναραίοι κοτζάμ άντρουλες, να θρέψουν μια σωματάρα καλογυμνασμένη από το πολύ πιλάλημα μέσα στην ημέρα ήθελαν και μπόλικο φαϊ. Είχανε μάθει να τρώνε ανεπεξέργαστα τα τυροκομικά τους και προτού μάλιστα φτιάξουν το τυρόγαλο, που έβγαινε από την πήξη του τυριού φέτα και του ανθότυρου-μυζήθρας, συνήθιζαν να πίνουν από ένα κουρουπάκι ο καθένας, έτσι για να δροσίζεται τ´άντερό τους και να το προετοιμάζουν να δεχτεί τη στερεά τροφή. Πολλές φορές τύχαινε να μένουν ολημερίς με το τυρόγαλο ,,πατσανιασμένο,, με παξιμάδια. Μπόλικα από τούτα έβρισκες στη μεγάλη πλεχτή καλαμόκοφα που βρισκόταν στο κέντρο του τοίχου της καλύβας πάνω σ´ένα ξύλινο βάθρο για σχετική προφύλαξη από ζουζούνια και τρωκτικά και πάντα σκεπασμένη με το επίσης καλαμόπλεκτο καπάκι της με στεφάνια διακοσμητικά και στρεωτικά από λυγιόκλαρες, όπως άλλωστε τέτοια στεφάνια υπήρχαν και στο κυρίως σώμα της κόφας. Μια μεγαλύτερη πανομοιότυπη δίπλα φιλοξενούσε τα καρβέλια με το ψωμί και στην έλλειψή του τα παξιμάδια πρόσφεραν τη σωτήρια λύση. Πίστευαν μάλιστα πως η καθημερνή χρήση του τυρόγαλου, είτε σαν ρόφημα σκέτο, είτε σαν φαγητό με το ψωμί ,,τους κράταγε,, χωρίς να πεινάνε και οι γεροντότεροι λέγανε προτρεπτικά στους νέους πως είναι ,,το πιοτό της ζωής,,! Κι όσοι το έπιναν και δυο και τρεις φορές τη μέρα είχανε μακροζωΐα κι ας μην ετρώγανε τόση μεγάλη ποικιλία από άλλα φαγιά. Το ανθότυρο που και αυτό το λέγανε μυντζήθρα, το κομματιάζανε σε φέτες και σκέτο ή με ψωμάκι το τρώγανε γλυκό ή αλατισμένο χωρίς πολλά 
μπιχλιμπιδιάσματα. Ούτε πίτες είχα ακούσει τη νόνα να λέει ότι φτιάχνανε με το ανθότυρο. Τρώγανε ό,τι τρώγανε όσο ήτανε χλωρό και τ´άλλο πήγαινε για ξερή μυζήθρα.
Η Γιωργίτσα σπάνια θα έχυνε καταγής τυρόγαλο χωρίς να το διπλοβράσει! Έβανε το τυρόγαλο που στράγγαγε από το ανθότυρο πάλαι στη φωτιά, συμπλήρωνε λίγο γαλατάκι κι έβγαζε κι άλλο ανθότυρο, αφού πάντα το ράντιζε με χυμό λεμονιού που το προτίμαγε από το ασπρόξυδο, γιατί καθώς έλεγε ,,άλλη η γεύση του ξινού,,. Κι άλλο ανθότυρο κι άλλη μυζήθρα και συνήθως αυτή τη δεύτερη παραγωγή έτρωγε η οικογένεια χλωρή. Ξερή έτρωγε μπόλικη στα μακαρούνια κυρίως, που τα κουκουλώνανε με μπόλικη μυζήθρα παραγωγής τους και τα ,,τσιουφρίζανε,, με μπόλικο καμμένο βούτυρο και τότε το πιάτο ανάβραζε κι άχνιζε καμμένο κι απόχταγε το χρώμα της ροδοψημένης τερακόττας, που ήτανε τόσο ταιριαστή στα γούστα ολουνών! Σκέτα ή με ,,κόκκορη,, η μυζήθρα ήταν ο απαραίτητος συνοδός. 
Η Γιωργίτσα επίσης που συνήθως ετυροκόμαε, αλλά στην έλλειψή της ούλοι γνωρίζανε και το έκαμναν, δεν ,,έχιουνε,, ποτέ το υπολείμμα καταγής. Το έδινε στα γουρούνια ή και στα σκυλιά, που ,,έλαφταν,, ευχαριστημένα το πολύτιμο υγρό. Αν καμμιά φορά πέρσευε και δεν το έπιναν άνθρωποι και ζώα, ποτέ δεν το έχυνε στο χώμα, αλλά ξέμακρα απάνου σε κάτι κοτρώνια και το ρουφάγανε τα λιγοστά χορταρούδια που είχανε φυτρώσει ολόγυρά τους. Λυπότανε ακόμα κι αυτά τα λιγοστά χορταράκια, αλλά όπως της είχανε ειπεί οι παλαιότεροι δεν έκανε να το ,,χιούνει,, χάμω το υγρό από το τυρί γιατί κάνει ζημιά στον τόπο, ,,είναι σκέτο δηλητήριο για τον τόπο,, έλεγε και τούτο δεν το είχανε κι ούλοι προσέξει και το έκαναν το λάθος να το χύνουν καταγής και παρ´ότι βλέπανε πως χάνουνται τα χορτάτια το θεωρούσαν φυσικό. Η Γιωργίτσα το σκόρπαγε το μυστικό, γιατί απ´ότι φαίνεται ήτανε οικολόγα, αν κι εγώ πιστεύω πως ήτανε πιότερο παστρικιά και λιγότερο ήξερε από οικολογία, αν και ,,δε βάνω το χέρι μου στο ευαγγέλιο για τούτο,,! Οι άνθρωποι παρατηρούσαν τα πάντα. Τώρα πώς έκανε καλό στους ίδιους και του χρωστούσανε κιόλας τη μακροζωΐα τους καθώς έλεγαν και πώς έβλαπτε τη γης δεν ηξεύρω. Μπορεί στο εγγύς μέλλον να μας δώκουν ερμηνεία οι επιστήμονες!
Τα κορίτσια όμως που τους το κουβάλησε το βράδυ η Γιωργίτσα από τα γρέκια μαζί με το ανθότυρο και το καρτερούσανε με λαχτάρα κιόλανε, ποτέ δεν ,,το βαριόσαντε,, , ηξέρανε κάτι κολπάκια που τους τα είχε μαθημένα τελευταία μια Αθηναία φιλενάδα τους, που ´ρχότανε τα καλοκαίρια στη Μουντρά στους συγγενείς της κι έμενε από τ´Αγιοκωσταντίνου ίσιαμε το Δεκαπενταύγουστο. Είχανε σπασμένο καρύδια, ανοίξανε ένα βαζάκι μέλι που τους το κέρασε η Αθηναία φίλη τους με ένα από τ´ασημένια κουταλάκια μέσα κι έγραφε απάνου ,,μέλι Υμηττού,,, όχι, όχι δεν το διαβάσανε δαύτες, τους το είπε η Μαγδαληνή, για δε γνωρίζανε γράμματα, δε συνηθιζόταν να στέλνουνε οι γονιοί τις τσιούπρες στο σκολειό, ειδικά στα χωριά εκείνη την εποχή, γιατί θα εγινώσαντε ,,πουτάνες,,, άκουσον, άκουσον πνεύμα που πούλαγε η εποχή για να έχουνε καλές και πολλές υπηρέτριες τα σπιτικά, αν και αν ήσαντε έξυπνες, οι κοινωνίες εννοώ, δεν θα ήσαντε μικρόψυχες, αφού ούτως ή άλλως και τότε και τώρα και πάντοτε οι καλύτερες σε αυτόν τον τομέα ήσαν οι γυναίκες και μάλιστα ιδιαίτερα μεγαλόψυχες. Αφού είναι στη φύση τους,την αλλάζει κανείς εύκολα τη φύση του; Τώρα μονάχα γίνεται αυτό. Όχι, όχι ο φόβος που είχε δημιουργήσει η κοινωνία για την προστασία της παρθενίας με την αφύσικη συμπεριφορά της απέναντι στις γυναίκες, αυτό ήτανε το ζητούμενο και το πασσάρισμά της το αγοραπωλησιακό, που εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της και έκανε και τους άμοιρους τους άντρες να πιστεύουν τόσο πολύ σ´έναν αφύσικο θεσμό που τους έδινε εξουσία. Και μόνο αν κακοποιούσαν τη γυναίκα οι περισσότεροι φαντάζουνταν το αντριλίκι τους και το εγώ τους ικανοποιημένο. Ευτυχώς που η Κατερίνη και οι αδερφές της δεν είχανε τη στενή εποπτεία του αντρικού πληθυσμού της οικίας γιατί τον περσσότερο καιρό την έβγαζαν απάνου στα Τρελάγκαθα βόσκοντας τα πρόβατα και τυροκομώντας και βάζοντας χρόνους στη ζωή τους, κι έτσι τα κορίτσια είχανε σχετική ελευτερία, πλην όμως δεν τους εβάσταγε να ξεστρατήσουν, τους το είχανε τούτο περασμένο στο DNA τους, αλλά κάνανε λεύτερα παρέα με γυναίκες, ακόμα και με ξένες όπως η Μαγδαληνή η Αθηναία! Μιας λοιπόν και θα έφερνε η μάνα τους ανθότυρο το βράδυ την εκαλέσανε να το γευτεί, αφού είχε εκφράσει κιόλας την επιθυμία.
Η Κατερίνη έστρωσε την καθαρή μεσάλα στο σοφρά, εκείνη την υφαντή με τις μπλε, κόκκινες και πράσινες μονόκλωνες ρίγες, κι όχι στο τραπέζι στη σάλα, έτσι ήθελε η Μαγδαληνή, να νιώσει λιγουλάκι χωριάτα κι έβαλε απάνου φρεσκοζυμωμένο ψωμί που έλαχε να έχουνε τοιμάσει εσήμερις, ένα κουρουπάκι με καρύδια σπασμένα και το φιλεμένο μέλι. Δεν ηξεύρω γιατί έβαλε και ελιές! Από κεφαλιού της; Καθ´υπόδειξη; Θα σας γελάσω! Έβαλε στο σοφρά τα πιάτα αδειανά με από ένα πηρούνι δίπλα στον καθένανε, μια μεγάλη φέτα ψωμί, τις κούπες για το νερό ή το τυρόγαλο για όποιονε ήθελε και τούτο θα ήτανε ούλο κι ούλο το δείπνο. Α, έβαλε και μπόλικο ψωμί σε μια γαβάθα αντί για πανεράκι, μπας και κανένας ήθελε να πάρει και δεύτερη φέτα. Όχι γιατί η Μαγδαληνή δεν ήθελε να τις κουράσει, ήξερε πως ήσαν άξιες και περήφανες και προκομένες, απλά ήθελε να βιώσει τις χωριάτικες λιτές συνήθειες ακόμα και στο φαγητό. Συνήθως το οποιοδήποτε φαγητό ,,κενονόταν,, κατ´ευθείαν στα πιάτα που τ´ακουμπούσαν μπροστά στον καθένα. Αποσπερού αλλάξανε οι συνήθειες! Μάλλον της Μαγδαληνής πρέπει να ήτανε η υπόδειξη, γιατί από την αγάπη που τους είχε, ήθελε να μαθαίνουν καινούργια πράματα. Εβάλανε το ανθότυρο σε μια πιατέλα από κείνες που βάζανε το γλυκό, γιατί εκείνες του καινούργιου σερβίτσιου, που ήτανε για τους ξένους, δυστυχώς τις είχε σπάσει από απροσεξία η υπηρέτρια, σκέφτηκε η Κατερίνη και γλυκοχάραξε μειδίαμα στο ολοστρόγγυλο παρθενικό πρόσωπό της. Χαράξανε τη μουρσέλα σε φέτες κι αφήκανε το μαχαίρι εκεί που είχε σταματήσει το χάραγμα. Αργότερα, όταν το κουβεντιάζανε με τις άλλες φιλενάδες τους ελέγανε τέτοια κι άλλα κουλά:
-Καλέ, πότες μας ήρθατε από τα Παρίσια;
-Από τας Αθήνας ήρθαμε κυρά μου, έλεγε η Τριαντάφυλλη και ξεκαρδίζουνταν στα γέλια!
Το αποψινό πάντως λιτό, φιλόξενο δείπνο χαροποίησε τα μέγιστα τη Μαγδαληνή, η οποία έμαθε κι άλλες πολιτιάνικες συνήθειες στα κορίτσια.
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

Το ξινόγαλο!

Μια ξύλινη βεδουρίτσα δογόκτιστη και σφιχταγκαλιασμένη από τα τσιγκοστέφανα και το τσιγκελοκρέμαστο χερούλι της κρεμόταν σε καθημερινή βάση κοντόγιομη με γάλα αρμεχτιάτικο και σκεπασμένη με μια ψιλή τυροτσαντήλα, ενίοτε μ´ένα τουβαλίθι αναφουφουλιαστό και μια κονταρίτσα διαγώνια ακουμπισμένα απάνω του, εγκυμονούσε για χρόνια ολάκαιρα του έρωτά της τον πολύτιμο καρπό, μιας και την υποχρέωναν οι άνθρωποι σε τούτη τη διαπίστωση πως σε κάθε γέννα έβγανε όλο κι ομορφότερα παιδιά, κι εκείνη από το βουτυρόσπορο π´ακούμπαγε ολοένα και πιότερο απάνω της και τον ρουφούσε στα σωθικά της, αφού διαπίστωνε πως λειτουργούσε σαν ελιξίριο νεότητας, γινόταν ολοένα πιο βελούδινη με τον βουτυρένιο της αφρό, τους χρωστούσε κι ευγνωμοσύνη για την προτίμηση. Μέρα με τη μέρα επισκέπτες του αέρα οι ζυμομύκητες αύξαναν τους πληθυσμούς εποίκησης, πρόθυμοι και καλοδεχούμενοι εραστές, Εσκιμώων εθιμοτυπική συνήθεια να προσφέρουν στον φιλοξενούμενο τη σύντροφό τους σε ερωτική συνεύρεση, κάποιο λόγο θα είχαν και σίγουρα κάτι θα γνώριζαν αυτοί, αναστάτωναν κι εφούσκωναν τη βεδουρίτσα, που παρ´ότι ήταν πάντα ψηλά κρεμασμένη, οι έφοδοι των οιστροφόρων βαρβάρων διαρκώς πολλαπλασιάζονταν και σαν η νοικοκυρά ή τα κορίτσια ή και οι άντρες, όποιος λάχαινε κι όποιος βρισκόταν εγγύτερα, ανασήκωναν το τουλπάνι, μια λούφα και παραλλαγή του κάτασπρου αφρένιου υγρού σε πέπλο γκριζοπράσινο, βελούδινο κι εκείνο μα ανεπιθύμητο, έκανε θριαμβευτική είσοδο στις πόρτες των ματιών τους. Διόλου δεν τους παραξένευε η εικόνα, πάρεξ την πρώτη-πρώτη βολά που ο άνθρωπος είχε ξεχασμένο όξω το γάλα στην καρδαρίτσα, οι μύκητες είχανε κάμει για τα καλά τη δουλειά τους μετατρέποντας το βαρύ γάλα σ´ένα ελαφρύ υπόξινο προς γλυκό έδεσμα προς έκπληξη μεγάλη εκείνου του βοσκού. Η πείνα του τον ανάγκασε ως φαίνεται να διώξει την γκριζοπράσινη στολή του από ένστικτο παρά από γνώση και να ρουφήξει σα φίδι το θεόσταλτο δώρο. Από τότε το νέο μεταδόθηκε από στρούγκα σε στρούγκα με καθυστέρηση στην αρχή, ταχύτερα στην πορεία, γιατί για πόσο θα το κράταγαν μυστικό, η χαρά δεν τους άφηνε άλλωστε κι έτσι ούλα τα νοικοκυριά που διέθεταν γάλα έμαθαν τη θεόσταλτη συνταγή, που έγινε ο σύμμαχος του εντέρου τους, ευκολοχώνευτη και γευστική. Έτσι και στα γρέκια του Θανάση η καρδαρούλα εγκυμονούσε καθημερινά ξινόγαλο που όμως χρειαζόταν το χρόνο του να γίνει άριστο! Τις πρώτες δύο ημέρες δεν το πείραζαν καθόλου! Την τρίτη μέτρα το άνοιγαν κι ,,έγλεπαν,, ένα άσπρο μπαμπακιάσμα, την πέμπτη μια ιδέα πράσινο και την έβδομη γκριζοπράσινο μπαμπάκιασμα με ζηλευτό μα απαγορευμένο χρώμα! Τότε ξεκρέμαγαν την καρδάρα, ξεπέτσιαζαν την επιφάνεια από τους ζυμομύκητες που πλέον δεν τους χρειάζονταν, οι αποικίες τους είχαν ήδη υπερπολλαπλασιαστεί, η υπερπληθώρα το ξίνιζε κι αυτό δεν το ήθελαν, γι αυτό συχνά κάνανε δοκιμές και το κατανάλωναν στην ώρα του στη σωστή του σύσταση, αφού κράταγαν πλέον ένα μέρος για μαγιά. Έπαιζε ρόλο η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας για τη γρηγορότερη ή την αργότερη ωρίμανση! Γι αυτό το ήλεγχαν!Μπορεί να ωρίμαζε γρηγορότερα από τον καθορισμένο χρόνο αν είχε πολλή ζέστη ή αργότερα αν ο καιρός ήταν πιο δροσερός. Συχνά έπιναν όσο ήθελαν και προσγιόμιζαν τη βεδούρα με φρέσκο γάλα. Οι μύκητες έτρωγαν με μανία το φρέσκο γάλα και η ζύμωσή τους πρόσφερε ξινόγαλο κάθε ώρα, κάθε μέρα!  Μερικοί έβαζαν ξινόγαλο και στην παρασκευή του ανθότυρου μαζί με το χυμό του λεμονιού για γρηγορότερη και αποδοτικότερη λέγανε συγκομιδή!
Άλλοτε ρουφώντας το σαν γάλα κι άλλοτε τρώγοντάς το σαν φαγητό ,,πατσανιασμένο,, με ψωμί ή παξιμάδι, το έβρισκαν θεϊκό κι εδώ που τα λέμε τόσους χρόνους μετά κι εγώ θεϊκό το βρίσκω! Τα ευεργετικά ενζυμάκια του μόνο καλό μπορούν να κάνουν σ´έναν ταλαιπωρημένο οργανισμό από τις κακές διατροφικές συνήθειες του καιρού μας! Ένα ακόμα προϊόν της στρούγκας φτιαγμένο από τα χεράκια των ανθρώπων διάνθιζε τις διατροφικές τους συνήθειες σε όλο το διάστημα της παροχής γάλακτος από τα γιδοπρόβατα! Άλλη μια ευλογία στη διάθεση των ανθρώπων από αρχαιοτάτων χρόνων! Όλοι στην οικογένεια του Θανάση, γνώριζαν την παρασκευή του, όλοι το απολάμβαναν, όλοι του απέδιδαν χρησιμότατες ιδιότητες τότε και τώρα! Συνήθεια είναι! Ένα ποτήρι την ημέρα, που στις μέρες μας το βρίσκει κανείς άκοπα στο σούπερ μάρκετ, είναι ό,τι πρέπει πριν από κάθε γεύμα ή τουλάχιστον στο βαρύτερο γεύμα, για να το ελαφρύνουν τα ενζυμάκια! Στην Κατερίνη στάθηκε πολύτιμη η παρασκευή του από τα χεράκια της και η κατανάλωσή του επίσης, και τότε που ήταν ακόμα στο σπίτι του πατέρα της, αλλά και αργότερα που μετακόμισε για πάντα στο σπίτι του άντρα της στη Μοφκίτσα!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ

Τραχανάς με ξινόγαλο!

Ο καλός φίλος Νίκος Καρβελάς με το σχόλιό του μου υπενθύμισε μια σημαντική διαφυγή μου στη χρήση του ξινόγαλου εκείνα τα χρόνια! Τον ευχαριστώ! Και μόνο γι αυτό, αλλά και διότι ήταν σημαντική τροφή για τους ανθρώπους της εποχής και πολύ ποιοτικότερος από τον γλυκό, θα μιλήσω σήμερα, προθύστερα κάπως, αποκλειστικά για την παρασκευή του, όπως ενθυμούμαι να την έκαναν οι νόνες και η μάνα μου!
Είχε μπει για τα καλά ο Ιούλης! Οι ζέστες έζωναν για τα καλά, οι θεριστάδες είχανε στήσει τις ,,θεμωνιές,, στα πέριξ των πετράλωνων κι οι αγράμπελες μύριζαν την ημέρα άρωμα μεθυστικό! Και σαν το αλώνισμα και οι σχετικές εργασίες τελέψανε και οι νοικοκυρές βρήκαν ,,την αναπαή τους,, αν ετούτο μπορεί να είναι αληθινό ποτέ για μια γυναίκα, ήτανε η καλύτερη ευκαιρία να ετοιμάσουν τα ζυμαρικά τους... τραχανά, γλυκό, ξινό και σαρακοστιανό, χυλοπίτες, μακαρούνια, λαζάνια, μανέστρα. Σήμερα λόγω της θεματικής ενότητας του ξινόγαλου θα πούμε για τον ξινό τραχανά! Η νόνα έκανε τις διηγήσεις της για το πώς τον έφτιαχναν στο πατρικό της με τη μάνα της και τη βάβω, που ο τρόπος ήτανε πανομοιότυπος με ´κείνον που είχε μάθει η μάνα μου από τη δική της μάνα και μετέδωσε πρακτικά την εμπειρία και σε μας τα παιδιά της! Η διαφορά ήταν ότι η νόνα δεν καρτέραγε πιότερο από μια βδομάδα για να ξινίσει το γάλα, γιατί τα γιδοπρόβατα ήσαν πολλά και η παρασκευή του ξινόγαλου γινόταν εφ´ άπαξ, ενώ η μάνα μέχρι να συγκεντρώσει το απαιτούμενο γάλα από ,,τα μαρτίνια,,, κέρναγε κάθε μέρα τη ,,βεδούρα,, με το καινούργιο, το φρέσκο γάλα της ημέρας στο ήδη ,,ζυμωμένο,, της καρδάρας κι αυτό μπορεί να τράβαγε καμμιά δεκαπενταριά μέχρι και είκοσι μέρες! Χρειαζόταν ποσότητα ξινόγαλου, γιατί το ζύμωμα γινόταν αποκλειστικά με τέτοιο γάλα!
Στο σπίτι της Γιωργίτσας, όπως σε κάθε περίσταση που θα μαζευόταν πολύς κόσμος, την Τετάρτη μεσοβδόμαδα, μια γλυκειά αναστάτωση νοικοκυροσύνης σε βαθμό εντονότερο από εκείνον της καθημερινότητας είχε λάβει χώρα. Νύχτα, με το χάραμα, ,,οι αλωγανιές,, και οι σαρωματιές έπαθαν υπερκόπωση στα δυνατά μπρατσόχερα των κοριτσιών και δεν έμεινε ούτε σπιθαμή αυλής, δρόμου και παράδρομων γύρω από το σπίτι αφρόντιστη! Στο σπίτι δε από τις αστράχες μέχρι και κάθε απόμερη και φανερή γωνιά, όλα ακτινοβολούσαν μια φρεσκάδα που μύριζε αρχοντιά! Φρεσκοσιδερωμένες μεσάλες και σεντόνια, στρωμένα στα κρεββάτα, τα επί τούτου διαμορφωμένα σε εργαστήρια οικοτεχνίας για κείνη την ημέρα, ακτινοβολούσαν το καμάρι και την αξιοσύνη των νοικοκυράδων τους και υπομονετικά κουσκούσευαν μεταξύ τους την αδημονία και την επικεντωμένη προσοχή των αφεντικών τους! Ίσως και να έβγαζαν έτσι το άχτι τους για το πολύ δάρσιμο που τους έκαναν στο πλύσιμο μέσα στο σκαφίδι τα απαιτητικά γούστα καθαριότητας της Γιωργίτσας και των κοριτσιών της! Το ,,αρίλογο,, , η σκάφη, το σιμιγδάλι ενίοτε μισό-μισό με αλεύρι σε έλλειψή του, είχανε σήμερα την τιμητική τους! Στην πραγματικότητα στο σπίτι της Γιωργίτσας δε χρειαζόταν να καλέσουν πολύ κόσμο για τη διεκπεραίωση της εργασίας αυτής γιατί, αφού ήσαν πέντε γυναίκες, τα κατάφερναν μια χαρά! Όμως ,,για το χαβαλέ,, και επειδή οι άνθρωποι εκείνου του καιρού την κάθε τους εργασία την ανήγαγαν σε γιορτή είχανε καλεσμένο μερικές συγγένισσες και κανά δυο γειτόνισσες! Οι ζυμώτρες έπιασαν δουλειά νωρίτερα από τις απλώστρες! Η σκάφη ανυπόμονη, με το σιμιγδάλι σε σωρό ανοιγμένο με γουβίτσα στο κέντρο δέχτηκε πρόθυμα το αναλογούν ξινόγαλο και αλάτι και οι ζυμώτρες στερνά από το καθιερωμένο σταυροκόπημα που το θεωρούσαν ιερό χρέος τους πριν από κάθε εργασία, ανασκουμπωμένες με τα φακιόλια τους σφιχτοδεμένα, παστρικές, με τις μπροστοποδιές τους αστραφτερές, πήραν θέση ετοιμότητας σα σε προετοιμασία στρατιωτικής εξόρμησης! Τρία σκαφίδια στη σειρά, το καθένα με το δικό του υλικό και με από μια άξια καλονοικοκυρά με πρωτοστάτισσα τη Γιωργίτσα ζύμωσαν με σβελτάδα, αλλά όχι με παράλογη βιάση, τίποτα δεν τους έβιαζε παρά μονάχα να ,,τις πάρει η μέρα,, γιατί ,,είχανε τραχανά ν´απλώσουν,, φράση που έμεινε και λέγεται για όταν θέλουν να δηλώσουν πόσο υπεύθυνη εργασία τους περιμένει και επιδόθηκαν στη δουλειά κεφάτες, δυνατές, δοτικές! Οι ζυμώστρες μόνο άκουγαν τα καλαμπούρια και τα πειράγματα αναμεταξύ τους, ακόμα και τα νέα του χωριού και τα κουτσομπολιά όσων βρίσκονταν όξω από το σκαφίδι. Εκείνες μάλιστα είχαν φιμώσει τα στοματά τους με τις μπαρέζες τους ή τα τσεμπέρια τους, οπότε αν ξέφευγε καμμιανής καμμιά μονολεκτική απάντηση στα λεγόμενα των απ´όξω να ήταν σίγουρη η Γιωργίτσα ότι δε θε πήγαιναν τα σάλια τους στο ζυμάρι μέσα! Ο ιδρώτας έλουζε τα πρόσωπά τους και το κορμί τους βρεγμένο και ,,λούτσα,, τα σκουτιά τους. Τον ιδρώτα τον ρούφαγε η μπαρέζα τους και τα σκουτιά τους είχανε κολλήσει απάνου τους παρ´ότι ακόμα ήτανε πρωί, και η δροσούλα γυρόφερνε χαδιάρικα τα λιμνασμένα πρόσωπά τους από την έντονη σωματική δραστηριότητα. Επειδή το ζυμάρι έπρεπε να είναι σφιχτό, οι γροθιές έμπαιναν με δυσκολία μέσα μέχρι να ,,πνιγεί καλά το αλεύρι,, αλλά και στη συνέχεια έπρεπε να ζυμωθεί αρκετά για να σχηματιστεί μάζα με συνοχή! Όταν το δάρσιμο του ζυμαριού έγινε, όπως λέει η παροιμία,, αργάστηκε το τομάρι του,, , το σκέπασαν με καθαρή μεσάλα και το άφηκαν,,να ξεκουραστεί,, τόσο, ώστε να μη ,,νεραπολήκει,,! Τα πειράγματα ανάμεσα στις κοπελούδες, αφού σερνικά δεν υπήρχαν, ο Πέτρος που ήφερε το πουρνό το ξινόγαλο από το βουνό, πήρε τα πρεπούμενα και μαζί φαΐ φρέσκο και μυρωδάτο, δυο κοκκόρια μακαρονάδα είχε φτιάξει πρωί-πρωί η Γιωργίτσα
-παλιότερα ετούτη τη δουλειά την έκανε η βάβω σαν ήτονε νεότερη και οι αντοχές της δεν την επρόδιναν- κι έφυγε βιαστικά για τα γαλάρια όπου οι εκεί δουλειές κατανεμημένες ανάλογα τον καρτερούσαν στο πόστο του. Μια χρονιά έτυχε να βρίσκεται και η Μαγδαλινή σε αυτή τη διαδικασία παρασκευής του ξινού τραχανά και τόσο πολύ της άρεσε που παρακάλεσε να της παραχωρήσουν λίγο υλικό να ζυμώσει και αυτή, μα όταν είδαν τα ζόρια τα λεπτεπίλεπτα πολιτιάνικα χερούδια της, παρέδωσε χωρίς να τη νοιάξει αν οι υπόλοιπες την έκριναν για την εύκολη παραίτησή της από το αντικείμενο του ενδιαφέροντός της! Δεν τη γλίτωσε βέβαια την κριτική κι όχι από τα κορίτσια του σπιτιού που απλά στην οπισθοχώρηση της Μαγδαλινής απλά χαμογέλασαν, αλλά από τη γειτόνισσά τους τη Κώσταινα που έβγαζε πιότερο το άχτι της για τις τεμπελογυρίστρες της Αθήνας και λιγότερο για τη συγκεκριμμένη που πολύ την εσυμπαθούσε κιόλα γιατί ήτανε καταδεχτική και ,,μπίτι,, ψιλομύτα!
-Ε, μα τι νομίσατε, εσείς οι πρωτευουσιάνες της είπε με δόση δηκτικότητας και καθώς τ´απόκιωσε για να μη δώκει περιθώριο να πάρει απάντηση, έστριψε ,,τάχαμας,, πως πήγαινε στο κρεβάτι να ισιώσει το σεντόνι που το είχε ανασηκώσει το αεράκι που ήρθε ξαφνικά και δρόσισε τη μέσα και την όξω φλόγα τους!
Τα χωρατά τέλος είπε η Γιωργίτσα, δουλειά ,,ετώρανες,,!
Αυτομάτως οι γυναίκες σηκώθηκαν, έπλυναν ούλες τα χέρια τους καλά και τα σφουγγίσανε στην φλοκωτή πετσετα που ήτανε προίκα της Γιωργίτσας και την έβγανε σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για να μην την κοροϊδεύουνε οι κουσκουσούδες κι ας ήσαντε συγγένισσες, από τους δικούς σου έλεγε η Γιωργίτσα ξεπετάγουνται οι ,,Γιούδες,, και πήραν θέση γονατιστές ανά τρεις σε κάθε κρεβάτι κι από μία στην κάτου στενή πλευρά. Τρεις τετζερέδες χαλκωματένιοι, καλογανωμένοι, όπως και σε ούλες τις περιπτώσεις δέχτηκαν το ζυμάρι της κάθε σκάφης και αφού το μοίρασαν ισόποσα σε κάθε απλώστρα γυναίκα, εκείνες με το μερίδιο μπροστά τους, σκυμμένες σα σε προσκύνημα έκοβαν μπουκιές, αμίλητες τώρα ετούτες, και τάκα -τάκα τις άπλωναν με τάξη στην αράδα απάνω στα στρωμένα με τις μεσάλες σεντόνια. ,,Χερχέρα,, στο πι και φι το ζυμάρι ,,μπουκίστηκε,, και βρήκε ανάσα και θαλπωρή στην αγκαλιά των κρεβατιών! Τ´άφηκαν να ξεκουραστούν και να στεγνώσουν οι μπουκιές ούλη την ημέρα. Μια κρούστα σχηματίστηκε γύρω από κάθε μπουκιά και όσο οι γυναίκες έτρωγαν κι έπιναν τα κοκκόρια με τα μακαρούνια, οι μπουκιές ασφυκτιούσαν μέσα στο περικάλυμά τους και ξερνάγανε από μέσα τους υγρασία αλληλεγγύης για την εξωτερική στοιβάδα μέχρι που στέγνωξαν και δαύτες ίσιαμε το βράδυ και μπήκανε, μόνες τους πια, οι γυναίκες του σπιτιού στη διαδικασία ,,του καλμπουριού,,. Αυτό σήμαινε πως το στεγνωμένο ζυμάρι έμπαινε λίγο-λίγο σε κάθε καλμπούρι-αρίλογο και με στρογγυλές επιδέξιες κινήσεις, έβγαινε από κάτω πάνω τη μεσάλα ψιχουλιστός ολόφρεσκος τραχανάς καμάρι ουλωνών!
Χρειάστηκαν αρκετές ημέρες μέχρι να στεγνώσει εντελώς!
Επειδή όμως τα κρεβάτια τα χρειάζουνταν το βράδυ για να κοιμηθούν τον μάζευαν διπλώνοντας τραβηχτά τις μεσάλες, έδεναν έναν χοντρό κόμπο απαλά και τις ακουμπούσαν επίσης απαλά και ανάλαφρα πάνω στη μεγάλη τραπεζαρία στη σάλα. Άπλωναν ξανά τις μεσάλες και τον τραχανά σε παχύ στρώμα, γιατί αν τον άφηναν μπόγο,,θα μάτσιαζε,, και το άλλο πρωί κι όσα χρειάστηκαν ακόμα ,, μερολάσια,, μέχρι να ξεραθεί εντελώς! Όταν κι αυτό συνέβαινε έπρεπε να τον ιδεί και ο ήλιος! Γι αυτό στην αυλή ή σε μια λάκκα που την έβλεπε ολημερίς ο ήλιος άπλωναν κατάχαμα στο πυρωμένο καλοκαιριάτικο χώμα μια παλιάτσα και απάνου το σεντόνι ή τη μεσάλα με τον τραχανά! Μπάστακας ένα άτομο τουλάχιστον, δύο ήταν καλύτερα ή και τρία ακόμα καλύτερα, ούλη την ημέρα, να φυλάει τον τραχανά, για να τον περονιάσει ό ήλιος μέχρι τα σωθικά του και να είναι σίγουρες ότι δε θα μουχλιάσει συγκαλόκαιρα, πόσο μάλλον το χειμώνα που είχε και υγρασία! ,,Αμποδάγανε,, σφήκες, μυίγες, μέλισσες, οποιοδήποτε ζουζούνι τόλμαγε να πλησιάσει, ανεμίζοντας διαρκώς κλάρες από φρεσκοκομμένα σκίντα ή ότι άλλο νόμιζαν ότι θα επιτελέσει καλύτερα το σκοπό τους! Έδεναν π.χ. σ´ ένα κοντάρι ένα μεγάλο μαντήλι και το ανέμιζαν σα σημαία! Αν ήσαν σίγουρες ότι ο τόπος ήταν προφυλαγμένος από κότες σκυλιά, γουρούνια, γάτες τότε, κι αυτό γινόταν απάνου σε καμμιά σκεπή, σκέπαζαν την απλωμένη επιφάνειά του με ένα άλλο λεπτό καθαρό σεντόνι και επαναπαύονταν πως θα ψηθεί χωρίς την ιδιαίτερη φροντίδα τους, το μόνο που έκαναν ήταν, όπως και τις άλλες φορές, ν´ακακατεύουν πού και πού το ζυμαρικό για να το χτυπάει ο ήλιος από ούλες τις μεριές! Δύο με τρεις ημέρες λιάσιμο ήσαν αρκετές για να ολοκληρωθεί η εργασία αυτή. Στο τέλος άφηναν να κρυώσει και τον αποθήκευαν μέσα σε μαξιλάρες πάνινες υφαντές και τον διατηρούσαν για μια ολόκληρη χρονιά! Συνήθως έφτιαχναν μπόλικο ξινό τραχανά και γιατί τον έτρωγαν σε καθημερινή βάση, αλλά και γιατί φιλεύανε και τους ξένους συγγενείς και φίλους που παραθέριζαν στο χωριό, όπως η Μαγδαλινή! Σκέτος ή με πρόμιξη τσιγαρίδας ή άλμης, με ελιές, με μυζήθρα, σαν σφουγγάρι σε πίτες να μαζεύει τα υγρά τους, σαν αυτούσιες τραχανόπιτες, αν και δεν ήσαν συνηθισμένες στη Μουντρά, μια Θεσσαλονικιά τους είπε κάποτε πως εκεί φτιάχνανε πίτες με το κάθε τι, οι Μουντριανίτισσες νοικοκυρές μοναχά στις χορτόπιτες αν τον ερίχνανε, γιατί επροτιμάγανε το ,,κούκλινο,, αλεύρι κάτω κι επάνω στο ταψί και ο ξινός όπως και ο γλυκός και ο σαρακοστιανός τρωγόταν σαν σούπα και ήταν προτιμητέα!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ

Η γιαούρτη στη στρούγκα του Θανάση!

Το κακαβολίθι με τη φωτιά αναμμένη από νωρίς, με το που αρχίνησε το βραδινό άρμεγμα στη στρούγκα, περιμένει αδηφάγα τον επισκέπτη του! Πέντε καρδάρες γάλα εσήμερις θα γίνουν ,,γεργούτι,, νόστιμο, θρεπτικό και προσοδοφόρο! Στο ταχινό παζάρι στη Ζούρτσα, με το που μπήκε το καλοκαίρι, πελάτες από τη γύρω περιοχή που δεν ανακατεύονται με ζωντανά, αλλά και Αθηναίοι που βιάστηκαν να κατέλθουν στα όμορφα χωριά της περιοχής, καρτερούν με ανυπομονησία την παστρικιά γεργούτη του Θανάση! Από στόμα σε στόμα έχει μαθευτεί πως η Γιωργίτσα στα θέματα καθαριότητας που έχουν να κάνουν με τα γαλαχτερά της είναι τόσο ιδιότροπη, που διπλοτριπλοστραγγίζει το γάλα, δεν καταδέχεται να πέσει κακαράντζα μέσα κι αν πέσει είναι ικανή να το ,,χιούσει,, και τούτο μετράει ειδικά στους Αθηναίους πελάτες με το δυνατό ουρανίσκο και τη λεπτεπίλεπτη γεύση! Κάθε φορά στο παζάρι ο Θανάσης, όταν είναι να πουλήσει γεργούτη παίρνει μαζί του και τη Γιωργίτσα! Όταν ο άλλος βλέπει μια γυναίκα παστρικιά δίπλα στις βεδουρίτσες με το γιαούρτι, δε μπορεί θα το προτιμήσει και σε τέτοια δεν έπεφτε ποτέ όξω ο Θανάσης! Το χαρανί γανωμένο ανέβηκε βάρβαρα απάνω στα κακαβολίθια κι ένα ντουπ ακούστηκε καθώς η Γιωργίτσα μοναχή της το φορτώθηκε στον ώμο της, που είχε βαλμένο απάνου του ένα τουβαλίθι, για να μην ακουμπήσει μπήτι στα σκουτιά της το λεβέτι, και βαρύ καθώς ήτανε έπεσε βάναυσα κι απότομα απάνου στο πυρωμένο Π.
Η θράκα ήτανε λαχταριστή και το γάλα ολόφρεσκο, ότι είχε αρμεχτεί, έκανε βουτιά μέσα του καθώς οι καρδάρες μίνια-μίνια αδειάζονταν και σουρώνονταν κατ´ευθείαν από το τριπλό τσαντηλόπανο που ο Νικολός είχε κάμει ειδική παντέντα σουρωτηριού για χάρη της μάνας του! Είχε φτειάξει δυο ,,κόθρους,, ένα μεγαλύτερο που του είχε δυο χερούλια μονοκόμματα για να είναι γερά κι ακούμπαγαν στο χαρανί, ώστε να μη χρειάζεται βοηθός, κι ένα μικρότερο δυο-τρεις γραμμές στενότερο, είχε υπολογίσει πόσο ήταν το πάχος τριών τσαντηλών μαζί από την πιο χοντρή μέχρι την πιο λεπτή και άπλωναν πρώτα το λεπτό τουλπάνι, στερνά το μεσιανό και τελευταίο το χοντρό! Τα ´σφιγγε με το δεύτερο κοθρί κι ήτανε τόσο φχαρστημένη η Γιωργίτσα με το εύρημα του γιου της που δεν ήθελε να τόχει άλλος κανένας τέτικο σουρωτήρι στις γύρω στρούγκες! Κι όταν την ερωτάγανε έλεγε, ,,χάρη,, από αλαλργα μου το ´χουνε καμωμένο κι ο Νικολός σαν τ´άκουωε ετούτο, γέλαγε κάτου από τα μουστάκια του. Την πατέντα την είχε κλέψει ο Νικολός από μια γυναίκα που είχε ιδωμένο να κεντάει, με το πέρασμα, στα κλεφτά. Βάλθηκε και το ´φτιαξε! Το χειμώνα που πέρασε ένας δυνατός βοριάς είχε γκρεμίσει ένα πεύκο με τεράστιο κορμό. Όλοι απόρησαν τότε πως γκρεμίστηκε ένας τόσο δυνατός πεύκος μέχρι που ψάχνοντας ανακάλυψαν πως ήτανε στη μισή του πλευρά φαγωμένος από κάτι ζωΰφια που δε θυμάμαι πως τα είχε ονομάσει η νόνα! Από το γερό κομμάτι αυτουνού του πεύκου έβγαλε μια ροδέλα με πολύ κόπο ο Νικολός κι έφτιαξε το πρωτότυπο σουρωτήρι για την περήφανη παστρικιά μάνα του! Ήτανε χάρμα ν´απολαμβάνει κανείς τις βουτιές του γάλακτος καθώς αδειάζονταν οι καρδάρες μέσα στο χαρανί! Ένα παιχνίδισμα στων ματιών στην απληστία με την αδηφάγα περιέργεια που σε γύριζε πίσω στα παιδικά σου χρόνια, όταν πολέμαγες να ξηγήσεις μοναχός σου όσα έβλεπες γύρω σου και δεν εκαταλάβαινες. Ούτε και τώρα καταλάβαιναν το λόγο που το γάλα έκανε βουτιές στο χαρανί, το ξέρανε όμως και το απολάμβαναν σα να κολυμπούσαν οι ιδιανοί μέσα όπως η Κλεοπάτρα όταν έπαιρνε το καλυντικό της μπάνιο!
Η Γιωργίτσα άρπαξε εν τω άμα τη μακρόχερη φτυαρίτσα, κατασκεύασμα του Νικολού κι αυτή κι άρχισε να τη γυρίζει συνέχεια τρογύρω σ´ούλο τον πάτο του χαρανιού, ,,για να μην πιάσει το γάλα,, , έτσι έλεγε κι αυτό γινόταν μέχρι το σημείο που θα πήγαινε ,,να πάρει βράση,, το γάλα. Καθώς περνούσε η ώρα ένας ευεργετικός καλυντικός αχνός άγγιζε τα ροδομάγουλα της Γιωργίτσας κι εκείνη καταλάβαινε πως είχε έρθει η ώρα. Τώρα χρειαζότανε βοήθεια για να κατεβάσει το χαρανί. Και σαν την είχε καλώς, σαν δεν την είχε όμως, ξεθράκιζε εντελώς τη φωτιά, έριχνε απάνου στη γωνιά της κρύα στάχτη και συνέχιζε για κάμποσο ακόμα να γυρίζει την κουτάλα, γιατί γνώριζε πως με αυτό τον τρόπο δε θα της έβραζε το γάλα. Δεν ήξερε να πει ότι θα καίγονταν τα ένζυμα, ήξερε όμως ότι δεν θα έπηζε το γιαούρτι. Αράδιασε πάνω στο τουράκι που σχημάτιζε η μεγάλη κοτρώνα καμμιά δεκαριά βεδουρίτσες και παίρνοντας μία-μία μετάγγισε όλο το βρασμένο γάλα του χαρανιού σ´αυτές. Περιόριζε τα σκυλιά, έριξε νερό στο χαρανί να μην καεί, γιατί είχε πυρά ακόμα η φωτιά και περίμενε να έρθει το γάλα σε θερμοκρασία πήξης. Κλωθογύριζε κάνοντας πράματα τριγύρω, γιατί έπρεπε ν´ανακατώνει συχνά το γάλα, ,,να μην της πιάσει κρούστα,, . Όχι πως αν έπιανε θα γινόταν κάτι, απλά η Γιωργίτσα ήθελε οι βεδούρες της να έχουν αισθητική όταν θα τις ξεσκέπαζε στο παζάρι για να τις βλέπουν οι αγοραστές! Που και που δοκίμαζε με το δάχτυλό της, το δείχτη, το γάλα κι αρχίναγε να μετράει. Άμα έφτανε στο 36 χωρίς να καίγεται το γάλα ήταν έτοιμο για πήξιμο! Τότε έβγαζε σε μια μικρή βεδουρίτσα μια ποσότητα από το βρασμένο γάλα και διέλυε μέσα τη μαγιά! Η μαγιά ήτανε γιαούρτι από την προηγούμενη μέρα κι όταν ξεμένανε δανειζόταν ο ένας από τον άλλονε στις διάσπαρτες στρούγκες πυτιά, αργότερα κυκλοφόρησε και έτοιμη πυτιά σε σκόνη. Τι έκαναν όμως όταν έπρεπε να φτιάξουν πυτιά για πρώτη φορά; Η νόνα ήξερε!
- Παίρναμε καμμιά κούπα γάλα ή περσότερο ανάλογα με το πόσο γεργούτι θα πήζαμε. Το κεπάζαμε με ,,τουλουπάνι,, και τ´αφήνανε ένα ημερόνυχτο όξω στον αέρα. Εκεί κάτι γινότανε, έβανε ο Θεός το χέρι του, κι έπηζε. Παίρναμε μάτα από το ,,σαλεμένο,, γάλα το διαλάγαμε σε φρέσκο και τ´αφήναμε άλλο ένα ημερόνυχτο στο ύπαιθρο. Το κοιτάγαμε και ,,γλέπαμε,, πως κάτι παραπάνου έβαλε ο Θεός το χέρι του! Το ίδιο κάναμε άλλη μια βολά. Τώρανες ήτανε έτοιμη η πυτιά για την κανονική γεργούτη. Ήτανε γεργούτη ετούτο το πράμα πόφτιαξε ο Θεός! Κανονίζαμε πόση πυτιά θα εβάναμε σε κάθε βεδούρα, ήτανε υπολοϊσμένο, την ξαναδιαλάγαμε στο ζεστό γάλα, την ,,ερίναμε,, μέσα, την ανακατώναμε καλά να πάει ολούθενες και ,,πάει καλιά της,,!
Ετούτα είπε πολύ στερνά σε μένα η νόνα. Τώρανες όμως δούλευε η Γιωργίτσα και το έκαμε ελόγου της το θάμα. Μοίρασε την πυτιά ομοιόμορφα στις βεδούρες και τις μετακόμισε σε μια γωνιά μέσα στην καλύβα που την είχε διαμορφώσει σε λίκνο. Είχε στρωμένο χάμου μάλλινο ματαράτσι, ,,απού πάνου,, κουβέρτα κι απάνου της μεσάλα. Κουβάλησε σε δυο τρεις βιαστικές βόλτες ούλες τις βεδούρες και τις ακούμπησε σα μωρά στην αράδα απάνω στο λίκνο τους. Τις εσκέπασε με καθαρή μεσάλα κι απού πάνου με άλλα γιουκόσκουτα. Για να πήξει η γεργούτη πρέπει να κρατήσει τη ζεστασιά της. Θέλει κανάκεμα σα μικρό παιδί. Και δε θέλει κούνημα μπήτι! Παραξηγιέται και χαλνάει.Μπρου κοιμηθούν, είχανε περάσει δυο-τρεις ώρες, κοίταγε η Γιωργίτσα με τη δοκιμαστική του δάχτυλου. Ξεσκέπαζε προσεχτικά μια βεδούρα και, χωρίς να την κουνήσει καθόλου, ακουμπούσε τα δυο της δάχτυλα, δείχτη και μέσο, απαλά στην επιφάνεια κι άμα είχε πήξει αφαιρούσε τα σκουτιά ή τ´αλάφρωνε και την άφηνε να κρυώσει, αν πάλαι όχι, την ξανακουκούλωνε και νύχτα το πρωί την εξεσκέπαζε. Κρύωνε και ,,κατ´ευτείαν,, στο παζάρι. Ήτανε καλά τα λεφτά που παίρνανε και ,,μπαλώνανε ή κλείνανε άλλες ποριές,, όπως έλεγε η νόνα. Ήτανε πολύ εύκολο να μην πετύχει το γιαούρτι στο πήξιμο. 
-Εκείνη η Παναγιώταινα ούλο ξινή την κάνει τη γεργούτη, έλεγε και ματάεγε η νόνα, καμαρώνοντας για τη μάνα της τη Γιωργίτσα που ούτε μια βολά στα χρονικά δεν της είχε ξινίσει. Μα ούτε μισοπηγμένη της είχε μείνει ποτέ, ούτε μπήτι άπηχτη, έλεγε με καμάρι. Ούλα θέλουνε τον τρόπο τους βαϊζούλα μου, έλεγε όταν με μάθαινε τα μυστικά της! Και με ευχαρίστηση σας φιλοξενώ με δροσερό ,,γεργούτι,, με τη συνταγή της νόνας μου και σας βεβαιώνω πως δε θα μετανιώσετε. Είναι σημαντικό να έχει κανείς καλό δάσκαλο σε ό,τι μαθαίνει. Είναι σημαντικό να καταγράφονται σωστά οι πληροφορίες στο σκληρό μας δίσκο, γιατί δε φεύγουν εύκολα από ´κει και οι λάθος, πάντα θα μπλοκάρουν το σύστημα, όσο κι αν τις διορθώσει κανείς. Ανεκτίμητες οι γνώσεις από τους ανθρώπους που δημιούργησαν τις αυθεντικές συνταγές, καταστάλαγμα χρόνων και εμπειριών!
Ένα ολόδροσο γιαουρτάκι μας χαρίζει ενζυμάκια, μας δροσίζει, κάνει ωραία γλυκίσματα. Η Γιωργίτσα, όσο δεν πουλιόταν στο παζάρι, το στράγγιζε στην τσαντήλα και χωρίς τα υγρά του το διατηρούσε περισσότερο καιρό! Βελούδινο, δροσάτο, με μέλι και καρύδια αποτέλεσε το ιδανικό επιδόρπιο για αιώνες! Αλλά και σκέτο που το έτρωγαν οι παππούδες μας είναι υπέροχο! Ιντερνετικές πληροφορίες με ξένισαν όταν έλεγαν πως το γιαούρτι δεν πρέπει να το τρώμε με μέλι, αλλά μόνο με κυδώνι! Η εξήγηση σε πείθει, αλλά η γεύση πάλι θα σε οδηγεί στην κολασμένη απολαυστική γευσιγνωσία του γιαρτιού με μέλι και καρύδια. Είναι γραμμένη στο DNA μας αυτή η συνταγή! Και καλά το τυρόγαλο, το ξινόγαλο ή η κρητική ξινομυζήθρα μπορεί να μην αρέσουν σε όλους,αλλά σπάνια θ´ακούσεις να μην αρέσει το γιαούρτι σε κάποιον! 
Ας το απολαύσουμε με όποιον τρόπο μας αρέσει. Εγώ κάθε φορά που τρώγω γιαούρτι θυμάμαι τη νόνα και τη μάνα μου!
Οι πρόγονοι που τόσο κουράστηκαν για όλα τούτα θα είναι περήφανοι για την αναφορά που κάνουμε στο όνομά τους σαν τρώμε τα ίδια προϊόντα χιλιάδες χρόνια, όχι βέβαια τόσο αγνά όσο τα έτρωγαν εκείνοι, αλλά αναγκαία για τη διατήρηση της ζωής!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ

  Πώς έφτιαχναν την κορ(υ)φή στη στρούγκα

Από τον καιρό ,,που ξέκοβαν,, τ´αρνοκάτσικα από το βύζαγμα στη στρούγκα υπήρχε μεγαλύτερη αναστάτωση γιατί προέκυπταν περισσότερες δουλειές. Η Κατερίνη με τη μάνα της βρίσκονται κάτι μέρες τώρα στη στρούγκα και ,,δέρνονται,, πότε με τόνα πότε με τ´άλλο!
Το γάλα αρμεγμένο πρωί-πρωί αχνίζει φρεσκάδα και ζεστασιά! ,,Τεψιά,, γανωμένα λαμποκοπούν στις πρώτες ηλιαχτίδες της Ανατολής και στην αράδα απλωμένα σου μαρτυράνε πως κάτι αλλιώτικο θα γίνει εσήμερις εκεί ,,σιαπάνου,, στο βουνό, στα γαλάρια του Θανάση. Η επικουρική προσφυγή στις γυναίκες του σπιτιού μαρτυράει πως κάτι παστρικό καρτεράει την αξιοσύνη τους.
Καθώς το γάλα κρύωνε στις καρδάρες η Κατερίνη ξεκρέμασε την ειδική σουρώστρα με το τριπλό τουλπανόπανο, του ´δωκε ένα τίναγμα στον αέρα, γιατί κάποιος άτακτος, βιαστικός ή τεμπελάκος, κι εδαύτος ήτανε ο Παναγιώτης, που του ´λαχε τις προάλλες να βοηθήκει κι εκείνος σα βρέθηκε χωρίς την εποπτεία της Γιωργίτσας ,, έκαμε μισοδουλειές,, , δουλειές του κεφαλιού του,, όπως συχνά έλεγε για δαύτον η Γιωργίτσα. Τι μισοδουλειές, ο κακομοίρης, μια χαρά τα έκαμνε ούλα, μοναχά που εξεχάστηκε να χώσει μέσα στην θεριακωμένη μαξιλάρα την στραγγιστήρα για να μη ,,σκονιέται,, και να μην τήνε σεριανίζουνε τα σφαλάγγια, οι μύγες, οι σφήκες, τα σερσέγκια και τ´άλλα του Θεού τα πλάσματα. 
Μπλούμ! Της έκαμε η Κατερίνη μια βουτιά ολόδροση πρωϊνιάτικη μέσα στη μεγάλη βεδούρα που μόλις είχε ακουμπήσει ολόγιομη χάμου ο Νικολός. Τήνε ζούληξε αρκετά να φύγουνε παραμεινεμένες σκονίτσες η μυγοχέσματα ή άλλα τυχόν περιττώματα άλλονε ζουζουνιών, έριξε μέσα και ,,ένα δάχτυλο,, ξύδι από κείνο που την είχε προμηθεύει ο αδερφός της τη Γιωργίτσα, καρτέρεσε καμπόση ώρα, στερνά την τράβηξε απότομα σα νά´τανε απόχη που ανέβηκε χωρίς ψαριά, της έδωκε ένα γερό τίναγμα να φύγουνε τα νερά και ´κείνα σκόρπισαν μικροσκοπικά σταγονίδια στον αέρα αντανακλώντας χίλια χρώματα, όπως οι σαπουνόφουσκες όταν τις βαράνε οι ηλιαχτίδες. 
-Έλα Παναγιώτη, του είπε χωρίς να τον μαλώσει για την αβλεψία του, τ´αγάπαγε τ´αδέρφια της η Κατερίνη, και του πρότεινε το ένα ξύλινο χερούλι της ιδιότυπης στραγγιέρας, ενώ το άλλο το βάσταγε η ιδιανή. Ήτανε και φιλοσοφημένη από μικρή η Κατερίνη! Ποιο το κέρδος έλεγε ,,να σκοτωνόμαστε για κάτι πόναι γενωμένο,,; Την άλλη ,,βολά,, άμα δεν είναι ,,κουζουλός,, θα προσέξει, είπε για τον Παναγιώτη, που έστεκε απέναντί της ,,σα βρεμένη γάτα,, γιατί σκεφτόταν πως θα τ´άκουγε από τη μάνα του. Ήτανε βαριόκεφη ,,άφτο,, σκέφτηκε κι εκείνη και σηκώθηκε από το λιθάρι ,,που είχε αποθήκει προσερινά να ξαποστάσει ,,.
Είδε την κίνηση και την ετοιμασία και ήξερε τι έπρεπε να κάμει, άλλωστε δεν επερίμενε από κανένανε διαταή, μονάχη της αποφάσιζε κι εκείνη εδιάταζε τα παιδιά της τι κι αν ήσαντε ,,της παντρειάς,, , είχανε ζωή μπροστά τους για να πάρουνε αποφάσεις και να διατάξουνε!
Σήκωσε αργά την καρδάρα με το γάλα, την ήφερε κοντά στα τεψιά και την ακούμπησε σ´εκείνο που στέκουνταν ,,μισόσκιουφτοι,,  η Κατερίνη και ο Παναγιώτης. Πήρε από δίπλα μια τεράστια ξύλινη κουτάλα, ιδιότυπο κατασκεύασμα κι αυτό του Νικολού και κέρναγε προσεχτικά το γάλα ,,για να μην κλωτσήσει,, μέσα από το τεψί και ,,χιουθεί,, , μέχρι που το ήφερε στα ,,φίλιαντρα,, σχεδόν του μεγάλου χαλκωματένιου ταψιού κι έσουρε αυτόματα την καρδάρα στο διπλανό. Ο Παναγιώτης και η Κατερίνη ,,εδιάκανε,, παρά πέρα, ανασκελώσανε τη σουρωτήρα μ´ένα τρόπο ώστε να τιναχτούν τα κατακάθια του σουρώματος και διασκεδάζοντας μεταξύ τους σα μικρά παιδιά τη φέρανε, γυρισμένη από την καλή μεριά, στα όρθια της, να κρέμεται ,,σα λαδοπόντικας,, και την έφεραν πάνω από το δεύτερο τεψί. Με τις ίδιες αργές, ρυθμικές, σταθερές κινήσεις η Γιωργίτσα άδειασε τώρα με την καρδάρα κι όχι άλλο με την κουτάλα ,,που δε χώραγε να γιομίσει πράμα,, το ,,ποδέλοιπο,, γάλα στη λιγωμένη τεψάρα. Τέσσερα τεψιά γιομίσανε με τον ίδιο τρόπο κι έκατσαν και τ´αγνάντευαν οι τρεις τους έτοιμοι να τα προσκυνήσουν, σαν οι τρεις μάγοι το Χριστό, με ιερότητα και λατρεία στον κόπο τους και στα ζωντανά τους. Καθώς κρύωνε το γάλα κι ερχότανε ίσια με του αγέρα τη ζέστα, τόσο ήβλεπες ν´ανηφορίζουν στην άπλα του ταψιού μικροσκοπικά λευκοκίτρινα μόρια που θύμιζαν ξινόγαλα. Όσο ,,να νυχτιώσει,, ένα παχύ βελούδινο χιονένιο γλιτσερό κι αφράτο μαζί στρώμα άρχισε να μαζεύεται στην επιφάνεια. Είχε κιόλας ξεχωρίσει το λίπος που είναι ελαφρύτερο. Έβαλε το δαλχτυλό της η Γιωργίτσα να το ελέγξει και φέρνοντας το στο στόμα της έκαμε τη διαπίστωση ότι ,,η κορφή,, , η κρέμα γάλακτος που λέμε σήμερα, ήταν όσο βελούδινη έπρεπε κι όσο παχειά επίσης! Για να βεβαιωθεί ότι η δουλειά είναι σίγουρα τελειωμένη, εμέριασε χωρίς να το πολυκουνάει το πηγμένο γάλα κι όταν είδε ,,απού κάτου,, το κιτρινωπό υγρό είπε ,,γένηκε ,,! Έγλειψε το δαλχτυλό της και η υπόξινη γεύση του διαχωρισμένου υγρού, που καθώς το τράβηξε μπερδεύτηκε με την παχειά κρέμα, της ξεδίψασε τη δίψα της αγωνίας, γιατί με τα τυροκομίσματα πάντα ελοχεύει ο κίνδυνος ,,να κόψει ,, και να πάει χαμένος ο κόπος τους. Τώρα μάλιστα που έπρεπε να ολοκληρώσει τις σπουδές της στον τομέα η Κατερίνη που θα πήγαινε στο δικό της σπιτικό, δεν επέτρεπε η Γιωργίτσα να γένει τέτοιο λάθος. 
-Φέρε βαϊζούλα μου την πλατειά κουτάλα και μια καθαρή βεδούρα να ,,συλλέξουμε την κορφή,,! ,,Άϊντε, και πλαταρώθηκα η έρμη,,! Η Κατερίνη πρόθυμη στις προσταγές της μάνας της και γιατί την υπάκουε σα μάνα και γιατί την άλλη χρονιά από άλλονε θα ´παιρνε διαταγές από κείνη, αφού, ,,κιότευε ο καιρός της συμφωνίας του πατέρα της με το Γιώργη, ,,τσακίστηκε,, και τώρα και άλλοτε, γιατί πολύ το ήθελε να την ευχαριστάει.
-Άσε μάνα μου, να τον συλλέξω εγώ τον αφρό και ,,παραθαρέψου παρακεί να ξαποστάσεις,,! Είπε η Κατερίνη με συγκίνηση κι έσκιουψε να πάρει την φαρδειά κουτάλα που την είχε κιόλας ακουμπημένη στα χέρια της μάνας της. Εκείνη κοιτώντας τη στα μάτια με την ίδια συγκίνηση άφηκε να κυλήσει χωρίς αντίσταση η κουτάλα από τα χέρια της κι όσο η Κατερίνη ,,κωλόκατσε,, να μαζέψει την κορφή, δυο δάκρυα μαργαριτάρια κυλήσανε από τα μάτια της μάνας! Σηκώθηκε, έστριψε, δε σκούπισε τα δάκρυα, ,,τ´άφηκε να στεγνώξουν,, μοναχά τους, ήθελε να γίνουν ένα με την ψυχή της, να τα κουβαλάει αλαφρά απάνου της για ούλη της τη ζωή λες και ήξερε πως δε θα ξανακλάψει για το χατήρι της κόρης που θ´άδειαζε μια γωνιά του σπιτικού της, λες και η μοίρα δε θα της εχαμογελούσε πια; Όχι δεν ήταν ετούτο, δεν εμπόραγε ετούτη να ηξεύρει τι της εφύλαγεν η μοίρα! Ήτανε ο πόνος της μάνας, ο ξεριζωμός κι ας ήτανε για του ριζικού της το καλό.
-Μανούλα μου, μάνα μου έκραξεν η Κατερίνη τρυφερά, λες κι εμάντευε τις σκέψεις της μάνας της. Τέλεψα!
-Την ευκή μου βαϊζούλα μου, φώναξεν από μακριά η Γιωργίτσα. Την ευκή μου! Κι έκρυψε άλλα δυο δάκρυα που κυλήσανε μοναχά τους στο χώμα κι εκείνη εφύτεψεν εκεί δυο πευκοπούλες για να της κάνουν συντροφιά και να της στέλνει μηνύματα με τον αγέρα στη Μοφκίτσα και να φέρνει πίσω όσα η Κατερίνη ,,θα μηνεί,,!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΝΝΑΤΟ

Η εξαγωγή του βούτυρου! Φεγγαροβουτυρένια!

Σε απόσκιο, δροσερό μέρος, σημαντικό το μέρος επιλογής για τούτη την εποχή που οι ζέστες είχαν σφίξει ακόμα και στα βουνά, στεκόταν περήφανη, λυγερόκορμη,μυρωδάτη, ακουμπισμένη κατάχαμα ,,η κάδη,,! 
Πολύδογη, ξύλινη, ψιλόλιγνη, στεφανωμένη με πέντε μεταλλικά ζωνάρια για να συγκρατούν ,,τις δόγες,, έστεκε η κάδη περικυκλωμένη από ένα σωρό συμπράγκαλα, ,,τσάγνια,, ατάκτως ερριμμένα, πάρεξ και τα συμμάζευαν η Γιωργίτσα ή τα κορίτσια, γιατί ήτανε το μόνο πράγμα στο οποίο οι άντρες του σπιτιού ήτο αδύνατον να συμμορφωθούν. Είχανε ,,χαλαλίσει,, μια μαύρη πευκοπούλα για χάρη της κι ήτανε κρίμα τότε που την ετσεκούρωσαν να τήνε βλέπεις ,,να τεμπλώνεται,, καταής σαν παλληκάρι,, πόπεφτε στη μάχη από το βόλι του οχτρού. Ο μακρύς ρετσινοευωδιαστός κορμός της που βάσταγε τους βαθιούς πράσινους κλώνους της που σπαρτάραγαν καθώς έπεφταν με βουητό και με κλαυθμό θηρίου άγριου που βρυχάται κι ανέμιζαν στον αγέρα σα να χαιρετάγανε τις αδερφάδες τους για τελευταία φορά αφήνοντας τον κόσμο των ζωντανών ξωπίσω τους με παράπονο σαν δεν εκαταλάβαιναν το λόγο που οι άνθρωποι κατακρεούργησαν τη μάνα πεύκα τη λυγερόκορμη, την περήφανη, την παινεμένη που τη φύσαγε ο άνεμος κι έστελνε το τραγούδι της στα πέρατα της οικουμένης κι έσμιγαν τα μηνύματα κι αγκαλιάζονταν τα όνειρα της εξάπλωσής τους, που άφηναν τις βελόνες τους κατάχαμα κι εγίνονταν στρώμα αδιαπέραστο κι έστρωναν οι άνθρωποι την αντρομίδα ή το σάϊσμα και ο ήχος της φλογέρας των αντρών, που παίζανε σκοπούς τσοπάνικους, σεβντάδικους και σκοπούς από τα κατορθώματα των πολεμιστών Τζαβελαίων των προγόνων τους, έσμιγε με το δικό τους το τραγούδι κι εζηλεύαν τους ο ντουνιάς κι οι ρούγες στη Μουντρά και στα χωριά τρογύρω ίσα με τα τρανά χωριά και τις πολιτείες! Ο Θανάσης όμως και οι γιοί του το δικό τους καλό εκαταλάβαιναν, για την εδική τους επιβίωση νοιάζουνταν παρ´ότι γενικά σεβόντουσαν το δάσος και τ´αγάπαγαν και το επροστάτευαν κι από πυρά κι από άλλους ξένους ξυλοκόπους, θεωρούσαν όμως δικαίωμά τους, και αφού ο Θεός για τη δική τους εξουσία τα είχε πλασμένο όλα τ´άλλα πλάσματά του, να τα χρημοποιούν ανάλογα με τις ανάγκες τους και προς όφελός τους. Το μακρύ ταξίδι του κορμού ως την πόλη να σανιδοποιηθεί, στερνά αφημένο στη μαεστρία του ξυλουργού να γίνει δόγες και βεργόκοφτοι και διάτρητοι σφοντηλόδισκοι και καπάκι βάσης και πανωκάπακο με τρύπα στη μέση όσο το πάχος του ,,κόφτη,, και λίγο περισσότερο για να κυλάει αβίαστα κι ύστερα μετρήματα και ισοϋψή τεμαχίσματα, ίσαμ´ένα μέτρο και κάτι ύψος και κανά εφτάρι κατοστά πλάτος το καθένα, ύστερα το κανάκεμα, η λείανση και το πλύσιμο, όλα έμπαιναν σε μια ιεροτελεστική διαδικασία κι αν λογαριάσεις ότι οι τεχνίτες της εποχής εκείνης εκάμνανε με μεράκι πολύ τη δουλειά τους, γιατί πρώτον την εκάμνανε για τον ατό τους και στερνά για τον πελάτη, είχε διπλή ζωή μέσα του το κάθε αντικείμενο κι ήτανε σα να εξιλεωνόταν ο άνθρωπος για την αποκοτιά του να κόψει το δεντρί, φύσαγε μέσα στο νεκρό ξύλο ζωή από τη ζωή του κι ο τεχνίτης κι ο τσοπάνης κι ούλοι στη στρούγκα που τα σεβόσαντε τα ´γγειά ετούτα σαν ιερό Βαγγέλιο!
Έφτιαχνε ο τεχνίτης ξυλουργός και μια μακριά βεργοπούλα σα χοντρό χυλοπιτοπλάστη, καμμιά παλάμη μακρύτερη από την κάδη μ´ένα διάτρητο δίσκο ξύλινο κι ετούτονε να πιάνει σκεδόν ούλη την επιφάνεια της βάσης, που στη δική τους κάδη ήτανε στενότερη από την επάνω διάμετρο που φάρδαινε όσο τα φάρδος μιας αντρίκιας απαλάμης και στερεωνότανε στο κάτω μέρος του βεργοκόφτη. Ένα εργαλείο χρήσιμο και αναγκαίο στη στρούγκα!
Εκεί μέσα άδειασε η Κατερίνη με τη βοήθεια του Παναγιώτη την ολόγιομη καρδάρα με την ,,κορφή,, που μάζεψε από τα ταψιά αφού βάσταξε λίγη για μαγιά κι άλλη λίγη, μια κουρουπίτσα μοναχά, για τον αδερφό της τον Πέτρο που λιγωνότανε για δαύτη! Ύστερα σκέπασε την κάδη μ´ένα ,,τουβαλίθι,, κι ,,ανακουφωτά,, με το καπάκι της. Τρία μερόνυχτα παράστεκαν την ,,κορφή,, να ξινίσει και ο πιο χεροδύναμος που ήτανε ο Νικολός σε δροσερές ώρες, ακόμα και μ´αστροφέγγαρο αν η ανάγκη το καλούσε, άρχιζε το ζόρικο παιχνίδι της εξαγωγής του βελούδινου συμπαγούς τροφίμου που δεν ήταν άλλο από το βούτυρο γάλακτος!
Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω τα δυνατά σταθερά χτυπήματα του ,,κόφτη,, ,τσι λέγανε τη μακριά βέργα που περνούσε μέσα από την τρύπα του καπακιού, στα δυνατά, σίγουρα χέρια του Νικολού και σαν κουραζότανε του Πέτρου εναλλάξ, με ώτα των παρευρισκόμενων που υποτάσσονταν στο άκουσμα του παφλασμού της σφοντηλόβασης, που αν μη τι άλλο ήτανε ένα ηδονικό νανουριστικό άκουσμα που άγγιζε τα βαθύτερα πλήκτρα της ψυχής τους κι ανασαίνανε τον αέρα της μυρωμένης ατμόσφαιρας αντάμα με της νυχτιάς τη σιγαλιά, όπως απόψε ή του πρωινού λυκόφωτος άλλοτε σε μια συγχορδία συναισθημάτων και μπέρδεμα ψυχών που μόνο το φεγγάρι και τ´αστέρια γνώριζαν το σκοπό της! Ετούτη τη βολά η Κατερίνη μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και της ονειροπαγίδας την πρόκληση, βάλθηκε να μετρήσει τα κοπανήματα του κόφτη κι ήτανε σα να μετράει τ´αστέρια αφού το βλέμμα της όσο μέτραγε ήτανε στραμμένο εκεί ψηλά στον ουρανό κι έμπλεκε τα χτυπήματα με τα όνειρά της! Μυριάδες μικροσκοπικά νανάκια οι διάσπαρτοι στο γάλα λιπόκοκκοι συγκεντρώνονταν στην επιφάνεια σα σε προσκλητήριο επίταξης καθώς ο κόφτης ανεβοκατέβαινε αργά σταθερά και ρυθμικά. Κάπου στα τετρακόσια μετρήματα της Κατερίνης ο Νικολός ανασήκωσε το καπάκι της κάδης και τα πρώτα γουρμπουλοβουτυρένια μπαλάκια πρόβαλαν θριαμβευτικά στην επιφάνεια. Σαν αλαφρότερα έστεκαν εκεί και κολυμπούσαν στο γαλάτινο αφρό σαν τους αξιότερους κολυμβητές που γύρευαν την πρωτιά κι έβλεπες ένα συναγωνισμό σαν εκείνον των σπερματοζωαρίων που κυνηγάνε το ένα τ´άλλο στην προσπάθειά τους να γονιμοποιήσουν πρώτα το ώριμο ωάριο! Τότε ο Νικολός έριξε λίγο κρύο νεράκι, καπάκωσε και συνέχισε ρυθμικά το χτύπημα μέχρι που έφτασε σύμφωνα με της Κατερίνης τα μετρήματα κάπου τα εννιακόσια. Μην την πιστεύετε κιόλας εντελώς, μπορεί να της ξέφυγαν μερικά, ο νους της ήτανε αλλού, αλλά τι σημασία είχε; Είτε μετριούνταν τα κοπανήματα είτε όχι, ο Νικολός εμπειρικά μέτραγε με το μάτι και με το βάρος του χεριού του αν το βούτυρο μαζεύτηκε ούλο στην επιφάνεια. Το κρύο νεράκι που κέρναγε πού και πού την κάδη βόηθαγε στο γρηγορότερο σχηματισμό του, μέχρι που διαχωριζόταν εντελώς σε βούτυρο και βουτυρόγαλα, ένα είδος ξινόγαλα ήτανε αυτό που έμενε και που, αφού τραβούσαν το σχηματισμένο βούτυρο, το έκαναν αμέσως ανθότυρο, αυτό που λέγανε ξινομυζήθρα και το τυρόγαλό της ξινομυζήθρας το δίνανε συνήθως στα χοιρινά ή το έχιουναν ξέμακρα. Ρολόι δεν είχαν για να ξέρουν πόσες ώρες χτυπούσαν, όμως έτσι όπως το έκριναν με τις βόλτες του φεγγαριού ή της Αυγής τα φτερακίσματα θά ´τανε, έλεγε η νόνα πιότερο από μίνια ώρα! Στάσου όμως, ετούτο αν εκοπανάγανε κορφή, γιατί αν εκοπανάγανε κατ´ευτείαν το γάλα, κατ´ευτείαν όχι, αφού έκρυωνε, έλεγε, δύο ώρες και βάλε! Γινότανε ετούτο άμα δεν είχανε καιρό ή υπομονή να καρτερέσουνε το ξίνισμα.
Πάντως παιγνίδι το βαφτίζανε κι ας ήτανε ,,μανίκι,,! 
Μια τεράστια βουτυρόμπαλα μαζί με υπολείμματα γάλακτος ξεπρόβαλε σα νεογέννητο βρέφος και καθώς το κράταγε στα χέρια του ο Νικολός έμοιαζε στο φως του φεγγαριού σαν αληθινό σγουρομάλικο ξανθό μωρό και καθώς το πέρασε με τα ζουμιά να τρέχουν, σου έδινε την εντύπωση πως στ´αλήθεια βγήκε βρέφος από την κοιλιά της μάνας του και σπαρτάραγε στην προσπάθεια να βγάλει ,,την κραυγή ζωής,,! Άσχετο αν η Γιωργίτσα λύσαξε από το κακό της σαν ,,έγλεπε,, τη λεηλασία της καλύβας που αν δε φροντιζότανε πάραυτα, θα τους τρώγανε οι μύγες το ξημέρωμα! Το κατάπιε, γιατί δεν το είχε σε καλό τη νύχτα να φωνάζει τους ανθρώπους της, αλλά δεν το παράκαμψε, το φύλαξε ολόκληρο για το πρωί, τι τους είχε μαθημένο ατός της που την εγράφανε στα παλιά της τα σκαρπίνια; Όξω από την καλύβα ήτανε μια πέτρα στρουμπουλή, λεία από τα χρόνια και τις κακουχίες κι ήτανε ότι πρέπει για το ζούληγμα και το άρμεγμα της βουτυρόμπαλας! Την ακούμπησε λοιπόν απάνου ο Νικολός και δωσ´ της ζούληγμα και δώσ´ της σπρώξιμο και το υγρό που ήτανε μπλοκαρισμένο ανάμεσα στα βουτυρένια γουρμπούλια εκύλαε αγάλι-αγάλι χαϊδεύοντας αγαπησιάρικα την πέτρα που το ρούφαγε στην ξέρα της μπρου κυλήσει στο χώμα! Όταν το βούτυρο το έφτιαχναν ημέρα η διαδικασία έπαιρνε μια μικρή τροπή. Το ζούλαγαν βέβαια με τα χέρια τους μέσα στην καρδάρα, αλλά το πλένανε με δροσερό νερό μέχρι που έβγαινε πεντακάθαρο! Επί τέλους! Τι καλά! Άλλο στα τουλούμια, άλλο στα πήλινα σταμνιά έπαιρνε τη θέση του για φύλαξη ή για πούλημα την επομένη στο παζάρι.
Νοικοκυρές που δεν είχαν πολλά ζώα, μάζευαν την βουτυρόπετσα από το βρασμένο γάλα που το μάζευαν μερικές ημέρες, όπως έβλεπα τη μάνα μου να κάμνει, και το έβαζαν στη φωτιά με αλεύρι αραποσιτιού (καλαμποκάλευρο) και το ανάδευαν, το ανάδευαν απάνου στη φωτιά μέχρι που το αλεύρι ρουφούσε τα υγρά και ξέρναγε το βούτυρο. Τότε το στράγγιζε σε κάποιο δοχείο και συνέχιζε τη διαδικασία μέχρι να βγει ούλο το βούτυρο. Αυτό που έμενε το λέγανε ,,συγκάθι,, και ήταν ένα βαρύ, αλλά πεντανόστιμο έδεσμα. Τότε το έτρωγα, τώρα αν μου το προσφέρεις δεν γνωρίζω αν θα το φάω! Με βαραίνει και μόνο με τη σκέψη! Το βούτυρο όμως το πρόβειο δεν το αλλάζω με κανένα άλλο!
Μετά την ασρόφεγγη ιεροτελεστία που συγκαλόκαιρα και ούλο το καλοκαίρι, όσο διάστημα δηλαδή έδιναν γάλα τα γιδοπρόβατα, συχνά επέλεγαν νύχτες με αστροφεγγιά για να χτυπάνε το βούτυρό τους! Κι ο λόγος εμφανής! Δε θα γινόταν σε καμμία περίπτωση βούτυρο με καλοκαιρινές θερμοκρασίες! Ξελιγωμένοι ούλοι τους από την πείνα, καθ´ότι ο καθένας έκαμνε κι από κάτι. Η επιστροφή του κοπαδιού από την απογιοματινή βοσκή του δημιούργησε εν τω άμα καινούργιες υποχρεώσεις. Μάντρωμα, άρμεγμα, πήξιμο γιαούρτης που είχε ήδη παραγγελθεί από το προηγούμενο παζάρι κ.ά.
Στο άψε-σβήσε η Κατερίνη με τη Γιωργίτσα φωκώσανε όξω στο κακαβολίθι τη φωτιά και κατέβασε η μία το τρανό τηγάνι. Το´βαλε απάνου στη φωτιά. Έκοψε ένα κομμάτι από το φρέσκο βούτυρο και το´βαλε να λιώσει πράγμα που δεν άργησε διόλου! Έσπασε και καμμιά δεκαπενταριά ολόφρεσκα αυγουλάκια στην πήλινη κουρούπα, τα χτύπησε στην πιλάλα με δυο βαριά πηρούνια να διαλυθούν καλά, πρόστεσε και καμμιά δεκαριά κουταλιές γάλα, αλατοπίπερο, ναι είχε και πιπέρι, και το ´ριξε με μιας στο ζεσταμένο βούτυρο. Στρώσανε και το σοφρά μάνι-μάνι, τεμαχίσανε σε λεπτές φέτες μισό καρβέλι ψωμί, ακούμπησε η Γιωργίτσα στη μέση του σοφρά απάνου σε μια λεία πέτρα, το τηγάνι, έτσι όπως το κατέβασε από τη φωτιά με την αφράτη, ψημένη κι από τις δυο μεριές ομελέτα, άλλοτε έκαμνε καγιανά,αλλά την ημέρα, το βράδυ όχι, γιατί από τη μια έπεφτε βαρύς από την άλλη δεν επρολαβαίνανε, έπρεπε κάτι γρήγορο, να φάνε και ,,να σβερκωθούνε,, γιατί οι νύχτες του καλοκαιριού τι κι αν ήτανε στην αρχή τους δεν προλάβαινες να ειπείς κύμινο ξημερώνανε! Ένα γυάλινο βάζο τρανό σα μωρό παιδί φιγούραρε με φρέσκο βούτυρο, εκεί βαλμένο σε μια προστατευμένη γωνιά. Ήτανε λογαριασμένο για πεσκέσι στο σπίτι του γαμπρού που απ´ότι ξέρανε μοναχά πέντε μαρτίνες είχανε για να πίνουν γαλατάκι. Νοικοκυραίοι ήσαν οι αντρώποι μα όχι σε κοπάδια, σε καμποχώραφα και σταφίδες.
Βούτυρο στο φαΐ τους, βούτυρο στους κουραμπιέδες τους, βούτυρο στο κάθε τι! Μοσκοβόλαγε ο τόπος σαν έλεγε να φτιάξει ,,κουραμπιγιέδες,, η Γιωργίτσα! Κι αν έλεγε την ημέρα που ζύμωνε να κόψει λίγο ζυμάρι να το πνίξει στο βούτυρο και να το γιομίσει με τυρί φέτα, ανθότυρο και γιαούρτι, αυγουλάκια, λίγο αλευράκι και πιπεράκι ε,, αυτό, όσο τούρμπο κι αν ήτανε, δεν έπαυε να είναι θεϊκό!
Αγαπημένες έγνοιες της ανάγκης, αγαπημένες ενασχολήσεις μαζί με όνειρα μπερδεμένες χτίζανε στα Τρελάγκαθα ιστορίες της καθημερινότητας αγνές, που κρύβανε μέσα τους αλήθειες και περιθώρια για εξέλιξη και όνειρα!
 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ

Ο ΚΟΥΡΟΣ (η κουρά των αιγοπροβάτων 2ος κύκλος!)

Πέρασε κιόλας ένας μήνας από το κολοκούρεμα! Εκεί απάνου στα Τρελάγκαθα κάνουνε πασαρέλα τα λογής-λογής τρελάγκαθα στη βουνίσια χωραφοάπλα τους κι έχουνε στήσει το πρόχειρο ιατρείο τους για... τα έκτακτα περιστατικά! Αφαλαρίδες, γαϊδουράγκαθα, τριβόλια, ασημάγκαθα, ροδάγκαθα, τσουκνίδες φυτρωμένα κατά γης κι άλλα θαμνώδη, όλα με όμορφα ροζ, φούξια, μπλε-μωβ, κίτρινα άνθη, από τα πρώτα που υποδέχτηκαν καλόκαρδα τις μέλισσες μετά το χειμώνα και τις φιλοξενούν μόνιμα ακόμα και τώρα μέχρι να στραγγίξουν εντελώς το πολύτιμο νέκταρ τους, κρυμμένο με αγκαθωτή φρουρά στην λουλουδένια αποθήκη τους. Εκείνες δεν έχουν λόγο κανένα να φοβούνται τ´αγκάθια σε αντίθεση με τα πρόβατα και λιγότερο τα γίδια που τα τρέμουν γιατί κολλάνε στο μαλλί τους, ειδικά τα τριβόλια και οι αφαλαρίδες και τότε γράψτε αλίμονο! Πιάνουν τους κορμούς και τρίβονται τα άμοιρα να γλιτώσουν από το φαγούρισμα, προκαλώντας λυπητερό κλάγγισμα στα κυπροκούδουνά τους, στα τροκάκια τους ή στα τσοκάνια τους, σα να καλούν τον τσοπάνη τους στην υποχρέωσή του απέναντί τους να εκτελέσει το χρέος του. Κι εκείνος που το καταλαβαίνει ετοιμάζει για δεύτερη βολά τα κουροψάλιδά του, καλεί τους γείτονες τσοπαναραίους με δροσιά για την καθιερωμένη συνδρομή τους, διατάζει την κυρά να ´τοιμάσει τα σακκιά για το ,,τικλιασμένο,, πολύτιμο μαλλί, να ζυμώσει και να μαγερέψει για το γλέντι του απόκουρου κι εκείνος με του Θεού τη χάρη, πάντοτε πρώτος ο Θεός στις δουλειές των τσοπαναραίων, να ξαλαφρώσει τα ζωντανά από το περιττό βάρος!
Ήτανε τυχερός ο Θανάσης με τους γιους και τη φαμίλια του εφέτο, γιατί χάρη στο κλαψιάρικο πείσμα του σύννεφου δρόσισε ο τόπος και δε χρειαζόταν ,,να γκουσώνουν,, μάιδε πρόβατα μάιδε αντρώποι!
Στημένοι στη σειρά έξι γοργόχεροι κουρευτές δικαίωσαν τ´όνομα που φέρνανε χρόνους τώρα στις γύρω στάνες και τίμησαν τα ψαλίδια τους και ´κείνα εδαύτους, σαν σε κάθε αμφίδρομη σχέση ούλα ,,δανεικαριές,, φυτεύουνται. Δε χρειάστηκε να δέσουν κανένα πρόβατο ,,πιστάγκωνα,, παρά μονάχα να το ,,διχαλιάσουνε,, το ζωντανό με τα γυμνασμένα τους ,,μηρά,, και μ´επιδέξιες κινήσεις σταθερές και επαναλαμβανόμενες να το γυμνώσουν σε μια γύμνια αλλιώτικη από ´κείνη των ανθρώπων, αφού τα ζωντανά δε νιώθουν τη ντροπή, σε μια γύμνια λυτρωτική, αλαφρωτική κι απολαυστική και σε μια ολιγοανάγλυφη αντίθεση του κορμιού με το υπόλοιπο κολοκουρεμένο σώμα πριν ένα μήνα περίπου! Το μαλλί δε μεγαλώνει ,,ογλήγορα,, μα το ,,μάλλιασμα,, διέγραφε ξεκάθαρα και πρόσθετε μια γοητεία στα ζωντανά κι άλλη μια καμαρογραμμένη ματιά στα μάτια του νοικοκύρη! Το μόνο πρόβλημα ήταν και τούτη τη φορά πως δε γνωρίζονταν αρχικά μεταξύ τους και παίξανε μέχρις ξελιγωμού το παιχνίδι της απομάκρυνσης του ξένου! Ήτανε και η κόκκινη μπογιά με το σημάδι αναγνώρισης και χάσανε το ,,μπούσουλα,, τα ,,ρημάδια,, , έλεγε χαμογελώντας η Γιωργίτσα! Ακόμα και τα γίδια που ήσαν πάντα ανήσυχα στον ,,κολόκουρο,, τώρα που ο λαιμός ήτανε φτιαγμένος, με το ,,διχάλιασμα,, του κουρέα και το κράτημά τους από τα κέρατα από ένα μπρατσωμένο νιο, τους γιους του έβανε ο Θανάσης σε τούτο το πόστο, γινότανε ήσυχα κι όμορφα η κουρά.
Ένα αλλιώτικο κοπάδι γυμνωμένο κατάσαρκα ,,έγλεπε,, κανείς και μια κόκκινη γιρλάντα στο λαιμό ή μια σημαδούρα στα καπούλια, αυτή της αναγνώρισης, και χαιρόσουν μαζί τους αυτή την τρελή γύμνια, αυτό το ανάστατο μπούτι-μπούτι, αυτό το θεσπέσιο αμήχανο χορομπουλητό μέσα στου μαντριού το στριμωξίδι! Ανάσαιναν ελευθερία στο κορμί τους και σε λίγο στη βοσκή θα την απολάμβαναν σε όλο της το μεγαλείο! Η προβιά με την τεχνική του κουρέα, έτσι ,,τίκλα,, που ήταν από τον ιδρώτα, το λίπος του ζωντανού και τη σκόνη, τη ,,μάκα,, όπως τη λέγανε, έβγαινε σε μια συνέχεια ολόκληρη, καμάρι του κουρέα και του νοικοκύρη επίσης που τις έδειχνε στους πραματευτάδες υποδηλώνοντας την άριστη ποιότητα του μαλλιού! 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ

 Ο ΚΟΥΡΟΣ (δεύτερη φάση)-ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ!

Ευτυχώς το διήμερο της κουράς εκείνο το καλοκαίρι ήτανε δροσερό και δεν τους εκούρασε η ζέστη! Το μαλλί συλλέχτηκε και τοποθετήθηκε στα σπαρτόσακκα! Μια μπόχα έβγαινε καθώς το στρίμωχναν να χωρέσουν όσο γινόταν περισσότερο μέχρι που τα ,,τίγκαραν,,! Ήταν η μπόχα από τη σωρευμένη ,,γάρα,,, αλλά δεν ήταν αηδιαστική! Καθώς μάλιστα η οικογένεια σκεφτόταν το κέρδος που θα είχε από την πώλησή τους, που με τα χρήματα αυτά και άλλα θα δρομολογούσαν το φευγιό της Κατερίνης για το καινούργιο της σπιτικό, αλάφρωνε και η κούραση, μοσκοβόλαγε και η βρωμιά, χαίρονταν και τα αιγοπρόβατα την καινούργια τους φορεσιά, ούλοι είχανε να λάβουνε από ένα τέτοιο εγχείρημα, όπως ήτανε ο κούρος!
Πυρετωδώς απλώθηκαν κατάχαμα απάνω στη σπαρταπλάδα στις πεντακάθαρες μεσάλες ούλα τα καλούδια του γλεντιού που ετοιμάσανε οι γυναίκες με το ίδιο κέφι και μεράκι όπως στο κολοκούρεμα κι ακόμα μεγαλύτερο. Σ´αυτό βόηθηκε και ο δροσερός καιρός. Είχανε μεγαλύτερη ευελιξία και άνεση στα πέρα -δώθε τους, γράφανε στο νου τους και στην καρδιά την ευλογία της συγκομιδής, γιατί μια συγκομιδή ήτανε κι ετούτο το ,,μαραφέτι,, της κουράς, και το τραπέζι της χαράς έπρεπε να φέρνει αληθινή χαρά σε ούλους και σε ούλα!
Χαρούμενα γελαστά πρόσωπα, πρόθυμα κοριτσίστικα πήγαιν´έλα χρωμάτιζαν όμορφες πινελιές την καθ´όλα αξιόλογη συντροφιά και η άνεση του φιγουραρίσματος της νιότης των κοριτσιών που την επέβαλε η αναγκαία εξυπηρέτηση των αντρών και δε χρειαζόσαντε εντολές για τούτο, την εγνωρίζανε τη δουλειά τους καλά, χάριζε τη φυσική νότα που έδενε με το περιβάλλον κι ήτανε και το καμάρι των αντρών της συντροφιάς, ο καθένας καμάρωνε τη χάρη ,,με τον εδικώνε του τρόπο,, κι ας ήτανε να γινότανε και καμμιά παρατυπία ξεστρατίσματος δεν της εδίνανε σημασία, όπως μια βολά λύθηκε κατά λάθος εξεπίτηδες η μαντήλα της Κατερίνης και φάνηκαν τα πλούσια καστανά λυτά, ξέπλεκα μαλλιά της κι εκείνη χασομέραγε το δέσιμό της, γιατί ήθελε τόσο πολύ ν´αφήνει τα μαλλιά της ν´ανεμίζουνε ασυμμάζευτα στον αέρα, να γίνουνται κεραίες ενδοσυνενόησης με το Γιώργη αντίπερα στην όμορφη Μοφκίτσα! Άσε η Τριαντάφυλλη που τέντωνε τα στήθια της για να κοπεί τάχατες κατά λάθος το κουμπί της μπόλκας της για να φανεί το λαχταριστό της καλογραμμένο στήθος. Κι η Ελισσάβετη δεν επάαινε πίσω, τα έκανε κι αυτή τα ,,τσαλιμάκια της,, όταν έβρισκε ευκαιρία σε κάτι τέτικες αναμπουμπούλες. Είχε βάλει στο μάτι ένα νιο, καλό και φρόνιμο παιδί που ήτανε στην κουρά εσήμερις κι εκείνος την είχε φαγωμένο με τα μάτια εδώ και πολύ καιρό κι ίσως επί τούτου κιόλας να τον είχε καλεσμένο ο Θανάσης για να μάθει την κουρά, μάλλον τον επροόριζε για μελλοντικό γαμπρό του και σα να το είχε μυριστεί ετούτο η Ελισσάβετη φρόντισε να κάτσει δίπλα του κατά τύχη και στο κολοκάθισμα άφηκε να φανεί η γάμπα της καθώς ανασήκωσε αναγκαστικά το ,,βελέσι,, της για να στρογγυλοκαθίσει κι εκείνη στο μεγάλο κύκλο, που στη μέση του είχε το σοφρά με τα λογής-λογής καλούδια!
Ψητά στη σούβλα τα κάμανε ετούτη τη βολά τα σφαχτά, μιας και η δροσιά βόλεψε προς τούτο, έτσι για να ξαλαφρώσει και μια στάλα η μάνα σας, είπε στα κορίτσια ο Θανάσης, αλλά οι πίτες και τα γεργούτια και τα τυριά κι οι τσότρες ολόγιομες ούλες από τα χεράκια τους επεράσανε και τα τουλουμοτύρια μοσκοβόλαγαν βούτυρο και το έσταγαν οι μουρσέλες καθώς εσκίζουνταν ανάμεσα στα χέρια της Κατερίνης προκειμένου να τ´ακουμπήσει στην ξέβαθη ξύλινη πιατέλα, κατασκεύ ασμα ετούτο του Πέτρου του αδερφού της, που εσυναγωνιζότανε το Νικολό τελευταία στην τέχνη της γλυπτικής του ξύλου. Κι έτσι καθώς έτρεχαν η άρμη και το βούτυρο, αφού τ´ακούμπησε μέσα στην πιατέλα στη θέα ουλουνών για να θαμάσουνε την ποιότητα των τυριών του Θανάση, που δεν εξεβουτύρωνε ποτέ εντελώς το γάλα που είχε για τυρί, συνήθως μάλιστα και καθόλου, γιατί έλεγε το ξεβουτυρωμένο γάλα δεν φτιάχνει καλό τυρί, είναι σα ,,χορίδι,, έλεγε κι εννοούσε τον ασβέστη, σου ´ρχόταν αν ήσουνα σερνικό να της βουτήξεις τα χέρια και να τα γλείψεις ηδονικά μέχρι τελευταίας πτώσης! Ποιος τολμούσε όμως να το κάμει; Μονάχα στη φαντασία του αν ήθελε, που ήτανε λύτρωση για εκείνους τους καιρούς η φαντασία στο μυαλό των νέων έτσι ψυχαναγκασμένοι που ενιώθανε πίσω από την αυστηρή επιτήρηση των πατεράδων, των αδερφών ακόμα και των συγγενών! Οι γενιές των πρέπει που άφηναν χορταριασμένα και παρθένα τα χωράφια των κοριτσιών και των αγοριών που φρόντιζαν όμως το γρηγορότερο να βρούνε κάποιον άξιο κατά τη δική τους γνώμη καλλιεργητή να σπείρει το σπόρο των απογόνων στις υπομονετικές νυφικές παστάδες που προετοίμαζαν παιδιόθεν!
Τώρα όμως ο καθένας με τα δικά του όνειρα θαμένα στα κατάβαθα του νου ξέδινε σε χαράς τραγουδίσματα, χάχανα και τρανταχτά γέλια, ευτυχώς ετούτο δεν απαγορευόταν, και τα Τρελάγκαθα βούϊξαν κι ακόμα μια φορά πνιγμένα στο γλέντι και τη χαρά του κούρου.Ταχιά θάρχονταν και οι χαρές των κοριτσιών και δε θ´απόλειπαν τα γλέντια για το σπιτικό του έλεγε ο Θανάσης με περηφάνεια και σήκωνε τα κουπάρια χωρίς να νερώνει το κρασί του και ποιος άκουγε τη βάβω που τον εμάλωνε, γιατί μοναχά εκείνη είχε το δικαίωμα, η Γιωργίτσα σαν υποτακτική και φρόνιμη γυναίκα έπρεπε να κάθεται στ´αυγά της, άσχετο αν τα προσχήματα εκείνη τα κράτηγε μοναχά μπροστά στον κόσμο και στην πεθερά της! ,,Λαλιάσανε,, από το κρασί ο κόσμος και το φαγοπότι πλούσιο καθώς ήτανε εβάρυνε τα στομάχια τους και καθώς μετά την ευχαριστήριο προσευχή στάθηκε η Ελισσάβετη με μια βεδούρα με δροσερό νερό πηγής κι έριχναν ένας-ένας που σηκωνότανε από μια μπούφλα στη μούρη του για ν´ανακάμψει, ειδικά οι τσιοπάνηδες που θα ´βγαζαν τα θεονήστικα ζωντανά για βοσκή, μην ανασκελωνόταν για όνομα Θεού σε καμμιά γράνα ή σε καμμιά ρεματιά κανένας τους και ποιος θα τον ,,ήγλεπε,, εκεί πέρα στα βοσκοτόπια! Όταν ήρθε κι σειρά του Γιάννη του κατά φαντασίαν αγαπημένου της κοντοστάθηκε καμούμενη πως εγλίστρισε κι εκείνος ενστικτωδώς της έδωκε το χέρι να τη βοηθήκει να ,,σταλικωθεί,, στα πόδια της κι από τότε με τ´άγγιγμα και τη ματιά έγινε αληθινό το παραμύθι! Ετούτο τον κούρο η Ελισσάβετη δεν τον εξέχασε ποτές της! 
Και του χρόνου! Φχαριστιόμαστε, είπε ο Θανάσης μισομεθυσμένος , κάτι που δεν εσυνήθιζε! Στην ευκή του Θεού και της Παναγιάς, πάντα την ,,εκότσαρε,, στο τέλος την Παναγιά ο Θανάσης, γιατί σα γυναίκα που ήτανε θα προστάτευε πιότερο τις εδικές του γυναίκες!
-Και του χρόνου γιόκα μου είπε η βάβω χτυπώντας με τρυφερότητα το γιο της στον ώμο του! 
-Φχαρστώ μάνα μου! Και του χρόνου!
-Ετώρανες στις χαρές των τσιουπιώνε μας πετάχτηκε η Γιωργίτσα που καθότανε αμίλητη αποκαμωμένη από τις πολλές δουλειές που ετούτη η εποχή έβγανε. 
-Στις χαρές τους γυναίκα μου της είπε κι ήθελε να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει, αρκέστηκε όμως σ´ένα ακούμπημα στον ώμο της!
-Και του χρόνου! Είπανε ούλοι μαζί κι ξεστράτισε ο καθένας για το κονάκι του!
Είχε απογιοματιάσει για τα καλά. Τα γιδοπρόβατα ανεμοδούριζαν στριμωγμένα στα μαντριά τους, ανήσυχα και πεινασμένα. Ο Πέτρος άνοιξε τη μαντρόπορτα κι ο Νικολός εβόηθηκε! Ένα ξέφρενο λεφούσι από γιδοπρόβατα ξεγυμνωμένα ξεχύθηκε στην άπλα του χωραφιού του οροπέδιου. Έμοιαζαν ούλα ίδια και χαμένα! Μοναχά ο ίδιος στόχος, η πείνα τα έκανε να βρουν το δρόμο τους και να σταθούνε φρόνιμα! Κουδούνια κλάγγιζαν, κεφάλια στριφογύριζαν, κεντρίσματα απαλά από τη μαγκούρα του τσοπάνη, μπουχός από σκόνη μπερδεμένη με χιλιοπατημένα, τριμμένα και γινωμένα σκόνη κι εκείνα λογιών-λογιών τρελάγκαθα, ανθρώποι να χαιρετιούνται, ροδαλά μάγουλα κοριτσιών στολίδια που μοιάζανε με τ´απομεινεμένα τρυφερά πανέμορφα λουλούδια των ροδάγκαθων, που τα πρότειναν ολοστρόγγυλα και φουντωτά στου ήλιου τα χρυσάκτινα και στων κοριτσιών τα μάτια ζηλόφθονα,γιατί νομίζανε πως από ´κείνα κλέψανε την ομορφιά και βάψανε ροζακί τα μάγουλά τους. Μοναχά σαν εθυμηθήκανε πως η Κατερίνη αψηφώντας τ´αγκάθια τους τα χάιδευε τρυφερά και τους μιλούσε, τότε διώξανε τη ζήλεια τους και σκύψανε ούλα στ´αγέρα το πρόσταγμα σε μια βαθειά υπόκλιση γενναίας προσφοράς ευγνωμοσύνης!
Και του χρόνουουουου! Αντιλάλησαν οι ρεματιές κι οι βρυσομάνες χαιρέτισαν με τη ροή τους, οι χελώνες μίλησαν με το χαρχάλεμά τους, τα φίδια με το σούρσιμό τους, τ´αηδόνια πέρα στο βαθύ δάσος με το γλυκολάλημά τους, οι τσίχλες κι ένας ξεμεινεμένος τσαλαπετεινός. Οι αράχνες θέλησαν να συμμετάσχουν κι αυτές μα σαν φωνή δεν είχαν βιάστηκαν να υψώσουν έναν τεράστιο ιστό μπροστά στο μεγάλο πεύκο που αγκάλιαζε στη σκιά του την οικογένεια του Θανάση και πηγαινοέρχονταν ανήσυχες, γιατί ήθελαν να δηλώσουν τη συμμετοχή τους στη χαρά του γρεκιού! Τα τσοπανόσκυλα γαύγιζαν ευχαριστημένα και τα χαμόγελα των ανθρώπων σκόρπιζαν γύρω τους την ευτυχία! Δε φαινόταν κούραση πια ούτε στη Γιωργίτσα! Σηκώθηκε με κέφι, κοίταξε πανωθέ της την αράχνη, έφερε γύρα τη ματιά της κι αγκάλιασε μ´αυτήν ούλο τον ορίζοντα, την έσμιξε με των κοριτσιών της που ήσαν έτοιμες να δεχτούν τις προσταγές της και πήγε στη βάβω που ήτανε κιόλας ξαπλωμένη στον ίσκιο της μεγάλης γκορτζιάς πιο ´κει.Τα μουλάρια κι ο γάιδαρος που θα τους εκατέβαζαν στο χωριό μ´ούλα τους τα ,,τσάγνια,, , ,,τα συμπράκλαλα,, και τη βάβω καρτέραγαν υπομονετικά αναχαράζοντας νωχελικά την τροφή τους και κουνώντας ανήσυχα τις ουρές τους για ν´αποδιώχνουν τις ενοχλητικές αλογόμυγες.
Το θεϊκό ηλιοβασίλεμα τους έγνεψε πως ήρθε η ώρα!
Χαιρέτισαν γι απόψε τα βουνά και μ´ένα όνειρο γραμμένο μέσα τους γυρέψανε καταφύγιο στο πέτρινο όμορφο σπιτάκι τους στο χωριό! Γνωρίζανε πως γι αυτές οι δουλειές και οι έγνοιες δεν τέλευαν ποτές, ήσαντε όμως μια γροθιά και θα τις ,,εκεφαλώνανε,,! Ξέρανε επίσης να χαμογελάνε και τούτο ήτανε μεγάλη δύναμη εντός τους! Ξέρανε ακόμα να ευχαριστάνε τη ζωή για τα χαρίσματά της κι εκείνη τους το ανταπέδιδε με ευτυχία!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 Ο ΜΑΡΚΑΛΟΣ

Τα γρέκια στα Τρελάγκαθα μπήκανε σε μια σειρά! Καθώς οι ζέστες σφίγγανε και τα ζωντανά ξαλαφρώσανε από το ενοχλητικό για το καλοκαίρι μαλλί, πουρνό-πουρνό τα βγάζανε τα κοπάδια στη βοσκή κι εχόρταιναν αγεριού ανάσα και οι ιδιανοί, που άλλος κανένας δεν είχε ετούτη την τύχη παρά μοναχά οι τσιοπάνηδες, και ήτανε εκείνη η αίσθηση ο Παράδεισος ο ιδιανός με τα πουλιά να τσιουρίζουν καθώς έψαχναν το φαί τους και να σμίγουν με τις λογής-λογής φωνές, αληθινή συγχορδία των τροκακιών, των κυπριών και των τροκανιών σε μια ιεροτελεστική ταξινόμηση, τα δεντρά να χτενίζουνται για το πανηγύρι της ημέρας, τα τσοπανόσκυλα να βάνουνε σε σειρά το κοπάδι με την παρουσία τους και το εξειδικευμένο γαύγισμά τους, σε διαρκή εγρήγορση βοηθοί άριστοι του τσοπάνη, και γενικά το ξύπνημα του κάθε ζωντανού οργανισμού απ´αράχνη μέχρι αντρώπους και με το πέπλο της δροσιάς να σκεπάζει τα νταυρωμένα λεύτερα στήθια τους με τα τριχωτά στολίδια, που η γκλίτσα τους η πλουμισμένη με στολίδια ανάγλυφα έγραφε γι αυτούς ιστορίες και μπέσα, που ούλο τον κόσμο να εγύριζε κανείς αλλού πουθενά δεν θα την εύρισκε, το μούκου-μούκου των κριαριών, το προύτσου-προύτσου των τραγιών ενίσχυαν την ενορχηστρωμένη πρωινή συναυλία και μια μαγευτική εικόνα ζωγραφιζόταν αντανακλαστικά στις ψυχές τους που τους εμαλάκωνε κι άλλοτε τους ενίσχυε τη γενεσιουργό τους ορμή μα πιότερο τους χάριζε τη φυσική αγνότητα για να μετράνε τα πάντα χωρίς ντροπάδες, που οι άνθρωποι θεσπίσανε, με τη ζυγαριά του Θεού προγραμματισμένη στον καιρό του το κάθε τι να γένεται, ένιωσαν ότι μπήκαν σε μια ρουτίνα ευωχίας απαραίτητη μετά το τυροκόμισμα και την κουρά.
Τα κοπάδια τώρα λερώνανε τις πεθυμιές τους με τη γενεσιουργό τους ανάγκη κοντά από την ανάγκη τους για τροφή και τα ερωτικά παιχνιδίσματα δεν απόλειπαν σε ούλη τη διάρκεια της ημέρας θες στο βοσκοτόπι βρισκόταν το κοπάδι θες για στάλο στο μαντρί, ώρα δεν έχει για τα ζωντανά η ορμή, κι ήταν ετούτο το φούντωμα χαρά για το Θανάση και τους γιους του, που στο νου τους έβαναν το μεγάλωμα και το ξεκαινούργωμα των κοπαδιών τους! Σκηνές ερωτικές φυσικού κάλλους μ´αδιάντροπη μαεστρία διαδραματίζονται καθημερινά στα κοπάδια του Θανάση και των τσοπαναραίων της γύρω περιοχής! Κι εκεί που πίστεψαν πως θ´ανασάνουν, καινούριος βραχνάς τους περικυκλώνει τη σκέψη και μαντρώνεται για τα καλά η έγνοια και σφίγγουν τα λουριά και τα πλανέματα ανάμεσα στους τσιοπάνηδες για την ανταλλαγή               ,,βαρβάτων,, σε ξελογιαστικά παντρολογήματα!
Το γάλα λιγόστεψε, άιντε και τούτο το μήνα να το κρατήσουνε για τυροκόμισμα και καμμιά μυντζήθρα παραπάνου, γιατί τα τραγιά και τα κριάρια δεν αντέχουνε τις σακκούλες-προφυλακτικά στ´αχαμνά τους και παρ´όλα αυτά το προυτσούλισμα και το μουκούρισμα δίνει και παίρνει στα κοπάδια. Κι όταν γινόταν πολύ ενοχλητικό ο Θανάσης απομόνωνε τα σερνικά και τα λευτέρωνε ανάλογα με το πότε ήθελε να έρθουν τα αρνάκια και τα κατσικάκια και με το αν ήθελε περσότερο τυροκόμισμα ή πιότερα ζωντανά. Κανένα αρσενικό δε μπορεί να συγκρατήσει τις ορμές του, πόσο μάλλον τα ζωντανά! Αν η ανταλλαγή των βαρβάτων ανάμεσα στα γρέκια δεν ήταν εφικτή για διάφορους λόγους τότε, ο ίδιος ο Θανάσης πότε οι γιοί του, παίρνανε τα θηλυκά ,,που ζητάγανε,, και το καταλάβαιναν ετούτο από τις εκκρίσεις, και τα πήγαιναν στο βαρβάτο κριάρι ή τραγί της επιλογής τους και επί πληρωμή εξασφάλιζαν ένα νέο πρόβατο ή κατσίκι από γερό σόι. Αυτό στα γαλάρια όχι τόσο, όσο στα οικόσιτα ζωντανά συνέβαινε και όχι μοναχά στα γιδοπρόβατα αλλά και στ´άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια και τα γουρούνια! 
Μόνο για τις γάτες, τις κότες και τους σκύλους δεν είχα ακούσει ούτε ιδεί ποτέ κάτι τέτοιο! Προφανώς γιατί εκείνα είχαν χαράξει ενωρίς τον πολιτισμό τους και έκαναν προσωπική επιλογή ή εκεί δεν τους ένοιαζε το σόι ή μάλλον τους ένοιαζε αλλά το φρόντιζαν διαφορετικά π.χ. με το ν´αγοράζουν αυγά από σοϊλίτικες κότες. Όσο για τις γάτες μάλλον ήσαν οι μαιτρέσες της κάθε εποχής γιατί οι ξεδιάντροπες όπως και οι σκύλοι έσκουζαν στο ζευγάρωμα τόσο δυνατά ή ,,κόλλαγαν,, που νόμιζες πως διαλαλούσαν το πορνείο τους ακόμα και από τα κεραμίδια! Στα πρόβατα όμως και τα γίδια γινόταν με θεληματική υποτακτική σε μια φυσική αναγκαία πράξη διαιώνισης του είδους με μια ευπρέπεια υπολογίσιμη.
Συχνά συναντούσε κανείς πινακίδες, ακόμα και σήμερα, με ανορθόγραφα γράμματα που έγραφαν ,,Τραγή με πλερομή,, ή ,,κριάρι σοϊλίτικο,, παραπλανητικά χωρίς να αναφέρεται το σόι και παρ´ότι σου φέρνει γέλια μια παρόμοια πινακίδα ήτο αναγκαιότης αν ήθελαν να εξασφαλίσουν νεογέννητα καλής ράτσας. Οι επιλογές τους ήσαν οι ράτσες με τα σκουλαρίκια στ´αυτιά, τα μάτια σα σφοντύλια, τα σφοντυλομάτικα όπως τα λέγανε, τα καραμάνικα, τα καραμπάσικα κι όσα η μνήμη μου ακόμα δε συγκράτησε. 
Πολλές ήσαν οι φορές που ,,ο μάρκαλος,, αστοχούσε, θες γιατί βιάστηκε ο τσοπάνης να προλάβει τη σειρά και ,,δε ζήταγε,, ακόμη το ζωντανό, θες γιατί δεν είχε κέφια το αρσενικό. Τότε γινόταν επανάληψη μέχρι τα σημάδια της εγκυμοσύνης να γίνουν εμφανή. Πάντως τα θηλυκά που είναι καιρός τους να γονιμοποιηθούν... ,,μήτε πεινάν´μήτε διψάν´ ζευγάρωμα ούλες θέλουν!,, από ένα χαρακτηριστικό δημώδες ποίημα του Γιάννη Σαντάρμη σχετικό με τη γενεσιουργό πράξη των αιγοπροβάτων.
Παραθέτω εδώ την αρχή του σχετικού ποιήματος παρμένο από το site: fthiotikosw-tymfristos. blogsspot.com
,,Ο ΜΑΡΚΑΛΟΣ
Τα γίδια στερφογάλιασαν, τα πρόβατα έχουν στίψει 
Τώρα οι πρατίνες σέρνουνε, τώρα ζητάνε οι γίδες
Και προυτσουλάνε τα τραγιά, τα κριάρια μουκουρίζουν...,,!
Και η χαρά της επιτυχούς επιλογής φυσικά είναι στα γεννητούρια! Κατσικάκια με σκουλαρικάκια, άλλα κάτασπρα, άλλα παρδαλά, αρνάκια πανομοιότυπα με τους πατεράδες τους, αδιάψευστή υπογραφή για τους άπιστους θα δώκουν τη σημαδούρα της νέας επίλεκτης γενιάς στο ήδη μεγαλωμένο με σοϊλίτικα ζωντανά γαλάρι του Θανάση! Κι ο Θανάσης δάνειζε τα σοϊλίτικα σερνικά του στους τσοπάνηδες και συχνά κάνανε δανεικαριές! 
Η τόσο παρεξηγημένη κι απόκρυφη γενεσιουργός πράξη έχει γίνει στα μάτια του ανθρώπου ανίερη γιατί ο ίδιος της προσέδωσε αυτή τη χροιά αποστερώντας τη από το μεγαλείο της γέννησης, αμαρτωλή έχει χαρακτηριστεί από τις θρησκείες, αφύσικη μέσα στην παντοδυναμία της φυσικότητάς της!
,,Παιδί ήμουνα γιε, όταν εκεί σιαπάνου στα Τρελάγκαθα έβοσκα τις προβατίνες, λίγα είχαμε τότενες και γιδερά το (γ)ίδιο, καμμιά πενηνταριά ούλα κι ούλα-έλεγε η νόνα στις διηγήσεις της-στερνά να κάμαμε πολλά-ήγλεπα τα κριάρια και τα τραγιά να μαρκαλάνε τις προβατίνες και τις γίδες και δεν εκαταλάβαινα γιατί το κάνουνε. Έβλεπα μετά από τρεις και κάτι μήνες τις κιουλιές τους τούρλα και πονιαζόμουνα μα ζάβαλε τότενες δεν εκόταες να ρωτήξεις, το πολύ-πολύ να σλαπιπαίρνανε, κι έτσι τα κράτηγες στο μυαλό σου κι όταν ερχότανε ο καιρός εμάθαινες...! Με τόση φυσικότητα γίνουνταν τα πράματα και χωρίς πολλές ξηγήσεις.
,,Μοναχά όταν η Μαγδαληνή από το διπλανό χωριό γκαστρώθηκε απάντρευτη και την εδιαπομπέψανε στο χωριό της, την ηφέρανε και στο δικό μας ανάποδα σε δυο γαϊδάρους μαζί με το λεγάμενο, ετότενες άκουγα πολέγανε οι τρανύτεροι διάφορα και πονηρεύτηκα μια στάλα το ζουρλό.
Κι άμε και παντρεύτηκα και μπρου εκατάλαβα τι πάει να πει ,,ζητάει,, και τι πάει να ειπεί μάρκαλος βαϊζούλα μου. 
Ετώρανες και το ζουρλό παιδί τα ξέρει ούλα απ´όξω κι ανακατωτά! Και για του Θεού τα πράματα πολύ δεν κάνει να μιλάμε.,, Είπε και τέλεψε την κουβέντα της η νόνα!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ

 ΘΑΝΑΣΗΣ Ο ΤΣΕΛΙΓΚΑΣ!

Ο Θανάσης πρωτοτσέλιγκας στην περιοχή, που την είχε κάμει μαζί με τ´αδέρφια του και τους γονιούς του τσιφλίκι του, ήτανε ένας ψηλός, αδύνατος άντρας με γλυκά και αυστηρά συγχρόνως χαρακτηριστικά, με ντύμα της εποχής του που ήταν ετούτο μια πλεχτή στημονοφανέλα με μακριά μανίκια που την εφόρηγε κατάσαρκα χειμώνα-καλοκαίρι, μια υφαντή με πάνινο νέμα πουκαμίσα με φαρδομάνικα για λεύτερο ανάδεμα της γκλίτσας και των χεριώνε του, άσε που έτσι ούλοι τα φόρηγαν τότες, γιλέκι τα καλοκαίρια κι άλλα σκουτιά ράσινα το χειμώνα και δεν του απόλειπε ποτές η τραγιάσκα και η καπότα, ούλη από τράγιο μαλλί υφασμένη με τράγιο στημόνι που το είχε νηματώσει η βάβω η μάνα του και το ακούμπησε μ´αγάπη στην Κατερίνη το ταλέντο της κι εκείνη το απόδειξε υφαίνοντας μια καινούργια καπότα ,,κόζινη,, για το γονιό της κι η νόνα παραδέχτηκε πως ήτανε γιε καλύτερη κι από την εδική της. Η γκλίτσα και το σουραύλι από τ´αγαπημένα του! Και το ´παιζε το αφιλότιμο με μια πιδεξιότητα τέτικη πόλιωνες σαν τον άκουγες να κελαϊδεί παρέα με τ´αηδόνια!
Μια πλεχτή σκελέα από στημονόνεμα στριφτό κι απέθατο κι ένα ζευγάρι γουρνοτσάρουχα ιδιοκατασκευής με χοντρά τσουράπια και κορδέλες, που τα στέριωναν ψηλά στο γόνατο απού πάνου, συμπλήρωναν τη φορεσιά κι ένα κρουστό πλεχτό στις ομπρελόβεργες ,,πουλόβερο,, -της νόνας χαρακτηρισμός - απάνωθε του πουκάμισου κι αν εκατέβαινε στο χωριό κι ένα μακρύ σακκάκι και η γιορτινή φουστανέλα στρογγυλόφερναν την, ,,τρικούβερτη,, φορεσιά του αρχιτσέλιγγα της Μουντράς Θανάση Γιαννίκου με τ´όνομα, απόγονου των Τζαβελαίων και την ιστορία του θα σας την επώ μιαν άλλη βολά, όρεξη νάχουτε ζάβαλε! Τα τσοπανόσκυλά του, ο Μούργος όνομα και πράμα μα το ´βγαζε το ψωμί του και με το παραπάνου, πιστός κι αντρειωμένος ήτανε και πολλές βολές μπροστάρης τα είχε βαλμένο με τα κοκαλιάρικα τσακάλια και τους ξελιγωμένους λύκους, που γυρεύανε να ντύσουν το κοκκαλό τους με τ´αρνιά και τα κατσίκια του τσέλιγκα, ,,βρίσκανε το διάβολό τους με το άξιο σκυλί. Κι ο Πατράρχης, έτσι είχε βαφτισμένο το δεύτερο σκυλί του, που το παρουσιαστικό του και η επιβλητικότητά του ήτανε όντως πατριαρχικά και μοναχά η πατερίτσα και η μήτρα του λείπανε, αχώριστοι συντροφοί του και τα δύο, όπου μαζί με τη γκλίτσα και το σουραύλι τετράδα κάμνανε αγαπημένων, ζευγάρια δυο, ακόλουθοι πιστοί του σ´ούλη του τη ζωή! Κι όταν θα ´ρχότανε η ώρα του, το είχε ειπωμένο πως κοντά του θε να τα εβάνανε, να τόνε συντροφεύουν! Ήτανε έξυπνος κι επιβλητικός όπως εταίριαζε σ´ένα τσέλιγκα και ,,τα ήφερνε βόλτα,, με τη γενναιότητά του και τη σοφροσύνη του! Συχνά οι γύρω στάνες γυρεύανε ,,τη συβουλή του,, κι εκείνος με καμάρι και περηφάνια τους την έδινε! ,,Η γεναιότη του,, δεν είχε προηγούμενο. Απόγονος σειριάς βαρβάτης και γενναίας το έδειχνε σαν η περίσταση το γύρευε με κάθε τρόπο! Τι ήθελε μια στάνη που ο Θανάσης να μην το ήξερε! Τι ,,χάλευε,, ο καθένας κι ο Θανάσης δεν ήξευρε να το κουμαντάρει! Και τη στρούγκα και τη φαμίλια τα κουμάνταρε με μαεστρία κι έδινε στους γιους του το παράδειγμα και στις τσιούπρες του μάθαινε την υποταγή και την αφοσοίωση, και πώς αλλιώς θα τα βγάζανε πέρα οι πατεράδες με τα πολλά θηλυκά άμα δε φτιάχνανε κοινωνίες συντηρητικές; Είχανε το δίκιο τους! Ήρθε όμως μια εποχή που το πολύ υποταχτιλίκι δεν το άντεξε το θηλυκό γένος και ,,από πού να κοίταγες, δόλιε αρχιτσέλιγκα, για να ´βλεπες το χάλι των σημερνών καιρών, με την ασεβασίλα και την ξεβρακοσίλα των θηλυκών,,!
,,Θα ´φριζες και θα τρίζανε τα κόκκαλά σου! Άμε καλύτερα να μη κοιτάξεις κατά πάνου τη Μουντρά μα ούτε κι αλλούθε πουθενά,,!
Κάτσε ´κει που βρίσκεσαι κι αν είναι να κοιτάξεις κάπου, το νου σου να τον έχεις στον ,,τσάρκο,, και να καμαρώνεις τα νιογέννητα αρνάκια σου σα θα ´ναι δίχως τη μανούλα τους και να ,,συδαυλάς,, το Μούργο να μην αφήνει κανένα ξένονε να τα θωρεί!
Κι αν κοιτάξεις κατά δω μην παραξενευτεις! Τίποτα δεν είναι ίδιο με τα τότε! Οι τσελιγκάδες σήμερα μοναχά γραβάτες δε φορούνε και το τυροκόμισμα γίνεται με υπερσύγχρονα μηχανήματα! Ο κούρος με ηλεκτρικά ψαλίδια και τ´άρμεγμα δεν κουράζει πια την οικοδέσποινα, που ούτε και τα του οίκου της βολεύει μαθές. Και το μαλλί στα εργοστάσια! Ούτε ξετριβόλιασμα, ούτε πλύσιμο, ούτε ξάσιμο, ούτε λανάρισμα, ούτε ρόκιασμα, ούτε γνέσιμο, ούτε τυλιγάδιασμα, ούτε βαφή, ούτε μασούρισμα, ούτ´αργαλειός, ούτε καμαρώματα, μοναχά πιλάλες, πορνέματα και f/b οι γυναίκες εσήμερα Θαναάσηηη! Ένα παιδί κι εκείνο με το στανιό το βγάζουνε πέρα οι περισσότερες! Όχι ούλες, μην ετοιμάζεσαι να ορμήσεις, δεν είναι 1880 ετώρανες! Υπάρχουν και γυναίκες όμορφες σαν τα κρύα τα νερά όπως και τα κορίτσια σου και σεβαστικές και φρόνιμες και δουλευταρούδες, δεν έχει σημασία που δεν κάνουνε τις ίδιες με τότενες δουλειές, δουλεύουνε όμως. Ναι, μη χαίρεσαι τόσο και βάνεις το χαμόγελο μουστάκι και το στρίβεις κιόλανε! Δουλεύουνε άλλά όχι ούλες τις δουλειές, να τρέχουνε και να μη φτάνουνε από το πρωί ίσιαμε το βράδυ και να διατάζουνται κιόλας από τ´αρσενικά του σπιτιού, μονάχα μια δουλειά, μίνια και σήμερα διατάζουν αυτές Θανάση! Θανάση με την αγνή καρδιά και τα πολλά προσόντα!
Αιωνία σου η μνήμη γέρο-Θανάση τσέλιγκα! Και όσα σου είπα να μην τα μαρτυρήσεις και συχαθούνε εκεί στον κάτου κόσμο τις γυναίκες! 
Αιωνία σου η μνήμη γέρο τσέλιγκα!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 Το προζύμι του Σταυρού!

Μια μικρή περίληψη: Η πρωταγωνίστρια της αφηγηματικής μας ιστορίας Κατερίνη του Θανάση και της Γιωργίτσας βρίσκεται σε διαρκή δράση. Την πάντρεψαν, παιδί ακόμα και όρισαν πως θα την έπαιρναν στο σπίτι του γαμπρού σε έξι χρόνια. Στο μεταξύ εκείνη έπρεπε μέσα σε αυτό το διάστημα να ολοκληρώσει την ετοιμασία της προίκας της μαθαίνοντας παράλληλα εργασίες που θα της χρειάζονταν στο σπιτικό της. Έτσι ολοκλήρωσε σχεδόν την εκμάθησή της στην υφαντική τέχνη, γνώριζε πολλά από το νοικοκυριό του σπιτιού, πολύτιμος βοηθός και στη στάνη για το πήξιμο του τυριού, της μυζήθρας, της βουτυροποίησης, της κουράς των αιγοπροβάτων και άλλων δευτερότερων δραστηριοτήτων. Περιγράψαμε σκηνές κάλλους από τις διεργασίες της πραγματοποίησης των διαφόρων κατά διαστήματα περιστάσεων και σταματήσαμε στην προσωπογραφία του γέρο τσέλιγκα Θανάση του πατέρα της στο κεφ. 43.

Γιορτή του Σταυρού σήμερα και δεν ήταν δυνατόν να λείπει κανένας από την εκκλησιά παρ´εκτός αν είχε άξιο αντιπρόσωπο ή είχε σοβαρό λόγο αποχής. Μεγάλη γιορτή κι οι παλαιοί την τιμούσαν με πολλή ευλάβεια. Δεν υπήρχε παραθύρι χωρίς τουλάχιστον να έχει γλάστρα με βασιλικό, που ήτανε μελετημένος να μπει στο δίσκο με το σταυρό απάνω του, ν´αγιαστεί, να ευλογηθεί και να μοιραστεί στερνά στους πιστούς, που τον εβάνανε στο ,,κόνισμα,, φυλαχτό για κάθε κακό. Κάνανε όμως και μια άλλη ενέργεια θαυματουργή, όπως πίστευαν και κάποιοι το πιστεύουν ακόμα, απομεινάρι αγνοίας ή βαθειάς πίστης σε όλα τα νοικοκυριά. Ανανέωναν το προζύμι τους για την υπόλοιπη χρονιά χωρίς να προσθέσουν καθόλου μαγιά, ένζυμα δηλαδή, παρά μονάχα απάνω στο χυλό ακουμπούσαν ένα κλωνάρι από το βασιλικό που έπαιρναν κατ´ευθείαν πάνω από το σταυρό! Η Κατερίνη σαν καινούργια νοικοκυρά στο νέο της σπιτικό καθώς ο καιρός κόνταινε, έπρεπε να το μάθει κι αυτό. Γι αυτό το χρέος αυτό φέτος ανατέθηκε ολοκληρωτικά σ´αυτήν. Χαρά της και καμάρι της! Όταν ο παπάς μοίρασε τον αγιασμένο βασιλικό στον κόσμο, η Κατερίνη με το γιορτινό της λουλουδάτο ,,μαντηλό,, που την κατέτασε στον κόσμο των γυναικών κι όχι πια των κοριτσιών ξέκοψε, χώθηκε αθόρυβα προς την ωραία πύλη, που είχαν τοποθετήσει το σταυρό υψωμένο με μια μεγάλη τούφα ολόδροσο βασιλικό που τον αγκάλιαζε και μαζί με κείνον του δίσκου σκόρπιζαν γύρω άρωμα που έφτιαχνε τη διάθεση, προσκύνησε το σταυρό και τράβηξε προσεχτικά ένα κλωνάρι. Το χούφτωσε σα θησαυρό στα χέρια της κι ούτε όταν της έλεγαν χρόνια πολλά έδινε χέρι για χαιρετούρα όπως συνήθιζαν, παρά έλεγε με το στόμα ένα βιαστικό χρόνια πολλά και χωρίς να περιμένει, ούτε τις αδερφές της, ούτε τους γονείς της, ούτε τη νόνα της ,,βουρλίστηκε,, να φτάσει στο σπίτι το ταχύτερο ν´ακουμπήσει το θησαυρό κι έτσι όπως ήτανε ντυμένη με τα γιορτινά της να φτιάξει το προζύμι. Σ´ένα ξέβαθο πήλινο σκεύος έβαλε μια χούφτα αλεύρι διπλοκοσκινισμένο με την ψιλή ,,κρισάρα,, και πήρε την κανάτα που είχε φέρει φρέσκο νερό κατ´ευθείαν από τη βρύση του Αι-Γιάννη και με τα διπλοπλυμένα χέρια της ανακάτωσε αλεύρι και νεράκι μοναχά μέχρι ,,να πνιγεί,, το αλεύρι. Το πασπάλισε με λίγο αλεύρι, το σταύρωσε τρεις φορές, ακούμπησε ένα κλωνάρι μυρωδάτο κι ευλογημένο, βασιλικό, αυτό που πήρε πάνω από το σταυρό, το σκέπασε με μια πεντακάθαρη άσπρη υφαντή καλοσιδερωμένη πετσέτα και τ´ακούμπησε κατά πως την είχανε ορμηνέψει η βάβω και η μάνα της σ´ένα φωτεινό ηλιόλουστο σημείο 
κοντά στα εικονίσματα!

Τα έκανε τόσο γρήγορα όλα με τόση λαχτάρα και βιασύνη, ώστε όταν γύρισαν σπίτι οι δικοί της η Κατερίνη τα είχε τακτοποιήσει, είχε κρεμάσει και τα γιορτινά της στην καρέκλα ,,να πάρουν,, προτού τα τυπαδιάσει προσεχτικά και τ´ακουμπήσει στη σιδεροκασέλα που έγινε και προίκα της αργότερα, είχε φορέσει τα καθημερνά της με τη ,,μπαρέζα,, που της χάρισε η νόνα της στο κεφάλι και μακρύ φουστάνι της εποχής σ´ένα τσιγδαλί λερωμένο και με ξυπόλυτα πόδια της, ήσαν τόσο πιο βολικά έτσι τα περπατήματά της και έκανε πιλάλα τις δουλειές της χωρίς να την αναχαιτίζουν τα τσαρουχοπάπουτσα που είχανε για καθημερινά ή τα παλιωμένα σκαρπίνια που τη ,,μπουρδούκλωναν,, όπως η ,,πεδούκλα,, το γάιδαρο ή τα αρνοκάτσικα που δεν τ´άφηναν να κόψουν δρόμο παρά πηγαίνανε στρεκλίζοντας με ψευτοπηδήματα δυσανάλογα των δυνατοτήτων τους.
,,Το ταχύ,,, την ίδια ώρα φρεσκαρισμένη πάντα και καθαρή πήγε κοντά στον αλευροχυλό να διαπιστώσει ,,ιδίοις όμασι,, το... θαύμα! Ανασήκωσε προσεχτικά και δειλά-δειλά την πετσέτα, αφού σταυροκοπήθηκε με σεβασμό, λες και φοβόταν πως ο Σταυρός μπορεί και να την πρόδιδε, ενώ τόσα χρόνια η βάβω και η μάνα της είχανε την τύχη να τους πετυχαίνει το προζύμι και σα δεν είχανε κιόλας να ,,δώκουνε,, λογαριασμό σε κανέναν πάντοτε είχανε το πάνω χέρι! Η Κατερίνη ευαίσθητη και εγωίστρια σε κάτι ,,τέτικα,, δε θα το άντεχε ,,να μη γένει το θάμα,,! Στο δειλό της ανασήκωμα ένα γλυκό χαμόγελο ικανοποίησης άνθισε στα τρυφερά της κατακόκκινα χείλια. Οι πρώτες ψιλές φουσκαλίτσες είχανε κάμει δειλά-δειλά κι αυτές την εμφάνισή τους στην επιφάνεια του χυλού! 
-Μάνα, μάνα, βάβω! Ελάτε! Το θάμα έγινε! Το βλόγησε ο Σταυρός το προζύμι μου! Ο ,,βλοημένος,, βασιλικός έκαμε το θάμα του!
-Καλορίζικη τσιουπούλα μου, της είπανε τρυφερά η μεγάλη και η κανονική μάνα. Πάντα θα σου πετυχαίνει και να μη ,,σκιάζεσαι,, είναι βλοημένο!
-Πάρε τώρα μια χουφτίτσα αλευράκι, να έτσι, κλειστή νάναι η χουφτίτσα σου, δεν κάνει πολύ, ίσα να ρουφήξει το ,,νερούλιασμα,, ,ξανασταύρωστο και ξανασκέπαστο. 
Έτσι κι έκαμε! ,,Κάθε ταχύ,, γιομάτη αγωνία πήγαινε πιλάλα να ιδεί το χυλό. Όσο περσότερες φουσκαλίτσες είχε, τόσο πιο έτοιμο ήτανε! Έπρεπε όμως να κάμει πέντ´εξι μέρες υπομονή επειδή τα ένζυμα του αέρα δεν ήσαν τόσο βιαστικά, γιατί όπως για όλα τα πράγματα η φύση δε βιάζεται, έτσι δε βιάστηκε καθόλου για τη ζύμωση του χυλού! Ούτε κι ο Θεός! Έτσι δε λένε; ,,Αργεί ο Θεός κιοτεύει ο φτωχός,, αν κι αυτό δε μας ταιριάζει απολύτως.
Την τελευταία μέρα ο χυλός ήταν γιομάτος από μικρές και μεγάλες φουσκάλες και μια λεπτή ξινίλα οσμήστηκε η Κατερίνη μα δε φοβήθηκε διόλου. Γνώριζε πλέον ότι έτσι πρέπει να είναι. Πήρε από το κοσκινισμένο αλεύρι, το κοσκίνησε ακόμα μια φορά, γύρισε το χυλό σε μια μεγαλύτερη πήλινη λεκανίτσα και παίρνοντας λίγο-λίγο από το αλεύρι, το ζύμωσε μέχρι που πέτυχε ένα σφιχτό ζυμαράκι, το έκαμε μια μπάλα, το πασπάλισε με λίγο αλεύρι, το σταύρωσε πάλι τρεις φορές και το άφησε να φουσκώσει για τελευταία φορά. Σε μερικές ώρες ήταν έτοιμο! Ζύμωσε μ´αυτό μία προσφορά, ,,ένα πρόσφορο,, που το σφράγισε με το ,,σουφραΐδι,, όταν το τοποθέτησε στο μικρό καλογανωμένο μπακιρένιο ταψάκι, κράτησε μια μπαλίτσα ζυμάρι για το καινούργιο προζύμι που το φύλαξε μέσα στο αλεύρι, γιατί τότε δεν είχανε ψυγεία, και όταν το ζυμάρι στο ταψάκι φούσκωσε καλά το τρύπησε μ´ένα ριγανόξυλο σε διάφορα σημεία και το φούρνισε σε καλοκαμμένο φούρνο. Όταν πήρε ένα ηλιοψημένο χρώμα το σκέπασε με σκιντόκλαρες κι όταν ολοκληρώθηκε το ψήσιμο, το δοκίμασε με τη μοναδική πρακτική μέθοδο που είχαν τότε οι γυναίκες για το σκόπό αυτό. Το αναποδογύρισε, το έπιασε με δυο καθαρά πανιά στα δυο της χέρια, το έφερε δίπλα στο αυτί της κι όταν διαπιλστωσε πως δεν ,,έβραζε,, δεν έκανε δηλ. ήχο βρασμού, ψησίματος, το δίπλωνε με καθαρή μεσάλα με τη σφραγίδα προς τα πάνω και το άφηνε να κρυώσει! Εννοείται πως αυτό ήταν προσφορά στο Θεό γι αυτό το πήγαιναν στην εκκλησία. Το πήγε μόνη της και πήρε την ευλογία που την έσερνε μαζί της ίσαμε που άφηκε ετούτο τον κόσμο. Αργότερα έμαθε κι άλλον έναν τρόπο δοκιμής του ψησίματος. Χτυπούσε το καρβέλι στον πάτο του και αν ο ήχος ήταν κωφός, ξηρός κι όχι βαρύς, νωπός εθεωρείτο ψημένο το ψωμί. 
Με τα μαγικά τους κόλπα, με την άδολη πίστη τους, με την καλοπροαίρετη διάθεσή τους, με τη λαχτάρα να μαθαίνουν καινούργια πράγματα, με την πίστη τους στο Θεό, αφημένοι ολοκληρωτικά στην καλή του προαίρεση βάθαιναν τις αυλακιές της ζωής τους πειθαρχημένα και υποταχτικά, με το χρέος πάνω απ´όλα στο Θεό και στους ανθρώπους!
Η Κατερίνη πανέτοιμη για νέες εξορμήσεις στο μικρό 
διάστημα που της έμενε να βρίσκεται ακόμα στο πατρικό της ,,είχε πολλά μαλλιά να ξάνει,,. Κάνοντας μια καλή αρχή με το νιο προζύμι και αισθανόμενη την ευλογία ως το μεδούλι της δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Γιομάτη αισιοδοξία με της νιότης της τα φτερά ονομάτιζε τα όνειρα που περιμένανε στη στράτα τη δική τους σειρά το καθένα κι είχε στο νου της να φύγει από το πατρικό με γιομάτο ,,το ταγάρι της,, και την ψυχή της αλαφριά σαν το πούπουλο!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

 Η πρώτη ζυμωσιά με το φρέσκο προζύμι!

Τα καρβέλια, ακόμα και τα παξιμάδια πήγαιναν στο τέλος τους και επειδή σε κείνη την οικογένεια ίσχυε η παροιμία: ,,μπρου(πριν, πρώτα, προτού να...) βλάχο τ´άλογό σου,, οι γυναίκες του σπιτιού και γιατί έπρεπε και γιατί ήταν υποχρεωμένες από την ανάγκη της έλλειψης, κανόνισαν πως το ταχύ έπρεπε να ζυμώσουν φρέσκο ψωμί με το φρέσκο, το καινούργιο, αγιασμένο προζύμι.
Σωστά μαντέψατε! Η Κατερίνη θα ζύμωνε, όχι για να μάθει, γιατί ήξερε από 10 χρονώ παιδάκι να το κάμνει και το έκαμνε σα να ´τανε μαθημένη και νοικοκυρεμένη μεγάλη γυναίκα, αλλά ,,για να παίρνει σειρά,, για το νέο της νοικοκυριό. 
Πρόθυμη, ,,ονειρευάμενη,, τα πλουσιοκάρβελα ή τα ψωμιά, που θα έβαζε στα μπακιρένια καλογανωμένα ,,θεριά,, τεψιά της προίκας της, πρόθυμα να θρέψουνε με το γιόμα τους μια ντουζίνα παιδιά της αγάπης, ετοιμάστηκε ,,αποβραδίς,, ,,ν´αναπιάσει ,, το προζύμι που ακόμα ήτανε νωπό μέσα στο αλεύρι που το είχε φυλαγμένο. Είχε φουσκώσει, είχε ξεροσκάσει κι είχε ,,χιουμένα,, μα καλά κλειδωμένα μέσα του ούλα του τα ένζυμα που η Κατερίνη όπου να ´τανε θα τους έδινε ζωή. Έβαλε λίγο νεράκι να ζεσταθεί, να χλιάνει, όχι να κάψει, το ´ριξε σε μια λεκανίτσα και έλιωσε με τα χέρια της σχολαστικά το ξεραμένο προζύμι. Έπρεπε να μαλακώσουν καλά όλα τα εξωτερικά ξεραμένα μέρη του κι όσα δεν έλιωναν δεν επιτρεπόταν να παραμείνουν, γι αυτό έπαιρνε τη χοντρή κρισάρα και σούρωνε τον πολτό που εδημιουργείτο από τη μάλαξη!
Μια πήλινη αρκετά μεγάλη ,,παδέλα,, περίμενε δίπλα της φρεσκαρισμένη και καμαρωτή. Η Κατερίνη ,,έχιουσε,, μέσα της το σουρωμένο προζυμοπολτό και παίρνοντας λίγο-λίγο αλεύρι το ανακάτευε με τον πολτό ελέγχοντας την υφή. Δεν έπρεπε να είναι ούτε πολύ ζουμερό ούτε πολύ σφιχτό. Τα ένζυμα ήθελαν τον τράτο τους και σωστή θερμοκρασία για μ´αναπτυχθούν, όπως και το χρόνο τους. Δε χωρούσαν βιασύνες σε αυτό. Η Κατερίνη, όταν θεώρησε πως η υφή του ζυμαριού -προζυμιού ήταν εντάξει, πασπάλισε με αλευράκι την επιφάνειά του, το σταύρωσε τρεις φορές, το σκέπασε με καθαρή πετσέτα και με το καπάκι της παδέλας και με μια ζεστή μάλλινη κουβέρτα το άφησε να ξεκουραστεί και να γίνει με την ησυχία του. 
Νωρίς το πρωί, σηκώθηκε κι αφού φρόντισε τον εαυτό της, φόρεσε καθαρά σκουτιά, αυτό ήτανε προϋπόθεση, τη ,,μπροστέλα της,, τη μπροστοποδιά της δηλαδή, το τσεμπέρι της , ,,μην έπεφτε για όνομα θεού καμμιά τρίχα στο ψωμί,, και ,,τότενες δε θα την ξέπλενε του Μπούζι το ποτάμι,, από την κατακραυγή των αντρώνε αλλά και της μάνας της και των αδελφών της, που όσο κι αν καταλαβαινόσανται σα γυναίκες μεταξύ τους δε συγχωρούσε η μια της άλλης τα παραστρατήματα και της τα χρεώνανε στον ετήσιο απολογιστικό βαθμό νοικοκυροσύνης. Τι θα λέγανε αύριο στο σπιτικό της το καινούριο αν ευρίσκανε μία τρίχα στο ψωμί; 
Ότι ο Γιώργης φυσικά παντρεύτηκε μια ανοικοκύρευτη και η πεθερά που είχε ούλη την σπιτική εξουσία στα χέρια της θα την ευτέλιζε αν δεν είχε αξιοπρέπεια σ´ούλα τα μέλη της οικογένειας και στη γειτονιά ακόμα.
Είχε ξεκρεμάσει το σκαφίδι από τον τοίχο, όπου το φύλαγαν νοικοκυρεμένο μαζί με τ´άλλα σύνεργα του φούρνου και είχε κοσκινίσει μέσα του μπόλικο ασπροσιτένιο αλεύρι ίσα με δέκα-δεκαπέντε οκάδες, ήτανε και μεγάλη οικογένεια, υπολογισμένο να βγάζουνε τη βδομάδα. Πολλές ήσαν οι φορές που δανείζονταν ψωμί όσο να ζυμώσουν ή να φέρουν το ,,άλεσμα,, από το μύλο αν δεν είχανε σωστά υπολογίσει την κατανάλωση. Κι αυτό γινόταν συχνά, επειδή οι περιστάσεις τους υποχρέωναν να καταναλώσουν περισσότερο ψωμί, που έτσι κι αλλιώς τρώγανε πολύ, όταν π.χ. τους τύχαινε κάποιος φιλοξενούμενος ή ένας φτωχός ζητιάνος ή έπρεπε να φιλέψουν κάποιο ξένο περαστικό κ.α.
Ξεκρέμασε και την μακριά πινακωτή με τις εφτά θήκες που την έστρωσε με την ειδικά για το σκοπό αυτό υφασμένη στα μέτρα της ,,μεσάλα,, , κατέβασε και στερέωσε όρθιο το ,,πλαστήρι,, και ακούμπησε δίπλα στο σοφραδάκι, πήρε κοντά της ένα κουτάλι κι έβαλε μια κατσαρόλα στη φωτιά να ζεστάνει νερό αρκετό.
Το προζύμι είχε ,,ανέβει,,ως τα χείλη της παδέλας σ´ένα λαχταριστό κεντιδοφούσκωμα με δαντελωτή όψη, χωρίς να έχει ούτε ένα παραπανίσιο σκάσιμο από όσο χρειαζόταν για να βγει ένα τέλειο ψωμί. 
Έκαμε στο κέντρο του αλευριού μια γούβα αρκετά μεγάλη, έριξε μέσα το νερό ζεστό-ζεστό και ανακάτωσε γρήγορα -γρήγορα το αλεύρι ,,να πνιγεί,, και να πάρει την πολλή ζεστασιά. Ύστερα σε λίγο νερό ζεστό διάλυσε εφτά ,,πλοχεριές,, αλάτι και το άφηκε στην άκρη της σκάφης. Άνοιξε πάλι μια γουβίτσα στο μισοζυμωμένο ζυμάρι και άδειασε μέσα το προζύμι. Άλλες πάλι φορές έριχνε εξ αρχής όλα μαζί τα υλικά στην αρχική γούβα, το αλάτι το σκόρπαγε στο αλεύρι και ζύμωνε κατ´ευθείαν. Επειδή όμως η νόνα της της είχε ειπεί ότι το αλάτι μπλοκάρει το φούσκωμα του προζυμιού, είχε συνηθίσει να το βάνει αργότερα στη διάρκεια που το προζύμι είχε καλά ενσωματωθεί με το αλεύρι.
Και τώρα μια ιεροτελεστία έλαβε μέρος, τότε που ο άνθρωπος σεβόταν τον εαυτό του και έκανε την επιβίωσή του αξία! 

Στάθηκε μπροστά στη σκάφη που ήταν ακουμπισμένη κατάχαμα, άλλες φορές πάνω σε κάποιο υπερυψωμένο επιπλάκι, κασελίτσα ή σοφραδάκι, ανάλογα πως βολευόταν καλύτερα η κάθε νοικοκυρά. Την Κατερίνη τη βόλευε κατάχαμα πάνω σε μια σπάρτινη μικρή απλαδίτσα που δεν άφηνε χνούδια ούτε τρίχες και έτσι είχε τη δυνατότητα να ζυμώνει με περισσότερη δύναμη το ζυμάρι της.
Έκαμε το σταυρό της, πάντοτε το κάθε τι στην εποχή της νόνας το αφιέρωναν στο Θεό και η προστασία του λογαριαζόταν προκαταβολικά. Ανασκούμπωσε τα μανίκια της τόσο, όσο να έχει ευλυγισία και άνεση στις κινήσεις της και άρχισε να μαζεύει ,,καργαριστά,, γύρω-γύρω τα σκόρπια ζυμαρόκλωνα από την ημιτελή ζύμωση. Αν χρειαζόταν λίγο νερό ακόμα, ,,βούταγε,, τα χέρια της στο ζεστό νερό που έριξε στην άπλυτη παδέλα του προζυμιού.
Τώρα έσφιξε σε γροθιές τις χούφτες της και ζύμωνε, ζύμωνε ασταμάτητα. Το καλό ψωμί θέλει και καλό ζύμωμα ήτανε η προτροπή και το παράδειγμα που είχε από τη νόνα και τη μάνα της. Ζόρι πολύ! Γκουπ, γκουπ, γκλουπ, γκλούπ και οι κόμποι της καθώς οι γροθιές ανεβοκατέβαιναν είχανε γίνει κατακόκκινοι από την υπερβολική προσπάθεια καθ´ότι το ψωμί αρχικά ζυμωνόταν σε πολύ σκληρή μορφή. Ο ιδρώτας άρχισε να οργώνει το ηλιοψημένο νεανικό της πρόσωπο και συχνά πυκνά σήκωνε τους αγκώνες της,, να τον παστρέψει να μην πέσει στο ζυμάρι,, αν και λέγανε ότι μια σταγόνα ιδρώτας κάνει το ψωμί πιο νόστιμο! Η ανάσα της βαρειά αλλά ρυθμική για μια αναγκαία συχνή εργασία υποδήλωνε τη θεληματική αναγκαιότητα της επιβίωσης!
Ύστερα από αγώνα μιας ώρας και κι όταν κατάλαβε πως το σκληρό ζύμωμα είχε απορροφήσει τέλεια τα υγρά και δεν υπήρχαν καθόλου υπολείμματα, ξύσματα που τα έλεγαν ,,ζυμαρήθρες,, και είχε μπροστά της ένα σφιχτό ομοιογενές μίγμα έπρεπε να το αραιώσει τόσο όσο να έχει ένα ψωμί με ομοιόμορφες ενζυματικές τρυπούλες. Για να το πετύχει αυτό έπρεπε να κάμει ,,το γαλάχτι,, ή να ,,γαλαχτίσει,, το ψωμί. Η Ελισσάβετη που πρόστρεξε για βοήθεια της κατέβασε από τη φωτιά πολύ ζεστό νερό και κείνη έριχνε λίγο-λίγο, με φειδώ, βλέποντας και κάνοντας, πάνω στο ζυμάρι της. Τότε ξαναζύμωνε κι ένα γαλακτερό περίβλημα, μια άσπρη γλίτσα παρουσιαζόταν στο ζυμάρι σα γάλα και οι γροθιές της Κατερίνης καθώς βυθίζονταν με μεγαλύτερη ευκολία πλέον στα σπλάχνα του ζυμαρόβουνου γλουπ, γλουπ κάνανε κι ανεβοκατέβαιναν με μια ηδονική ικανοποίηση καθώς το τέλος του ζυμώματος πλησίαζε. Όταν το ζυμάρι ,,ρούφαγε,, το πρώτο ,,γαλάχτι,, πρόσθετε λίγο ακόμα καφτό νερό και πάλι ζύμωνε μέχρι να αποροφηθεί. Αυτό γινόταν όσες φορές χρειαζόταν μέχρι η ζύμη να έρθει στην πυκνότητα που η κατασταλαγμένη εμπειρία των μεγαλύτερων είχε αποδείξει πως ήτανε αρκετή για να δώσει ένα κανονικό ψωμί υπερπολυτελείας που όταν το έκοβες κύλαγε το μαχαίρι κι όταν το έτρωγες νόμιζες πως ήρθε κατ´ευθείαν από τον ουρανό, δώρο θεϊκό της προσπάθεις και του έντιμου κόπου.
Στο τέλος έριχνε και μια ιδέα λάδι στη σκάφη και το αναγόμιζε απανωτά μέχρι να το ρουφήξει. Άρχισε να κολλάει. Δείγμα πως είναι έτοιμο μα έπρεπε να δουλευτεί μέχρι να γίνει ελαστικό αλλά να μην κολλάει πια. Αγώνας! Όταν επιτέλους είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, χωρίς να πάρει ανάσα έκοβε ένα κομμάτι για το προζύμι της επόμενης φοράς, το έκανε πλάθοντάς το μια μπαλίτσα και το έχωνε μέσα στο αλεύρι φροντίζοντας να κουκουλωθεί καλά. Εκείνο με την ησυχία του ζυμωνόταν ανάλογα με τη ζέστα του καιρού και ξεραινόταν φουσκωμένο και ξεθυμασμένο μέχρι να έρθει το επόμενο ζύμωμα. Κράταγε μέσα του ανενεργά τα ένζυμα.
Τώρα έπαιρνε το πλαστήρι και έκοβε κάθε φορά ένα κομμάτι ζυμαριού υπολογίζοντας ένα καρβέλι στα μέτρα της οικογένειας, μεγάλο ή μικρό, συνήθως μεγάλο στο σπίτι τους, πασπάλιζε το πλαστήρι με λίγο αλεύρι και με αξιοζήλευτη μαεστρία αναδίπλωνε το ζυμάρι μπρος πίσω και το έπαιζε σα νάτανε παιχνίδι. Ίσαμε εκατό φορές μέτραγε όταν πρωτομάθαινε τα μυστικά του ζυμώματος. Τώρα πια δε χρειαζόταν, το καταλάβαινε με το μάτι και από την υφή. 
Ένα-ένα πλασμένο καρβέλι το ακουμπούσε με την ανάποδη του ζυμαριού προς τα κάτω και όταν γέμιζε η πινακωτή, τη σκέπαζε με τη μεσαλίτσα της και την έβανε στο κρεββάτι κάτω από τα σκεπάσματα για να έχει ζέστα. Άλλες φορές πάλι αντί να βάλει τα πλασμένα καρβέλια στην πινακωτή, λάδωνε τα καλογανωμένα ταψιά της και τοποθετούσε εκεί το ζυμάρι που το έπλαθε πάντα ανάλογα με το μέγεθος του ταψιού. Ήρθε η ώρα ν´ανασάνει; Πού τέτοια τύχη; Έπλυνε τάκα-τάκα πρώτα το ,,πλαστήρι,,, το κουτάλι που ξεκόλλαγε από τη σκάφη τις ζυμαρήθρες, μετά την πήλινη παδέλα που είχε μέσα το προζύμι, μετά το σκαφίδι πολλές φορές και τα ,,πλύματα,, τα συγκέντρωσε σε μια ,,βεδούρα,,. Όρθωσε τη σκάφη να στραγγίξει και πήγε το πλύμα στα γουρούνια που έκαναν πρωί-πρωί χαρούλες ευχαριστώντας την με τα περίεργα μουγκανητά τους γριγρίζοντας απείθαρχα σηκώνοντας τις μουσούδες τους σε ένα ακαλαίσθητης αισιοδοξίας σαβουάρ- βιβρ, σαν εκείνο που τα ζώα δε γνώρισαν ποτέ γιατί τα κατευθύνει μόνο το ένστικτο αυτοσυντήρησης και τίποτ´άλλο!
Εκεί στη μεγάλη κοτρώνα που κείτονταν πάρα πέρα από τις γουρνόγουρνες στάθηκε να πάρει μια ανάσα και να δροσιστεί από το πρωινό αεράκι και να θαυμάσει μαζί την Ανατολή που εκείνη την ώρα έσκαγε μέσα στο αιματί της φουστάνι με μια μεγαλόπρεπη εμφάνιση ακινητοποιώντας τη ματιά. Όσο μαγευτική κι αν ήταν η Ανατολή κι όσο αν ήθελε να τη θαυμάζει ο νους της        ,,τριβελιζότανε,, από τις δουλειές που καρτερούσαν. Ευτυχώς τα ξύλα ήσαν δίπλα στο φούρνο και χρειαζόταν πολύς κόπος να τα τραβήξει. Διαπίστωσε όμως πως είχαν τελειώσει ,,τα χάχαλα,, κι έτρεξε μια πιλαλίτσα στο βουνό να μαζέψει μερικά για σήμερα μοναχά γιατί ο χρόνος της ήτανε μετρημένος. 
Άνοιξε την παφιλένια ημικυκλική πόρτα του φούρνου που στην αρχή ήτανε φτιαγμένη από δυο ,,λάτες,, σκισμένες και συρραμμένες, μα αργότερα ο Θανάσης σα νοικοκύρης άνθρωπος που ήτανε δεν το καταδεχότανε να δείχνει παρακατιανός, πήγε στη Ζούρτσα και παράγγειλε μια κανονική, όμορφη φουρνόπορτα. Ο πατέρας του του το είχε ειπωμένο από τότενες που έφτιαχνε το φούρνο σαν ήτανε τεχνίτης από τους λίγους στην περιοχή, αλλά ο Θανάσης είπε ,,προσερινά,, και το έπαθε όπως το λέει η ρύση: ,,ουδέν μονιμότερον του προσωρινού,,! Η Κατερίνη έβαλε ,,τα χάχαλα,, στο φούρνο μέσα και άναψε την εύφλεκτη αφάνα και καθώς τράβαγε ένα ένα τα ξύλα από το λιανότερο στα χοντρύτερα και η φωτιά λαμπάδιασε με περηφάνεια φλογερή, άθελά της η Κατερίνη ταξίδευε μαζί με τις φλόγες στον καιρό που ήτανε μικρούλα και θυμήθηκε τον παππού της που έχτιζε το φουρναριό. Θυμάται τη γλίνα για τη βάση, τη γωνιά, θυμάται τα πέτρινα στηρίγματα,τα κεραμιδένια χτισίματα, το κοκκινόχωμα για τη σκεπή, ούλα τα θυμήθηκε κι αναπώλησε νοσταλγικά τα παιδικά της χρόνια και τον γλυκύτατο παππούλη της που δεν υπήρχε πια. Του έκαμε βιαστικά ένα μνημόσυνο τόσο όσο να χαρεί εκείνος από τη θύμησή της και αφού ενίσχυσε το φούρνο με πιο χοντρά ξύλα έτρεξε στο κρεβάτι να ελέγξει το φούσκωμα. Με τα δυο δάχτυλα του χεριού της πίεσε ελαφρά την επιφάνεια. Δεν ήσαν ακόμα έτοιμα. Δεν προχωρούσαν με άνεση τα δάχτυλά της μέσα στο ζυμάρι. Ευτυχώς σκέφτηκε. Όμως μέχρι ,,να καλοκαεί,, ο φούρνος θα είναι στην ώρα τους. Πήρε τη σιδερομασιά σγάρλισε τη θράκα ολόγυρα, να καεί παντού ομοιόμορφα η γωνιά, την έθρεψε λίγο ακόμα κι ύστερα δοκίμασε τη γωνιά τραβώντας με τη μασιά τη θράκα. Εκείνη σπίθισε σα να ´λεγε όλα εντάξει κι η γωνιά άσπρισε, άλλο ένα δείγμα ότι ο ,,φούρνος είναι καμμένος,,. Φώναξε την Ελισσάβετη για συνδρομή, ευτυχώς που ήτανε στο σπίτι, πόσες φορές είχε αναγκαστεί να τα κάνει όλα μόνη της και η αγωνία την τσάκιζε! Φέρε το πλαστήρι και στερνά την πινακωτή της λέει. Α, και το λεπιδένιο μαχαίρι, συμπλήρωσε. Η ιδιανή ξεθράκισε καλά-καλά τη γωνιά να μη μείνει ούτε καρβουνάκι, αλλά και να έμενε κανένα δε χάλαγε ο κόσμος, το τραβούσαν την ώρα που το έκοβαν στο τραπέζι.
Τράβηξε όλη τη θράκα μπροστά και η γωνιά λαμποκοπησε ασπράδα και αχνούρα λαύρας. Το πλαστήρι κοίτουνταν εμπρός της αλευρωμένο. Με γρηγοράδα ανασκέλωνε ένα,ένα καρβέλι πάνω του, το συμμάζευε στρογγυλεύοντάς το, το χάραζε με απότομες βαθιές χαραγματιές γύρω-γύρω, το τρύπαγε στην επιφάνεια με ένα ριγανόξυλο και οπ...το άφηνε να γλιστρήσει απαλά μέσα στην κάτασπρη φουρνογωνιά σε θέση που υπολόγιζε να χωρέσουν άνετα όλα τα καρβέλια. Σκέπαζε το φούρνο με την πόρτα του και έτρεχε γι άλλη δουλειά. Σταματημό δεν είχαν οι αφιλότιμες! ,,Βούρα,, τώρα στο βουνό για σκιντόκλαρες! Σε λίγο θα ρόδιζαν τα ψωμιά, έπρεπε να τα σκεπάσει να μην αρπάξουν! Την έγνοια την έχει εκεί τώρα.
Άλλες φορές έβαζε το ζυμάρι στα τεψιά και της ερχόταν πιο εύκολο στο φούρνισμα, αλλά τους άρεσε πιότερο το καρβέλι και η Κατερίνη ήθελε να τους ευχαριστάει. Στις περιπτώσεις αυτές άλειφε το ταψί με λάδι, ζωγράφιζε με το κουτάλι ή το πηρούνι διάφορα σχέδια και πασπάλιζε με μπόλικο σουσάμι την επιφάνεια.
Ήρθε με τις λούζες παραμάσκαλα! Τις ακούμπησε πάνω στα ξύλα κι άνοιξε λίγο την πόρτα να ελέγξει, όχι πολύ γιατί χανόταν η ζέστα. Είδε όμως ότι το ροδοψημένο της ήταν αρκετό. Βούτηξε βιαστικά το πάνινο αυτοσχέδιο σφουγγάρι στο καθαρό νερό που είχε προνοήσει να έχει δίπλα της και άλειψε τα καρβέλια να γυαλίσουν. Αυτομάτως τα σκέπασε με τις σκιντόλουζες και τ´άφησε ήσυχα να ψηθούν στο χρόνο τους. Σε μιάμιση ώρα περίπου, το χρόνο τον υπολόγιζε εμπειρικά δοκίμαζε αν είχαν ψηθεί. Τράβαγε όξω ένα καρβέλι και το σφουγκραζόταν. Αν έβραζε ήθελε κι άλλο ψήσιμο. Αν όχι ήθελε βγάλσιμο από το φούρνο. Ή χτυπούσε το καρβέλι στον πάτο του με τα δάχτυλα δυνατούτσικα. Αν ο ήχος ήτανε κούφιος ήταν έτοιμο το ψωμί. Άπλωσε καθαρή μεσάλα στο κρεβάτι, ακούμπησε στην αράδα τα καρβέλια. Σκέπασε με άλλη καθαρή μεσάλα κι από πάνω με κουβέρτα για να μαλακώσει η κόρα, ,,να λουρώσει,,. Αν το ήθελαν τραγανό δεν το σκέπαζαν με κουβέρτα. Στην Κατερίνη άρεσε τραγανό γι αυτό φύλαγε ένα καρβέλι ξέσκεπο. Οι υπόλοιποι το έτρωγαν μαλακό. Η βάβω δεν είχε δόντια, με τα ούλα μασούλαγε η καψερή και οι άλλοι επειδή έτρωγαν πιλαλητά τις περισσότερες φορές, μην πνιγμόντουσαν για όνομα θεού!
Έτοιμα! Ψημμένα! Λαχταριστά! 
Η Κατερίνη ανάσανε αποκαμωμένα!
-Καλοφάγωτα τσιούπρα μου, της είπε η μάνα της που μόλις επέστρεφε από τη στρούγκα. Θα ´ρθει αργότερα κι ο αδερφός σου να πάρει φρέσκο ψωμί. 
-Καλοφάγωτο μάνα μου, είπε ξέψυχα κι άρχισε ν´αναλογίζεται τις ευθύνες που της μέλλονταν!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ

 Οι κουρουμπιχιέδες (κουραμπιέδες)

,,Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα,, λέει ο σοφός λαός μας!
Κι όποιος έχει πολύ βούτυρο φτιάχνει κουραμπιέδες! Το σπιτικό του τσέλιγκα Θανάση δεν ξέμενε ποτέ από γλυκό. Μα για έναν ξένο, βρε αδερφέ, μα για τη λιγούρα, μα το ,,θεαθήναι,, ακόμα-ακόμα συχνά-πυκνά το γυναικομάνι έβρισκε διασκεδαστική αυτή την ασχολία.
-Στο πατρικό μου ούλο βουτυρένιους τους εκάμναμε, στερνά στου άντρα μου, στην κατοχή είχα καμωμένο και με γουρνόλιπος μα δε μου άρεναν μπήτι! Μια βολά έφτιαξα τέτικους, στερνά τους έφτιανα με λάδι. Το κοπανάγαμε ν´ασπρίσει μέσα στην πεντακοσιάρα και πιανόσαντε τα χέρια μας. Ήσαντε νόστιμοι. Τους εβάναμε και μια στάλα τσίπουρο ή ούζο, ό,τι μας εβρισκότανε και ξεγελιώμαστε, καρδούλα μου σ´εκείνα τα μαύρα χρόνια!
Άμα έχεις μάθει στο καλό... μονολόγησε η νόνα στη βιαστική διαδρομή του νου της.
-Και πώς τους φτιάχνατε γιαγιά τη ρώτησε ,,η αγγόνα της,, κι έτσι την επανέφερε ,,ογλήγορα,, στην πραγματικότητα.
Να σου ειπώ βαϊζούλα μου, να σου ειπώ.
Παίρναμε καμμιά οκά βούτυρο πρόβειο φρέσκο-φρέσκο, μοσκοβολιστό, το ψευτοζυγιάζαμε με ,,το μάγκα,, και στερνά το βάναμε απάνω σε φτωχή φωτιά να λιώσει. Εκείνο αμόλαγε ένα ζουμί που ήτανε πηγμένο μαζί όταν το ,,βαρήγαμε,, στην κάδη. Εδαύτο τους εχάλαγε τους ,,τους κουρουμπιχιέδες,, για τούτο έπρεπε να το διώξουμε .
Το ,,στραγκάγαμε,, το λοιπόν και ,,κρατήγαμε,, μοναχά το καθαρό βούτυρο. Το ,,κατακάθι,, το δίναμε στα γουρούνια.
Στερνά ,,ήπρεπε,, να ,,κρυγιώσει,, το βούτυρο. Γι αυτό το βάναμε απάνου ,,σ´ένα ´γγειό,, γιομάτο με κρύο, πολύ κρύο νερό από τον Αγιάννη. Πολλές βολές εστεκόμαστε ,,κι εδεκεί χάμου,, μέχρι να ,,κρυγιώσει,,. Άμα γινότανε άσπρο, κάτασπρο και σφιχτό το βάναμε σε μια χωματένια ,,παδέλα,, μέσα και το γυρίζαμε ολοτρόγυρα στον πάτο της με το χέρι. 
Σ´όποια τύχαινε ετούτη η δουλειά δεινοπάθαγε! Ήπρεπε να γίνει αφράτο κι ,,αλαφριό,,. Όταν ,,ηγλέπαμε,, ότι αφρατεύει ,,ρίναμε,, μέσα κι ένα ,,κουπαδέλι,, του καφέ ,,τούρλα,, ζάχαρη ψιλή κι ένα κροκάδι κι ένα ολόκληρο αυγό. Δουλεύαμε, δουλεύαμε ίσια με που να λιώσει η ζάχαρη και να μην την καταλαβαίνεις στο χέρι σου. Τότε ,,ρίναμε,, κι ένα ,,φλυτζιάνι,, του καφέ αλυσίβα που την είχαμε φτιάξει αποβραδίς και την είχαμε αφήκει ούλη τη νύχτα να κατακάτσει. Το ταχύ τη σουρώναμε, μετράγαμε τη χρειαζούμενη και την ,,ποδέλοιπη,, τη ,,χιούναμε,,. Η αλισίβα ,,τους έσκαγε,,. Άμα δεν έσκαγε(=έκανε ρωγμές) ο κουραμπιγιές, δεν είχε ,,πιτυχιά,,
Εκεί απ´όξω στην αυλή μας είχαμε και μια θεριακωμένη μυγδαλιά που μας εγιόμιζε κάθε χρόνο μύγδαλα. Τα φυλάγαμε για το χειμώνα, για τη ,,νήστεια,, και για ,,τέτικες ,, σαν και τούτη που σου ,,μολογάου,, ,,εσήμερις,, δουλειές. Εφιλεύαμε και κανά συγγενή, κανά ,,ζουρλό(=παιδάκι),, τέτικα.
Για τους ,,κουρουμπιχιέδες,, τα βράζαμε, τ´ασπρίζαμε και τα κόβαμε στα δυο, στα τρία. Κοιτάγαμε ετούτο να το κάνουμε ημέρα που είχαμε ζυμωμένο, γιατί τα πετάγαμε στο φούρνο προς το τέλος, μπρου βγάλουμε το ψωμί και ξεραινόσανται χωρίς να καούνε. Γενόσανται τραγανά, τραγανά. Κι άμα δεν ελάχαινε να βάλουμε φούρνο και ηθέλαμε ,,ντε και σώνει κουρουμπιχιέδες,, τα φρυγανιάζαμε στο τηγάνι απάνου στη φωτιά. Ανακατώναμε συνέχεια να μη μαυρίσουνε, μοναχά να στεγνώξουνε και να τραγανίσουνε. Κι άμα δεν είχαμε μύγδαλα τους εκάναμε σκέτους κι ,,ερίναμε μέσα μαστίχη,,. Μοσκοβόλαγε κι ,,εφτούνη,,.
Τότενες τρώγαμε μαύρο ψωμί και στο κονάκι μας δεν βρισκόταν άσπρο αλεύρι που θέλει ετούτο το γλυκό. Το ψωνίζαμε από τη Ζούρτσα και το λέγανε φαρίνα. Το ´πιανες στα χέρια σου και γινόσαντε βελούδινα, το κοίταγες κι ήτανε ,,σα να ´γλεπες,, χιόνι.
Το ,,ρίναμε κουρμπάνι,, με τα μύγδαλα το μισό και τ´άλλο μισό λίγο-λίγο και τόσο όσο να πλάθεται το ζυμαράκι που γένηκε. Δεν το ζυγιάζαμε ποτέ το αλεύρι, έτσι με το μάτι το ,,ερίναμε,,. Άμα βρίσκαμε στο μαγαζί ρίναμε μέσα και λιγουλίτσα βανίλια.
Τους επλάθαμε η Τριαντάφυλλη κι ελόγου μου και η Λισσάβετη αρεσκότανε να καίει το φούρνο.
Εκάναμε στρογγυλούς ,,ως επί το πλείστο,, , που τους εκάναμε και μια βουλίτσα στη μέση για να κρατούνε τη ζάχαρη, μισοφέγγαρα, ,,σταυρούδια,, ακόμα και ,,βερεβούς,,(=λοξά κομμένους, μπακλαβωτά). Βερεβούς τους ήθελε η βάβω, ,,ελόγου μου δεν αρεσκόμουνα σε τέτικο σκήμα,,.
Βάναμε χάμου τα δυο τρανά μπακιρένια τεψιά, τους απλώναμε απάνου τους στη σειρά λιγουλάκι αλάργα τον ένανε από τον άλλονε κι όταν ο φούρνος ήτανε ,,όσο ήπρεπε καημένος,, τους επετάγαμε μέσα και είχαμε και το νου μας να μην αρπάξουνε. ,,Δεν άργιε,, να μοσκοβολήσει ο τόπος! Τραβάγαμε τα τεψιά όξω από το φούρνο, τ´αφήναμε να ,,κρυγιώσουνε,, λιγουλάκι για να μπορούμε να τους πιάνουμε, να μη μας τρίβουνται. Άμα είχαμε ,,τους εμπουχίζαμε,, με ανθόνερο, άμα δεν είχαμε με τίποτις και τους εζαχαρώναμε με ψιλή ζάχαρη. Την άχνη που λέτε σεις εσήμερις δεν την ευρίσκαμε ούλους τους καιρούς και την εφτιάνιαμε μοναχές μας.
-Μα πώς γιαγιά; Ρώτησε το κορίτσι.
-Ε, μα, πώς; Βάλε και το μυαλό σου να δουλέψει λιγουλάκι.
- Μεεε..., με το ,,χαβάνι,, πετάχτηκε η μικρή.
-Και με το χαβάνι, αλλά και με το ποτήρι και με το μπουκάλι, με ότι βρίσκαμε πιο βολικό και μπροστά μας.
-Δεν το καταλαβαίνω γιαγιά. 
-Τι δεν καταλαβαίνεις; Απάνου στο σοφρά αδειάζαμε ,,λίγια,, ζάχαρη από τη χοντρή, από αυτήνε που είχαμε και πλαγιάζαμε το μπουκάλι ή ένα χοντρό γυάλινο ποτήρι, το σπρώχναμε με δύναμη πέρα-δώθε και γινότανε ,,μπουχός,, η ζάχαρη.
-Και τα ,,σταυρούδια,, πώς τα κάνατε;
- Επλάθαμε έναν ολοστρόγγυλο κουρουμπιγιέ και με τα δυο μας δάχτυλα, να έτσι, κι έδειξε στο κορίτσι τον τρόπο, πιέζαμε το ζυμάρι να μπει μέσα στα δυο πλευρά, στερνά κάναμε το ίδιο στ´άλλα δυο πλερά και γινότανε το σκήμα σα Σταυρός.
Εμένα η βάβω μου τους έπλαθε αλλιώτικα.
-Πώς δηλαδή;
-Άπλωνε το ζυμάρι με τον πλάστη απάνου στο σοφρά παχύ ισιαμ´ένα δάχτυλο. Στερνά μ´ένα ποτήρι μικρό του κρασιού τάκα-τάκα και κοντά-κοντά χάραζε το ζυμάρι σαν το έσπρωχνε βαθιά, μάζευε τα ζυμάρια που περσεύανε, τα ξανάπλαθε, ξανάκοβε με το ποτήρι και ξεμπέρδευε μια ώρ´αρχίτερα. Εγώ βρήκα πιο βολική της μάνας μου την τεχνική.
Εφτούνο το παστρούμωμα τσιουπούλα μου ήτανε τόσο διασκεδαστικό! Εξεπίτηδες πετάγαμε η μίνια στην άλληνε από μια πρέζα ζάχαρη και ,,λεμουχριζόμαστε,, γινόμαστε ,,ένα λαιμό κοτζιά μου γυναίκες,,! Κάναμε και μεις τις τρέλες μας παιδάκι μου κι ήσαντε όμορφες εκείνες οι τρέλες!
-Θα φτιάξουμε και μαζί γιαγιά κουραμπιέδες;
Άμε γιε, δε θα φτιάξουμε; Ταχειά κιόλα.
Και φτιάξαμε και ,,γίναμε κι ένα λαιμό,, εξεπίτηδες και πήραμε χαρά κι οι δυο. Περσότερο χαρά πήραμε όταν κεράσαμε από το βιος μας και τον κόπο μας ούλους τους σπιτικούς και τους συγγενείς που τους εκαλέσαμε επί τούτου!
Η νόνα έλεγε, φαί που το τρως μοναχός σου δεν έχει νοστιμάδα ,,!
Αγαπιούνταν ως φαίνεται τότε οι άνθρωποι και μοιράζονταν φιλέματα και ψυχή! Είχανε περσότερο ανθρωπιά κι αυτό τους εβάσταγε!

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ

  Η επεξεργασία του μαλλιού!

Α) (Το ξεκαθάρισμα, το πλύσιμο, το στέγνωμα!)

Η κουρά των προβάτων στις δύο φάσεις της άφηκε απόθεμα εργασίας στις γυναίκες του σπιτιού άξιο αναφοράς για το πολυδαίδαλο των διαδικασιών της επεξεργασίας του μαλλιού. 
Τη χρονιά εκείνη δεν κράτησαν πολύ μαλλί για τον εαυτό τους γιατί χρειαζούμενο δεν τους ήτανε πιότερο από όσο θα χρειαζότανε για το γνέσιμο με το αδράχτι για να υφάνει η Κατερίνη για την προίκα της δυο τρία μαλλομπάμπακα σεντόνια κι άλλα τόσα μεταξομπάμπακα. Άϊντε κι αφού θα έμπαινε που θα έμπαινε ο αργαλειός να κάνανε παρόμοια και οι αδερφάδες της. Έτσι το πολύ μαλλί το δώκανε άπλυτο στο πανηγύρι της Μουντράς το Δεκαπενταύγουστο κι επιάσανε μάλιστα και καλή τιμή. Τρανό ζωοπανήγυρο και εμποροπανήγυρο, που μάζευε ούλα τα γύρω χωριά κι ακόμα μακρύτερα καθώς τότε η φήμη των πανηγυριών έφτανε πολύ μακριά. Εκείνο που κράτησαν ήταν μόνο το καλύτερο ποιοτικά, γιατί το στηνονόνεμα θέλει καλή ποιότητα μαλλιού, και τα κιουλόμαλλα για ντύμα σε κανά μαξιλάρι. Μοναχά που τους έφυγε ο καιρός με άλλες βασικές ασχολίες και η Κατερίνη λογάριαζε συγκαλόκαιρα να είχε τελειωμένα ούλα τα πάνινα που της έλειπαν. Θα τα προκάμω όμως είπε, φέτο θάχουμε γαϊδουροκαλόκαιρο είπε ο μπάρμπα Θύμιος ο μεταιωρολόγος του χωριού.Τώρα έπρεπε οπωσδήποτε να πλύνουν αυτό το μαλλί. Κοπιαστική όπως όλες και τούτη η δουλειά. 
Όμως το φύτεμα του όνειρου θα ´δινε καρπούς αργότερα που θα καμάρωναν τα όμορφα σκουτιά τους. Ποτέ δε βαρυγκώμισαν τα κορίτσια ούτε η Γιωργίτσα η μάνα τους. Μοναχά που η Γιωργίτσα είχε υποχρέωση να πάει να βοηθήκει τον αδερφό της στον αμπελότρυγο κάτου στον κάμπο, σαν εκείνοι δεν είχανε αποχτήσει ακόμα δικό τους αμπέλι. Μοναχά μια καλοΐσκιωτη
κληματαριά που έκανε κάτι σφιχτόρωγα, μεγαλόρωγα ροζακιά σταφύλια καλωσόριζε δικούς και ξένους στο έμπα της αυλής δεξιά με χαμόγελα και υποσχέσεις. Έτσι το βάρος του πλυσίματος των μαλλιών έπεσε όλο στα κορίτσια! Άλλο που δεν ήθελαν! Οργάνωσαν τέλεια τη δουλειά. Φώναξαν και τις φιλενάδες τους και κανά δυο συγγένισσες που πρόθυμα έδωκαν την προσφορά τους.Τα μουλάρια σε ετοιμότητα!
Τα σακκιά σε επιφυλακή, τα σύνεργα επίσης. Τα δυο μεγάλα χαρανιά, οι κόπανοι, οι κόφες, τσουκάλια, ξύλα για τη φωτιά και η καλή τους διάθεση ήσαν όλα κι όλα τα πρεπούμενα ,,ανάχρεια,,. Πρώτα φορτώσανε στο μουλάρι τα δυο χαρανιά, τα τσουκάλια και τα ξύλα με το προσάναμμα. Η Κατερίνη με την ξαδέρφισσά της την Ελένη τραβήξανε στο κεφαλόβρυσο του Αγιάννη. Εκείνη, ενώ η Ελένη ξιφόρτωνε το μουλάρι, τράβηξε από την τσέπη της το κουτί με τα σπίρτα, μάζεψε από τριγύρω αχυράκια και χαχαλάκια τα ´βαλε απάνου στην αφάνα, που είχε φέρει μαζί της αναγκαίο προσάναμμα, και φώκωσε τη φωτιά στην ,,κακαβόστρα,, , μια μόνιμη πέτρινη πυροστιά σε σχήμα Π, και την τροφοδοτούσε συνέχεια με λιανόξυλα κι ύστερα με πιο χοντρά, ώστε να κρατιέται καφτό, ζεματιστό το νερό που ευθύς αμέσως με τα τσουκάλια γιόμισαν οι κοπέλες. 
Οι φλόγες αγκάλιασαν το χαρανί που ήτανε ρετουσαρισμένο με γκρίζα στάχτη για να προφυλάξει την γυαλιστερή χάλκινη όψη του, εύρημα των νοικοκυρών εκείνου του αιώνα και των περασμένων για να μπορούν εύκολα να το καθαρίζουν στο τέλος, αν ήθελαν να λέγονται παστρικιές και να το κρεμάσουν λαμποκοπητό στο φουρναριό. Ήσαντε όμως και κάποιες ετοιμοπόλεμες αντάρτισσες που λέγανε: ,,σιγά να μην πλένω κάθε βολά τα χαρανιά και τις κατσαρόλες απ´όξω. Πίσω τα (γ)ίδια θα γενούν ,,! Βλέπετε ο φεμινισμός ανέκαθεν κρυφόκαιγε στους κόλπους της γυναίκας τότε που οι μεγάλες απαγορεύσεις κλωθογύριζανν τις συμπεριφορές κοσκινίζοντάς τες στο μυαλό τους να βρίσκει τρόπους να ξεφεύγουν από την καταπιεστική συμπεριφορά των αντρών. Γιατί εκειό που τις ,,ενόχλαε,, πιότερο ήτανε η ,,διαταή,, και λιγότερο η δουλειά. Τη δουλειά την εκάμνανε με ευχαρίστηση πάντοτε! Η αχνούρα δεν άργησε να φανεί στο νερό του χαρανιού. Ατμός φλογάτος ξουριστός, αχνούρα που παιχνίδιζε την όψη των κοριτσιών όπως εκείνα τα όνειρά τους.
Να τη, κατηφορίζει και η άλλη κομπανία! Ένα τσούρμο κορίτσια της παντρειάς και μερικά μικρότερα, ανεμίζοντας τις φούστες τους με τα χέρια κατηφορίζανε κεφάτες με χάχανα και γέλια. Δυο ακόμα μουλάρια φορτωμένα οχτώ σακκιά με άπλυτο ,,πινιασμένο,, μαλλί, πανάλαφρο για τα λαγαρά τους έρχονταν με χάρη κουνιστή, με παρελασιακή ευθυμία, με διασκεδαστική όψη. Έτσι που ανασήκωναν τα ,,πεταλωμένα τους οπλάρια,, μέτραγες τη χάρη με τα μάτια και ζήλευες την υποταχτικότητα ετούτων των ζωντανών.
Πρώτα ξεφορτώθηκαν τα σακκιά με το τιγκαρισμένο μαλλί. Ο αγωγιάτης τα πισωγύρισε στο σπίτι, τα έδεσε σε δροσερό μέρος κάτω από τη μουριά και τους φόρεσε τον ,,ντορβά,, με ,,την ταΐ τους,,. Κι αφού αγωγιάτης ήτανε η Τριαντάφυλλη, πισωγύρισε στη βρύση για δουλειά ενώ εμπιστεύτηκε στη βάβω να βγάλει τον τορβά από τα μουλάρια. Στην επιστροφή της η Τριαντάφυλλη κουβάλησε κι ένα καλάθι με κουραμπιέδες φρέσκους, μυρωδάτους, ψωμοτύρι για να ξεγελάσουν την πείνα τους, αν και όταν δούλευαν με ,,σκιούψιμο,, δεν ήθελαν να τρώνε τίποτα, ,,γιατί τους εγύρναε το φαΐ στο στόμα,,. Μια μπουκαλίτσα με ρούμι στα κρυφά να δοκιμάσουνε με τον κουραμπιέ τους ήτανε ό,τι έπρεπε! Πού θα ξανάβρισκαν ,,ξελευτερία,,; 

Η Κατερίνη στο καζάνι μπροστά με το χοχλαστό νερό κι ένα ξύλο μακρύ με μια διχαλίτσα στη μια άκρη του, πήρε μια αγκαλιά μαλλί καλοτιναγμένο να φύγουνε τα πολλά ,,σούραφλα,, και το πέταξε μέσα στο βραστό νερό. Το ζούληξε να χωθεί ούλο μέσα στο χαρανί, το στριφογύρισε  καμπόσες βολές και οπ..με τη διχάλα του ξύλου το τράβηξε όξω από το χαρανί και τ´απόθηκε στη μεγάλη κόφα. Ο ,,πίνος,, του λερωμένου, άπλυτου μαλλιού έμεινε μέσα στο χαρανί μέχρι να τελειώσει το πλύσιμο όλου του μαλλιού. Το μόνο που έκαναν ήταν να προσγιομίζουν το χαρανί κάθε φορά που κατέβαινε η στάθμη. Αυτόν τον ,,πίνο,, δεν τον πέταγαν. Τον χρειάζονταν για το βάψιμο του μαλλιού και για γιατρικό.
Έτοιμη, τιναγμένη, καθαρή και η δεύτερη αγκαλιά μαλλί από την επιτετραμμένη της συντροφιάς, καλή της φιλενάδα Διαμαντούλα, μία χαρωπή πρασινομάτα μελαχροινή ομορφιά.Την πέταξε με μιας στο χαρανί και ´κείνο στόμωσε από μαλλί και παχύ ,,πίνο,,.
Οι άλλες πιάσανε δουλειά με τους κόπανους στη σειρά. Παίρνανε μια χεριά από το ζεματισμένο μαλλί, τ´ακουμπάγανε σε μια πλυστρόπλακα και γκουπ, γκουπ, γκουπ ο κόπανος αγροικήθηκε στ´απέναντι φασκομηλοφυτεμένο βουνό κι εκείνο έστειλε γι αντάλλαγμα την ηχώ του, παραγγελιά νυφιάτικη για το λευκασμένο μαλλί, αρωματισμένη με το φασκομηλένιο άρωμα της αθανασίας!
Το βούταγαν στο τρεχούμενο νερό και πάλι γκουπ, γκουπ μέχρι να γίνει κατάλευκο. Στο τέλος της γραμμής μια μεγάλη καθαρή κόφα δεχόταν τον ολόλευκο θησαυρό πεντακάθαρο κι απαλαγμένο από τα πολλά ,,σαρίδια,, , τις ξεραμένες ,,κακαράντζες ,, τ´άχερα και τα κλαδάκια. Τα λίγα που έμεναν τριβόλια, αγκαθάκια κι ό,τι άλλο θα τα έβγαζαν ,,στην ξέλαση,, που θα κάνανε για το καθάρισμα, το ξάσιμο και το λανάρισμα.
Άπλωναν το καθαρό μαλλί, που έμοιαζε σαν άτακτο, αχτένιστο κεφάλι, όπου δίπλα τους ή πιο ξέμακρα εύρισκαν θάμνους, δεντράκια, όχτους, μάντρες.
Κουβεντολόι, πειράγματα μεταξύ τους, τραγούδια, κουτσομπολιά κοριτσίστικα και μυστικές εξομολογήσεις έλαβαν χώρα σ´αυτό το ξεσπίτωμα σε μια εξομολόγηση ψυχής, σ´ένα συνοθύλευμα γνήσιου και υπονοούμενου κόσμου, σ´ένα πανηγύρι όπου η νιότη είχε εκείνη την ημέρα το πρόσταγμα και υπολόγιζε με τα δικά της μέτρα και σταθμά. Σύντομα, πιο σύντομα από τον αναμενόμενο χρόνο , οι κόπανοι σταμάτησαν να ηχούν. Μόνο ο τελευταίος ξέψυχος ήχος, που τ´ακούμπημά τους ,,καταής,, συνυπόγραφε ανυπόστατα στη χαρά των κοριτσιών.
-Τα σακκιά ωρή, τα σακκιά! Τράβα φέρτα, κι έστειλαν τη μικρότερη εθελόντρια παρατηρήτρια να πάει εκεί που κείτονταν άδεια, θεονήστικα, ξέφουσκα, παραπονεμένα και να τα δώκει για πλύσιμο. Τα,,κοπάνησε ,, η Ελισσάβετη,, μέχρι που έγιναν λαμπίκο και τ´άπλωσε να στραγγίσουν.
Η φωτιά είχε σκεδόν σβήσει από μοναχή της, αφού κανένας δε τη στόμωσε πια. Η Κατερίνη τράβηξε το ξύλο, δε θυμάμαι τ´όνομά του, τ´άφηκε χάμου και ´κείνο βρήκε τον κατήφορο πρόσφορο κι εκύλησε ίσια με κάτου την άκρη του χωματόδρομου. Η Κατερίνη δεν ακολούθησε το πεισματάρικο παιχνίδι του. Τ´άφηκε εκεί ως ήτανε πεσμένο και έκατσε μαζί με τις άλλες στο τουράκι. Συμφώνησαν πως προτιμούν να κεραστούν κουραμπιέ και αφού ευχηθήκανε καλορρίζικα πέρασε ένα γύρο από μπροστά τους η μπουκαλίτσα με το ρούμι κι έτσι για πρώτη φορά δοκιμάζανε από το ελιξίριο της χαράς και της απόλαυσης που έδιωξε παντελώς την κούραση και χάραξε πλατύτερο το χαμόγελο στα πυρωμένα χείλια των κοριτσιών. Τώρα τι θα λέγανε στη Γιωργίτσα ή τη βάβω που το ,,τσούζανε,, μια στο τόσο δεν το είχανε ακόμα σκεφτεί. Όλο και κάτι θα εύρισκαν! Μία της παρέας έδωκε τη λύση. Κάμετε άλλο ένα γύρο ν´αδειάσει το μπουκάλι, βάλτε το στερνά στη θέση του μισοβουλωμένο, κάμετε τρογύρω μια λερωματιά με νερό κι έτσι θα πιστέψουν πως ,,χιούθηκε,,! Ευφυές το σχέδιο! Για να δούμε θα πιάσει;
Μύριζε ,,πίνο,, γύρω μα καμμιά δε δυσανασχετούσε, ούτε οι περαστικοί. Αντίθετα καθώς έτρωγαν και τον κουραμπιέ τους εύχονταν καλορρίζικα να ´ναι! Καλή τύχη να ´χουνε!
Τ´απλωμένα μαλλιά-προβιές στολίζανε τα μέρη που ακουμπήσανε και μολόησαν στα πέρατα για μια βολά ακόμη ότι χαρά έρχεται κατά δω, χαρά και καρτεράτε!
Οι ζέστες του Σεπτέμβρη ήσαν εκείνη τη χρονιά δυνατές κι όσο τα κορίτσια να φάνε και να χασκογελάσουν με τα διάφορα, τα μαλλιά και τα σακκιά όχι μόνο στράγγιξαν όπως υπολογίζανε αυτές μα στέγνωξαν εντελώς.
Το ψωμοτύρι το άφηκαν ανέγγιχτο. Τις συνεπήρε ο χορός και το τραγούδι κάτω από το πλατάνι του Αγιάννη κι ο ήλιος γύρισε. Η κάθε ,,μίνια,, σκέφτηκε τις δουλειές της κι έτσι σκόρπισαν αφήνοντας το τσιμπούσι για το ξάσιμο και το λανάρισμα. Δε θα τις ένοιαζε ο καιρός. Και με βροχή και με κρύο θα έκαναν τη δουλειά τους, κάτω από κεραμίδι θα ήσαντε. Ετούτο ήτανε το δύσκολο, το ,,,πείγον,,! Ορίσαν κιόλας τη μέρα που θα μαζεύονταν. Η μεθεπόμενη, ταχειά, μεθαύριο, δηλαδή. Το μεσημέρι κι όσο πάρει..!
Σακκιάσανε το μαλλί, το φόρτωσαν στο ένα μουλάρι και στο άλλο ,,τα συμπράγκαλα,, που στο μεταξύ, πετάχτηκε ως το σπίτι και τα έφερε η Λισσάβετη, το βάλανε στο κατώι και πήρανε για λίγο την ξεκούρασή τους. Για λίγο, γιατί οι δουλειές στο χωριό ,,δεν τελεύουνε ποτές,,!
Οι κότες θέλουν τάϊσμα, τα σκυλιά το ίδιο, τα γουρούνια, τα ζα, ούλα! 
Και του χρόνου να είμαστε καλά ευκηθήκανε μεταξύ τους. 
Και του χρόνου αντιλάλησαν οι φωνές τους με την προσθήκη της βάβως και της Γιωργίτσας που γύριζε την ώρα κείνη πίσω στο σπιτικό της.
 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ

 Α). Η επεξεργασία του μαλλιού

Β). (Καθάρισμα, ξάσιμο, λανάρισμα)

Ένας θησαυρός από ,,ματσιασμένο,, κατακάθαρο μαλλί, στοιβαγμένο στα σακκιά περιμένει τα άξια χέρια για να γίνει κουκούλι μεταξένιο και αφράτο! Μέχρι να γίνει όμως έχει πολύ δρόμο να διανύσει .
Τα κορίτσια πιστά στο ραντεβού τους, αφού ετοιμάσανε ούλες τις σπιτοδουλειές το πρωί η κάθε ,,μίνια,, στο κονάκι της, ,,φάγανε μια μπουκιά,, για μεσημεριανό και συνάχτηκαν, όπως είχανε συμφωνημένο στο σπίτι της Κατερίνης. Το καλωσόρισμα γέλια και χαρούλες. Ορμή της νιότης παστρικιά. Όνειρα από ´κείνα που η καλή νεράιδα εμοίρανε την κάθε μια να κάνει. Και τα ´κανε σε κάθε ευκαιρία. Σε κάθε μάζωξη. 
Στο σπίτι του Θανάση οι αδερφάδες μοιράστηκαν τις δουλειές. Η Ελισσάβετη και η Τριαντάφυλλη άρπαξαν από μια ,,λογανιά,, η κάθε μια και όσο να πεις ,,κύμινο,, λαμποκόπησαν τις αυλές. Ούτε χαραμάδα πέτρας δεν έμεινε ανοικοκύρευτη, ούτε σπιθαμή χώμα στα πέριξ δεν επαραπονέθηκε για αμέλεια. Άστραφτε το πρόσωπο στις πλάκες του πλακόστρωτου και οι κατηφέδες, οι βασιλικοί, οι μαντζουράνες και οι αρμπαρόριζες τρογύρω στην αυλή φρεσκοποτισμένες χαμογελούσαν κι έστελναν στο άγγιγμα το άρωμά τους για ευχαριστώ. Τα γεράνια πιο ´κει με τη μεγαλοπρέπεια της θωρειάς τους προκαλούσαν με την ολόφορτη των λουλουδιών τους παρουσία. Κόκκινο και φούξια! Η πρωινή δροσιά κέρασε τη χάρη της σε φυτά, ζώα και ανθρώπους. Κι οι πρώτες αχτίδες του ήλιου διαπέρασαν τα κενά της μεγάλης μυγδαλιάς κι άστραψαν στο πλακόστρωτο κι αντανακλάστηκαν στο γυαλισμένο ,,ζεμπερέκι,, της πόρτας της εισόδου. Τα ζουζούνια και τα έντομα στο πρωινό τους ξύπνημα ακόμα ζαλισμένα έκαναν περαντζάδες αλλόκοτες και πηγαινοέρχονταν αμήχανα μέχρι που βρήκαν το καθένα το ρυθμό του και τον τόπο του.
Η Κατερίνη ανάλαβε το σπίτι στο εσωτερικό του. Άνοιξε τα παραθύρια, έβγαλε στην πίσω μεριά της αυλής τα κρεβατόσκουτα να λιαστούν σε μια κίνηση βιολογικού καθαρισμού, πήρε στερνά τη σπαρτοσαρωματιά με το κοντό χερούλι και ,,ξάκρισε το σπίτι μπάντα κι άλλη,,! Ξεσκόνισε μ´ένα φανελόπανο και φρεσκάρισε τα γυάλινα ποτήρια και τη μεγάλη γυάλινη κανάτα, όπως και τον σκαλιστό μπρούτζινο δίσκο. Η Γιωργίτσα έσφαξε ένα κόκκορα που έκλαψε την πρασινογάλαζη στολή του με τις μαύρες, κανελί και χρυσαφιές ανταύγειες, τον εξεθέρμισε κι έβγαλε τα πούπουλά του μάνι-μάνι, τον εμερίδιασε σε δεκατέσσερις μερίδες και τις αράδιασε στη μεγάλη πλατειά εμαγιέ κατσαρόλα. 
-Τα ποδέλοιπα δικά σου, είπε στην Κατερίνη!
Η ιδιανή ,,έσιαξε,, τη ,,μπαρέζα,, της ν´αγκαλιάζει καλά το κεφάλι της, φόρεσε καθαρά σκουτιά και ,,το ´κοψε για τον κάμπο,,. Είχανε κανά δυο μέρες τρύγο ακόμα. Είπε πως θα έμενε στον αδερφό της και δε θα γύριζε το βράδυ κι έδωκε ορμήνιες πιότερες από τότε που οι τσιούπες της ήσαντε μικρές. Να ,,κάμουτε,, ετούτο, να μην ,,κάμουτε,, εκείνο, να ,,προσέχουτε ,, και να σκεφτόσαστε προτού να βγει κουβέντα από το στόμα σας. Κι αφού πήρε το οκέϊ, μπούρλιασε το ταγάρι της στον ώμο, έκαμε το σταυρό της και με το γρήγορο βήμα της, τη βιαστική περπατησιά της άφηκε γεια στις όμορφες κόρες της που τις εμπιστευόταν πιότερο κι από τον εαυτό της. Άλλες χρονιές έστρωναν στην πίσω αυλή κι έκαναν τη δουλειά του ξασίματος εκεί. Μα εκείνη τη χρονιά συνέπεσαν με το κουβάλημα των ξύλων και δεν είχανε προλάβει ,,να τα τιγκιάσουνε,,. Έτσι δεν υπήρχε χώρος λεύτερος. Τους έπεσαν στριμωγμένες οι δουλειές τους μετά της Παναΐας κι έτσι άλλαξαν τα σχέδια. Η βάβω ανάλαβε να μαγερέψει για λογαριασμό της Κατερίνης. Ήθελα να είναι χρειαζούμενη κι αυτή στις χαρές του σπιτιού.
Η Κατερίνη λευτέρωσε τη μεγάλη σάλα σπρώχνοντας τα πράματα στην άκρη, τραπέζι, μπαούλα, καρέκλες κι έστρωσε καταμεσίς τη μεγάλη σπάρτινη σαλαπλάδα, που είχε υφάνει η βάβω και της την έκαμε γενέθλιο δώρο μπρου πέντε χρόνους για την προίκα της, της είπε. Η Κατερίνη από τη βιασύνη της να τη δείξει στρωμένη, πλουμιστή σ´ούλες τις ,,φιλινάδες,, της την έστρωσε και καρτερούσε τα ,,σκολιανά τους,,. Καμάρωναν κι εγγόνα και βάβω όταν είδανε την έκπληξη στα μάτια των γυναικών και κείνες έκαμαν τα καλύτερα σχόλια. 
Σκόρπισε δέκα μαξιλάρες κυκλικά πάνω στην απλάδα, τόσες ήσαν στο σύνολό τους οι γυναίκες της ,,ξέλασης,,.
Εκείνες η κάθε μια με το ,,λανάρι,, της στρογγυλό κάθισαν στα δροσερά σπαρτομαξίλαρα σε ασορτί χρώματα με της ,,απλάδας ,, και αφού τις κέρασε από έναν κουραμπιέ πήρε το πρώτο σακί και ακούμπησε δίπλα στην κάθε μια τους από ένα βουναλάκι μαλλί πλυμένο, καθαρό. Έκατσε και η ιδιανή στη μαξιλάρα της και το σούσουρο είχε κιόλα αρχινίσει μαζί με την πρώτη λοΐδα μαλλιού που πήρανε από το σωρό στα χέρια τους. Τα μάτια στο μαλλί, το μυαλό στο σούσουρο. Καρκαριστά τα γέλια τους ομορφαίνανε το σπίτι! Η βάβω τις εκαμάρωνε!
Με σχολαστικότητα έβγαζαν ό,τι σκουπιδάκι είχε απομείνει στα μαλλιά και δεν ήσαν λίγα. Το ,,τικλιασμένο,, μαλλί είχε κρατήσει μπόλικα από δαύτα, τριβόλια, αγκαθάκια, σκύβαλα, λιθαράκια, άγανα, φυλλαράκια, ακόμα και τσιμπούρια ψόφια από το ζεμάτισμα βρίσκανε. Μία-μία τουφίτσα μαλλάκι την καθάριζαν καλά την ,,έξαιναν,, πρόχειρα τραβώντας γύρω-γύρω το μαλλί ν´αραιώσει και το πέταγαν στο κέντρο της ,,παλιάτσας,,! Σιγά -σιγά ένα βουνό χιονένιο ορθώθηκε μπροστά τους και δεν έβλεπαν τις απέναντί τους. Τότε ήτανε που τα πειράγματα και τα χωρατά ,,έδωκαν κι επήραν,,!
Σε μια στιγμή η Κατερίνη συνεπαρμένη από τη χαρά της όρμησε πάνω στο σωρό κι αγκάλιασε το λευκό βουνό. Κάμανε το ίδιο και οι άλλες ακολουθώντας το παράδειγμά της. Έτσι βρέθηκαν με τα κεφάλια τους ν´ακουμπάνε και τα χέρια τους να σμίγουνε. Οι καρδιές τους χορεύανε η μία στο ρυθμό της άλλης και μοιραστήκαμε χωρίς μιλιά τα σώψυχά τους σε μια συνεύρεση αγάπης και αλληλεγγύης. Δεν τους έκανε καρδιά να ξεκόψουν από τούτη την ανάπαυλα. Ααααα! Κάνανε όλες τους με μια φωνή κι ανασηκώθηκαν μεθυσμένες από αγάπη και χαρά. 
Το καθαρισμένο μαλλί μοιράστηκε ξανά ισόποσα σε κάθε κορίτσι. Τα λανάρια είχαν τώρα την τιμητική τους!
Κομματάκι-κομματάκι περνούσαν το μαλλί στις διαπεραστικές περόνες του λαναριού. Στερνά με το ζευγάρι του λαναριού τραβούσαν το περασμένο μαλλί και το χτένιζαν. Άϊντε-άιντε ξαινότανε το μαλλί και γινόταν αφράτο. Όταν δεν υπήρχαν λανάρια, σπάνιο πράγμα, στο σπίτι το έξαιναν με τα χέρια. Με το νύχι! Εκεί να βλέπατε κούραση! Από τις διηγήσεις της νόνας και την προσωπική μου εμπειρία στο σπίτι μας από τη μάνα μου, νύχτες ατελείωτες χρειάζονταν μέχρι να ξαστεί το μαλλί με τα χέρια! ,,Μερολάσια,, λέγανε οι παλιοί!
Αφράτευαν τα βουναλάκια του μαλλιού δίπλα στην κάθε γυναίκα. Τα έσπρωχναν απαλά στο κέντρο κι ένα καινούργιο αφρατοβούνι χιονισμένο δήλωνε παρουσία. Ποιος θα πίστευε, αν δεν ήξερε, από μακριά ότι αυτό που έβλεπαν τα μάτια του ήταν η προβιά από την κουρά; Όταν νόμιζαν πως ήταν αρκετό το δίπλωναν απαλά γύρω από το βραχίονά τους και το έκαναν ,,τουλούπες,, Οι τουλούπες σα νυφούλες καμάρωναν μέχρι ν´αποθηκευτούν απαλά στο χώρο του αργαλειού για να παραδοθούν σε άξια χέρια για γνέσιμο. Τις έπιασε βράδυ και το μαλλί δεν τέλειωσε παρ´ότι ήσαν πολλές οι γυναίκες. Περίσσεψε λίγο! Θα το έξαιναν και θα το λανάριζαν μόνες τους οι αδελφές το ταχύ.
Σηκωθείτε, τιναχτείτε, το τραπέζι περιμένει είπε η Κατερίνη που είχε φύγει νωρίτερα για να το ετοιμάσει. Το τσουκάλι είναι γιομάτο και το σαπούνι πλάι. Περάστε να πλυθείτε!
Σα στρατιωτίνες με ,,μπολκοβέλεσα,, τα κορίτσια στάθηκαν στην αράδα και έπλυναν τα χέρια τους, αφού τίναξαν καλά τα σκουτιά τους.
Το δείπνο τις αποζημίωσε για τον γλυκό, γλυκύτατο κόπο τους. Ευχαρίστησαν τη βάβω. Όταν η δουλειά γίνεται με αγάπη και χαρά δεν κουράζει είπε η βάβω καθώς καμάρωνε τις μορφονιές. Ούλες συνηγόρησαν σ´αυτό. Και η νύχτα δεν ήτανε μόνο καλή, μελένια ήτανε! Γι αυτό οι άνθρωποι εκείνου του καιρού δεν αρρωσταίνανε εύκολα και ζούσαν πολλά χρόνια. Ούλα τα προβλήματα δεν τα παίρνανε ,,τοις μετρητοίς,, και τα μοιράζονταν. Και η δουλειά χαρά τους, όποια και να´τανε!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ ΕΝΝΑΤΟ

 Οι λογανιές και οι αφάνες!

 Δε σταυρώνανε ,,λογανιές,, οι ,,παστρικοθοδώρες,, του Θανάση. Από γυναίκα, μάνα ως και κόρες! Δε ,,φτούραγε,, λογανιά πιότερο από ένα μήνα! Για τούτο ντουζίνες τις αποθηκεύανε στον αχυρώνα κάθε χρόνο. Ας ήτανε καλά ο μπάρμπα Ηρακλής που ,,ξεαφάνιζε,, τις πλαγιές στο φασκομηλόβουνο και τις έκανε χρήσιμο είδος σκουπίσματος( σαρώματος) που το λέγανε λογανιά. Στρουμπουλές βασίλισσες στα ξεροβούνια στο πράσινο με κίτρινα λουλουδάκια ως τον Ιούλιο, αργότερα με κόκκινους σκαγιερούς καρπούς και τέλος στα χρυσαφιά τους ντύματα, σαν ολοκλήρωναν τον προορισμό της διαβίωσής τους, γίνονταν θήραμα από τους επιδέξιους ,,αλογανάδες,, της περιοχής. Όμως ας έφτιαχνε λογανιές για τις μεγαλοκυράδες ο Ηρακλής, γιατί ο Θανάσης δεν τον είχε ανάγκη. Ήτανε καλύτερος αλογανάς από κείνον! Τόσα χρόνια πόφτιαχνε ντουζίνες από δαύτες είχε ξετρίψει και δεν τον παράβγαινε κανένας στην τέχνη ετούτη. Τις ξεκόλωνε που λέτε με την αξίνα φυσικά γιατί οι αφάνες είναι αγκαθερός θάμνος και σκληρός και δεν γίνεται να τις τραβήξει κανείς με τα χέρια. Έφτιαχνε ένα στυλιάρι με μια διχάλα στην μια του άκρη και την έχωνε μέσα στην αφάνα. Ύστερα τη στερέωνε πλέκοντάς τη με σύρμα γερό και τη σταθεροποιούσε. Και η τελική φάση οδηγούσε στο πλάκωμα της έτοιμης φουντωτής λογανιάς με μια βαρειά πέτρα που να πιάνει όλη της την επιφάνεια. Την άφηνε έτσι πλακωμένη μέχρι να ξεραθεί καλά και να ισιώσει. Τη νοικοκύρευε, την κανάκευε, ήλεγχε τη σταθερότητά της κι αυτό ήτανε! Την παρέδιδε προς χρήση!

Θαύματα κάνανε με την αφεντιά της οι νοικοκυρές . Σαρώνανε τις αυλές τους, τα κοτέτσια τους, τους αχυρώνες τους, το δρόμο όξω από την αυλή τους. Ξαράχνιαζαν τα πάτερα, τις αστράχες, τα πάντα. Ακόμα και μακριά από το σπίτι η αλογανιά τους ήταν χρήσιμη. Την κουβαλούσαν μαζί τους στο μάζεμα των ελιών για να συμμαζεύουν τις πεσμένες ,,από το ράβδο,, ελιές, στο αλώνισμα για να διαχωρίζουν το ,,στάρι,, από τα ,,κότσαλα,, και τα άχυρα, να μεριάζουν τη σκόνη από το λίχνισμα, να καθαρίζουν το αλώνι ολόκληρο όταν επρόκειτο ν´αλλάξουν είδος δημητριακού, στον τρύγο όταν ξεραινόταν η σταφίδα και τη διασπούσαν με το ,,γκράβαρο,, , για να διαχωρίζουν τις ρώγες από τα ,,τσέγκουρα,, και όπου αλλού εκείνοι νόμιζαν ότι τους ήταν χρήσιμη.
Μεγάλη εξυπηρέτηση και μεγάλη αντοχή. Δεν πολυφάδιαζε εύκολα ετούτο το θαμνούδι!
Έκτός από την αφάνα για τις λογανιές υπήρχε και η αφάνα για προσάναμμα που ήταν πιο εξευγενισμένη με μακριές βελόνες. Μ´αυτή προσάναβαν τη φωτιά στο παραγώνι, το φούρνο, την ,,κακαβόστρα,, όταν πήγαιναν για πλύσιμο στη βρύση! Την έβαναν στις φωλιές για να μην πλησιάζουν τα φίδια και τρώνε τα αυγά και σε δέντρα όπως η ροδιά, να μην ανεβαίνουν τα ποντίκια και τρώνε τα ρόδια!
Το μυαλό τους δούλευε κι εύρισκε τρόπους ανέξοδους, πρακτικούς και φυσικούς να κάνουν τη δουλειά τους. 
Αξιολάτρευτοι ήσαν οι πρόγονοί μας! Δεν τους τρόμαζε η φτώχεια. Την ξεπερνούσαν με την πλούσια τους καρδιά και με τις δυνατότητες του μυαλού και των χεριών τους!
Η νόνα αργότερα τις έφτιαχνε μοναχή της τις λογανιές και μονάχη της έτρεχε στο βουνό να τις ξεκολώσει. Μονάχη της σήκωνε και το λιθάρι για να τις πλακώσει . Πού να το έβλεπαν αυτό οι νέες γυναίκες! Κι αν τους το πεις παραμύθι θα νομίζουν ότι ακούνε! Καφέ, τσιγάρο, κινητό και τάμπλετ για χασομέρι και για ανέβασμα φωτό στο f/b και στο Instagram! Τεμπελίαση πρώτου βαθμού θα διαγνώσει ο γιατρός όταν η ανία θα έχει θρονιαστεί για τα καλά μέσα τους ή η κατάθλιψη από την απομόνωση. Ενώ καμμιά γυναίκα της εποχής της νόνας δεν έπαθε κάτι αντίστοιχο κι ας δούλευαν όλες τους σκληρά.
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ

 Τα σαρώματα!

Το ταχύ κι ενώ η Τριαντάφυλλη με τη λογανιά φρεσκάριζε στα πιλαλητά τις αυλές, η Κατερίνη πήρε το ,,σάρωμα,, τ´ακούμπησε ,,προσερινά,, στην πλάτη της παραμερισμένης καρέκλας και μάζεψε με περισσή ιερότητα και συγκίνηση τη μεγάλη βαρειά ,,παλιάτσα,, που είχανε τις προάλλες ακουμπισμένο το μαλλί απάνου της, την κράτησε στην αγκαλιά της για μερικά δευτερόλεπτα, μύρισε τον κόπο της νόνας της και την ευωδιά του σπάρτου και βγήκε στην πίσω αυλή που ακόμα ήταν ασκούπιστη. Ακούμπησε χάμω τη σπάρτινη σαλαπλάδα και φώναξε την Ελισσάβετη για βοήθεια. Μπορούσε και μονάχη της, άλλωστε στην πορεία της ζωής της μονάχη της επέλεγε, αλλά και μοίρα της γυναίκας τότε ήτανε, να τα κάμνει ούλα, μα ήτανε γεμάτη τρίχες από τα ξασμένα μαλλιά που ήσαν πάνω της ακουμπισμένα και ήθελε δυνατό τίναγμα για να φύγουν. 
Την άπλωσαν κατά μήκος στο πλακόστρωτο της πίσω αυλής, τη δίπλωσαν με την καθαρή πλευρά της προς τα μέσα κι ύστερα έπιασαν από μια άκρη της η κάθε μια. ,,Μπαμπουλωμένες,, για να μη ρουφάνε σαρίδια και τρίχες άρχισαν να τινάζουν ρυθμικά και διασκεδαστικά, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω δυνατά. Ντουπ, ντουπ, ντουπ κι ένα σύννεφο σκόνη, χνούδια και μαλλότριχες ανέμιζαν στον αέρα σα χιονονιφάδες άλλης υπόστασης με μια αχνούρα νεραϊδένια και τούτο διασκέδαζε πιότερο τα κορίτσια. Γύρισαν το μπρος πίσω κι έκαμαν δεύτερο γύρο. Ντουπ, ντουπ, ντουπ και τα μακριά μπρατσωμένα χέρια των κοριτσιών ανέμιζαν λαμπάδες στον αέρα καθώς εδίνανε φόρα για να σηκώσουν το βαρύ σκουτί κατά πάνου! Και λύγιζαν χαλαρωμένα καθώς κατέβαιναν με τη βοήθεια της βαρύτητας προς τα κάτω. Σα χταπόδι, που δεν είχανε φάει ποτές τους, έδερναν το πατόστρωμα. Η όλη διαδικασία θύμιζε τους ανθρώπους που έκαναν σταυρό και προσευχή μπρου σφάξουν ένα ζωντανό και στερνά αλύπητα το μαχαίρωναν κι ούτε το αίμα του λίγωνε τις καρδιές τους. Τουλάχιστον η παλιάτσα δεν έβγανε αίμα! Έγινε όμως λαμπερή, λαχταριστή, κατακάθαρη, όπως της την είχε παραδώσει η νόνα της. Η υφή της δεν κρατεί σαρίδια, γι αυτό και τη χρησιμοποίησαν άλλωστε. Σέρνοντας τη θετική ενέργεια της νιότης, αφού τόσα κορίτσια κωλόκατσαν απάνου της και τον τόσο κόπο τους ρούφηξε, θρονιάστηκε μαζί με τις μάλλινες στο γιούκο κι ούτε την ξαναπείραξε η Κατερίνη μέχρι να φύγει από το πατρικό της.
Το σάρωμα που καρτέραγε ανυπόμονο στην πλάτη της καρέκλας είχε αρχίσει να δυσανασχετεί γι αυτό, όπως έκανε ένα εξισορροπητικό ανακλάρισμα, έγειρε κι έπεσε κατάχαμα κι ήτανε της μοίρας του να το σηκώσει άρον-άρον η Κατερίνη που φουριόζα ήρθε ,,να ξεσηκώσει τη σάλα,,.
Με κοφτές ρυθμικές κινήσεις ,,πρόσω ολοταχώς,, τη μια, με παρακάμψεις κατά διαστήματα για να ξακρίσει τις γωνίες και τις χαραμάδες που ακουμπούσανε στον τοίχο, γιατί σοβατοπιά δεν υπήρχαν, το λόγο δεν τον ξεύρω, και η σκούπα στην καθαριστική μανία της Κατερίνης αντιτάχτηκε με χορευτικές φιγούρες υποτασσόμενη τελικά στη φουριόζα χειραφέτηση της δασκάλας της. Η σάλα έλαμψε και τα ταπεινά έπιπλα, δυο μπαούλα, ένα τραπέζι, έξι καρέκλες, δυο τρεις φιγούρες προγόνων στον τοίχο και η νυφική φωτογραφία της Γιωργίτσας και του Θανάση, όπως και η ,,ΚΑΛΗΜΕΡΑ,, με τον μπιζουταρισμένο καθρέφτη στο διάδρομο, έλαμψαν κι αυτά και ήσαν όλα έτοιμα να δεχτούν τον ξαφνικό επισκέπτη. Μια ηλιαχτίδα χτύπησε στον καθρέφτη την ώρα ακριβώς που η Κατερίνη ανασηκώθηκε κι έκαμε να χαλαρώσει το φακιόλι της. Φάνηκαν τα ρόδινα μάγουλά της και το πλατύ χαμόγελό της. Η ηλιαχτίδα χάρηκε πολύ το σκηνικό, λιποτάκτησε εκείνη την ημέρα και χάρισε τη συντροφιά της στην Κατερίνη που εξέπεμπε μια γοητεία ανεξήγητη στα μάτια των αλλωνών. Η Κατερίνη όμως ήξερε και καμάρωνε για τη χάρη! Το χόρτινο σάρωμα ,απαραίτητο αξεσουάρ της νοικοκυροσύνης που δεν ήτανε κατασκευαστικό προνόμιο του Θανάση αλλά του Ηρακλή, που κουβάλαγε το ειδικό ανθεκτικό χόρτο από μακριά, ήτανε όμως πιο ευάλωτο από τη λογανιά, βουτηγμένο στη γαλαζόπετρα έγραψε ιστορία στους προηγούμενους αιώνες, αλλά κι ακόμα γράφει, όταν στα δυσπρόσιτα σημεία η ηλεκτρική σκούπα αδυνατεί να συνεισφέρει τις υπηρεσίες της (πλακόστρωτα, ανισόπεδους χώρους κ.λ.π.).
Με τη βενταλώδη όψη της σαν κυρία της υψηλής κοινωνίας η χόρτινη σκούπα, φτιαγμένη από το φυτό σόργο ή σάρο κατά ιντερνετική πληροφόρηση, εξ ου και σάρωμα, που λένε ότι είναι κι έτσι λέγεται ο θύσανος του καλαμποκιού, καμαρώνει σαν τσαλαπετεινός καθώς η Κατερίνη την κρεμάει στη θέση της δίπλα στα αδερφάκια της, σκούπες, σκουπάκια και λογανιές.

Με το μικρό σαρωματάκι κι ένα υποτυπώδες φαράσι φτιαγμένο από ,,παφιλένια λάτα,, μάζεψε τη στάχτη από το ,,τζιάκι,,, στερνά την τίναξε καλά και μια φορά τη βδομάδα αφιέρωνε δυο στράτες νερού και έκανε μπάνιο στις σκούπες της. Κάθε μέρα επιθυμούσε να το κάνει η χρυσή νοικοκυρά μα οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν. Έβγαλε τη ,,μπροστέλα,, της την τίναξε παράμερα καλά, τίναξε και το μαντηλό της, έκαμε, να έτσι φρτς... σ´ούλα της τα φορεμένα σκουτιά μπρος-πίσω, παλαξίδια ήσαντε μα η καθαριότητα είναι άλλο πράμα, έριξε και μια μπούφλα νερό από το τσουκάλι στη μούρη της, αφού πρώτα έπλυνε καλά τα χέρια της με νερό και σαπούνι κι έτρεξε να βρει τις αδερφάδες της να χαζέψουνε λιγουλάκι κουβεντιάζοντας μέχρι να σκορπίσουνε η κάθε ,,μίνια,, στις προκαθορισμένες δουλειές της ημέρας. Η Κατερίνη ήξερε καλά ποια θα ήταν η δουλειά της τις επόμενες ημέρες και το είχε δηλώσει, να μην την ,,ενοχλάει,, κανείς.
Το ,,σάρωθρο,, των αρχαίων τιμημένο από τις νοικοκυρές σηκώνει το λάβαρό του και διαλαλεί στους αιώνες την παρουσία του αξιώνοντας τουλάχιστον μνήμη για την προσφορά του. Πιστεύω πως τουλάχιστον σήμερα θα έχω σαν ευχαριστώ την ικανοποίησή του.
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ

 Το στημόνι και το αδράχτι !

Το βράδυ εκείνο η Κατερίνη δεν είχε ύπνο. Άφηνε το νου της να περιπλανιέται. Τη στοίχειωναν τουλούπες και αδράχτια με τα σφοντύλια τους και μυριάδες στημονοκλωνές που γύρευαν ούλα μια ταξινόμηση, μια θέση. Γύριζε στο ένα της πλευρό, πολέμαγε να κλείσει τα μάτια της, εκείνα καρελωμένα έμεναν, γύριζε στο άλλο τα ίδια.Τ´άνοιγε κι αγνάντευε το ,,νταβάνι,,. Σκιές πλανιόσαντε κι εκεί και ,,πάλε,, τις ίδιες εικόνες ,,έγλεπε,, και ,,βουρλιζότανε,, ο νους της. Τράβαγε τα σεντόνια, κουκούλωνε το κεφάλι της μπας και ,,λαγιάσει,, μια στάλα, τίποτα. Τους έδινε μια με τα ,,αργασμένα,, από το πολύ περπάτημα πόδια της και ξαφνικά βρισκόταν ξέσκεπη και ,,καψωμένη,,. Έδινε άλλη μια και βρισκόταν ,,ολόρθη,, κι έψαχνε στα σκοτάδια τ´όνειρό της παλαμαριάζοντας τους τοίχους και γραντουνίζοντας το ζεμπερέκι της πόρτας. Εκεί αναγνώρισε τις ανησυχίες της. Προχώρησε ψαχτά κι έφτασε ως το παραθύρι. Μέριασε τη βαρειά υφαντή κουρτίνα που δεν άφηνε φεγγαροαχτίδα να περάσει μέσα, έστριψε το σιδερένιο πόμολο κι έτριξε το τζαμιλίκι. Το άφηκε ν´ανοίξει διάπλατα κι έσπρωξε το μασίφ ξύλινο ξώφυλλο με δύναμη ,καθώς δεν ήτανε καν θηλυκωμένο ,γιατί κανένας κίνδυνος δεν ελόχευε στο χωριό εκείνους τους καιρούς , τ´άφηκε κι εκείνο διάπλατα ανοιχτό μέχρι που θορύβησε καθώς ακούμπαγε στην πέτρινη τοιχοποιΐα και λεύτερα πια τα μάτια της αντίκρυσαν τη μαγεία του ουράνιου θόλου. Ακούμπησε τα χέρια της σταυρωμένα στο περβάζι του παραθύρου και πλανιόταν μαζί με τ´αστέρια που της έπαιζαν κρυφτό στον ουρανό. Πόση ώρα στάθηκε εκεί κανείς ούτε η ίδια δε ,,μπόρηγε,, να υπολογίσει . Ύστερα ήσυχα τ´άφηκε ούλα -και ξώφυλλα και τζαμιλίκια -διάπλατα ανοιχτά κι αποτραβήχτηκε στο κρεββάτι της. Χαλαρωμένη με το χάδι του φεγγαριού αποκοιμήθηκε γλυκά ως το πρωί που την εθώπευσε τρυφερά η πρώτη ηλιαχτίδα. Το παγωμένο νερό της ,,κατουρλόβρυσης,, δίπλα στο σπίτι τους τη συνέφερε εντελώς. Στο σπίτι επικρατούσε ακόμα η γλυκειά αναστάτωση του πρωινού . Η Κατερίνη καλημέρισε, έκαμε σταυρό βιαστικά όπως και βιαστικά έφαγε ρουφηχτά δυο κουταλιές από το ζεστό τραχανά που είχε μαγειρέψει η Τριαντάφυλλη για πρωινό με ,,τρίψαλα,, φέτας και άρμη και πήγε ,,ντουγρού,, στο υπόγειο που είχε μετακομίσει κι ο αργαλειός της και είχε γίνει μια όμορφη νοικυρεμένη αποθήκη για τα πράματα που δε ,,χρησιμοπήγαγαν,, ούλη την ώρα. Εκεί βρισκόταν και η ρόκα της και το αδράχτι της και το σφοντύλι της. Τράβηξε τη ρόκα με ιεροτελεστική κίνηση, ξεκρέμασε και το αδράχτι που φιγουράριζε στον τοίχο κρεμασμένο σε μια ,,πρόγκα,, από το αγκιστράκι που είχε στην κορυφή του.

Ύστερα πήγε στη γωνία που ήτανε ,,αποθημένο,,το ριγέ ματαράτσι με τις αφράτες τουλούπες μέσα του ανάλαφρα ακουμπημένες. Πήρε μια, την κοίταξε με λατρεία, ύστερα την έπιασε από τις δυο της άκρες γερά και της έδωκε ένα τράνταγμα ανακουφιστικό για ν´αποβάλει την ,,μούχλα,, του στριμώγματος κι έτσι αφρατεμένη τη ,,μπούρλιασε,, στην άδεια ρόκα της. Την κανάκεψε αρκετά μέχρι να τη φυλακίσει με το ζωνάρι της ρόκας στην ασυγκράτητη αγκαλιά της. Την έζωσε σε δυο τρεις ,,φούρλες,, και έχωσε επιδέξια την άκρη του ζωναριού μέσα στο πρώτο ζώσιμο. Πήρε τη ρόκα αποφασιστικά στα χέρια της ,την στερέωσε στο ζωνάρι της, τράβηξε με το αριστερό της χέρι μαλλί από μια άκρη της τουλούπας κι ένιωσε ένα : ωχ...κι εσύ....μα καθώς το βυζί του μαλλιού τράνευε προς το μέρος της Κατερίνης και η εκπαρθένευση μετατράπηκε σε ηδονή όλα ήταν τόσο όμορφα. Έστριψε την άκρη του μαλλιού με το δεξί της χέρι, τη στερέωσε στο τσιγκελάκι του αδραχτιού που ήταν κι εκείνο στερεωμένο στην κορφή του , έφερε τη στριμμένη κλωνά δυο-τρεις βόλτες γύρω από το σώμα του κάνοντας στροβίλους κι άρχισε να στρίβει ασταμάτητα ώσπου το αδράχτι πήρε τη φορά της βαρύτητας και γύριζε σαν τρελό όπως η γη γύρω από τον εαυτό του. Τραβούσε μαλλί με το αριστερό, έστριβε με το δεξί κι όταν η κλωνά μάκραινε αρκετά την τύλιγε με επιδεξιότητα στο λεπτεπίλεπτο κορμάκι του αδραχτιού. Εκείνο στριφογύριζε σαν τρελό κι ο χορός του ήταν συναρπαστικός και οι φιγούρες του στον αέρα το ίδιο. Κι όταν η ,,ζούρλια,, της νιότης της παρότρυνε την Κατερίνη να στριφογυρίζει μαζί του ήταν σα να χόρευε το ωραιότερο ταγκό κι ας μην είχε ιδέα τι πήγαινε να πει αυτό. Κι όταν ακούμπαγε στερνά ρόκα κι αδράχτι με προσοχή στο μπαουλάκι παραδίπλα και πήγαινε να πάρει καινούργια τουλούπα, νόμιζες πως ο καβαλιέρος παρέδιδε τη ντάμα του .Την ξαναφόρτωνε και πάλι από την αρχή κι η κλωνά έκανε χιλιόμετρα τους γύρους κι η Κατερίνη μαζί της χιλιόμετρα τα όνειρα. Κι έβγαινε τόσο λεπτή η κλωνά κι ήταν γερή σα σπάγκος. Καθώς έγνεθε από την πολλή αφοσίωση πανωχείκιαζε δαγκώνοντας απαλά το κάτω αχείλι της σε μια ένδειξη αφοσίωσης και ικανοποίησης κι όταν πια ο ρυθμός έρρεε κανονικός χαλάρωνε και πότε γιόμιζε το αδράχτι και πότε τέλευε η τουλούπα δεν το έπαιρνε χαμπάρι.
Στη Μουντρά πολλές γυναίκες δούλευαν το στημόνι στο αδράχτι. Στη Μοφκίτσα όμως που μετακόμισε με το γάμο της η Κατερίνη είχε το προνόμιο να είναι η μοναδική γυναίκα στο χωριό που έγνεθε στημόνι μάλλινο. Αδράχτι για υφάδι δούλευαν πολλές μα για στημόνι μοναχά ο ατός της.
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 Γλυκό κουταλιού τσιμπίπω !(σουλτανίνα)

Η Γιωργίτσα ,,ξεσούρωσε,, αναπάντεχα το επόμενο βράδυ, παρ´ότι είχε ειπεί πως θα έμενε στον αδερφό της στον κάμπο δύο βράδια.
-Τέλεψε ογλήγορα ο τρύγος, βοηθήκανε και οι γείτονες και είπα τι να κάμω άλλο να χαϊσομεράου τζιάμπα;
Κι άπλωσε ομπρός τους μια καλαθούνα γιομάτη από μαυρούδια, ροζακιά, μοσχάτα, αητονύχια και κορίνθια !
Η Κατερίνη έτρεξε να ,,ταχτοποιγήσει ,, το γάιδαρο κι αφού τον ξεσαμάρωσε, τον έδεσε στο αχούρι να ξεροσταλιάσει και αν ήθελε να φάει ,,κιόλανε,,. Χάϊδεψε το ζωντανό στο σβέρκο και στη ράχη κι εκείνο απρόθυμα βούτηξε μια χαψιά σανό περιφρονώντας το άχερο και πριν καλά-καλά η Κατερίνη κλείσει την πόρτα του αχυρώνα με το ξύλινο μάνταλο, εκείνο γονάτισε στα δύο μπροστινά του πόδια και ξάπλωσε αναπαυτικά αναχαράζοντας τη χαψιά του. Το φως του φεγγαριού έμπαινε από τις χαραμάδες και χάραζε ριγέ ασημόματα στη ράχη του ,κάθετα στο μακρύ του σταυρού του και οριζόντια στο κοντό κι έμοιαζε με σκακιέρα το καφετί του σώμα.
Η Ελισσάβετη έπλυνε γουλόζικα μερικές ,,τσαμπίδες,, από κάθε είδος και χωρίς πρόσκληση ανταποκρίθηκαν ούλοι στο κάλεσμα των ολόδροσων πολύχρωμων τσαμπιών. ,,Τέτικο ,, δώρο μια ,,βολά,, το χρόνο είχανε την ευκαιρία να φάνε, όξω από τις ,,βολές,, που η κληματαριά της αυλής τους τους χάριζε απλόχερα κάθε χρόνο τα δικά της ροδόχροα σφιχτόρογα σταφύλια που ,,ζυγιάζανε,, δυο οκάδες το καθένα.
Κι απάνου που ξετσαμπιάσανε ως την τελευταία τις τσαμπίδες η Γιωργίτσα διάταξε:
Καθαρίστε το τραπέζι και συ Λισσάβετη τράβα φέρε όξω από την πόρτα το καλάθι πούναι μέσα στο μεγάλο ζωναράτο σακούλι. 
-Πόναι ωρέ μάνα, εγώ ,,τώρανες,, ήρθα απ´όξω δεν είδα τίποτις, είπε απορημένη η Κατερίνη.
-Αμ´τι μωρή τσιούπρα μ´! Θα ντ´άφηνα να το ιδείς του λόγου σου ,αφού ήθελα να ,,σας ξαφνιάσω,,;
Στρίψε στην αποκεί πλευρά, έριζα στον τοίχο είναι. Αστράφτει απάνου του το φεγγάρι ! Και γέλασε καλόκαρδα περιφρονώντας την πολλή της κούραση.
Η Λισσάβετη ,,ήφερε,, το σακκούλι, τράβηξε όξω την καλαθούνα κι αράδιαζε ασταμάτητα απάνου στο τραπέζι κεχριμπαρένια ανθρωπόμορφα σταφύλια που η ξανθή θωρειά τους θύμιζε νεράϊδες των δασών και των νερών !
-Ω! Αναφώνησαν οι κοπέλες με μια φωνή ! Τι όμορφα ,,πόναι,, !
-Ένα κλήμα ολάκερο το είχε φυλαγμένο για ελόγου μου ο αδερφός μου. Την υπόλοιπη την ετρύγησε νωρίς και την εξέρανε για σταφίδα. Με φίλεψε και ξερή, στο μικρό σακουλάκι έναι, εκεί δα, κι έσκιουψε μισό μέτρο τόπο, πήρε το μικρό σακουλάκι και έβγαλε από μέσα του ένα καρό 
τουβαλίθι με μπλε και κόκκινες ρίγες, δεμένο σταυρωτά με δυο κόμπους ανάλαφρους. Θα ήτανε τρεις οκάδες σταφίδα εκεί μέσα.
-Είναι χρειαζούμενη ,είπε και χάιδεψε το τουβαλίθι παραμερίζοντάς το.
Τα κορίτσια όμως δεν έδιναν καμμιά σημασία στα λεγόμενα της μάνας τους παρά ,,τσιμπολόγαγαν,, από δω κι από ´κει τις γουλές σφιχτές ρόγες μουγγρίζοντας από ικανοποίηση. 
-Για γλυκό ,είπε η Γιωργίτσα, για γλυκό ! Να βγάλουμε πέρα τη χρονιά για τα ξαφνικά κι αναπάντεχα περάσματα .
-Είναι μπόλικη ξεστόμισε η Τριαντάφυλλη !
-Δε ,,φτουράει,, βαϊζούλα μου, είπε κι έστριψε κατά της και την απολάμβανε που κατάπινε γουλόζικα δυο-δυο τις ρόγες της χρυσής κυράς. Για κοίτα βρίσκεται μπήτι ζάχαρη ή θα περιμένουμε ταχιά;
-Βρίσκεται μα όχι πολλή ! Κι έφερε μια οκά και κάτι, όπως την έκοψε με το μάτι η Κατερίνη. 
-Καλή ´ναι είπε η Γιωργίτσα. Νωρίς είναι ακόμα. Βάλτηνε στη φωτιά στη μεγάλη κατσαρόλα Κατερίνη μου με δυο ποτήρια νερό και σεις οι άλλες ελάτε να την ξετσαμπιάσουμε. 
-Δεν θα την πλύνουμε μάνα;
-Στερνά ξερογιασμένη, είπε η Γιωργίτσα ! Να πετάξουμε ούλες τις άχρηστες ρόγες πρώτα.
Η βάβω είχε πλαγιάσει νωρίς και δεν πήρε είδηση τίποτις από όσα γενόσαντε στο κονάκι αποσπερού.
Και οι τρεις γυναίκες τάκα-τάκα ξερόγιασαν ούλη την τσιμπίπω. Την έπλυνε μονάχη της η Γιωργίτσα και την ,,εσφούγγισε,, με μια πετσέτα να φύγουνε τα νερά. 
-Φέρε βαϊζούλα μου το μάγκα ,είπε στην Κατερίνη.
Στο ζύγιασμα την έβγαλε πέντε οκάδες καθαρή. Για σιγουριά έκαμε μια δοκιμή και η ιδιανή η Γιωργίτσα και ήταν εντάξει.
-Έβρασε μάνα το ,,σιορόπι,, φώναξε από μέσα η Τριαντάφυλλη που είχε την εποπτεία του. 
-Άφτο δε ´κεί λια και κράτει μου τη λάμπα, είπε και σηκώθηκε ολόρθη. Πήρε στην αγκαλιά της το ´γειο με την ξεπουπουλιασμένη τσιμπίπω και την εγύρισε με μιας μέσα στο χοχλαστό ,,σιορόπι,,. Αφήτε τη τώρα ίσια με το ταχύ να βγάλει τα ζουμιά της. Ταχιά θα πάου μοναχή στο μπακάλικο να βολέψω τις οκάδες που λείπουνται και θα δέσουμε το γλυκό.
Οκά στην οκά πάει ! Τέσσερες οκάδες θέλουμε να κιώσει το μέτρημα σωστό.
Κούνησε την κατσαρόλα να πάει παντού το νερουλό σιρόπι και την ,,κούπωσε.
Το ταχύ ψώνισε τη ζάχαρη και καθώς την άδειαζε σε μια καθαρή τενζιέρα για να βράσει με νεράκι μετρημένο ,και το υπολό(γ)ισε μια κούπα στην οκά , έπεφτε σαν κρυσταλλάκια χοντρή-χοντρή καμαρώνοντας τη διαδρομή ως τον πάτο του τέντζιερη . Την έβρασε μέχρι που έλιωσε καλά η ζάχαρη και στερνά εγύρισε το τετράκιλο σιρόπι στο ξεζουμισμένο σταφύλι. ,,Δεν έκανε,, τους είπε να την ερίχνανε αδιάλυτη , γιατί θα ζαχάρωνε το γλυκό.
-Τσιούπες και συ Κατερίνη μου πιότερο, παρακολουθάτε με, είπε κι έσπρωξε τα ξύλα βαθύτερα να γίνει δυνατή λαύρα .
Φέρε τη ,,γκεβγκίρα,, Κατερίνη !
Τα κορίτσια με πολύ ενδιαφέρον παρακολουθούσανε και η Κατερίνη ξέχασε ακόμα και τη μεγάλη της όρεξη για το γνέσιμο του στημονιού. Πάντα όταν κάτι νέο κινεί το ενδιαφέρον ξεχνάνε το παλιό οι άνθρωποι.
Το γλυκό κόχλαζε ασταμάτητα και αφρός ξινός μαζευότανε ολοτρόγυρα στην εμαγιέ ,,θερία,, κατσαρόλα. Με τη γκεβγκίρα η Γιωργίτσα ξάφριζε, ξάφριζε, μέχρι που καθάρισε εντελώς από τις ξινίλες και πεντακάθαρη τώρα η επιφάνεια πύκνωνε τις φουσκάλες ολοένα και πιο πολύ.
-Κόφτε ,,μίνια,, δυο κλωναράκια αρμπαρόριζα , είπε καθώς τα χέρια της δεν άφηναν τη γκεβγκίρα . Ανακάτωνε επιφανειακά και ακατάπαυστα , σηκώνοντας ψηλά και αφήνοντάς το να πέφτει πίσω κάτου το σιρόπι , για να μην ξεχειλίσει και χιουθεί.
Η Κατερίνη ήφερε την αρμπαρόριζα, την έπλυνε και την έριξε μαζί με μια φούφτα ξασπρισμένα μύγδαλα μέσα στην κατσαρόλα με το γλυκό που έβραζε και είχε με το βρασμό του κεντήσει ούλη την επιφάνεια .Μυριάδες μικρές και μεγάλες γυαλιστερές φούσκες χοροπηδούσαν παιχνιδιάρικα στην επιφάνεια και ανεβοκατέβαιναν από τα ,,χείλα,, της κατσαρόλας ίσια με την αληθινή στάθμη του γλυκού. Έβγαλε μια κουταλίτσα σιρόπι με δυο ρόγες σταφύλι 
σ´ένα ,,κουπαδέλι,, και τ´άφηκε να κρυώσει . Έτσι θα ήλεγχε αν ήτανε δεμένο. Μέχρι να κρυώσει το δείγμα εκείνη βούτηξε το πεντακάθαρο χέρι της μέσα στο τσουκάλι με το καθαρό νερό και άγιασε την επιφάνεια πολλές φορές. Οι φουσκάλες υποχωρούσαν κι έτσι πριν ξαναφουντώσουν ξαναράντιζε και κράτηγε το βρασμό σε μια ισορροπία. Με το μάτι της ήξερε πως ήταν εντάξει. Ήθελε όμως να βεβαιωθεί. Ήταν η πιο σημαντική στιγμή για την επιτυχία της ,,κομπόστας,,!

Ένα ποτήρι γυάλινο περίμενε γιομάτο κρύο νερό . Η Γιωργίτσα πήρε με ,,το χουλιάρι,, μια μύτη σιορόπι και έσταξε μέσα στο νερό. Ένας κόμπος παχύς χάραξε την μορφή του μέσα στο ποτήρι. Το γλυκό ήταν έτοιμο ! Μισό λεμόνι για την ποσότητα ετούτη ήτανε ό,τι έπρεπε. Το έστιψε σφιχτά, έβγαλε ούλο το χυμό του, τον έριξε στην κατσαρόλα αφού μέριασε τα κουκούτσια, πήρε μια βράση και κατέβασε από τη φωτιά το γλυκό που είχε πάρει ένα ρουμπινένιο χρώμα . Μια βανίλια για κάθε οκά είχε φροντίσει ν´αγοράσει και τις έριξε και τις πέντε μέσα ανακατεύοντας να πάει παντού το άρωμα . Ασήκωτη ήτανε η κατσαρόλα. Δε θα κρύωνε το γλυκό ούτε την άλλη μέρα. Άσε που θα σκούραινε το υπέροχο χρώμα του. Για τούτο το μοίρασε σε τρία μεγάλα μπακιρένια ,,τεψιά,, για να κρυώσει ,,ογλήγορα,,.
Τους νόμους της φυσικής η Γιωργίτσα τους γνώριζε πρακτικά και τις πρακτικές της τις μετέδιδε και στα κορίτσια της κι εκείνα με τη σειρά τους στα δικά τους και πάει λέγοντας . Έτσι γίνεται ακόμη . Από μάνα σε κόρη. Από πατέρα σε γιο.,,Από δω κι ομπρός βέβια,, ποιος ξέρει τι θα φέρουν οι 
καινούργιοι καιροί;
Σε καμμιά ώρα το γλυκό ήταν έτοιμο ,κρυωμένο. Η Κατερίνη με τη Λισσάβετη, κατά παραγγελία της μάνας τους ξεθέρμισαν δυο μεγάλα γυάλινα βάζα κι ένα μικρό και τα γύρισαν ανάποδα πάνου σε μια καθαρή πετσέτα. Ο ήλιος έκαμε τη δουλειά της απολύμανσης καλύτερα από ό,τι άλλο.
Κένωσε το γλυκό στα βάζα ως επάνω. Τα σκέπασε με μια λαδόκολλα που την είχε κόψει η Τριαντάφυλλη λίγο μεγαλύτερη από το στόμιο του βάζου. Έκλεισε το αεροστεγές καπάκι τους, εκείνο με το μηχανισμό που πήγαινε απάνου χαλαρά και καθώς τον εκατέβαζες προς τα κάτου φίμωνε το στόμιο κι έτσι έτοιμο πήγαινε στο ντουλάπι αποθήκευσης .
Το μικρό βάζο , γεμάτο κι εκείνο, της μισής οκάς ήτανε, σφραγίστηκε και φυλάχτηκε κάπου πρόχειρα. Περίσσεψε ένα μέρος και γέμισαν το περίτεχνο κομψό γλυκοδοχείο της εποχής και το ακούμπησαν πάνω στον ασημένιο γιαννιώτικο δίσκο μαζί και τ´ασημένια κουταλάκια ,δώρο του πλούσιου ξαδέρφου που ,μπορευότανε,, στα Γιάννενα. Το ένα ,,θεριό,, βάζο για κείνονε ,,προριζότανε,,. Θα ´ρχότανε την Κυριακή για δουλειές και θα πέρναγε να τους ιδεί μαζί με άλλους τρεις φίλους του εμπόρους. Ετούτα έλεγε σε γράμμα που είχε στείλει και τους το διάβασε ο γραμματισμένος ανηψιός του Θανάση , ο Γιάννης.
Στον ερχομό τους η Κατερίνη έκαμε χρέη οικοδέσποινας, έτσι το ήθελε η Γιωργίτσα. 
Ετοίμασε το δίσκο, έβαλε μέσα το γλυκοδοχείο ανοιχτό, χωρίς το καπάκι του, τα κουταλάκια δίπλα και ένα ποτήρι νερό, χώρια από τα ποτήρια που αναλογούσαν στον καθένα για χαιρέτημα. Πέρναγε η Κατερίνη μπροστά από τον καθένα. Εκείνος έπαιρνε ένα κουταλάκι, το γιόμιζε γλυκό και το έφερνε στο στόμα του. Το ακούμπαγε στο έξτρα ποτήρι με το νερό. Έπαιρνε το κανονικό ποτήρι με το νερό και χαιρέταγε. 
-Στην υγειά σας ! Καλώς σας ηύραμεν ! 
-Στην υγειά σας ! Καλώς ορίσατε !
Το ίδιο και ο επόμενος μέχρι που ,,κερνιόντουσαν,, ούλοι οι φιλοξενούμενοι ως και τον τελευταίο. Αργότερα ήρθαν τα κουπαδέλια και στα χωριά και η φιλοξενία γινόταν με αξιοπρεπέστερο τρόπο. Μερικές φορές σε άλλα σπίτια αν δεν ,,υπάρχανε,, πολλά κουταλάκια, σερβιρίζονταν με το ίδιο κουτάλι ο ένας πίσω από τον άλλον, αλλά πριν το πάρει ο επόμενος ο πρώτος το έβανε μέσα στο ποτήρι με το νερό. Το ξέπλενε ο επόμενος όσο ήθελε και ,,κερναγότανε,,μόνος του. Έτσι γινότανε μέχρι που σερβιρίζονταν όλοι οι ξένοι.
Ακόμα και το κέρασμα στον καιρό της νόνας είχε τους μπελάδες του. Άσε που στα περσότερα σπίτια το γλυκό ήταν τόσο λίγο που το φύλαγαν μόνο για τους ξένους ,γι αυτό το έκρυβε η κάθε νοικοκυρά στο ντουλάπι της σερβάντας ή σε οποιοδήποτε άλλο ντουλάπι με τα γνωστά παρατράγουδα των παιδιών που το ανακάλυπταν και ντροπιαζόταν η μάνα τους όταν επήγαινε να κεράσει κι έβρισκε το βάζο αδειανό.
Όλα τούτα καθώς μας τα διηγούνταν οι παλιοί ,αν και αυτό το κάναμε και μεις, εκ των υστέρων εξέπεμπε μια γοητεία που βασιζόταν στην εξυπνάδα των παιδιών και στην διασκεδαστική όψη του πράγματος. Μ´ένα βάζο τσιμπίπω ή κυδώνι ή βύσσινο ξεντροπιάζονταν στους ξένους οι νοικοκυράδες του δύστυχου εκείνου του καιρού. Και στην οικογένεια της Κατερίνης που ο πατέρας της λογαριαζόταν νοικοκύρης με πολλά γιδοπρόβατα και άμετρη γης, ,,τα λεφτά δεν ετρέχανε από τα μπατζάκια του,,. Ήτανε ολιγαρκής ο κόσμος εκείνη την εποχή . Και η Γιωργίτσα όπως κι ούλες οι έξυπνες νοικοκυράδες δεν εδίνανε για τέτικες δουλειές λογαριασμό στους άντρες τους, είχανε κάμει το κουμάντο τους όπως ,,εδαύτες,, εννοούσαν.
Μια εποχή ,μια ιστορία, ένας άλλος κόσμος, μερικές βολές ζηλευτός κι άλλες πάλι ξορκιστέος. Κι αναρωτιέται κανείς σήμερα με την τόση εξέλιξη ποιοί ήσαν σε καλύτερη μοίρα εμείς ή εκείνοι; Το ποσοστό βαραίνει στις αναλογίες όπως καταλαβαίνετε ! Κρίνετε αυτοβούλως !
Κι όσοι φτιάξετε τσιμπίπω ΚΑΛΟΦΑΓΩΤΗ !
Και η μικρούλα που είπε στο ποιηματάκι της....
.........να το τρώνε (το γλυκό) όλο οι ξένοι και για μένα να μη μένει; Το ´φαγα λοιπόν κι ας πάνε και οι ξένοι ας μη φάνε !
Είχε το δίκαιό της !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ

 Τα μαλλομπάμπακα της Κατερίνης

Μονή και διπλή έπεσε η Κατερίνη,, και στη βδομάδα απάνου , όπως τόχε προβλέψει,, ,,έκιωσε ,, το γνέσιμο του λεπτού μάλλινου στημονιού που θα το ,,χρησιμοποίγαγε,, και για υφάδι προκειμένου να υφάνει καμπόσα μαλλομπάμπακα σκουτιά ,που η Γιωργίτσα δεν είχε στο πρόγραμμα της προίκας. Είχε δικά της μπόλικα αχρησιμοποίητα ,γιατί να δέρνονταν να υφαίνουν, ας τα παίρνανε προικιό οι τσιούπες της κι ας ,,επαένανε στην ευκή του Χριστού και της Παναΐας,,. Το πρόβλημα όμως δεν ήτανε πως δε θα είχε στην προίκα της τέτοια σκουτιά, ήτανε να μάθει και να τα υφαίνει, να ξέρει πώς γίνουνται, πώς κυβερνιώνται, να γνωρίζει τον κόπο τους, να μοσκοβολάνε το δικό της ιδρώτα, να πνέουν τη δική της ανάσα.
Έτσι η Γιωργίτσα μπήκε στον κόπο να ,,διαστεί το πανί,, όπως είχε κάμει και με τις μάλλινες κουβέρτες κι ούλα τ´άλλα , τυλιγαδιάσματα, κουβαριάσματα, μασουρίσματα, σαϊτίσματα κι ό,τι άλλο χρειαζότανε τα είχανε κιόλας οι τρεις αδερφάδες αποκιωμένα μοναχές τους. 
Μέσα στον Οκτώβρη, ίσια με τ´Αγιο-Δημητριού, λογάριαζε να τάχε υφασμένα, να μην την πιάσουνε τα κρύα, αν και τ´αψηφούσε, ,,ήτανε αργασμένο το τομάρι της ,, από αντίξοες καιρικές συνθήκες, αλλά όσο να ´τανε αργαλειός με σκουντούφλικο καιρό δεν ,,πάαινε,, πώς να το έκαμνε;
Και δεν την έπαιρνε κι ο καιρός για τ´άλλο Καλοκαίρι, την εκυνήγαε ο χρόνος. Οι έξι χρόνοι της αναμονής φτάνανε στο κιότεμά τους και τα σουσουραδιάσματα δεν ήσαντε για κείνη.Άσε που δεν εγνώριζε και τη μορφή τους. Αχόρταγη πάντως ήτανε. Η δουλειά την έτρεφε εκείνη τη γυναίκα και της εχάριζε ομορφάδα.
Έτσι τα σαϊτίσματα χαρχάλευαν γιορταστικά με τα πέρα δώθε τους στον αφέντη αργαλειό κι η καμαρούλα στο κατώι άστραψε από ευχαρίστηση που θα είχε για κανά μήνα μόνιμη συντροφιά. Άστραψε όμως και το στρογγυλό ροδοκόκκινο πρόσωπο της Κατερίνης ,που με πηγμένο το μυαλό της πλέον, σκεφτόταν όπως οι μεγάλοι κι ένιωθε πως είχε χάσει εκείνη της την παιδικότητα που είχανε γνωρίσει οι φασκομηλιές, ο ήλιος, οι αυγές , τα ηλιοβασιλέματα, τα βουνά και τα λαγκάδια. Τα ρέματα κι οι χαραυγές, οι βρύσες, τα πουλιά , τα ζωντανά φωτογραφίζανε πια μια ώριμη γυναίκα με έγνοιες και σκοτούρες. Καμμιά φορά που το ´νιωθε τούτο το συναίσθημα η Κατερίνη γύρναγε φευγαλέα με αναπόληση στα χρόνια εκείνα της ανεμελιάς κι έγραφε στο μυαλό της εικόνες που ήσαν ομορφότερες από τις τωρινές. Μπας και ήτανε στο χέρι της όμως να γυρίσει ατός της το χρόνο πίσω; Εκείνος έχει κανονισμένο την πορεία του και παρασέρνει αθέλητα ,,ούλους τους αντρώπους,, στην πορεία του. Της φάνηκε πως άκουσε τ´αηδόνι της ρεματιάς να λαλεί. Αφουγκράστηκε κι ας ήξερε καλά πως την Άνοιξη θα το ξανάκουγε. Τ´άκουσε όμως, τ´άκουσε ! Τ´άκουσε η ψυχή της, η καρδιά της και τ´αυτιά της δε θελήσανε να την κακοκαρδίσουνε κι έτσι της την εβάλανε μέσα τους τη φωνή του γλυκόλαλου πουλιού. Τραγούδαγε μαζί με τη σαΐτα κι η Κατερίνη ύφαινε ακούραστη δυο δάχτυλα μάλλινη ρίγα , ένα πάνινη και στερνά από κάθε ρίγα καθότανε κι εκαμάρωνε τις ζαρωματιές τις ,,φουφουδάτες ,, που σχηματίζονταν από το μάλλινο στημονοΰφαδο πούχε πάχος περσότερο από το πάνινο νέμα. Και ριγιάζοντας την όψη βόλευε κι άλλα σχήματα του ,,σκέδιου ,που είχε για μόστρα,,. Ετούτο το πανί δεν έφευγε με την ίδια γληγοράδα πόφευγαν τα πιο ,,ράσινα ,, σκουτιά . Ήτανε λεπτού πάχους το υφάδι ,,κι έτρωε χρόνο,,.Τα ασταμάτητα όμως πήγαιν´-έλα της σαΐτας στα πανάξια χέρια της Κατερίνης ,,κεφαλιώνανε,, το χρόνο και τον ισοφαρίζανε, όπως η ίδια διηγιότανε καμαρώνοντας.
Μια μανία που είχε εκείνη η γυναίκα και τα ήθελε ,,μπόσικα,, τα σκουτιά , δεν ήθελε μιζέριες, δεν ήθελε τσιγκουνιές κι εδώ που τα λέμε είχε και δίκιο. Σαν τέλειωσε τις πήχες που χρειαζότανε το σεντόνι, στερνά από προσεχτικό μέτρημα με τον πήχυ του χεριού της....τόσες πήχες το κάθε σεντονόφυλλο..., λογάριαζε να πέφτουνε ομοιόμορφα τα σχέδια κι αν το μέτρημα
,,τα χάλαγε,, ,ύφαινε μισό ,λιγότερο ή περσότερο πήχυ ακόμα. Το πανωκαβαλίκεμα της κλωνάς στο ένωμα των φύλλων έβρισκε ακριβώς τη μία ρίγα με την άλλη κι όχι 
,,όπου πάρει,, όπως συχνά ,,ήγλεπε,, τρογύρω στις κακόγουστες του χωριού. Ήθελε να νιώθει αρχόντισσα σε ούλα της, γιατί έτσι ,,ήγλεπε,, την αρχοντιά η Κατερίνη. Τη μέτραγε με την ομορφιά. Την ομορφιά της ψυχής, του σπιτιού , της αυλής, του σκουτιού. Την ομορφιά και την καθαριότητα, γιατί όπως έλεγε το ένα δεν πάει χωρίς το άλλο !
-Κατερίνη ,σταμάτα λιγουλάκι ωρή, φάε δυο ,,κοκκόσες,, να ιδείς ,,τι γιομάτες που έναι,, ,της είπε η Τριαντάφυλλη και της πρόσφερε πέντ´έξι στουμπισμένα καρύδια. 
-Αφού έκαμες τον κόπο ,,ξεκοκκόσιαστα κιόλανες,, της είπε, δε θέλω να μου βάψει το πανί.
-Δίκιο έχεις αδερφούλα μου, ,,συμπάθα με δε νογάου,, είπε απρόσβλητα η Τριαντάφυλλη.
Η Τριαντάφυλλη τα ,,ξεκοκκόσιασε,, ,της τα έβανε τώρα ένα-ένα στο στόμα και χαιρότανε που η αδερφή της απολάμβανε τη χειρονομία της.
-Δεν έχεις βαλμένο μπουκιά στο στόμα σου από το πρωί της είπε, θα ξελιγωθείς.
-Δεν επείναγα ίσια με να σε ιδώ να με λιγουρεύεις της είπε και γέλασε με το κοριτσίστικο γέλιο της. Στερνά της έδωκε ένα φιλί στο μάγουλο, τότε που της έβαλε στο στόμα την τελευταία ,,κοκκόσα,, , και την ευχαρίστησε.
,,Να είσαι καλά Τριαντάφυλλη, φχαρστώ αδερφή μου,, είπε κι όρμησε στη σαΐτα της, όπως και η Τριαντάφυλλη πήγε τρέχοντας στη μάνα της και την Ελισσάβετη που ξεκοκκόσιαζαν τα καρύδια ,,που ήφεραν εψές το βράδυ από κειθ´απάνου τα γρέκια ο Νικολός με τον Παναγιώτη,,. Μια θεριακωμένη καρυδιά που είχανε φυτέψει οι παππούδες της, η βάβω δηλαδή κι ο άντρας της, ,,κατέβαζε κάθε χρόνο,, τόνους αφροκάρυδα. Δεν ,,επουλάγανε δράμι από δαύτα,,. Τα ηθέλανε για το μπακλαή των γιορτών, για ,,τα τρίμερα των γριών,, , για να ξεχειμωνιάσουνε μαζί με συγγενείς και φίλους και να ξεγελάνε τις μακριές νύχτες του. Για να φιλέψουν δυο συγγενείς που δεν είχαν δικά τους. Για να φιλεύουνε τα παιδιά που θα πηγαίνανε για τα κάλαντα τα Χριστούγεννα. Για χίλιες δυο περιστάσεις .
Μαλλομπάκακα προικιά και άλλες εργασίες πλάι -πλάι συνοριασμένα τάχαιναν στα άξια χέρια των γυναικών του σπιτιού του Θανάση. Κι ήσαντε ούλοι ευχαριστημένοι.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 ΤΑ ΠΑΝΙΝΑ ΤΟΥ ΑΡΓΑΛΕΙΟΥ( βηλάρι για πετσέτες τραπεζομάντηλα, μεσάλες, μαξιλαροθήκες,σεντόνια εγχώρια, μαλλομπάμπακα, λινομέταξα, με σχέδια ή χωρίς, κάτασπρα ή χρωματιστά, ειδικού φάρδους για την ,,ΚΑΛΗΜΕΡΑ,, του χωλ, για κουρτίνες,για εσώρουχα, βελέσια ,βράκες, μισοφόρια, πουκαμίσες, ό,τι βάνει ο νους του καθένα από ´κείνα που είχε ανέκαθεν ανάγκη ο άνθρωπος για τον εαυτό του και το σπιτικό του.)

Η Κατερίνη που δεν ήθελε μονάχα να έχει ,αλλά και να τα φτιάχνει μοναχή της, να έχουν τη σφραγίδα του κόπου της τα σκουτιά της προίκας της, στρώθηκε ,,μονή και διπλή ,, στη δουλειά , έγνεσε σαν αστραπή το ζηλευτό λεπτό στημονόνεμα και ύφανε κιόλας το πρώτο μαλλομπάμπακο σεντόνι όπως είπαμε. Δεν άργησε να υφάνει τάκα-τάκα με τη γοργόφτερη σαΐτα της και τα υπόλοιπα ,,διασίδια,, , τουλάχιστον ένα από κάθε κομμάτι. Είχε κι από ένα δεύτερο της μάνας της μια χαρά ήτανε. Και στο κάτου-κάτου της γραφής αν διαπίστωσε έλλειψη, τα χέρια της κοντά θα τα είχε ,δεν θα τ´άφηνε στη Μουντρά. Έτσι, σαν δεν την ενόχλαε και κανένας για τις άλλες δουλειές, τις είχανε ούλες αναλάβει οι αδερφές της, τις σπιτοδουλειές και τις άλλες , το μάζεμα των καρυδιών, τ´αμύγδαλα τα είχανε κιόλας μαζεμένο και ταχτοποιγημένο, των κυδωνιών, των ελιών με τον καιρό κι έτσι του λόγου της ήτανε λεύτερη μπρου τελέψει το Χινόπωρο νάχει τελέψει και κείνη με τα πάνινα της προίκας της και να έμενε κιόλας βηλάρι και για τις αδερφάδες της. Η Κατερίνη ήτανε δουλευταρού από κείνες που μεθοδεύανε τις δουλειές τους, τα έκαμνε ούλα στον καιρό τους και δεν εβαρυγκώμαε ποτές. Ακόμα και τώρα που ο καιρός με τις δουλειές του Καλοκαιριού την επήγαινε πίσω στον αργαλειό της, ευρήκε ελόγου της τον τρόπο να δουλεύει χωρίς περισσή βιάση ή τουλάχιστον δεν είχε δείξει ποτέ κάτι τέτοιο. Δε γνώριζε τι θα πει νεύρα, γκρίνια και απογοήτευση.
,,Αγάλι-αγάλι κι ούλα θα γένουν,, της έλεγαν η μάνα και η βάβω της και κείνη ,,το είχε καλά δεμένο κόμπο ,, μέσα στο κεφάλι της ετούτο . Για ούλη της τη ζωή. Στα καλά και 
στ´άσκημα. ,,Ο νοικοκύρης,, κι έτσι μέχρι που να παντρευτεί έννοούσε το μυαλό ήτανε καλά προγραμματισμένος. Έπαψε να το λέει όταν παντρεύτηκε γιατί έτσι αποκαλούσαν τους
άντρες τους οι γυναίκες και δε γινότανε να μπερδεύονται δυο νοικοκύρηδες στα πόδια της. Απ´όταν όμως εκείνος επήγε ογλήγορα στη συχώρεση τόνε ξαναήφερε το νοικοκύρη -μυαλό στο προσκήνιο κι έλεγε συχνά για κάποιονε που ξέχναγε συνήθως για γυναίκες : 
Άμ´πάει ετούτη ζάβαλε , αποβλακώθηκε !
Έφυγε ο νοικοκύρης ! Και πολύ στερνότερα τόλεγε και για τον ίδιο της τον εαυτό.
Τώρα όμως που το είχε τετρακόσια και τα μάτια της σαν αστρίτες παρακολουθάγανε τα αστραπιαία σαϊτίσματα, ένιωθε περηφάνια και καμάρι τρανό που ξεπέρναγε ούλες στο γνέσιμο του στημονιού και στο σαΐτισμα.
Το είχε βάλει ,,αμέτι μωχαμέτι,, να μην την εύρει ο Αη-Δημήτρης στο ,,λάκκο,, κι εννοούσε τον αργαλειό.
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

 ΤΟ ΠΡΟΣΦΟΡΟ (ΛΕΙΤΡΟΥΓΙΑ)

Ξεχωριστή θέση στα ελληνικά χριστιανικά νοικοκυριά είχε ανέκαθεν και έχει ακόμα η παρασκευή στα σπιτικά του ψωμιού που εξυπηρετεί την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας και ονομάζεται Πρόσφορο ή Λειτρουγιά (λειτουργιά).
Η σύνδεση του ψωμιού αυτού με το θείον υιοθέτησε και κάποιες τελετουργικές διαδικασίες κατά την παρασκευή του,τις οποίες οι νοικοκυρές τηρούσαν με ευλάβεια.
Συνήθως το πρόσφορο το ζύμωναν μόνο του και όχι μαζί με τα ψωμιά που προορίζονταν για την οικογένεια, ακριβώς επειδή απαιτούνταν κάποιες μικρές τροποποιήσεις αφ´ενός και αφ´ετέρου ,διότι είχε να κάνει με το θείον.
Η νοικοκυρά ή η μέλλουσα νοικοκυρά ,όπως η Κατερίνη εν προκειμένω, ,,ανάπιανε,, αποβραδίς το προζύμι και αφού το σταύρωνε τρεις φορές το άφηνε σκεπασμένο με πεντακάθαρη πετσέτα και σε ζεστό μέρος ,,να γίνει,,.
Καθαρή επιβαλλόταν να είναι και η ίδια. Γι αυτό πλενόταν, λουζόταν κι ,,έβανε καθαρά σκουτιά ,,.
Το πρωί σταυροκοπιόταν και διπλοτριπλοκοσκίνιζε το αλεύρι, τόσο όσο χρειαζόταν για ένα ή δύο πρόσφορα. Συνήθως δύο, για να επιλέξει το πιο ωραίο, επειδή καμμιά φορά αποτύγχανε το σφράγισμα ή μπορούσε να ,,είχε παραπάρει,, στο φούρνο. Σε καθαρό κατσαρόλι ζέσταινε το νερό, μάζευε κοντά της τα σύνεργα παρασκευής, σκάφη, ξύστρα, πλαστήρι, ταψάκι, καθαρή πετσέτα.
Δοκίμαζε με τα δυο της δάχτυλα ,δείχτη και μέσο, αν ,,είχε γίνει,, το προζύμι, αν είχαν δηλαδή αναπαραχθεί οι μύκητες που κάνουν το ζυμάρι να φουσκώνει και αν ναι, έκανε μια γουβίτσα στο αλεύρι του σκαφιδιού κι άδειαζε μέσα το αναπαραγμένο προζύμι. Μαζί και όσο νερό χρειαζόταν ,,για να πνιγεί,, το αλεύρι. Επίσης ελάχιστο αλάτι. Το πρόσφορο έπρεπε να είναι ,,λειψό,,. Το ζυμάρι έπρεπε να είναι σφιχτό και το φούσκωμά του έπρεπε να έχει συνοχή και όχι ,,σφουγγάριασμα,,, όχι υπερβολικά αφράτο, μάλλον καθόλου αφράτο, ανεβασμένο μεν, σχεδόν συμπαγές δε.
Η νεανική της ορμή της Κατερίνης και η διάθεσή της να μάθει ,αλλά και ν´ανακατευτεί με κάτι που μέχρι τώρα μόνο η μάνα της έκανε μετά τη βάβω, της έδιναν μια ξεχωριστή υπόσταση και μια αίσθηση αυτεξούσιου που πολύ την ανέβαζαν. Άκουγε με προσοχή τη μάνα της κι εκτελούσε ,,κατά γράμμα,, τις υποδείξεις της. 
-Ένα πράμα είναι σημαντικό να το μάθεις καλά από την αρχή, γιατί στερνά είναι δύσκολο ,,να το γυροφέρεις,, της έλεγε συχνά η Γιωργίτσα. Θα μπαίνει μπροστά ούλο το λαθεμένο. Για τούτο άνοιξε τα μάτια σου και τ´αυτιά σου, έλεγε και ξανάλεγε με ύφος δασκαλίστικο και εξουσιαστικό η κυρά μάνα της κι εκείνη το δεχότανε υποταχτικά ,παρ´ότι στην υπόλοιπη ζωή της δεν υποτάχτηκε ποτέ σε κανέναν.
-Ορμήνεψε εσύ μάνα και ,,μη χολοσκάς,, , εγώ είμαι εδώ για να τηρήσω τις ορμήνιες σου.
-Θέλω να ξεχωρίσεις εκεί που θα πας κι όχι να σου βγει τ´όνομα της κακονοικυράς.
-Ξέρεις ότι κι εγώ το θέλω ετούτο μάνα μου μα πιότερο για μένανε και όχι για τους άλλουνούς. Τι; Το χέρι θα τους δίνω για ό,τι θα κάμνω στο σπιτικό μου;
-Και για σένανε και για τους άλλουνούς. Κακό χωριό τα λίγα σπίτια,έλεγε η Γιωργίτσα και περηφανευόταν για την προκομάρα της κόρης της.
-Τέλεψαν για τώρα οι κουβέντες. Άμα ζυμώνουμε πρόσφορο το νου μας τον έχουμε στο Θεό κι όχι στους αντρώπους.
Σφραγίστηκαν τα στόματα και οι δυνατές γροθιές της Κατερίνης ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά μέχρι που έγινε ένα ζυμάρι βελούδινο και σφιχτό σαν την πέτρα.
Η Γιωργίτσα το πιστοποίησε. Πάμε τώρα για ,,το γαλάχτι ,, είπε και σιώπησε. Πήρε το κατσαρόλι με το καφτό τώρα νερό κι έριχνε λίγο-λίγο στο ζυμάρι και ´κείνο άφριζε σαν το γάλα .
-Το ,,γαλάχτι ,, θέλει με το μαλακό . ,,Μια γουλιά νερό να σου ξεφύγει κατά πάνου το ´χασες,,. ,, Θα ντώσει,, το ζυμάρι και τράβα μάζευτο στερνά της είπε.
Το ζυμάρι τώρα έγινε πιο εύκολο στο ζύμωμά του ,αλλά εξακολουθούσε να έχει σφιχτή υφή.
Η Κατερίνη πήρε το πλαστήρι ,χώρισε το ζυμάρι της στα δυο ,αφού πρώτα κράτησε το προζύμι για την επόμενη φορά, και γύριζε με μαεστρία το ζυμάρι απάνου στο πλαστήρι σπρώχνοντάς το μια πίσω και μαζεύοντάς το μια ομπρός κι αυτό θα το ´καμε καμμιά κατοστή βολές ίσια με που έγινε μια μπάλα ολοστρόγγυλη βελουδένια.
Την πήρε και την απόθηκε στο μικρό ,,τεψάκι,, που το είχανε μοναχά γι αυτό το σκοπό, όπως και την πετσέτα που το σκέπασε λίγο μετά.
Το έπλασε μέχρι να φτάσει στις άκρες του ταψιού και το πασπάτευε με τις παλάμες της μέχρι να γίνει λεία εντελώς η επιφάνεια.
-Τώρα πάρε ,,τη σουφραΐδα,, της λέει η Γιωργίτσα και ,,τήρα να τήνε καρσιντήσεις καταμεσίς,,.
-Έγινε έκαμε με τα μάτια η Κατερίνη.
-Στάκα ετώρανες. Είναι το πιο δύσκολο ετούτο. Πήρε η ιδιανή τη σφραγίδα και της έδειξε το ρυθμό σπρωξίματος στο υπόλοιπο ζυμάρι και τον τρόπο τραβήγματος επίσης.
Εδώ υπάρχει ο ,,κίντυνος,, να μην ξεκολλήσει σωστά η σουφραΐδα και να χαλάσει το σκέδιο, για τούτο την περνάμε πρώτα από τ´αλεύρι και την τινάζουμε καλά, να έτσι, της είπε καθώς βούτηξε και τίναξε μπροστά της τη σφραγίδα.
-Έλα καλέ μάνα, λες και δε σ´ έχω ιδωμένο που το κάνεις τόσους χρόνους !
-Άλλο έναι να ,,γλέπεις,, κι άλλο να το κάμνεις, είπε επιβλητικά η Γιωργίτσα και της πρότεινε ,,το σουφραΐδι,,.
Η Κατερίνη το πήρε με ευλάβεια, έκαμε ,,πάλαι,, το σταυρό της κι εφάρμοσε κατά γράμμα τις οδηγίες της μάνας.
-Όμορφα ,,το μπηξες,, της είπε. Πατικώθηκε για τα καλά η σουφραΐδα. Τα δύσκολα τώρανες αρχινούν. Για μάζεψε τα μυαλά σου κι άκου.
- Ούλη αυτιά είμαι μάνα, θα της έλεγε άμα την έπαιρνε να μιλήσει. Αρκέστηκε στο να την κοιτάξει μοναχά.
-Αλάφρωσε το χέρι σου από τη δύναμή του και πάρε ανάσα.
-Το ´καμα , είπε πάλαι με τα μάτια.
-Τώρα χωρίς να σηκώσεις κεφάλι και χωρίς να κοιτάξεις πέρα δώθε , ,,ξεκόλλα αγάλι-αγάλι το σουφραΐδι,,. Με αργές σταθερές περικοφτές ώσεις τράβηξε η Κατερίνη αριστοτεχνικά τη σφραγίδα και την έδειξε με περηφάνια στη μάνα της.
-Δεν ετελέψαμε και το ξέρεις, της είπε.
Και βέβαια το ήξερε ! Εγύρισε ανάποδα τη σφραγίδα και ,,στο πιάσιμο,, που ήτανε κι εκεί χαρακωμένες παραστάσεις , τη βούτηξε στο αλεύρι και την ετίναξε με τον αέρα έμπειρης μαστόρισσας και σφράγισε σταυρωτά στο ταψί γύρω από τη μεγάλη σφραγίδα. Ένα καλλιτέχνημα βγήκε στο 
,,πίτσι φυτίλι,, κι η Κατερίνη το θάμασε.
-Πάρε τώρα το ,,ριγανόξυλο,, της λέει , και ,,τρούπα ιμπρότις,, τις άκριες του μεγάλου σταυρού και ,,στερνά στο μεσιανό σταύρωμα,,. Της είπε ετούτο σημαδεύει το Χριστό , τ´άλλο τους αποστόλους κι άμα τελέψανε οι ορμήνιες το σκέπασε καλά με την αστραφτερή δική του πετσέτα και το κουκούλωσε στα ζεστά σκουτιά.
-Μάνα φεύγα τώρα ! Το άλλο θέλω να ντο κάμω ουλότελα μοναχή μου.
-Φεύγου, τ´άλλα ούλα τα ηξέρεις αφού ηξέρεις να ζυμώνεις.
Πρόσεξε μοναχά το φούρνο . Ν´αφήκεις λιγουλάκι την πυρά να ξεθυμάνει, γιατί άλλο δέκα καρβέλια κι άλλο δυο τεψάκια ,καμάρι μου !
-Ναι, μάνα ! Κι έσκιουψε να ξεσκεπάσει το άλλο μισό ζυμάρι που καρτέραγε στο σκαφίδι .
Το δούλεψε στο πλαστήρι πιότερο από το πρώτο για να γίνει βελουδένιο κι επανάλαβε με πολλή προσοχή όλα τα στάδια της διαδικασίας με τέτοια ταχύτητα και συνοχή που ούτε η Γιωργίτσα δεν ,,το εκατάηφερνε,,. Το ´βαλε αγκαλίτσα με το άλλο και περίμενε ,,ν´ ανεβούν,,.
Στο μεταξύ , μαθημένη από τούτα, έπλυνε το σκαφίδι ,τα 
σύνεργα, τα ´βαλε στη θέση τους και πήγε στην καλύβα ,,που ήσαντε ποστιασμένα τα ξερά λιανόξυλα,, , πήρε μια αγκαλιά και τ´ακούμπησε δίπλα στο φούρνο. Ήφερε και τα προσανάματα και τις σκιντόκλαρες για το σκέπασμα, η μασιά ήτανε δίπλα, η φουρνόπορτα ,,είχε φιμωμένο το στόμα του,, , ούλα εντάξει. Υπολόγισε το χρόνο ,,ανεβάσματος,,(=φουσκώματος) και ασχολήθηκε με νοικοκυρέματα και νεροκουβαλήματα που ποτέ δε στομώνανε από δαύτα. Στο δρόμο της συνάντησε μπόλικους αντρώπους και φιλενάδες της, αρκέστηκε όμως σ´ένα ξερό γεια καθώς το κουτσιομπολιό απαγορευότανε ειδικά άμα εζύμωνες πρόσφορο, άμα ήθελες να κοινωνήσεις και νήστευες για τούτο το σκοπό .
Στη Βαγγελιώ που είχε νέα να της ειπεί , της το έκοψε μαχαίρι.
-Ζύμωσα πρόσφορο ,της είπε, άλλη βολά !
Η Βαγγελιώ όμως που ήθελε να ικανοποιήσει την περιέργειά της, γιατί ούτε γιορτάσι είχανε, ούτε τρανή γιορτή, πώς κι έτσι ,,στα καλά καθούμενα,, εζύμωσε ετούτη πρόσφορο, την ερώτησε κατάμουτρα.
-Θα σου ειπώ της είπε. Ετούτο θα στο ειπώ , κακό δεν έναι.
-Λείπει η κυρά παπαδιά κι ,,ο παππούλης,, , έτσι λέγανε τον Παπαχρίστο , γύρεψε από τη μάνα μου να του ζυμώσει ένα πρόσφορο ,,για ταχιά,,. Είμαστε βλέπεις μια πόρτα ! Εγώ δεν υφαίνω ποτέ Σαββατοκύριακο κι είπε η μάνα μου ευκαιρία να τα μάθεις ούλα ετούτη τη βολά για το πρόσφορο ,μια και του χρόνου θα είσαι στο δικό σου κονάκι, κι έτσι ανακατεύτηκα εγώ σε τούτη την υποχρέωση.
-Α, έτσι! Η Βαγγελιώ ήτανε καλοπροαίρετο κορίτσι, κατάλαβε και δεν ήθελε να την κάμει ν´αμαρτήσει τέτοια ημέρα και προχώρησε στη δουλειά της.
Ο τράτος που της έδωκε ,,το ανέβασμα,, ήτανε ίσιαμε δω. Με το που γύρισε η Κατερίνη στο σπίτι , απόθηκε το τσουκάλι και την κολοκύθα που κράτηγε στα χέρια της γιομάτα νερό, κι είδε ότι τα πρόσφορα ήτανε ό,τι έπρεπε στο ανέβασμά τους ,άναψε ευθύς το φούρνο. Εκείνος μαυροκοκκίνησε κι έβγαλε θαρρείς θυμό μεγάλο. Έκαιγε, έκαιγε και πότιζε λαύρα τα τοιχώματα και θέρμη τη γωνιά του ,μέχρι που στο συδαύλισμα η Κατερίνη διαπίστωσε ότι ,, πετάει σπίθες η γωνιά του ,σημάδι πως είναι καμμένος καλά ,,κι άρχισε με τη μασιά να σκορπάει τρογύρω ,,ξάνακρα,, τα κάρβουνα κι άλλα να ντα τραβάει μπροστά στη μπούκα του φούρνου.
Άφηκε να ξεθυμάνει λιγουλάκι όπως της είπε η Γιωργίτσα κι έστειλε με ταξιδευτή το πλαστήρι ένα -ένα τα δυο τεψάκια με τα πρόσφορα κατάκεντρα της φουρνογωνιάς. Το ροδαλό πρόσωπό της έγινε τώρα κατακόκκινο σαν το αυγό της Λαμπρής. Η ζέση της καρδιάς και της ψυχής της φορτωμένη με την επιτέλεση ενός ιερού χρέους την έκανε να νιώθει τόσο αλαφριά ,σαν το αεράκι που την εξύπναγε τα καλοκαίρια ,,εκεί σιαπάνου,, στα Τρελάγκαθα . Σκέπασε το φούρνο με την παφιλένια πόρτα του κι έδωκε χρονο να ροδίσουν ελαφρά τα πρόσωπα των πρόσφορων.
Όταν άνοιξε το φούρνο, ρολόι ήτανε μαθές στο χρονομέτρημα η Κατερίνη, τα πρόσφορα είχαν ένα πρόσωπο ζηλευτό. Τα σκέπασε με μπόλικες σκιντόκλαρες να μη χαλάσει στη συνέχεια η μόστρα τους και κράτησε χρόνο στο μυαλό της. Σε καμμιά ώρα μοσκοβόλησε το σπίτι και η γειτονιά από την ευλογημένη τους ευωδιά . Νίψιμο δεν τους έκαμε γι αυτό δεν είχε κατεβάσει και το σπόγγο. Δε νίβουμε το πρόσφορο, της είχε ειπωμένο η βάβω κι ότι έλεγε εκείνη ήτανε νόμος.
Καθώς πέταξε τις σκιντόκλαρες από πάνου τους και τράβηξε έξω το ένα ταψάκι για να βεβαιωθεί για το ψήσιμο με το χτύπημα και με την ακοή, μια λαχτάρα χαμογελαστή ξεπήδησε στα χείλια της και χαλάρωσε ικανοποιητικά. Ήταν εντάξει. Τράβηξε και το άλλο, ανασκέλωσε τα πρόσφορα με προσοχή να μη γραντζουνιστεί το πρόσωπό τους και τα 
ξανατούμπαρε στην όψη τους. Τ´ακούμπησε στο στρωμένο γι αυτό το σκοπό κρεβάτι και τα σκέπασε ανάλαφρα με την άσπρη μεσάλα να κρυώσουν και να κάμουν μια μαλακή ομοιόμορφη κρούστα χωρίς να πολυϊδρώσουν και ραγίσει η φάτσα τους. Όταν η Γιωργίτσα είδε το αποτέλεσμα έλαμψε το πρόσωπό της από υπερηφάνεια ! Έκαμε δυο γλυκές ευκές για το κορίτσι της κι εδάκρυσε σαν εσκέφτη ότι του χρόνου δε θα ήτανε πια μαζί τους. Παρηγορήθηκε με το ότι η Μοφκίτσα ήτανε κοντά και θα πηγαινοέρχονταν η μία στην άλλη.
-Κατερίνη μου, τσιουπούλα μου, θα ντη πας εσύ τη λειτρουγιά στον Παπαχρίστο και να του ειπείς ότι την εζύμωσες εσύ κιόλανες και ταχιά να μελετήσει και το δικό σου τ´όνομα ,, για γεια και για πιτυχίες,,.
-Μετά χαράς μανούλα μου ! Κι άστραψε το φωτισμένο της πρόσωπο και λικνίστηκαν το λυγερό κορμί της σαν έστριψε να βγει όξω στην αυλή να χορτάσει και ήλιο φροντίζοντας τις τσετσεκιές της και τις μαντζουράνες της.
Υ. Γ. Εγώ περιορίστηκα στο λαογραφικό μέρος του θέματος και επικεντρώθηκα στα έθιμα του δικού μας χωριού και της νόνας. Για τους συμβολισμούς στις λεπτομέρειές τους υπάρχουν πρόσφορες πολλές ιντερνετικές πηγές. Οι φωτό είναι από το Ίντερνετ 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ

 ΤΟ ΑΡΑΠΟΣΙΤΙ ή ΚΑΛΑΜΠΟΚΙ ή ΚΟΥΚΛΑ και επί το επιστημονικότερον ΑΡΑΒΟΣΙΤΟΣ(=σίτος των Αράβων) ή ΖΕΑ MAYS !

Η ακίνητη περιουσία του Τσελιγκοθανάση ήταν πολύ μεγάλη ! Απλωνόταν από το οροπέδιο των Τρελάγκαθων ίσια με πολύ κάτω από το χωριό σε μια πλαγιαστή σκακιέρα εναλλασσόμενη από χωράφια και δασοπλαγιές που το μάτι γάζωνε αδιάκοπα τις εικόνες συρράπτοντάς τες σε μια ενιαία τεράστια εικόνα αδιαφιλονίκητη σε ομορφιά , πάνγιομη σε συγκομιδή και αξιοζήλευτη για την ποικιλία της παραγωγής.
Σ´ένα από ´κείνα τα χωράφια ανέμιζε τον Αύγουστο η κούκλα τις ξανθές μαλλούρες της και φυλαγμένη μέσα στο πράσινο φυλλένιο φουστάνι της μεγάλωνε και μέστωνε κι έκραζε ανθρώπους και ζωντανά να φιλευτούν από την καλοκαγαθία της. Ανάμεσα στις ντάνες είχανε σπείρει ρεβύθια . Μάνες προστάτιδες τα φύλλα της αραποσιτιάς τα προστάτευαν κι εκείνα θέριευαν και γίνονταν γουλά-γουλά κι έτσι μ´ένα σμπάρο δυο τρυγόνια που λέγανε στο χωριό.
Και ποιος δεν είχε φάει χλωρές κούκλες αλαφροψημένες από εκείνο το χωράφι ! Κανένας δεν παραπονιότανε αν κάποιος έκοβε πέντε δέκα κούκλες ,,να κάμει μεγειά ,, με τη φαμίλια του ,αν ελάχαινε μάλιστα να μην έχει ο ίδιος. Αλλά και η ίδια η Γιωργίτσα μοίραζε απλόχερα χλωρές κούκλες σε συγγενείς και φίλους και περαστικούς ακόμα, έτσι για το καλό του σπιτιού. Όσο έδινες, τόσο σου το ξεπλήρωνε ο Θεός έλεγε η βάβω και η Γιωργίτσα. Κάτι ήξεραν εκείνες για να το λένε!
Κι όταν ξεράθηκε για τα καλά το καλαμπόκι ,εκεί τέλος του Αύγουστου, αρχές του Σεπτέμβρη ,θέρισαν τις χρυσόκουκλες και το χωράφι γυμνώθηκε από την ομορφιά του. Καμάρωνε όμως που βόλεψε τόσους ανθρώπους και ζωντανά . Τι ,,βέλιουρες,,που φύτρωναν στο χωράφι ανάμεσα στις ντάνες και τους έκοβαν για τα βόδια, τι γλυστρίδες που τις εκάνανε σαλάτες , τι ,,μουχρίτσες,, για τα μοσχάρια και τα αλογομούλαρα . Ειδικά στα ποτιστικά χωράφια υπήρχε φόρτος από ξενόχορταρα. Στα ξερικά λιγότερα. Επίσης οι θύσσανοι του αραποσιτιού ήταν πολύ καλή τροφή για τα ζώα, όπως και για την κατασκευή σαρωμάτων.Τέλος καλοκαιριού θερίστηκαν ούλα τα αραποσιτοχώραφα και ξεχώρισαν ούλα ,,τα τρουμπούκια,, από τις κλάρες.Τα πολλά χέρια της οικογένειας μαζί με των συγγενών βοήθησαν στη γρήγορη συγκομιδή. Η μεταφορά στο υπόστεγο έγινε αυθημερόν. Τα γιομάτια ρασόσακκα αραδιάστηκαν κάτου από το χαγιάτι σε μια στοίχιση στρατιωτικού επιπέδου με φιογκάδες στα κεφαλάκια τους και τιγκαρισμένες μακρόστενες κοιλίτσες , γεμάτες κυτταρίτιδα . Έτσι έμοιαζαν οι προεξοχές από τα κεφάλια των καλαμποκιών καθώς διέγραφαν ανισόπεδα εξογκώματα στην επιφάνεια των σακκιών κι έτσι που ήσαν στριμωγμένα έδειχναν εντονότερα την αισθητική τους καλαισθησία ! Ναι, ναι, δεν έκαμα λάθος ! Προσέδιδε καλαίσθητα αυτή η εικόνα στα σακκιά.
-Εγώ λέου να βάλουμε ένα βράδυ ,,ξέλαση,, να ξεμπερδεύουμε και με την κούκλα μπρου πιάσουνε τα κρύα είπε η Γιωργίτσα στις τσιούπες της. Τι λέτε για την Τετράδη;
-Ναι μάνα μου πετάχτηκε η Τριαντάφυλλη. Ό,τι πεις εσύ !
-Πες το και στις ξαδερφάδες σου, στις θειές σου και ´γω θα το ειπώ στη γειτονιά αν ημπορούν να ´ρθούνε.
Δύο και δύο και τρεις μμμμ και τέσσερις μμμ και τέσσερις του λόγου μας δέκα πέντε μουρμούριζε λογαριάζοντας η Γιωργίτσα. Φτάνουν και περσεύουν !
Η μάζωξη έγινε την Τετάρτη νωρίς το βράδυ ! Όλες αποδέχτηκαν την πρόσκληση. Βράδυ ήτανε, χαβαλές θα γινότανε, την κούραση δεν την ελογαριάζανε, είχε καλώς !
Όσες είχανε ,,γκριτζάλες,, τους είχε παραγγελθεί να τις φέρουν μαζί τους ,γιατί τόσες πολλές που ήσαν οι γυναίκες θα προλάβαιναν όχι μόνο να ξετρουμπουκιάσουν τις κούκλες, αλλά και να τις ξεσπειρίσουν ,ξεραμένες καθώς ήσαντε ,ουου, μια χαρά θα φεύγανε από το ,,λουμπούκι,,(κότσαλο) τα σπειριά.
Πέντ´έξι λυχνάρια στη σειρά κι άλλες τόσες λάμπες πετρελαίου με φυτίλι και λαμπόγυαλο , δανεισμένες οι περσότερες , άλλες κρεμασμένες όπου υπήρχαν προγκάκια στον τοίχο, άλλες τοποθετημένες σε καίρια σημεία πάνω σε ό,τι ψηλό βρισκόταν στο σπίτι και η φωτιά στο τζάκι έφτιαχναν κλίμα κατάλληλο όχι για ξετρουμπούκισμα 
μοναχά,αλλά και για κέντημα αν το ήθελες.
Μια παλιά απλάδα ήτανε ξαπλωμένη στο πάτωμα του μαγεριού και οι γυναίκες πήρανε θέση κατά βούληση τρογύρω. Ένας μεγάλος κύκλος κι από ένα σακκί δίπλα στην κάθε μίνια κορδευότανε με το τιγκάρισμά του ότι τη νύχτα θα την ετρώγανε οι γυναίκες αποσπερού και δε θα τις έσωνε.
Τα χέρια πήγαιναν βολίδες και ξεφύλλιζαν τα τρουμπούκια όσο να ´λεγες κύμινο. Όσο βολίδα πήγαιναν τα χέρια τους τόσο ροδάνι η γλώσσα τους ! Τ´αστεία και τα καρκαρίσματα, τα κρυφά νέα από τις νεολόγους της συντροφιάς, εφημερίδα άγραφη μα με φωνή στεντόρια, ξελίγωναν στα γέλια την ομήγυρη . Κι αρχίνησαν να ψευτοπεινάνε, το ´βλεπες καθαρά από τα ξερογλειψίματα κι ας μην το μολογάγανε. Η Γιωργίτσα ,,διαόλου κάλτσα,, σε κάτι τέτικα, σηκώθηκε κένωσε σε μια παδέλα κρεατομπουκιές από γουρουνίσιο κρέας πο ´ σφάξανε στα γρέκια και το ήφερε το πρωί λογαριασμένο ο Πέτρος, τηγανιά την είπανε και μπόλικο φρέσκο ψωμάκι ανήμερα ζυμωμένο κι έκαμε μια περαντζάδα ολόγυρα . Μια φέτα ολόφρεσκο ψωμί , ένα δυο ,,κοψίδια,, μοσκοβολιστό κρέας και μια ποτηριά κρασί επί τόπου διώξανε τη λιγούρα και τα σακκιά το ένα μετά το άλλο ξετρουμπουκιάζονταν μέχρι που τέλεψαν και δεν το πήρανε χαμπάρι. Παραξενεύτηκαν πολύ που τόσο μεγάλη σοδειά σε κανά δυο ώρες είχε ,,ξεπουπουδιστεί,,. Σηκώθηκαν οι γυναίκες να ξεμουδιάσουν, περάστηκε δίπλα τους άλλη μια βολά η παδέλα με τα κοψίδια και το ψωμί με το τυρί, ήπιανε μια ποτηριά ακόμα και καλοχαιρετήσανε, είπανε στα ορθάτα δυο καλαμπούρια ακόμα ,ξεροσταλιάσανε κοιτάζοντας γύρω τρογύρω ψάχνοντας να βρούνε ελάττωμα ανοικοκυρωσύνης και σαν δεν έβρισκαν τίποτις για να ´χουνε να λένε στρωνόταν μία-μία στη θέση τους κι έπιαναν την ,,γκριτζάλα,, έτοιμες να ξεσπειρίσουν τις κούκλες.
Η γκριτζάλα ήταν ένα ξύλινο εργαλείο με επίπεδη τη μια της πλευρά και οδοντωτή την άλλη. Πάνω στην οδοντωτή έσερναν το καλαμπόκι κατά μήκος γυρίζοντάς το σταδιακά μέχρι που ξεκοκκιζόταν εντελώς. Το ,,λουμπούκι,, το πέταγαν παράμερα και στο τέλος που μαζεύονταν πολλά τα ξέραιναν καλά και τα χρησιμοποιούσαν στη φωτιά . Μερικά τα φύλαγαν για να κόβουν βουλώματα για τις στάμνες. Το κόβανε κανά εφτάρι πόντους μακρύ δένανε ένα σπαγκάκι στο κέντρο του, την άλλη άκρη του σπάγγου την έδεναν στη βήκα κι έτοιμο και σταθερό το πώμα !
Οι φωτοσκιάσεις από τις λάμπες και τις φλόγες του τζακιού μολόγαγαν παραμύθια με δράκους ξεχασμένα και καθώς χτυπούσαν κι απάνω στα πρόσωπα των γυναικών που άρχισαν να κουράζονται καθώς αν είχανε ρολόϊ θα έγραφε δέκα το βράδυ κι άμα λογαριάσεις ότι ήσαντε κι ,,ούλη την ημέρα στο πόδι,, λογικό ήτανε να νιώθουν κουρασμένες, έμοιαζαν με κείνους τους λιπόσαρκους αγίους που αφιερώσανε τη ζωή τους στην προσευχή και τη νηστεία και είχαν σταφιδιάσει στραγγισμένοι από τα υγρά του σώματός τους.
Ένα τραγούδι του καιρού π´αρχίνησε η Βαγγελιώ τις ξύπνησε και ερχόταν σε αντίθεση με το γραντζουνιστικό χράτσα χρούτσα της γκριτζάλας.Δώδεκα γκριτζάλες στη σειρά μαζί με τις γλυκόφωνες κυράδες τραγουδοποιούς εκάνανε μπάντα κανονική , Κερκυραϊκή όπως είπε ο δάσκαλος από την Κέρκυρα, ο κύριος Θεοφάνης πρωτοδιόριστος ,που είχε εγκατασταθεί στο δωματιάκι που παραχωρούσε το κτίριο του σχολείου, αλλά δεν είχε τρόπο να μαγερέψει κι έτσι συνήθιζαν εκείνο τον καιρό να τον καλούν στα σπίτια τους για φαγητό ή του το πήγαιναν στο σχολείο και βρέθηκε τυχαία εκείνο το βράδυ εκεί γυρεύοντας την κυρά Θοδώρα που κάποιο ,,νιτερέσιο,, είχε μαζί της κι έπρεπε να λυθεί αμέσως. Η παρουσία του ομόρφυνε τη συντροφιά , ήταν και ωραίος άντρας, ανύπαντρος κιόλανε, άκουσε κι είπε ιστορίες, κεράστηκε μεζέ ,ψωμί ,τυρί ,κρασί, τραγούδησε μαζί τους και ω,του θαύματος !
Ένας κατακίτρινος κροκί θησαυρός υψώθηκε καταμεσίς της παλιάτσας κι άλλοι δώδεκα με ,,λουμπούκια,, που τα μάζευαν οι τρεις του σπιτιού τσιούπρες που δεν είχανε γκριτζάλα . 
Η ώρα θα πήγε δώδεκα. Λάλησε ο πρώτος πετεινός! 
Σηκώθηκαν ,ευκήθηκαν κι αποχώρησαν ούλοι ευχαριστημένοι. Ένας προμελετημένες γλυκός ύπνος περίμενε τις δουλευταρούδες γυναίκες, που ήσαν αλληλέγγυες και πρόθυμες σε συνευρέσεις κοπιαστικές μεν ,που έκαναν όμως τη ζωή τους όμορφη και ζέσταιναν την ψυχή τους με τη ζεστασιά της αγάπης και της καλοσύνης.
Πήραν μαζί τους τις λάμπες τους, όσες είχαν δανείσει , τις γκριτζάλες τους και τα φαναράκια τους, που τους τα άναψε η Κατερίνη ούλα ,γιατί μερικά σπίτια είχανε κακοτράχαλους δρόμους, ανηφόρες, κατηφόρες, νύχτα ήτανε ,να τρομάζανε και τα ζούδια και αλλάξανε και χωθήκανε ,,κατ´ευτείαν ,, στα σκουτιά καθώς οι εδικοί τους είχανε σβερκωθεί νωρίς.
-Δόξα σοι ο Θεός, καλό ξημέρωμα είπανε και κοιμηθήκανε χωρίς να πειράξουν στάλα το σωρό ,αφού το ταχύ θα τον έβγαζαν στον ήλιο να λιαστεί καλά , να μη μουχλιάσει για όνομα του Θεού και της Παναΐας !
-Πάει και τούτο ,τέλεψε ,είπε η Γιωργίτσα ανακουφισμένη κι έκλεισε τα μάτια της . Τ´όνειρό της ταξίδευε στους χυλούς, στη ,,μπομπότα,, και στις λαχανόπιτες τις ξυπόλυτες , που αντί για φύλλο επασπαλίζανε από πάνω κι από κάτω το ταψί με ,,κούκλινο,, αλεύρι κι έκανε μια ξερακιανή κρούστα μμμμ !
-Καλό ξημέρωμα ευκιότανε η κάθε μίνια που έπεφτε στο κρεβάτι, αφού σταυροκοπιότανε ,,μαντολινάτα,,!
-Καλό ξημέρωμα είπε και η Κατερίνη και κοίταξε στο φως του καντηλιού τα εικονίσματα.
-Καλό ξημέρωμα της εφάνηκε πως της είπαν η Παναγιά και ο Χριστός που κάθονταν πλάι-πλάι.
Άξια ! Κι έκλεισαν αλαφρά τα μάτια της μετά από τούτη τη μυστική συνομιλία.
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ

 Η ΜΠΟΥΓΑΝΑ

Ψωμί και φαγητά έχει φιλοξενήσει η μπουγάνα κι έχει προσφέρει μοναδική νοστιμιά στους ανθρώπους του παρελθόντος που τη χρησιμοποιούσαν. Ίσως σε κάποια μέρη να την χρησιμοποιούν ακόμα.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως το φαγητό στη μπουγάνα ήταν ,εφ´όσον η φωτιά ήταν αναμμένη, ο πιο εύκολος τρόπος παρασκευής. Έβαζαν όλα τα υλικά μέσα στη μπουγάνα, τη σκέπαζαν με το καπάκι της , την κουκούλωναν με κάρβουνα και ζεστή στάχτη και το άφηναν με τις ώρες να ψηθεί. Όταν την άνοιγαν δε στεκόσουν από τη μοσκοβολιά .
Ένα σκεύος που έγραψε τη δική του ιστορία στο πάνθεον της ελληνικής κουζίνας ! Οι άνθρωποι εκμεταλλεύονταν την υπάρχουσα ενέργεια και παράλληλα γεύονταν γεύσεις ανεπανάληπτες !
Στο σπίτι του Θανάση και της Γιωργίτσας η μπουγάνα είχε θέση πρωτεύουσα καθ´όσον το κρέας δεν τους απόλειπε και οι πίτες που ήσαν οι αγαπημένες τους ψήνονταν εύκολα τα βράδια του χειμώνα στη μπουγάνα. Στην Κατερίνη άρεσε πολύ να μαγειρεύει σ´αυτό το σκεύος και αξίωσε από τους γονείς της να λογαριάζουν ένα στην προίκα της, όπερ και εγένετο !
Μια φορά έλεγε η νόνα ο αδερφός της ο Νικολός είχε σκοτώσει κανά δυο λαγούς και για να φαγωθούν είχανε καλέσει μιας κι ήτανε ξεχωριστός μεζές και τον Παπαχρίστο και το δάσκαλο .
Έτσι στα γρέκια έμειναν εκείνο το βράδυ μόνο ,,τα παιδιά,, έτσι έλεγαν τα σερνικά τότε. Αυτά ήσαν τα παιδιά ,τα κορίτσια ήσαντε ,,του πεταματού,, και για υπηρετικές δουλειές μάλιστα χωρίς αντίρρηση. Δε λογίζονταν γι άνθρωποι ! Βέβαια αυτό εξαρτιόταν και από την προσωπική εκτίμηση των μελών της οικογένειας. Ο Θανάσης ,ναι μεν κοινωνικά κράταγε τα προσχήματα, στην πραγματικότητα όμως , μέσα στο σπίτι του και σεβασμό είχε στα θηλυκά του και αγάπη. Το ίδιο είχε επιβάλει και στ´αρσενικά παιδιά του. Να σέβονται και ν´αγαπούν τις αδερφές τους. Αυτό ήταν πολύ προχωρημένο για κείνους τους χρόνους που τα ήθη ήσαν αυστηρά και η κοινωνική συμπεριφορά απαράδεκτη όσον αφορούσε την υποτίμηση της γυναίκας. Εκεί που οι άλλοι βάζανε τις γυναίκες τους μπροστά φορτωμένες ,,ζαλιά,, κι εκείνοι πήγαιναν καβάλα στο άλογο ή 
στο γάϊδαρο ή στο μουλάρι, ο Θανάσης δεν το είχε επιτρέψει ποτέ. Και γιατί είχαν αρκετά ζώα και γιατί είχε μια ευαισθησία.
Ο Νικολός ο μεγάλος γιος του Θανάση ήταν και καλός κυνηγός είπαμε. Ήταν εποχή που γνώριζαν πότε πρέπει να κυνηγούν και ποια ζώα.Την εποχή συτή το κυνήγι του λαγού επιτρεπόταν κι ο Νικολός αγρίμι του βουνού κι ο ιδιανός, σκότωσε δυο λαγούς μα τι λαγούς ! Για βασιλιά ήτανε να καλέσεις, όχι παπά. Ήτανε όμως τυχεροί ο παπάς κι ο δάσκαλος. Κυριακή βράδυ θα γινότανε το τσιμπούσι. 
Το τραπέζι στρωμένο στη συνέχεια του μαγεριού , ο καιρός κρύος ,πού να πήγαιναν στη σάλα ,,που ξούριζαν το κρύο και η υγρασία,, ; Έτσι ενώσανε τα δυο τραπέζια εκείνο το μικρό του μαγεριού κι εκείνο το μεγάλο της σάλας κι έμειναν εκεί που κράτηγε ζεστασιά. Η επιθυμία των συνδαιτημόνων ήτανε ο λαγός να γίνει στιφάδο ! Έτσι τον εμαγέρευαν οι περσότεροι κι έτσι άρεσε. Μερικοί τον έκαναν και άσπρο ή και σκορδαλιά. Όπως και να τον έκαναν πεντανόστιμος θα έβγαινε, αλλά η παραγγελιά ,παραγγελιά. Από νωρίς είχε μπει η μπουγάνα με τους λαγούς τεμαχισμένους, το σκόρδο, τη δάφνη, την κανέλα, την πάστα ,το αλάτι και το πιπέρι σε κόκκους. Νερό ίσια που να ξεγελάσουν τη μπουγάνα και λάδι μπόλικο. Εκείνο τον καιρό στα χωριά δε γνώριζαν τι θα πει βαρύ φαΐ που δεν έκανε να το φάνε το βράδυ. Δούλευαν ,κινούνταν πολύ ,,κι έτρωγαν και τις πέτρες ,, όπως ελέγανε και στις κατάρες τους.
,,Ε, μα που να φας τα βήσαλα και τα λιθάρια μωρή 
ξεμωραμένη , μωρή αναθεματισμένη, μωρή άκληρη, μωρή κάρια ! Κι αράδιαζαν ό,τι ήξεραν και δεν ήξεραν από κατάρες που ,ναι μεν τις έλεγαν ,αλλά δεν τις εννοούσαν πάντοτε.
Το τραπέζι περίμενε στολισμένο. Τα λαμπόγυαλα λαμποκοπούσαν και οι πετρελαιόλαμπες φώτιζαν περίσσεια το χώρο μαζί με δυο λυχνάρια. Άμα τρως πρέπει να γλέπεις τη θωρειά τ´αλλουνού .Ειδεμή τι σμίξη κάμνεις ,έλεγε συχνά ο Θανάσης. Η άσπρη μεσάλα με τη δαντελωτή μπορντούρα, καλοσιδερωμένη ανυπομονούσε να δεχτεί τις πιατέλες με το ξεχωριστό έδεσμα, το φρέσκο ψωμί και τ´αγριόχορτα βρασμένα σε μπόλικο αλατισμένο νερό με ξέσκεπο το καπάκι σε δυνατή φωτιά ,,για να μη σβερδονιάσουν,, αλλά να μείνουν καταπράσινα και μαλακά. Μουρσέλες τα τυριά που κολυμπούσαν στην άρμη κι έτρεχε βούτυρο από τις τρύπες της ωρίμανσής τους, φετιασμένο ένα ολόκληρο καρβέλι ψωμί, σε μια παδέλα χωματένια τα ζωχόχορτα και σε δυο μεγάλες πιατέλες επίσης χωματένιες όμορφα ζωγραφισμένες το μελωμένο και μοσχομυριστό κρέας με τα μυρωδικά και τα κρεμμυδάκια του, τα καλά ,όποια είχαν για καλά, μαχαιροπήρουνα ακουμπισμένα απάνου στις ολόασπρες πετσέτες διπλωμένες τετράγωνες και αμέσως σε τρίγωνες και τα γυαλοπότηρα με το χοντρό πάτο ,για να μην κακοπαθαίνουν από τη χρήση και μια καράφα με γλυκό μυρωδάτο κόκκινο κρασί από τον αδερφό της Γιωργίτσας 
από το γιοματάρι του. Κοπιάστε στο τραπέζι είπε ο Θανάσης στους καλεσμένους βάζοντας τον παπά και το δάσκαλο αντικρυστά στις κεφαλοθέσεις του τραπεζιού, σα να ήσαντε νοικοκυραίοι και οι άλλοι καθήσανε παραδίπλα. Οι γυναίκες ήσαντε απίκο μπας και χρειάζονταν τίποτες οι άντρες και τόσο πολύ άρεσε το κρασί που κέρναγαν αράδα και τα κουπάρια άδειαζαν ογλήγορα. Με το φαΐ δε εγλείφανε και τα δάχτυλά τους κι από δυο λάγαρους δεν έμεινε ούτε κοκαλάκι. Ευτυχώς που η Γιωργίτσα είχε καμωμένο το κουμάντο της και είχε φυλαγμένο το φαΐ του Πέτρου ,του Νικολού και του Παναγιώτη μαθές, γιατί ,,δε θα εμείνεσκε κολυμπηθρόξυλο,, όπως ελέγανε στο χωριό και δε θα εκάνανε εκείνοι ούτε μεγειά ! Με το τζάκι να καίει του καλού καιρού και το κρασί να πυρώνει το μέσα τους, καμμιά φορά ξεχείλισε την κοκκινάδα του στα μάγουλά τους και γίνανε τόσο κόκκινα σα να τους είχες τρίψει με καυτερή πιπεριά. Γεια στο γεια φτάσανε στο λάλημα του πρώτου πετεινού μα καρδιά για σήκωμα από τη θέση τους δεν είχανε. Από τη μετρημένη κουβέντα το ρίξανε τώρα στο βαρύ κλέφτικο του τραπεζιού και οι απ´όξω σίγουρα ,όσοι δεν εκοιμούντο ,θα λέγανε σίγουρα πώς προξενητάδες που κιώσανε συγκέσιο ήσαντε φερμένοι. Ο δάσκαλος για να λέμε και του στραβού το δίκιο γλυκοκοίταζε στα κλεφτά την Τριαντάφυλλη που ήτανε όνομα και πράμα τριανταφυλλένια, αλλά δεν το επίτρεπε η θέση του ούτε το μέρος για ερωτοτροπίες. Πάνω από ούλα σεβασμός στο νοικοκύρη και στη φαμίλια του. Δεν ήτανε όμως γραφτό να γένει τίποτα τέτοιο, γιατί αν ήτανε κάποιος τρόπος θα βρισκότανε να ειπωθεί και να τελεσφορήσει .
Πάντως ούλη η Κέρκυρα έπεσε απάνου σε ´κείνο το τραπέζι κι ούλη η Πελοπόννησος επίσης, η δε Μουντρά ,,συμπούπουλη,, !
Τα χαμόγελα, η ευφορία, η πρόθυμη εξυπηρέτηση και το νόστιμο φαΐ ήτανε αφορμή για ξενύχτι αν ο καθένας το ταχύ δεν είχε τη δουλειά του. Ο δάσκαλος το σκολειό του, ο Θανάσης τα κοπάδια του, η Κατερίνη τον αργαλειό της, η Γιωργίτσα και οι άλλες τσιούπες τις σπιτοδουλειές τους. Μοναχά η βάβω και ο παπάς ήσαντε χωρίς υποχρεώσεις.
Κι απάνου που είπανε:
-Να πηγαίνουμε τώρα νάσου η Ελισσάβετη με μια παδέλα γαλόπιττα αχνιστή και μυρουδάτη...
Μπουκιά και συχώριο είπε ο παπάς. Ωραίο πράμα είπε ο δάσκαλος. Γεια στα χέρια σας. Γεια στα χέρια σου Λισσάβετη είπε η Γιωργίτσα ,ο Θανάσης και οι αδερφές της. Η βάβω είχε αναχωρήσει αθόρυβα εδώ και ώρα. Εφάγανε από δυο κομμάτια γαλόπιττα ο καθένας σχεδόν όρθιος και....
Άιντε πάμε τώρα,είπε πρώτος ο δάσκαλος και καθώς έκαμε να σηκωθεί από τη θέση του ρεύτηκε ,σα να γκάριξε γάιδαρος δυνατά και ντράπηκε πολύ για τούτο, ώστε ένιωσε την ανάγκη να γυρέψει συγγνώμην.
-Γεια στο σημάδι του Νικολού είπανε ούλοι με μια φωνή , δώκανε τα χέρια , αφήκανε την καληνύχτα τους κι επήγανε στην ευκή του Θεού.
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ

 Ο ΧΑΛΒΑΣ

Όχι αυτό που λένε ,,είσαι χαλβάς,, και γιατί το λένε είναι ευνόητο ,αλλά η πεθυμιά για ,,ξελιγούριασμα,, . Τα δροσερά έως παγωμένα πρωινά του Νοέμβρη, τότε παγωμένα ,μην κοιτάτε σήμερα που άλλαξε η ατμόσφαιρα χάρη στην άνοη παρέμβαση του ανθρώπου και είναι μάλλον δροσερά, υπήρχε η πεθυμιά, έτσι έλεγε η νόνα να φας κάτι γλυκό μπρου ξεχυθείς για τις δουλειές και το χωράφι. Η μάνα της ,αν και δεν είχανε ακόμα αμπέλι δικό τους, είχε κάμει το κουμάντο της και η ,,λαΐνα,, ήτανε ,,τίγκα,, στο πετιμέζι.
Επειδή όμως το να τρως κάθε μέρα το ίδιο γλυκό ήτανε βαρετό οι άνθρωποι εφηύραν το χαλβά .
-Μωρή βάϊζα εσήμερις έχω ,,γκαστρίλες,, για χαλβά είπε η Γιωργίτσα στην Κατερίνη που στεκόταν δίπλα της στο παραγώνι και σγάρλιζε τη φωτιά στο τζάκι ν´ανάψει καλά.
Τώρα, είχε στ´αλήθεια γκαστρίλες, ήθελε να δώκει ένα ακόμα μάθημα νοικοκυροσύνης στην Κατερίνη ,που σε λίγο θα πήγαινε στο δικό της το σπιτικό, γιατί δε φώναξε μια από τις άλλες τσούπρες και ειδικά την Κατερίνη, ποιος ξέρει; Αλλά γιατί να μην είχε και γκαστρίλες ; Κάθε πρωί τραχανά και γάλα, το είχανε βαρεθεί.
-Να φτιάξουμε μάνα κι έτρεξε χωρίς καθυστέρηση να φέρει το μεγάλο και βαθύ χάλκινο τηγάνι που λαμποκοπούσε πάστρα και ήτανε κρεμασμένο στον αντίπερα τοίχο του μαγεριού .
-Θα τόνε φτιάξεις όμως, έχω και βαρεμάρες είπε η Γιωργίτσα κι έκλεισε το μάτι στη βάβω που έστεκε απέναντί της καθώς μόλις είχε σηκωθεί, νιφτεί κι έκανε το σταυρό της, συνήθειο αναγκαίο ετούτο κάθε πρωί που έπρεπε να ευχαριστάνε ούλοι το Θεό για το καλό τους το ξημέρωμα και την πορεία τους την καλή μέσα στην ημέρα.
-Και το ρωτάς καλέ μάνα;
Έσκιουψε ανάλαφρα στο βάθος του τζακιού και μ´ένα λιανόξυλο που το πήρε από τη φωτιά και το βούτηξε στη στάχτη ζουληχτά να σβήσει, ξεκρέμασε τη ,, σιδερωστιά,, που ήτανε μόνιμα κρεμασμένη εκεί σε μια πρόγκα διχαλιασμένη και με προσοχή την ακούμπησε απάνω στα ξεθρακιασμένα κάρβουνα που τα πυροδότησε με λίγα λιανόξυλα ακόμα φουντωμένα ήδη. Αργότερα ο Θανάσης τους έφτιαξε μια σιδερένια λαβίδα ειδικά για να ξεκρεμάνε την πυροστιά .Εξελλισότανε ο κόσμος βλέπετε, εξελλίχτηκε και η οικογένεια του Θανάση. 
Η πυροστιά ,ένα τριγωνικό παχύ σίδερο όσο ο μεγάλος δάχτυλος με πόδια καμμιά παλάμη μακριά για να κουμαντάρονται από κάτω της καλά τα καυσόξυλα ,από κατράμι που ήταν ,έγινε χρυσοκόκκινη, χαμογελαστή και δέχτηκε με χαρά απάνου της το χαλκωματένιο και καλογανωμένο τηγάνι. 
Η Κατερίνη πήρε το ,,λαδοχείο,, ένα σκεύος που η κατασκευή του θύμιζε δυο ανάποδα χωνιά κολλημένα στο λαιμό τους, στο πιο στενό τους σημείο δηλαδή ,ένα μικρότερο επάνω μ´ένα καπάκι στερεωμένο με μια μικρή ,,κλάπα,, για να κλείνει κι ένα μεγάλο από κάτω για σταθερή βάση, ένα χερούλι στα δεξιά κι ένα ,,σουρλά,, κολλημένο λοξά που ξεκίναγε από τη βάση του μεγάλου κι έφτανε σχεδόν ίσαμε τα χείλη του μικρού χωνιού.
Έριξε μπόλικο λάδι στο τηγάνι και καθώς ήταν ηδονικό εκείνο το πέσιμο δεν ήθελε να σταματήσει .
-Εε, φτάνει, της φώναξε η Γιωργίτσα. Δέκα ψυχές θα φάνε όχι ούλο το χωριό. Αϊντε ,βάλε ακόμα λιγουλάκι να φιλέψουμε και τη θεια σας από δίπλα. Ετούτο το είπε για να ευχαριστηθεί η βάβω πιότερο παρά γιατί η ίδια το επιθυμούσε.
Το λάδι έκαψε γρήγορα και το αλεύρι στο πιάτο κοσκινισμένο έκαμε καθώς έπεφτε στο λάδι ένα μακρόσυρτο τζιίζ και πέταξε φουσκάλες όμοιες μ´εκείνες που πετάγονται άμα πέσει απάνου στο ,,πετσί,, του ανθρώπου .
-Ανακάτωνε ογλήγορα ,όχι χασομερητά ,παρενέβη η Γιωργίτσα κι έριξε προσεχτικό τέρμα τη ματιά της στο τηγάνι. Σηκώθηκε μοναχή της πήγε στη σκάφη που ήτανε κοσκινισμένο το αλεύρι και πήρε μια γιομάτη πλοχεριά. Την έριξε μέσα στο τηγάνι καθώς η Κατερίνη ανακάτευε μανιωδώς.
-Το ήθελε, είπε η Γιωργίτσα και η βάβω συνηγόρησε. Το ήθελε ! Να μη ξερνάει λαδίλα συμπλήρωσε καθώς η Κατερίνη την κοίταξε περίεργα που συνέμπαινε στη δουλειά της.
Τότε καταλάγιασε και το αλεύρι της που κολυμπούσε ευχαριστημένο μέσα στο λάδι ,,πνίγηκε,, για τα καλά και ρόδισε όπως τα δυο της μάγουλα .Την ίδια θέρμη είχανε κι εκείνα για λόγους πολλούς εκείνη την ώρα.
-Έλα, έλα! Τι το τηράς; Κατέβαστο ! Θ´αρπάξει!
-Μπήτι δε μου ´χεις μπιστοσύνη ,καλέ μάνα; Στραβή είμαι ; Δεν το γλέπω; 
-Το γλέπεις καρδούλα μου, το γλέπεις, συμπάθα με είπε κατευναστικά εκείνη.
Η μεγάλη λαΐνα με το πετιμέζι ορκιζόταν πως θα στεναχωριόταν πολύ με το ξαλάφρωμά της, γιατί κανείς δε θέλει να του παίρνουν τη γλύκα του, αλλά μη μπορώντας να κάμει κι αλλιώς έδωκε όσο χρειάζονταν οι νοικοκυρές.
Το τηγάνι κατέβηκε από τη φωτιά και η Γιωργίτσα υπηρετώντας αραίωσε με νεράκι κάμποσο πετιμέζι, όσο νόμιζε πως χρειαζόταν και καθώς η Κατερίνη συνέχιζε το ανακάτεμα άφηνε να τρέχει συνεχόμενα και το αλεύρι ρούφαγε κι ,,αρχίνεψε,, να γίνεται κατακόκκινο , πετιμεζένιο το χρώμα του. Όταν πήρε όσο χρώμα θέλανε ξανάβαλε το τηγάνι στη φωτιά , το γύρισε καμπόσες βόλτες ακόμα και το κατέβασε εντελώς.
Φέρε τη μεγάλη πήλινη παδέλα Λισσάβετη, είπε η Γιωργίτσα στην κόρη της που η μυρουδιά του χαλβά την ξύπνησε ευχάριστα.
Η Κατερίνη και η Γιωργίτσα πήραν από ένα μεγάλο ,,χουλιάρι,, ,έπαιρναν όσο χαλβά χώραγε, το στρίμωγναν στα πλάγια του τηγανιού ,,να κάτσει,, καλά , ύστερα το βόηθαγαν με το αριστερό χέρι τους και απόθαγαν το καλοκαλουπωμένο μπουκούνι στην πήλινη ζωγραφιστή παδέλα. Στο τάκα-τάκα η παδέλα γιόμισε λαχταριστά κουταλομπούκουνα κι έμοιαζε να είχες μέσα της ακουμπισμένο ένα ολάνθιστο τριαντάφυλλο με μετιμεζί χρώμα.
-Για κοίτα μωρή βάϊζα μπας κι έχει ξεμείνει καμμιά στάλα κανέλα, ειδεμή φέρε μια χούφτα καρύδια , σπάστα κιόλας ,είπε στην άλλη της κόρη που ανακλαριζότανε ακόμα, αλλά αυτό δεν την ένοιαξε τη Γιωργίτσα διόλου. 
Ήρθε και η κανέλα και τα καρύδια ! Πρόσθεσαν ομορφάδα και άρωμα στο χαλβά κι ούλα τα χέρια άπλωσαν όπως οι λαιμοί των χελιδονιών όταν βλέπουν τη χελιδόνα να γυρίζει με το ράμφος της φορτωμένο.
Σταθείτε, είπε η Γιωργίτσα και σηκώθηκε .
Γύρισε κρατώντας το τσίγκινο κουτί με τη ζάχαρη ,που σα να το γνώριζαν οι άνθρωποι τότε ότι είναι θανατερή τη ,,χρησιμοποίγαγαν,, μοναχά στον καφέ τους , πήρε μια δυο πρέζες με τα δάχτυλα του χεριού της και πασπάλισε τα μπουκούνια. 
-Το ήθελε ,είπαν όλες μ´ένα στόμα κι όρμησαν σα ,,λιμασμένες ,,με τα χέρια στην παδέλα παίρνοντας από ένα μπουκούνι η ,, κάθε μίνια,,.
-Μμμμμμμ! Γεια στα χέρια σου αδερφή, καλορρίζικη !
-Φχαρστώ μα τι καλορρίζικη μου λέτε ; 
Πρώτη ,,βολά γλέπω ,, και δε θα μπόρηγα να ανακατώσω το χαλβά; Τόσο εύκολο το θεωρούσε η Κατερίνη !
-Γλέπεις τσιουπούλα μου, αλλά σήμερα τον έφτιαξες κιόλα, είπε πειθευτικά η Γιωργίτσα.
Και χωρίς να πάρουνε τη γνώμη κανενός ένα δεύτερο λαχταριστό μισοκρυωμένο μπουκούνι βρέθηκε στην απαλάμη τους χωρίς ιδιαίτερα σερβιρίσματα, χωρίς τύπους, χωρίς πρέπει και γλύκανε το λαρύγγι τους εκείνη την όμορφη Νοεμβριάτικη μέρα στη Μουντρά !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ENNATO

 Στη γιορτή της : ΤΟ ΠΑΝΤΕΣΠΑΝΙ

-Ταχιά ξημερώνει της Άγια Κατερίνης, μεγάλη η χάρη της, είπε η Γιωργίτσα κι έκαμε το σταυρό της προκαταβολικά στη θύμηση της Αγίας.

Ελάτε μου και οι τρεις εδώ κοντά μου, σας θέλω !
Το φέγγος της ημέρας μόλις είχε πάρει τα ίσια του και ο ήλιος είχε ξεπροβάλλει λαμπρός και τούτη την ημέρα σε σύγκριση με το πέρσι που τα καρεκλοπόδαρα είχανε αρχινήσει μπρου την Άγια. Το κονάκι της Γιωργίτσας έλαμπε από πάστρα και στολισμένο κιόλανε με τα κεντίδια της προίκας της, που πρέπει να μολογήσουμε πως δεν ήσαντε και πολλά, τα χρειαζούμενα μοναχά, ένα κάτασπρο υφαντό τραπεζομάντηλο κεντημένο στο χέρι με βυζαντινή βελονιά και πολύχρωμα μπουκέδια στις τέσσερις γωνίες και στα τέσσερα κέντρα με ειδικά διαμορφωμένο το σκέδιο . Μια μπιμπίλα φιδοσέρνονταν τρογύρω του και δυο ασορτί μπαουλόπανα φιγουράριζαν καμαρωτά στο μονάκριβο ζευγάρι μπαούλα από ξύλο καρυδιάς που τα είχε φτιάξει με πολύ μεράκι ο μάστρο- Μήτρος, μοναδικός στο είδος του στην περιοχή.
Το κρεββάτι που ήτανε στριμωγμένο στη γωνία της σάλας και προριζότανε για τις φιλοξενίες ήτανε στρωμένο με φαρδυπάλαμες νταντελωτές γιρλάντες στα επίσης υφαντά μαλλομπάμπακα σεντόνια με τα δύο ασορτί κεφαλομαξίλαρα, τα οποία χώρια τη νταντέλα είχανε φαρδύ πλατύ κατάκεντρα της φάτσας κεντημένο και τα μονογράμματα της Γιωργίτσας και του Θανάση. Έτσι ζευγαρωμένα παραμείνανε μέχρι που φύγανε από τη ζωή οι δυο τους. Η ,,Καλημέρα,, με τα καλλιγραφικά γράμματα βάσταγε στο ειδικά διαμορφωμένο μπρατσάκι της μια πάνινη μακριά πετσέτα ,διακοσμητική και κεντημένη επίσης ,στο διαδρομάκι και μπρου περάσει κανείς στη σάλα γυαλιζότανε κατά το γούστο του.
Λόγος υπάρχει που σας τα λέγω ούλα ετούτα φίλοι μου. Λόγος βαρύς και γιομάτος ! Και η Γιωργίτσα τον είχε μοναχή της λογαριασμένο. Εκείνο τον καιρό στα χωριά δεν εγιορτάζανε στην ονομαστική γιορτή τους τις γυναίκες . Μοναχά τους άντρες και τους εφτιάχνανε μπακλαΐ.
Η Γιωργίτσα όμως φέτο είχε βουρλιστεί να γιορτάσει έστω και στα κρυφά την Κατερίνη της. Σκεφτότανε πως δε θα ήτανε άλλη χρονιά στο σπιτικό τους μέρα της γιορτής της και ήθελε να καλοκαρδιστούνε ούλοι μ´ένα γλυκό, έστω κι αν απαγορευότανε να είναι μπακλαής.
-Κατερίνη μου, θα φτιάξουμε γλυκό για τ´ όνομά σου ! Είπε κι έλαμψε το πρόσωπο της Γιωργίτσας σαν χαμογέλασε πλατιά-πλατιά . Άστραψαν σαν ήλιοι και τα προσώπατα των τριώνε όμορφων κορασίδων που είχανε στο πρόσταγμά της περιτριγυρίσει κιόλας τη μάνα τους.
Είχανε ούλες συνεννογηθεί με τα μάτια και τα χαμόγελα. 
Άλλη έτρεξε στην κανίστρα με τα αυγά ,που ολόφρεσκα περιμένανε κάποιον να τους βάλει χέρι, άλλη να ξεκρεμάσει το σαραντάρι καλογανωμένο χαλκωματένιο τεψί, άλλη να ετοιμάσει τα αναγκαία για το κάψιμο του φούρνου.
Ακουμπισμένα τα σύνεργα στο μεγάλο μασίφ ξύλινο τραπέζι της κουζίνας με αρχηγό το μεγάλο τεψί γαργαλιούνταν στην επιθυμία των γυναικών του σπιτιού και χαμογελούσαν θαρρείς κι εκείνα σκορπίζοντας τις ανταύγειές τους.
Παίρνει η Γιωργίτσα το τεψί και λέει στην Κατερίνη.
-Στο γλυκό σήμερα εσύ θα είσαι η νοικοκυρά. Εγώ θα μιλάου μοναχά άμα μου το γυρέψεις. Κοιταχτήκανε στα μάτια και η Κατερίνη μπροστά στα μάτια ουλουνών και της βάβως που κάθουνταν χουχουλιάζοντας δίπλα στη φωτιά και τις εκαμάρωνε, πήρε κοντά της την κανίστρα με τ´αυγά κι αρχίνησε να τ´αραδιάζει ολοτρόγυρα στο τεψί.
Ένα ,δυο, τρία.........σαράντα, είπε κι ορθώθηκε ! Ξαναμάζεψε τ´αυγά, φρεσκάρισε το τεψί, το άλειψε με βούτυρο και το άφηκε να περιμένει στην άκρη.
-Τριαντάφυλλη έλα να σπάσουμε τ´αυγά και συ Λισσάβετη τρίψε τη φρυγγανιά. Μάνα μέτρα τη ζάχαρη. Περιττό να ειπούμε πως η Γιωργίτσα είχε φροντίσει να υπάρχουν ούλα τα υλικά στο σπίτι .
Όσα αυγά, τόσες κουταλιές ζάχαρη, τόσες κουταλιές φρυγγανιά και ένα κρασοπότηρο ούζο για εφτούνο το τεψί , να το θυμάσαι ,της είπε η Γιωργίτσα που δεν εμπόραγε να είναι συνεπής στο λόγο της. 
Γελάσανε ούλες καρκαριστά . Η μάνα που δε θα μίλαγε είπανε κι οι τρεις μ´ένα στόμα κι η βάβω στριφοχειλιάζοντας σγάρλισε τη φωτιά.
-Σε μια πήλινη λεκάνη βάλανε τα κροκάδια με τη ζάχαρη και σε μία άλλη τ´ασπράδια.
Τώρα αρχίζει ο μεγάλος αγώνας, εμπρός λέει η Κατερίνη κι όρμησε με το δάρτη στ´ασπράδια.
Εμπρός λέει η Τριαντάφυλλη κι άρχισε να χτυπά ρυθμικά τους κρόκους με τη ζάχαρη .
-Μάνα ,εσύ ξέρεις, φούρνο , τρέχα ! 
-Εμ, πώς δεν ξέρω; Έλα όμως που μόρχεται βαρύ να παίρνω διαταές. Ίσια με τα τώρα μοναχά ο Θανάσης με διάταξε . Τώρα με διατάζουνε και τα κορίτσια μου, είπε χαριεντιζούμενη κι έφυγε ολοταχώς για τη δουλειά που της επιβλήθηκε να κάμει.
Για πολλή ώρα , αν είχανε ρολόι θα μετράγανε μία και βάλε, χτυπούσανε ρυθμικά τα υλικά του μπελαλίδικου γλυκού ,που έβαλε στο νου της η Γιωργίτσα να κάμει δώρο στην τσιούπα της. Ευτυχώς που τα νεανικά χεροδύναμα μπράτσα δεν πρόδωσαν τις προσδοκίες της Γιωργίτσας. Λίγο -λίγο αρχίνεψαν να φουσκώνουν ,να φουσκώνουν τα υλικά μέχρι που γιόμισαν οι λεκάνες η μία με κάτασπρο αφρό , μαρέγκα την έμαθαν αργότερα, ίσια με τότενες ασπράδι χτυπημένο το λέγανε, και η άλλη με κατακίτρινο ξασπρισμένο από το πολύ κοπάνημα, έτσι έπρεπε να γένει. 
Στη λεκάνη με τους χτυπημένους κρόκους έριξε το ούζο κι εδώ η βάβω που δεν είχε μιλήσει ίσα με τα τώρα της είπε πως ελλείψει ούζου μπορεί να βάλει τρίμμα λεϊμονιού , το ίδιο κάνει . Η Κατερίνη ανακάτευε και η Τριαντάφυλλη της έριχνε κουταλιές-κουταλιές τη μαρέγκα, ενώ η Λισσάβετη κουταλιές-κουταλιές τη φρυγγανιά ,ένα το ´να μέχρι που τελέψανε ούλα τα υλικά κι ένας αφράτος κίτρινος λόφος υψώθηκε λαχταριστός μπροστά στα μάτια τους
-Έτοιμος ο φούρνος ! Πώς τα πάτε; Ω, ω μάτια μου ,φτου, φτου, έκαμε μόλις αντίκρυσε τον αφρώδη θησαυρό η Γιωργίτσα μα απάντηση δεν επήρε ,γιατί εκείνη τη στιγμή ήσαν έτοιμες να γυρίσουν το υλικό μέσα στο τεψί. Μπακίρι απ´όξω, αστραφτερό ασήμι το καλάϊ από μέσα και κίτρινος ο θησαυρός μέσα του ήτανε για φωτογράφισμα το τεράστιο τεψί με το άψητο γλυκό. Άρπαξε το τεψί η Κατερίνη και το πέταξε με χάρη κατάκεντρα στο φούρνο γρήγορα-γρήγορα ,για να μην ξεφουσκώσει .
Στερνά έκλεισε την πόρτα του φούρνου και βρισκόταν ,,επί ποδός,, κι αυτήνε και οι άλλες. Παρατηρούσαν από τη χαραμάδα ,,μπας και πήρε,, μήπως δηλαδή πήρε χρώμα και χρειαζότανε καπάκωμα. Το καπάκι ήταν μια ειδική κατασκευή των νοικοκυράδων της εποχής για να σκεπάζουν τα γλυκά και τις πίτες ,όταν το χρώμα στην επιφάνεια δεν έπρεπε να σκουρήνει άλλο. Με καλάμια σταυρωτά έκαναν ένα πλέγμα κι απάνω κόλλαγαν με ζυμαράκι στους κόμπους ένα στρατσόχαρτο ή δυο λαδόκολλες και συχνά αν τύχαινε να τους παρακαεί ο φούρνος πέταγαν απάνω στη σχεδία και καμμιά φουντίτσα σκίντηνη να πάρει την πολλή λαύρα.
-Φέρε το ριγανόξυλο Τριαντάφυλλη ,πρέπει να είναι έτοιμο, είπε η Κατερίνη στην αδερφή της κι εκείνη στις προσταγές της υπάκουσε και το έφερε ,εν τω άμα,,.Άνοιξε το φούρνο, έδιωξε το αυτοσχέδιο καπάκι και γλούπ έκαμε τη δοκιμή στο κέντρο του τεψιού για να βεβαωθεί ότι ψήθηκε. 
Ένα ροδοκόκκινο πρόσωπο αποκαλύφτηκε ,λαχταριστό κι αφράτο και ικανό να γλυκάνει περίσσια την πολυμελή οικογένεια της Γιωργίτσας και του Θανάση και ίσως και κανά τυχαίο επισκέπτη .
Το έβγαλαν και το άφηκαν ήσυχο να κρυώσει με την ησυχία του και εν τω μεταξύ η Κατερίνη ετοίμασε το σιορόπι .
-Μάνα εδώ θέλω τη ,,διάτα,, σου, είπε καθώς άφηνε να ,,ρεντζελίζει,, το δεμένο σιρόπι κι ανεβοκατέβαινε το κουτάλι και κείνη ενόμιζε πως ήταν έτοιμο.
Για το παντεσπάνι να ξέρεις τσιούπα μου ούτε πολύ δεμένο ούτε και άδετο το σιορόπι . Κανονικό, να κοίτα κι έκαμε να δοκιμάσει κι εκείνη. Ουου ! Έδεσε, έδεσε ! Είχαν περάσει ώρες και το γλυκό είχε κρυώσει.
Σαν την ξεροψημένη γης τα πρωτοβρόχια ρούφηξε με μανία το σιρόπι του το γιορτινό και μπελαλίδικο γλυκό ,που για χάρη της Κατερίνης χαλαλίσανε και την ημέρα και τα πλούσια υλικά.
Ανήμερα μετά την εκκλησιά το χαράξανε και το πρώτο κομμάτι το δώκανε τιμητικά στην Κατερίνη να το φάει ! Για ελόγου της φτιάχτηκε, ελόγου της έπρεπε να κάμει την πρώτη δοκιμή.
Αποζημιωτική εβγήκεν η δοκιμή ! Ύστερα σηκώθηκε και φίλεψε η ίδια όλη την οικογένεια ξεκινώντας ιεραρχικά από τη βάβω ! Η απόλαυση στο μεγαλείο της ! Τα μπουκούνια πλούσια ,όπως πλούσια ήτανε και η καρδιά της ,,νόνας,,!
-Χρόνια πολλά Κατερίνη μου, της είπαν ούλοι ,μ´ένα στόμα !
Του χρόνου να έρθουμε στο δικό σου σπιτικό να το φάμε το γλυκό σου ! Και για πρώτη φορά ακούστηκε ραγισμένη η φωνή τους !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ

 ΤΟ ΓΙΟΡΤΑΣΙ

Ντουκ..ντουκ... το χειρόμακτρο ! Οι λάμπες είχαν ήδη πάρει θέση και τα λαμπερά 
λαμπόγυαλα αποκάλυπταν τυχόν παραλείψεις που όμως κανείς δεν είχε όρεξη να δει. Η κούραση είχε αρχίσει να επελαύνει . Η Γιωργίτσα έδωκε ένα δυνατό τίναγμα στα χέρια της, έσιαξε λίγο τον στολιδιάρη κεφαλόδεσμό της και πήγε προς την πόρτα. -Ντουκ..το χειρόμακτρο ξαναχτύπησε...
-Αμέσως ! Αμέσως ! Και ταυτόχρονα άνοιξε την πόρτα .
Ένα νέο ζευγάρι χωριανών από την πέρα ρούγα στολισμένο ήρθε να ειπεί τα χρόνια πολλά ! Ο δεύτερος κύκλος μόλις είχε αρχίσει. Οι άνθρωποι βολεύτηκαν στις καρέκλες. Στην κυρία πρόσφερε την καρέκλα που ήτανε απάνω της ακουμπισμένο το κεντητό του αργαλειού μαξιλαράκι με πλουμίδια τα πουλιά στα κλαδάκια. 
,,Για να λαλήσουνε παιδιά στην ποδιά της,, είπε στερνά στις τσιούπρες της, που πρόσεξαν την κίνησή της.
-Ντουκ...ντουκ..κι άλλος επισκέπτης, ο μπάμπα Μήτρος, ετούτη τη φορά.
Ξεβολεύτηκε ο Θανάσης ,μπήκε κι αυτός στη σάλα . Η κουβέντα δεν άργησε να πάρει φωτιά. Ρώτα ο ένας, ρώτα ο άλλος.....κι ήτανε γλυκειά πανάθεμά τη σαν το μπακλαή που έφερνε η Γιωργίτσα καλοσερβιρισμένο στο δίσκο !
Ορεξάτοι οι επισκέπτες τους έφαγαν το γλυκό τους κι ευχήθηκαν.
Στο καινούργιο ντουκ σηκώθηκαν. Εμείς να πηγαίνουμε, είπαν!
-Στο καλό, σας ευχαριστούμε , τους ξεπροβόδισε !
-Καλώς ορίσατε, είπε σε τρεις νιόφερτους από τη μεριά του Αγιάννη ! Ήταν ο Αντώνης με τη γυναίκα του την Αργυρώ. Είχαν και το παιδάκι τους μαζί.
Κοπιάστε ,καθίστε ! 
Ο Θανάσης έπιασε αμέσως κουβέντα μαζί τους. 
Τα ντουκ, ντουκ και τα πήγαιν´έλα του δίσκου κράτησαν όσο χρειάστηκε για να περάσει το μισό χωριό από το σπίτι .Ο τέντζερης με το μπακλαή ,που ήταν φυλαγμένος εκεί, χαμήλωσε αρκετά , σχεδόν έφτασε στον πάτο.
Το ταχύ όλο και κάποιος θα ´ρχόταν να πει χρόνια πολλά, όσο για τις ευκές αυτές βάσταγαν σαράντα ημέρες ! Έτσι και οι πιο ξεχασιάρηδες θα είχαν το περιθώριο να ευχηθούν ! Παρά την πολύ καλή φυσική τους κατάσταση οι γυναίκες έφτασαν στα όρια των αντοχών τους. Ούτε όνειρο δεν είδαν εκείνο το βράδυ, αλλά το γιορτάσι θα το θυμούνται ,καλά να είναι ο πατέρας τους, και στον άλλο κόσμο!

-Χρόνια πολλά Θανάση μου, είπε η Γιωργίτσα , καθώς ανασήκωνε τα σκεπάσματα να κοιμηθεί παρέα με τον άντρα της.
-Φχαρστώ για ούλα γυναίκα, είπε και την αγκάλιασε τρυφερά.
-Και του χρόνου να δώκει ο Θεός να σε γιορτάσουμε καλύτερα από τα φέτο, Θανάση μου
Της απάντησε κλείνοντάς της το στόμα με φιλιά..!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ

 Ονειροπόληση :Τραγελαφικά!

Μέρες είναι τώρα που ο νους της Κατερίνης ταξιδεύει δεξιά κι αριστερά και καθώς ο καιρός κοντοζυγώνει να φύγει από το πατρικό της ,τούτη η ανεμοδούρα γλυκανάλατα την παρασέρνει σε όμορφες σκηνές από τα παιδικά τους χρόνια με τ´αδέρφια της...
Χάσκουν τα πόδια της ανάμεσα στη μακριά φούστα της έτσι καθισμένη που είναι στο κοντό σκαμνάκι όξω στην αυλή τους. Τα ´χει αγκαλιασμένο με τις χερούκλες της και κουνιαρίζεται μπρος πίσω σε μια αβεβαιότητα σκέψης , σε μια νυσταλέα παραμυθένια εκδοχή , που συντελεί σ´αυτό και ο δυνατός ήλιος των όψιμων Αλκυονίδων. Ξεφυλλίζει τα ντεφτέρια του νου της με μαεστρία έμπειρου συγγραφέα που ξέρει σε ποια σελίδα είναι τι. Ξαφνικά σταματάει απότομα...
ξαπλώνει το βλέμμα στο κενό, ένα χαμόγελο ευφορίας χαράζεται στο ροδαλό πρόσωπό της κι ανηφορίζει, πού αλλού ,στων παιδικών της αναμνήσεων τη σιγουριά.
Τσορομπίλια στα δέκα και στα δώδεκα, πούχανε την ανεμελιά και την τρέλα ούλη στο κεφάλι κι αλωνίζανε ´,,κει σιαπάνου,, στα Τρελάγκαθα σαν πεταλούδες στο λιβάδι.Πότε στ´αλήθεια σκέφτεται, πέρασαν κιόλας τόσοι χρόνοι ακαταλάβωτα, απρόσμενα ογλήγορα, αδιαφέντεφτα όμορφα, σαν το νεράκι που τρέχει ασταμάτητα και που ίσα με τα τώρα τελειωμό δεν είχε, έτσι νόμιζε....Ούτε από γιορτές του έρωτα ήξερε ούτε από τον ιδιανό τον έρωτα . Καλά καλά κι ούτε ήθελε να ´χει αφέντη στο κεφάλι της κανέναν. Μοναχά ό,τι συνταίριαζε με τη φύση το δεχότανε έτσι αμάσητο, όπως τα πριτσιλίσματα των ζωντανών που είχαν μια φυσικότητα αδάμαστη κι ωμή όσο η αλήθεια. Έκλωθε ο νους της ασυμμάζευτα κι αγιάτρευτα ρομαντικά ...Το γάλα το πίνανε άμετρο .
Μια φορά που όλα είχανε πιεί μπόλικο γάλα πατσιάνα με μπόλικο ψωμί , γι αυτό το περιστατικό κράτησε σελίδα και χαμογέλασε, ο αδερφός της ο Νικολός, όσο καλός άλλο τόσο παλαβιάρης από μικρός , έκαμε κάτι που τους έκαμε κι εσκάσανε στα γέλια.Αφού ήπιε το σκασμό έπεσε φαρδύς πλατύς στο χώμα και κυλιόταν ,,για ν´ανακατευτεί το γάλα καλά στο στομάχι του και να χωνέψει καλύτερα,, !Έτσι τους είπε !
Καλό και τούτο λέγανε τ´αδέρφια του!
-Μπας και του μπήκε του Νικολού ο όξω από δω μέσα του και βάλθηκε να μας τρελάνει ; Στην ίδια κιουλιά δεν επήγανε ούλα τα φαγιά; Τι ανακάτωμα γυρεύει ο πανίβλακας;
Στην αρχή δισκέδαζαν με το αστείο του Νικολού, έτσι νόμιζαν. Όταν όμως έβλεπαν ότι σταματημό δεν είχε άρχισαν ν´ανησυχούν...
-Νικολό σταμάτα πια, Νικολό φτάνει, Νικολό κόφτο, τίποτα...
Όσο του μίλαγαν τόσο το πέρα δώθε γινόταν ρυθμικότερο και το γκλουνγκλουν του στομαχιού τώρα ακουγόταν ξεκάθαρα κι από απόσταση .
—Κάτι έπαθε ο Νικολός, κάτι έπαθε το παιδί ..και βούρα να φωνάξουνε το Θανάση και βούρα τη βάβω..κι ούλοι μακριά βρίσκουνταν και λύση μοναχά τους δεν ήξεραν να δώκουν.
-Πάει τρελάθηκε το παιδί, πάει, Θεούλη μου, τι να κάμουμε τώρα; Μην το τσίμπησε κανά φίδι ,που μας λέγανε να προσέχουμε και δεν το πήραμε είδηση; Ο Γιάννης έτρεξε να προφτάσει τον πατέρα του, η Τραντάφυλλη τη βάβω, ο Πέτρος έτρεξε στην κοντινότερη γειτονική στάνη, ο Παναγιώτης έπιασε το τρίστρατο μπας και περάσει κανάς διαβάτης να γυρέψει βοήθεια και τα κορίτσια έμειναν εκεί να φυλάνε καραούλι κοντά στον λωλαμένο αδερφό.
-Μπας και τον συνεπήρανε οι νεράιδες κάτω στο ρέμα που πήγε μεσημεριάτικα, είπε η Τριαντάφυλλη στις άλλες. 
-Τι να ειπώ δεν ηξεύρω, έλεγε η κάθε μια, κάθε φορά που και κάποια καινούργια ιδέα τους ερχόταν στο μυαλό. Έχοντας ζώσει τα τρίστρατα, δεν είχανε τι να κάμουνε παρά να καρτερέσουν.....
Το εκκρεμές Νικόλας ασταμάτητα πηγαινοερχόταν μέχρι που κάποια στιγμή συνάντησε στο δρόμο του μια κοτρώνα και του έκοψε τη φόρα.
-Δόξα τω Θεώ, είπαν κι έτρεξαν κοντά του τα κορίτσια να δουν καλύτερα την πραγματικότητα..
-Έλα, Νικολό, σταμάτα πια τα χωρατά , μας μαλινάρισες !
Μα από το Νικολό ούτε μιλιά ούτε συντυχιά !
Τι πεθαμένος, τι ζωντανός ένα και το αυτό ! Σκιούφτουν απάνω του ,τον αγκρουμάζονται, ανασαίνει.. Παρηγοριούνται.. Τον σκουντάνε από δω, τον σκουντάνε από ´κει τίποτα. Του δίνουν ένα γερό σκαμπίλι τίποτα. Σταυροποδιαστήκανε δίπλα του και καρτέραγαν. Ο Νικολός ροχάλιζε βαθιά ! Μα ήτανε ύπνος ετούτος εδώ για θάνατος ζάβαλε; Θα πέρασε πάνω από μια ώρα ίσα με να προκάμει η βοήθεια. Κι ήρθανε ούλες οι βοήθειες μαζεμένες... Κυκλώσανε ,,τον εγληματία,, κι έλεγε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Ένας από δαύτους που έκανε και τον έξυπνο και δε χώραγε να του φέρει κανένας αντίρρηση, θεώρησε ότι πρέπει να παρέμβει σαν αν είχε πνιγεί στη θάλασσα. Στην απελπισία του κανείς δεν έφερε αντίρρηση !
Του ´πιασε τη μύτη, σφράγισε τα χείλια του απάνου στου παιδιού τα χείλη και του ´δωκε αέρα .
Ένα θηρίο ανήμερο βρυχήθηκε κι αλμπούρισε το πηγμένο γάλα κι έκαμε λέχο τον Κωσταντή..
-Μπα ,κακό χρόνο νάχεις νιάνιαρο , του είπε εκείνος κι ας ήταν αυτός που μόλις πριν λίγο θέλησε να τόνε σώσει .
-Μμμμμμ, τι ´ ναι; Τι θέτε ούλοι πάνου από το κεφάλι μου ,ρώτησε ο Νικολός ενοχλημένος ..
-Σκασμός ! Που θα μιλήσεις κιόλα ! Είπε ο Θανάσης και μόνο η βάβω τον τύλιξε στις αγκάλες της μέχρι να έρθει στα συγκαλά του το παιδί .
Τέλος καλό , όλα καλά !Το περιστατικό ήταν συγκλονιστικό 
στα μάτια της μικρής τότε Κατερίνης και το ´συρε ,μαζί και μ´άλλα νόστιμα από την παιδική της ηλικία, ως τα βαθιά της γεράματα. Το μολογούσε και πάντα εχάραζε στα χείλια της εκείνο το γλυκό χαμόγελο της ευτυχίας των αναμνήσεων !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 Η πελερίνα!

Με τις σκουντούφλικες ημέρες του χειμώνα δε μπορούσαν να κάνουν και πολλά πράγματα οι γυναίκες, μα δεν άφηναν κιόλας τον καιρό τους να πηγαίνει χαμένος με τα χασομερήματα.Ευκαιρία ήταν να πλέξει η Κατερίνη για το προικιό της και δυο ,τρεις πελερίνες για καθημερινή χρήση και μια άσπρη κάτασπρη για γιορτινή. Νιόνυφη πράμα έπρεπε να φυσάει στον ξένο τόπο που θα πήγαινε.
Η βάβω και τα βελονάκια σ´επιφυλακή, τα στημόνια ήσαν έτοιμα στριμμένα από την ίδια με μεράκι, το μόνο που έμενε ήταν μια μικρή μαθητεία δίπλα στη νόνα της και το νερό θα έμπαινε στ´ αυλάκι....
Η βάβω άπλωσε χάμω τη δική της νυφιάτικη πελερίνα , που ήτανε σχεδόν άθικτη γιατί λίγες φορές ήτανε φορεμένη,σα δείγμα και το μάθημα άρχισε....
-Η πελερίνα πλέκεται μονοκόμματη ! Ξεκινάς από το κέντρο και πας προς τα όξω προσθέτοντας στη ράχη δεξιά κι αριστερά πόντους για να πλαταίνει και στο τέλος δίνεις αέρα στα φτερά (δεσίματα)κι αυτό είναι...Τρέχει σαν το νερό στ´αυλάκι η δουλειά της αρκεί να καταλάβεις αυτά τα ολίγα που σου είπα . 
Διπλώνεις στο μικρό σου δαχτυλάκι δυο τρεις βολές το ράσινο στημόνι κι έχεις ένα δαχτυλιδάκι. Τώρα γιομίζεις βουβά γιομίδια τον κρίκο. Τον σπας στη μέση. Όσες θηλειές από τη μια μεριά τόσες κι από την άλλη. Με τον πρώτο γύρο κιόλας καθορίζεις τη ράχη πλέκοντας στην ίδια τρύπα δυο η τέσσερις θηλειές ανάλογα το φάρδος που θέλεις να δώκεις στην πελερίνα σου....να έτσι....κι έδειξε η βάβω στην Κατερίνη την τεχνική εκτέλεσης .
Άρχισε κιόλας να σχηματίζεται ένα ελλειψοειδές ημικύκλιο με βουβά γαιτανάκια κρουστά και λεία. Έλα βάβω ,δώσε το μου τώρα κι άμα σε χρειαστώ θα σου γυρέψω βοήθεια. Μόνο κάτσε λιγουλάκι κοντά μου να φέρω δυο τρεις βόλτες να σιγουρευτώ ότι το κάνω καλά.
-Μοναχά καλά ,είπε η βάβω με καμάρι, μοναχά καλά; Εσύ βαϊζούλα μου τόχεις καλύτερα κι από τη μάνα σου κι ελόγου μου ! Φτου,φτου,φτου, να μην σε ματιάσω τσιούπραμ´!
Οι γύροι τελέβανε ογλήγορα στα γοργά χέρια της Κατερίνης.
Η ράχη σχηματιζότανε σα ραχοκοκκαλιά και κάθε γύρος
φάρδαινε ανάλογα με τα ,,ριξίματα,,.Εκείνη την ημέρα η Κατερίνη δεν εσήκωσε κεφάλι.Σαν άνοιγε το πλεχτό της που και που για να βλέπει την ισιάδα του ένας ρόμβος γουβωτός απλωνόταν μπροστά της κι όταν το τσάκιζε στη μέση στην ραχοκοκκαλιά ακριβώς ένα ημικύκλιο σχηματιζόταν που όλο και μεγάλωνε.......
Στη βδομάδα απάνου τέλεψε ο κορμός κι έμενε η γιρλάντα.....
Θα κάνανε φαρδειά στολιδιάρα γιρλάντα κεντημένη στο βελονάκι με αραχνούλες και όμορφα στολίδια. 
Εδώ η νόνα ξανάβαλε το χεράκι της μα και πάλαι δε χρειάστηκε πολύ για να καταλάβει το πανέξυπνο θηλυκό το πώς έπρεπε να γίνει η μπορντούρα. Δεν ήταν η πρώτη βολά που έπιανε βελόνι στα χέρια της, είχε πλέξει ένα σωρό νταντέλες για τις ρασοκουβέρτες της, ήξερε και πάνινες νταντέλες να πλέκει, είχε ιδέα, δεν ήτανε άμαθη. Πελερίνα όμως μόνη της δεν είχε πλέξει ποτέ της. Συχνά έβλεπε τη βάβω και τη μάνα της που έπλεκαν τις δικές τους.
Ίσα με μια παλάμη ήταν η νταντέλα -μπορντούρα που έπλεξε για την πελερίνα της η Κατερίνη και το καμάρι της ήταν μεγάλο. Την έριξε απάνου της διπλή κι αγκάλιασε ζεστά ούλη της την πλάτη και τα στήθια. Τη σταύρωσε μπροστά και την έδεσε με τις μακριές άκρες της πίσω στη μέση της. Έκαμε μια φούρλα μπροστά στις αδερφές και τη βάβω. Χαμόγελα και 
μπράβο ήταν η πληρωμή της, ό,τι έπρεπε για καινούργια ξεκινήματα....
 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ

 Πελερίνες!

Η πελερίνα στα χρόνια της νόνας ήταν εύχρηστο κάλυμα των ώμων , του στήθους και της πλάτης, αναγκαίο για το παραπανίσιο κρύο. Κάθε γυναίκα ή κόρη , ηλικιωμένη ή νεαρά έπρεπε να έχει τη δική της πλεχτή ράσινη ,,μπελερίνα ή και μπαλαρίνα ακόμα ,, ,έτσι τη χαρακτήριζαν στα μέρη μας την όμορφη ,,πανωριξιά,, και φυσικά φρόντιζαν μόνες τους για την ετοιμασία της. Από μάνα σε κόρη παραδίνονταν μαθήματα πλεκτικής για πελερίνες με ποικίλα σχέδια σε δύο κυρίως χρώματα, το άσπρο και το μαύρο, χωρίς να απαγορευόταν και οποιοδήποτε άλλο, αν κάποια το επιθυμούσε. Συνήθως όμως οι γριές και οι παντρεμένες φορούσαν μαύρη πελερίνα και οι νεαρές και ανύπαντρες άσπρη.

Πολλές έπλεκαν και φιγουράτες καλοκαιρινές πελερίνες με νήμα λεπτό σε άσπρο πάντα, με σχέδια και δαντέλες. Όπως επίσης ήταν μόδα να βάζουν πρόσθετες πελερίνες στα παλτό. Σα λιζέζ έκαναν θραύση στη ρομαντική εποχή .Στις πιο καθημερινές έβαζαν μικρές μπορντούρες ή και καθόλου ,γιατί έπρεπε να είναι και πρακτικές. Να μην πιάνονται π.χ. από τα ξύλα στις ζαλιές. Τις Κυριακάτικες τις στόλιζαν με πλούσια μπορντούρα πλεχτή με σχέδια. Ήσαν ανθεκτικά ρούχα, γιατί το στημονόνημα με το οποίο πλέκονταν ήταν καλά στριμμένο μαλλί πρώτης ποιότητας και άντεχαν στην κακομεταχείριση και στο χρόνο.
Εποχές που τα πάντα περνούσαν από τα χέρια των γυναικών κι όμως έβλεπες να χαράζει χαμόγελο στα πρόσωπά τους, λες και ήταν ανταποδοτική η εργασία που έκαναν. Και ήταν !Οι δουλεμένες γυναίκες είχαν εξασφαλίσει ψυχική γαλήνη και ηρεμία. Καμμιά δεν είχε κατάθλιψη στον καιρό της νόνας! Εργασία και χαρά !.
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ ΤETΑΡΤΟ

Ας ζήσουμε το παρόν! Καλές Απόκριες!

Ποτέ δε μπορούσε να φανταστεί η Κατερίνη πως πριν φύγει καλά καλά από το πατρικό της θ´αναπολούσε πράγματα της παιδικής της ηλικίας και της νιότης της. Κι όμως αυτό της συνέβη ! Πώς θα είναι οι Απόκριες στη Μοφκίτσα; Πώς θα γιορτάζονται; Κι αν δεν είναι όπως στη Μουντρά ; Κι αν οι άνθρωποι είναι χειρότεροι από ότι στη Μουντρά ; Κι αν είναι καχύποπτοι κι αν είναι κουτσομπόληδες και κολλάνε ρετσινιές στην κάθε μίνια ξανόφερτη; Βέβαια θα είχε τον άντρα της να την ,,εκογιονάρει,, μα ποιος έχει κουράγιο να περιμένει ως τότε;
Κάλεσε τις αδερφάδες της κι αποφάσισε να κάμει μαζί τους τις τρέλες που κάνανε παιδιά, λεύτερα και αυθόρμητα χωρίς απαγορέψεις και τα όμοια....Μέσα στα πλαίσια βέβαια των κοινωνικών δεδομένων της εποχής τους.. 
Μια ωραία σκέψη θα ήταν να παίξουν τις τρεις χάριτες ,αφού ήσαν όνομα και πράμα, αλλά ετούτο μάιδε τι ήτανε γνώριζαν μήτε κι ήτανε βολικό ,γιατί ούλοι γνωρίζανε τα γιορτινά σκουτιά τους και τα σκαρπίνια τους. Να προδοθούνε μοναχές τους; 
Τι να κάμουν , τι να κάμουν και το μυαλό τους στέναξε στη σκέψη μα δε γέναγε τίποτα που να τις ικανοποιεί. Να γυρεύανε βοήθεια από τα σερνικά της οικογένειας; Μπορεί και να μην τους επέτρεπαν και καθόλου να υλοποιήσουν τ´όνειρό τους κάθ´ότι εκείνο τον καιρό είχανε λόγο ισάξιο με του πατέρα οι αδελφοί. 
-Το βρήκα ,αναφώνησε η Κατερίνη, το βρήκα ! Θα ντυθούμε άντρες ! Τ´αντρικά σκουτιά είναι ούλα ίδια. Έτσι δε θα μας γνωρίσει κανείς! Ούτε που θα σκεφτεί κανείς 
ότι γυναίκες τολμήσανε να ντυθούνε άντρες ! Κι όμως αυτό γινότανε ! Η Κατερίνη δεν ήτανε κουτή , το γνώριζε καλά αυτό, το είπε όμως γιατί έπρεπε να επικυρώσει κατά κάποιο τρόπο τη σκέψη της εξωτερικεύοντάς τη και ούτε κουβέντα ν´άκουγε για τη ματαίωση του όνειρου ! Άλλωστε μπορεί κάποια καλύτερη ιδέα να βρισκόταν στο δρόμο.....
Η ομάδα σε δράση ! 
-Το μυστικό είναι οι μάσκες, είπε η Τριαντάφυλλη!Να μη φαίνεται σπιθαμή από μάγουλο! Και τ´αυτιά μέσα ! Και τα χέρια κρυμμένα, ούλα κρυμμένα !
-Ωραία ,,τσιλιμπουρδίζουτε,, είπε απογοητευμένη η Ελισσάβετη ! Μα δε σκεφτήκατε πού θα ντυθούμε ,πώς δε θα μας αναζητήσουν στο σπίτι και πώς θα ξεπορτίσουμε μοναχές μας νυχτιάτικα.
-Άκου πώς θα ξεπορτίσουμε; Οι μπούλες αντρώποι είναι και μπούλα τη μπούλα κανένας δεν κακομεταχειρίζεται, είπε η Κατερίνη αντριεύοντας τη γλυκειά της φωνή !
Έτσι δίνοντας κουράγιο η μία στην άλλη και υποστηρίζοντας η μία την άποψη της άλλης βάλανε το μυαλό τους στη διαδικασία να κατεβάσει έξυπνες ιδέες υλοποίησης του οράματος. 
Μια ενδοσυνεννόηση έδινε όρκους πως όλα θα πήγαιναν περίφημα !
Εκεί στου αργαλειού το σπιτάκι ,θυμήθηκε η Κατερίνη από τον καιρό που ύφαινε ότι είχε πάρει το μάτι της ένα στρατσόχαρτο μεγάλο που την τελευταία βολά που αγοράσανε ,μπακαλέο,, από το μπακάλικο ο κυρ-Φώτης τον ,,ετύλαγε,, μέσα σε τέτικο μπόλικο χαρτί, που δεν το επετάγανε θαρρείς κι ήτανε θησαυρός. Η Γιωργίτσα η μάνα τους, παστρικοθοδώρα στη νοικοκυροσύνη , είχε τινάξει καλά τ´αλάτια, το είχε διπλώσει σε ρολό κι ας είχε απομείνει και μια στάλα μπόχα από το ψαρικό ,το είχε τρουπώσει μαζί με άλλα από ρέγγους(σκουράντζους) κι από μπακαλιάρους εκεί ψηλά στην αστράχα μακριά από τον αργαλειό για να μην τραβήξει τα τρωκτικά μην πάθουνε για όνομα Θεού ζημιά στο βηλάρι που κρεμότανε ακόμα περήφανο και κουκουλωμένο το διασίδι έτοιμο για χρήση. Ψάχνει η Κατερίνη πουθενά ! Ρωτάει τις αδερφάδες της, τίποτα κι εκείνες. Έτσι όπως ανεβαίνει το αίμα στα μάγουλα από ντροπή ή από έρωτα, έτσι ανέβηκε και τώρα στα ροζακιά μάγουλα της Κατερίνης, για κανένα όμως λόγο από κείνους που ακούστηκαν νωρίτερα, αλλά από μια αδημονία και μια αγωνία μην ακυρωθεί το όνειρό της.Σκόρπισε η ομάδα διάσωσης κι έζωσαν το σπίτι και τ´απόμερά του μα ούτε ψαρίλα βρώμαγε πουθενά ούτε ,,στράτσο,, φαινόταν .
-Θα το έκαμε η μάνα προσάναμα είπε απελπισμένα η Κατερίνη !
-Να τη ρωτήσουμε, πετάχτηκε η Ελισσάβετη και εισέπραξε το άγριο βλέμμα της αδερφής της.Έτσι η Ελισσάβετη ,,λόμωξε,, σε μια γωνιά και δεν ξαναμίλησε.
Πίσω από τα καλοστημένα φουρνόξυλα ,δίπλα στο φούρνο ακριβώς, σ´ένα διάκενο που σχηματιζότανε ανάμεσα στον τοίχο της μάντρας και τα ξύλα ακούστηκε ένα χαρχάλεμα κι ένα κάτι τι σαν γκρίνια μοιρασιάς. Ήταν πράγματι έτσι και το ανακάλυψε πάραυτα η Τριαντάφυλλη. Η κατσούλα τους, γκαστρωμένη και λιχούδα μαζί με το γάτο και κανά δυο της γειτονιάς απρόσκλητους επισκέπτες τραβολογούσαν το αρωματισμένο ψαρίλα στρατσόχαρτο γλείφοντας παράλληλα το αλάτι που είχε ειχωρήσει στους πόρους του. Αν είχε από ´κείνο το εργαλείο που χώνανε μέσα σ´ενα μαύρο πανί το κεφάλι τους και βγάνανε τη φάτσα των αντρώπων ολόϊδια με τους ιδιανούς θα το έκανε με χαρά η Κατερίνη, είπε,όταν είδε τη διασκεδαστική διαδικασία πίσω από τα φουρνόξυλα. Κάτσανε και οι τρεις και χαζεύανε τα ζωντανά στην άστοχη πλην ερεθιστική προσπάθειά τους να γυρεύουνε μερίδιο γευστικής ικανοποίησης από τ´απομεινάρια της γεύσης του ψαριού πάνω στο χαρτί . Αυτό στα πρώτα ,,δευτερόλεφτα,, γιατί σαν η Κατερίνη συνειδοτοποίησε ότι μόλις της είχανε χαλάσει τ´όνειρο τ´αναθεματισμένα , φούντωσε από αγανάκτηση πράγμα που δεν ήτανε του ψυχισμού της, αλλά να ,άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου διαπίστωνε και μονάχη της πως δε διέφερε και του λόγου της από τους άλλους αντρώπους . Δάγκωσε τα χείλια της, έφερε πάνω τους και στριφτά την παλάμη της ,σα να φοβέριζε χωρίς μιλιά και...ξουτ..από δω παλιοκάτσουλα είπε και όπως τ´απόπαιρνε εβγαζε το άχτι της και διασκέδαζε με την εικόνα της διασποράς τους.Τα ξένα χώθηκαν βιαστικά στην τρούπα του φράχτη που είχαν ανοίξει όταν έμπαιναν και τα δικά τους στριμώχτηκαν στη γωνιά απέναντι κοιτάζοντάς τη μ´ένα βλέμμα παραπονιάρικο ενώ ακόμα ξεραγλείφουνταν σταδιακά . Ετούτο το βλέμμα δεν το άντεχε η Κατερίνη γι αυτό έφυγε βιαστικά από τον τόπο του....εγκλήματος αφήνοντας την Ελισσάβετη να εξαφανίσει τα πειστήρια. Εκείνη μάζεψε τα ξεσκισμένα χαρτιά ,τ´ακούμπησε στο μπροστοφούρνι ,ήφερε ένα δαυλί αναμμένο από το παραγώνι που η βάβω συδαύλιζε κι έκαψε τα υπολείμματα μπροστά τους σαν τιμωρία για την παράνομη πράξη τους. Νιάοοοο......νιάουουουου ακούστηκε κλαψιάρικη η φωνή τους μα έπρεπε να ξέρουν πως η παρανομία ,,τιμωριέται,,........
Κάποιος άλλος τρόπος θα υπάρχει σκέφτηκε φωναχτά η Κατερίνη κι έδωκε ευθύς οδηγίες καθώς άστραψε μια φαεινή ιδέα στο κεφάλι της...
-Λισσάβετη σκάψε και βγάλε γλινόχωμα.
Εσύ Τριαντάφυλλη φέρε άχερο , ψιλό διάλεξε ....
Η ίδια έφερε το τσουκάλι με το νερό . Το εργαστήριο εστήθη στο πι και φι στο προφούρνι. Σαν άξιος αγγειοπλάστης εζύμωνε τη γλίνα με το άχερο μέχρι που έγινε μια λαχταριστή μπάλα και τα χέρια της εγίνανε βελούδινα και όμορφα καλύτερα κι από το αν παστρουμωμότανε όπως έκανε η πρωτευουσιάνα φιλενάδα τους , η Αλεξάντρα τα καλοκαίρια που ερχότανε δυο χωριό.
-Και τώρα , την κοίταξαν με απορία τα κορίτσια. Τώρα θα φτιάξουμε πήλινες μάσκες; Θα σπάσουν με το πρώτο σκούντημα είπε η Τριαντάφυλλη κι έβαλε τα γέλια πικάροντας την αδερφή της που προηγουμένως την είχε μαλώσει κι αποπάρει .
-Για να μη σπάσουν ,τρέχα και φέρε εκείνα τ´απομεινάρια από το καινούργιο τσαντηλόπανο που έχει ,,τρουπώσει ,, η μάνα στην κανίστρα κάτου από το κρεββάτι της...εκεί που βάνει και τα σύνεργα της ραφτικής της, τις βελόνες της και τις κλωνές της. Φέρε μαζί και το ψαλίδι. Η χειρουργική ομάδα έτοιμη για τη μεγάλη απόπειρα !
Η Κατερίνη πήρε ένα απομεινάρι από το τσαντηλόπανο στα χέρια της και το κράτησε στον αέρα λικνίζοντάς το πέρα δώθε μαζί και τ´όνειρό της.......
Νίψου είπε στην Τριαντάφυλλη. 
Νιμμένη είμαι απάντησε εκείνη ελαφρώς ενοχλημένη από την αυταρχικότητα της αδερφής της.
Ρε ,ρίξε μια μπούφλα νερό στη μούρη σου, καημένη .....
Είχαν υποσχεθεί πως θα συνεργάζονταν, έτσι η Τριαντάφυλλη έκαμε καθώς την εδιάταξε η Κατερίνη. Τότε η Κατερίνη την ετράβηξε κοντά στο ζυμωμένο πηλό και της φόρεσε το τσαντηλόπανο στη βρεγμένη μούρη . Ύστερα πήρε ένα κάρβουνο σημάδεψε τα μάτια, τη μύτη και το στόμα, τράβηξε το πανί από το πρόσωπο της αδερφής της κι έκοψε με το ψαλίδι ακριβώς στα σημεία που είχε σημαδέψει. Οι άλλες αν κι εκατάλαβαν τι ήθελε να κάμει έμεναν τάχα με την απορία πράμα που δεν επρόσεξε καν η Κατερίνη, γιατί είχε στο νου της το σχέδιο δράσης .
Τράβηξε κοντά της το....μοντέλο της και αφοσιωμένα και τρυφερά πλέον ξαναφόρεσε τη μάσκα στο πρόσωπο της Τριαντάφυλλης προσέχοντας να πάνε στη θέση τους τ´ανοίγματα και τράβηξε ως τ´αυτιά κι όσο μακρύτερα την έπαιρνε το πανί. 
Κοιτάτε τώρα ,γιατί στερνά η μίνια από τις δυο σας θα κάμει το ίδιο σε μένα.
Δεν είχαν επιλογή , κοίταγαν ....
Η Κατερίνη πήρε λίγο πηλό κι άλειψε προσεχτικά όλο το καλυμμένο πρόσωπο , προσέχοντας τα βαθουλώματα. Η γλίνα ξεράθηκε γρήγορα απάνου στα πυρωμένα μάγουλα της παρθένας κόρης κι έτσι ένα δεύτερο στρώμα γλίνας κάλυψε αδιαφανώς το πρόσωπο....
Γέλια καρκαριστά ξεχύθηκαν στον αέρα κι ακόμα πιο τρανταχτά όταν πήγε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη η Τριαντάφυλλη.
-Τι γίνεται εκεί μωρ´βάιζες και ξελιγωθήκατε ,φώναξε από το παραγώνι ή βάβω.
-Βάβω, κρατάς μυστικό; Είπε η Κατερίνη στη νόνα της. Αν βάσταγε μυστικό! Και ποια γιαγιά δε βαστάει μυστικό όταν αποφασίσει πως είναι χρήσιμη στα εγγόνια της;
Ναι ,έγνεψε η βάβω και η Κατερίνη έκαμε νόημα στις αδερφές της να εμφανιστούν..
Ω, τι θέαμα ! Καρκάρισε και η βάβω κάτι που είχε να κάμει από μπρου ακόμα αρρωστήσει η Ελένη της, η πρωτότοκή της.
-Πάμε τώρα μπρου στεγνώξει η γλίνα ,είπε η Κατερίνη και τράβηξε την Τριαντάφυλλη στο φούρνο, όπου περίμενε υπομονετικά η γλινόλασπη. 
Πέρασε τώρα μια παχειά στρώση γλίνας, την έστρωσε όμορφα, πλάκωσε και τ´αχεράκια που ξεπείχαν κι έβαλε την αδερφή της να περιμένει να στεγνώσει κάπως η μάσκα απάνου της και πήρε έργο την Ελισσάβετη ..Έκαμε ακριβώς την ίδια διαδικασία και πήγανε ούλες δίπλα στη βάβω, στη φωτιά κι έτσι θα στέγνωναν ογλήγορα και οι μάσκες τους.
-Τι λες νόνα, θα πιάσει το κόλπο μου ,ρώτησε αμήχανα τάχα τη βάβω η Κατερίνη. Ήτανε σίγουρη πως θα έπιανε . Έτσι κάνανε τη γωνιά του φούρνου και ,,τσιρίκωνε,,
έτσι και τη γλινογωνιά του κατωγιού και γινότανε πέτρα. Έτσι και τις γλινόπλιθες του κοτετσιού ,δε θα γίνονταν οι δικές της μάσκες;
-Θα πιάσει κοκώνα μου , θα πιάσει ,είπε σίγουρη και η βάβω. Κι άπλωσε το χέρι της να ελέγξει αν οι μάσκες με την πυρά είχαν στεριώσει κι αν έπρεπε σιγά-σιγά να τις τραβήξουν από τα πρόσωπα των κοριτσιών. Σα να ´ναι έτοιμη της Τριαντάφυλλης ..
Για αγάλι-αγάλι Κατερίνη μου, δοκίμασε να ιδείς αν βγαίνει...τις άκριες πρόσεξε, τις άκριες..άμα σπάσουν οι άκριες, θα σπάσει ούλη στερνά ..για έλα ....κούνα τη πάνω κάτου, πέρα δώθε χαϊδευτά σκεδόν ,χαϊδευτά....Αν μ´εμπιστευόσαστε από την αρχή θα σας έλεγα ν´αλείψουτε με λιγουλάκι λάδι ή βούτυρο την όψη της φάτσας...έτσι θα έβγαινε ευκολότερα...
-Εεεπ,...εεεε.....κουνιέται, νόνα, κουνιέται !
-Αγκάλιαστη σταθερά ,όχι σφιχτά και ανασήκωσέ τη από κάτου προς τα πάνω..να έτσι ..και της έδειξε πώς.
Πριν καλά-καλά τελειώσει την κουβέντα της η βάβω η Κατερίνη κράτηγε το ομοίωμα της αδερφής στα χέρια της και καμάρωνε για τη λαμπρή ιδέα που είχε να τη φτιάξει. Με τον ίδιο τρόπο αφαίρεσε και τη μάσκα της Λισσάβετης με μεγάλη επιτυχία ευτυχώς ! Αλάργα στη φωτιά τώρα να σιγοψήνονται μέχρι να ,,τσιρικώσουν,, είπε η βάβω που πήρε τις μάσκες υπό την προστασία της.
-Κλήρο ή η Τριαντάφυλλη θα ασκοληθεί με μένανε;
Η Τριαντάφυλλη είπε η Ελισσάβετη , η Τριαντάφυλλη !
Τη διαδικασία μόλις την είχε παρακολουθήσει οπότε το καλούπωμα πλέον δεν είχε δυσκολίες . Το μόνο παραπανίσιο που κάμανε ήτανε ν´αλείψει το πρόσωπό της με λαδάκι ,όπως ´είχε ορμηνέψει η νόνα για να βγει ευκολότερα η μάσκα ! Ετσι κι έγινε !
Τρεις μάσκες ομοιώματα που τις παραμορφώσανε με διάφορα γλινοστόλιδα για ευνόητους λόγους ψήνονταν στην αράδα γιατί είχαν σοβαρό σκοπό να επιτελέσουν.
-Η μάνα, έρχεται η μάνα , κρύψτε τες, έφερε το μαντάτο βιαστικά η Κατερίνη ,σαν είδε τη μάνα της να ροβολάει από το βουνό !
-Μη νοιάζεσαι είπε η βάβω, άσε τη μάνα σου σ´εμένα !
-Τι λες νόνα κι αν θυμώσει και μας τις σπάσει, τι θα κάμουμε τότενες ;
Τι να σπάσει ; Δε σπάει τίποτις ! Άστε τη σε μένα είπα !
-Κοίτα νύφη , είπε στο καλησπέρισμά της Γιωργίτσας η βάβω. Κοίτα και μη μιλάς! Η καλύτερα κοίτα και ρώτα άμα γουστάρεις αλλά τσιμουδιά . Κατάλαβες;
-Τίποτις δεν εκατάλαβα κι αν δε μου ειπείτε ούτε θα καταλάβω!
-Καλύτερα έτσι τότε ,της είπε ,και μη βγάλεις άχνα...τσιμουδιά...τσιμουδιά .....
Της εβάσταγε της Γιωργίτσας να κάμει αλλιώς ; Τσιμουδιά διάταξε η βάβω, τσιμουδιά η Γιωργίτσα. Εκείνο τον καιρό είχε πέραση η κουβέντα της πεθεράς. Δερβέναγας ήτανε στο σπίτι όταν λείπανε τα σερνικά . Και παρά το ότι η βάβω δεν είχε κάμει χρήση του δικαιώμστός της αυτού ,δεν είχε χρειαστεί ,συνεννογιότανε μια χαρά με του λόγου της, τώρα για χατήρι των εγγονών θα το έκανε πράξη στην πρώτη στραβοτιμονιά της νύφης της. Και πάλε δε χρειάστηκε γιατί η Γιωργίτσα, αφού υποσχέθηκε εντάξει , απόθηκε χάμου την καλάθα που βάσταγε κι ήτανε γιομάτη πράματα από τη στάνη, έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, τράβηξε και την τσεμπέρα της από το κεφάλι ,την τίναξε όξω στην αυλή ,την ξαναφόρεσε δένοντάς τη απαλά ετούτη τη βολά κι έπεσε βαριά στο κρεββάτι της να ξαποστάσει ....
Οι μάσκες ,που η κάθε μίνια στόλισε τη δική της με το γούστο της, αρκεί να την παράλλαζε , σιγοψήνονταν στην αράδα και η παραλλαγή ήταν τόσο τέλεια που και οι ιδιανές δεν τις εγνωρίσανε καλά, καλά το ταχύ που τις αραδιάσανε στο κρεββάτι ανάκατες. 
-Έχουνε περσέψει κάτι μπογιές από τα γνέματα, δεν τις βάφουμε κιόλας, είπε η Τριαντάφυλλη και η πρότασή της ήταν ξεσηκωτική .
Νιάτα μουρμούρισε η βάβω, νιάτα και χαμογέλασε καμαρώνοντας τις εγγόνες της.
Τώρα ποιο ήταν το αποτέλεσμα δε μπορώ να σας πω ακριβώς ! Ούτε τις είδα ούτε εκεί ήμουνα. Κατά τη νόνα όμως ,που ως τώρα όλα όσα αναφέρονται ήσαν πρωτοποριακά ,ήταν ένα θαύμα ! Το επικυρώνω και το ίδιο να κάνετε κι εσείς !
-Πάμε να διαλέξουμε σκουτιά τώρα είπαν τα κορίτσια μ´ένα στόμα !
-Εγώ θα φορέσω του ,,τάτα ,,μου τη σκελέα και το γιλέκι...
-Εγώ του Νικολού τα ευρωπαϊκά....
-Εγώ....
-Για σταθείτε μωρ´βάιζες ! Με τούτες τις μουτσούνες που φτιάξατε και τους εβάλατε απάνου τους τόσα μπιχλιμπίδια πώς θα συνταιριάξουν τ´αντρικά σκουτιά;
,,Κολώσανε ,, οι τσιούπρες ! Είχε δίκιο η βάβω κι από πάνω η μάνα τους που συμφώνησε με τη βάβω μπρου τελέψει ακόμα την κουβέντα της καλά καλά , πράγμα πρωτοφανές στα χρονικά για πεθερά και νύφη. Της άρεσε πολύ της Γιωργίτσας η πρωτοβουλία των κοριτσιών και ήθελε να τις βλέπει χαρούμενες, όπως κάθε μάνα τα παιδιά της άλλωστε, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές ιδέες και προκαταλήψεις. Αυτές πολύ κόσμο είχανε χαντακώσει! Δεν κάνουνε και κανένα έγκλημα ,σκέφτηκε η Γιωργίτσα . Λιγουλίτσα χαρά χορταίνουν !
Τα σεντούκια της βάβως και της Γιωργίτσας διάπλατα ανοιχτά παραβγαίνονταν πόσα περσότερα στολίδια θα πρόσφερε το καθένα στα ομορφοκόριτσα!
-Τρεις πριγκίπισσες θα είσατε βαϊζούλες μου, τρεις νεράιδες ζηλευτές κι άμα σας γνωρίσει ένας ,,εμένα να με φτύσουτε,,!
Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν με γουρλωμένα τα μάτια ! Η έκπληξή τους ήταν εμφανής και η ενδοσυνεννόηση μολόγησε την ,,αποκορομάρα ,,τους ,που από την πολλή λαχτάρα να υλοποιήσουν την ιδέα τους διαπίστωσαν ότι προέτρεχαν πολύ πέρα από το κανονικό ! 
-Κοίτα πόσο χαζές είμαστε που δεν το λογαριάσαμε βάβω, είπε η Κατερίνη !
-Έτσι είναι τα νιάτα τσιούπρα μου,είπε η βάβω. Αλλά μη ,,χολοσκάνετε,, η βάβω και η μάνα γιατί είναι εδώ; Άϊντε τώρα διαλέχτε σκουτιά με το γούστο σας. Ε, και πού είσαστε , όσο πιο μακριά προς τα πίσω τόσο το καλύτερο ! 
Το ροζ νυφικό της Γιωργίτσας το πρόλαβε η Τριαντάφυλλη! Το τσιγδαλί της βάβως το πήρε η Κατερίνη και για τη βολική Ελισσάβετη έμεινε το αρρεβωνιαστικό της βάβως, ένα γλυκό κίτρινο που μονάχα τα φτερά του ελείπανε για να δείχνει ίδια πεταλούδα ή ακόμα -ακόμα ίδια νεράιδα ! 
Τι σου είναι η γυναικεία διαίσθηση ! 
-Να ´χαμε και φτερά ,σαν τις νεράϊδες της Βρασίτσας θα μοιάζαμε είπε τρισευτυχισμένη η Κατερίνη !
-Και ποιος σας ,,αμποδάει,, να βάλουτε πετάχτηκε πρώτη φορά βιαστικά η Γιωργίτσα !
-Αλήθεια ποιος σας αμποδάει ,είπε και η βάβω.
-Δεν μας αμποδάει κανείς είπαν μ´ένα στόμα τα κορίτσια, αλλά που να τα βρούμε τα φτερά ;
-Θα βρούμε τρόπο είπαν οι μεγάλες γυναίκες ,αλλά πρέπει πρώτα ν´αποφασίσουτε αν μπορείτε να τα σέρνουτε. Δεν τα βρίσκω και τόσο βολικά είπε η βάβω. 
-Πες μας τον τρόπο βάβω και θα το ιδούμε ,,εφτούνο,,που λες!
Η ιδέα κατασκευής φάνηκε πολύ εύκολη στα κορίτσια και....επί το έργον εν τω άμα....
Μια κουλούρα σύρμα ,σκουριασμένο από την υγρασία, που το είχαν στην αποθήκη οι άντρες για τις δικές τους δουλειές, μια τανάλια κι ένα πατρόν ,,με το μάτι,, ήσαν ούλα κι ούλα τα σύνεργα που τέθηκαν στη διάθεση των κοριτσιών για την κατασκευή του συρμάτινου σκελετού . Η βάβω και η Γιωργίτσα έμειναν έκθαμβες για τη γρηγοράδα με την οποία τα κορίτσια έφτιαξαν τους σκελετούς .
Σίγουρα δε θα φορέσουμε δυο σύρματα γυμνά , αλλά με τι θα τα ντύσουμε; Μπας και πρέπει να ξεπουπουλιάσουμε τις κότες; Κι ούλες να τις ξεπουπουλιάσουμε δε φτάνουν ούτε για το ένα ζευγάρι ,είπε η Ελισσάβετη .
-Μυαλά δεν έχουτε μωρ´τσιούπες να τα βάλουτε χάμου να δουλέψουν; Άιντε, άιντε και δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο......
Πράγματι δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Έβαλαν μπρος τη μανιβέλα του μυαλού τους και κείνη κατέβασε ιδέες σωρό.
Λουρίδες από στρατσόχαρτο στην αράδα κομμένες και κολλημένες ,είπε η Ελισσάβετη !
Φουντίτσες από κλαράκια κουμαριάς με κούμαρα απάνου, αν έχει μείνει κανένα τούτο τον καιρό είπε η Τριαντάφυλλη. 
Για την Κατερίνη δεν είχαν μείνει και πολλά περιθώρια. Σκέφτηκε, σκέφτηκε και είπε κάπως βαριεστημένα που φάνηκε καθαρά πως τις καλύτερες ιδέες της τις είχαν κλέψει οι αδερφάδες της.
Εγώ είπε θα κόψω ,,ξιφάρες,, και,, βέλιουρες,, και θα ντύσω τα σκελετό μου, να μη με πλησιάζει κανείς κιόλανε.
Η καλύτερη απ´ ούλες θα είσαι ,είπαν μ´ένα στόμα οι βολεμένες!
Εμπρός λοιπόν ! Βελόνες, κλωνές, ζυμάρια σε παράταξη και ω, του θαύματος !
Τρία ζευγάρια φτερά ήσαν πανέτοιμα στην ώρα τους! Τρεις νεραϊδονυφες θα τα φόρηγαν και ούλος ο Μουντράς θ´αναρωτιότανε για το ποιες είναι κι από ήρθανε τούτες οι νεράιδες. Όταν ούλα μπήκαν στην παράταξη και τα κορίτσια ζουρλαμένα δεν έβρισκαν την ώρα να μεταμφιεστούν οι δυο ηλικιωμένες ,η βάβω και Γιωργίτσα δηλαδή ,κοιτάχτηκαν στα μάτια και είχαν και οι δυο την ίδια απορία, που στο στρίψιμο των κοριτσιών την εξέφρασαν κιόλας.
-Πού θα πάνε νυχτιάτικα στα ξένα σπίτια βάβω είπε η Γιωργίτσα στην πεθερά της.
-Ετούτο και γιατί δεν το συλλοϊστήκαμε εμείς οι λογικές, είπε η βάβω προβληματισμένη. 
-Πού ξέρω ´γω ποιοί κι από που κυκλοφοράνε μέσα στη νύχτα; 
-Σε συγγενικά σπίτια θα πάνε γιε μην κάνεις έτσι, της είπε η βάβω για να την καταλαγιάσει ,αλλά η αλήθεια είναι πως είχαν δώκει στα κορίτσια ένα οκέι χωρίς να λάβουν στα όψιν τους όλες τις παραμέτρους.
Να τις περιορίσουν την τελευταία στιγμή θα ήταν άδικο ,γιατί θα τους κόβανε στη μέση τη χαρά. Να τις αφήκουν απεριόριστες πρόβλημα και τούτο.
Η Γιωργίτσα άνοιξε πάλε το σεντούκι, τράβηξε μια καινούργια ,,βελέσα,,, μια καινούργια σκελέα του Θανάση κι ό,τι άλλο έκρινε εκείνη τη στιγμή σκόπιμο και χωρίς να πάρει την άδεια από κανέναν ,τράβηξε και μια κουδούνα από την αστράχα που την είχανε για γούρι βαλμένο εκεί και περίμενε να φύγουν τα κορίτσια.
Οι νεράιδες ετοιμάστηκαν και κρίμα που δεν υπήρχαν τότε φωτογραφικές μηχανές πρόσφορες και κινητά για ν´αποθανατίσουν τις στιγμές.Με το σούρουπο έπρεπε να κατασκοπεύουν μην τις δει κανένα μάτι από ποιο σπίτι βγαίνουν και προδωθούν .Καιροφυλαχτούσαν αρκετά μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή και ξεπόρτισαν με πολλή προσοχή χωρίς να μιλάνε παρά μοναχά τη νεραϊδιστικη γλώσσα ,που δεν ήταν τίποτ´άλλο από μουγκανητά και χάχανα παραλλαγμένα και ´κείνα . Το φεγγάρι τους έδινε όψη μαγική και τα κορίτσια φτιασιδωμένα για πρώτη φορά ένιωθαν ανεξάρτητα και ευτυχισμένα. Χόρευαν στους δρόμους, αγκαλιασμένες έφραζαν το δρόμο στους λίγους περαστικούς, μερικοί τις πέρασαν από μακριά σαν αληθινές νεράιδες κι έκαναν το σταυρό τους.
Μακριά τα δαιμονικά ,Θεούλη μου, είπε μια αλαφροΐσκιωτη στην πέρα ρούγα κι έστριψε παράμερα μέχρι να εξαφανιστούν τα ξωτικά. Ύστερα έτρεξε στο σπίτι της αλαφιασμένη.
Η Γιωργίτσα ντυμένη μπούλα κανονική τις είχε πάρει απ´αλάργα κατά πόδι. Συχνά τις χαιρέταγε κουνώντας την κουδούνα κι εκείνες ανταπέδιδαν το χαιρετισμό κουνώντας τα φτερά τους. Τις προσπέρναγε, γύριζε πίσω, οσμιζότανε στον αέρα, έστριβε μάγκικα το μουστάκι μα οι κοπέλες το δικό τους ,,χαβά,, δεν έδιναν σημασία στα τσαλιμάκια της Γιωργίτσας..Σε μία από τις κοντινές προσεγγίσεις η Γιωργίτσα τόλμησε πείραγμα αντρικό .Ήθελε να ιδεί πώς θ´αντιδράσουν. Το πόσες κουτουλιές έφαγε με τα νεραϊδόχερα ούτε κι εκείνη θυμόταν να το ειπεί. Της τράβηξαν την κουδούνα και παρ´ολίγο να την ξεσκεπάσουν κιόλας κι αν αποκαλυπτόταν ε,ρε τι θα γινότανε. Το ενδιαφέρον θα γινότανε μακελειό ,γιατί δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να χάσεις την εμπιστοσύνη των παιδιών σου. Η Γιωργίτσα θεώρησε ατυχή την ιδέα της παρακολούθησης κι εντράπηκε κιόλας γι αυτό κι ήθελε να γυρίσει αμέσως στο κονάκι της, αλλά αντί γι αυτό κρύφτηκε κάπου παράμερα και ξέμακρα ,αφού βούλωσε την κουδούνα ,τις παρακολουθούσε. Έπρεπε να το κάνει. Είχε χρέος σα μάνα. 
Τα κορίτσια ξεκίνησαν από τα μακρυνότερα συγγενικά και φιλικά σπίτια και ξετρελαμένα που δεν τα είχε αναγνωρίσει κανένας, ούτε να υποψιαστούν δε μπορούσαν ποιος είχε κάμει τέτοια μεταμφίεση, γιατί αν τις αναγνώριζαν ήσαν υποχρεωμένες να βγάλουν τις μάσκες, γύρισαν μες την τρελή χαρά να προβληματίσουν και τους κοντινούς συγγενείς και τους γείτονες.Η Γιωργίτσα σα βραγμένη γάτα και ντροπιασμένη στον εαυτό της που δεν είχε εμπιστευτεί τα κορίτσια της ,χώθηκε βιαστικά στο κονάκι ,ξεντύθηκε ,τακτοποίησε τα σύνεργα του εγλήματος κι έκατσε δίπλα στη βάβω χωρίς να θέλει να μιλήσει . 
Μονάχα την κοίταξε , όλα καλά της είπε και περίμενε με σχετική αγωνία την επιστροφή τους. Τελευταίο σπίτι ήταν το συγγενικό της αδερφής του Θανάση. Εκεί έγινε το έλα να δεις. Τις ψάχνανε από την κορφή μέχρι να νύχια με τα μάτια, γιατί το άγγιγμα απαγορευόταν , να βρούνε κάτι αναγνωριστικό, τις προκαλούσαν να μιλήσουν για να καταλάβουν από τη φωνή, τις κερνούσαν για να γίνει κάποια αποκάλυψη από τυχόν αφέλειά τους, αλλά τίποτα .
Δεν περιγράφεται η χαρά των μεταμφιεσμένων εκείνου του καιρού . Μπούλες παντού ημέρα και νύχτα, χαρά, αγαλίαση, ευτυχία. Και η πρώτη φορά στα χρονικά της εποχής που τόλμησαν να ξεπορτίσουν κορίτσια μεταμφιεσμένα νύχτα. Η εμπειρία θεσπέσια ! Παρ´ότι τα κορίτσια δεν ένιωθαν καταπιεσμένα , τη λευτεράδα την είχανε νιώσει στο σπίτι τους, την κοινωνία φοβούνταν ούλοι τότε, ένιωσαν πραγματικά υπέροχα. Όταν γύρισαν στο σπίτι τους αντιμετώπισαν μια μεγάλη έκπληξη! Η σάλα ήταν γεμάτη μπούλες. Ήσαν οι γείτονές τους .που όμως η Γιωργίτσα γνώρισε το αγόρι τον Κωσταντή κι αναγκάστηκαν ν´αποκαλυφθούν.
Έτσι χωρίς μάσκες απολάμβαναν τη νόστιμη γαλόπιττα που είχε φτιάξει η Γιωργίτσα φρέσκια φρέσκια για δεύτερη φορά μέσα στην ημέρα. Την περισσότερη την έστειλε στα γαλάρια με το Θανάση που είχε κατεβεί με τα παιδιά του, ξον του Νικολού ,ν´αποκρέψουνε το μεσημέρι μαζί , έτσι το πεδίο ήταν ελεύθερο από άντρες γι αυτό και τα κορίτσια τόλμησαν τη μεταμφίεση και πάρα όξω από το σπίτι τους. Τα κορίτσια που είδαν τις μπούλες στο σαλόνι δεν έδωκαν καμμία ,,γνώρα,, παρά κάνανε νεραϊδίστικες τρελίτσες και πειραγματάκια και δεν αποκαλύφτηκαν. Ούτε η βάβω, ούτε η Γιωργίτσα έδειξαν ότι γνώριζαν τις νεραϊδες. Μάλιστα τους πρόσφερε κι αυτουνών γαλόπιττα , αλλά αρνήθηκαν ευγενικά με μια κίνηση του κεφαλιού και μια βαθιά υπόκλιση .Κάνανε τα πάντα για να τις κάνουν κι αυτές ν´αποκαλυφθούν μα οι νεράϊδες κάνανε τα μαγικά τους κόλπα και όλο τους ξέφευγαν . Το πανηγύρι της Τυρινής κράτησε για τα καλά κι ήτανε τόσο όμορφα ούλα! Κάποτε οι συγγενείς μπούλες με ξέσκεπα τα πρόσωπα πλέον βαρέθηκαν και σηκώθηκαν να φύγουν. Οι νεραϊδούλες τους χόρεψαν και τους ξαπόστειλαν με όση ευγένεια απαιτούσε η περίσταση. Στην ερώτηση πού είναι τα κορίτσια είπαν στους συγγενείς πως πήγανε μια βόλτα στη θεια τους τη Διαμάντω να κουβεντιάσουνε με τις ξαδέρφες τους.
-Μα τώρα εμείς από ´κει ήρθαμε ,είπαν οι μπούλες συγγενείς, θα ´πρεπε να τις συναντήσουμε στο δρόμο. 
-Θα πήγανε ,,περικοπά ,,τους είπε η Γιωργίτσα κι εθόλωσε τα νερά. Καρτέρεσαν, καρτέρεσαν να γυρίσουν ,να γυρίσουν μέχρι που βαρέθηκαν κι αποφάσισαν να φύγουν.
Τα ,,κουτάβια,, ούτε που παραξενεύτηκαν γιατί κάθονται οι μπούλες -νεραϊδούλες τόσο πολύ στο σπίτι. Δεν πρόκαμαν να ,, σκαπετίκουν ,, στη στροφή , τα κορίτσια έβλαλαν προσεκτικά τις χειροποίητες μάσκες τους-τύφλα να ´χουν οι βενετσιάνικες- πέταξαν και τα φτερά , αγκάλιασαν τη βάβω και τη μάνα τους για τη βοήθεια και την ανοχή τους στην επιθυμία τους κι ,,ούτε η γάτα ούτε η ζημιά της,,!
Γέλαγαν και τα μουστάκια της βάβως και της Γιωργίτσας που είχαν συντελέσει στην πρόκληση τόσο μεγάλης ευτυχίας !
-Και του χρόνου τσιουπούλες μου, είπαν μ´ένα στόμα οι δυο τους και απεθυνόμενες στην Κατερίνη, μακάρι να ´ρθεις του χρόνου με τον άντρα σου ντυμένοι μπούλες της είπαν κι ας γνώριζαν πως αυτό δεν το σήκωναν οι περιστάσεις .
-Φχαριστούμε, φχαριστούμε για ούλα ,είπαν τα κορίτσια κι έγιναν μια μεγάλη αγκαλιά !
 

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

 ΤΑ ΤΡΙΜΕΡΑ-ΚΟΥΛΟΥΜΑ ΣΤΑ ΤΡΕΛΑΓΚΑΘΑ

Το ξημέρωμα της Καθαρής Δευτέρας στο σπίτι του Θανάση απλωνόταν μια καθαρή ηρεμία . Η ψυχική ικανοποίηση σκόρπαγε μια αγαλλίαση γύρω. Μικροί και μεγάλοι γνώριζαν πως ξεκινάει μια καινούργια περίοδος κάθαρσης της ψυχής και του σώματος.Η Γιωργίτσα νυχτοπούλι ,καθώς είχε συνηθίσει πια να είναι ,είχε βάλει αποβραδίς να μουλιάσουν ρεβύθια από τη σοδειά τους στα Τρελάγκαθα και ήδη είχανε πάρει κιόλας τον πρώτο χόχλο. Χαμήλωσε τη φωτιά τραβώντας παρόξω τα πολλά ξύλα και τ´άφηκε να σιγοβράζουν. Η βάβω συγκεντρωμένη ολοκληρωτικά στον εαυτό της είχε μεγάλο θεληματικό αγώνα μπροστά της για ένα τρίμερο αυστηρής ,,νήστειας,,. Ήτανε μεγάλη γυναίκα και η φροντίδα της κάθαρσης της ψυχής ήταν επιβεβλημένο καθήκον. Σηκώθηκε αργά ,τελευταία απ´ούλους. Με αργές ήρεμες κινήσεις έκαμε τη φροντίδα του εαυτού της, το σταυρό της μπροστά στα εικονίσματα και αμίλητη έπιασε μια ήσυχη γωνιά και βρισκόταν σε μεγάλη περισυλλογή . Απαραίτητη συμπεριφορά για την κάθαρση της ψυχής που μαζί με τη ,,νήστεια,, θα συντελούσαν στην εξιλεωτική απελευθέρωση του σώματος από κακίες και φαγιά .Κανείς δε μίλησε στη βάβω, ούτε καλημέρα. Ούλοι ήξεραν ότι ο αγώνας που ξεκίνησε απαιτούσε πλήρη ηρεμία. Στο τραπέζι μια γαβαθούλα με λίγα ξηροκάρπια, καρύδια ,μύγδαλα και μια χουφτίτσα σταφίδες περίμεναν για τη νηστεία στη δύσκολη ώρα. Η απότομη νηστεία έβανε το σώμα σε μια αναστάτωση. Προκαλούσε εκνευρισμό κι αυτό ήταν ό,τι χειρότερο για την περίσταση.Τότε το ξεγελούσαν μ´ένα μυγδαλάκι που το μασούσαν με τις ώρες ,ένα καρυδάκι ή δυο σπυριά σταφίδες . Ακόμα και το νερό το πίνανε με φειδώ. Τώρα ποιος τους είχε εξασφαλίσει την ουράνια βασιλεία με το μέτρο ετούτο δω μοναχά οι ιδιανές το γνώριζαν . Αυτή η συνήθεια επικρατούσε που την προσυπέγραφε και η εκκλησία και είχε γίνει πίστη και ανάγκη. Ποιος θα 
εναντιωνόταν σε τέτοια ισχυρά ριζωμένη συνήθεια;Η μέρα τραβούσε ηλιόλουστη και θαλερή και η μυρουδιά της ανοιξιάτικης φύσης χόρταινε τα ρουθούνια ευωδιές και την ψυχή γαλήνη. Ο ήλιος χάιδευε την πλάση με τις ζεστές αχτίνες του κι έφτιαχνε ιδανικό περιβάλλον για τις γριές και την κουτουράδα τους να ταλαιπωρούν το σώμα τους για την αμφίβολη εξασφάλιση της ουράνιας βασιλείας.
Η ρεβιθάδα σπειραλατιστή ,ανάλαδη κατέβηκε από τη φωτιά και μπήκε σε μια άκρη ,έτσι όπως ήταν με τον τέντζερη να μισοκρυώσει ,γιατί όπου να ´ταν η Γιωργίτσα θα πήγαινε με τις τσιούπρες στα Τρελάγκαθα να περάσουν την ημέρα στην εξοχή και να συνδράμουν και τους άντρες ,που μέρες τώρα κουμάνταραν ολομόναχοι τη στάνη. Έβγαλε από τη ,,λαΐνα,, ένα βαθύ πιάτο ελιές , έστειλε την Κατερίνη στο μαγαζάκι του χωριού ,που τέτοιες μέρες έκανε καλή προμήθεια χαλβά σουσαμένιου ,και αγόρασε τόσο όσο να αναλογεί ένα κουτόσπιρτο μεριδούλα στον καθένα τους και θα ´τανε κανά κιλό σίγουρα , τόσοι αντρώποι μαζεμένοι κι άλλοι από τα γύρω τσοπαναραίοι που θα σμίγανε επί τούτου για την ημέρα, από μια μπουκιά ο καθένας , ε,τόσο ήτανε !
Αποβραδίς είχε αναχερίσει προζύμι κι εζύμωσε το πρωί πέντ´εξι τεράστιες λαγάνες, τις φούρνισε και τις έβαλε να καρτερούν μαζί με τ´άλλα , τις ελιές και τα ρεβύθια .
Σακούλιασε την πραμάτεια και είπε στην Κατερίνη να σαμαρώσει το μουλάρι. Φόρτωσε τα πράματα με δεξιοτεχνία, έδωκε το σύνθημα της αναχώρησης και η παρέα σε απαρτία σχεδόν ανηφόρισε τρισευτυχισμένη για τα Τρέλαγκαθα.Είχε πάρει μεσημέρι μ´έναν ήλιο να !
Κι εν´όσο οι γυναίκες ανηφόριζαν απολαμβάνοντας την όμορφη ανοιξιάτικη φύση που ,,μπαρδάλιαζε,, το κίτρινο των ασφάλαχτων,της ασφάκας και των σπάρτων κι ήτανε μια πανδαισία, η βάβω είχε βγει στην αυλή. Είχε χώσει στην τσέπη της ποδιάς της πεντ´έξι σποράκια κι από την αμηχανία της μοναξιάς πιότερο ,παρά γιατί είχε πεινάσει στ´αλήθεια ,άρχισε να μασουλάει αργά κι αμήχανα με σκυμμένο το κεφάλι ,για να μη δέχεται οπτικούς ερεθισμούς .Ήταν μια όμορφη εικόνα ,αν ήσουν κάπου κρυμμένος κι έβλεπες τις γριές μέσα στα μαύρα ή σκουρόχρωμα σκουτιά τους , στηριζόμενες στην μαγκούρα τους οι περισσότερες , να ξεφυτρώνουν μία -μία σα μανιταράκια το Φθινόπωρο και να κάθονται αμίλητες δίπλα στη βάβω, στο τουράκι της αυλής. Που και που ακουγόταν ένα τακ-τακ από το αμήχανο πάνω- κάτω του μπαστουνιού ή ένα γδάρσιμο καθώς σουρνόταν στο χώμα ζωγραφίζοντας ακατάληπτα σχέδια, όμοια με τις σκέψεις τους.
Στα Τρελάγκαθα έφτασαν ακριβώς την ώρα που είχαν σταυλίσει οι άντρες τα ζωντανά και κουβέντιαζαν διάφορα . Οι τσοπαναραίοι της διπλανής στάνης φάνηκαν από πέρα και ούλοι άφηναν να φανεί η λαχτάρα τους για μοσκοβολιστή ξεροψημένη λαγάνα.
-Τι καλά μας ήφερες με τις όμορφες τσουπάρες σου, Γιωργίτσα, φώναξε ο Κωσταντής καθώς έμπαινε στο γρέκι κι είδε τους γιούς του Θανάση να βοηθάνε στο ξιφότωμα του μουλαριού. 
-Πρόσεξε Νικολό μου τον τέντζερη με τα ρεβύθια. Είναι σε ´κείνο το σακκούλι μέσα κι έδειξε στο Νικολό το σακκούλι ενώ παράλληλα έδωκε κι απόκριση στον Κωσταντή.
-Απ´ούλα τα καλά Κωνσταντή , κόπιασε !
Για πότε άπλωσαν κατάχαμα τη σπάρτινη παλιάτσα, για πότε κένωσαν τα ρεβύθια στα πιάτα, ξάπλωσαν τις λαγάνες μοσκοβολιστές και το χαλβά με τις ελιές κανείς δεν το πήρε είδηση. Η νταμιζάνα με το κρασί παραδίπλα υποσχόταν κέφια και γλέντια ,κάτι που δεν άργησε να γίνει.Ο Θανάσης είχε μαζέψει οβρυές από τα γύρω σκιντόκλαρα κι ήσαντε λαχταριστές είπε καθώς ,,τις ήγλεπες,, να καβαλάνε στριφογυριστά τις κλάρες. Εκλεκτός μεζές κι αυτός ,που ήξερε ο ίδιος να φροντίζει το βράσιμό τους. Λαδόξιδο ήταν η γαρνιτούρα που τους έπρεπε και μ´αυτό τις ,,έλουσε,, καθώς ακούμπησε στο υπαίθριο χαμοτράπεζο τη χωματένια γαβάθα που τις είχε βάλει μέσα.
Κοπιάστε είπε κι ολόγυρα στην παλιάτσα σταυροπόδι μια ανθρώπινη ζωγραφιά για μια φορά ακόμα αποδείκνυε την ομορφιά της αγάπης. Μπρου καθήσει ο Κωσταντής άνοιξε κάτι που ήτανε διπλωμένο σε μια λαδόκολλα .
-Από τούτο το φρούτο δεν έχει το τραπέζι σας είπε, κι ακούμπησε τον ταραμά δίπλα στ´ άλλα εδέσματα. Η Τριαντάφυλλη βιάστηκε να φέρει ένα πιάτο να τον νοικοκυρέψει. 
Όχι δεν έχει του απάντησε η Γιωργίτσα κι όχι γιατί δεν το εσκέφτηκα, αλλά γιατί ξέμεινε από δαύτον το μπακάλικο. Τόση πέραση έχει τούτο το φρούτο που λες κι εσύ !
Σ´ευχαριστούμε για το κέρασμα !
Τώρα, εδώ που τα λέμε καθόλου σίγουρο δεν ήταν ότι ξέμεινε το μπακάλικο από ταραμά, γιατί όταν έστειλε την Κατερίνη ν´αγοράσει χαλβά δεν της είπε και για ταραμά ! Ήταν όμως εγωίστρια και τα μπάλωσε, γιατί δεν ήθελε να πιστεύουν οι άλλοι πως τσιγκουνεύτηκε ν´αγοράσει ταραμά ή πως ένα νοικοκυρόσπιτο είχε έλλειψη του βασικού αγαθού της ημέρας.
-Καλή Σαρακοστή ευχήθηκε ο Θανάσης σηκώνοντας το κουπάρι του κι αντευχήθηκαν ούλοι με τον ίδιο τρόπο.
Βάλτε το νου σας να ταξιδέψει εκείθ´απάνου μέσα στην ανοιξιάτικη φύση και στο ανθρώπινο ακράτητο για γλέντι λεφούσι και ζωγραφίστε τη δική σας εικόνα !
Τύλα την έκαμαν και το τραγούδι κι ο χορός καλά κράτησε ως αργά . Την έκπληξη όμως την έκαμαν ο Παναγιώτης με το Γιάννη.Σηκώθηκαν με το συμπάθειο κι ούλοι πίστεψαν πως πάνε προς νερού τους. Εκείνοι όμως σηκώσανε αετό πάνω από τα κεφάλια τους! Ωωωωωω, έκαμαν πρώτα τα κορίτσια κι ακολούθησαν ούλοι μαζί φωνάζοντας το ίδιο επιφώνημα.
-Να μου ζήσουτε λεβέντες μου! Και του χρόνου! Είπε ο Θανάσης και τους εκαμάρωνε. 
Άντε ρε, του χρόνου με τις γυναίκες σας είπε και ,,ρουφούλιασε,, ένα κουπάρι κρασί τσουγκρίζοντας επιθετικά με τους άλλους!
-Και του χρόνου είπαν ούλοι κι εσήκωσαν κι εκείνοι τα κουπάρια τους !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ

 Η ΚΟΥΦΟΒΔΟΜΑΔΑ (ή ΒΟΥΒΗ), ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ, ΤΩ ΒΑΓΙΩ

Μηδέ καμπάνα τ´απόβραδο μήτε και ψαλμωδίες ! Ο παπά-Θύμιος αραχτός στο μπαλκονάκι του σπιτιού του στη βαθειά πολυθρόνα ,δώρο τιμής ένεκεν από το φίλο του επιπλοποιό στην πρωτεύουσα Μανωλοθανάση, ορκιζόταν πως ετούτη η ξεκούραση του ήτανε αναγκαία, γιατί πολλά κουρασμένος ένιωθε .Κάθε βράδυ μονάχος σχεδόν έκαμνε τις ακλουθίες του σαραντάημερου. Τον εβάσταγε όμως η πίστη στο καθήκον και στο Θεό και τράβαγε την ανηφόρα του χρέους του. Οι Μουντριανίτες είχανε μαθές τις δουλειές τους τρογύρω στα χωράφια τους, τους μπαξέδες τους και τα τσοπανιλίκια τους και δεν επροκάμνανε κατάκοποι από το ολοήμερο τρεχαλητό τους να πάνε και στην εκκλησιά. Δουλειά του παπά ,έλεγε ο γέρο Πέτρος, που παρ´όλα αυτά μαζί με δυο -τρεις άλλους γέρους αφήνανε αδειανά τα καρεκλίκια τους στον καφενέ του Βασίλα και κατηφόριζαν στον Αγιο Θανάση ,στην κεντρική εκκλησιά ,όπου απόθαγαν σε μια συνέχεια το κορμάκι τους, τι κορμάκι κορμάρες είχανε ούλοι τους από τη ντεμπελοσύνη και προκιούλια θρεμμένα από το καθησιό ολημερίς, και πότε ακούγανε καμμιά κουβέντα της καταλαβωσύνης τους, καθ´ότι τα ιερά βιβλία ήσαντε γραμμένα στην καθαρεύουσα κι ούτε ο παπάς κι οι ψαλτάδες δεν τα εκαταλάβαιναν καλά-καλά, πότε τους έπαιρνε ένας υπνάκος στο στασίδι ακουμπισμένους στο χειρόκτιο κι απάνου στο βραχίονά τους για μαξιλαράκι με αποτέλεσμα να έχουν την επομένη να κάνουνε πειράγματα ο ένας τ´αλλουνού .
Πεντε έξι κοτσανάτες γριές κι αλλλες τόσες μεσόκοπες γυναίκες ήσαν το εκκλησίασμα στις ακολουθίες του σαραντάημερου .
Οι νοικοκυράδες ,που τόσες δουλειές τις εκαρτέραγαν μπρου των Βαγιώ και το 
Μεγαλοβδόμαδο, πάλε δεν καταδέχονταν να προστρέξουν σ´ακολουθίες δυσνόητες για τ´ αυτιά τους εγκαταλείποντας τ´ασπρίσματα, τα νοικοκυρέματα και τα γυαλίσματα των χάλκινων σκευών τους ! Μοσκοβόλαγε ,,χορίδι,, στις γειτονιές και
πάστρα μέσα κι όξω από τα σπίτια. Η Κατερίνη με περηφάνια έκαμνε τις δουλειές αυτές στο πατρικό της, γιατί ήθελε μαζί με τ´άλλα να κουβαλήσει ,,στην κατούντα της,, σαν παντρεμένη στη Μοφκίτσα ούλες εκείνες τις όμορφες λαμπριάτικες προετοιμασίες που γινόσαντε στο πατρικό της. Μέχρι που μάζευε και τα απολειφάδια του σαπουνιού , τα ξανά ´λιωνε κι έκαμνε καινούργια πλάκα σαπούνι. Έτσι δεν επήγαινε τίποτα ,,χαϊμένο,,
μα πιότερο ήθελε να είναι νοικοκυρεμένα και ταχτικά ούλα τα πράματα ακόμα και στην αποθήκη και στο κατώγι. Μονάχη της εζύμωσε τα Λαζαράκια του Σαββάτου μπρου το Μεγαλοβδόμαδο και τα μοίρασε στα παιδιά κατ´εντολή της βάβως. Πιότερο η βάβω είχε λόγο παρά η Γιωργίτσα η μάνα της στα προστάγματα. Έπρεπε οι τσιούπες να τα μάθουνε ούλα κατά πώς έπρεπε, πόσο μάλλον η Κατερίνη, η οποία παρεμπιπτόντως που και που πεταγότανε και σε καμμιά ,,ακλουθία,,. Το λιβάνι έλεγε η βάβω της δεν έβλαψε κανέναν. Αντίθετα προστάτευε κι από τα κακά ,,πνέματα,,.
,,Των Βαγιώνε πλια,, ήτανε ούλοι, μικροί τρανοί σύσσωμοι στην εκκλησιά ´ξον μετρημένων τσοπαναραίων φυλακόστανων, τι στα βουνά τα γαλάρια ολομόναχα ,,κιντύνευαν,, να ,,ξεμπουντουλωθούν,, από τα λυκοτσάκαλα.
Τα βάγια δίνανε κι επαίρνανε στο δίσκο της εκκλησιάς ευλογημένα! Η βαγιά τους όξω στην αυλή τους πρόσφερε τα περισσότερα ετούτη τη χρονιά στην άγια αναπαράσταση ! Και ξέρεις τι είναι να νιώθεις ότι ούλο το χωριό μυρίζει ευλογημένα βάγια από τη δική σου προσφορά; Τρανή ευλογία !
Η ακλουθία του εσπερινού της Κυριακής των Βαγιώ, η πρώτη της Μ.Εβδομάδας βρήκε τους περισσότερους χωριανούς ,άντρες και γυναίκες να δροσίζουν τις ψυχές τους με τα νάματα των ψαλμών, των καταβασιών και των εξαποστειλαρίων ! Τα Βαγγέλια καλάαά....τα ήξεραν απ´όξω .....! Μοναχά ο μικρός Πετράκης ο ακουομάθης τ´άρπαζε με την πρώτη και ήτανε σε θέση να σου τα ψάλλει απ´όξω χωρίς ,,ν´απηδήκει,, ούτε λέξη ! Οι άλλοι ,άντρες ως επί το πλείστον αγράμματοι και στην πλειοψηφία τους τέτοιοι ήσαν , καταλάβαιναν καλά το ,,Δόξα πατρί........,,! Συχνά δηλώσανε το αντριλίκι τους χρησιμοποιώντας τη φράση όταν θύμωναν με κάτι, ζωντανό συνήθως, προσθέτοντας και τη φράση -κλειδί ,,γ... το δοξαπατρί σου.....,,
ή αν ήτανε για άνθρωπο αντίδικο ,,θα σου τη φουντάρω στο δοξαπατρί ,, τον εφοβέριζαν ακόμα κι αν δεν πραγματοποιούσαν την απειλή τους.
Τώρα όμως μέρες που ´ταν ,,είχανε και μια στάλα από φόβο Θεού,, και βάσταγαν κλειστό το στόμα τους ή το ψιλομουρμούριζαν από μέσα τους οι πιο θρασείς .
Για κάλαντα των Βαγιώ δεν είχα ακουσμένο από τη νόνα ! Όμως διάφοροι από άλλα χωριά μιλούσανε γι αυτά ! Τ´άρπαξαν τα παιδιά τ´ακουόφωνα και τα ´λεγαν στις γειτονιές . Η εξυπνάδα τους τα φίλευε το κάτι τις των νοικοκυραίων! Η ψυχοκόρη του γείτονα, κακιά και στριμμένη από τη φύση της τ´απόπαιρνε τα παιδιά και ποτέ της ,,δεν τα είχε φιλέψει τίποτις,, ! Κι εκείνα με τις ευλογίες και των μεγάλων που ήθελαν να γελάσουν την κορόϊδευαν για γεροντοκόρη, ανίκανη να κρατήσει άντρα στην αγκάλη της! Τώρα πού γνώριζαν τα παιδιά από τέτικα ,πού να ξέρω κι εγώ; Μάλλον ακουοάρπαγμα από μεγάλων στόματα θα ήσαν ή σφυριχτό από κάποιον επιτήδειο του είδους , πειραχτήρι αδιάντροπο κι ούλοι γνώριζαν στο χωριό ποιος ήταν τέτοιος.
Βάγια, βάγια τω Βαγιώ τρώνε ψάρι και κολιό 
και την άλλη Κυριακή τρώνε το ψητό τ´αρνί.
Φώναζαν τα παιδιά εντονότερα στην πόρτα της ψυχοκόρης του Κωσταντή κι ,,εκοπάναγαν ,,το τενεκεδάκι που ,,σούρνανε,, μαζί τους ,μπας και κάποιος φιλοτιμιώτανε κι έριχνε μέσα στην τρυπούλα, επί τούτου ανοιγμένη, καμμιά πεντάρα ή καμμιά δεκαρίτσα ! Και δώσε η ψυχοκόρη, πες τα παιδιά γινότανε χαβαλές τρανός κι αν για καλό κανάς φρόνιμος γέρος πέρναγε από ´κει τους έβανε όλους στη θέση τους και η τάξη αποκαθίστατο ! Βλέπεις τα παιδιά ποτέ δεν καταλάβαιναν τι είναι σωστό και τι όχι μέχρι που η κάτ´οίκον διαπαιδαγώγηση φρονίμευε το φέρσιμό τους, αλλά όχι και την κούτρα τους !
Τα κλεφτοφάναρα έδωκαν το τέλος της ακολουθίας του εσπερινού της Μ. Εβδομάδας ! Καθώς σκόρπιζαν στις γειτονιές οι αντρώποι φεγγοβόλησε η Μουντρά σε μιας πανδαισίας δεύτερο ιερούργημα όξω από την εκκλησιά κι ήτανε τούτο μια τετ α τετ συνομιλία με το Θεό που έστελνε απάνω τους την ευλογία του ιερουργώντας με τα 

φαναρίσματα των αστεριών του χαιρετίζοντας τα γηϊνα τοιαύτα. Η βαβούρα από τις συνομιλίες γλύκανε πιότερο κι αλάφρυνε τη βαρύτητα και τη σοβαρότητα του εσπερινού αυτού.Μια ακόμα ιστορία καταγράφτηκε στης Κατερίνης το μνημονικό . Η συντροφιά των αδερφάδων της , της μάνας της και των συγγενικών γειτονικών της προσώπων έγινε μόστρα φιλοπρόσμενη για παραμύθια της ψυχής και της καρδιάς γι αυτό ένα νηστίσιμο χαλβαδάκι που φτιάξανε για το καλό τα κορίτσια θα ήταν ό,τι έπρεπε για να συνεχίσουν για λίγο ακόμα την κουβέντα τους, ,,να κιώσει κιόλας,, , γιατί μεγάλη βδομάδα κομμένα τα γλυκά και τα αρτίσιμα, κομμένο ακόμα και το λάδι.

Η πρόσκληση είχε δοθεί ! Η προπομπή της Μ. Εβδομάδας είχε κάμει τον πρώτο της βηματισμό !

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ

 ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Κίνησαν τα παιδιά ! Τα λουλουδοχώραφα τα έκράζαν ! 
Θέλουν τον Επιτάφιο να στολίσουν.
Χρώματα κι αρώματα μπερδεμένα σε υπόκωφους στίχους μελωδίας εαρινής συνομώτησαν κιόλας για τη μεγάλη πανχριστιανική ανοιξιάτικη γιορτή μέσα σε πνεύμα συνεργασίας κι απροσδιόριστης πνευματικότητας σ´ένα απόκοσμο πανηγύρι αφθάστου μεγαλείου και δόξας.Τη Μ.Παρασκευή πρωί-πρωί λεφούσι τα παιδιά του χωριού παρέες-παρέες διασκορπίζονταν στους κοντινούς λόφους και στα μακρυνότερα πευκοβούνια και γιόμιζαν από τα ξέφωτα αγκαλιές τ´αγριολούλουδα που θα γίνονταν το ντύμα του ιερού κουβουκλίου ! Η Κατερίνη μαζί με τις αδερφάδες της και πέντ´έξι ακόμα ξαδέρφες της και δυο από τ´αδέρφια τους τα σερνικά ήξεραν καλά τα κατατόπια στα γύρω βουνά κι έφερναν πάντοτε τα ομορφότερα ,,άνθια,,. Τα σερνικά τα ´παιρναν μαζί τους, έτσι αγριοκάτσικα που ήσαν να χώνονται βαθιά στις λούζες και να ξετρυπώνουν τραγουλιά πολύτιμο συστατικό της άγιας συνταγής, γιατί μυρουδιά τέτοια σαν του άγιου μύρου κανένα άλλο αγριολούλουδο δεν είχε. Αλλά κι αν είχε ,πρασινάδα σαν και του λόγου της η τραγουλιά καμμιά άλλη όμοια ! Άσε που δεν την έβρισκες όπου κι όπου, είχε τις δικές της κρυψώνες, όπως όλα τα μοναδικά πράγματα στον κόσμο.
Μελίσσι αληθινό το βουητό τους στο ξεκίνημα με το ατρόμητο της παιδικότητάς τους , ,,πρόγκαγαν,, τα ζούδια και χωρίς τη συναίσθηση της ιερότητας, αλλά με των γονιών τους απλά την υπόδειξη ότι είναι για το Χριστό μας ,ήταν αρκετό το πρωϊνιάτικο ξεπόρτισμα να τους δίνει χαρά και ικανοποίηση. Όσο μοναδικά λούλουδα ξετρύπωνε ο καθένας, τόσο περισσότερα μπράβο έπαιρνε, τόσο μεγαλύτερη ικανοποίηση απολάμβανε. 
Η πρωϊνή ανοιξιάτικη δροσιά πάχνιζε κι ομόρφαινε πιότερο τα ροδαλά παιδικά και εφηβικά πρόσωπά τους . Τα σπουργιτίσματα, τα χελιδονίσματα , τα κρωξίματα και τα παντός είδους σπαθίσματα και φωνασκίσματα στον αέρα πρόσφεραν το απαραίτητο μουσικό συμπλήρωμα στην ομήγυρη. Οι μακριές φούστες των κοριτσιών μάζευαν τη γύρη και τη δροσιά των λουλουδιών και οι σκουρόχρωμες γίνονταν ευθύς πολύχρωμες και βρεγμένες, σα να τις είχανε μουλιάσει αποβραδίς, όπως έκαναν με τα ρεβύθια, τις φακές ή τα φασόλια ,όταν ήθελαν να τα μαγειρέψουν το ταχύ. Μόνο που τις φούστες τους ,,τις μαγείρευε ,, η μπουγάδα στο γυρισμό τους από το ιερό χρέος. Οι μεγαλύτερες κοπέλες εύρισκαν την ευκαιρία να χαχανίσουν λίγο περισσότερο και λεύτερα στον καθαρό αέρα και τη μαγευτική φύση, αφού στο χωριό και μπροστά σε μεγαλύτερους ή σε άντρες δεν το είχαν τούτο το λεύτερο. Ντροπή τρανή και ξετσιπωσιά για όποιο θηλυκό τόλμαγε τούτο να ,,ντο,, κάμει.Συχνά αντάλλασσαν μυστικά αναμετάξυ τους ,αν και γνώριζαν ότι το μάζεμα των λουλουδιών του Επιτάφιου έπρεπε να γίνεται με ευλάβεια. Λογικά σα μεγάλες κοπέλες που ήσαν η Κατερίνη και οι αδερφάδες της έπρεπε να βρίσκονται στην εκκλησιά και στο καρτέρι του ντύματος. Τους άρεσκε όμως πιότερο κοντά στη φύση και με το πρόσχημα ότι προσέχουν τα μικρότερα παιδιά, πάντα εύρισκε τον τρόπο να ξεμυτίζει στα βουνά και στις απλωσιές παρά να ,,σταλικώνεται,, καρτερώντας πότε θα γύριζαν τα σκολιαρόπαιδα με τα λούλουδα στα χέρια. Ήθελε δράση ! Και την έβρισκε ! Υπήρχαν κι άλλες άξιες κοπέλες στο χωριό για τον στολισμό και η Κατερίνη ήξερε να το εκτιμά και να δίνει προτεραιότητα σ´αυτές ! Κάποιες χρονιές ,έτσι για το καλό ,είχε λάβει κι εκείνη μέρος στο στόλισμα και ήταν ωραία εμπειρία, αλλά μέχρις εκεί. Εκείνο που δεν της άρεσε στη διαδικασία αυτή ήταν το ότι έβαναν ούλες γνώμη κι ετούτο την εμπέρδευε κάπως. Εκείνη ήθελε να κάνει του κεφαλιού της. Ό,τι αποφάσιζε, ήτανε καλά αποφασισμένο. Κι όχι γιατί η συνεργασία δεν της άρεσε, αλλά γιατί απλά την εκούραζε. Ποιος ο λόγος να έκανε πράγματα που δυσκόλευαν το μέσα της;
Το ποιος θα επέστρεφε πρώτος με τα λούλουδα στο χέρι ή στο κάνιστρο είχε μεγάλη σημασία. Έπαιρνε το βραβείο της πρωτιάς και την ευλογία. Συνήθως επέτρεπαν να φτάνει πρώτος ο πιο αδύναμος μικρός για να του τονώσουν την αυτοπεποίθηση .
Και το έκαναν με πολλή παιδαγωγική προσέγγιση !
Η Κατερίνη ετούτη τη χρονιά έλαβε μέρος και στην εξόρμηση και στο ντύσιμο του Επιτάφιου . Ήταν ιδιαίτερη χρονιά για ,,εδαύτηνε,, και θα απολάμβανε κάθε της χαρούμενο γεγονός. 
Οι παρθένες του χωριού φορτωμένες με της φύσης τα μυριολούλουδα,από τις ταπεινές μαργαρίτες μέχρι τις πομπώδεις πολύτιμες άγριες ορχιδέες, τα λευκά κρίνα και τα μπλε-μωβ όμοια , τ´αγιοβότανο προσδιοριζόμενο με της τραγουλιάς το άρωμα, δυναμικά προσαρμοσμένα στης ανάγκης τις παροχές, γλυκοάραξαν σε απέριττο ξάπλωμα, ,, αναφούφουδα,, τοποθετημένα στα καλάθια κι έτσι αστραπατσάριστα μοσκοβολούσαν την υπέροχη ευωδιά τους μαζί με τα ροζ-μαρί και τ´αγιοκλήματα, με τους τηλέγραφους και τις μοστραριστές βιολέτες, το κυρίως επιτάφιο άνθος με τη μιλιά στο στόμα ,έλεγε η νόνα, όλα μα όλα έπαιρναν όρκο πως γύρευαν τούτη τη θυσία για χάρη του θυσιασθέντος Χριστού κι ας μην εκαταλάβαιναν το λόγο. Δεν πείραζε ! Εκείνος ήξερε !
Αριστοτεχνικά τα χέρια των κοριτσιών διάζωναν τα ματσάκια ,που αράδιαζαν μπροστά τους τα μικρότερα κοριτσόπουλα κατά πώς τα είχαν ορμηνεμένο οι μεγαλύτερες και από πρόγκα σε πρόκα στερέωναν σε διαζώματα τα χρώματα και σχημάτιζαν όμορφα σχήματα με γωνιές από χρώματα λουλουδιών κι ενόμιζες πώς το χαλί της φύσης ,μετοίκησε ξαφνικά στα δώματα του Επιτάφιου κι από ´κει απάνου δραγάτευε τους κάμπους. Πολλές ήσαν οι φορές που έκαναν ένα κράμα των λουλουδιών και ο Επιτάφιος φαινόταν σαν λουλουδένιο φουστάνι με μοτίβα παρμένα από τη φύση. Ετούτο μονάχα όταν οι ντύστρες ήσαν ,,ατζαμήδες,,. Μάθαιναν όμως και η τέχνη του ντυσίματος του Επιτάφιου διαιωνιζόταν !
Ο παπά Θύμιος πρωί -πρωί κι εκείνος στην εκκλησιά συγύρισε το ιερό του, 
ταχτοπήγαγε τα βιβλία του κι όριζε την αράδα στ´αγόρια να βαράνε πένθιμα την καμπάνα. 
Οι νοικοκυράδες στα σπίτια είχανε άλλη σκληρή δουλειά να κάμουνε! Το ξεκαπίνισμα ! Για τούτο την ελέγανε και ,,καπινοπαρακευή,,! Εβγάζανε όξω ούλα τα ,,τσάντζαλα,, και τα,, μάνζαλα ,, και τα γυαλοκοπάγανε. Λαμπρή με καπνιά κι αγυάλιστα τεντζερέδια δε λογιότανε. Τρώγανε μοναχά ψωμί βουτηγμένο στο ξύδι εις ανάμνηση του Χριστού ,που τον επότισαν αντί για νερό ξύδι. Αυστηρή νηστεία ,όπως και σήμερα άλλωστε και όλοι μικροί και μεγάλοι την τηρούσαν ευλαβικά .
Στο μεταξύ στην εκκλησία το ντύμα του Επιτάφιου συνεχίζεται ! Η επιδεξιότητα της Βελούδως και της Γαρούφως που είχαν αναλάβει το ντύμα οδήγησαν σ´ένα πανέμορφο καταστόλιστο κουβούκλιο. Το τελευταίο ματσάκι με αγριοβιολέτες τ´ακούμπησε η Κατερίνη ,τιμής ένεκεν ,που του χρόνου δε θα ήτανε μαζί τους, αλλά στο νέο της χωριό, στη δική της οικογένεια.
Ο Επιτάφιος έτοιμος! Οι κοπέλες γύρισαν στα σπίτια τους ! Ένα χεράκι στις ξεκαπινίστρες μανάδες τους έπρεπε να το δώκουν. Νιάτα ακούραστα ήσαν αυτές και σα νιάτα δίνανε εξυπηρέτηση και ζωή παντού. 
,,Τσορομπίλια ,, περνοδιάβαιναν κάτω από το κουβούκλιο του Επιτάφιου σε μια διασκεδαστική γι αυτά διαδικασία κι ο παπάς καθόλου δεν τα εμάλωνε, όπως ούτε κι ο Χριστός το είχε καμωμένο, αντίθετα πολλές φορές τα είχε αναφέρει σαν παράδειγμα αγνότητας. Άσε που επιβαλλόταν κιόλας όχι μονάχα τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι το έκαμναν ! Έπαιρναν ευλογία έλεγε ο παπάς με καμάρι κι ευλόγαγε. 
Τα σπίτια λαμποκοπούσαν ! Οι καπνιές είχανε πάρει δρόμο προς το παρόν. 
Γκλααααααν ! Γκλααααν ! Γκλαααν, χτύπαγε πένθιμα ασταμάτητα η καμπάνα ολημερίς.
Ο παπά-Θύμιος βάρεσε ο ίδιος τ´απόγιομα την καμπάνα για την αποκαθήλωση !
Και τώρα ο πένθιμος ήχος έγινε βιαστικότερος, ήχος κράχτης, ήχος ιερός.
Και γιόμισε η κατηφόρα κόσμο που βάδιζε αργά , θλιμμένα, να προλάβει την αποκαθήλωση .
Ο Εσταυρωμένος Χριστός στην αγκαλιά του παπά Θύμιου ,ως άλλου Ιωσήφ , τυλιγμένος στο ολοκάθαρο ολόλευκο σεντόνι του οδεύει προς τον επικήδειο προορισμό του ! Με κατάνυξη και σε απόλυτη σιωπή μετέφερε ο σεβάσμιος ιερέας τον αποκαθηλωμένο Χριστό στο ιερό , τον ακούμπησε στη θέση του κι ύστερα με ιεροτελεστική διαδικασία πήρε τον κεντημένο επιτάφιο , ένα ορθογώνιο πανί ολοκέντητο ,που τοποθέτησε απάνω στους 
βραχίονές του, τους ανασήκωσε στο ύψος της κεφαλής του και με αργά βήματα υπό το επιβλητικό και θρηνητικό του ήχου των ψαλτάδων το ακούμπησε στην θέση του στο κουβούκλιο. Πήρε το θυμιατό από το μικρό Πετράκη, ένα μεγαλόσωμο αγοράκι που στεκόταν δίπλα του ,,μπάστακας,, για να κρατεί το θυμιατό και θυμιάτιζε ψιθυρίζοντας λέξεις ακατανόητες για το εκκλησίασμα ,αφού δεν επρολάβαιναν να φτάσουν στ´ αυτιά τους, πλην όμως ακούνητοι κι αμίλητοι απέτειαν τον ανάλογο σεβασμό στην περίσταση. Οι αγαθές γυναίκες ψιθύριζαν, Χριστέ μου, Χριστούλη μου , τι σου έκαμαν οι άνομοι ,,Οβραίοι,, , οι αναθεματισμένοι ! 
Μέσα σε κατάνυξη και πλούσιο θρησκευτικό συναίσθημα έληξε η ιερουργία της αποκαθήλωσης με τις ωδές και τα κοντάκια .Οι άνθρωποι πέρασαν τρεις φορές ο καθένας κάτω από τον Επιτάφιο . Κρατώντας στις καρδιές τους την ανάμνηση του ευσχήμωνος Ιωσήφ αποχώρησαν . Άλλος λίγη ξεκούραση, άλλος να νοικοκυρέψει τα ζωντανά του, άλλος να φέρει δυο στράτες νερό, άλλος να ειπεί δυο κουβέντες παραπάνου κι ας μην είχανε σχέση με τα εκκλησιαστικά δρώμενα, μπάλωσαν αριστοτεχνικά το χρόνο τους μέχρι το βράδυ που ο παπάς,, θα ξαναβάρηγε την καμπάνα,, για τον επίσημο θρήνο του νεκρού Ιησού .
Κοπέλες στην αράδα με τα πανεράκια στο χέρι ,σχηματίζοντας κύκλο γύρω από τον Επιτάφιο έραιναν τον τάφο με λουλούδια όταν ο παπάς και οι ψαλτάδες έφτασαν στο σημείο της τρίτης στάσης που λέει : ,,Έραναν τον τάφο αι μυροφόροι μύρα........,, και εκείνη η στιγμή έμενε αλησμόνητη ως την επόμενη χρονιά που θα ξανάκαναν το ίδιο. Η Κατερίνη μπήκε πρώτη με το πανέρι της στη σειρά και μολονότι δεν ήταν πολυλογού ούτε ψωροπερήφανη κι επιδειξιομανής, ετούτη τη στιγμή ένιωθε πως ήταν πολύ ευχαριστημένη που είχε την πρωτοκαθεδρία στο σκηνικό κι έψαλε μαζί με τον παπά και τους ψάλτες όλες τις στάσεις στο ξεκίνημα τους. 
-Η ζωή εν τάφω, κατετέθης ,Χριστέ , και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο.......!
-Άξιον εστί , μεγαλύνειν Σε τον Ζωοδότην.....!
-Αι γεναιαί πάσαι, ύμνο τη ταφή Σου προσφέρουσι ,Χριστέ μου !
Η μεγαλύτερη ιεροτελεστική πράξη έγινε ,όπως γίνεται δυο χιλιάδες δεκαεννιά χρόνια τώρα , όταν τελείωσαν οι ,,Στάσεις,,!
Εξαπτέρυγα, θυμιατό, ψάλτες, παπάς και τέσσερις γεροδεμένοι νέοι, ο ένας αδερφός της Κατερίνης σαν σε επίταξη έχουν πάρει θέσεις επίμαχες.....
Ο επιτάφιος σηκώνεται όρθιος και μοιάζει να είναι τόσο ανάλαφρος στα χέρια των παληκαριών ,ώστε να λογίζεται θαύμα και τούτο από τους πολλούς.
Στις προσβάσιμες γειτονιές στρωμένα κιλίμια υποδέχονται τον Επιτάφιο σε μια ολιγόλεπτη στάση ιερουργίας και ευλογίας. Καμμιά γειτονιά δεν έμενε παραπονεμένη. Ο Επιτάφιος τις επισκέφτηκε ούλες. Κι όσες δεν είχαν πρόσβαση στους φαρδιούς δρόμους που δε χώραγε να περάσει από ομπρός τους ο επιτάφιος ,έφερναν τα κειλίμια τους στην πιο κοντινή και τ´άπλωναν στη σειρά μαζί με των αλλωνών .
Οι ψαλμωδίες μέσα στην ανοιξιάτικη νυχτερινή φύση , ο στολισμένος επιτάφιος , το μύρο των λουλουδιών και της φασκομηλιάς , οι ανθισμένες κουτσουπιές που φέγγιζαν με το λιλά τους στο διάχυτο φως των κεριών, χυμένα απλόχερα μέσα στη μαγεμένη νυχτιά , το όλο σκηνικό ήταν μια μυσταγωγία ! Και τούτο μαζί της το πήρε η Κατερίνη και τόχε φύλακα άγγελό της για τα καλά και τα κακά της ζωής της.
Η επιστροφή είχε τη δική της γοητεία ! Η γλυκειά κούραση, ειδικά των παλληκαριών που κουβαλούσαν τον επιτάφιο, παρ´ό,τι δεν το έδειχναν, των γεροντότερων που δεν εννοούσαν να μην ακολουθήσουν τον επιτάφιο, αλλά και των νεώτερων ειδικά των γυναικών που αυτές τις μέρες είχαν ,,ξεπατωθεί,, στις δουλειές, έφερνε τα προεόρτια ενός γλυκού αγιασμένου τέλους .
Τώρα με τον Επιτάφιο μπροστά στην πόρτα της εκκλησιάς να στέκεται καλά βασταμένος από τα γεροδεμένα μπράτσα των παλληκαριών που δεν το έβαζαν κάτω παρά την κούρασή τους και να τη φράζει σαν σε ουρανό ευλογίας είχαν την υπομονή να τον βαστάξουν, ώσπου να περάσουν ένας -ένας οι χωριανοί από κάτω του, και στο τέλος τον έβαλαν στην αρχική του θέση μπροστά στο ιερό, στο κέντρο περίπου της εκκλησιάς. Η λήξη ήρθε με τα τελευταία τροπάρια και το διάβασμα του Ευαγγέλιου ! 
Κάθε ένας περνούσε ξανά από τον επιτάφιο ,προσκυνούσε το ιερό πανί πάνω στο κουβούκλιο, περνούσε όποιος ήθελε κι από κάτω τρεις φορές, έπαιρνε κι από ένα λουλουδάκι κι έφευγε .Στο τέλος ο επιτάφιος έμενε μαδημένος μπροστά στη θρησκευτική μανία του πλήθους, κάτι που ήταν πολύ θλιβερό . Το λουλούδι από τον επιτάφιο το θεωρούσαν γούρι και το έβαναν στο εικόνισμα ίσαμε του χρόνου την ίδια μέρα ! Τη Κατερίνης της έτυχε και ένα κλωνάρι τραγουλιάς και οι δικοί της το θεώρησαν γούρι.
Άλλοι με τα κεριά στα χέρια ,άλλοι με φαναράκια , άλλοι χωρίς τίποτα, όσοι είχαν όραση γάτας, ανηφόρισαν στα σπιτικά τους κρατώντας τις ωραιότερες αναμνήσεις από τη Μ. Παρασκευή και τούτης της χρονιάς. ,,Έλεος και ευλογία,, είπε ξέψυχα η βάβω καθώς ο Θανάσης έτριξε στην πόρτα το κλειδί. Και του χρόνου με υγειά είπε κι ο Θανάσης σαν ένας καλός και άξιος νοικοκύρης. Τα χαμόγελα των παιδιών του ήταν η ανταπάντηση στην ευχή του ! Χρόνια πολλά και του Χριστού τα πάθεια να ´ναι ευλογία για το σπιτικό μας είπε κι η Γιωργίτσα ,που άλλωτε δεν είχε μιλήσει ποτέ της ούτε και στερνά απ´ τον κύρη της. Αμήν είπαν ούλοι ! Η Κατερίνη ,κι όχι άλλος ,ήθελε ν´ακουμπήσει το επιτάφιο λουλουδάκι στα εικονίσματα, κάτι και που έκαμε. νύχτα ήταν ευλογημένη!Τους χάρισε τον γλυκύτερο ύπνο του κόσμου! 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ

 ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΜΟΥΝΤΡΑ !

Ο δρόμος προς την Ανάσταση όλο κι έκοβε ! Το Μ. Σαββάτο και πόσες δουλειές δεν πρόβαλαν αστόχαστες οι δόλιες ,ότι πολύ θα φόρτωναν τις νοικοκυράδες του κόσμου!
Πλύνε τις πατσιές του οβελία και τ´άντερα, ξεμάλλιασε τα ποδάρια στο βραστό νερό κι αυτά ,κι αστοχία δε χώραγε, ειδεμί αν παρά ´παιρνε στο νερό η πατσιά ή το ποδάρι θα έτρωγαν πετσί κι όχι πατσά κι όχι κότσια , ξεχώρισε την πυτιά του στομαχιού, σακκούλιασε τ´αρνί να μη πάει μυίγα ,κρέμασέ το στον αγέρα να στεγνώνει και πάει λέγοντας....συν την έγνοια να βρίσκονται στην τρίχα κι οι γιορτινές τους φορεσιές με κανά Λαμπριάτικο που άντε να ήταν καμμιά μπαρέζα για τη βάβω, κανένα πλουμιστό μαντήλι για τις τσιούπες ή κανά ολοκαίνουργιο σκαρπίνι για την Ελισσάβετη και την Τριαντάφυλλη που αρέσκουνταν στη γύρα τις γιορτάδες! Η Γιωργίτσα δεν είχε λιώσει ούτε τα νυφικά της ! Πόσες Λαμπράδες είχε πάει στην εκκλησιά και σε πόσους γάμους και πανηγύρια για να τα λιώσει; Και να επήγαινε παρ´ότι τσαχπίνα δεν εχόρευε για να λιώσουν ! Τα σκαρπίνια μόνο με στο χορό λιώνουν !Στο δρόμο φορούσανε τα γουρνοτσάρουχα και άντε καλιά τους!
Η Γιωργίτσα το Μ.Σάββατο σηκώθηκε ολονυχτίς κι εζύμωσε ολόφρεσκα καρβελόψωμα κι ένα ταψένιο ,την πασχαλιάτικη κουλούρα ! Την επλούμισε με τα διάφορα συμβολικά των ημερών κι εφύτεψε στο κέντρο της ένα ολοκόκκινο αυγό, από τα πασχαλιάτικα ! 
Πρόσεξε να μην της αρπάξει στο φούρνο, ήθελε μόστρα αρχοντική, γιορτινή, λαμπριάτικη ! Έτσι την εκουκούλωσε με σκιντόκλαρες ,όταν νόμισε πως το χρώμα της ήταν εντάξει. Στο τέλος εβγήκε μια κουλούρα, μα μια κουλούρα ! Λαχταριστή ! Σα μορφονιάς ,,μουτσούνα,, έμοιαζε κι άστραφτε και μοσκοβόλαγε σα Λαμπρή !
Οι τσιούπρες ασχοληθήκανε με τα μυρολάχανα και τα ,,ντόστια, για τη ,,μαγερίτσα, που φέτος θα την έφτιαχνε η Κατερίνη με τη βάβω παρέα ! Ο κήπος μοσκοβόλαγε σπανάκι και φρέσκο κρεμμυδάκι, μάραθο και μυρώνια από το βουνό, που μια χαρά μετοίκησαν στον κήπο τους. Η μαγειρίτσα ήταν μπελαλίδικο φαΐ. Για τα κορίτσια όμως που ήσαν ομάδα κανονική έγινε διασκέδαση ! Η μία τα λαχανικά, η άλλη το ζεμάτισμα και η Κατερίνη το κόψιμο των εντοσθίων και η μαγειρίτσα πήρε κιόλας δρόμο για την κατσαρόλα. Άφηκαν το αυλέμονο για το τέλος-τέλος ένα τι πριν τη σερβίρουν στα πιάτα ! Βαθιά πιάτα χορταστικά ! Η βάβω μοναχά έφαγε μια σταλίτσα ,γιατί λέει από τη νήστεια θα την επείδαζε το στομάχι της. Εγκράτεια που την είχε η βάβω ! Η Κατερίνη που ήτανε λιχούδω την ,,εθάμαζε,, ! Πώς η βάβω τα καταφέρνει να μην τρώει τέτοια λιχουδιά, έλεγε και ξανάλεγε, αλλά δεν το έλεγε μπροστά της, γιατί ήξερε καλά τι θα της έλεγε !
- ,,Γκράτεια ,βαϊζούλα μου, γκράτεια ! Η ,,γκράτεια,, είναι το καλύτερο για τον άντρωπο ! Φυλάει καλά τον ατό του, τόνε προστατεύει και μετράει πιότερους χρόνους ζωής !
Η Κατερίνη τόση εγκράτεια δεν είχε ,αλλά χρόνους ζωής μέτρησε πολλούς, πιο πολλούς κι από τη βάβω, είχε όμως το κεφάλι της ήσυχο από παρεμβάσεις και ψυχοφθόρες νοοτροπίες! Α ! Και δεν έτρωγε ποτέ της μετά το λιοβασίλεμα !
Στο πρόγραμμα ήτανε και ένα θεριακωμένο τεψί γαλόπιττα ! Με το πρωινό της Κυριακής το γάλα που θα το ,,ηφέρνανε,, από τα γαλάρια οι άντρες θα τηνε ανακατώνανε με αλεύρι και μπόλικα αυγά και βούτυρο κι έτσι ξυπόλυτη ,,θα την επετάγανε,, στην καλογανωμένη τεψάρα ,προίκα της βάβως να φανταστείς και σε κείνη της Γιωργίτσας θα φτιάχνανε την τυρόπιτα με το χλωρό τυρί και το μάραθο, λιγουλάκι αλεύρι και μπόλικα αυγά και τη Λαμπρή , το ταχύ, θα γινότανε της κολάσεως !
Ανάσταση εκάμανε στο χωριό ! Και τη μαγερίτσα εκεί στο σπίτικό τους την εφάγανε! 
Το μεσημέρι της Κυριακής όμως καλολογαριασμένο ήτανε, όπως και χρόνους τώρα, πως θα ετρώγανε ψητό οβελία στα γαλάρια. Μια χρονιά που ο Θανάσης ήτανε ανήμπορος και τα παιδιά ήσαντε ακόμα μικρά κι ο ιδιανός ήταν αδύνατον να κυβερνήσει τη σούβλα, μαζέψανε, πάντα είχαν όχι μοναχά για τη Λαμπρή, αμπελόβεργες ,ακουμπήσανε ολάκερο τ´αρνί απάνου τους κουλουριασμένο στο θερίο ταψί της βάβως που το κουβαλήσανε από το χωριό κι έγινε λουκουμάκι το αρνί . Πού να σας τα λέω! Σα να έφαγα κι εγώ από ´κείνο ! Άλλη μια ,,βολά ,, το κουκουλώσανε με μάραθα , μανιάτικο έθιμο ετούτο ,που κάποτε βρέθηκε μια μανιάτισσα συγγένισσα του Θανάση από τη μάνα του και τους το είχε μαθημένο, μπόλικο λαδάκι και φούρνισμα καλό κι εκεί να ήσασταν !
Με τούτα και με τ´άλλα η νύχτα έφτασε ακαταλάβωτα ! Το τραπέζι στρώθηκε ! Θα τους περίμενε πανέτοιμο μετά την Ανάσταση να φάνε ούλοι μαζί και να γιορτάσουν τη Λαμπρή ! Από ένα κόκκινο αυγό στη θέση του καθενού , τα καλά
μαχαιροπήρουνα ,εκείνα τ´ασημένια , τα γιαννιώτικα του μπάρμπα τους, γιατί η Γιωργίτσα πίστευε πως κανένας ξένος δεν είναι αξιότερος από την οικογένειά της και το υφαντό εγχώριο τραπεζομάντηλο με την δυο δάχτυλα φάρδος καπετιαστή νταντέλα, πλεγμένη στο βελονάκι από τη συχωρεμένη τη μάνα της, έφτιαξαν ένα βασιλικό τραπέζι !
Νταν, νταν, νταν ! Χαρούμενη η καμπάνα της εκκλησιάς κάλεσε τους πιστούς της! Η αναπαράσταση του θείου δράματος είχε γίνει με ευλάβεια τη Μ. Εβδομάδα. Τώρα έπρεπε να γιορτάσουν και την έγερση του Χριστού από τον τάφο , την Ανάσταση !
Οι Αναστάσηδες και οι Αναστασίες , οι Λάμπροι και οι Λαμπρινές μπροστάρηδες στις καρέκλες τους ή όρθιοι καρτερούσαν ανυπόμονα το ,,Δεύτε λάβετε φως.......,,! Παραδίπλα οι αρρεβωνιασμένες ! Κι όταν ήρθε η ώρα η ευωχία γιόμισε τις ψυχές των ανθρώπων! 
Τα Χριστός Ανέστη και τα Αληθώς, έδιναν κι έπαιρναν ! Οι αλληλοασπασμοί επίσης !
Τα βαρελότα, του σκοτωμού ! Όριο δεν υπήρχε ! Αλίμονο στις αρρεβωνιασμένες ! Η Κατερίνη φτηνά τη γλίτωσε ! Ήτανε αγρίμι του βουνού κι ήξερε να φυλάγεται !
Μέσα στον πανικό ένα -ένα αυγό ξετσεπωνότανε και τσιν τσιν το τσούγκρισμα έγινε μέσα στον πανικό που επικρατούσε. Οι περσότεροι είχαν κι ένα κουλούρι μαζί ! Η πρώτη γλύκα, όπως η πρώτη Ανάσταση ! Η Κατερίνη εκείνη τη στιγμή θα ήθελε να βρίσκεται κοντά της ο άνθρωπός της, ο Γιώργης της ! Τα μάγουλά της ροδοκοκκίνησαν από το αναστάσιμο φως κι ήσαντε σαν ροδαυγές μέσα στο σκοτάδι και για φίλημα ερωτικό ! Η αγκαλιά της μάνας της την έβγαλε από τις σκέψεις της. Του χρόνου ,σκέφτηκε, του χρόνου !
Μπούχλωνε ο τόπος κι ήταν σα να το απολάμβαναν αυτό ! Μόνο ωραίο δεν ήταν ! Ένα ξέσπασμα μέσα στη χαρά υποτίθετο. Ξέσπασμα του αγροίκου ανθρώπου ,που και τη χαρά την αμαυρώνει ! Πόσες φορές είχε τύχει να στραβωθεί κάποιος από ένα έθιμο , που μόνο ο Χριστός δεν υπέδειξε. Το χάος που βασιλεύει στις ψυχές των ανθρώπων αβησσαλέο ! Η φρόνηση μακάρι ν´ακολουθούσε, μακάρι να βασίλευε, μακάρι να έκρυβε τις ασχήμιες ! Κανένας όμως με το Χριστός Ανέστη δεν έφυγε ,όπως φεύγουν σήμερα. Μέσα στο αγροίκο της συμπεριφοράς τους, ένα είδος εκτώνωσης, έκατσαν ως το τέλος της αναστάσιμης λειτουργίας. Οι ωραιότεροι ύμνοι ακούστηκαν στο μετά.
Άλλους καταλάβαιναν ,άλλους όχι ! Κάποιες λέξεις μονάχα . Είχανε όμως την πεποίθηση και πίστη ότι ο Χριστός αναστήθηκε ! Απ´ ότι φαίνεται το αρχέγονο του ανθρώπου συμπράττει πάντοτε με το εξευγενισμένο κι αυτό που λέμε δευτέρα φύση είναι ως φαίνεται η ενστικτώδης διαδικασία της ενσωμάτωσής του σε κάτι ανώτερο ,υγιές, άφοβο !
Εκοινώνησαν ούλοι οι άντρες του σπιτιού καθ´ότι μένανε στα γαλάρια κι ούτε να ξομολοηθούνε δεν είχανε καιρό. Κέρδισαν κι αυτό το αναστάσιμο δώρο !
Χριστός Ανέστη ! Αληθώς Ανέστη ! Κι ο απόηχος πάρθηκε από τις λαγκαδιές, όσος δε μπήκε στις καρδιές των ανθρώπων !
Το κατόπι με τ´άγιο φως στα φαναράκια μέσα έπρεπε να πάει άσβεστο στο σπίτι. Έπρεπε ν´αναφτεί μ´αυτό το καντήλι στο εικονοστάσι.
Οι γυαλόλαμπες με τα πεντακάθαρα γυαλιά τους ανάφτηκαν ευθύς ως στο υπέρθυρο σχηματίστηκε ο σταυρός της ευλογίας και της Ανάστασης ,το φως μπήκε στο σπίτι.
Άναψε ο ίδιος ο Θανάσης το καντήλι κι εκαρτέρει στη σάλα με τους γιους του μέχρι ν´αυγοκόψουν οι γυναίκες τη μαγειρίτσα και να τους φωνάξουν . Είχανε άλλωστε τόσα πολλά να ειπούνε στο σπίτι τους, που ελάχιστα τους έβλεπε, αφού τον περσότερο καιρό τον πέρναγαν στη στάνη ! Αλλιώς λέγουνται οι κουβέντες άμα φορείς τα γιορτινά σου. Γιορτινές και παστρικές !
-´Αιντε, τους είπε για τα κορίτσια μου, έχω έτοιμους γαμπρούς ! Πρέπει να λογαριάσω τώρα και την πάρτη σας !
-Για σένα Νικολό την τάδε του τάδε....
-Γι σένα Γιάννη τη......του....
-Πέτρο εσένα σου πέφτει γάντι η .....του.....
Ό,τι πεις πατέρα ,είπανε με σκιουμένα τα κεφάλια κι ας μην εγινότανε το ίδιο και στην καθημερινότητά τους. Εκεί μιλάγανε σαν ίσοι μεταξύ τους. Έτσι τα ήθελε τα παιδιά του ο Θανάσης. Άντρες ,όχι ζούδια ! Να ´χουνε όμως σέβας στους τρανύτερους ! Σέβας ! Ε, ετούτο το σέβας εδείξανε με το σκιούψιμο του κεφαλιού.
-Η μαγερίτσα καρτερεί ,κοπιάστε ,είπε η Γιωργίτσα με καθαρή και χαρούμενη φωνή.
Η βάβω είχε ήδη πάρει τη θέση της! Πήραν κι ούλοι οι άλλοι την εδική τους. 
Ένα τραπέζι γιομάτο με ανθρώπους και καλούδια! Ο Θανάσης πήρε το Λαμπρόψωμο το σταύρωσε όπως συνήθιζε να κάνει αν και τώρα δεν ήταν απαραίτητο, το μπουκούνιασε και άφηκε μπροστά στον καθένα από ένα μπουκούνι κομμένο με τα χέρια του. Έτσι ολόφρεσκο που ήταν κοβότανε σαν παντεσπάνι !
Ύστερα είπε, πάρτε τ´αυγά σας και τσούγκρισαν αναμετάξυ τους. Κέρδισε η Κατερίνη κατά σύμπτωση. Το αυγό της το έβαλε στο εικονοστάσι . Το πήρε μαζί της όταν ήρθε η ώρα να φύγει από το σπίτι !
Τα στανόσπιτα δεν έπρεπε να μείνουν μοναχά τους. Εκείνη τη χρονιά βιγλάτορας για ούλες τις στάνες τρογύρω είχε μείνει ο Κωνσταντής. Καλός κι άξιος μα οι στάνες ήσαν πολλές, νύχτα ήταν , οι κλέφτες παραφύλαγαν, έπρεπε να φύγουν ολοταχώς. Η Γιωργίτσα τους φόρτωσε μερικά από τα πράγματα του αυριανού μεσημεριάτικου τραπεζιού με τη συμβουλή να τ´ασφαλίσουν καλά μην τα πλησιάσει κανένα μόλεμα και τους εξεπροβόδισε μέσα στη νύχτα ! Τίποτα δεν τους ετρόμαζε ! Είχανε τη φύση και το φως της Ανάστασης μαζί τους. Γλυκειά η βραδιά της Ανάστασης, γλυκειά η ομορφιά της νύχτας!
Το μεσημεριανό τραπέζι της Κυριακής του Πάσχα θύμιζε εκείνο της κουράς που εκάμνανε μετά από το προβατογιδοκούρεμα πέρα τον Ιούνιο. Μόνο που τώρα ξεχώριζε από μερικά βαρελότα που ρίξανε στην αρχή και το τέλος του τραπεζιού.Μοσκοβόλαγε ο οβελίας που ψηνόταν με το πάσο του από νωρίς το πρωί και το σκηνικό της προϊούσας Άνοιξης άχνιζε ευλογία !
Μια Λαμπρή ευτυχισμένη ! Μια οικογένεια δεμένη ! Ένα Πάσχα θείο !
Και του χρόνου ! Χριστός Ανέστη! Αντήχησαν τα στόματα μελωμένα από της αγάπης τη γλύκα !
  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΗΚΟΣΤΟ ΕΝΝΑΤΟ

 ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΣΤΑ ΤΡΕΛΑΓΓΑΘΑ

Αποβραδίς το μεγάλο πλεχτό καλαμένιο πανέρι γέμισε με φτερίνες ,μαργαρίτες του Μαγιού κίτρινες σαν του ήλιου το χρυσάφι, τηλέγραφους, ψιλολούλουδα και πανέμορφες ταπεινές καλέντουλες κι ανθισμένες κουνούκλες με τα πατσαβουριασμένα ροζ και εκρού τριανταφυλλόμορφα ανθάκια τους. Κάποια μπλε και άσπρα κρίνα στον κήπο ,περήφανα και αδιάφορα ,ατρόμητα σχεδόν ,που ακόμα δεν είχαν μπει στο καλάθι, καμάρωναν κι ευγνωμονούσαν το τυχερό τους, γιατί τα κορίτσια αποφάσισαν πως το μαγιάτικο στεφάνι τους εκείνη τη χρονιά θα το έπλεκαν εξ´ολοκλήρου με αγριολούλουδα. Η μεγάλη τριανταφυλλιά της αυλής και η άλλη εκατοντάφυλλη του κήπου προκλητικές και κατάφορτες με μπουμπούκια κι ανθισμένα τσιτωτά μοσκοβολιστά τριαντάφυλλα έκαναν κι εκείνες το ντεμπούτο τους στη μαγιάτικη πασαρέλα . Οι τσιούπρες ήξεραν καλά τη δουλειά τους. Σε άψογη συνεργασία , άλλη στριφογύρισε κι έκλεισε σε κύκλο μερικές μακριές κληματόβεργες νωπές κι ευλύγιστες που η Τριαντάφυλλη έκοψε ευθύς αμέσως από την κληματαριά της αυλής, άλλη έτοίμαζε ματσάκια και το σπάγκο κι αυτή ήταν η Ελισσάβετη και η Κατερίνη προνομιακά ανάλαβε το στήσιμο του στεφανιού. Αυτοσχέδια τραγουδίσματα, χάχανα κοριτσίστικα κι ευχολόγια από τη βάβω έκαναν το κλίμα διάφανο στον επερχόμενο μαγιάτικο αέρα και με τον εφορμούντα Μάϊο έδιναν μια εικόνα χαρούμενη , από κείνες που η ανεμελιά σηκώνει για να χορταίνει χαρά η ψυχή. Καμμιά βιασύνη δε βάρυνε το κλίμα των στιγμών που κυλούσαν ιεροτελεστικά και χαρούμενα . Η γλύκα τους άγγιζε το μεδούλι και τα κατάβαθα της ψυχής τους.
Η Γιωργίτσα είχε φύγει νωρίς για τα Τρελάγκαθα . Είχανε κάμει πάστρα στην καλύβα από τη Λαμπρή , εξοχή όμως ήτανε μια φρεσκαδούρα την ήθελε, όπως και οι άντρες καρτέραγαν τη ,,συδρομή,, αλλά και την αύρα μιας γυναικείας παρουσίας. Η αεικίνητη Γιωργίτσα τους την πρόσφερε και με το παραπάνω. Έφτιαξε κι εκείνη το δικό της στεφάνι με αγριολούλουδα ,γιατί στο βουνό μόνο τέτοια υπήρχαν , έτσι στο τσάκα-τσάκα που λέμε το ,,συμπουρδούκλωσε,, εν τω άμα στρίβοντας μια μακριά σκιντόκλαρα χωρίς να πειράξει την πρασινάδα της, έχωσε ενδιάμεσα ανθισμένα ασφάλαχτα και σπάρτα ηλιόφωτα, φύτεψε ανάμεσα κατακόκκινες παπαρούντες και άγριες ορχιδέες ,,που ήσαντε στα πόδια της σκεδόν,, και κάμποσα ανθισμένα επίσης τρελάγκαθα που έριχναν μακριά κάθε κακό , τράβηξε ένα βούρλο δίπλα από το βρωμονέρι της λακκούβας που είχε φυτρώσει εκεί μοναχό του, ποιος ξέρει πόσο μακρινό ταξίδι είχε κάμει ο σπόρος του για να βρεθεί εκεί, το μαλάκωσε λιγουλάκι με τα χέρια της , το ,,μπούρλιασε ,, ανάμεσα στο στεφάνι και το έδεσε σφιχτά δυο κόμπους ,σα να ήτανε ο πιο γερός σπάγκος, και τελειώνοντας με φιογκάκι το κρέμασε στην πόρτα της καλύβας σιγοψιθυρίζοντας λόγια ξορκιστικά κι άλλα ευλογίας κι έκαμε πίσω βήματα ξεμακραίνοντας και η ματιά της χάιδευε άπληστα το όμορφο δημιούργημά της.
Ετοίμασαν οι άντρες τα γιδοπρόβατα, η Γιωργίτσα έφτιαξε μια χυλοπιτοσουπίτσα με φρέσκια ντοματούλα ,που μπιχλιμπίδιζε στη βραγιά του κηπάκου της στάνης που δεν του έλειπε τίποτα και ,,σβερκώθηκαν νωρίς-νωρίς, γιατί το ταχύ τους περίμενε πολλή δουλειά . Θα είχανε καλεσμένους και τους γείτονες στανοβοσκούς με τη φαμίλια τους, να περάσουνε μαζί την Πρωτομαγιά και το κάτι παραπάνω έπρεπε να το είχανε !
Τα κορίτσια με τη βάβω στο χωριό έκαμαν το ίδιο, αφού κρέμασαν το όμορφο στεφάνι τους στην εξώπορτα με φιογκάδα μια κορδέλα μεταξωτή ,που τους την έβαζε η μάνα τους στα μαλλιά σαν ήσαντε μικρές. Δεν ξέχασαν να βάλουν στην κορφή του κι ένα ολόκληρο κεφάλι σκόρδο για το γούρι !
Έκαναν κι εδώ προετοιμασίες, όπως το ζύμωμα ,που ήτανε βολικότερο στο χωριό παρά στη στάνη, άλλωστε ο φούρνος της στάνης είχε κι εκείνος πολλή δουλειά να κάμει ανήμερα.
Η βάβω αποσύρθηκε πρώτη στο κρεββάτι της αφού έδωκε τις τελευταίες οδηγίες . Ποτέ δεν έπαυε η βάβω να δίνει οδηγίες και συμβουλές. Οι ,,αγγόνες της,, τις άκουγαν με πολλή προσοχή και τις εφάρμοζαν κατά γράμμα ! Ποτέ δε βγήκαν ζημιωμένες !
Το πρωί με το λυκαυγές ήσαν ούλοι στο πόδι και στη στάνη και στο χωριό . Έπρεπε τόσα πράματα να γίνουν εκεί.Ν´αρμέξουν το κυριότερο και να τυροκομήσουν. Χρειάζονταν ,,στριγκλιάτα,, ολόφρεσκια στραγγισμένη για τη μαραθοτυρόπιτά τους, γάλα για τη γαλόπιττα και το ανθότυρο της μέρας, από το ,,τσαντηλόπανο,, το ήθελε η Γιωργίτσα φρέσκο-φρέσκο !
Το γαϊδούρι και το μουλάρι στο χωριό ετοιμάστηκαν ! Η βάβω ανέβηκε με προσοχή στο μουλάρι αφού πρώτα κοίταξε το στεφάνι και μουρμούρισε κάτι ξόρκια που θα τα έλεγε είπε και στην Κατερίνη, να τα γνωρίζει για το καινούργιο της σπιτικό. Στο γάϊδαρο φορτώθηκαν τα ψωμιά και μια χορτόπιτα τεμαχισμένη που έκαμαν την προηγούμενη τα κορίτσια με ψιλολάχανα από τα διπλανά χωράφια και φρέσκα σπανάκι από τον κήπο τους με μπόλικα μυρουδικά . 
Χαιρέτισαν το Μάη κοιτάζοντας το λυκαυγές σα να το έβλεπαν για πρώτη φορά . Και καθώς ανηφόριζαν ο Μάης ολοζώντανος έπλαθε τις ιστορίες των ζωών τους σ´ένα ξεπόρτισμα ευφορίας, γλυκειάς υπέρβασης και ανατριχίλας στο ξεπέρασμα του όριου του ονείρου τους ! 
Η Ανατολή τους υποδέχτηκε στα Τρελάγκαθα μέσα στο απόκοσμο του βουνού και το καλόγνωμο των δικών τους ανθρώπων. Τίποτα δεν ήταν ομορφότερο από τούτο το συναπάντημα . Ο Μάης είχε αρχίσει κιόλας να σκορπάει τα μαγικά του . Τα κορίτσια παράτησαν τ´άλογα με το φορτίο τους κι έτρεξαν και οι τρεις μαζί κι αγκάλιασαν το μεγάλο χοντρόκορμο πουρνάρι της στάνης και σα μικρά παιδιά που δεν έχουν συναίσθηση της πράξης τους πρόγγιξαν τα πρόβατα που κοιμούνταν ακόμα ,,απού κάτου του,, και μέσα στα γέλια τέντωσαν τις αγκάλες τους . Έγιναν ούλοι μαζί μια αγκαλιά ! Κορμός και κορμιά, κλαδιά και χέρια ! Χάρες και χαρές ! Η Κατερίνη νόμισε πως ακούμπαγε το κορμί του άντρα της, κάπως έτσι σκέφτηκε πως θα ήταν κι ανατρίχιασε σύγκορμη ! Η νοστιμιά του βουνού συνεπήρε τις καρδιές τους λες κι ανέβαιναν πρώτη βολά στο βουνό. Ο χειμώνας πεθαμένος ,ξέπνοος είχε παραδώσει για τα καλά τη σκυτάλη του ! Τα πουλιά είχανε κιόλας στήσει το γλέντι της εξεύρεσης τροφής για τα μικρά τους κι ήσαν έτοιμα για ν´αρχίσουν τη συναυλία για τη μεγάλη γιορτή της φύσης ! Ποικίλα τσιουρίσματα , αδιάκοπα σπαθίσματα , βελάσματα, χάχανα κι ένας αέρας αλλιώτικος έπνεε εκείνη την Πρωτομαγιά στα Τρελάγκαθα !
Μερικά δεντρά ότι είχανε μεταβεί από το φουσκοδέντριασμα στην γευστική ενδυμασία αναγέννησης και διαλαλούσαν το ετούτο μάτια μου με ανθρώπινη λαλιά και που μόνο οι παρθένες το εκαταλάβαιναν ! Άπλωσαν μάτια κι έστησαν αυτιά ....! Πέρασε μέσα , ως τα τα κατάβαθα της ψυχής τους ετούτο το ζωντάνεμα κι άρμεξε ορμές παρθενικές ,γιομάτες νοστιμάδα και γλύκα κι έδωσε ζωή ,πνοή κι αρχέγονα όνειρα !
-Μάνα ωραίο στεφάνι έφτιαξες για το Μάη και τις χαρές στη στρούγκα μας, είπε η Κατερίνη στη μάνα της καθώς εκείνη βοηθούσε τη βάβω να κατεβεί από το μουλάρι. 
Πού να ,,έγλεπες,, και το δικό μας κάτου στο χωριό !
-Να είσαι καλά τσιουπούλα μου ! Του χρόνου στο σπιτικό σου !
Άιντε μου τώρα να ξεσαμαρώσεις το ζωντανό και να το δέσεις να βοσκήσει στην καλαμιά εκεί πέρα !
Το ´καμε κι όρμησε στερνά να μαζεύει λουλούδια σα μικρό παιδί μαζί με τις αδερφάδες της. Γιομίσανε δυο τρία ξύλινα βάζα κι ένα πέτρινο ,που ήτανε από τη φύση σκαλισμένο στο μεγάλο τρύπιο λιθάρι , που το είχανε συμπεριλάβει κι αυτό μέσα για γούρι όταν έχτιζαν την καλύβα.
Η Ελισσάβετη ,,έκαψε το φούρνο, η Γιωργίτσα με την Κατερίνη έδεσαν εναλλάξ την κρέμα της γαλόπιτας, ήθελε καλό ψήσιμο,, η Τριαντάφυλλη ετοίμασε τη ανθοτυρόπιτα με μπόλικα αυγά και μάραθα κι ούλα μαζί μπήκανε στο φούρνο κι εκάμανε γυρω τις μυρουδιές της φύσης να ζηλέψουνε τις μυρουδιές του φούρνου. Τις ανάγκασαν σε μυρουδάτο αποστράγγισμα τόσο που οι μύτες δεν το άντεχαν άλλο κι αρχίνεψαν το φτάρνισμα.
Το εννοείτε αυτό που ακολούθησε ! Οι καλεσμένοι ένας-ένας παρουσιάζονταν και υπαίθριο τραπέζι στήθηκε , το γλέντι αποκορυφώθηκε, τα γέλια αντηλαλούσαν στο απέναντι βουνό και στο μέσα τους χαρχάλευε η χαρά τόσο μεγάλη που έβγαινε κι απ´όξω τους και χιουνόταν αφειδόλευτα κι ασύστολες οι κινήσεις και οι επιθυμίες εξωτερικεύονταν χωρίς κανένας να τους δίνει βαρύτητα. Μπερδεμένα βελάσματα ,ανθρώπινες φωνές και τσιουρίσματα, φακιολοδεσίματα και μισοανθισμένες αγράμπελες , τραγουδίσματα και αστεϊσμοί, γευστικές απολαύσεις κι ένας Μάης στα κεφάλια τους λουλουδοστολισμένος φτεράκιζε τη χαρά τους κι αναζωογονούσε το μέσα τους. Η φρονιμάδα στέρεψε εκείνη την ημέρα . Ο καθένας έκαμνε του κεφαλιού του, αφού ο Βάκχος είχε σπείρει την αδιαντροπιά κι ο Μάης πρωτοστατούσε στα χορευτικά. Ποιος μπορούσε να περιφρονήσει δυο θεούς που βρέθηκαν ανάμεσά τους ; Οι κοινωνικές συστολές είχανε χρόνο να περιμένουν για όσα γένονταν στο χωριό. Το βουνό ατάραχο κι αδιάντρόπο πρόσφερε τις μαγιάτικες χαρές πρόθυμα και το δείλι τράβηξε τα βλέμματα δίνοντας τη λήξη της μαγιάτικης παράστασης!
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ

  ΜΑΝΑ

Η νόνα δε γνώριζε τι θα ´πει γιορτή της μητέρας και ,,κολοκύθια με τη ρίγανη,,! Γνώριζε μονάχα τις θρησκευτικές γιορτάδες και εκείνες του ,,ονοματού,, των αντρώνε , που γιορτάζουνταν κάθε χρόνο . Κάτι είχε ακούσει και για γιορτάδες που κινιούνταν κι άλλες που αλλάζανε σπιτικό ,όπως του Αη Γιωργιού κι άλλες που μένανε ακούνητες σαν τις παρθένες του χωριού και του κόσμου ούλου. Ήξερε όμως καλά τι θα ειπεί σεβασμός στη μάνα !
Της το είχανε μαθημένο από τα μικράτα της και δεν το ξέχασε ποτέ ! Καμάρωνε τη μάνα της και ρούφαγε τις συμβουλές της σα στυπόχαρτο. Τις ακούμπαγε σ´ένα ντουλαπάκι του μυαλού της που όσο μεγάλωνε τράνευε κι έγινε ντουλαπάρα. Πού να έβανε τόσες ορμήνιες; Ούλο ορμήνιες ήσαντε οι μανάδες ετότενες. Ορμήνιες για να ´ναι καλό παιδί, για το πώς θα στέκεται και θα μιλάει στους τρανύτερους, πώς στον πατέρα της, πώς στ´αδέρφια της, πώς στη βάβω, πώς στη μάνα, πώς στους συγγενείς και πάει λέγοντας. Πώς και τι να πρόσεχε ,όταν έφευγε από το σπίτι κι επήγαινε μοναχή της στα γαλάρια, σπάνιο πράγμα βέβαια, αλλά συνέβαινε καμμιά φορά.
-Τα φουστάνια ίσια με τον αστράγαλο κι ακόμα κάτου τα γιορτινότερα, να μη φαίνεται πόδι, λες και το πόδι δεν ήτανε του Θεού ,είχε ειπεί κάποτε η Κατερίνη, που είχε πήξει από πολλές ορμήνειες.
Μάνα για την Κατερίνη σήμαινε αρχηγός, σήμαινε σεβασμός, φίλημα του χεριού, υπακοή στα λόγια της, αντιγραφή των καμουμένων της, απόλυτη προσοχή σε υποδείξεις και σε μαθήματα νοικοκυριού, αργαλειού, οικειακής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Και μη βάλει ο νους σας πως όλα ετούτα εγίνονταν με προγραμματισμό. Έτσι όπως ετύχαιναν γινόσαντε και μαθαινόσαντε εύκολα τόσο εύκολα όσο κάνει να λιώσει η χιονονιφάδα στα χέρια σου.
Ναι μάνα, ναι μάνα, ναι μάνα ! Το όχι κι αν ελεγότανε έπρεπε να πηγαίνει ολοτρόγυρα στην αυλή , έτσι για να μην φαίνεται ότι ετούτο , το κάθε τι έμοιαζε μ´ασέβεια. 
Η Κατερίνη θυμόταν τα πάντα από τη μάνα της. Από τα μικράτα και τα πιο τρανά, από τα κοριτσίστικα μέχρι και τα γυναίκεια. Θυμόταν ακόμα που τη βύζαινε, για δύο χρόνους έλεγε η Γιωργίτσα και το καμαρωνότανε, δύο χρόνους την κάθε μίνια σας εβύζαξα κι άλλους τόσους και τα σερνικά. Που κοπελίτσα ροδαλή την ένταινε με τα σκουτάκια τα καθημερνά, τα παλλαξίδια, όπως τα λέγανε τότε ή και απαλλαξίδια. Και στερνά τα γιορτινά σκουτάκια της με το πουκαμισάκι, τη φουστίτσα, το γελεκάκι ´πο πάαινε στην εκκλησιά με τις αδερφάδες της ή με ούλη την οικογένεια. Που της εχτένιζε με το χοντρό κοκκάλινο χτένι και στερνά με το ψιλό τα μεταξένια της μαλλάκια και τα ´κανε μια φεγγαροπλεξίδα στο κεφάλι της ,που έμοιαζε με μαγιάτικο στεφάνι. Καμπόσες βολές ,που έπαιζε με τις αδερφάδες της και της εκάρφωναν στον κότσιδοκοθρό της τις μαργαρίτες του Μάη και πού και πού κανά τριαντάφυλλο, έμοιαζε ίδια κόρη του Μαγιού ! Κι η Γιωργίτσα μια φορά της είχε καρφώσει στα μαλλιά ένα τριαντάφυλλο και την εκαμάρωνε όπως ο ήλιος την Αυγή. Της ετραγούδησε μάλιστα κι ένα νανούρισμα όπως τότενες που ήτανε μωρό και την εβαστούσε στην αγκαλιά της όσο να την επάρει ο ύπνος.
,,Μμμμμ...κοιμήσου και παράγγειλα στην Πόλη τα προικιά σου, στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου,,
Θυμόταν τα τραγουδάκια που οι βαβωμανάδες τους εμάθαιναν, για να ξετρίβει λέει το μυαλό .
,,Ο ψύλλος εγκρεμίστηκε από το παραθύρι
κι η μάνα του του φώναξε ,πού πας καλέ Ζαφείρη.........,,
,, Βρέχει βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς αρρεβωνίζει.....,,
,,Τζίγκο, Λελέγκο.......,,
,,φεγγαράκι μου λαμπρό.....,που ήτανε και το αγαπημένο της.
,,Μια φορά κι έναν καιρό μπήκε η γάτα στο χορό...,,
,,Το κουκί και το ρεβύθι.....,, κι άλλα του παλιού καιρού που έφτασαν ατόφια ή αλλοιωμένα ως τις μέρες μας.
Θυμότανε και από παιγνίδια ,,τα κότσια,, που δυσκολευόταν στο στρίψιμο, τους ,,βόλους,, που την εδυσκολεύανε κάποιες φάσεις και η Γιωργίτσα καθότανε με υπομονή και της εδειχνε το σωστό τρόπο.
Θυμόταν σαν ετράνεψε που την εμάθαινε να ράβει τις πουκαμίσες της με το χειρόγαζο, να πλέκει τις πελερίνες κι βάβω μαζί, να συνταιριάζουν τα χρώματα στον αργαλειό . Να ξέρει να στεριώνει τραπέζι μοναχή της άμα θα ήτονε ανάγκη κι άμα είχανε ξένους επίσης. Να ντα βάνει στο νου της ούλα !
Δεν ήσαντε γραμματιζούμενοι να τα σημαδεύουνε στα χαρτιά. Έπρεπε να τα μαθαίνουν απ´όξω !
Νανουρίσματα, τραγούδια παντός καιρού, μιτώματα με ούλες τις μαθηματικές πράξεις, μελετήματα και λογαριασμούς από το πότε γέννησε η κατσούλα ....μέχρι το πότε στεφανώθηκε η Τασιούλα !
Θυμότανε και τα κλαηματά της και τον καημό της σαν έχασε την πρωτότοκή της την Ελένη και πολύ πόνο της ήφερνε της Κατερίνης ετούτο, όταν την άκουγε να μοιριολογάει ασταμάτητα τον καημό της. Ακόμα και για την ιδιανή είχε κλάψει που η παντρειά θα της την εστερούσε, αλλά να κάμει τίποτις για τούτο δεν ημπόρει. Έπρεπε να ταχτοποιγηθεί ,,η αδυνάσια,,. Έτσι έλεγαν τα κορίτσια τότε που μόνο ο γάμος ήταν ο προορισμός της ζωής και η παιδεμάρα.
Όλα ετούτα ήσαντε μάνα για την Κατερίνη μα πιότερο εκείνες οι λιγοστές εγκάρδιες αγκαλιές και τα νανουρίσματα.
Και οι αντιγραφές ! Την είχε μάθει απ´όξω τη μάνα της ! Την κάθε κουβέντα ,το κάθε φέρσιμο, την κάθε ορμήνια !
Κι εμίλαγε πάντα με γλυκύτητα για κείνη !
Εμένα οι γονέοι μου μ´αγαπάγανε , έλεγε συχνά κι εσκούπιζε πού και πού ένα δάκρυ που το ´φερνε η απελπισιά της χασούρας τους κι οι θύμησες !
Ευλοημένοι να έναι ! Κι αγκάλιαζε τη μπαλαρίνα της σα να αγκάλιαζε ελόγου τους !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ

  Επανασύσταση (Περίληψη προηγούμενων)

Η οικογένεια της Κατερίνης ,απόγονοι των ιστορικών Τζαβελαίων , μετονομασθέντες αργότερα , ζούσαν στα Τρελάγκαθα , μια τοποθεσία πίσω από το χωριό Μουντρά της επαρχίας Ολυμπίας, με τα γιδοπρόβατά τους. Την Κατερίνη, δεύτερη στη σειρά από τα έξι παιδιά τους , την πάντρεψαν απ´όταν ήταν δεκατεσσάρων ετών μ´ένα παληκάρι από το διπλανό χωριό, τη Μοφκίτσα, όμως σύμφωνα με μια παράλογη συνήθεια που είχε όμως σκεπτικό , δεν ακολούθησε τον άντρα της που ήταν κι αυτός παιδί, αλλά παρέμεινε στον πατέρα της μέχρι που θα γινόταν είκοσι χρονών .Τότε θα γινόταν το γαμήλιο γλέντι και θα ζούσαν σαν αντρόγυνο. Στο διάστημα της αναμονής θα έφτιαχνε την προίκα της και θα εμάθαινε νοικοκυροσύνη . Αυτής την ιστορία ξετυλίγουμε και μέσα από αυτήν μαθαίνουμε πράγματα, ήθη ,έθιμα κ.λ.π. του τόπου και της περιοχής.

Οι μέρες στο λιόλουστο χωριό κυλούν, κυλούν τα χρόνια ! Κυλά κι η παιδικότητα και ωριμάζει η νιότη. Φλογώνει το μυαλό και ψήνεται . Θεριεύουν οι φυσαλίδες στο κοχλάζον πνεύμα της μικρής που τράνεψε ,που σκέφτεται γυναίκεια, που κάνει τα παιγνιδίσματα σοβαρότητα κι έγνοια , που αναστενάζει όνειρα κι εδραιώνει πεποιθήσεις, που κλαδεύει λαίμαργες αναζητήσεις και στρογγυλεύει τη γνώση της ζωής σε μια αναζήτηση σοφίας μέσα στη δοτικότητα και προθυμία της νιότης της καθαρογραμμένης, της ανόθευτης, της καθάριας, της ντόμπρας, της γειωμένης.
Συνηθισμένη από τα μικράτα της η Κατερίνη στη νοικοκυροσύνη, απαραίτητη προϋπόθεση για μια μέλλουσα σύζυγο στην πράξη κι όχι στα λόγια όπως ήτανε ίσα με τα τώρα , έφερνε τις δουλειές του σπιτιού ,,φουρλέτσικο,, ,όπως της έλεγε παινεύοντάς τη η βάβω της, στο πι και φι, όπως της έλεγε η μάνα της κι ας μην είχε ιδέα από γράμματα, δεν ξέρω αν γνώριζε κιόλας πως το πι και φι είναι φθόγγοι .
Τ´αποθηκεύει ένα -ένα στα ντουλαπάκια του νου της με τάξη και καθαρότητα , τα ταξινομεί ,τα βάφει και στερεοποιεί τη βαφή με το ξύδι το δριμύ της αποφασιστικότητάς της και της δικής της αλήθειας ,γιατί πρέπει ν´αντέξουν όλα για μια ολόκληρη ζωή ! Η ζωή είναι ωστόσο άπληστη κι ανικανοποίητη, κακούργα ενίοτε
κι επαναστάτρια ,όσο ταπεινή φαίνεται μέσα στην απλότητά της. Τα απλά όμως είναι και τα πιο δύσκολα κατά γενική παραδοχή ,ακριβώς γιατί λες εύκολο είναι το τάδε ..μπορώ να το κάμω ογλήγορα και το υποτιμάς κι εκείνο σε παιδεύει με το ,,έτσι θέλω,, ! Κι εκεί που έκοβε κι έραβε σαν ώριμη κι έμπειρη της ζωής και τα στρογγύλευε τα πράγματα ,εκείνα πάλι ξεκλώνιζαν ακόμα πιο λαίμαργα ,γιατί δε θέλανε κανείς να τα κλαδεύει, γιατί είχανε βάλει σκοπό ν´αγγίξουν τον ουρανό ! Κι ο ουρανός της Κατερίνης ήτανε καταγάλανος αρωματισμένος με φασκόμηλο . Τα σύννεφά του ήσαν ολάσπρα, μπαμπακιένια και όταν εσυννέφιαζε πού και πού ξεπετάγονταν και μερικά στο γκρι αρζάν και τις αποχρώσεις του, στο μπακιρένιο επίσης ,απόδραση Ανατολής ,έτσι για το χρώμα μόνο ,αντανακλούσε και το φασκομηλόχρωμα κι εσφήνωναν ανάμεσα στα άσπρα και στα γκρι και στα μπακιρένια ,όπως τρυπώνουν τα μικρά παιδιά στη φούστα της μάνας τους κι αγναντεύουν στα κρυφά τα τεκτενόμενα. Τόσο που ομόρφαιναν πιότερο τον ουρανό της !
Το ξέκλωνο του αργαλειού της είχε μουλιάσει για τα καλά στο καρτέρι και η ιδέα που έσπρωχνε η επιθυμία για την ολοκέντητη αντρομίδα έμενε παροπλισμένη ,,στην αστράχα,, για καιρό μαζί με ούλα της τα σύνεργα και τα σεκλέτια της ,,διάσης,,και της ,,μίτωσης,, και κόντευαν ν´αραχνιάσουν.
Το ίδιο γίνηκε και με το μαλλομπάμπακο σεντόνι, παρ´ότι η νταντέλα του φινιρίσματος καρτέραγε πλεγμένη στο καλαθάκι της.
-Σου είπα βαϊζούλα μου ,θα πάρεις τα δικά μου μη σεκλετίζεσαι !
-Μάνα θέλω να τα υφάνω μοναχή μου, πώς να σε κάμω να το καταλάβεις;
-Έννοια σου και το ´χω καταλάβωμένο ξεροκέφαλη ! Επί τέλους κάμε ό,τι θέλεις !
Και βέβαια θα έκανε ό,τι ήθελε !
Η ιδέα της ύφανσης είχε ριζώσει μέσα της από τότε που παρακολουθούσε την αράχνη τριγύρω και παντού να πλέκει μετά μανίας και να υφαίνει τον ιστό της με μαεστρία και υπομονή. Ώρες στεκόταν μπροστά σ´αυτό το σκηνικό και μέτραγε ,σκοτώνοντας ασυλόγιστα ώρες ξεγνοιασιάς ,τη μονότονη κυκλοτερή κίνηση μιας αράχνης αρχικά, πολλών αργότερα κι έβλεπε το ,,διασίδι,, της και το υφάδι , ξέρασμα από τους αδένες της, να τα βολεύει ούλα μοναχή της με τόση τέχνη κι ήτανε σα να την εζήλεψε την τέχνη εκείνη, σα να την ,,έδεσε κόμπο,, στο κεφάλι της κι αυτό που απόμενε καθε φορά από την κάθε τέτοιου είδους παρατήρηση ήταν το τελικό αποτέλεσμα που τη μάγευε . Τη μάγευε ο σκοπός κι αυτόν τον έκλεινε μέσα σε κάθε δράση της, σε κάθε κίνησή της. Είχε θαυμάσει χιλιάδες αράχνες ,,εκεί σιαπάνου,, στα Τρελάγκαθα, ,,εκεί σιαπέρα,, στη Στραβόραχη, ,,εκεί σιακάτου ,, στα μαντριά και στις αστράχες, ,,σιαδώ,, στα φουρνόξυλα , ,,σιακεί ,, στο φράχτη απάνω στη μάντρα με τα πατικωμένα κλαρόφραχτα. Έβλεπε τα πάρτι τους, τους τσακωμούς τους, ακόμα και τους έρωτές τους είχε παρακολουθήσει και σε ανάσας απορία χαιρότανε και τη γκαστριά τους και τα μωρουδέλια τους . Τη γέμιζε απορία το θανατικό που έπεφτε πάνω σ´εκείνον τον αριστοτεχνικά πλεγμένο ιστό σα ν´αγνοούσε ή να μην είχε κατανοήσει ότι το ίδιο ακριβώς έκαναν και οι άνθρωποι μόνο που ο δικός τους ιστός ήταν αέρινος κι άφαντος ή τόσο ύπουλος κι αλέγρος,
ώστε το ,,ο θάνατός σου, η ζωή μου,, δεν είχε βρει ακόμα θέση στο μυαλό της , γιατί μάλλον δε ήθελε να γίνονταν έτσι τα πράγματα. Πώς γινόταν να συνυφαίνονται η ομορφιά με το θάνατο δεν το αντιλαμβανόταν παρ´ότι γνώριζε καλά πως αν δεν έσφαζε ο πατέρας της το αρνί, δε θα είχε τι να φάει, άρα δε θα μπορούσε να ζήσει και πάει λέγοντας......όπως κι εκείνο αν δεν έτρωγε το χορταράκι. Η αλυσίδα της ζωής γινότανε ολίγο-ολίγο αλυσίδα στη σκέψη της κι ώρες -ώρες αλυσίδα στην καρδιά της !
Τίποτα όμως από αυτά δεν την εμπόδισε να ονειρεύεται και να μη φοβάται. Και γιατί να φοβόταν αν έτσι ήτανε η μοίρα κάθε πλάσματος γραμμένη; Το ´βαλε σιγά-σιγά στο μυαλό της ετούτο και τ´άφηκε στην άκρη σα συντομογραφία του μοιραίου.
Κατέβασε τα μάτια από τον ουρανό της , γείωσε τη σκέψη της κι άνοιξε τα παραθυρόφυλλα της κάμαρης που φιλοξενούσε τον αργαλειό της .
Μια κανίστρα γιομάτη πολύχρωμα μασούρια της χαμογέλασε . Πήγε κατ´ευθείαν κοντά τους. Πήρε μερικά στην αγκαλιά της και τα μύρισε.
  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 Η αντρομίδα και η σαλαπλάδα

Τα πολύχρωμα μασούρια με το λεπτογνεσμένο ,,νέμα,, χαμογελούν στην αγκάλην της καθώς χαϊδεύει του ονείρου της τα μπογιατισμένα παιγνιδίσματα. Και να τώρα που είναι μπροστά της απλωμένα σε επιλεγμένες αποχρώσεις των χρωμάτων της ίριδας με τα συμπαθητικά και τα παρασυμπαθητικά τους. Του κόκκινου, του πράσινου, του κίτρινου , του μωβ, του λιλά, του πορτοκαλί από την απόχρωση του κατηφέ μέχρι του κρομμυδιού και του κροκί. Το λευκό σε μικρή ποσότητα. Το ροζ, το γαλάζιο, το λαχανί , όλα ζυγισμένα ανάλογα με την ποσότητα που το αρχικό μοντέλο -δείγμα επέβαλε. Και μαύρο ! Μπόλικο μαύρο ! Για να φιγουράρουν απάνω του όλα τα μπιχλιδοχρώματα με τις φιγούρες των λουλουδιών και των πουλιών. Για να φαντάζουν , για ,,να σκάνε μάτι,, , να προκαλούν τη ζήλεια μα όχι φθόνο.
Τέτοιον καιρό έπρεπε να ήσαν υφασμένα τα σκουτιά . Τα έξι χρόνια διάβηκαν δίχως να το καταλάβουν . Ο Γιώργης θα ´ρχόταν να την έπαιρνε την Κατερίνη κι ο λόγος έλεγε ....,,ό,τι πάρει η νύφη στην καβάλα,, ! Στερνά ό,τι κι αν ήτανε ταγμένο έκανε φτερά και πέταγε .Δεν ήταν υποχρεωμένος ο πατέρας να δώκει ούτε το ταγμένο και γραμμένο στο προικοσύμφωνο μα ούτε και πανωπροίκι. Για να το έπαιρνε όμως έπρεπε να υπήρχε ! Κι αν δεν υφαινόταν δε θα υπήρχε !
Τη νύχτα ,μέρα έκανε η τρυγόνα και με το πείσμα της και την υπομονή της κατάφερε το ακατόρθωτο . Γερή κράση, ζυμωμένη με τ´αγέρι του βουνού και ποτισμένη με του φασκόμηλου τη δύναμη, είχε τον τρόπο να νυχτοξημερώνεται στον αργαλειό κι είχε ,καθώς το πίστευε και η ιδιανή ,να κάμει θαύματα ο καθένας , αρκούσε να το ήθελε !
Σκέτη αριθμητική και γεωμετρία ήταν ετούτο το υφάσιμο ! Ούτε μια πιθαμή την ημέρα δεν έβγαινε ! Εκείνη δεν ,,εκιότισε,, μπροστά στη δυσκολία ούτε στο χρόνο !
Καθώς σχημάτιζονταν σιγά σιγά τα σχέδια πάνω στο μαύρο φόντο η χαρά της τρεμόπαιζε στων χειλιών της το χαμογέλιο που η βιάση δεν την άφηνε να το έκανε κανονικό γέλιο πλατύ κι όπως άξιζε στην αξιοσύνη της. Είχε καιρό . Θα το έκανε αργότερα ,όταν θα την έστρωνε ή όταν θα της επαίρναγε τρογύρω τη δαντέλα με τα κούμαρα, στο κόκκινο ,που περίμενε ήδη πλεγμένη στις νύχτες και στις μέρες της βαρυχειμωνιάς δίπλα ,,στο τζιάκι ,, από τα χεράκια της στο κανιστράκι μέσα. Το δείγμα ,ολόκληρη αντρομίδα κρεμασμένη σε σημείο μπροστά της ,ώστε η υφάντρα να έχει καλή ορατότητα , είχε τρανή τιμητική, εφ´όσον τα προσκυνήματα, δεκαπέντε ,,βολές ,, τη στράτα πηγαινοέρχονταν μια απάνω του και μια στο στημόνι.
Κι αφού εναλλάσσονταν οι χρωματισμοί του υφαδιού ανάλογα , αργά ερχόταν το αντί να κοπανίσει την αράδα μία και δυο φορές , ,,να πήξει,, το υφάδι με το στημόνι.
Σε τούτο το ρασόσκουτο δεν εκελάηδαγε το ,, αντί,, και τα μασούρια όπως εκελάηδαγε στα σαϊτίσματα στα ,,πάνινα,, και στις κουβέρτες , αγκωμαχούσε θα ´λεγε κανείς ,αν κι ο χτύπος του ήτανε σταθερός κι η λέξη αταίριαστη φάνταζε και αδικούσε την αξιοσύνη του και το σωστότερο θα ήτανε.....χτυπούσε κατά διαστήματα αργά και σταθερά κατά πώς το επέβαλε η τάξη και ο νόμος. Ήτανε ,,τοις μετρητοίς,, ,,το σκέδιο,, και δεν αυγάταινε! Για τούτο και το νυχτοκάματο με δυο λυχνάρια αντάμα από τη μια μεριά και δυο από την άλλη της εξασφάλιζαν καθαρό βλέμμα για σωστό μέτρημα. Μάτι αστρίτη είχε η Κατερίνη κι ήβλεπε και τη νύχτα και μόνο με το γεναριάτικο φεγγάρι , μα έπρεπε να ,,σιγουρέψει,, την επιτυχία .
Ένα μαγκαλάκι μέσα στο καταχείμωνο ακουμπημένο κοντά στα ξυπόλυτα πόδια της έστελνε υποψία ζεστασιάς . Πιότερο για συντροφιά το είχε .
Τα γκουπ ,γκουπ που έστελνε το αντί με τα χτυπήματά του ήτανε μηνύματα θαρρείς που ο Γιώργης τα ελάμβανε , το ´νιωθε ετούτο το κορίτσι, κι εμέτραγε τις μέρες ,τις ώρες ,τις στιγμές. Η νταβρωσύνη της νιότης του δεν έδινε άλλα περιθώρια πέρα από τα συμφωνημένα . Η ίδια η φύση το διάταζε. Ο γάμος ήτανε κανονισμένος μετά τον κωλόκουρο και πριν αρχίσει ,,ο κούρος,,. Όχι ο γάμος, τα του γάμου ! Ο γάμος στην τελετουργία του ήτανε γινωμένος ήδη απ´ όταν ήσανται παιδιά δεκατεσσάρων.
Έπρεπε να είχα υφάνει και μια σαλαπλάδα ,,τέτικια ,, σκεφτόταν η Κατερίνη καθώς η αντρομίδα έφτανε στο τέλειωμά της και να που ήρθε η στιγμή να τήνε καμαρώσει . Και της αφιέρωσε πολλές στιγμές όχι μονάχα μία ! Και πού να τη βλέπατε με τα κουμαράκια της κόκκινα, κατακόκκινα ,που κρέμονταν τρογύρω και χόρευαν με το παραμικρό κούνημα ! Πού να ήσασταν και μέσα στο μυαλό της Κατερίνης τότε, να βλέπατε, να νιώθατε πώς ,,πουρλάκαγε,, η σκέψη της και πόσα παραμυθένια όνειρα έκανε για την καινούργια της ζωή. Και να ,πλατύ το χαμόγελο ! Σαν ήλιος χαμογελαστός και σαν αστροπελέκι επρόβαλε και της εχάριζε στιγμές ευτυχίας ,που τις εμάζευε και τις ,,εσακούλιαζε ,, στου νου της τα ντουλαπάκια ,όπως εμάζευε όταν ήταν παιδί τις πρωινές ηλιαχτίδες σαν έπαιζαν μαζί της .......
Θα τη φτιάξω, θα τη φτιάξω και την κεντιστή σαλαπλάδα . Θα την προκάμω ! Τρεις μήνες και βάλε θα μου φτάσουν αν δουλεύω ,,σερί ,, και κάμποσο τη νύχτα. Φτάνει που υπάρχει μπόλικο ,,μιτάδι,, και γνέμα βαμμένο . Υπήρχε στ´ αλήθεια έτοιμο ,αλλά για των αδελφών της το μερτικό .
Θα το κουβεντιάσω με τα κορίτσια. Δε θα μου αρνηθούν !
Τότε που την επαντρέψανε , η Κατερίνη ήτανε παιδί, ,,δεκατέσσερο χρονώνε,, μοναχά, τότε που κοιμότανε ακόμα το σώμα της στης παιδικότητάς της το προσκεφάλι, τώρα όμως στα είκοσι είχε ,,νογέψει,, , οι ορμόνες της παίζανε τη σκέψη της κομπολόϊ κι εκείνη φτεράκιζε κι όπου ήθελε πήγαινε. Μια στα Τρελάγκαθα την έβρισκες, μια στη Στραβόραχη, μια στις Αγραπηδούλες, μια στις φιλενάδες της στη ,,ρούγα ,, μα πιότερο έτρεχε στο Γιώργη, τον όμορφο και σεμνό άντρα που επί τέλους ,,κόντευε ο καιρός,, που θα γινόταν γυναίκα του !
Δίπλωσε την έτοιμη πλουμιστή αντρομίδα στα τέσσερα και την άπλωσε με το νου της απάνου στο σαμάρι του αλόγου τους κι εφανταζότανε το Γιώργη , κύρη της και βασιλιά της, έτσι μαθαίνανε να έχουνε τους άντρες τους εκείνο τον καιρό τα κορίτσια , ψηλά , πολύ ψηλά , που θα πήγαινε στους γάμους και στα πανηγύρια στα διπλανά χωριά , που θα επήγαινε ,,καμμιά βολά,, στην πόλη , στην Κυπαρισσία ή στην κωμόπολη τη Ζαχάρω , στη Ζούρτσα και στην Αντρίτσαινα ή και στον Πύργο ακόμα-ακόμα ,α μπα , όχι ο Πύργος ήτονε μακριά, κι εκείνη θα τον εκαμάρωνε στο φευγιό του και στο γυρισμό του ! Ύστερα με προσγειωμένη πλέον τη σκέψη της την άπλωσε στο σκοινί που απλώνανε τα σκουτιά τους για να στεγνώνουν , φώναξε τις αδερφάδες της ,τη μάνα και τη βάβω της κι ούλες μαζί
μ´αγκαλιά τις φιλοφρονήσεις και τα ευκολόγια ένα κουβάρι αγάπης γινήκανε μπροστά στα βλέμματα της απλωμένης αντρομίδας που κάθε χρώμα της και κάθε της παράσταση βολή γινόταν στα βλέμματά τους ,εκεί μπροστά τους , και θα γινόταν βολή μεθαύριο στα προικιά απλωμένη να ,,βγάζει μάτι,, παιγνιδιάρικα με τα κουμαράκια της να κρέμουνται ,,σα λιλιά ,, και τα πλουμιστά κεντίδια της να στέλνουν ιριδισμούς ευτυχίας στις νιες τις ανύπαντρες, που η κάθε ,,μίνια,, θα έβανε τη θέση της στης Κατερίνης τη θέση !
Γελούσαν και τα κεραμίδια με τη χαρά της Κατερίνης ! Ήταν η ώρα να γυρέψει τη χάρη από τις αδερφάδες της και την έγκριση από τη μάνα της για να συνεχίσει τον αγώνα, έναν αγώνα δρόμου στης υφαντικής τέχνης το στοίχημα κι ό,τι έβανε στο νου της η Κατερίνη το κατάφερνε ,,κιόλανε,,.
Δε γινόταν να της χαλάγανε χατήρι οι αδερφές της ούτε η μάνα της και το γνώριζε τούτο όταν έπαιρνε μέσα της την απόφαση να υφάνει και την ,,παλιάτσα,,.
-Μωρ´τσιούπρα μ´, θα κιοτίσεις βαϊζούλαμ´,θα κιοτίσεις !
-Και στα γιορτάσια του άντρα μου, μάνα μ´, και τις Λαμπράδες τι θα στρώνω στο πάτωμα εγώ όταν οι άλλες θα στρώνουνε τις πλουμιδάτες τους;
Δεν ήθελε και πολύ μια μάνα να λυγίσει σε καιρό μάλιστα που κόνταινε ο καιρός να την έχει μαζί της.
-Με την ευκή μου Κατερίνη μου ! Καλό κουράγιο και καλορίζικη ! Αφού το θέλεις τόσο, πως εγώ κι οι αδερφάδες σου να σου χαλάσουμε το χατήρι; Θα είναι το δώρο τους στο γάμο σου ,είπε η Γιωργίτσα κι εκοίταξε λοξά με νόημα τα δυο κορίτσια της .
-Ναι Κατερίνη μου, ναι, είπαν κι οι δυο μ´ένα στόμα.
-Εγώ ,,θα σου βάνω τα μασούρια ,, της είπε η Λισσάβετη.
-Κι εγώ θ´αναλάβω το σπίτι με ούλες του τις δουλειές είπε η Τριαντάφυλλη .
Η Κατερίνη ενθουσιασμένη έδωκε τις ευχαριστίες της και δεν περίμενε και πολύ για να ριχτεί στη δουλειά . Πού θα έβρισκε όμως το ,,σκέδιο,,;
-Μάνα, θα πας εσύ στην Παύλαινα να σου δώκει την πλουμιστή ,,παλιάτσα ,, της που την έχω ιδεί και μ´αρέσει;
-Θα πάου, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι θα μου τη δώκει, ,,είναι στριμμένο άντερο,, η Παύλαινα ! Θα βρει δικιολογία κι άδικα ,,θα ρίξω τα μούτρα μου,,. Να πάου καλύτερα στην Αργύραινα που είναι βολική γυναίκα, δεν έχει και τσιούπρες που θα ,,συναγωνιούνται,, για το ποια θα ´χει καλύτερη παλιάτσα . Είναι που σου βουλήθηκε ,,τώρα και στ´απότρυγα,, να υφάνεις και πλουμιστή παλιάτσα και σε κυνηγάει η βιάση , αλλιώτικα θα σου ,,ήφερνα,, εγώ παλιάτσα από την τάδε στον κάμπο ,κι είπε τ´όνομά της, που θα ετρίβανε ούλες τα μάτια τους.
-Καλά ρε μάνα , ξερεις σκέδιο ασεριάνιστο κι είσαι ακόμα εδώ;
-Δυο ημέρες δρόμος πήγαιν´-έλα τσιούπραμ´ !
Για δυο ημέρες γίνεται λόγος; Θα τα προλάβω με λίγο ξενύχτι παραπάνου, μη νοιάζεσαι μάνα !
Και πού είσαι ! Μαζί θα πάμε ! Προτιμώ να ξέρω ,,τι μου γίνεται,, ! Κι όρμησε σα σίφουνας ,,να στρώσει το γαϊδούρι,, , να φορέσει το σαμάρι στο γαϊδούρι δηλαδή , ,,να ρίξει,, και την ριγωτή αντρομίδα ,,απού πάνου,, για να καβαλήκει η μάνα της που δήλωσε ,,κομμάτια ,, πιότερο για να την αποτρέψει από κόπο που θεωρούσε περιττό , να ντυθεί και ...νωρίς ήτο ακόμη , να προλαβαίνανε και να γυρίσουν κιόλας ! Αχ, αυτή η φούρια που πιάνει τους νέους που δεν ,,το έχουνε σε τίποτα να πουρλακίσουν ,, για ό,τι ορέγονται !
Η Γιωργίτσα δεν είχε άδικο ! ,,Τέτικο σκέδιο ,, θα έκαμνε τις συντοπίτισσές της, ακόμα και τις φιλενάδες της να σκάσουν από τη ζήλεια τους.
Από την επόμενη κιόλας η Κατερίνη βάλθηκε να πετύχει το στόχο της και ρίχτηκε
,,μονορούφι,, στη δουλειά .Τρεις ολάκερους μήνες της επήρε εκείνη η δουλειά κι ογλήγορα ,,την έκιωσε ,,. Μπελαλίδικο σκέδιο , τρανό το σκουτί , ,,μπάντα κι άλλη ,, θ´αγκάλιαζε τη σάλα, μέθοδος ,,τοις μετρητοίς,, ή και ,,της μετρητής,, άξιζε όμως τον κόπο. ,,Φουφουδάτη,, και μοναδική στο χωριό η σαλαπλάδα της Κατερίνης
,,θα έκανε τράκες,, στο στήσιμο του προικιού της. Μοναχά που παρατρίχα να την έβρισκε η παραμονή του γλεντιού ,,του φευγιού της,, , της είπε η μάνα της πειραχτικά μα την Κατερίνη τι την ένοιαζε πια, είχε καταφέρει αυτό που ήθελε και της έφτανε !
-Καλά σου λέει ,της είπανε κι οι άλλες. Παρά τρίχα να σ´εύρισκε ο Γιώργης στον αργαλειό . Κι εγέλασαν ούλες μαζί !
Λιονταρίνα μου ! Είπε η Γιωργίτσα κι αγκάλιασε πάλε τρυφερά το κορίτσι της καμαρώνοντάς το για την αξιοσύνη του!
Με ,,το νταμάχι, σου, της είπε, ,,ήφερες βόλτα ,, μια δουλειά που ήθελε άλλο τόσο καιρό για να γένει . Μια βολά ,μια ορμήνεια θα σου δώκω. Το νταμάχι να ντο περιορίσεις. Άιντε μια βολά στα ζόρια, άιντε και να σου το συχωρέσει το κορμί σου κι η καρδιά σου, το συνέχεια σκοτώνει βαϊζούλα μου.
-Παραδέξου το, είσαι ,,νταμαχιάρα,, ,είπε κι η Λισσάβετη που δεν το θεωρούσε και αναγκαίο να είχε λουλουδάτη σαλαπλάδα στο πάτωμα.
-Είμαι, δεν είμαι, εγώ μια βολά τόκαμα ´κείνο που ήθελα. Φχαρστώ και του λόγου σας για τη συδρομή. Και ναι, θα πήξει και το δικό μου το μυαλό, θα προσέχω .
-Αϊντε πάψε, αδερφή μας είσαι ! Και ξένον θα βοηθάγαμε άμα τόχε ανάγκη. Όχι ,που δε θα βοηθάγαμε την αδερφή μας!
Καλορίζικα ! Καλορίζικα ! Κι απλώθηκε τούτη η εγκάρδια ευκή ίσα με τον ουρανό ....
Η Γιωργίτσα για να ξαλαφρώσει την Κατερίνη, έραψε τα φύλλα της ,,απλάδας,, μεταξύ τους , χρέος της ήταν άλλωστε ,,να βοηθήκει,, , κι έκαμαν γιορτή για τον άθλο της αυτό !
  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (Α)

 Γιορτή με λαλαγγίδες

 Γιορτή εκ των ενόντων ,δηλαδή οικογενειακή ,ζεστή , γλυκειά και νόστιμη !

Τσιζζζζζζζζ......! Τσιζζζζ....τσιζζ...! Ο τσιτζιριστός ήχος και η βαρειά μυρουδιά του λαδιού έσπασαν τα ρουθούνια της Κατερίνης και την εξύπνησαν από το βαθύ της ύπνο. Ποτέ άλλοτε δεν είχε κοιμηθεί τόσο πολύ βαθιά ! Δεν ήθελε να σηκωθεί από το κεββάτι. Η κούραση ξέσπαγε. Στην υπερβολή δε φιλοτιμιέται ούτε και το νεανικό κορμί, αν και τ´όνειρο είναι μια υπερβολή από μόνο του.
,,Ανασγουρλεύτηκε,, στο κρεβάτι της , μ´αντί να δώκει ,,έναν πήδο,, ,όπως έκανε πάντα, και χωρίς καν να κωλοκάτσει στο κρεβάτι της ,, ν´ανακλαριστεί,, και να χασμουρηθεί και να βρεθεί ολόρθη σα λαμπάδα της Λαμπρής να γυροφέρνει ρυθμικά κι ογλήγορα τις ξυπνητικές διαδικασίες, εκείνη γύρισε το άλλο πλευρό και ,,ξεράθηκε πίσω,, κι ούτε όνειρο δεν ήθελε να ιδεί. Το σώμα της ανάσαινε βαριά μα το πρόσωπό της έλαμπε. Έλαμπε κι ήσαν απάνω του ζωγραφισμένες ιστορίες που δε χρειαζόταν να γνωρίζει γράμματα κανείς για να τις διαβάσει.
Το μεγάλο βαρύ χαλκωματένιο τηγάνι απάνου στη φωτιά τσιτζίριζε αδιάκοπα κι ήτανε τούτο πρόσκληση ή κλάημα κανείς δε γνώριζε, γνώριζε όμως καλά η Τριαντάφυλλη πως έπρεπε να ρίζει μέσα του ,να τις καταπιεί το λάδι , κουταλιές από τον αραιό ρευστό χυλό ,που μόλις ,,ανακάτωσε,, με νεράκι και λιγουλάκι αλευράκι , μια πρέζα αλάτι και λιγουλάκι απόστημα πορτοκαλιού που βρέθηκε μια κούπα ,πορτοκαλόκουπα από το κέρασμα πόκαμε από δίπλα η μάνα της Παναγιώτας στη βάβω , μπόλικα ήσαν και τα δυο, ο λόγος λέει το λιγουλάκι, να τις ρίξει ,,το λοιπόν,, και να τις ροδοψήσει.

Μια πιατέλα ,,χωματένια,, , έτσι λέγανε τα πήλινα σκεύη ...χωματένια ...από το χώμα του πηλού.... , παράστεκε ακουμπισμένη στο τραπέζι του παραγωνιού μ´ανοιχτή την αγκαλιά της, να δεχτεί το πολύτιμο φορτίο της. Και μια ξύλινη γαβάθα παραπέρα την ίδια αδημονία είχε. Τι δηλαδή οι τσοπαναραίοι ,τ´αδέρφια της κι ο πατέρας της, ,,δε θα ευκιόσανται,, καλορίζικα τα ομορφόσκουτα;
Σαν προβατάκια μέσα στο λάδι κολυμπούσαν οι ζυμαροκουταλιές κι ανασήκωναν τις άκριες τους σα γείσο από το ψήσιμο σε μια φιγούρα υπεροχής ή και διαμαρτυρίας και τότε η Τριαντάφυλλη ,,τρούπαγε,, σε μία-μία τα σωθικά για να τις γυρίσει τ´ανάποδα, να ψηθούν κι από την άλλη. Κι ύστερα αλύπητα κάρφωνε βάζοντας τη μία απάνω στην άλλη μέχρι που τίγκαρε η πηρούνα και με μια κίνηση υποβοηθούμενη από τ´άλλο της χέρι τις άφηνε ν´απλωθούν στην ανυπόμονη ,,παδέλα,, κι όταν εκείνη χόρτασε τηγανιές λαλαγγίδες κι έγινε βουνό απάνου της ο θησαυρός, γιόμισε κι η γαβάθα για τους τσοπαναραίους ,,εκεί πλαϊνά,, στα Τρελάγκαθα ,έστρωσε καθαρή μεσάλα στο τραπεζάκι δίπλα στο παραγώνι που το φύλαγε πιστός φύλακας η βάβω κι ήφερε στερνά το πετιμέζι παχύ-παχύ και τη μπουκαλίτσα με το μέλι που το φύλαγαν για φάρμακο ,σιρόπιασε τις ολοστρόγγυλες τηγανίτες ,που τους πήρε βίαια την παρθενιά η Τριαντάφυλλη με την πηρούνα αφήνοντας την ,,γκεβγκίρα,, να κρέμεται παραπονεμένη στον τοίχο . Λες κι είχε μανία οχτρική τρούπαγε τάκα-τάκα το ψημένο ζυμάρι το κορίτσι σα να έβγανε κάποιο άχτι απάνου τους. Αλλά μπα, συνήθειο της γληγοράδας της ήτανε ,γιατί τόσο πράος που ήτανε ο χαραχτήρας της ούτε σα σκέψη δε γινόταν να το περάσει ετούτο στο μυαλό της. Τηγανίδες τρώγανε συχνά αλλά όχι πάντα μελωμένες ,σκέτες ! Ούτε το μέλι τούς ήτανε πρόσφορο ούτε το πετιμέζι .
-Νοικοκύρης θες να λέγεσαι Θανάση μα δυο αράδες αμπελάκι δεν εβάλαμε ακόμα ,του έλεγε συχνά η Γιωργίτσα του Θανάση !
Καλά ,και δυο κυψέλες ,,εκεί σιαπέρα,, , μέσα στη φύση όπου οι μέλισσες τρελαίνουνται χορεύοντας στα λούλουδα τόσο δύσκολο ήτανε να είχαμε;
-Ναι ,τόσο δύσκολο , της είχε απαντήσει απότομα, κι άμα θέλεις φτιάχτα μοναχή σου! Έδειχνε πού και πού το χαραχτήρα του ο Θανάσης που δεν ήτανε και τόσο καλός ούλονε τον καιρό και δεν τον έγνοιαζε ,,κιόλανε ,, για τη γνώμη των ,,αλλουνώνε,,.
Μοναχή της; Αμ, τι ενόμισες καψερέ μου, πως δεν ημπορώ να τ´αποχτήσω σκέφτηκε πάραυτα και σγάρλισε με τη ,,μασιά,, τη φωτιά ,,πο ´κατσε δεκείλια ,, στο παραγώνι να ξαποστάσει και του λόγου της μια στάλα ,μα το ,,ντριβέλι,, του νου της δεν την άφηκε !
Το ´βαλε γινάτι, που λέτε η Γιωργίτσα, και τ´απόχτησε ! Κι έτσι είχε στο σπίτι της από ούλα στο εξής.
-Άιντε μίλα της τώρα, ,,ο ήλιος έσκασε,, ,είπε η βάβω στην Ελισσάβετη κι εκείνη χωρίς δεύτερη κίνησε για το κρεβάτι ,όπου ακόμα έδειχνε πως κοιμόταν η Κατερίνη.
Μονάχα τα σκουτιά ήσαν όμως στο κρεβάτι κι έδειχναν άνθρωπο κουκουλωμένο.
Κατερίνη, Κατερίνη, τίποτα ! Τους δίνει μια και τα σηκώνει στον αέρα ,τίποτα !
Χέλι ήταν κι ,,εκιούλησε,, όξω από τα σκουτιά δίχως να ντα χαλάσει στάλα ,σκεφτόταν , κι ύστερα φωναχτά :
-Ρε, τι έγινε, για όνομα Θεού, ,πο πηε ,, τέτοια ώρα ! Μωρ´ Κατερίνη πο είσαι μωρή;
Κατερίνη, έλα αδερφή , δε σου μύρισε λαλαγγίδα; Έλα και θα κρυγιώσουνε !
Αν της είχε μυρίσει λέει! Εμ, αυτή η μυρουδιά δεν την εξύπνησε; Αλλιώτικα μπορεί και να την έπαιρνε το βράδυ στο κρεβάτι και να κοιμότανε σερί ίσιαμε τ´άλλο πρωί και κανένας ,,δεν θα την ενόχλαγε,,.
-Εδώ είμαι ζάβαλε ,της λέει ,καθώς ξαγνάνταγε στο φράχτη της αυλής τους. Είπα ,,να μιλήσω,, και στην Παναγιώτα να φάμε και να κουβεντιάσουμε .
-Α,μπα μπα ! Έχουμε και καιρό για κουβέντες τώρα, ,,εσύ τρώγεσαι,, πότε να μπεις στον αργαλειό !
-Ε, καλά τώρα κι εσύ ! Με δυο κουβέντες δε χασομεράς, κουράγιο παίρνεις στο διπλό ,,καημένη,, ! Άιντε Παναγιώτα ,βιάσου ! Θα τις φάνε μοναχές τους ετούτες τις λαλαγγίδες κι εγώ που πίστεψα πως πρώτη θα μελώσω τ´αχειλάκι μου!
-Και βέβια, πρώτη ! Γιατί σε κράζουμε; Αν δεν ήτανε για τα καλορρίζικα θα σ´αφήναμε να κοιμόσουνα ίσιαμε το βράδυ με την κούραση πόχεις ,,αποκορωμένη,,.
Όξω από την παδέλα σ´ένα πιάτο ήσανται καμμιά δεκαριά λαλαγγίδες μελωμένες με κανονικό πηχτό μέλι κι όχι με πετιμέζι .
-Βρε καλώς τις τσιούπρες μ´, βιάστηκαν να καλωσορίσουν μ´ένα στόμα η βάβω και η Γιωργίτσα που μόλις έμπαινε στο σπίτι μετά την τρίτη νερόστρατα. Έπρεπε να υπάρχει νερό για τη λάτρα μετά το φαγοπότι είπε ,, κιοτισμένη . ,,Μαγαρίζουμε,, το φαγοπότι μάνα πετάχτηκε η Κατερίνη. Με δυο λαλαγγίδες θα με ξεπετάξεις; Και βάλανε ούλες τους τα γέλια !
Πήρε η Γιωργίτσα το πιάτο με τις μελωμένες λαλαγγίδες και το πάσαρε στη βάβω.
-Έλα κοκόνα μου , της είπε, κι ευθύς της έβαλε στο στόμα μια πολύ μελωμένη τηγανίδα ! Καλορίζικα να ´ναι τα σκουτιά σου και μέλι η ζωή σου βαϊζούλα μου ! Μέλι ! Κι έτεινε το πιάτο στη Γιωργίτσα, ενώ η Κατερίνη μασουλώντας έσκιουψε να της φιλήσει το χέρι και να την αγκαλιάσει καθώς καταπίνοντας λαίμαργα έλεγε το ευχαριστώ της.
Έκαμε το ίδιο κι η Γιωργίτσα και η στιγμή φορτίστηκε κάπως συναισθηματικά ,αλλά γλήγορα αποφορτίστηκε ,αφού ,,πέσανε με τα μούτρα ,, ούλοι στο έδεσμα !
Η Γιωργίτσα ,,έφαε ό,τι έφαε,,, άρπαξε τη γαβάθα με τις τηγανίδες και το ´κοψε για το βουνό.
,,Μπαγιάτι,, θα τις φάνε , αλλά δε γίνεται κι αλλιώς είπε . Άντε γεια σας. Και
γυρνώντας στην Κατερίνη...
-Κι εσύ να μην το πάρεις μονότερμα, της είπε αυστηρά. ,,Πέστε τα εφτού χάμου,, οι ξαδερφάδες !
-Στο καλό μάνα, να μην έχεις έγνοια !
Η παδέλα δε χρειαζόταν πλύσιμο ! Την έγλειψαν στην κυριολεξία τα κορίτσια.
Τα χαχανά τους ακούγονταν μέχρι όξω ,τόσο που η Αγγέλω η περαστική από την άλλη άκρη του χωριού μπήκε μέσα από περιέργεια χωρίς ούτε καν να χτυπήσει την πόρτα. Σήκωσε το ζεμπερέκι και ,,μποπ,, μέσα ! Τι γένετ´εδώ κι ακουγόσαστε ίσια με τ´απέναντι βουνό, είπε επιταχτικά σα να ήτανε ο αφέντης του σπιτιού !
Για στάκα κυρά μου ,σε στάνη μπαίνεις; Πες μια καλημέρα πρώτα , γύρεψε και συχώριο για τη βλαχιά σου , μαγαρίζουμε για χάρη σου και τους βλάχους που μια χαρά ευγενείς κι ωραίοι είναι, αλλά είναι να μην πέσει κανείς στου λόγου το στόμα , και στερνά μας ρωτάς τα ποδέλοιπα......
-Η πανέξυπνη βάβω πήρε το λόγο και τα κορίτσια σταμάτησαν τα γέλια τους.
-Τίποτα δε γένεται Αγγέλω μ´! Γλέπεις να γένεται κάτι; Λαλαγγίδες φτιάξανε τα τσιουπιά και νιάτα πο´ναι κακαρίζουν ! Και συνεχίζει κάπως ειρωνικά...τι κάπως με βαρβάτη ειρωνία....Κρίμα που δεν ντο πήρες νωρίς είδηση ,,μας έκιωσε,, και το φίλεμα! Άλλοτε να βάνεις καλύτερο αυτί ! Άμεμ´ τώρανε στη δουλίτσα σου! Φχαρστιόμαστε για το ´διαφέρον !
Και καθώς η Αγγέλω έφευγε δυσαρεστημένη μουρμουρίζοντας κακόλογα , όλοι στο χωριό γνώριζαν πόσο περίεργη ήτο...., ουστ´από δω παλιόπραμα, που μπουκάρεις άπρεπα στα σπίτια του κόσμου και τα μολογάς...., κανείς δεν την είχε σε υπόληψη εξ´αιτίας της υπέρμετρης περιέργειάς της , κι έστριψε η βάβω κατά τα κορίτσια και τα σταύρωσε να μην τ´αγγίξει το κακό της μάτι. Απ´ ότι φάνηκε όμως το γέλιο και η χαρά των κοριτσιών ήτανε μεγαλύτερα από το μάτι της Αγγέλως κι από πείσμα τώρα γέλαγαν κι ομιλούσαν θαρρετότερα και υπό τις ευλογίες της βάβως.
Πιάστηκαν και στο χορό ....μάτια μου, από πού να ιδώ;
Γινάν καλέμ´ , γινάν´ νε τα μελώματα
στην απάνω γειτονίτσα που ´χει όμορφα κορίτσια.
Πιάστηκαν βρε μάνα μου, πιάστηκαν και στο χορό ,
πούν´ τα μάτια μου τα δυο !
Για να ιδώ κι αμάν-αμάν ,για να ιδώ και να γεμίσω
στον κατήφορο να ρίξω
μήλο και, βρε αμάν αμάν, μήλο και μακεδονήσι,
μήλο και μακεδονήσι ο γαμπρός να το πατήσει ....
Όπου στα...κι αμάν ,όπου στάθηκε το μήλο
βάνω μαξιλάρι φίλο....
Να φυλάει κι αμάν αμάν ,να φυλάει νύχτα στη στράτα ,
να φυλάει νύχτα τη στράτα για να μην το κλέψει μάτα ,
για να μην το κλέψει μάτα ο ψηλός με τη γραβάτα ....
Τι το Γιω- κι αμάν πουλί μου , τι το Γιώργη περιμένω.
Τι το Γιώργη περιμένω , μήλο το ´χω δαγκωμένο !
Τα μεσά- μανούλα μου, τα μεσάνυχτα που θα ´ρθει .
Τα μεσάνυχτα που θα ´ρθει , ό,τι του μέλλεί ας πάθει ....
Θα βρει κά- μανούλα μου, θα βρει κάμαρη ανοιχτή ,
θα βρει κάμαρη ανοιχτή, να καλοσυγυριστεί.....
Κι από τη κι αμάν αμάν κι από την πολλή ομορφάδα
ζάλισα στην σαλαπλάδα ...
Ζάλισε κι αμάν αμάν, ζάλισε κι αυτός πουλί μου..,
ζάλισε κι αυτός πουλί μου και τον βρήκε το φιλί μου !
  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ

 Το μαλλομπάμπακο σεντόνι

Μια πίεση θα την ένιωθε, δε μπορεί ! Σε λίγο θα έμπαινε στο μήνα που θα ´ρχόταν η οικογένεια του Γιώργη με συμπεθεριό να τήνε κατεβάσουνε νύφη κανονική στη Μοφκίτσα. Γιατί μέχρι τώρα, ,,εδώ πα που τα λέμε ,, νύφη ακούγανε και νύφη δεν ,,ηγλέπανε,, ! Το έθιμο έφταιγε ! Το έθιμο της ανάγκης ! Απομεινάρι της δούλωσης ήταν ! Φοβούνταν μην πάρουν οι Τούρκοι για γενίτσαρους τα ,,παιδιά,,τους ( τα σερνικά, τ´αγόρια ) και στο χαρέμι τα κορίτσια τους, τις ήθελε και παρθένες βλέπεις ο Σουλτάνος , και τα πάντρευαν από ,,νιάνιαρα,, !

Και καλά η Κατερίνη ήταν και δεκατεσσάρων , άλλα θηλυκά τα αρρεβώνιαζαν ή τα πάντρευαν πολύ μικρότερα. Καμπόσα , κι από τα γεννοφάσκια τους ! Σα να ήσαν εμπορεύματα οι ανθρώπινες ψυχές και τα σώματα παζαρεύονταν ,,για το καλό τους,, ! Έτσι ήταν οι κοινωνίες τότε στα χωριά ,γύρω στο 1900, έτσι τα εθιμά τους κι οι ανάγκες τους κι έτσι έπρατταν !
Η Κατερίνη ελεύθερο πνεύμα , ζυμωμένη με την ελευθερία που της παρείχε το βουνό, δεν το πολυείχε δέσει κόμπο στο μυαλό της ετούτο μα το υπηρέτησε ,αφού έτσι έπρεπε να γίνει. Δεν τολμούσες στις τότε κοινωνίες ούτε στις οικογένειες με τον πάτερ familia να φέρεις αντιρρήσεις. Πόσο μάλλον αν έχεις έναν πατέρα σκληρό σαν τον Θανάση .Έκαναν ,,μόκο,, λοιπόν οι γυναίκες για να μην τους χαλάει η διάθεση , εξυπνάδα τους θαρρώ αν δε γούσταραν επανάσταση.Οι επαναστάσεις ποτίζονται με αίμα . Πιότερη αξία είχε η ζωή και ασημαντότερη τα κιτάπια της κοινωνίας. Μέσα στην υποτιθέμενη αποδοχή των καταστάσεων κι όταν κανείς μεγαλωμένος με τέτοιο πνεύμα το θεωρούσε σωστό κυλούσε τη ζωή του κατά πώς την έζησαν κι οι δουλωμένοι πρόγονοί του τα τετρακόσια εκείνα χρόνια της σκλαβιάς , αλλά σαφώς πολύ καλύτερα. Ήτανε όμως κάτι στιγμές που οι αδικημένοι γύρευαν το δίκιο τους κι αν υπήρχε κάποιος να τους ,,τσίγκλαγε,, θα το έκαναν το γιουρούσι και στους πατεράδες και στους προεστούς και στους κυβερνήτες κι ας μην είχαν ιδέα με το ποιους θα επήγαιναν να τα βάλουν.
-Ε, Κατερίνη μου, που πας ακόμα δεν επήρες ανάσα ,της είπε η βάβω καθώς την είδε με τη Γιωργίτσα και τις αδερφές της ,,ν ´ανεβάζουν,, στον αργαλειό το μιτωμένο βηλάρι με το μπαμπακερό στημόνι.
-Ξέχασες τι μου έλεγες βάβω όταν μαζεύαμε την ελίτσα μας σαν ήμουν μικρή και κιότιζα μπροστά στο σωρό τις πεσμένες ελίτσες; Θέλεις να με βρει ο γαμπρός στον αργαλειό; Στο λάκκο ήθελε να ειπεί, γιατί έτσι έλεγαν τον αργαλειό λόγω του σχήματος που έπαιρνε στο στήσιμο, αλλά επειδή της έμοιαζε με θάνατο η λέξη,
άσχετα αν εκείνον τον λάκκο τον λέγανε ,,κιβούρι,, , την είχε αποποιηθεί. Εκείνη ήξερε να χαίρεται μόνο στη ,,τη λάκα της,, ,στην απλωσιά της, στο ίσιωμά της, εκεί που έπαιζε επινοώντας παιγνίδια με τ´αδέρφια της. Δεν είχε καμμιά σχέση με το θάνατο. Ούτε κι εκείνος τόλμαγε να την αγγίξει.
Πρέπει να τολμήσω βάβω μου ! Κι άλλωστε τις συμβουλές σου ακολουθώ κατά γράμμα ! Θα έπρεπε να ήσουν ευχαριστημένη ,είπε η Κατερίνη και συνέχισε τη δουλειά της.
Η βάβω κούνησε το κεφάλι με τρόπο που δήλωνε ευχαρίστηση γιατί η ,,αγγόνα,, της θυμόταν τα λόγια της ,έδωκε κανά δυο χτυπήματα με τη ,,μπαστούνα,, της στο πάτωμα και πισωπλάτισε.
-Ε, τότενες, καλή σου δύναμη βαϊζούλα μου, της ευχήθηκε κι η ευχή της διασκορπίστηκε στον αέρα καθώς έκλεισε την πόρτα πίσω της. Κάποτε όταν η βάβω ήταν νεότερη και ήταν στα μέσα και στα έξω ,δερβέναγας που τη σκιαζόταν ακόμα κι ο γιος της ο Θανάσης που ήτανε κι ελόγου του πολύ σκληρό καρύδι, είχε τη μικρή Κατερίνη ,,το δεξί της χέρι,, στα θελήματα και η μικρή πρόθυμα έτρεχε κι άκουγε ! Είχε πολλά μαθημένοι από τη βάβω της η Κατερίνη που τα´μαθε αργότερα στα παιδιά της και με τη σειρά της στ´ αγγόνια της.
Καμμιά στιγμή τους δεν άφηναν να πάει χαμένη στο χωριό. Η μέρα τους ήταν ισόποσα μοιρασμένη σε υποχρεώσεις ακόμα και οι νύχτες τους το βαρύ χειμώνα δίπλα στο τζάκι. Εκεί είχαν ,,βάλει,, τα ράσινα μασούρια, εκεί είχαν γιομίσει τις σαΐτες. Από το ,,χινόπωρο,, ήσαν διασμένα και μιτωμένα τα στημόνια, εκεί ήσαν γνεσμένα τα μαλλιά που δεν ηθέλανε βαφή για το συγκεκριμμένο ρούχο .
Από το ,,χινόπωρο,, ήσαν διασμένα και μιτωμένα τα στημόνια κι έτσι το υφάσιμο παρ´ότι το λέγανε σκλαβιά μεγάλη, εκείνη τη φορά η Κατερίνη ούτε που την εκατάλαβε αυτή τη σκλαβιά. Αντίθετα την είδε σαν έναν ωραίο τρόπο να πραγματοποιήσει το όνειρό της. Δε γινόταν να είχαν ούλες οι φιλενάδες της κεντηστές αντρομίδες και σαλαπλάδες, μαλλομπάμπακα σεντόνια και μαλλομέταξα και του λόγου της να μην τα είχε ! Τα καλύτερα δικά της η Γιωργίτσα τα είχε δώκει στην Ελένη ,που είχε παντρευτεί πριν από την Κατερίνη. Κι αν εσείς γνωρίζετε αδέρφια να μη ζηλεύονται για κάτι τέτοια να το πείτε ! Η Κατερίνη όμως δεν το φανέρωνε. Και γιατί αγαπούσε τ´αδέρφια της και σεβότανε τη μάνα της που ό,τι έκανε ήτανε καλά καμωμένο , αλλά και γιατί η ίδια ήτανε ,,αντρούτσος,, κι είχε κι έναν εγωισμό . Τι ,δεν ήταν άξια ελόγου της να περάσει από τα χέρια της μια δουλειά που όλες οι γυναίκες ήξεραν να κάνουν; Και στο κάτω-κάτω τα δύσκολα είχαν γίνει. Το σαΐτισμα μια από δω και μια από ´κει παιγνίδισμα ήτανε και τραγούδισμα. Και γύμναση των ποδιών και των χεριών της ήταν. Και ικανοποίηση. Σαν τέτοια τα έβλεπε η Κατερίνη και στρώθηκε στον αργαλειό. ,, Έκιωσε ,, τα δύσκολα , δε θα έκιωνε τα εύκολα; Πέρα από το κωλοκάθισμα με τις ώρες ,που κούραζε την πλάτη και τη μέση της, δεν ήταν λίγο ετούτο ,αλλά ποιος λογαριάζει στα νιάτα του τον κόπο, τ´άλλα όλα ήσαν παχνιδάκι για κείνη. Κι η μέση της κι οι πλάτες της όμως κουνιούνταν με το πέρα -δώθε, με το μια δεξιά.,μια αριστερά, μια στο κέντρο ίσια.
Ο αργαλειός της με το σαΐτισμα άρχισε ξανά να τραγουδάει..
Δυο δάχτυλα με μπαμπακερή κλωνά υφάδι, δυο μάλλινη στημονοκλωνά κι ήξερε τούτη να την κλώθει η Κατερίνη άψογα , τρία βαμβακερή, δύο, δύο, δύο, πέντε, δυο αράδες μπαμπακερό νέμα, δυο αράδες μάλλινο στημόνι κι άλλες δυο βολές το ίδιο, τρία δάχτυλα μπαμπακερό κι αντικρυστά το ίδιο και πάλε δύο,δύο, δύο, δύο,δύο ξεκινώντας και τελεύοντας με μπαμπακερό και πάει λέγοντας και κάνοντας.......
Κι η σαΐτα περνοδιάβαινε τις αργαλειορούγες μετρώντας τις αράδες και χαίρουνταν η Κατερίνη π´αυγάταιναν ,,οι πήχες,, και χαίρουνταν κι ο αργαλειός με τ´αντί του και τα χτένια του κι ούλα τα σύνεργά του που άξια χέρια τον δουλεύανε .
Απ´όξω το είχε μάθει το σχέδιο η Κατερίνη και τα χέρια της πηγαινοέρχονταν μαζί με τη σαΐτα και δεν ελογάριαζαν τα πήγαιν´,έλα. Ο σκοπός μέτραγε ! Μονάχα ο σκοπός ! Κι αυτός σιγά-σιγά επιτελούνταν. Αδιάλειπτη και αγαστή συνεργασία είχαν Κατερίνη κι αργαλειός μα εκείνη από την αφοσίωσή της ξεχνούσε ακόμα και να φάει.
-Καρδούλα μου, πάρε και μιαν ανάσα , η βάβω τη γυρόφερνε κι άμα εκείνη, αγύριστο κεφάλι δεν το ´λεγε να σηκωθεί από την καθίστρα του αργαλειού της , στο στόμα της έβανε τη μπουκιά .
-Βάβω, άμα μου λερώσεις το πανί ,,θα τ´ακούσεις τα σχόλιανά σου,, της έλεγε και δεύτερη μπουκιά δεν εδεχόταν. Κι η βάβω με την ίδια υπακοή που της είχε και η Κατερίνη έπαιρνε ,,το πισωτώρι,, και χάνονταν για ώρες στο παραγώνι της κι ονειρευόταν λαμπρή την τύχη για την εγγόνα της ,αφού οι φήμες ήθελαν ως εξαίρετο παιδί και το Γιώργη της.
Πού και πού κοντοστεκόταν να ζυγίσει τις ρίγες με το μάτι της ,άμα η έγνοια της ,,πουρλάκαγε,, και της ξέφευγαν στο μέτρημα τα σαϊτίσματα ή να μετρήσει με την άκρη της κλωνάς την απόσταση. Το υποδεκάμετρο δεν το γνώριζε. Τις ,,πήχες ,,
τις μέτραγε με αγκωνιές, τα μέτρα ,,ως έγγυστα,, ,από την άκρη της παλάμης της μέχρι τη ,,θηλειά,, του λαιμού της. Δούλευε πραχτικά ,όπως κι ούλες οι γυναίκες του χωριού. Τις οδηγούσε η αισθητική τους ή ,,το δείγμα ,, ,η αντιγραφή.
Η Κατερίνη αλάφρωνε το λίγο -λίγο που τέλευαν οι πήχες. Γιόμιζε ικανοποίηση η ψυχή της και μια γαλήνη στεφάνωνε την όμορφη χωριατοπούλα .
Κι όπως ούλες οι νιες καμάρωνε και του λόγου της που τα προικιάρικά της θα είχανε όχι μόνο το άψογο μα ,,το γέμα,,.Πλούσια όλα , πλούσια κι όμορφα, φιλοτεχνημένα με το μεράκι της καρδιάς υπόσχονταν ζωή ευτυχισμένη ,όπως την ονειρευόταν η Κατερίνη κι όπως την ήθελε ,,το κάθε θηλυκό,, .
-Πάει και τούτη η έγνοια σκέφτηκε καθώς έκοβε το βηλάρι ,,στο κιώμα του,, κι ευγνωμονούσε την αντοχή της και το Θεό που της την έδινε. Μα πιότερο χαιρόταν που το ´βλεπε ατόφιο πεντάπυχο στο μάκρος επί τρία στο φάρδος (κι επί τέσσερα καμμιά φορά ανάλογα με το αντί ).
Καπάκι γίνανε τα ενώματα, καπάκι και τα ρέλια. Καπάκι και η πρόβα στο διπλό κρεβάτι των γονιών της. Το ίδιο και το φινίρισμα με την νταντέλα που καρτερούσε στο καλαθάκι της, κόπος που γλύκαινε τις χειμωνιάτικες μέρες της δίπλα στο παραγώνι με τη βάβω να της διηγιέται πράματα και τη Γιωργίτσα να τη συμβουλεύει.
Αργότερα έκαμε κι ένα χωρίς νταντέλα, σκέτο για πρακτικότερη χρήση , έτσι για να μη σταματάει η έγνοια, έτσι ,,για να μην έχει ο άντρωπος αναπαή,,. Ένα ποτάμι είναι η ζωή, ένα ποτάμι που άμα μπεις μέσα σε πάει όπου θέλει εκείνο.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε αγκαλιά με το μαλλομπαμπακό της σεντόνι σα μικρό παιδί με το παιγνίδι του. Ήταν η ανάγκη της ! Ποιος ήξερε τι όνειρα έπλεξε απάνω του εκείνη τη νύχτα ! Και το ξημέρωμα ένιωσε κάτι ,,να σούρνεται,, σα φίδι και ν´αλαφρώνει η αγκαλιά της. Και ...παπ....άνοιξαν τα ταξιδεμένα της μάτια .....
-,,Φουφουδάτο,, κι όμορφο έγινε Κατερίνη, της είπαν οι αδερφάδες της, που έκαναν το εγχείρημα και ...καρ...καρ..καρ τα γέλια ! Και δόστου ,,τσίγλισμα,, στην Κατερίνη κι ,,έπαιρνε αέρα ,, η νιότη κι εσκόρπαε χαρά η αγάπη !
-Άντε, άντε ! Μπάτε μέσα να το γιορτάσουμε με τηγανόψωμο και μέλι ! Ζεστά έχουνε γούστο τα τηγανόψωμα είπε η Τριαντάφυλλη σπρώχνοντας κατά ,,τον τσιατουμά,, την Κατερίνη ! Κι εκείνη με επιδεξιότητα αξιοζήλευτη την κυκλώνει, της δίνει μια αγαπησιάρικη σπρωξιά και...
-Άντεστε κι έφτασα ,να ρίξω μια ,,μπούφλα ,, νερό στα μάτια μου ! Με την ,,τσίμπλα στο μάτι,, θα γιορτάσω;
Η ζυμωσιά έλαχε να συμπέσει με το κιώμα του αργαλειού ! Βάλανε το μέλι ,εξαιρετικό γιορτινό συμπλήρωμα , τις άλλες βάνανε πετιμέζι , κι η γιορτή δεν άργησε να στηθεί. Έτσι γίνεται όταν είσαι νιάτο ! Έτσι γίνεται όταν η φύση σου σε προστάζει να ολοκληρώνεις έναν κύκλο κάθε φορά , όταν οι χαρές κρέμονται από απλά καθημερινά πράγματα κι απ´όνειρα της απλής λαχτάρας για νοικοκύρεμα της ζωής, της δικής σου ζωής !
-Μμμμμ! Τέτοια τηγανόψωμα δεν έχουμε φάει ποτέ, αναφώνησε η Κατερίνη καθώς κατάπινε σχεδόν αμάσητη την πρώτη μπουκιά .
-Είναι, γιατί ´ναι της χαράς βαϊζούλα μου , είπε η Γιωργίτσα σκουπίζοντας στα κρυφά ένα δάκρυ από τη συγκίνησή της.
-Καλορίζικο ,συμπλήρωσε η βάβω ,επίσης συγκινημένη !
Και το πρωινό εκείνο είχαν όλοι δικαίωμα στη χαλάρωση που προσφέρει η ανεμελιά της ολοκλήρωσης και η χαρά της ικανοποίησης .
  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 Ψυχοπαράσκευο

Άναψε και το καντηλάκι βαϊζούλα μου, είπε η Γιωργίτσα ,με τρυφερότητα που τη βάραινε η θλίψη, στη θυγατέρα της την Κατερίνη καθώς εκείνη έβραζε το στάρι να φτιάξει λίγα κόλυβα για την Ελένη την τρανύτερη θυγατέρα της ,που βιάστηκε να συναντήσει ,,τον Κύριο,, , όπως συχνά έλεγε η βάβω και η ιδιανή η Γιωργίτσα.
-Πρόσεχε να μην είναι απόπημα το νερό, δεν κάνει !
-Πώς να είναι ,,απόπημα,, μάνα, αφού ο κύρης λείπει; Μόνο εκείνος ζάβαλε καμμιά βολά, κακό συνήθειο εδαύτο, γυρίζει και πίνει με τη βήκα !
-Και πόσες βολές δεν τον έχω αποπάρει που το κάνει ετούτο και τούχω πάντοτε γιομάτη ,,τη βίτσα,, του πο ´ναι και βολική να πίνει, ,,να την παίρνει και κοντά του !
Τολμάει κανείς να ντα βάλει με τον κύρη σου Κατερίνη μου;
Από τη μεγάλη βήκα να βάλεις που εδιάκε κι ήφερε η Λισσάβετη μπρου βγει ο ήλιος καλά-καλά .
-Έννοια σου κι όπως θέλεις θα ντα κάμω μάνα μου!

Θεός σχωρέσ´την Ελένη μας ! Κι εσταυροκοπόθηκε η Κατερίνη ευθύς ως άναψε το καντηλάκι και τ´απόθηκε απάνου στο τραπέζι, δίπλα στο φρεσκοζυμωμένο πρόσφορο που η Γιωργίτσα μοναχή ολονυχτίς είχε ζυμωμένο με τα χεράκια της και το ´χε ,,σουφραϊσμένο,, με τη ,,σουφραΐδα που είχε φιλοτεχνήσει ο καλύτερος ξυλογλύπτης της περιοχής ο Σταυρής με τ´όνομα.
Μια πεντακάθαρη άσπρη υφαντή πετσέτα το είχε αγκαλιασμένο και ´κείνο ανυπομονούσε να φτάσει μαζί με το σπερνό, η ευλογία από αυτά δηλαδή, στην ψυχούλα της Ελένης τους. Είχανε κι άλλους πεθαμένους , ,,τους έπαιρνε κι εδαύτους η μπάλα,, μα ο καημός της Ελένης ,νιας γυναίκας, νιόπαντρης σκεδόν, ίσα που πρόκαμε ν´αφήκει ένα παιδί, ένα λεβέντη, αυτηνής ο καημός βάραινε πιότερο για τη χαροκαμένη μάνα.
Πάνω στην πετσέτα ένα χρηματικό ποσό για κεράκι και το βιβλιαράκι που αναφέρονταν μεθοδικά τα ονόματα των πεθαμένων ! ,,Μεδοχάρτι,, με παραφθορά, μεθοδοχάρτι επί το ακριβέστερον και σε έλλειψή του ένα χαρτάκι απλό έκανε ετούτο το χρέος. Πάντα τύχαινε και κάποια περίπτωση που δεν υπήρχε ούτε κι αυτό, αλλά ούτε και τότε υπήρχε πρόβλημα. Ο παπά-Θύμιος ήξερε το ποίμνιό του ζωντανούς και πεθαμένους απ´όξω και τους διάβαζε έστω κι αν δεν είχαν ,,μεδοχάρτι,, !
-Τα Ψυχοπαράσκευα και τα Ψυχοσάββατα να ντα φυλάς ,Κατερίνη μου, είπε η Γιωργίτσα, ενώ η βάβω αγνάντευε συλλογισμένη και συμπλήρωσε αυτομάτως..
,,Χαρά στο νε που φύλαγε τα τρία τα Σαββάτα...των Αποκριών, τ´Αρουσαλιού και των Άγιο Θοδώρων,,.
Είναι σοβαρά και αναγκαία για τις ψυχές ! Γυροβολούν ανάμεσό μας !
Ούτε βελόνα να πιάνεις ούτε τίποτα ! Είναι σα να τρουπάς τις ψυχές ! Έτσι τ´ακούσαμε κι εμείς, έτσι τα κάνουμε κι έτσι τα λέμε !
Ν´ανάβεις το καντήλι, άσβηστο να ´ναι και τις δυο ημέρες και την Παρασκευή και το Σαββάτο ! Να κάνεις ό,τι κάνουμε τόσα χρόνια τώρα, το ξέρεις, αλλά καμμιά βολά ,αν δε δώκεις και σημασία τ´αλησμονάς.
Και σπερνό να μη δύνασαι να κάμεις, λειτρουγιά οπωσδήποτε ! Τ´ακούς;
-Τ´ακώ μάνα μου, κι έτσι θα το κάμνω, έννοια σου !
-Όσο να στραγγίξει και να στεγνώξει το στάρι, έλα ,,δεπάλια,, να φέρεις μια γύρα ακόμα τα υλικά, μην έχει ξεμείνει κανά σαριδάκι !
Σταφίδες μαύρες, ξανθές, αμύγδαλα ξεφλουδισμένα και καβουρντισμένα, το ίδιο και το σουσάμι, καρύδια, ρόδια, μαϊντανός, φρυγανιά, κανελογαρύφαλλα και λιγουλάκι κόλιαντρο, πέρασαν ένα -ένα σπυρί από τα αστριτόματα της Κατερίνης και
ξεδιαλέχτηκαν προσεχτικά. Έκαμε το ίδιο στο απλωμένο στάρι. Μια χαρά ήτανε διαλεγμένα ούλα. Κανά δυο ήρες μοναχά είσανται ξεμεινεμένες , τις πέταξε και έτσι σιγουρεμένη η Γιωργίτσα ανακάτεψε τα έτοιμα ύλικα στη μεγάλη πήλινη γαβάθα .Στο τέλος έριξε και μια πλοχεριά χρωματιστά ψιλοκούφετα που τα είχε αγορασμένα επί τούτου επροχτές ο Θανάσης πο ´τρεξε στη Ζούρτσα για εδικές του δουλειές. Είχε και το μαγαζάκι του χωριού τέτικα πράματα ,αλλά αφότου πήγαινε ,γιατί να μην ήτανε σίγουρη για τη φρεσκάδα τους;
Μια μικρή κανιστρούλα πλυμένη , στεγνωμένη και ντυμένη με μια δαντελωτή πετσέτα κι ολοτρόγυρα κι έσω με λαδόχαρτο δέχτηκε μέσα της το πολύτιμο φορτίο.
Στην επιφάνεια μπόλικο σουσάμι κοπανισμένο στο γουδί και γινωμένο σαν αλεύρι κι απάνου του μπόλικη φρυγανιά να μην περονιάζει η υγρασία κι απάνου απάνου άχνη ζάχαρη διπλοκοσκινισμένη κι ισιωμένη κι ελαφρά πατικωμένη μ´ένα κηρόχαρτο
για οδηγό και την απαλάμη της απλωτή με καλοσμιγμένα τα δάχτυλα ,τάκα-τάκα ήφερε ολοτρόγυρα την επιφάνεια της κανίστρας η Γιωργίτσα κι έτσι άσπρη κάτασπρη που ήτανε ,χιονισμένη έμοιαζε η κανιστρούλα.
Τ´ασημοκούφετα καρτέραγαν παραπονεμένα.
-Έλα Κατερίνη, έλα ! Τα μάτια σου και τα χέρια σου είναι πιο σίγουρα από τα δικά μου ! Κάμε στο κέντρο είναι σταυρό κι ολοτρόγυρα μια μπιμπιλίτσα του γούστου σου με ασημοκούφετα, άϊντε 
μπράβο ! Άκρη-άκρη ολοτρόγυρα φύτεψε μια σειρά χοντρά άσπρα κουφέτα ,όσο εγώ να χαράξω ,,σε μπουκούνια,, το ψωμί.
Το χάραξε και το τοποθέτησε σε μια λίγο μεγαλύτερη κανιστρούλα το ίδιο νοικοκυρεμένη και στολισμένη όπως εκείνη με τα κόλυβα.
-Όμορφα τα ´φτιαξες ,είπε η Γιωργίτσα στην άξια Κατερίνη. Η Ελένη μας θα είναι ευχαριστημένη !
-Θα είναι μάνα μου, θα είναι !
Απογιομάτιασε ! Ο παπά Θύμιος βάρεσε νωρίς την καμπάνα να προλάβει να διαβάσει ούλα τα ονόματα ,ακόμα κι όσων δεν είχανε κανέναν να τους θυμηθεί, και ,,να κιώσει κι ογλήγορα ,, , γιατί χειμώνας ήτανε, ψοφόκρυο έκανε ακόμα , να μην ,,πουντιάσουνε κιόλα οι χριστιανές ,ήσανται που ήσανται λιώμα στην κούραση ούλη μέρα,, !
Μια ιεροτελεστία ήτανε εκείνο τ´απόγιομα του Ψυχοπαράσκευου! Ο καθένας άκουγε τ´όνομα του πεθαμένου του κι άναβε στο μανάλι το ή τα κεράκια του, ανάλογα με το πόσους πεθαμένους είχε. Έκανε το σταυρό του παρακαλώντας να είναι σε θέση παραδείσου η ψυχούλα του αγαπημένου του προσώπου και ματακάθουνταν στη θέση του μέχρι να κιώσουν ούλα τα ονόματα κι ό,τι άλλο εκκλησιαστικό είχε να κάμει ο παπάς. Στο τέλος έγινε το μοίρασμα ! Όσοι περσότεροι έπαιρναν τόσο το καλύτερο. Κι αν ήσανται και πεινασμένοι ακόμα καλύτερα. Έπιανε τόπο το συχώριο !Ό,τι απόμενε το μοιράζανε στο δρόμο ,,στους καταλαχάρηδες ,, και τους περαστικούς ή στα μαγαζάκια, δύο είχε το χωριό. Συνήθως οι γυναίκες ,, πάαιναν,,σε τούτη την υποχρέωση χωρίς βέβαια ν´απαγορεύεται στους άντρες. Ήξερε το έθιμο ,,τι κουμάσια ήσαν,, ,τι καπηλοτέμπελα ζαγάρια και τους άφηνε απ´όξω από τη διαδικασία . Ούλα κι ούλα όμως το σχώρεμα έβγαινε από την καρδιά τους και το σταρόζουμο το ρούφαγαν σα φίδια ! Και ,,βέβια,, δεν το πέταγαν το σταρόζουμο. Τόσο θρεφτικό και νόστιμο που ήταν δεν ήτανε για τα γουρούνια. Εκείνα θα γεύονταν τα πλύματα. Λες και θα λέγαν όχι ; Γουρούνια είναι παμφάβα ζωντανά και μες τη λάσπη κολυμπάνε, σιγά να μην επέλεγαν το φαΐ τους !
Ένα μνημόσυνο για τους νεκρούς είναι χρέος ! Ένα μνημόσυνο ετούτες τις ημέρες είναι και χρέος και ανάγκη ! Κι όποιος το κάνει νιώθει πως οι δικοί του άνθρωποι έχουν την εύνοια του Θεού και τη δική τους θύμηση !
-Ας είναι ευλογημένοι ,είπε η Γιωργίτσα καθώς απόθηκε τα άδεια
,, κανιστοσυμπράγκαλα ,, στο τραπέζι !
-Θος σχωρέσ´τους , είπε και η βάβω που μόλις απόθηκε κι ελόγου της στο χαμηλό σκαμνάκι δίπλα στο τζιάκι !
Ο Θεός να τους έχει στα ξεξιά του είπαν οι τρεις αδερφές ,,μονοκοπανιά,, σα να ήσαν σε χορωδία !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

  Καταμέτρηση

Η επιθυμία για ,,το έχειν,, ποτέ δε σταματά στον άνθρωπο πόσο μάλλον όταν βρίσκεται σε μία φάση της ζωής του όπως η Κατερίνη. Το νέο σπιτικό θέλει από ούλα ! Είναι άπληστο, όσο άπληστη είναι και η επιθυμία του ιδιοκτήτη του. Παρ´ότι η Κατερίνη σα μικρό παιδί έζησε αρκετά στο βουνό κοντά στα γαλάρια και ήταν συνηθισμένη να αρκείται στα βασικά, εν τούτοις η γυναικεία διαισθητικότητα, ίσως κι ο ίδιος ο λόγος που πιθανόν ήθελε να του αντιταχθεί , την οδηγούσαν στην επιθυμία ,,να μάσσει,, όσο γινόταν περισσότερα πράγματα από ´κείνα που εξοπλίζουν ένα νοικοκυριό κατά πώς το έβλεπε στο σπίτι της στη Μουντρά , στους γύρω της και κατά πώς το είχε βάλει εκείνη στο μυαλό της.
Έτσι ,αφού ένωσε τα φύλλα του μαλλινομπάμπακου σεντονιού με βελονιά ψαροκόκκαλο , ένας πιο εκλεπτυσμένος τρόπος ένωσης, σε αντίθεση με ,,το πανωκαβαλίκι,, που ήσαν ενωμένα τα ,,ράσινα,, και τα ,,πάνινα,, της μάνας της και κατά πώς ένιωθε μια αδιόρατη πίεση που δε μπορούσε να την εξηγήσει , που το μέσα της όμως την πήγαινε στην αλλαγή που θα ´ρχόταν ,,όπου να ´τανε,, στη ζωή της, ,,τσίγκλισε ,, τη μάνα της που έδειχνε να μην τη νοιάζει και τόσο, άσχετα με το τι έκρυβε μέσα της, να συγκεντρώσουν όσα πράγματα ήσαν προορισμένα για την προίκα της να τα καταμετρήσουν, να τα νοικοκυρέψουν σιγά-σιγά, να διαπιστώσουν τυχόν ελλείψεις για να έμπαινε έτσι και μια τάξη στο μυαλό και στη ζωή τους.
Και μη φανταστείτε πως η Κατερίνη είχε στο νου της ,,Βερσαλλίες,, ! Όχι ! Το μυαλό καταγράφει τις ανάγκες και τις επιθυμίες σύμφωνα με το πόσα γνωρίζει γύρω από το κάθε θέμα και ανάλογα με το πού έχει μεγαλώσει κανείς. Σύμφωνα λοιπόν με τις επιταγές του κοινωνικού κατεστημένου για τις επιβιωτικές ανάγκες κι ανάλογα με το πόσο μακριά μπορεί να τραβήξει κανείς το συναγωνισμό ,μάθαινε να επιθυμεί ή να αρκείται. Σε μια εποχή που η ταξική αναγκαιότητα επέβαλε στερήσεις στο γονιό προκειμένου να προικίσει όσο καλύτερα μπορούσε ,,την αδυνάσια του,, για ,,να μην έχει ο κόσμος να λέει,, και γιατί ο εγωισμός μπροστάρης πολλές φορές δίνει λάθος οδηγίες μπλέκονταν το μπορώ με το πρέπει και πελάγωναν ,,οι γονέοι ,, πιότερο , αλλά και τα κορίτσια που θα εξέθεταν τα προικιά τους, έθιμο και τούτο , σε κοινή θέα τη βδομάδα της νύφης. Έξυπνο μυαλό η Κατερίνη ,,δεν εχαμπέριζε ,, και πολύ από τέτοιες αναγκαιότητες , ήξερε να βαστάει το μυαλό της και να μην του δίνει αέρα , αλλά κοριτσάκι ,,στα πουρλακίσματά του ,, ήτανε , το ,,λάσκο,, της το γύρευε κι αφού της δινόταν η ευκαιρία ήθελε να το ζήσει.
Τ´αράδιασαν ,,το λοιπόν,, στη σάλα ούλα τα σκουτιά , πάνινα και ράσινα . Σεντόνια
μισή ντουζίνα μπαμπακερά εγχώρια , δυο ευρωπαϊκά και δύο μαλλομπάμπακα.
Δυο μεσάλες καλές, μία για μακρύ τραπέζι , μία για κοντύτερο , κεντισμένες από την αξιότερη κεντήστρα του χωριού την Βελούδω. Της Κατερίνης ,,δεν της άρεσκε,, το κέντημα ,, , δεν τα πήγαινε καλά μαζί του. Αυτή στον αργαλειό κεντούσε και τη ρόκα γλένταγε ! Ξάπλωσαν χάμω και πέντε ή έξι καθημερνές του αργαλειού με καρώ σε μπλε ή σε κόκκινο ή και τα δυο μαζί. Η μία ,,από δαύτες,, είχε και πράσινα σταυρώματα. Και από μια ντουζίνα πετσέτες . Δυο του προσώπου για την
,,Καλημέρα ,, κεντημένες στο χέρι . Η μία είχε παράσταση με λουλούδια και πουλιά αντικρυστά και η άλλη σχέδια ριγωτά του αργαλειού . Και καμμιά δεκαριά για κάθε μέρα .Εκεί , δίπλα στον καθρέφτη κι απάνου στην ,,κασέλα,, κείτονταν και δυο μπαουλόπανα από την προίκα της Γιωργίτσας .
-Χαλάλι σου κόρη μου ! Να τα χαρείς ! Είπε συγκινημένη η Γιωργίτσα καθώς τράβαγε από το σεντούκι της ό,τι νόμιζε πως άξιζε για την Κατερίνη και της τ´ακούμπησε στην αγκαλιά της.
Και τούτα για σένα Τριαντάφυλλη κι εκείνα για σένα Λισσάβετη, είπε σαν εμυρίστηκε ξινίσματα στα μούτρα των κοριτσιών, κάτι που δεν επήρε χαμπάρι, ευτυχώς, η Κατερίνη , γιατί ήταν αφοσιωμένη στην καταμέτρηση, στο άγγιγμα και στο θάμασμα.
Ύστερα ήταν και τα σκουτιά ένδυσης : 2 πουκαμίσες για καλές κεντημένες στην τραχηλιά και μπιμπιλιασμένες γύρω-γύρω στο λαιμό τα μανίκια και στα ρελιάσματα, τέσσερις καθημερινές που τις είχε ράψει μοναχή της στο χέρι πισωβελονιά,
έξι για το Γιώργη συν τη γαμπριάτική του ,μισοφόρια και βράκες για την ίδια, φούστες μια καλή και τρεις καθημερνές, δυο ,,γιακέτες,, και δυο ,,μπόλκες,,..........
Και ράσινα ! Πολλά ράσινα ! Σαΐσματα, μπαντανίες, κουβέρτες με πρώτη τη ριζαρί που ύφανε μονάχη της κι ήτανε το καμάρι της. Τόσο ήταν το μέγεθος της αγάπης της σ´αυτή την κουβέρτα που το μετέδωσε και στ´ αγγόνια της αργότερα και μόνο με το που μίλαγε γι αυτήν . Σακιά, πολλά σακιά ! Τέσσερα για το άλεσμα του σταριού και των άλλων δημητριακών. Και σακούλια μεγάλα και μικρά, να χωρούν ολόκληρο καρβέλι κάποια κι άλλα μια φέτα ψωμοτύρι κι ένα μποτσί με νερό. Και ντορβάδες ! Δυο για τ´άλογο, δύο για το μουλάρι, δύο για το γαϊδούρι, για ,,την ταή ,, τους.
Μια ,,μπάντα,, της έλειπε μοναχά ! Μια ,,μπάντα,, ! Με έναν λέοντα κεντημένο στον αργαλειό καταμεσίς της. Ας είχε και λουλούδια , όμως να είχε μια ,,μπάντα,, ! Ίσως και ,,της βέργας ,, με γεωμετρικά τριαντάφυλλα ! Να την εκρέμαγε πάνω από το κρεβάτι της , στον πλαϊνό τοίχο , για προστασία και για ομορφιά ! Κι απορούσε πώς τους ξέφυγε ολωνών να το είχαν προβλέψει να την υφάνει μαζί με την αντρομίδα. Να την κεντήσει όπως ,,της άρενε,,!
-Μη χολοσκάς, της είπε η Γιωργίτσα. Θα πάρουμε μια ,, φέλπινη ,, σε κόκκινο ή σε πράσινο μ´έναν λέοντα μελί με σγουρά μαλλιά να καμαρώνει σαν κι εσένανε λιονταρίνα μου ! Ναι, έτσι την προσφώνησε η μάνα της, λιονταρίνα μου ! Μάνα ήτανε ,ήξερε ,,να κόβει,, τα παιδιά της.
Πού ,,να μιτώνουμε,, από την αρχή για μια μπάντα μοναχά ! Κι αν ,,ταχειά,, οι αδερφάδες σου βάλουνε αργαλειό για πάρτι τους ,ε, θα στην εδώκω πανωπροίκι εγώ. Μη μου χολοσκάς ! Και βέβαια δεν εχολόσκαγε, απλά θα την ήθελε .
Τόσα όμορφα σκουτιά ! Είπε η Κατερίνη διώχνοντας τη σκέψη της μπάντας από μέσα της.
Τόσα πολλά, μάνα ; Μα καλά ,πού ήσανται κρυμμένα ούλα μάνα; Μου φαίνουνται παρά πολλά. Τι να τα κάμω ούλα, είπε αναιρώντας τώρα την απληστία της.
-Να ιδείς που θα θέλεις κι άλλα ,της είπε η μάνα της. Το μάτι δε χορταίνει τσιουπούλες μου ούτε η ανάγκη είπε η Γιωργίτσα και τις επήρε από μάτι ,,μίνια, μίνια,,.
-Ω, να κι οι ,,μπελερίνες,, μου ! Είπε καθώς μπούρλιασε μια λευκή με φαρδιά δαντέλα για τελείωμα γύρω από την πλάτη της, τη σταύρωσε μπροστά και γυρίζοντας τις άκρες της την έδεσε πίσω στη μέση της κι έκαμε δυο -τρεις βόλτες μες την τρελή χαρά.
-Εμ, ,,βέβια,, ! Τον κόπο του τόνε τιμάει κανείς είπε καμαρώνοντας η Γιωργίτσα που η Κατερίνη είχε πλέξει τη συγκρεκριμμένη πελερίνα στο βελονάκι με τα ίδια της τα χέρια με ρασοστήμονο που επίσης είχε η ίδια γνέσει !
-Α, να και το δώρο της βάβως ! Μια άσπρη επίσης με το καλύτερης ποιότητας προβατόμαλλο , στημονονεγμένο ,που ήτανε προίκα της βάβως ,που κι εκείνη δεν ήξερε γιατί την είχε ανέγγιχτη, τώρα καταλάβαινε, τη χάρισε να τη χαρεί η εγγόνα της κι ,,εγέλαγαν και τα μουστάκια,, της καθώς την έβγαλε από το δικό της σεντούκι κι εσκόρπισαν τα δαφνόφυλλα ,που είχε τυλιγμένα μεσα της για να την προφυλάξει από το σκώρο, χάμω στο πάτωμα .
Τι όμορφη δαντέλα που είχε ! Η Κατερίνη με τις αδερφές της έκαναν συχνά επέλαση στα μπαούλα της βάβως και της μάνας τους κι εγνώριζαν τα πραγματά τους, αλλά και οι ίδιες πολλές φορές τους τα έδειχναν, όπως τότε που μάθαινε η βάβω την Κατερίνη πώς να πλέκει πελερίνες, δε γνώριζε όμως πως την είχε προορισμένη γι αυτήν. Μπορεί τότε να μην το είχε αποφασίσει και να πήρε την απόφαση τώρα που
καταμετρούσαν την προίκα της.
Η βάβω έλυσε πάραυτα την απορία.
-Την είχα μελετημένη για σένανε, της είπε και της την επέταξε ανάλαφρα στους ώμους πάνω από τη δική της. Εκείνη έβγαλε την πρώτη, φόρεσε κανονικά το δώρο της βάβως κι ,,εφουρλάρισε ,, επίσημα μπροστά της και μπροστά σε όλους.
-Έχω φυλαγμένο ενθύμια και για σας βαϊζούλες μου ,γύρισε κι είπε στις άλλες δυο εγγόνες της που παράστεκαν και χάζευαν τα προικιά της αδερφής τους.
Έτσι πρόλαβε τυχόν ζηλοφθονίες από ´κείνες που συχνά γίνονται ανάμεσα στο αδέρφια ειδικά αν είναι του ίδιου φύλου.
-Τι ,τι μας έχεις βάβω; Είπαν μ´ένα στόμα η Τριαντάφυλλη και η Ελισσάβετη.
-Τόσο περίεργες αγγόνες δεν πίστευα ότι είχα, είπε η βάβω και τους ,,έκλεισε το στόμα,,.
-Πάμε τώρα να ιδούμε και τα χαλκώματα, είπε η Γιωργίτσα ! Κι ούλες μαζί όρμησαν σχεδόν . Τα ξέρουμε βέβαια τα χαλκώματα ,αφού προχτές τα φέρανε στο σπίτι , αλλά πάμε να τα καμαρώσουμε μιας κι η μέρα σήμερα πήγε για την προίκα της Κατερίνης μας. Ένα πολυφαδιασμένο ,,αντρομίδι,, κάλυπτε την όμορφη θωρειά τους και καθώς το τράβηξε η Γιωργίτσα ,,απού πάνου,, τους λαμποκόπησαν....
Ένας τέντζερης, πέντε τεψιά, ένα τηγάνι, ένα χαρανί, μια τεσσούλα, μια καρδάρα, ένα τσουκάλι γαλβανισμένο μέσα κι όξω, όπως και η τεσσούλα, ούλα χαλκωματένια και φρεσκογανωμένα. Από μέσα έλαμπε ασημένιο το ,,καλάι,, κι απ´όξω το χάλκινο κόκκινο καλογυαλισμένο χρώμα. Μια ομορφιά , χίλια καμαρώματα ! Από τώρα η Κατερίνη λογάριαζε με το νου της τα καλά που θα μαγείρευε μέσα στα τεντζέρια και στα τσουκάλια. Έμεναν τα ξύλινα ,δώρα του αδερφού της του Νικολού που πολύ την αγάπαγε. Αυτά τα έβγαλε μοναχή της από την κρυψώνα τους η Κατερίνη ,γιατί εκείνη πρόσθετε κι από ένα καινούργιο κάθε φορά που της το ετοίμαζε ο Νικολός.
Έτσι φιγουράρισαν μπροστά τους μια σειρά κουτάλες από την πιο μικρή ως την πιο μεγάλη, μια ντουζίνα ,,χουλιάρια,, ούλα από βελανιδιά, τρεις γαβάθες διαβαθμισμένου διαμετρήματος τη μία μέσα στην άλλη, και ,,δόγες,, για ξύλινη κανάτα , καρδαρούλα και καρδάρα που θα ,,τις έδενε ,, ο μαστρο Μανώλης στη Ζούρτσα . Εκείνος ,,είχε δέσει,, και μερικά για το γρέκι και το σπίτι τους στο χωριό.
Εδώ ο θαυμασμός ήταν διπλός . Ένα γιατί τα αντικείμενα ήσαν πολύ όμορφα κι ένα γιατί τα είχε φτιάξει ο δικός τους άνθρωπος που ήτανε καλλιτέχνης σ´αυτά. Της είχε φτιάξει μάλιστα και δυο ,,γκλίτσες ,, με σκαλίσματα στην κεφαλήν τους ,έτσι της είχε ειπεί , έτσι για να θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια. Μπορεί και να σας χρειαστούν καθώς θα μεγαλώνετε......της είπε .
Τίποτα όμως διακοσμητικό δε βγήκε στην επιφάνεια ! Ό,τι πάρεις από ,,τις χάρες,, της είπε η Γιωργίτσα . Ποιες ,,χάρες,, δηλαδή; Φτωχοί άνθρωποι ήσαν οι περισσότεροι κι ό,τι πρόσφερναν στους γάμους ήταν πράγμα πρακτικό για να βολέψουν την καθημερινότητά τους. Δυο γυάλινα ποτήρια ο ένας, δυο ζευγάρια φλυτζανάκια , δυο κούπες....στην καλύτερη ένα γλυκοδοχείο, μια γυάλινη καράφα , ένα ρακομπούκαλο , έξι ρακοπότηρα ,ούλα γυάλινα. Κι αν ! Κανάς συγγενής από ντροπή αν ,,ενόμαζε,, να κάμει καμμιά χάρη της προκοπής ,όπως μια ,,καλημέρα ,, ή ένα δίσκο ή μια ντουζίνα ποτήρια ή ένα ανθοδοχείο, μια πιατέλα του γλυκού, μισή ντουζίνα πιατικά και καμμιά ,,γαβάθα ,, ! Οι περισσότεροι πρόστρεχαν ,,άνευ εξόδων,, ! Φράση ,,εξ´επί τούτου,, προσαρμοσμένη στο προσκλητήριο αν υπήρχε ή σφηνωμένη στο μυαλό του παιδιού που θα μοίραζε τα λεμονόφυλλα αντί για προσκλητήρια ! Πράματα απλά που νοστίμιζαν όμως τις ξεχωριστές στιγμές τους! Άνθρωποι που υπολόγιζαν στην παρουσία κι όχι στο δώρο.
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ

 Το άλεσμα ! Τα στριφτά ή πλαστά μακαρούνια της Τυρινής !

Ο Θανάσης απόθηκε το σακί με το φρεσκοαλεσμένο στάρι, το άλεσμα όπως το αποκαλούσαν, η Τριαντάφυλλη πήρε το πανωγόμι, ένα μικρό σακί απάνω στο σαμάρι του μουλαριού, ενώ η Κατερίνη υποβάσταζε το σακί της άλλης πλευράς, αφού ο Θανάσης της απαγόρεψε να το ξιφορτώσει-έχεις καιρό ,,για βάρητα,, της είπε-την ώρα ακριβώς που ήταν έτοιμη ν´αφήσει τη θηλειά ,,της τριχιάς,, να κυλήσει και να γυρίσει το σακί στους γυμνασμένους ώμους της ή να το βάλει στη μπρατσωμένη αγκάλη της. Άλλοτε το έκαναν ταυτόχρονα με τη Γιωργίτσα. Ο ένας από τη μια, ο άλλος από την άλλη σε απόλυτο συγχρονισμό αμόλαγαν τις θηλειές κι άρπαζαν τα ριγωτά σακιά , ειδικά υφασμένα για το σκοπό αυτό σε κόκκινο -άσπρο και τ´απόθαγαν κατ´ευθείαν ο ένας πίσω από τον άλλο στην προκαθορισμένη τους θέση στο κατώι στην πεντακάθαρη γωνιά τους δίπλα ακριβώς στο κασόνι με το στάρι. Άλλοτε πάλι ,όταν όλοι ήσαν διάσπαρτοι στις δουλειές τους ο καθένας και μονάχα η βάβω υποδεχόταν τον αφέντη του σπιτιού και το ,,άλεσμα,, κι ο Θανάσης είχε την υποχρέωση να ξιφορτώσει μοναχός του, έπαιρνε ,,τη διχάλα ,, , ένα ,,στυλιάρι,, με V στη μια άκρη και υποστύλωνε το ένα σακί ακριβώς στο κέντρο ,στον κόμπο της θηλειάς ,,της τριχιάς,, , αποτραβούσε το πανωγόμι αν υπήρχε και αλάφρωνε το ζωντανό από τη μια πλευρά. Εκείνο δασκαλεμένο καρτερούσε υπομονετικά την επιστροφή του αφέντη του ,που κατέβαζε και το άλλο σακί παίρνοντάς το στη στιβαρή αγκαλιά του. Τώρα όμως είχε δίπλα του τα κορίτσια του, δε χρειαζόταν να καταφύγει σε λύσεις ανάγκης . Ο μύλος του Γιανναρά στη ,, Μπάνισκα,, στο διπλανό χωριό ,το Στροβίτσι, σλαύικη ονομασία, ,,ήταν στις δόξες του,, εκείνο τον καιρό, άσε που σήμερα τ´απομεινάρια του απλά τραβούν τα βλέμματα κανενός περίεργου ή ψαγμένου επισκέπτη. Μπορεί ,,να του έτρωγε,, κι ολόκληρη την ημέρα καρτέρι μέχρι να ´ρχόταν η σειρά του. Ακόμα κι όταν πήγαινε νύχτα , πολύ πρωί, μπορούσε να συμβεί ετούτο , ,,γιατί ούλοι ζάβαλε εκάνανε το ίδιο,, όπως έλεγε και η βάβω . Ήτανε όμως μια ευκαιρία για κοινωνική επικοινωνία. Γνώριζε ανθρώπους από τα γύρω χωριά ,αντάλλασσαν απόψεις, μάθαιναν νέα. Ετούτη τη φορά συναντήθηκε τυχαία με το συμπεθερό του από τη Μοφκίτσα το Δημήτρη, τον πατέρα του Γιώργη. Τα είπανε κατά πώς εκείνοι ξέρανε και θέλανε ,στείλανε και τα χαιρετίσματά τους.
-Πώς περάσανε έξι χρόνοι κιόλανε ρε Θανάση, συμπέθερε, είπε ο Δημήτρης στο Θανάση. Όπου να ναι θα πάρουμε νύφη τη θυγατέρα σου.
-Περνούν οι χρόνοι σα νερό κι ,,οι μήνοι,, σα χαλάζι , δεν έχεις ακούσει που το λένε;
-Τόχω, πώς δεν τόχω ,είπε εκείνος ,αρκετά ταπεινότερος από το Θανάση που το βουνίσιο στέκι του τον είχε πλασμένο και ολίγον τι αγροίκο.
-Εμείς ,κατά τα συφωνημένα, είμαστε έτοιμοι ! Όπως τα ´χουμε ειπωμένα !
Και χωρίστηκαν με γεια και χαιρετίσματα.
Οι άντρες γνώριζαν σκεδόν ούλους από κάθε χωριό με τις τέτοιου είδους συναλλαγές κι από τα πανηγύρια.

Το άλεσμα από ασπροσίτι , πάντοτε ασπροσίτι αλέθανε τις ξεχωριστές γιορτινές ημέρες , γιατί με το ντόπιο γινότανε μαύρο κατράμι το ψωμί, ήτανε ακόμα ζεστό, άχνιζε καθώς ανοίξανε τα σακιά στο κατώι για να πάρουν αέρα και να κρυώσει το αλεύρι. Δεν είχαν καιρό για χάσιμο ! Η Τριαντάφυλλη ξεκρέμασε τη χοντρή , μασίφ ξύλινη σκάφη , την ακούμπησε απάνω στη μικρή κασελίτσα ,επίσης ξύλινη, έβαλε και το σκαμνάκι παραδίπλα που το σκέπασε με μια καθαρή πετσέτα κι ακούμπησε ,,την κρισάρα,, . Τη χοντρή πρώτα και στερνά την ψιλή. Μάλιστα, δυο κρισάρες ! Η Κατερίνη πήρε θέση ,όρθια μπροστά στη σκάφη !
-Περάστε αρχόντισσα ,της είπε πειταχτικά η Τριαντάφυλλη που από αδερφική αλληλεγύη της τα είχε ούλα ´τοιμασμένο.
-Είσαι μια ,,μουσίτσα,, εσύ, της είπε με το συγκρατημένο μειδίαμα , που τη χαραχτήριζε , η Κατερίνη κι εστάθη λαμπάδα δίπλα στο σακί που ήταν όρθιο τόσο πολύ κοντά της ,ώστε να χώνει εύκολα την τρανή ,,γκεβγκίρα,, μέσα του, και μια γκεβγκιριά ήταν αρκετή για να χωρέσει μέσα στη χοντρή κρισάρα με άνεση .
Παραδομένη στα επιδέξια χέρια της Κατερίνης η κρισάρα χόρευε τον αποκριάτικο χορό της παρασέρνοντας τους αλευρόκκοκους κι έπεφτε σα χιόνι το αλεύρι κι έφτιαχνε στο τέλος ένα βουναλάκι κι αργότερα ένα μεγαλύτερο ,κι ένα ακόμα πιο μεγάλο υστερότερα . Ένα σακί παραδίπλα δεχόταν ,,το πίτουρο ,,. Οι κότες και τα γουρούνια θα έκαναν γιορτή μ´αυτό. Πολύ αργότερα κατάλαβαν οι άνθρωποι την αξία του. Όταν η επιστήμη ανίχνευσε τα πολύτιμα συστατικά του !
-Σταμάτα πια χριστιανή μου! Ούλο το χωριό θα ταΐσεις; Φτάνει πια ! Είπε η Λισσάβετη που μόλις κατέφθασε με δυο ,,βήκες,, ολόφρεσκο νεράκι κι απόθηκε τη μια κοντά στην Κατερίνη.
Το ξάφνιασμα επανέφερε την Κατερίνη από τ´όνειρο.
-Δίκιο έχεις, το παράκαμα ! Είμαστε όμως και τόσοι νοματαίοι ! Θα έρθουνε κι οι μπαρμπάδες .....
-Καλά καταλάβαμε, είπε η Λισσάβετη και την άφηκε στην ονειροπώλησή της.
Τίναξε την κρισάρα η Κατερίνη, να φύγει ούλο το αλεύρι από πάνω της , τη σκούπισε κιόλας με την καθαρή πετσέτα, τη θήκιασε και την κρέμασε στη θέση της στον απέναντι τοίχο.
Ήδη η Τριαντάφυλλη είχε ξεθηκιάσει την ψιλή κρισάρα και την πάσαρε στην Κατερίνη. Εκείνη πέρασε το αλεύρι κι από την ψιλή κρισάρα σιγοτραγουδώντας κάποιο δικό της σκοπό που της τον είχαν υπαγορεύσει οι νεράιδες της Βρασίτσας ως φάνηκε ,γιατί ήτανε σκοπός ακαταλαβίστικος , δεν τον είχανε ματακούσει μήτε σε γάμους μήτε σε πανηγύρια.
Σχεδόν άρπαξε από τα χέρια της την κρισάρα η Λισσάβετη χωρίς η Κατερίνη ν
´αντισταθεί , όπως θα έκανε σε κάθε άλλη περίσταση, μόνο που άνοιξε μια λακούβα στην κορφή του αλευρόβουνου κι εκείνο υποχώρησε αδύναμο μπροστά στη θέλησή της. Μια ,,πλοχεριά,, αλάτι , χλιαρό νεράκι , δυο αυγουλάκια ,αλληλέγγυα προσφορά της Τριαντάφυλλης και το ζυμάρι άρχισε να σχηματίζεται καθώς τα επιδέξια χέρια της Κατερίνης μάζευαν και ,,έπνιγαν,, το αλεύρι από γύρω. Μια μεγάλη μπάλα σχηματίστηκε καλοζυμωμένη, λαχταριστή. Τη σκέπασε με την άσπρη μεγάλη πετσέτα και την άφηκε να ξεκουραστεί. Μάζεψε από γύρω τυχόν ,,ζυμαρήθρες,, κι άλλες που είχαν κολλήσει στο πάνω μέρος της παλάμης της και τις πέταξε στη βεδούρα των γουρουνιών. Σε λίγο που θα έπλεναν τη σκάφη , ,,το πλύμα,, γι αυτά προοριζόταν μαζί κι οι ζυμαρήθρες. Έπλυνε πάνω από τη γουρουνοβεδούρα καλά τα χέρια της.
Η Τριαντάφυλλη παράστεκε με δυο πλαστήρια ανά χείρας λες κι ήταν έτοιμη να προσχωρήσει σε τάγμα εκστρατείας . Πρότεινε το ένα χαμογελαστή στην Κατερίνη.
Εκείνη το πήρε μ´ανακούφιση και με συμμαζεμένο πλέον το μυαλό της πήρε το σκαμνάκι το έβαλε δίπλα σ´ένα χαμηλό τραπεζάκι που έφτανε ακριβώς στη μέση της όταν ήταν καθισμένη στο σκαμνί με τη σκάφη απάνου του , απέναντι έβαλε κι ένα για την Τριαντάφυλλη κι έκατσαν κι οι δυο τους αντικρυστά, όπως αντικρυστά και διαγώνια είχαν τοποθετήσει και τα πλαστήρια τους στις αντικρυστές γωνίες της ζυμαρόσκαφης.
Χώρισαν το ξεκούραστο ζυμάρι στη μέση και πήρε από ένα κομμάτι η κάθε μια !
Το ξαναζύμωσαν απάνω στο πλαστήρι κι εσχημάτισαν δυο μεγάλα σκαντζοχοιράκια, ποντικάκια, κάπως έτσι θα τα χαρακτήριζες και τράβηξαν πλάθοντας μια ουρίτσα.
Η εικόνα ήταν γαργαλιστική ! Δυο πανέμορφες χωριατοπούλες στημένες αντικρυστά μ´ένα κομμάτι πλασμένο ζυμάρι σε μια τεράστια ζυμαροσταγόνα ήσαν έτοιμες για τη μάχη της επιβίωσης και της γιορτής.
Σκέπασαν το πίσω μέρος του σφιχτοζυμωμένου ζυμαριού με μια νοτισμένη πετσέτα ,για να μην ξεραθεί κι αρχήνισαν από την ουρίτσα να πλάθουν στριφτά το ζυμάρι σε πάχος τριών χιλιοστών περίπου. Λίγο αλευράκι έκανε πιο εύκολη τη δουλειά τους. Εκείνο ξεκούραστο και υποταχτικό έπεφτε με φιδίσια ευκολία στην αλευρωμένη βάση της σκάφης και κουλουριαζόταν σε ανάπαυλα ηρεμίας μέχρι που καινούργιος κύκλος ελατήριου το καταπλάκωνε , ως τη στιγμή που η Κατερίνη από τη μια , η Τριαντάφυλλη από την άλλη με μια ,,πλοχεριά,, αλεύρι διατάραξαν την γεωμετρική ισορροπία των μακαρουνιών και ,,τ´ανασγούρλεψαν,, σηκώνοντάς τα ελαφρά στον αέρα .Ένας ζυμαρένιος νηματοσωρός , ένας κλωστικός στην όψη χείμαρρος που μέτραγε δεκάδες, μπορεί και χιλιάδες μέτρα ζυμαρένιου θησαυρού λιγόστευε ολοένα το βασικό ζυμαρένιο κορμό και το τεράστιο ποντίκι -σκαντζόχοιρος όλο και μίκραινε , μίκραινε μέχρι που έπεσε ηρωικά και η τελευταία ουρίτσα απόληξη του νέου ζυμαροελατήριου που ματασχηματίστηκε και που εν τω άμα χαλάστηκε από τις επιδέξιες μαστόρισσες. Μασκαρεμένα στο αλεύρι ,,τα μακαρούνια,, όπως ,,οι μπούλες,, της Αποκριάς, κοίτονταν ανήμπορα ν´αντιδράσουν σε μια παχειά στρώση μέσα στη σκάφη. Τα μάτια των κοριτσιών γούρλωσαν από την απορία ,,για το πόσο ογλήγορα τα κιώσανε,,. Τα χάζευαν ευτυχισμένες. Χτυπώντας τις παλάμες τους τίναξαν τ´αλεύρια που τις είχανε μασκαρέψει, τίναξαν και τα σκουτιά τους. Έριξε η Τριαντάφυλλη δυο χούφτες πίτουρα στη γουρνοβεδούρα με τα πλύματα, τ´ανακάτεψε μ´ένα ξύλο φέρνοντάς το πέντ´έξι βόλτες γύρα και το πήγε στα γουρούνια ,που ήσαν περιορισμένα ξέμακρα από το σπίτι μιας και η μπόχα τους δεν αντεχόταν.
Άδειασε τη βεδούρα με το πλύμα στην ,,κορύτα,, , ,,στον κορύτο,, ,τα μαύλισε κι εκείνα έτρεξαν. Έξυσε χαϊδεύοντάς τα στην κοιλιά καμπόσα από τα μικρούλια ,τ´ανασμίδια όπως τα έλεγε η βάβω και η μάνα της κι εκείνα της το ανταπέδωσαν με την ικανοποίησή τους. Όλα γίνονταν αλυσιδωτά σ εκείνο και σ´ούλα τα νοικοκυριά στην εποχή της Κατερίνης και φαντάζουν τόσο όμορφα στις μέρες μας στα δικά μας αυτιά , στα δικά μας μάτια, καθώς αναπλάθουμε τις ιστορίες τους και ζωγραφίζουμε τις εικόνες της καθημερινότητάς τους!
Μαρτιάτικη η τελευταία Αποκριά και το βράδυ είχε σύναξη στου Θανάση . Το σόι θα ερχόταν να κάμουνε παρέα και να τηρήσουνε τα έθιμα σα γεροντότερος που ήτανε απ´ ούλους !
Στην αρχή βάλανε τ´αυγά ολοτρόγυρα στη χόβολη κι ονομάτισε ο καθένας το δικό του με νούμερο ,ένα, δυο, τρία..........για να το γνωρίζει. Εκείνα ,ανάλογα με την πυρά που τα έφτανε άρχιζαν να ψήνονται και να τσιρίζουν.
Το αυγό της Κατερίνης ,,έσκασε,, !
-Θα σκάσουν οι οχτροί σου βαϊζούλα μου ,είπε τρανταχτά η βάβω λες και θα τόλεγε για τελευταία της φορά.
Έσκασαν δυο τρία ακόμα. Του Νικολού, του Γιάννη και της Γιωργίτσας !
Αρχήνισαν τα παραμύθια και οι ιστορίες δίπλα στη φωτιά και τα χάχανα ορμηνεύανε τις ψυχές να χαίρουνται.
Η ,,τέσα,, γιομάτη ολόασπρο πρόβειο βούτυρο στεκόταν παραδίπλα ακουμπημένη στη φωτιά και στο μεγάλο χαλκωματένιο τέντζερη που είχε τα φιλόξενα σπλάχνα του ριχτάρι αγκαλιάς στα μακαρούνια της Τυρινής ! Τι που οι γαλόπιτα μοσκβόλαγε φρεσκάδα! Τι που η τυρόπιτα με το μυζηθρότυρο έκραζε απελπισμένα σκορπίζοντας το ευγενικό της άρωμα ,κανένας δεν τους έδινε σημασία. Κανένας ή τάχα κανένας;
,,Κόταγε,, κανείς μπροστά στο Θανάση ,που ήταν ο γεροντότερος του σογιού , να βγάλει ,,τσιμουδιά ,,; Ας τόλμαγε !
Το μεσημέρι είχανε φάει του σκασμού από ούλα τα καλά της Τυρινής! Τυριά, πίττες, μακαρούνια. Το βράδυ όμως είχε άλλη γοητεία !
Το βράδυ έψηναν τ´αυγά και μαζί την τύχη τους! Έτρωγαν ,,τα μακαρούνια,, κι έκρυβαν οι ανύπαντροι κρυφά ένα στο μαξιλάρι τους. Κι αν είχε και καλό καιρό ,όπως εκείνη τη χρονιά του 1907 , στρώνανε στο πλακόστρωτο της αυλής τη μεγάλη παλιάτσα , αραδιάζανε στη μέση ούλα τα τυροκάλουδα και τα ,,μακαρούνια,,
και γινότανε ,,του Κουτρούλη ο γάμος ,, ! Ευχές, καλοκαρδίσματα, ποτήρια και γυρίσματα κι από Καθαρή Δευτέρα ούλα τα καλούδια πέρα !
Η Κατερίνη θα έκανε Απόκριες στο πατρικό της για τελευταία χρονιά .Ήταν κι αυτός ένας λόγος που έπρεπε να το χαρεί πιότερο. Και δεν είχε παράπονο. Τι κρίμα όμως που δε μπόρηγε να κρύψει κι εκείνη το μακαρούνι, όπως τ´ανύπαντρα αδέρφια της και ξαδέρφια της, αφού ήδη ήτανε παντρεμένη με το Γιώργη, άσχετα αν δεν τον είχε ματαϊδεί από τότε.
Η μεγάλη γαβάθα με τα μακαρούνια και την μπόλικη ξερή ,,μυντζήθρα,, ,μετά το παρατεταμένο τζιζζζζζζ από το κάψιμο με το αγνό βούτυρο ,αχνιστή- αχνιστή έκαμε το γύρο στο πλακόστρωτο της αυλής , όπου ούλοι κάθουνταν σταυροπόδι κι ογλήγορα ορφάνεψε υπό το άγρυπνο βλέμμα του φεγγαρόφωτου και των λιγουριάρηδων στρογγυλοκαθούμενων. Ό,τι έπρεπε για να κλέψουν οι νέοι το ποθητό μαξιλαρομακάρουνο που θα καθόριζε την τύχη τους. Τι μαεστρία έχουν τα νιάτα σε κάτι τέτικα παιγνιδίσματα ! Στο άψε σβήσε έβαλαν το σχέδιο σε εφαρμογή.
-Κοιτάτε το φεγγάρι, κοιτάτε, κοιτάτε, πώς είναι το φεγγάρι , είπε ο πιο αγνός ο Γιάννης δασκαλεμένος από τους άλλους, για να γίνει πιστευτός ,ως ο πιο καλόκαρδος κι αγνός ....κι ως το ´λεγε και ,,μπρου ακόμα τ´αποκιώσει,, όρμηξαν τα τσακάλια ,άρπαξαν το μακαρούνι τους, το ´κρυψαν στην τσέπη τους, τι κι αν τους πρόδωσε αργότερα το λίπος που ξέρασε απ´όξω κι έτσι έκαμαν για πρώτη φορά ,,αχούγιαστα,, και με τις ευλογίες του νόμου το κέφι τους.
Η μεγάλη ξύλινη πηρούνα, κατασκεύασμα του Νικολού, αράδιαζε στα πήλινα πιάτα πλούσιες πηρουνιές βουτυρωμένα μακαρούνια κι ύστερα από τις προσευχές και τις ευλογίες βοηθάγανε με το ψωμί κι έτρωγαν άλλοι άπληστα, σα να μην είχανε ξαναφάει ποτέ τους το είδος κι άλλοι πιο συνετά και χόρταιναν άμυλο μπουκωτικό που οι σημερινοί διαιτολόγοι θα έφριτταν . Ποιος μπορεί ν´απαγορέψει όμως τροφή που καίγεται εν τω άμα; Τι κακό μπορεί να κάμει μια τροφή που δεν αποθηκεύεται;
,,Γεια τους, χαρά τους ,, ! Οι περσότεροι φτάσανε τα ενενήντα, άλλοι τα ενενήντα τρία, πέντε ,εφτά και κάποιοι πέρασαν τα εκατό ! Συνάρτηση παραγόντων ! Και τύχης ! Πού ήξεραν τότε το γονίδιο οι τσοπαναραίοι; Τροφή γι αυτούς ήταν ό,τι έβρισκαν κι ό,τι είχαν ! Βάσει αυτού κανόνιζαν και τα εθιμά τους. Κι αλώνιζαν τα βουνά ! Και γιατρός δεν τους είχε πιάσει με τα χέρια του ! Κι αν την τύχη τους την καθόριζε ένα μακαρούνι, αφού ήθελαν να το πιστεύουν και να ντο κάνουν πεποίθησή τους ποιος τους αμπόδαγε; Τη λευτεράδα τους την είχανε ατόφια πέρα ´κει στα κορφοβούνια τους. ,,Λιγούλα,, εξυπνάδα χρειάζονταν για να γυροφέρνουνε τα ,,κοινωνικά,, αναμετάξυ τους και να τραβάνε μ´εμπιστοσύνη τους καιρούς.

Υ.Γ. Τα στριφτά ή πλαστά μακαρούνια δεν ήσαν μόνο της Τυρινής φαγητό ! Τα έφτιαχναν πολύ συχνά και με την πρώτη ευκαιρία, όταν δεν είχαν κάτι άλλο να μαγειρέψουν . Τα μαγείρευαν αμέσως , δεν ήταν ανάγκη να περιμένουν να στεγνώσουν. Νωπά, τα
εμαγείρευαν ,νωπά ! Τα πέταγαν μέσα σε χοχλαστό αλατισμένο νερό, αφού τίναζαν πρώτα το περιττό αλεύρι , εκείνα βούλιαζαν κι επήγαιναν στον πάτο του τέντζερη , όμως σε ελάχιστα λεπτά ανέβαιναν στην επιφάνεια . Αυτό ήταν και το σημάδι ότι έβρασαν.
Τα τραβούσαν έξω λίγα-λίγα με τη φαρδειά ,,γκεβγκίρα,,, ή τα σούρωναν με μιας σ´ένα μεγάλο σουρωτήρι , τα πασπάλιζαν με μπόλικη μυζήθρα και τα έκαιγαν με μπόλικο βούτυρο ή λάδι ,όσοι δεν είχαν βούτυρο. Βαριά φαγιά για ,,να ρουπώνει,, το στομάχι και να μη γουργουρίζουν τ´άντερα !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ

 Για να σκάσουν οι οχτροί..

Το βράδυ της Τυρινής στη Μοφκίτσα έψηναν στη χόβολη αυγά με το τσόφλι.
Μπουχτισμένοι από το μεσημεριανό φαγητό που είχε υποχρεωτικά τυρόπιτες ,γαλατόπιτες και μακαρούνια μόνα τους ή με όποια πρόσμιξη, αρκεί να ήταν γαλαχτερού τύπου και τα πάντα συνοδευόμενα από ψωμί , δεν θα πίστευε κανείς σήμερα ότι το βράδυ θα ήθελαν να ξαναφάνε! Κι όμως ! Έτρωγαν και μάλιστα πολύ, γιατί χώνευαν το ίδιο εύκολα ,μεριά που το νερό τους ήταν χωνευτικό, μεριά που ,, δεν εστέκουνταν σε χλωρό κλαρί,,ή ,,όσο έστεκε τ´αλόγου η ουρά,, !
Το ,,τζιάκι,, ενωτικός κρίκος για την οικογένεια τα χειμωνιάτικα βράδια, καλούσε δίπλα του τους ανθρώπους κι εκείνοι το έκαναν αυτό με χαρά διανθίζοντας τα γιορτινά βράδια τους με κινήσεις ευκολιάς που έγιναν έθιμα και έμειναν στο χρόνο.
Με τα υλικά που διέθεταν, αυγά ,,εν προκειμένω,, , υιοθετούσαν ή επινοούσαν πράγματα που τους έβγαζαν από αδιέξοδα ή τους πρόσφερναν ιδιαίτερη ευχαρίστηση !
Η μάνα έφερνε το καλαθάκι με τόσα αυγά όσα ήσαν τα μέλη της οικογένειας .
Ο πατέρας τα μοίραζε από ένα σε κάθε μέλος της οικογένειας. Ήταν υπεύθυνο για τη σειρά που βρισκόταν το αυγό του.
Ξεκινούσε ο μεγαλύτερος της οικογένειας να τοποθετεί το αυγό του στη χόβολη λέγοντας ,,να σκάσουν οι οχτροί μου,, ! Έτσι έγινε και στο πατρικό της Κατερίνης στη Μουντρά κι εκείνη τη χρονιά που μάλιστα ήταν μαζεμένο κι ούλο το σόι από τη μεριά του Θανάση. Αδερφοξάδερφα και τα παιδιά τους.
Αράδιασαν ούλοι τ´αυγά τους στη χόβολη ως και τον τελευταίο κι έλεγαν όλοι ,, να σκάσουν οι οχτροί μου ,,!
Στερνά κάθουνταν και τ´αγνάντευαν που ψήνουνταν ! Ίδρωναν σα να βρίσκουνταν ,,το ντάλα καλοκαίρι , μέσα στο ντάλα ήλιο το καταμεσήμερο κι έσκουζαν σαν σαλίγκαροι που καίγουνταν το σπίτι τους κι εκείνοι τραγουδούσαν.
Στο μεταξύ τα χάχανα, οι ιστορίες, τα νέα από τα καρναβαλίσματα και τις μπούλες, έδιναν κι έπαιρναν, χωρίς όμως να παίρνουν τα μάτια τους από τα ψηνόμενα αυγά τους.
Παρατηρούσαν ποιο θα ιδρώσει ,ποιο όχι και ποιο θα σκάσει .
Όποιου το αυγό ίδρωνε θα πέρναγε τη χρονιά του υγιής με τη λογική ότι με την εφίδρωση θ´αποτοξινωνόταν ο οργανισμός του. Όποιου δεν ίδρωνε θα τον έβρισκαν αρρώστειες κι όποιου έσκαγε ........αυτός κι αν θα ήταν τυχερός !
Κααάβ ! Έκαμε κι έσκασε στον αέρα το τσόφλι από το αυγό της Κατερίνης ! Εκείνη κοίταγε απορημένη και προτού προλάβει ν´αρθρώσει λέξη...
-Σκάσανε οι οχτροί σου βαϊζούλα μου, της είπε η βάβω και η μάνα κι ούλοι μαζί !
-Μα εγώ δεν έχω οχτρούς , είπε η Κατερίνη.
-Ούλοι έχουμε οχτρούς, βαϊζούλα μου ! Υπάρχουν τρογύρω μας ανθρώποι που μας ζηλεύουν και μας μισούνε για το πώς φερνόμαστε, τι έχουμε, τι δίνουμε , ποιοί είμαστε! Μπορεί κι αναμεσό μας σιγοψιθύρισε για μια ξαδέρφη ,που ήτανε τόσο ζηλόφθονη και τούτο το γνώριζαν ούλοι όξω από την ίδια. Και μόνο που το κοίταξε τ´αυγό της βάιζας έλεγαν την άλλη μέρα στο οικογενειακό κους-κους, έσκασε κι έγινε χίλια κομμάτια ! Τι κακό μάτι έχει πανάθεμά τη ! Είναι και συγγένισσα , δε μπορούμε να το βγάλουμε και παραπέρα !
Καάβ......κααάβ......καααάβ ....έσκασαν το ´να πίσω απ´ άλλο τ´αυγά του Νικολού ,του Γιάννη, της Γιωργίτσας !
Άντε, εσκάσαν οι οχτροί μας είπαν ούλοι και το πίστευαν !
Κι ο καθένας ξεφλούδισε τ´αυγό του πετώντας τα τσόφλια στη φωτιά και ,,το κάμμα,, τους έδωκε μια ιδιόρρυθμη μυρουδιά. Τόσο νόστιμο ήταν καθώς το έτρωγαν ,που δε χρειάστηκε ούτε αλατοπίπερο να προσθέσουν ! Ούτε και ψωμί να το συνοδεύσουν. Μια χαψιά το ´καμε ο καθείς τους και ξεραγλείφουνταν σα να τρώγανε γλυκό.
-Βάλε μια ποτηριά και κέρνα Γιωργίτσα ,διέταξε ο Θανάσης και η ,, νταμιζάνα,, με το πλεχτό περίβλημα , στο γόνατό της , έγειρε κι εγιόμισε ,,τα κατρούτσα,, πο βάσταγε ο καθείς στο χέρι του διανεμημένα εγκαίρως από την Ελισσάβετη . Κόκκινος, κόκκινος , εμοσκοβόλαγε ο οίνος ο βλοημένος και κρίμα ήτανε που δεν είχανε βγάλει τα γυάλινα κρασοπότηρα να θαμάσουν τα όμματα την ομορφιά του ! Αρκέστηκαν στην όσφρηση και τη γεύση. Οι ευκές πηγαινοέρχονταν και η ευφραντικότητα ήτανε διάχυτη !
-Εϊ, με τα μακαρούνια τι γένεται ,είπε ζόρικα ο Θανάσης !
-Ανεβάσταγε ,του πέταξε κατάμουτρα η βάβω, μα δεν ετόλμησε να της αντιμιλήσει. Είπε μοναχά διασκεδάζοντας τη ντροπή του :
-Γιορτή είναι μάνα ! Κι οι γιορτάδες είναι για να τρώμε και να πίνουμε !
-Ναι πασά μου, ναι ! Μην μ´ακούς ! Γέρασα και ξεκούτιανα ,είπε η βάβω για ν´αλαφρώσει το κλίμα και να μη δώκει και το δικαίωμα στους συγγενείς να κρίνουν.
-Αμ´πώς ; Έτοιμα και παραέτοιμα έναι ! Η Μαρούλα κι ο Νικολάκης αμποδάνε τα γατιά όξω στο πλακόστρωτο της αυλής που μας καλεί η φεγγαράδα για να κάμουμε τις ευκές μας! Ετοιμάστε τες και σηκωθείτε !
-Άιντε στην υγειά μας ! Να σκάσουν οι οχτροί μας , είπε και σηκώθηκε από το σκαμνί του ο Θανάσης . Το ίδιο έκαμαν κι ούλοι οι άλλοι.
Πήρε ένα δαυλί αναμμένο από τη φωτιά ,βγήκε στον κήπο κι αφού το γύρισε κύκλους στο χέρι του για να πάρει φόρα ,το πέταξε μακριά μ´ούλη του τη δύναμη. Εκείνο διέγραψε τροχιά μεγάλη στον αέρα κι εκσφενδονίστηκε πολύ μακριά .
Σούρε κοντά σου τα κακά ,σούρε και τις αρρώστειες, είπε ο Θανάσης κι επανέλαβαν οι ακόλουθοί του ! Το βραδινό ρομαντικό δείπνο με τα ,,τσαβουριστά,, μακαρούνια και τ´άλλα καλούδια υπό το φως του φεγγαριού που έπλαθε όνειρα για τον καθέναν τους τους προσκαλούσε. Τα παιδιά είχαν βαρεθεί ν´αμποδάνε τα γατιά κι ήσαν έτοιμα να ορμήσουν στο φαΐ. Ευτυχώς που κρατήθηκαν ! Ήταν πολύ πιθανόν να συναντούσαν το φεγγάρι από την οργή του Θανάση . Κι όχι τίποτ´άλλο ,συνηθισμένα ήσαν από τούτη την αντάρα του, αλλά θα τους χάλαγε τη γιορτή !
Σταυροποδιαστείτε ,είπε καθώς αποτέλειωνε το σταυρό του και μαζί του κι όλοι οι άλλοι που κοιτάζοντας το φεγγάρι έκαμε ο καθένας την ευχή του.
Ένας δεύτερος γύρος γιορτινής ιεροτελεστίας τους περίμενε εκεί όξω στη φεγγαράδα !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ

 Περίσκεψη

 Δεν ήτανε μοναχά ο καιρός που ,,κόντευε να κιώσει,,. Δεν ήσαν οι προγραμματισμένες δουλειές που δυσκόλευαν την Κατερίνη ! Ήσαν εκείνες οι στιγμές στα ενδιάμεσα που σαν παθογένεια πιλάτευαν το νου της και χορεύανε το είναι της σε ρυθμούς όχι βιάσης ούτε γρηγοράδας μα σε απόλυτη στατικότατα , να έτσι όπως όταν κοιτάς τα πέλαγα ή τα βουνά και τις λαγκαδιές και αποσβολώνεσαι από το θαμασμό και δε θέλεις μα ούτε και μπορείς να πισωγυρίσεις. Πρωτόγνωρα συναισθήματα κι αλλόκοτες γραμμώσεις απείθαρχης τονικότητας έκαναν ορθοπεταλιές αμήχανες και ματαστυλώνουνταν απελπισμένα τα ολοκάστανα μάτια της με τις ιριδίζουσες κανελογάλαζες αποχρώσεις κι ούλη η ενέργεια της νιότης της εγύρευε διέξοδο να ορμήσει και μη μπορώντας, ξεθύμαινε σε σπαστικές κινήσεις των χεριών της λες κι ήταν ένα πολύσπαστο κι όχι τ´ολοζώντανο πλάσμα του βουνού, το αερικό , η λάμια που κυβέρναγε τα όνειρα και τις ιστορίες της.

Δεν εκαταλάβαινε τι ακριβώς της συνέβαινε όταν οι αδερφές της δε βρίσκονταν στο πλάι της ούτε άλλος κανένας. Απορίες αναπάντητες , έγνοιες απροσδιόριστες,
υποθετικές προσεγγίσεις, ταύτιση με αντίστοιχα γεγονότα της ζήσης της που σε λογαριασμό δεν την επήγαιναν , πλάσματα της φαντασίας της αρμέγανε άλλοτε την τελματωμένη σκέψη της κι άλλοτε το τρεχαντήρι που τήνε στριφογύριζε απελπισμένα και την εκάθιζε εκεί απάνου στην πλαγιά της Στραβόραχης που είχε αφημένο το ομορφότερο κομμάτι της ζωής της. Εκεί αμολιότανε ξεμαλλιασμένο αγρίμι κι εσταμάταγε τις ορθοπεταλιές της ομπροστά στις ασφάκες και τις φασκομηλιές , τις χάιδευε, τις μύριζε, γιόμιζε και τις τσέπες της μυρωδάτα φασκόμηλα κι έτρωγε μέχρι που λιποθυμούσε, ποιος ήξερε τι ουσίες είχανε που το παραπανίσιο τους άπλετα κερασμένο υλικό λίγωνε το σωματάκι της το ξεροψημένο και δυνατό άλλες φορές !
Ή τάχατες αναρωτήθηκε ,όταν το ´παθε για πρώτη βολά , θέλησε η ίδια η φύση φίλη της να την αποδιώξει από τις βασανιστικές αναπάντητες έγνοιες της;
Α, μπα ματαβρήκε τη λογική της , κι άλλοι το παθαίνουνε ετούτο όταν η φτώχεια τους βαραίνει το στομάχι με φασκόμηλα, είπε κι εστάνιαρε τη λογική της με συνετότερη σκέψη . Και μοναχά όταν ένας βοτανολόγος ,που είχε έρθει από μακριά κι όργωνε τα βουνά και τους κάμπους ,πασκίζοντας ν´αναγνωρίσει και να μελετήσει βοτάνια ,έλυσε ετούτη την απορία λέγοντάς τους πως σε μεγάλες ποσότητες τα βοτάνια δεν είναι απλή τροφή και πως στη συγκεκριμένη περίπτωση το φασκόμηλο έριχνε την πίεσή τους, τότε ησύχασε κι ελόγου της κι ούλο το χωριό, όσοι δηλαδή συνετίστηκαν, γιατί υπήρχανε και μερικά στραβόξυλα που βλέπανε καχύποπτα τους ξένους και ,,τους ακούγανε βερεσέ,, . Τι σου είναι ετούτη η επιστήμη αναρωτήθηκε η Κατερίνη και δεν εματάφαγε ούτε ελόγου της ούτε άλλος κανένας πολλά φασκόμηλα.
Κι εκεί που καταλάγιαζε ο νους άλλος μπελαλόδρομος άνοιγε, άλλος λαβύρινθος διέσχιζε τη σκέψη, που δεν οδηγούσε καν σε Μινώταυρο, έτσι βρε αδερφέ , για να το έπαιρνε απόφαση πως έφτασε σε αδιέξοδο κι εκεί τέλευαν ούλα ! Κι όμως τίποτα δεν τέλευε ! Ανεμοδούρα ο νους , η σκέψη, το είναι της ούλο.
-Πού είσαι μωρ´ Κατερίνη; Τι κάνεις εδεκείλια τόσην ώρα; Το μορφονιό ονειρεύεσαι;
Πώς της ήρθε της Τριαντάφυλλης κι εμολόησε πειραχτικό σκόλιο για την αδερφή της ,,δεν εμπόρεσε ποτέ της να ντο δικιολοήσει,,. Εκάνανε πειράγματα αδερφικά αλλά επιπόλαια κι αθώα. Ετούτο της φάνηκε άπρεπο της Τριαντάφυλλης μα την Κατερίνη την έβαλε στο δρόμο της.
-Μπορεί, της είπε ! Τον σκέφτομαι ! Κι όχι μόνο εκείνον , αλλά ούλα όσα με βασανίζουν όσο να πάω σ´εκείνον !
-Ααα ! Τα πράματα είναι σοβαρά ,σκέφτηκε η Τριαντάφυλλη .Πώς όμως εγώ ,,να τη βοηθήκω,, ; Τι ξέρω εγώ από τέτικα; Και μη μπορώντας να βρει έναν τρόπο προσέγγισης....
-Έλα ,της είπε, πάμε για νερό στον Αγιάννη ! Πάει και η Βελούδο ! Θα πιάσουμε κουβέντα και ,,θα ξεσκάσεις ,,.
,,Στο πίτσι φυτίλι,, δυο ψιλόλιγνες νεανικές σιλουέτες με τις ,,βήκες,, στα χέρια ομόρφυναν το χωματόδρομο προς τον Αγιάννη . Η μεταστροφή συντελέστηκε ,,εν τω άμα,,.
Η Κατερίνη έσκιουψε ασυνείδητα ,έπιασε και πέταξε στην άκρη του δρόμου δυο τρία λιθάρια που είχανε ,,κιουλήσει κι αμπόδαγαν τους περαστικούς και τα ζα, άσε που μπόρηγε κανάς αφαιρεμένος κι ανυποψίαστος να μπουρδουκλωθεί σ´εδαύτα και να τσακιστεί ,,. Έκαμε το ίδιο κι η αδερφή της κι εκεί σκεφτήκανε να παραβγούν ,,στο λιθάρι,, όπως εκάνανε και οι παλιοί , άντρες φυσικά μα τι πείραζε, σε ποιον θα έδιναν αναφορά ; Εκεί στο διπλανό χέρσο χωράφι του Νιόνου που είχε προ πολλού αφήκει χρόνους κι αφού παιδιά, σκυλιά δεν είχε έμενε χέρσο κι έδινε την πρόκληση στον καθένα να του κάνει συντροφιά, εκεί αφού απόθηκαν τις βήκες παράπλευρα το ´ριξαν οι δυο αδερφές στην αγωνιστική . Κι ήτανε τόσο ανακουφιστικό ετούτο για την Κατερίνη. Ξαναβρήκε τον εαυτό της.
-Ε, φιλενάδες , παρά τρίχα να μου σπάζατε τη βήκα στον ώμο μου. Ένα χαλίκι πέρασε ξυστά κι εσφύριξε στ´ αυτί μου ,είπε πειραχτικά η Βεδούδο που είχε κιόλας επιστρέψει από τη βρύση.
-Ε, αφού ήτανε χαλικάκι , δεν ήτανε δικό μας ! Εμείς πετάμε λιθάρια καημένη ,είπε η Κατερίνη κι εγέλασαν ούλες μαζί.
Τα κορίτσια άφηκαν το λιθάρι, η Βελούδο απόθηκε στη μάντρα τη βήκα της κι εκεί στην απομόνωση το χέρσου χωραφιού οι τρεις κοπέλες άφηκαν την ψυχή τους να μιλήσει. Τα νιόβγαλτα χορταρόφυτα κι οι πρώιμες ανεμώνες χαίρονταν μαζί τους κι ας έγινε μία τους θύμα της αμηχανίας της Κατερίνης όταν προσπάθησε να εξηγήσει στις άλλες τι ένιωθε. Σε άλλη περίπτωση και σε κανέναν δε θα τόλμαγε να ειπεί τα σώψυχά της, αλλά η Βελούδο και έμπιστη ήτανε και μεγαλύτερη και κάτι εκαταλάβαινε από καημούς. Έτσι έδινε την ευκαιρία και στη Λισσάβετη να μαθαίνει.
Τη σοβαρή κουβέντα την εκουκούλωσαν τα κοριτσίστικα γέλια ,όταν μια μέλισσα έφυγε από το λουλούδι της όψιμα ανθισμένης μικρής μυγδαλίτσας δίπλα στο φράχτη ,καθώς η Κατερίνη πιάστηκε από ,,την κλάρα της,, κι ετίναξε αθελά της τα παραγινωμένα σχεδόν διάφανα λουλουδάκια της ,που έτσι κι αλλιώς θα ´πεφταν όπου να ´ταν ,κι εκάθισε στα ρουθούνια της έτοιμη να της φυτέψει την λιλιπούτεια προβοσκίδα της αγνοώντας κι εκείνη τον κίνδυνο που προήλθε από τη βαρειά απαλάμη της ,,μαλιναρισμένης,, νεαρής. Γελούσαν με τις κινήσεις που έκανε να την αποδιώξει, όχι με το φόβο της. Και στην πραγματικότητα δεν είχε φόβο. Δε φοβόταν η Κατερίνη τα όντα της φύσης ,ήτανε φίλη μαζί τους, τους μίλαγε και της μίλαγαν στη γλώσσα τους κι εσυννεούνταν μια χαρά. Αλλά κι αν κάποιο της φερόταν εχθρικά πάλι δεν εφοβόταν. Την είχε ποτισμένη η βάβω και μέλισσα και σφήκα και σέρσεγκα και σκορπιό ,ακόμα και φίδι όταν ήτανε μικρή κι είχε αποχτήσει αντισώματα. Πολλά γιατρικά τερτίπια του Ιπποκράτη είχανε φτάσει στις μέρες της ,,δια στόματος,, από γενιά σε γενιά και τα τηρούσαν με ευλάβεια οι άνθρωποι του καιρού της. Τώρα ετούτο με το φασκόμηλο πώς δεν το ηξέρανε άλλη κουβέντα ,αλλά να που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και το έμαθαν κι ετούτο.
Έφυγε η ,,μαλίνα απού πανου της,, και χαρούμενη που η μελισσούλα φοβισμένη κι αυτή έφυγε χωρίς να βλάψει η μία την άλλη , ,,έστησε του κυνήγου,, τα κορίτσια . Η Αρίσταινα που πέρναγε με ,,το βασταγούρι,, της εκείνη την ώρα τους έκοψε τη φόρα με το χαιρετισμό της. Αδιαφορώντας θα ´λεγες κούνησαν τα χέρια τους σε χαιρετισμό και
γρήγορα βρέθηκαν κι οι τρεις ξαπλωμένες στο νωπό χώμα κοιτάζοντας το γαλανό ουρανό με τ´άσπρα σύννεφα. Ανάσαναν τη χαρά της ευτυχίας ! Η Αρίσταινα τις εκαμάρωσε. Ας παίξουν όσο έχουνε ακόμα καιρό σκέφτηκε , ποιος ξέρει τι έχει γραμμένο η ζωή για την κάθε μίνια. Κι εσκούντηξε με τη βουκέντρα της το ζωντανό ξύνοντας ταυτόχρονα τη ,,σγάρτσα,, που εντόπισε στα καπούλια του σαν από αμηχανία ,γιατί κάπου μακριά έτρεξε κι αυτουνής ο νους ,εκεί στα κοριτσίστικα χορομπουλήματά της,, !
Στο ανασήκωμά τους τα κορίτσια και πριν μπουν καινούργιες ανησυχίες στη σκέψη της Κατερίνης, η Τριαντάφυλλη είδε να της χαμογελούν κάτι τροφαντοί ζωχοί κι άλλα φαγώσιμα χορταράκια.
-Πάμε ογλήγορα στη βρύση να γιομίσουμε κι εμείς κι ερχόμαστε ούλες μαζί ,, να μαζέψουμε λάχανα ,,, είπε κι έτρεξαν ολοταχώς....

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ

 Τα λάχανα

Η εξόρμηση ,ποια εξόρμηση δηλαδή ,εκατό δρασκελιές από τα σπίτια τους ήταν το χέρσο χωράφι , δεν έπαυε όμως να θεωρείται εξόρμηση, αφού έξοδος συλλογική μάλιστα ήταν, καθ´ότι πήραν και τη Λισσάβετη μαζί τους, η εξόρμηση λοιπόν είχε χαρακτήρα εκδρομής, κοντινής, αλλά εκδρομής. Με τις κανίστρες στο χέρι και τα ...φονικά όργανα μέσα τους, τους σουγιάδες ή τα μαχαίρια δηλαδή, η κάθε μια με τις πλουμιστές μαντήλες και τη χαρά στο στόμα που χαχάνιζε την ευτυχία τους καταπάτησαν στην κυριολεξία την ξένη ιδιοκτησία που τους βόλευε τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή και που δεν είχαν καμμία όρεξη να πάρουν τα βουνά για δυο

,, παλιοχόρταρα,, ,όπως είπε η Βελούδω και η Κατερίνη την εμάλωσε αυστηρά.
-Ποτέ, της είπε , δεν είναι ....παλιό...τέτοιο ...ό,τι μας θρέφει ! Και δε θέλω να σε ματακούσω να ντο λες !
Έσκιουψε, θανάτωσε μια ,,σιταρήθρα,, την έφερε στο στόμα της, τη φίλησε με το σεβασμό που φιλάνε τους νεκρούς, σταυροκοπήθηκε, γύρισε τα μάτια της κατά τον ουρανό κι είπε:
-Σ´ευχαρστούμε Κύριε, που μας εδωκες τούτα τα όμορφα λάχανα για το τραπέζι μας και κοίταξε με νόημα τις άλλες τρεις.
Η Βελούδω ντράπηκε ,μα πεισματάρα κι εγωΐστρια καθώς ήταν εναντιώθηκε.
-Τι πίστεψες κυρά μου, πως εγώ δε φχαριστάου το Θεό που βρίσκουμε και τρώμε λάχανα κι ό,τι άλλο; Έτσι το λένε ! Δεν ντο ´χεις ακουσμένο εσύ ετούτο; Τι μας παριστάνεις την πρωτευουσιάνα;
-Το ´χω και το παρά ´χω ακουσμένο ,μα δε μ ´αρέσει να ντο μολογάου ,γιατί δεν είναι σωστό . Ό,τι ακώ το κοσκινάου κι ό,τι είναι ,,πούσι,, τ´αφήνω στην ,,κρισάρα ,, για πέταμα . Για τούτο δε μας το ´δωκε το μυαλό ο Θεός;
-Για τούτο , συμφώνησαν ούλες.
[Η αλήθεια είναι πως στα χωριά μας τα λάχανα ,επειδή ήσαν πρόσφορα και σε αφθονία, δεν τα είχαν σε υπόληψη. Ο χαρακτηρισμός ,παλιολάχανα,, δεν υπαινισσόταν την αξία τους ,που δε γνώριζαν κιόλας, αλλά την αφθονία τους.

Τα λάχανα είχαν γλιτώσει ,,κόσμο και κοσμάκη,, στην κατοχή, στις γρίππες και άλλες αρρώστειες . Τα λάχανα και τα βοτάνια ! Κι ενώ στα βοτάνια έδιναν την αξία που είχαν ,στα λάχανα όχι . Άλλος ένας λόγος που υποτιμούσαν τα πλουσιοπάροχα δοσμένα από τη φύση λαχανάκια ήταν και η παροιμία που έλεγε: ,,Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάνει και στα λάχανα ,, καθ´ότι το πιπέρι στους χρόνους εκείνους, σαν δυσεύρετο ,ήταν και εθεωρείτο είδος πολυτελείας και το έβαναν μοναχά στο κρέας.]
Συμφώνησαν και κοιτάχτηκαν αγαπησιάρικα , γιατί ποτέ οι παρεξηγημένοι άνθρωποι δε νιώθουν όμορφα κι εκείνες ήθελαν να είναι αγαπημένες.
-Άντε τώρα να παραβγούμε, ποια θα μαζέψει τα περσότερα .
Και τα μαχαίρια ακονισμένα έπιασαν δουλειά.
-Κάτι ζωχιά θεριακωμένα κορίτσιααα...!
Και σταρήθρες και παπαδίτσες μπόλικες και κάτι λαδούσες που καθρεφτίζεσαι μέσα τους ....να κοίτα ..φαίνουνται ,,τα μουτσούνια,, μου είπε ,κι ούλες τρέξανε να ιδούνε αν τους έλεγε αλήθεια . Δυο θεριακωμένες λαδούσες της χαμογελούσαν. Σα να ήσαν αλειμμένες με λάδι. Από ´κει πήραν και το όνομά τους. Γι αυτό και τον μεσόκοπο Βαγγέλη που έβανε μπιργιαντίνη στα μαλλιά του που ήσαν γκριζοπράσινα τον φώναζαν πειραχτικά ,,Λαδούσα,,. Λες και τον είχαν προσκαλεσμένο πέρναγε εκείνη την ώρα στο δρόμο λίγο πιο πέρα από υο χέρσο χωράφι που είχανε καταλάβει με το έτσι θέλω .
-Να, παλιόπραμα, μα δε φταις εσύ ,εμείς που σε πιστέψαμε. Νερό είναι το χορταρικό για να σε καθρεφτίσει παλιοψεύτρα της είπε παιγνιδιάρικα η Λισσάβετη κι
εξέσπασαν σε χάχαχα !
-Σας εγέλασα ! Σας εγέλασα ! Είπε παιγνιδιάρικα κι η Κατερίνη κι ,,απαράτηκε,, χάμου μαχαίρι και κανίστρα ,αφού οι άλλες βάλθηκαν να τήνε κυνηγήσουν μέχρι που την ετσάκωσαν και την ,,ετουλούμιασαν,, στο ξύλο.
Φτάνει, φτάνει είπε χασκογελώντας η Κατερίνη κι αμέσως ξεφώνισε :
- Ουουου .....κάτι σκολιάμπρια !
Η θέα ήταν αρκετή για να σταματήσει το κυνηγητό . Κάτι θρεμμένα σκολιάμπρια, ολάκερη μαγεριά θα κάνανε και με αρμίτσα και δυο κομματάκια τσιγαρίδα θα ήσανται μούρλια !
-Και πρασσουλήθρες είπε η Λισσάβετη κι έτρεξαν ούλες να πάρουν τις κανίστρες και τα μαχαίρια τους γιατί η ....επιχείρηση ήταν σημαντική.
-Ε, πού είσαστε ! Ν´αφήκουτε με μερικά για σπόρο. Μην τα ,,ξεμπουντουλώστε,, ούλα είπε η Τριαντάφυλλη βλέποντας τη μανία συλλογής των κοριτσιών.
-Δίκιο έχεις ! Παρασυρθήκαμε ! Η βάβω και η μάνα πολλές φορές το ´χουν ειπεί.
-Ένα σακί χεροβότανα (χοιροβότανα) μαζεύεις εδεπά, είπε κι έδειξε τον τόπο η Βελούδω. Θα μαζέψω ,,λιγούλια,, για το γουρουνάκι μας.
-Και για το γουρουνάκι ,αλλά και για μας ! Γλύκισμα είναι βραστά , πετάχτηκε η Κατερίνη. Ε, τσιούπες, μαζεύτε και καμμιά πικραλίδα ! Κάνει καλό είχε ειπωμένο εκείνος ο ...πώς τον ελέγανε.....ο... ο τέλος πάντων εκείνος που ασχλιότανε με τα χορταρικά και τα βοτάνια. Και πικροράδικα με το κίτρινο λουλούδι. Ελόγου τους να ήξεραν ούλοι πόσο καλό κάνουν !
-Ξέρουμε ,δεν ηξέρουμε, μωρ´ Κατερίνη, αφού έτσι κι αλλιώς τα τρώμε το ίδιο δεν κάνει;
-Σε τούτο δεν έχεις κι άδικο , μα δε βλάφτει να το ξέρουμε κιόλας.
-Όχι, δε βλάφτει, συμφώνησαν και τα μάτια τους παράβγαιναν στην πηλάλα
-Στριφούλια ! Θεούλη μου ,πόσα στριφούλια ! Και λάπατα ! Και παπαδίτσες και μυρώνια , είπε ενθουσιασμένη η Λισσάβετη .
-Ο Λαδούσας, ο Λαδούσας ! Γιάτρα ρε (για τήρα=κοίτα ρε) περνάει ο Λαδούσας .Κολυμπάει στη μπιργιαντίνη, τις απέσπασε από τη δουλειά τους η Τριαντάφυλλη που ,,τον πήρε πρώτη το μάτι της,, στο περασμά του.Τα γέλια ,,πήγανε σύννεφο,, κι έφτασαν ως τον ουρανό μα ο Λαδούσας δεν τους έδωκε καμμιά σημασία. Συνέχισε το δρόμο του σιάζοντας τη φράντζα του και τούτο δεν έμεινε απαρατήρητο από τις δεσποσύνες. Αλλά μέχρις εκεί. Κι ό,τι μπορούσαν να ειπούν αναμετάξυ τους. Εδώ που τα λέμε ήταν ωραίος άντρας ο Λαδούσας κι ας ήταν μεσόκοπος. Μπορούσε να τον συμπαθήσει ακόμα και ,,κοσάρα,,. Δεν θα της έκανε τη χάρη όμως, αυτός είχε δίπλα του, τιμή του και καμάρι του, την πιο όμορφη γυναίκα του χωριού ,τη Θεωνάρα, όνομα και πράμα . Θεά ήτανε παναθεμά τη και μικρότερή του δέκα χρόνους. Τα ,,τσιλιμπουρδίσματα,, τ´άφηνε για τους μάγκες ,εκείνος ήταν κύριος με τα ούλα του. Του έφτανε που τον
πρόσεχε και του έδινε σημασία ,,το ωραίο φύλο,,!
-Σαν πολύ μάτι πέφτει σήμερα ! Ειιι, φτάνει πια ! ,,Σκαπέτηκε,, ο άντρωπος . Μεθαύριο στην εκκλησιά θαμάστε τον πιότερο. Τώρα έχουμε δουλειά.
Κοιτάτε ´δω πόσες καυκαλήθρες και παπαρούντες ! Όπου να ´ναι θ´ανθίσουν !
Δε θα ´ναι για μάζεμα άλλη βολά. Ξεσταχυασμένες και λουλουδισμένες η μάνα και η βάβω δεν έχω ιδωμένο να έχουνε ποτέ τους μαζεμένο, είπε η Τριαντάφυλλη. Τώρα, δεν πρέπει, δε θέλουνε να ,,ξεμπουντουλωθεί ο σπόρος, τι να σας ειπώ ,δεν ηξεύρω .
-Ναι, ρε κουτορνίθι , για τούτο ! Θέλει πολύ μυαλό για να ντο νοήσεις;
Η Κατερίνη ήταν αφοσιωμένη και σε βαθύ σκιούψιμο κάτι ,,χαρχάλευε,, εκεί πέρα ,,στη σκιντόλουζα,, και δεν εσήκωνε κεφάλι.
-Τι κάνεις τόσια ώρα χωμένη στη λούζα βλοημένη;
Κι εκείνη απάντησε χωρίς λόγια σηκώνοντας στον αέρα ένα μάτσο ξεδιαλεγμένες ολόδροσες μυρουδάτες σκορδαλήθρες !
-Να τι έκανα, τους είπε, και τους έδειξε το θησαυρό της. Χωρίς σκορδαλήθρες η λαχανόπιτα δε λέει τίποτα!
Ένα ανθρώπινο μελισσολόι σκόρπιζε ευτυχία μελένια γύρω και τα κορίτσια της συντροφιάς το χαίρονταν τόσο πολύ. Το καμάρωνε κι ο ίδιος ο ουρανός γι αυτό και παρέμεινε καταγάλανος με μόνες ζωγραφιές τ´άσπρα συννεφάκια του και τα δικά τους γέλια που η συχνότητά τους δόνησε τον αέρα κι έγραψε κύματα παλμικά που ζωγραφίστηκαν στον ουρανό σαν άγιοι δρόμοι χαράς με συγκεκριμένους προορισμούς. Ο καθένας οδηγούσε και κατέγραφε τα όνειρα και τις κρυφές επιθυμίες της κάθε μιας.
Ξανάσκιουψαν ούλες κι αφοσιώθηκαν στη λαχανοσυλλογή. Άιντε-άιντε συλλέγοντας και κουβεντιάζοντας έφτασαν ,,ακαταλάβωτα ,, στο δυτικό σαπισμένο από την πολυκαιρία φράχτη του χωραφιού που υψώνουνταν και τον αγκάλιαζαν ,ερωτικά θαρρείς , σκίντα και λυγιές, πουρνάρια κι αγλαντζινιές , αγριελίτσες και σπάρτα, ούλα ανάκατα και προκλητικά κι ούλα σχεδόν αγκαλιασμένα κάτι παραπάνου από ερωτευμένα με τροφαντές οβρυές που πρόβαλαν τα κεφαλάκια τους χαμογελαστές σε προκλητικό χαιρετισμό .
Τα κορίτσια κοίταγαν με θαυμασμό ! Κοιτάχτηκαν κι αναμετάξυ τους, έσκασαν ένα κρυφόγελο λαχτάρας, παράτησαν χάμω τα καλάθια τους , κάρφωσαν και τα μαχαίρια τους στην άκρη της κανίστρας δίπλα στο χερούλι και με λεύτερα τα χέρια τους όρμησαν στις κουτσουνάτες οβρίτσες. Έκοβαν, έκοβαν και τα τρυφερά τους βλαστάρια ,θύματα της απληστίας τους εσχημάτιζαν μάτσα που έγιναν στο τέλος ...αγκαλιές, υπερβολή της πλούσιας σοδειά τους . Ετούτη την ευτυχία δεν θα την εμοιράζουνταν με κανέναν . Ούλοι τρέχανε στα μακρινά χωράφια ,όξω από το χωριό για να μαζέψουνε λάχανα κι οβρυές και κανένας δεν ,,είχε πάρει χαμπάρι,, το θησαυρό που κοίτουνταν μπροστά στα μάτια του. Η ορμή τους ,καθώς ετράνευε η απληστία τους, τις εμπόδιζε να βλέπουν που πατάνε και τ´,,αρούκατο,, μπάσιμό τους στα κλαριά φυλάκισε ξεσκίζοντας τη φούστα της Βελούδως , που ίσια που δεν έβαλε τα κλάηματα σαν το διαπίστωσε, μαζί με μια τεράστια γραντζουνιά που της είχε διαπεράσει το χοντρό ύφασμα της μισοφόρας της και που , παρ´ότι είχε λάβει τα μέτρα της ανασηκώνοντας μονόπλευρα τη φούστα της , ήτανε και πολυφαδιασμένη πανάθεμά την, δεν την εγλίτωσε από το ξέσκισμα . ,,Φέτες έγινε,, από τα πουρνάρια , αφού όμως έγινε το κακό , ,,δεν κλαίμε για το χιουμένο γάλα,, την παρηγόρησε η Κατερίνη κι έτσι το πήρε απόφαση και η Βελούδω
θεωρώντας το τελικά σα μια ευκαιρία να ξεκαινουργώσει τη φούστα της.
Τώρα ,τι κατάρες θ´άκουγε από τη μάνα της , το είχε ετούτο το κακό συνήθειο η μάνα της, δεν το ελογάριασε ντιτ καταντίπ, συνηθισμένη ήτανε άλλωστε ,όπως κι ήξερε πως για να ξεθυμάνει το ´κανε κι εκείνη , που ,, η έρμη η φτώχεια,, δεν άφηνε να ,,φτουρήσει,, φράγκο για ξεκαινουργώματα. Κι αφού θ´άκουγε ,,τ´αχούγιασμα ,, και θα πάθαινε ,,τον τάραχο,, από τις νοστιμοκουβέντες της κυρά Θοδώρας, όταν εκείνη θα ηρεμούσε....
-Ε, καλά ,ρε μάνα σκουτί ήτανε εκείνο που φόρηγα , πολυφαδιασμένο και κακόμοιρο κι αφού έχεις βηλάρι ολόκληρο , τι λέει να φτιάξω μια καινούργια φούστα , κοτζάμ κοπέλα της παντρειάς, να μη με κοροϊδεύει ο κόσμος, δεν είμαστε και τόσο ξέφτιοι καημένη μάνα , να κλαιγόμαστε για μίνια φούστα επιτέλους ! Κι ήξερε ότι η κυρά Θοδώρα θα έπαιρνε πίσω ούλες τις κατάρες και με τις ευλογίες της και τα συμπάθια θα της έπαιρνε και τη φούστα θα την έφτιαχνε, έτσι κι αλλιώς δε θα τη χρέωνε μοδιστρικά ,μοναχή της θα ,,την ετραχτάλιαζε,, με μόστρα την παλιά μια χαρά θα τα κατάφερνε , αφού ,,πιάνανε τα χέρια της,, κι ας μην ήτανε μοδίστρα παρά κεντίστρα του κοφτού της μηχανής κι έτσι ούλα θα εβολεύονταν.
-Τι λέτε να τελέψουμε καμμιά βολά κορίτσια, είπε η Τριαντάφυλλη που τα λιοψημένα μαγουλάκια της κατάφορτα με βιταμίνη D, είχανε γίνει σωστό τριαντάφυλλο από την έξαψη της λαχτάρας.
-Κόψε εδεκεί το μαραθάκο που ´πιασε το μάτι μου στην άκρη της μάντρας, να εδεκείλια, τόνε βλέπεις, και πάμε, το παρακάναμε, είπε και τις έσπρωξε με λόγια στο δρόμο η Κατερίνη . Τραβάτε κι έρχουμαι τους είπε κι έκαμε πως τάχατες ανασήκωνε τη φούστα της. ,,Προς νερού της ,, θα πηγαίνει σκέφτηκαν οι άλλες, πήρανε τις γιομάτες κανίστρες που απόθηκαν απάνου τους και τις οβρυές και κατέβηκαν την ,, ποριά,, που είχε δημιουργίσει η μισογκρεμισμένη μάντρα με το σαπισμένο φράχτη να κοίτεται αντάμα με τις μαντρόπετρες που ο χρόνος και η ερήμωση είχαν επιφέρει και ,,βούρα,, για τον Αγιάννη , να πλύνουν τα λάχανα .
Εκείνης ,,το μάτι λάγγευε ,, εδώ και ώρα , αλλά δεν είπε τίποτις στα κορίτσια και τώρα έτσι στ´άστραμα της εφάνηκε πως κάποιος ,,την εκάλαγε,, κοντά του.
Κύριε ελέησον , μέρα μεσημέρι ,είπε από μέσα της κι έκαμε το σταυρό της. Μια φιγούρα φευγαλέα σα να ήτανε του Γιώργη, έτσι όπως τον θυμόταν από τον παιδικό γάμο τους κι αυθόρμητα κίνησε κατά ´κει στην άλλη άκρη του χωραφιού που πέντ´έξι γερασμένες ελιές καμάρωναν παρά την αιωνόβια ηλικία τους ακολουθώντας την υποτιθέμενη φιγούρα που σκαρφίστηκε η φαντασία της. Κι όταν έφτασε στην μεγαλύτερη, την πιο γέρικη ελιά η φιγούρα εξαφανίστηκε κι όπως στα παραμύθια παρουσιάστηκε μπροστά της μια κατάφορτη σπαραγγιά. Ετούτη ήθελε να μου δείξει ο Γιώργης είπε με ικανοποίγηση η Κατερίνη και τάκα-τάκα μάζεψε ούλα τα σπαράγγια της κι αφού την ευχαρίστησε για το σπουδαίο δώρο της έτρεξε ξωπίσω από τις άλλες στη βρύση.
Μια όμορφη μέρα που την ξαλάφρωσε από τις βαρειές της σκέψεις κι ήτανε τόσο κοντά της η ....θεραπεία !
Τα κορίτσια είχανε φτάσει κιόλας στον ,,κάνταλο,, του Αγιάννη , έπλυναν τα τουράκια , έβαλαν τις κανίστρες με τα λάχανα κάτω από το τρεχούμενο νερό,να φύγουν τα πολλά χώματα και στερνά ένα-ένα τα ξέπλεναν μέχρι να καθαρίσουν εντελώς από τα περιττά ,,σαρίδια,, . Έπλυναν τις κανίστρες , τις τίναξαν να φύγουν τα νερά και τα ψιλοχάλικα και τις άφηκαν να περιμένουν απάνω στο καθαρό τουράκι.
Η γούρνα του κάνταλου φιλοξένησε τις επιδέξιες νοικοκυρές και το τρεχούμενο νερό του έκαμε τα χορταρικά να λάμπουν από φρεσκάδα και καθαριότη.
Η Κατερίνη χωρίς να μιλήσει ακούμπησε τα άγρια λαχταριστά σπαράγγια δίπλα στις οβρυές κι άρχισε να πλένει κι εκείνη τα λάχανα της δικής της κανίστρας.
-Πω πω πω κάτι σπαράγγια ! Αναφώνησαν ταυτόχρονα τα κορίτσια ,ενώ η Κατερίνη γέλαγε με το μειλίχιο χαμόγελο που τη χαραχτήριζε ,,κάτω από τα μουστάκια της,,.
-Ώστε γι αυτό έμεινες πίσω κυρία, της είπαν με μια φωνή .
-Ναι γι αυτό ! Πάρε το μερτικό σου Βελούδο ,είπε ! Αλλά τσιμουδιά για το όραμα ! Καμμιά δεν θα την πίστευε. Ίσως μια άλλη φορά , αλλά καλύτερα να μείνει για ελόγου μου σκέφτηκε η Κατερίνη κι απολάμβανε το πλύσιμο των λάχανων .
,,Μπούζι,, είναι το νερό το ευλοημένο. ,,Κραγκιάσανε ,, τα χέρια μου ,είπε η Βελούδω καθώς ξεχώριζε μια χεριά τρυφερά σπαραγγάκια για τον εαυτό της που τρελαινόταν για δαύτα. Τρελαινόταν όμως και η Κατερίνη γι αυτό ....δίκια μοιρασιά ,της είπε, δίκια ...για να ντα πάμε καλά οι δυο μας...κι έκαμε τάχατες πως θύμωσε.
-Τα χέρια σου τώρα που τα ´βγαλες από το νερό ,,κραγκιάσανε ,, ,της είπε η Τριαντάφυλλη . Όσο έπλενες κρύγιωνες, όχι ! Το χειμώνα το νερό βγαίνει ζεστό από τα σωθικά της γης και το καλοκαίρι ολόδροσο .Καιρός είναι τώρα να μάθουμε τη Βελούδω τι γένεται με το νερό . Άβγαλτη είσαι ή μας το παίζεις πρωτευουσιάνα Βελούδω;
-Όχι, ρε φιλενάδες ,δεν ντο παίζω τίποτις, μ´επιάσανε θέρμες έτσι ξαφνικά. Αιστάνουμαι ,,μωρόκακα ,, η δόλια . Δεν πάμε να φύγουμε; Τέλεψες Κατερίνη;
-Δεν ετέλεψα, αλλά εσείς να φύγουτε. Κρύγιωσες φαίστεσται και της έριξε μια ματιά. Δίκιο έχεις σα ,,ζαβλακωμένη ,, είσαι. Φεύγα, φεύγα ! Τράβα και κουκουλώσου ! Την άρπαξες ,,την πούντα,,. Δεν ήπρεπε να μας το χαλάσεις τώρα στο τέλος, τόσο όμορφα που περάσαμε σήμερα. Περαστικά να είναι !
Άμετέ μου στην ευκή του Θεού ,τους είπε προστατευτικά σα μεγάλη γυναίκα κι εκείνη συνέχισε τη δουλειά της. Καθώς τα έπλενε ξεχώριζε τα λάχανα που ήσαν για τσιγαριστά ή για πίτα από κείνα που ήσανται για βραστά , τα τίναξε να φύγουν τα περιττά νερά και τα στρίμωξε στην κανίστρα , γιατί τώρα που αφρατέψανε με το πλύσιμο δεν τα χώραγε με άνεση και τις πήρε καταπόδι χωρίς ,,να τις ντώνει ,, από τα μάτια της.
,,Έχει γούστο να ,,τουραγνιστεί η τσαλαφή ,, είπε από μέσα της, χωρίς ,,μπίτι,, να σκεφτεί ότι το τσαλαφή δεν της εταίριαζε της Βελούδως. Μόνο αλαφρόμυαλη δεν ήταν η Βελούδω. Έξυπνη και συγκροτημένη ήτανε κι απόρησε με τον εαυτό της η Κ. πως έκαμε τέτοια σκέψη ετούτη που ήτανε τόσο μετρημένη και προσεχτική και μάλωσε πάραυτα τον εαυτό της. Κι όπως ανηφόριζε αφημένη στη σκέψη της σκουντούφλησαν απάνου της κανά τριάρι ,,κουνούσβελα,, πο κατηφόριζαν
πηλαλώντας. Δε γλέπουτε μπροστά σας ,,ρε φουγιασμένα,, είπε τώρα δυνατά η Κατερίνη και δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Αυτή ν´ αποπάρει παιδιά μ´αυτόν τον τρόπο; Τι της εγινότανε; Θεέ και Κύριε ! Για συμμαζέψου , κυρά μου , είπε επιτακτικά για δεύτερη φορά στον εαυτό της μέσα σε λίγο διάστημα και δε μπόρηγε να εξηγήσει αυτό που της συνέβαινε. Επιτάχυνε το βήμα της κι εσυνάντησε τις αδερφές της στο σταυροδρόμι που πήγαινε κατά το σπίτι της Βελούδως. Η Τριαντάφυλλη την είχε συνοδέψει ως εκεί κι η Λισσάβετη μαζί , της κράταγε μάλιστα και την κανίστρα . Βρήκανε όμως τη μάνα της, της ξηγήσανε τι συνέβηκε κι εκείνη θα έκανε ό,τι έπρεπε. Το σπίτι τους από ´κει δεν απείχε ούτε εκατό μέτρα . Οι αδερφούλες έπλεαν μέσα στην ευτυχία. Για τη Βελούδο δεν ανησύχησαν διόλου . Μια γερή εντριβή με σιναπόσπορο κοπανισμένο και λαδάκι θα τη συνέφερνε αμέσως. Το ταχύ ,,θα ήτανε περδίκι,,. Η ιατρική διάγνωση δε χώραγε αμφισβήτηση !
  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟ

 Η λαχανόπιτα

Ένας θησαυρός απλωμένος στο τεράστιο χαλκωματένιο ,,τεψί,, άστραψε μπροστά στα έκπληκτα μάτια της βάβως που τα κοίταγε άπληστα σαν να μην είχε ματαϊδωμένο λάχανα στη ζωή της.
-Τι θρεμμένα λάχανα έναι ετούτα βαϊζούλες μου; Φτου, φτου, φτου !
Κι από ούλα ! Πο διάκατε; Στον Αη-Θανάση πέρα;
-Πες νόνα κι άμα το βρεις έχει καλώς ! Άμα όμως δεν το εύρεις ,,θα μας δώκεις κάστρο,, και θα σου το ειπούμε, είπε η Κατερίνη ,, κασκανίζοντας,, τη νόνα της, έτσι για να ντης θυμίσει το παιγνίδι με το κάστρο που η ίδια τους είχε μάθει όταν ακόμα ήσανται μικρά παιδιά.
-Μπρε βλοημενα μου εδιάκατε ´κει σιαπάνου στα Τρελάγκαθα; Πότε κιόλανε προκάματε βαϊζούλες μου; Προκομμένες μου εσείς !
-Πριτσσς ! Είπε η Κατερίνη κι εβάρεσε τον αριστερό της αγκώνα με το δεξί χέρι.
-Πριτσσς ! Επανέλαβαν και οι άλλες και δεν εβάσταγαν τα γέλια.
-Ε, μα τότενες εδιάκατε στη Βρασίτσα. Έχει κι εκεί μπόλικα και γουλά λάχανα , έχει και μπόλικους βορβούς.
-Όχι !
Τρία όχι σε ένα ,που μετρημένα τονικά να τα είχανε στη μουσική κλίμακα τόσο
ταυτόχρονη ήχηση δε θα πετύχαινε .
-Μωρ´ πού ,,σκαπετήκατε,, στις Αγραπιδούλες; Μα πότε ,, προκάματε,, κι ήρθατε τόσο γλήγορα νεράϊδες μου;
-Άϊντε νόνα , δώσε κάστρο ,δεν το βρίσκεις !
-Σιγά μην δεν το εύρω ! Ξέρω ούλα τα κατατόπια ! Κι αράδιασε η βάβω ένα -ένα ούλα τα κατατόπια που δεν είχε αναφέρει.

-Για να ξεδιαλέξουμε εμείς τα λάχανα, κι έπιασαν θέση η κάθε ,,μίνια,, γύρω από το ,,τεψί,, κι ελόγου σου με την ησυχία σου σκέψου και μπορεί να γλιτώσεις το κάστρο.

Τα κορίτσια τάκα-τάκα με μαεστρία κι επιδεξιότητα επιδόθηκαν στο ξεδιάλεγμα των λάχανων σε ´κείνα που προορίζονταν για νερόβραστα και στ´άλλα ,τα ψιλικά ,που ήσανται για πίτα, ενώ η νόνα ψαχούλευε το ατονισμένο της μυαλό να ,,καρσιντήσει,, την πετυχιά. ,,Τζιάμπα ,, όμως ! Ίσαμε Ζούρτσα και Στροβίτσι ,,εσκαπέτηκε,, ο νους της, ακόμα και πέρα από τη Βρασίτσα στον Αη-Γιώργη το Μοφκιτσάνο που συνόριαζε με το χωράφι τους, που αργότερα το πήρε στην παντρειά του προίκα ο Πέτρος, εδιάκιε η βάβω μα τα κορίτσια είχανε ακόμα κέφια για ,,κάσκανο,, και χάχανα κι έτσι αφήνανε τη βάβω στην περιπλανησή της , ,,αδειανή ήτανε ,, κι εκείνες χασκογελώντας εκάνανε τη δουλειά τους κι ογλήγορα.
Ζωχιά, χεροβότανα, πικραλίδες για βραστά κι ούλα τ´άλλα, εχτός από τις οβρυές και τα σπαράγγια, ,,για τσιγαριστά μια βρασίτσα,, π´αρέσκανε στη Γιωργίτσα και στη βάβω και τα μπόλικα για λαχανόπιτα .
Όσο οι άλλες δυο ξεχώριζαν τα λάχανα ,που δεν είχανε προνοήσει να ντο κάμουνε στη βρύση ,η Κατερίνη τα εκομμάτιαζε μέσα σε μια μεγάλη πήλινη γαβάθα, που την είχανε αγορασμένη από το πανηγύρι της Κυπαρισσίας που γινότανε μια φορά το χρόνο του Σταυρού κι ερχόσανται εμπόροι κι από την Καλαμάτα κι ηφέρνανε εκεί από το Ασπρόχωμα με τα μπόλικα κεραμικά και τέτικες γαβάθες , πολύ χρειαζούμενο αγγειό για τα νοικοκυριά, για τούτο κι εγινόσανται ανάρπαστες ούλες, κι εγιόμισε ,,ίσια με ´κει πάνου τα χείλα,, με τον ανάκατο λαχανοθησαυρό.
Κάθε στρώση την επασπάλιζε με απόλιγο αλάτι χοντρό, ας ήτανε καλά το μονοπώλιο στη Ζούρτσα ,είχανε μπόλικο, αρέσκανε στο Θανάση τ´αρμυρά και για χάρη του αφέντη ,,τα πατάγανε στο αλάτι ,, τα φαγιά , και τα πάταγε με την απαλάμη της τα λάχανα να κατακάτσουνε. Η Τριαντάφυλλη με την Ελισσάβετη ,,τα περνάγανε από ψιλή κρισάρα,, ο λόγος το έλεγε, ένα-ένα τα χορταρικά μπρου τα πετάξουνε στο τεψί για να τα τεμαχίσει η Κατερίνη . Κανά ξεμεινεμένο κίτρινο φυλλαράκι, καμμιά τριχούλα από τα πρόβατα , γίδια ή άλλα ζωντανά ,κανά σαριδάκι από σαπισμένες καλαμιές ή φλουδίτσες από κλαράκια , ούλο και κάτι ξέμενε, όσο κι αν τα πλένανε σχολαστικά τα κορίτσια τα λάχανα . Κι άιντε να τύχαινε στον ιδιότροπο το Θανάση τίποτα τέτοιο και να είσαστε κάπου κρυμμένοι ν´ακούγατε τι είχε να γένει ! Κι αφού η μοίρα η άτιμη έτσι το κανόνιζε ,αυτό πίστευαν κι όχι ότι την ήφερνε του ιδιότροπου το κάλεσμα την αναποδιά, έπρεπε να το έκαναν δυο φορές σχολαστικότερα το έργο.
-Το βρήκα ,πετάχτηκε η βάβω που είχε σιωπήσει κάμποσο γιατί είχε ,,γλαρώσει,, εδεκείλια στο παραγώνι που καθότανε με στήριγμα τη μεγάλη ματαρατσένια μαξιλάρα με τις πολύχρωμες ρίγες, απομεινάρι της προίκας της στης καθημερνότητάς της την ανάγκη.
-Το βρήκες βάβω; Πες το ! Είπαν κι οι τρεις ,,μ´ένα στόμα,, !
-Στα Βράνια πήγατε ,,μωρ´κουρούνες,, ,αχ, και να ντο ήξερα δε θα σας άφηνα να ξεμυτήσουτε μπήτι από το σπίτι . ,,Πού το κόψατε μωρ´αχρόνιαγες ,, και πήγατε μια ώρα δρόμο, έτσι στα καλά καθούμενα για λάχανα εκείθ´απάνου;
-Ναι βάβω, πήγαμε για βελανίδι , όπως τότε που μας έσουρνες κοντά σου πο γύρευε η νιότη μας πηλάλες, είπε ειρωνικά η Λισσάβετη .
-Η νιότη τους ! Άκου η νιότη τους ! Τρανέψατε τώρανες τριανταφυλλένιες μου ; Είπε η βάβω κι η Τριαντάφυλλη κοκορεύτηκε που αναφέρθηκε κατά κάποιο τρόπο τ´όνομά της.
-Βάβω, ήτανε η τελευταία σου ευκαιρία ετούτη. Δεν πάει άλλο ! Δώσε κάστρο ! Τελέψαμε σκεδόν τη δουλειά μας. Δώσε κάστρο να ξεμπερδεύουμε !
-Σας δίνω της Αρκαδιάς !
-Δεν το θέλουμε ! Εκεί κρεμάσανε την Ελένη μας έλεγες !
-Σας δίνω της Μεθώνης !
-Δεν ηξεύρουμε πού είναι, δεν το θέλουμε !
-Να σας δώκω τότε το Παλαμήδι !
-Όμορφο είναι ,μα εκεί φυλακίσανε τον Κολοκοτρώνη , είχε ειπωμένο εκείνος ο δάσκαλος που ήτανε φερμένος από την Αθήνα μαζί με την Αλεξάνδρα, το θυμάσαι;
-Πάρτε το κάστρο της Ωριάς !
-Ουουφ ! Ούλο κάστρα που ´χουνε σκοτωμένους μας δίνεις βάβω ! Είναι κακογούρικα !
-Όχι τσιουπούλες μου ! Εγώ σας τα δίνω τότε που ήσανται στις δόξες τους κι εσείς καλιέστε όποιο διαλέξουτε να το φυλάξουτε κατά πώς σας αρέσει .
Έχω ακόμα ένα , τη Γλαρέντζα, κι αν σας αρέσει, αλλιώτικα δε σας παίζω!
Έγινε το έλα να δεις ! Τα κορίτσια ορμήσανε απάνου της και την εσκάσανε στις αγκαλιές και στα φιλιά.
-Εντάξει βάβω μου, διαλέγουμε το Παλαμήδι ! Τουλάχιστον εκεί δεν αφανίστηκε γυναίκα !
-Πολύ με τυραννήσατε, αλλά χαλάλι σας ! Δικό σας !
-Κι εσένα το χερσοχόραφο του μαγκούφη του γέρο Θοδωρή ! Είπαν τα κορίτσια κι εκαρκάριζαν ασταμάτητα σαν κότες .
-Μπου...μπου..μπου ! Κι είχε το χερσοχώραφο ετούτο το θησαυρό μες τα πόδια μας;
Είπατε ,,Θος σχωρέστον,, ; Κι αν δεν ντο είπατε , το λέμε τώρανες !
Κι έχασα ένα κάστρο σαν το Παλαμήδι εμουρμούρισε κι έκανε σα να είχε πάει εκατό βολές εκεί μέσα , να είχε ανεβοκατεβεί και τα ενιακόσια ενενήντα εννιά σκαλιά του, ,να το είχε αλωνίσει ολοτρόγυρα και να είχε θαμάσει τη θάλασσα τ´Αναπλιού με το Μπούρτζι στην αγκάλην του !
-Να είσαι καλά βάβω μας, είπαν τα κορίτσια μ´ένα στόμα. Μας έκαμες και γελάσαμε για ούλη μας τη ζωή .
-Και τηράτε, άμα σας αξιώσει καμμιά βολά ο Θεός και πάτε να θυμηθείτε την κουβέντα μας και να ντο καμαρώσουτε και για πάρτη μου !
-Ναι, νόνα μου ! Μακάρι ν´αξιωθούμε !
-Άιντεστέ μου τώρα. Ποια θα ζουλήξει τα λάχανα να κάτσουν και να ,,χιούσουν ,, λιγουλάκι από το ζουμί τους για να γενεί τραγανή η πίτα μας;
-Εγώ βάβω, εγώ ,είπε πρόθυμα η Κατερίνη, ενώ η Τριαντάφυλλη έτρεξε ν´ανάψει το φούρνο ! Το βράδυ που θα ήταν ούλη η οικογένεια μαζεμένη θα κάνανε γιορτή με τη λαχανόπιτα των κοριτσιών.
-Δεν εκοίταγες στον κηπάκο Λισσάβετη μην έβρισκες και καμμιά χεριά σπανάκι ;
-Έννοια σου ,νόνα, και το νοιάστηκα εγώ ,είπε η Κατερίνη, ενώ έστυβε με τις παλαμαριές της τα λάχανα να φύγουν τα πολλά ζουμιά.
-Λιγουλάκι Κατερίνη μου ! Ρίξε μια ,,πλοχεριά ,, τραχανά να ντα πιεί τα ζουμιά , μην ντα χιούνεις, κάνουνε το πιότερο καλό εφτούνα, κατά πως είπε εκείνος ο γραμματιζούμενος. Εμείς τα στύβαμε πολύ κι εχαλάγαμε την ουσία. Δεν ηξέραμε γλέπεις !
-Έννοια σου βάβω μου, έννοια σου ! Ούλα θα γένουν κατά πως μ´έχεις μαθημένο, είπε κι αφράτεψε τα ζουληγμένα λάχανα μέσα στην βαθειά πήλινη λεκάνη, έριξε και μια χουφτίτσα τραχανά ,κάπου ξετρύπωσε πεντ´έξι πρέζες μαυροπίπερο , γιορτινό καρύκευμα, ψιλόκοψε κι ούλα τα μυρωδικούλια μέσα , το μαραθάκο , τα μυρωνάκια ,τις σκορδαλήθρες και τις πρασουλήθρες, τα στριφούλια και τα λαπατάκια αζούληχτα , κανά δυο ξερά κρεμμύδια , ένα μάτσο φρέσκα , κάτι κλωναράκια μαϊντανό που τυχαία ήτανε φυτρωμένος σε μια γωνιά του κήπου , γύρευε ποιο πουλάκι ή ποιος αέρας απόθηκε εκεί το σποράκι του κι έριξε ένα γερό ανάλαφρο ανακάτεμα .
Η Λισσάβετη είχε ήδη στεγνώξει το μεγάλο χαλκωματένιο τεψί και το είχε αλείψει με μπόλικο λάδι .
Σε μια ξύλινη γαβάθα η Κατερίνη κοσκίνισε πέντ´έξι χούφτες ,,κούκλινο,, αλεύρι με τη χοντρή κρισάρα κι έριξε λίγο -λίγο το νεράκι που το είχε ακουμπήσει δίπλα στο τζιάκι κι ήτανε χλιαρούλι όσο έπρεπε, αλάτι κι έφτιαξε ένα αραιό κουρκούτι.
Άπλωσε το μισό μέσα στο τεράστιο τεψί που δεν τ´αγκάλιαζαν ανοιγμένα τα
χέρια της κι εσκόρπισε ομοιόμορφα μέσα στο τεψί τη μυρουδάτη γέμιση . Την ίσιωσε απαλά κι έριξε με προσοχή ,,απού πάνου,, το υπόλοιπο κούκλινο κουρκούτι.
Βούτηξε τα χέρια της στο πιάτο με το λάδι κι έκανε επίπαση σ´όλη την επιφάνεια του ταψιού. Σταυροκοπήθηκε ανακουφισμένη ! Πάνω στην ώρα πρόβαλε και η Τριαντάφυλλη . Η ανακοίνωση ότι ο φούρνος ,,ήτανε καημένος ,, δεν επρόλαβε α βρει την Κατερίνη στο σκαμνί . Με το που έκατσε σηκώθηκε . Δεν ήθελε τη φάση ετούτη ,που μπορεί να ήταν και η τελευταία πριν φύγει για το νέο της σπιτικό , να την αφήκει σε κανέναν άλλο. Αγκάλιασε την τεψάρα και την έσπρωξε μέσα στον
,,ξεθρακισμένο,, φούρνο στην πεντακάθαρη πυρωμένη γωνιά του κι έκλεισε με τη μεγάλη λαμαρίνα , ειδική κατασκευή ,την πόρτα του.
Η πυρά περόνιασε το ζυμάρι και τα χορταρικά κι ογλήγορα μοσκοβόλησε τρογύρω ο τόπος και τα ρουθούνια μαθημένα από τέτικες μυρουδιές τις τραβούσαν βαθιά μέσα τους και τις ακούμπαγαν, ελιξίριο αρωματικό, στα μέσα του καθενός και των περαστικών.
Αν ήταν η μοσκοβολιά της πίτας βάλσαμο και της γαστέρας η απειλή συμβόλαιο, σίγουρα εκείνη τη στιγμή θα είχε επιτελεστεί ένα μεγάλο μυστήριο στο σπιτικό του Θανάση .
Ένας θόρυβος απ´όξω διατάραξε την απόλυτη γαλήνη μιας ευτυχισμένης στιγμής.
Ήταν η Γιωργίτσα που ότι είχε αμολήσει τη θηλειά της τριχιάς στο σαμάρι του βασταγουριού κι έπεσαν κάτου με δύναμη ,,τα χάχαλα,, μα το θόρυβο τον έκαμε η πέτρα που είχε προσθέσει η Γιωργίτσα για να ισορροπήσει το φορτίο κι εξεχάστηκε να τήνε κατεβάσει. Ευτυχώς που δεν επλάκωσε κανά πόδι είτε δικό της είτε του ζωντανού . Είχε αρκετό βάρος κι έπεσε ίσια κάτου, το τυχερό. Στην απέναντι πλευρά του σαμαριού είχε φορτωμένο μια αγκαλιά πευκόξυλα για το τζιάκι από ´να γερόπευκο που τόνε σακάτεψε μέχρι θανάτου εδώ και πολύ καιρό ο δυνατός αέρας κι εκοίτουνταν φαρδύς πλατύς στην άκρη του χωραφιού. Απόλιγο κάθε φορά τον τεμαχίζανε με το τσεκούρι τους κι έφερναν από ένα φόρτωμα κάθε φορά. Έβγαλαν μπόλικο δαδί από εκείνον τον πεύκο για το άναμμα της φωτιάς στο τζιάκι και στο φούρνο. Ευφλεκτότερο υλικό μετά τις αφάνες δε θα ´βρισκες καλύτερο για τέτοιες δουλειές. Της Γιωργίτσας της πέσανε τα σάλια έτσι κατακουρασμένη και νηστική που ήτανε ούλη μέρα. Και το ψωμάκι που είχε παρμένο μαζί της και το λαδόξυδο ανέγγιχτα τα γύρισε πίσω, δεν εβρήκε χρόνο για να βάλει μια μπουκιά στο στόμα της. Έτσι ,,νταμαχιάρα,, ήτανε στις δουλειές της η Γιωργίτσα, ποια να πρωτοτελέψει , και στο τέλος βρισκότανε να ,,λαγγοδέρνει,, σα σκυλί στο ντάλα καλοκαίρι με τη γλώσσα όξω. Την άκουσαν η Κατερίνη κι η Τριαντάφυλλη που είχαν την έγνοια τους στο φούρνο κι ετρογύριζαν εκεί όξω συμμαζεύοντας το χώρο στο φουρναριό κι ελέγχοντάς μην τους αρπάξει πιότερο από το κανονικό η πίτα κι έτρεξαν να τη συνδράμουν . Κατόπιν εορτής . Η Γιωργίτσα είχε ξιφορτώσει , είχε ξεσαμαρώσει και το γάιδαρο , του ´ριξε απάνου του είναι σακί έτσι για προστασία μέχρι να του έφευγε η κούραση του ζωντανού και τον πήγαινε στο ,, αχούρι,, του να φάει με την ησυχία του το ,,αχεράκι,, του και να ξεκουραστεί.
-Άφτο σε μένα μάνα ,είπε η Κατερίνη και της άρπαξε από τα χέρια το καπίστρι. Άφτο σε μένα και τράβα να πιθώσεις στο παραγώνι.
-Καλώς όρισες ! Για δε μας μίλησες να ´ρθούμε ογληγορότερα ; Είπε κι η Τριαντάφυλλη που ήρθ´απόκοντα.
-Καλώς σας βρήκα θυγατέρες ,είπε ξεψυχισμένα η Γιωργίτσα κι ετράβηξε για μέσα.
Τα κορίτσια τακτοποίησαν τα ,,χάχαλα ,, και τα δαδόξυλα στο φουρναριό εκεί πλάι που ήταν η θέση τους, σαρώσανε μεριάζοντας το πεσμένο λιθάρι στην άκρη της αυλής κι ,,εδιάκανε,, πίσω στο φούρνο . Τράβηξε η Κατερίνη την φουρνόπορτα , πήρε τη μασιά, έδωκε ένα πέρα -δώθε κούνημα στο ταψί κι ένιωσε πως η πίτα μέσα του χοροπηδούσε δείγμα πως ήτανε ψημένη.
-Ε, καλά ! Τι κάψιμο έκαμες μωρή Τριαντάφυλλη στο φούρνο κι επήρε το χρώμα του ήλιου η πίτα δίχως να χρειαστεί να χειριστούμε την πυρά;
-Έτυχε Κατερίνη μου ! Έχω πάρει και το κολάι που λέει και η βάβω .
Τράβηξε το τεψί η Κατερίνη κατά μπροστά σούρνοντάς το με τη μασιά και την κουκούλωσε ,,πατόκορφα ,, η μυρουδιά της. Πήρε δυο παχειές ,,πατσαβούρες,, άρπαξε χεροδύναμα το τεράστιο καυτό τεψί και ακολούθησε την Τριαντάφυλλη ,που προπομπός της άνοιξε την πόρτα της κουζίνας.
Με δαγκωμένα τα χείλια της επικεντρωμένη στην προσπάθεια ανέβηκε προσεχτικά τα σκαλοπάτια , ένιωσε την πυρά να διαπερνάει τις πατσαβούρες και....
-Μεριάστε, μεριάστε ! Κάηκα, είπε κι απόθηκε βιαστικά στο παραγώνι το τεψί, δίπλα στη βλογιοκομμένη Γιωργίτσα.
-Ανασταίνει νεκρούς θυγατέρα μου, είπε κι ανασηκώθηκε για ν´αποδείξει του λόγου το αληθές.
-Όσο να πάει η ψυχή της στο χωράφι, τις λες μάνα, θα μαζευτούνε κι οι άλλοι;
Όπου να ´ναι φτάνουν της είπε. Στρώσε τη μεσάλα στο τραπέζι. Κάμε όπως ξερεις σα νοικοκυρά κι εγώ μαζεύω τα σάλια μου, παρ´ότι μούρχεται να ντη χαράξω .
Το ´λεγε μα δεν θα το ´κανε ποτέ . Όταν η οικογένεια μαζευότανε γύρω από το τραπέζι ήτανε ιερή η στιγμή κι ούλοι τη σέβονταν. Το ίδιο σέβονταν και τους μεγαλύτερους . Έπρεπε πρώτα να κάτσει στο τραπέζι ο αρχηγός του σπιτιού ,ο άντρας , ο γεροντότερος στερνά και μετά ούλοι οι άλλοι. Και στο σπιτικό του Θανάση ετούτο ήτανε νόμος.
Το τραπέζι πανέτοιμο καρτερούσε .
Αντρικό ποδοβολητό χάλασε την ησυχία της νύχτας που μόλις άρχιζε και η Κατερίνη σήκωσε το τεψί , τ´ακούμπησε ψηλά στο αυτοσχέδιο βοηθητικό τραπεζάκι που είχε με μαεστρία δουλέψει ειδικά γι αυτό το σκοπό ο Νικολός κι εχάραξε την πίτα σε μεγάλα μπουκούνια .
Εκείνα άχνιζαν στο ανασήκωμα τους κι ήτανε σα να χαμογελάνε στην οικογένεια ούλη ,έτσι όπως την έβλεπαν μαζεμένη κι ήτανε η χαρά τους να γίνονταν βορά πρώτα στα μάτια και στερνά στα λιμασμένα τους στομάχια.
Με το καλησπέρισμα και το κάθισμα . Κανένας δεν κρατιόταν. Ούτε και κανένας φρόντισε να πλύνει χέρια κι ας τρώγανε την πίτα ούλοι με τα χέρια τους. Κανένας ιός δεν τους τρόμαζε. Κράσεις γερές από γονίδιο αψηφούσαν τους τωρινούς τρόπους πρόληψης μέσω της καθαριότητας. Αυτή ήτανε γιορτινή συνήθεια για τους άντρες .Μολονότι μισή αρχοντιά τη θεωρούσαν από κείνους τους καιρούς την καθαριότητα απ´ ότι καταλάβαινες αυτό ίσχυε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη και αφορούσε μόνο τις γυναίκες όχι τους άντρες . Μα στα χωράφια και για τις γυναίκες το ίδιο ίσχυε . Ποτέ δεν έπλεναν χέρια ! Ήταν αυτοκαθαριζόμενα τα συστήματα της φύσης ως εφαίνετο. Μα δεν αρρώσταινε εύκολα και κανένας . Πάθαιναν όλοι ανοσία. Κι αυτό ήταν το φυσικό. Η φύση είχε προβλέψει γι αυτό κι είχε εφοδιάσει με όπλα φυσικά τους ζώντες οργανισμούς της .
-Να ´χει ο Θεός να είμαστε ούλοι μαζεμένοι στο τραπέζι μας ,είπε ο Θανάσης σηκώνοντας ,,το κουπάρι,, του και ,,χλαπακιάζοντας,, εν τω άμα ένα τεράστιο μπουκούνι λαχανόπιτα.
Γεια στα χέρια σας ! Τη νοστιμιά της να ´χουτε!
Η νηστίσιμη λαχανόπιτα που με τόσο κόπο μα και τόση ευχαρίστηση έφτιαξαν τα κορίτσια μοίρασε στην οικογένεια χαρά και αγαλλίαση. Κι αν ήταν η μοσκοβολιά της βάλσαμο και της γαστέρας η απειλή συμβόλαιο, σίγουρα εκείνη τη στιγμή θα είχε συντελεστεί ένα μεγάλο μυστήριο !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ

 Μια βρασίτσα ψιλικά ,, !

Η πίτα δεν ,,εφτούρησε,, κι αν δεν είχε γίνει η προετοιμασία του στρωσίματος του τραπεζιού κι αν δεν ήτανε σερβιρισμένη στην ,,παδέλα,, , από το ταψί θα την ετρώγανε έτσι ,,ανεβάσταγοι,, και πεινασμένοι που ήσαν.
Κι είχε τύχει να το κάμουνε πολλές βολές ετούτο, όταν στο ,,χερχέρα,,(=χέρι-χέρι , ογλήγορα ) ´τοιμάζανε λαλαγγίδες ή και ξυπόλυτες ή τηγανόψωμα ή μπροστοκουλούρες. Κι ήσαν πιότερο νόστιμα τα φαγιά όταν τα ´τρωγες με τα χέρια κατά γενική ομολογία. Για τούτο δεν τα δώκε τα χέρια ο Θεός; Έλεγε συχνά η βάβω που δε ,,μπόρηγε ,, να προσαρμοστεί στις συνθήκες του πολιτισμού .
-Ό,τι τρώγεται με τα χέρια να ντο τρώμε με τα χέρια, έλεγε . Είν´ανάγκη να πλένουμε και πιάτα ; Ποιος μπορεί να κουβαλάει σα βασταγούρι νερό για τη λάτρα !
Ετούτο κάπου θρονιάστηκε στο πίσω μέρος του μυαλού της Κατερίνης γιατί το ´βρισκε λογικό και της εβγήκε χούι αργότερα. Τότε ήθελε να πηγαίνει όπως ούλες οι νιες με το γράμμα του νόμου. Και στα μαλώματά της με τη νόνα.....
-Βάβω, και ,,χουλιάρια,, και πηρούνια έχει στο τραπέζι . Τι λερώνεις τα χέρια σου; Της έλεγαν, για να την φρονηματίσουν ,,με το γάντι ,, η Κατερίνη κι οι ,,γιάλλες,, τσιούπες.
-Ακούτε και κανάν τρανύτερο , μπροστά σας θα ντα βρείτε, έλεγε ,,τσιμπουκλισμένη,, η βάβω και ,, γύριζε την κουβέντα ,,.
Πότε πια θα βάλουτ´ομπρός να μαγερέψουτε εφτούνη τη βρασίτσα τα ψιλικά που ξεδιαλέξατε κι εβάλατε στην άκρη από τα χτες;
-Ταχιά νόνα ! Πίσω λάχανα θα φάμε; Εψές δεν εφάγαμε τη λαχανόπιτα; ,,Εσήμερα ,, θα βράσουμε μαυρομάτικα ,δεν είδες που τα ´βαλε η μάνα από τα ψες στο νερό , είπε κάπως επιτακτικά η Κατερίνη.
-Για να μαθαίνεις κιόλανε βαϊζούλα μου, τα χορταρικά άμα τα πλύνεις δε βαστιώνται
για πολύ. Κιτρινίζουν και ,,σέπονται,, ! Για τούτο πρέπει να ντα μαγερέψεις. Άσε που με τα μαυρομάτικα ταιριάζουνε μούρλια ! Εγώ τις γκαστριές μου τις επέρασα ,δεν τρελαίνομαι για χορτάρια, αν και τα ,,τσιγαριστούλια,, είναι η αδυναμία μου, το ,,γνώσκεις,, τσιουπούλα μου, έτσι δεν είναι;
-Αν το ,,γνώσκω,, λέει ! Αμέσως νόνα ! Ό,τι θέλεις εσύ . Να μη σου κάμω εγώ το χατήρι ; Εσύ πώς μου ´κανες ούλα τα δικά μου όταν ήμουνα μικρή κι ακόμα την ,,περάσπισή,, σου έχω. Σκεπασμένα στην κανίστρα έναι , πλυμένα, συγυρισμένα, τι λέει για μένα να τους δώκω ένα κόψιμο, ένα τσιγαρισματάκι ; Θα βάλω και μπόλικο ξερό κρεμμύδι, θα πεταχτώ στου γερο Θοδωρή να βγάλω λιγούλες σκορδαλήθρες , έχει μπόλικες εκεί στις λούζες, τι της έριξα ούλες στην πίτα, τις εχρειάζουνταν, θα βάλω δυο πρασσουλήθρες πο μείνανε, το μαραθάκο τους , δυο κλωναράκια ,τα κράτησα με το στανιό, γιατί δεν είχε άλλονε στο χωράφι κι εδώ στον κήπο δίπλα ,, ξεμποντουλώθηκε,, , τον έκαψε ο πάγος ως φαίνεται , θα βάλω κι ούλα τα διάφορα και θα ,,ντα φχαρστηθείς ,, νονίτσα μου !
Τέτοια είπε κι αράδιασε μπροστά της στο τεράστιο χαλκωματένιο τεψί σε είδη τα χορταρικά της : στριφούλια, λάπατα, λαδούσες ,σταρήθρες, νεροκάρδαμα, σγκαρτζόνια, παπαδίτσες, παπαρούντες, δυο από τα σκολιάμπρια , ένα ζωχουδάκι, δυο πικραλήθρες κι ένα ραδίκι ,,να ζυγιάσουνε τη γλυκάδα ,, ,μια χερίτσα καυκαλήδες . Έτοιμοι ,είπε καθώς σήκωνε από το καλάθι με τα πλυμένα λάχανα την τελευταία παπαδίτσα με το κίτρινο γυαλιστερό λουλουδάκι της που βρήκε τον καιρό να ξεμυτίσει και του λόγου του ξεθαρρεμένο από την καλοκαιρία.
Η βάβω τα πασπάτεψε με πραγματικά λάγνα αισθαντικότητα και θαυμασμό, ήφερε αναμνήσεις του δικού της καιρού κι εβυθίστηκε ξυπνητή σε όνειρο.
Το κορίτσι ακολούθησε την ίδια διαδικασία με της πίτας ως τον τεμαχισμό τους.
Ο τέντζερης ήτανε ήδη ακουμπισμένος στην πυροστιά και το λαδάκι που κύλησε μέσα του από το ροΐ άρχισε να τσιντσιρίζει. Η Κ. έριξε μέσα ένα μεγάλο ξερό κρεμμύδι που το χάραξε σε χοντρούτσικα κάθετα χωρίσματα και μετά σε οριζόντια κι έπεφταν τα κυβάκια ,καθώς εκείνη το έκαμνε ετούτο από πάνου στον τέντζερη, σαν ακατέργαστα μαργαριτάρια μέσα στο καυτό λάδι. ,,Ήφερε,, μια γύρα με την ξύλινη επίπεδη κουτάλα με το μακρύ χερούλι και συνέχισε με τα πράσσα και τα κοτσανάκια από τα χορταρικά . Πέταξε μέσα και το μάραθο να ξεράσει τ´άρωμά του και λίγα-λίγα γυροφέρνοντας συνέχεια όλα τα χοντροκομμένα λάχανα. Ο αχνός τους τη βάραγε στο πρόσωπο , καλλυντική προστασία, και τα ρουθούνια της οσφραίνονταν παραδείσια αρώματα. Έριξε λίγο νεράκι αλάτι και πιπέρι κι εκαπάκωσε τον τέντζερη .Έτσι που στεκότανε ,,στα κότσια,, όπως έκαμνε τούτες τις διαδικασίες, έτσι ο νους της ,,επήε,, κι αυτηνής γοργοκίνητος στο νιο της σπιτικό.
-Πώς να είναι άραγε; Θα ´ναι όπως τ´ονειρεύουμαι; Και γιατί να μην είναι; Κι ακόμα καλύτερα ,,θα έναι,, έλεγε γυρίζοντας τη σκέψη στον ίδιο της τον εαυτό ,γιατί δεν ήθελε να τον βαραίνει με παραπανίσια και άκαιρα πράματα ! Κι αν δηλαδή δεν ήσανται, τι μπόρηγε να κάμει; Θ´άλλαζε τα πράματα; Όχι, δεν θα τ´άλλαζε ακόμα κι αν η ίδια το αποφάσιζε . Είχε πατέρα το Θανάση κι ελόγου του εχτός από πολλά χωράφια και γιδοπρόβατα είχε και μπόλικες παραξενιές. Και στην κοινωνική ηθική ήτανε για κείνον νόμος . Ας μην τον αδικούμε όμως, για όλους εκείνον τον καιρό η κοινωνική κριτική υπερείχε του ανθρώπου και ο κοινωνικός του καθωσπρεπισμός καθόριζε και την υπόστασή του. Ακόμα και οι γυναίκες ήσαν πιασμένες στο δίχτυ αυτής της αράχνης . Δύσκολα υποστήριζαν το φύλο τους αντικειμενικά. Έκριναν σύμφωνα με το επικρατούν κοινωνικό κατεστημένο .
Το τσιντζίρισμα του τέντζερη τη βρήκε στην ίδια θέση μόνο που ήτανε ελαφρώς αποχαυνωμένη κι ανενεργή και θα ντο εκαταλάβαινε ,,όγοιος την ήγλεπε,, γιατί τα χέρια της ήσαν πεσμένα τόσο χαλαρά ανάμεσα στα σκέλια της κι ο νους της εταξίδευε, φαινόταν, μα πρόβλημα ουδέν . Δυο ηλικίες σε απόλυτη αρμονία έκαμναν σχεδόν το ίδιο ταξίδι με το ίδιο τρένο. Κι ήταν όμορφο αυτό το ταξίδι.
Πετάχτηκε ορθή σα να έπαιζε τραμπολίνο , άνοιξε τέρμα τα όμορφά της μάτια ,ξεκρέμασε βιαστικά από παραδίπλα τις παχύκορμες ,,πιάστρες,, και άρπαξε με βιάση τον τέντζερη από τη φωτιά που μέσα στην ονειροπώλησή της είχε αλησμονήκει να χαμηλώσει τη φωτιά τραβώντας μερικά ,,δαυλάκια ,, προς τα όξω κι εκείνος ήπιε ογλήγορα να ζουμιά του.
-Πάει, θα μου κάηκε το φαΐ ! Ποιος την ακούει τη νόνα τώρα ,σκεφτόταν καθώς κατέβαζε από τη φωτιά τον τέντζερη. Μα πίσω, σκέφτηκε, δε θα μύριζε καημένο;
Κοντός ψαλμός αλλελούια, ,,είπε από μέσα της,, κι άνοιξε ευτύς τον τέντζερη.
Μια μοσκοβολιά μοναχά ξεχύθηκε στον αέρα και στα ρουθούνια της Κατερίνης.
Ουφ ! Γύρισε πίσω κι η βάβω από το αληθινό της πια όνειρο ,γιατί τον άρπαξε κανονικά τον υπνάκο της , μα κανένας εκείνη τη στγμή δεν νοιάστηκε για το αν ζούσε ή πέθαινε του λόγου της.
-Μωρ´αποκοιμήθηκα βάιζα μου , είπε κι έδιωξε την υπνηλία με τις παλάμες της που τις έσουρε στο πρόσωπό της από το κούτελο μέχρι κάτω τα σαγόνια. Ύστερα διόρθωσε τη ,,μπαρέζα ,, της κι ανασηκώθηκε από τη βόλεψή της . Σούρθηκε ίσα με τον τέντζερη και τον άνοιξε.
Η μοσκοβολιά χιούθηκε ούλη απ´όξω κι έκαμε κατάληψη στο χώρο. Το φαΐ κατακαθισμένο, απαλλαγμένο από το χόχλο του είχε μια όψη ήρεμης δύναμης.
-Τι φαΐ έφτιαξες Κατερίνη μου! Για βασιλιά είναι !
-Βασιλιάδες είμαστε κι εμείς νόνα μου ! Βασιλιάδες κι άξιοι ! Εκείνοι κυβερνάνε τον κόσμο κι εμείς τον ατό μας !
-Τι όμορφο που είναι εφτούνο που είπες βαϊζούλα μου, να μην το αλησμονήκεις ποτέ σου .
-Τι ν´αλησμονήκω βάβω; Αλησμονάς τα παιδιά σου; Αφού ελόγου μου τον γέννησα το λόγο ετούτο, μοναχή μου τον ήφερα στο νου κι εκείνος απήδηκε ωωωπ κι ήρθε στ´ αυτιά σου.
-Του λόγου σου, δεν είσαι μοναχά όμορφη, είσαι κι έξυπνη αγγονούλα μου, δίκιο έχω ´γω που σ´αγαπάω πιότερο απ´ τις άλλες , είπε βρίσκοντας την ευκαιρία κι εκμεταλλευόμενη την απουσία τους η βάβω.
-Τι τα λέτε ακούστηκε από την πόρτα μια τριανταφυλλένια φωνή κι άλλη μια ίδια παρουσία σαν το πρώτο τριαντάφυλλο της Άνοιξης με τη δροσιά της Αυγής απάνου του.
-Μας εκάνανε τσακωτές παρά τρίχα βάβω , είπε η Κ. κι εσηκώθηκε να ´τοιμάσει τα μαυρομάτικα φασούλια για βρασμό. Άλλες φορές πρώτα θα έφτιαχνε τα φασόλια και στερνά τα λάχανα μα έκαμε την αντιστροφή για χατήρι της βάβως. Εκείνη της έκλεισε με νόημα το μάτι .
-Βρε καλώς τα ρόδα του σπιτιού μου ! Πότε κιόλανε γυρίσατε με το καλό, είπε σαν να μην έτρεχε τίποτα. Πού την αφήκατε τη μάνα σας, είπε στα κορίτσια που έμπαιναν στο σπίτι σαν πέρδικες καμαρωτές με τον αέρα όμως της αρχόντισσας .
-Εδώ όξω είναι. Ήθελε να ,,ταχτοποιγήσει,, μοναχή το βασταγούρι κι έρχεται ,είπε η Τριαντάφυλλη κι ακούμπησε στις ανοιχτές παλάμες της νόνας της ένα σακουλάκι καραμέλες.
-Ξέρουμε ότι σ´αρέσκει να γλείφεις καμμία που και που και στις αγοράσαμε βάβω μου, είπε ξωπίσω της η Λισσάβετη κι έσκιουψε να δώκει ένα φιλί στη νόνα της.
-Γεια σου μάνα, είπε κι η Γιωργίτσα που το σεβασμό τον είχε στο αίμα της.
Ούλα καλά ,της είπε, και τούτο ήτανε αρκετό για να συνεννοηθούνε, αφού καμμιά κίνηση της Γιωργίτσας δεν εξέφευγε από την πεθερά της. Το είχε παρμένο απόφαση ετούτο ,εφ´όσον ζούσανε στο ίδιο σπίτι και είχε αποφασίσει μέσα της πως ήθελε να είναι ευτυχισμένη ,για τούτο κι ήτανε μελίρρυτη με την πεθερά της και η αλήθεια είναι πως μ´αυτόν τον τρόπο είχε κερδίσει την αγάπη της.
-Θε μου, τι μοσκοβολιές ! Ποια από τις δυο σας εμαγέρεψε;
-Τι ρωτάς ζάβαλε; Λες και δεν την ξέρεις την Κατερίνη . Αφήνει άλλονε να της μπερδεύεται στα πόδια της; Το είπε έτσι ετούτο , τάχα μας, την εβόλευε πολύ το διεκδικητικό της Κατερίνης. Είχε αρχίσει να βαριέται η βάβω. Βάραινε . Μα δεν της ,,άρενε,, να προδωθεί. Τ´άκουγε ετούτα η Κ. και κρυφό καμάρι το είχε . Έσπασε το χαμόγελο που τη χαραχτήριζε κι εσηκώθηκε να τις καλοδεχτεί κι εκείνη.
Κι όσο να βράσουν τα μαυρομάτικα η γυναικοπαρέα έκαμε την πιο όμορφη μάζωξη κι είπαν ό,τι δε μπορεί κανείς να φανταστεί . Είναι να μη σμίγουν οι γυναίκες! Πώς τα καταφέρνουν αλήθεια με ούλα !
Τα καταφέρνουν ! Όπως μια ,,βρασίτσα ψιλικά ,,  που χάρισε εκείνη την ημέρα τόση ευτυχία !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 Σκολιάμπρια για φρούτο !

Η μανία των κοριτσιών εκείνη την ημέρα στο χωράφι του γέρο Θόδωρου άγγιξε την απληστία. Έβγαλαν τόσα πολλά χόρτα που η ιδιαιτερότητα του καθενός υποχρέωνε σε διαφορετικό μαγείρεμα με αποτέλεσμα να τρώνε κάθε μέρα κι από κάτι .Τα ασπράγκαθα ή σκολιάμπρια είχαν τη δική τους τιμητική.
Χτες έγινε το χατήρι της βάβως με ,ψιλικά, σήμερα θα γινόταν της Κατερίνης με τα σκολιάμπρια . Η Κατερίνη τρελαινόταν για σκολιάμπρια ! Όμως στο χωράφι του Θόδωρου δε βρήκαν όσα η λαχτάρα της επιθυμούσε. Ό,τι βρήκαν το μοιράστηκαν και με τη Βελούδω κι έτσι θα ´κανε κόπο μαγειρεύοντας τόσο λίγο φαγητό που θα ήταν μοναχά για γεύση. Κι έχουνε μοναδική γεύση τα σκασμένα έλεγε η Κατερίνη. Κι ακόμα: κάθε ημέρα να ´χω σκολιάμπρια δεν τα βαριέμαι ! Και ποιος τα βαριέται !
Κανείς δεν τα βαριέται, αρκεί να δοκιμάσει μια φορά. Θα μπορούσε να τα είχε βάλει μαζί με τα ψιλικά και να ξεμπέρδευε μια και καλή από την έγνοια του ξέχωρου μαγειρέματος ,όμως όχι ! Τέτοια απόλαυση την ήθελε ολομόναχη, την ήθελε ξεχωριστή . Ήθελε να μεθύσει το είναι της με τη νοστιμιά τους. Ήθελε να νιώσει τη γλύκα τους στο μεδούλι της ,καθώς θα οσφραινόταν κάθε μπουκιά που θα έβανε αργά-αργά στο στόμα , για να μην τελειώσει γρήγορα η απόλαυση. Ήξερε καλά πως θα τέλειωνε αλλά εκείνη θα την εκράτηγε στη μνήμη της για πάντα. Έτσι είναι η μνήμη, επίμονη αρκεί να της δώκεις θάρρος. Και θα την έχεις κολαούζο για ούλη σου τη ζωή. Αν είσαι από τους τυχερούς κι όταν πρέπει τη διαγράφεις ,,με το έτσι θέλω,, γίνεσαι κι ευτυχισμένος, μα δύσκολο κομμάτι ετούτο. Προς το παρόν η Κατερίνη την ήθελε υπασπιστή της και της έδινε όσα θάρρετα γύρευε.
Είχε και τη συδρομή των αδερφάδων της εσήμερα μιας και ήταν ημέρα με χαλαρούς ρυθμούς, αν και της ήταν εντελώς αδιάφορο γιατί δε χρειαζόταν συνδρομή . Όταν όμως σου προσφέρεται θα είσαι και χαζός να την αρνηθείς. Έτσι χέρια και μαχαίρια πήραν θέση και τ´αγκαθερά χορταρικά ξαπλωθήκαν στο σοφρά. Τρία σκαμνάκια και με της βάβως επιστατάτριας τέσσερα , τιμή τους και καμάρι τους που θα φιλοξενούσαν τέτοιες παρουσίες. Μαθημένα τούτες τις μέρες δεν επαραπονέθηκαν κι ούτε ένιωσαν ότι παραζεστάθηκαν. Τροφαντοί ,,ασκολυμπριοί,, όπως τους λένε στην Κρήτη τ´όμορφο νησί κοίτουνταν με αλύγιστη περηφάνια και πρόβαλαν τ´αγκάθια τους, τη φυσική τους προστασία ακόμα και θανατωμένα που ήσαν. Το ,,ασκολυμπριοί,, και κάμποσα άλλα μυστικά σχετικά με τα σκολιάμπρια τα έμαθε η Κατερίνη ,όταν μια φορά τώρα κοντά έτυχε να βρεθεί στη λαϊκή αγορά της Ζούρτσας κι έπιασε κουβέντα η μάνα της που το είχε το χάρισμα ,πράμα που δεν εκληρονόμισε η Κατερίνη, με μια Κρητικιά , νύφη φερμένη που και όμορφη γυναίκα ήταν και νοικοκυρά φαινόταν και μάλωνε με όμορφο τρόπο το μανάβη στον πάγκο με τ´αγριόχορτα.
-Γιατί κύριε Κώστα , δεν βγάζετε όλοκληρους τους ασκολυμπριούς, έτσι τους ονόμαζε πάντοτε η κυρία Ειρήνη, αυτό ήταν τ´όνομά της .
-Τι πάει να ειπεί ολόκληρους κυρία Ειρήνη -και ήτανε κυρία με τα ούλα της, το έμαθαν κι αυτό αργότερα όταν η Γιωργίτσα ,,ξεψάχνισε,, το μανάβη, του τάδε γυναίκα είναι - ; Ολόκληροι δεν είναι;
-Όχι, δεν είναι ολόκληροι ! Η ρίζα τους που είναι;
-Η ρίζα τους; Καλό και τούτο ! Τη ρίζα τους εμείς την πετάμε κυρά μου !
-Τότε δεν ξέρετε να τρώτε ασκολυμπριούς και να με συμπαθάτε !
Έβαλε ο Κώστας κατά προτροπή της μια μεγάλη χεριά στη ζυγαριά , τι χεριά ολόκληρο καλάθι σκολιάμπρια ήσαν κι εκείνη του εγύρεψε άλλα τόσα.
Με τη συμφωνία , κύριε Κώστα, του είπε καθώς του πρότεινε τα χρήματα, ότι την επόμενη φορά θα φέρετε ειδικά για μένα ασκολυμπριούς με τη ρίζα τους. Και ακούστε ! Καλύτερα να τους φέρετε στο σπίτι μου αποβραδίς, μη σας χαλάσω και την πιάτσα, είπε λίγο ειρωνικά , λίγο αστεία η κυρία Ειρήνη.
Καθώς έστριψε να φύγει η κυρία Ειρήνη και χωρίς να δώκει δικαίωμα στο μανάβη η Γιωργίτσα την ακολούθησε διακριτικά κι απόκοντα κι η Κατερίνη και μ´όση γλύκα κι ευγένεια μπορούσε να βγάλει προς τα έξω η καταγωγή της της είπε:
-Με συμπαθάς κυρία Ειρήνη, άκουσα τ´όνομά σου από το μανάβη .Θέλεις να σου φέρω εγώ σκολιάμπρια ,φίλεμα, αλλά να μου μάθεις αυτά που είπες για τη ρίζα;
Η κυρία Ειρήνη χαμογέλασε. Έριξε μια ματιά στη Γιωργίτσα και μια στην Κατερίνη.
-Θα τα μάθω στη δεσποσύνη από δω ,είπε, κι ακούμπησε το χέρι της χαϊδευτικά στο ροδαλό μάγουλο της Κατερίνης, όπως έκαναν συνήθως στα μικρά παιδιά . Και δε χρειάζεται να μου φέρετε δώρο τους ασκολυμπριούς.
Ακολουθείστε με παρακαλώ ! Έστριψαν στη γωνία και η κυρία Ειρήνη χτύπησε το κουδούνι σα να ήταν ξένη . Η πόρτα άνοιξε και μια υπηρέτρια πήρε από τα χέρια της κυρίας Ειρήνης τ´ αγκαθερά χόρτα . Γιατί δε μ´αφήσατε να πάω εγώ στη λαϊκή κυρία Ειρήνη, είπε η Βασιλική , έτσι την έλεγαν, καθώς την είδε να βαστάει το καλάθι με τους ασκολυμπριούς. Η κυρία Ειρήνη αντί γι άλλη απάντηση, της είπε ν´αφήσει το καλαθάκι με τους ασκολυμπριούς στο τραπέζι της κουζίνας και να περιποιηθεί τις προσκεκλημένες της. Έρχομαι αμέσως είπε, καθώς έστριψε προφανώς να πλύνει τα χέρια της . Πάντοτε οι κυρίες μετά από μία έξοδο έπλεναν τα χέρια τους. Και άλλα πολλά έκαναν, δεν είναι όμως της παρούσης. Η Κατερίνη με τη Γιωργίτσα που δεν είχαν μπει ποτέ σε αρχοντόσπιτο τα είχαν χαμένα. Κοίταζαν μια από δω, μια από ´κει και δεν ήξεραν τι να πρωτοθαυμάσουν ! Τα πολυτελή έπιπλα, τους πίνακες στους τοίχους, τα βαρύτιμα στόρια , τα παχειά ολόμαλλα χαλιά που δεν είχαν καμμία σχέση με τις δικές τους σαλαπλάδες ή τα κρυστάλλινα βάζα τα φορτωμένα λουλούδια ;
Η οικιακή βοηθός ,έτσι την έλεγε η κυρία Ειρήνη , τη Βασιλική, έφερε ένα δίσκο που μύριζε ασήμι και το γνώριζε η Γιωργίτσα το ασήμι, γιατί είχε έναν συγγενή στα Γιάννενα που της έκαμε και δώρο στο γάμο της τα κουταλάκια του γλυκού μαζί και τα ,,κουπαδέλια ,, κι ήτανε τα μοναδικά πολύτιμα πράγματα που είχανε στο σπιτικό τους, είχε ιδεί και σε κάποια συγγενισσά της δίσκο ασημένιο που γυακόπαγε και τον είχε αγοράσει από μεράκι εκείνη ,όχι ό,τι ήτανε πλούσια , από τη Δημητσάνα. Τον ακούμπησε στο τραπεζάκι του σαλονιού και σέρβιρε μία μία τις ...υψηλές προσκεκλημένες της κυρίας της. Έτσι άφησε να δείξει το βλέμμα της . Αφού όμως ήσαν προσκεκλημένες της κυρίας Ειρήνης, αυτηνής λόγος δεν της έπεφτε. Δουλειά της ήταν ό,τι διέταζε ή στην καλύτερη ό,τι απαιτούσε η κυρά της.
Ο βουτυρένιος κουραμπιές είχε ένα άρωμα που ο δικός τους παρ´ότι ήταν βουτυρένιος δεν είχε, αλλά πήγαινε πολύ να ρώταγαν σε τι χρωστούσε το ιδιαίτερο άρωμά του ο κουραμπιές. Έτσι το αποσιώπησαν με την ελπίδα ότι στο μέλλον ίσως δινόταν η ευκαιρία . Νερό σε κρυστάλλινο ποτήρι έπιναν πρώτη φορά. Και η κυρία Ειρήνη παρουσιάστηκε πάνω στην ώρα που σήκωσαν τα ποτήρια. Χαιρέτησαν όπως ήξεραν ! Αυτές που ήσαν, ήσαν και φαίνουνταν και δεν υπήρχε λόγος να κρυβόντουσαν .
-Εις υγείαν, να χαίρεστε τα καλά σας, είπε πρώτη η Γιωργίτσα.
-Στην υγεία σας, αρκέστηκε η Κατερίνη.
Ήταν οι μόνες φράσεις που ήξεραν να λένε στον πληθυντικό κι αυτές τις είχαν ακουσμένο από την πρωτευουσιάνα την Αλεξάνδρα και να που τώρα τους βρέθηκαν .Μία ήταν η κυρία Ειρήνη και ...στην υγεία σου ταίριαζε να της πουν. Στους πολλούς λέγανε στην υγεια σας . Οι προσφωνήσεις τους και οι ευχές τους ήσαν όλες στον ενικό , όπως και των αρχαίων προγόνων. Εσύ....τι θέλεις.....τι κάνεις....να χαίρεσαι τα ιερά σου ,λέγανε ακόμα και στον παπά ....τη γιορτή σου στον αστυνόμο ...κ.ο.κ.
Ευχαριστώ είπε η κυρία Ειρήνη και πριν προλάβουν ν´ακουμπήσουν τα ποτήρια τους στο δίσκο...
-Ελάτε μαζί μου, τους είπε. Κι αμέσως μετά σαν πήγαν στην κουζίνα, καθίστε !
Πάνω στο τραπέζι ήσαν τα σκολιάμπρια κι ένα βιβλίο. Η κυρία Ειρήνη στάθηκε όρθια δίπλα στην Κατερίνη από τ´αριστερά της, όπως οι σερβιτόροι όταν σερβίρουν τους κυρίους τους. Πήρε το βιβλίο και με τη μία άνοιξε στη σελίδα που είχε ζωγραφιές με σκολιάμπρια .
-Ω! Σκολιάμπρια ! Σκολιάμπρια μάνα ! Φωτογραφισμένα σκολιάμπρια !
-Ναι, ασκολυμπριοί είναι ! Σωστά τους αναγνωρίσατε !
-Μόνο που αυτοί έχουν μια μεγάλη ρίζα είπε η Κατερίνη.
-Ωραία ! Αυτή η ρίζα είναι το παν !
-Να τα μάθει η Κατερίνη μου ,κυρά μου, που είναι παντρεμένη στη Μοφκίτσα και τον άλλο μήνα θα ´ρθούνε να την πάρουν ,, !
-Είσαι και παντρεμένη; Η Κατερίνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
Υπέροχα ! Να μου μηνύσετε να στείλω ,,τη χάρη μου,, !
Κοίτα τώρα Αικατερίνη, είπε η κυρία Ειρήνη κι έκανε ανατομία του ασκολυμπριού.
Αυτό είναι το υπέργειο μέρος του κι αυτό το υπόγειο. Όπως όλα τα υπόγεια κρύβει κι αυτό το θησαυρό του. Αυτή η ρίζα είναι γλύκισμα ! Δε λέω και το υπέργειο μέρος του, αυτό που μαγειρεύετε εσείς , έχει γλύκα και νοστιμιά, αλλά η ρίζα είναι το καλύτερο μέρος του. Μόνο που στο κέντρο του και της έδειξε ένα χαραγμένο σκολιάμπρι, έχει ένα ξυλώδες σωληνάριο σε όλο του το μήκος. Το βλέπεις ; Είναι το σύστημα τροφοδοσίας του!
Το έβλεπε φυσικά και έβλεπε κι όλες τις άλλες εικόνες που της ήσαν τόσο γνώριμες .
Αυτό Αικατερίνη πρέπει να βγει ,γιατί είναι πολύ σκληρό. Κοίτα αυτή την εικόνα . Αποσπάται σιγά -σιγά με σχετική ευκολία . Ύστερα, είναι απλό .
Ξύνεις το εξωτερικό μέρος όπως το καρότο. Ή ακόμα καλύτερα πρώτα το ξύνεις ,ύστερα το χαράζεις κατά μήκος και τέλος αφαιρείς το σωλήνα τροφοδοσίας του.
Σα να άκουγε κινέζικα η Κατερίνη, αλλά σε όλα έλεγε ναι. Τα καταλάβαινε όμως όλα από τις εικόνες. Η φύση είναι εικόνες. Για να την καταλαβαίνουν όλοι. Πρώτα οι εικόνες ,μετά οι λέξεις και πολύ αργότερα τα....κινέζικα !
Πόσο πολύ εκτίμησε αυτή την κυρία η Κατερίνη ! Τόσο ωραίο μάθημα δεν ε ξαναπήρε ποτέ στη ζωή της.
-Να ξανάρθεις ! Θα σε περιμένω, είπε απευθυνόμενη στην Κατερίνη σα να αγνοούσε
εντελώς τη Γιωργίτσα. Ο αποχαιρετισμός ήτο εγκάρδιος . Σα να γνωρίζονταν χρόνια !
Η Γιωργίτσα δεν ξέχασε το ταξιμό της. Έβγαλε μόνη της, κάτι που δεν είναι εύκολο, ένα μεγάλο καλάθι ασκολυμπριούς με τη ρίζα τους μαζί και πέντ´έξι ,,μουρσέλες,, τυρί και τα πήγε η ιδιανή πεσκέσι στην κυρία Ειρήνη.
Αυτά τα έμαθε πολύ αργότερα η Κατερίνη. Μετά από το σημερινό της μαγέρεμα .
Μαζί έμαθε πως τους ανθρώπους δεν τους κάνει η φορεσιά τους, αλλά η ψυχή τους, ο χαρακτήρας τους και η καλοσύνη τους, η συμπεριφορά τους !
Το λοιπόν, ας πισωγυρίσουμε στο σοφρά μας με τους άριζους ασκολυμπριούς. Ποτέ δεν μπόρεσε η Κατερίνη να τους αποκαλέσει έτσι. Πάντα σκολιάμπρια τα έλεγε και γιόμιζε το στόμα της.
Τα κορίτσια έπαιρναν ένα ένα σκολιάμπρι ,τραβούσαν από τα φύλλα του τ´ αγκάθια πιάνοντάς τα ανάμεσα στο δείκτη και το μεγάλο τους δάχτυλο και μ´ένα σούρσιμο του χεριού κατά μήκος του κοτσανιού κάθε φύλλου το ελευθέρωναν από τ´αγκάθια του. Έκοβαν τις άκρες που ήσαν μόνο αγκαθερά φύλλα κι έμενε ένας γυμνωμένος σκελετός. Ένα ,,γουλό,, μέρος αυτό που ήταν ακριβώς πάνω από τη ρίζα και χωμένο αρκετά στο χώμα κι από ´κει κι απάνου τα χνουδωτά κοτσάνια του, που με το σούρσιμο του χεριού πάνω τους χανόταν εντελώς και το χνούδι, έμοιαζε με τις κάθετες καλαθόβεργες προτού πλεχτεί το καλάθι. Δυο σκολιάμπρια η κάθε μια και τόσο ήταν. Δέκα καλοθρεμμένα σκολιάμπρια ούλα κι ούλα έτοιμα για μαγείρεμα.
Τα δύσκολα τελείωσαν. Ένα ξερό κρεμμύδι, λαδάκι και τα καθαρισμένα σκολιάμπρια κομματιασμένα ή όχι να βράσουν. Στο τέλος λίγη άρμη η λίγη τσιγαρίδα κι έτοιμο !
-Να είχαμε και λιγούλη μάραθο , είπε η βάβω, έτσι για να μιλήσει, όχι γιατί τις κακόπεφτε η απλότητα του μαγειρέματος.
-Τα σκολιάμπρια βάβω μου είναι γλύκισμα από μοναχά τους, αντέταξε η Κατερίνη την ώρα που τα σέρβιρε σε μια μικρή παδέλα για να φανούν κάπως πολλά.
Αν ,,κένωνε,, κατ´ευθείαν στα πιάτα ,,μια κοτσιλιά,, στον καθένα θ´αναλογούσε.
Ας έκαναν τη βούτα τους όλες μαζί κι όποια προλάβαινε. Το φαΐ ετούτο ήτανε τόσο λίγο που το βάφτισαν φρούτο . Απέ όταν έμαθε η Κατερίνη από την κυρία Ειρήνη τα μυστικά των σκολιαμπριών όσοι έτρωγαν θ´ αναρωτιούνταν τι έβανε μέσα . Σιγά που θα τους έλεγε το μυστικό της ή τουλάχιστον μέχρι να έπαιρνε όσα 

μπράβο της χρειάζονταν για την επιβεβαίωσή της εκεί κάτου στη Μοφκίτσα.
Μμμμμμ! Παρατεταμένο και εφ´άπαξ ! Και προσέξτε , μια μπουκιά ψωμί για βόηθο και αργό κυκλοτέρισμα στο στόμα .Μετά μόνο γλύψιμο των δαχτύλων ......Και το φαΐ εκείνης της ημέρας ήτανε μόνο για....,γυναίκες !
Φρούτο το έλεγαν και για το λόγο ότι δεν έβρισκαν τόσα πολλά σκολιάμπρια για να κάμουν σωστή μαγερεψιά. Λίγο ,αλλά τόσο γευστικό ! Χαλάλι η διαδικασία στην οποία έβαλε την Κατερίνη η κυρία Ειρήνη ! Η Κατερίνη έκαμε και κάτι άλλο, αλλά αυτό στο καινούργιο της σπιτικό . Μάζεψε σπόρους και τους έσπειρε στον χωραφόκηπό της . Έτσι είχε σκολιάμπρια μπόλικα στον καιρό τους. Και άρεσαν σε όλους. Δεν υπήρχε ούτε υπάρχει περίπτωση να μην αρέσουν ! Δύσκολα όμως οι άνθρωποι σήμερα επιδίδονται σε κοπιαστικές δουλειές . Ό,τι ωραίο θέλει κόπο για να γίνει.
-Ρωτήσατε τη γη πόσο καιρό έκαμε να τ´αναθρέψει , έλεγε συχνά η Κατερίνη σ´όποιον διαμαρτυρόταν για τη δύσκολη συλλογή τους και το όχι και τόσο διασκεδαστικό καθάρισμά τους .
Όταν πήγαινε στη Ζούρτσα στον καιρό των σκολιαμπριών δεν ξεχνούσε ποτέ να φιλεύει την κυρία Ειρήνη μια κανίστρα ασκολυμπριούς ! Η καλοσύνη πληρώνεται με ευγνωμοσύνη έλεγε και ξανάλεγε ! Κι εκείνη δεν ξέχασε ποτέ το αρχοντόσπιτο και την κυρά του που τόσο πρόθυμα τις φιλοξένησε ενώ δεν είχε καμμία υποχρέωση να το κάμει μα ούτε και να μοιραστεί την εξαίσια συνταγή της. Έμαθε πως οι ασκολυμπριοί συνοδεύουν ωραία το κρέας . Και δυο αυγά μάτια να ψήσεις με σκολιάμπρια συνοδεία ,βασιλικό φαΐ θα ´χεις ,έλεγε αργότερα στα παιδιά της η Κατερίνη. Η κυρία Ειρήνη έδωσε ένα δίδαγμα στην Κατερίνη και σε όλους όσους τη γνώριζαν. Πως τα ωραία πράγματα είναι καλό να τα μοιραζόμαστε, όπως η μητέρα φύση μοιράζει αφειδώλευτα τ´αγαθά της σε όλους, έτσι πρέπει και οι άνθρωποι να μοιράζονται μεταξύ τους μόνο τα ωραία και να παραγκωνίζουν τ´άσκημα.
- Α, μωρ´τσιούπρα μου ! Μια μπουκιά το σημερνό φαΐ για τον καθένα , αλλά συχώριο !
- Μπουκιά και συχώριο ! Και φρούτο βάβω !
- Και φρούτο ,,βέβια ,, !

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΣΚΟΛΙΑΜΠΡΙΑ

Μετά από την ανάρτησή μου υπ´αριθμ. 82 στο μυθιστόρημαφήγημά μου η ΝΟΝΑ και στην αναζήτησή μου να βρω φωτογραφίες έπεσα σε ένα κρητικό σάιτ (δε μου βγάζει το πληκτρολόγιο ξένη γραφή , δεν ξέρω γιατί ) ,,Γαστρονομικός περίπλους,, ,που είχε τις φωτό που γύρευα για τα σκολιάμπρια και που έδειχνε μαζί και μια συνταγή τους με κρέας αρνάκι ή κατσικάκι. Εκεί διαπίστωσα πως οι Κρητικοί τρώνε τα σκολιάμπρια για μένα, ασκολυμπριούς γι αυτούς , μαζί με το υπέργειο μέρος και το υπόγειο μέρος τους μαζί , τη ρίζα. Έδειχνε μάλιστα και πως την καθαρίζουν , το υπέργειο μέρος ήξερα δε με παραξένεψε . Επειδή γνωρίζω τη γλύκα αυτού του χόρτου, ας το πούμε χόρτο, αγκάθι είναι , η περιέργειά μου εκτοξεύτηκε κι αν υπήρχε τρόπος θα έπαιρνα τη διαπίστωση εν τω άμα ! Πώς όμως; Σε καιρό καραντίνας μάλιστα; Όταν όμως ψάχνεσαι η τύχη είναι πάντα με το μέρος σου. Έμαθα πού έχει το πολύτιμο γκουρμέ έδεσμα , αθέτησα την καραντίνα για μια και μοναδική φορά , αφού οι δυο μας, ο άντρας μου κι εγώ, θα πηγαίναμε και εκεί δεν υπήρχε ψυχή και η κοντινή μας εξόρμηση έφερε στο φως το θησαυρό που σας παραθέτω φωτογραφημένο. Πρέπει να σας πω πως θέλει κότσια η δουλειά . Η ρίζα βρίσκεται αρκετά βαθιά και δε βγαίνει με το τράβηγμα . Θέλει σκάψιμο γύρω-γύρω το χώμα για να εισχωρήσεις στο αρχικό σημείο εκκίνησής της. Ένας άντρας σε κάτι τέτοιες περιστάσεις είναι πολύτιμος βοηθός. Παλιότερα δε θα τον χρειαζόμουν ! Χα χα ! Τώρα όμως τον ευχαριστώ , να το μάθετε κι εσείς, όχι για τίποτα άλλο, αλλά για να μη με πείτε αχάριστη !
Δώδεκα θρεμμένα σκολιάμπρια μπήκαν θριαμβευτικά στο σακούλι μας . Η χαρά μου απερίγραπτη ! Σαν παιδάκι, που το φιλεύεις καραμέλες και τρέχει να κάνει ζήλεια στους φίλους του, έκανα . Περιττό να πω πως δεν επεδίωξα να πω γεια ούτε στα πετεινά του ουρανού . Και τώρα που το λέμε γιατί αποκλείεται αυτός ο μπαμπέσης ο ιός να έχει κάνει επιδρομή και σε άλλους οργανισμούς; Εντάξει, εντάξει, ας μην τα μπερδεύουμε ! Μια και δυο στο σπίτι. Καλά τα μαζέψαμε , άντε τώρα πώς τα καθαρίζουμε;
-Έλα μωρέ, που θα μας λιγοψυχήσουν δώδεκα σκολιάμπρια ! Ο αριθμός σημαδιακός. Βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει .
Έλα που μας κιότεψαν όμως ! Φάγαμε αρκετόν από το χρόνο μας, δεν του δώσαμε όμως και μεγάλη σημασία, έγκλειστοι είμαστε, αποχτήσαμε εμπειρία που δεν θα την αποχτούσαμε αν δεν είχαμε αυτόν τον πολύτιμο χρόνο στη διάθεσή μας , χαλάλι τους.
Άντε δώσ´τους ξύσιμο να φύγει η εξωτερική στοιβάδα της επιδερμίδας της ρίζας , αφού πρώτα διώξαμε με καλό πλύσιμο τα χώματα, άντε και δεν είναι τίποτα μωρέ , σα να ξύνεις καροτάκια είναι, η πικρή διαπίστωση όμως ήρθε άμεσα. Όχι τόσο σαν καροτάκια , γιατί είναι σκληρή η ριζούλα , αλλά τέλος πάντων, αφού μπήκαμε στο χορό θα χορέψουμε και χορέψαμε φίλοι μου !
Πήρε τα πρωτεία ο σύζυγος στο ξύσιμο της σκολιαμπρόριζας , εφτά πέντε το σκορ κι ένα ουφ ανακούφισης απλώθηκε γύρω, άσχετα που δεν το πρόσεξε κανείς ,γιατί δεν υπήρχε κανείς , πάντως τα πράγματα γύρω ,αν είχαν μιλιά , θα σας έλεγαν κι άλλα ,που εγώ δεν σας είπα, η επιβράβευση όμως εξισορρόπησε την κατάσταση κι όλα μέλι γάλα ! Ανακουφιστήκατε κι εσείς ! Μη βιάζεστε φίλοι μου, δεν τελειώσαμε ακόμα. Έχουμε να καθαρίσουμε και το υπέργειο μέρος του φυτού , γιατί σ´αυτό το αγκαθάκι το άσπρο και παχύ, ναι ,ναι, του ταιριάζει πολύ ο χαρακτηρισμός , δεν πετάμε σχεδόν τίποτα ,παρά μόνο έπρεπε τώρα να ξεφορτωθούμε το αγκαθερό πράσινο μέρος του. -Άστο, άστο ,αυτό θα το κάνω μόνη μου, αρκετά σε κούρασα, γνωρίζω από την τέχνη αυτή, σ´όλη μου την παιδική ζωή χόρτα και σκολιάμπρια καθάριζα, ξέρω την τεχνική σου λέω ! -Όχι, όχι, μαζί θα τα φτιάξουμε ως το τέλος .
Μαζί; Μαζί ! Καμμιά αντίρρηση και σ´ευχαριστώ. Τουλάχιστον ένα μαθηματάκι πριν ξεκινήσουμε; Όχι, τι δε μπορώ να τραβήξω τα φύλλα; - Έχουν αγκαθάκια, κάτσε να σου δείξω ! -Όχι, άντε πάμε ! -Πάμε λοιπόν ! Μια αγαρμπιά την είχαμε ! Δε βαριέσαι πρωτάρης είναι ,θα μάθει. -Ωχ, το γ..........! -Έλα, έλα ,δεν είναι τίποτα, ρίξε μια ματιά και καταδώ ! Ρίχνει μια λοξή ενοχοποιητική ματιά την ώρα που παίρνω ένα σκολιαμπρόφυλλο, το πιάνω προστατευτικά από κάτω, σέρνω τα δυο μου δάχτυλα χουφτώνοντας κατά μήκος του παχειού μίσχου του φύλλου και τέλος ! Παρασύρθηκε και η τελευταία αδύναμη πράσινη άκρη του φύλλου και τώρα , πάντα βοηθάει η υποδειγματική διδασκαλία ,έστω και στα κλεφτά, δεν έμενε παρά μια διασκεδαστική ρουτίνα. Βάλτε από δέκα -δώδεκα φύλλα το κάθε σκολιάμπρι επί δώδεκα, είχε κι ετούτη η δουλίτσα τη διαδικασία της ! Όμως τέλος καλό, όλα καλά ! Με το καθάρισμα ! Γιατί έχει και συνέχεια το πράγμα ! Πλύσιμο ένα-ένα κάτω από τη βρύση ανοίγοντας τα κοτσανάκια για να καθαρίσουν σε βάθος κι ύστερα πέταμα στη γούρνα με μπόλικο νερό αλάτι και ξύδι για απολύμανση και τυχόν υπολείμματα . Τώρα μπορούμε να πούμε πως τελειώσαμε με τα σκολιάμπρια , με τον καθαρισμό, γιατί μένει και το μαγείρεμα .
-Τι λες να τα κάνουμε βραστά μ´ένα λαδολέμονο να ξεμπερδεύουμε ή ν´αγοράσουμε και λίγο κατσικάκι, να γίνει κανονικό φαγάκι;
-Κανονικό φαγάκι φυσικά ! Φεύγω ! Πάω να φέρω ! -Εϊ, στάσου , πήρες αέρα ! Όχι άλλον ! Δίπλα μας είναι το χασάπικο, το τηλέφωνο γιατί το ´χουμε ; Για τις έκτακτες ανάγκες ! Και τώρα βρισκόμαστε σε έκτακτη ανάγκη . -Δίκιο έχεις ! -Να ´χουμε δίκιο και καμμιά φορά ! -Ένα κιλό κατσικάκι Ηλία ! -Βάλτο στο ασανσέρ , ε, πού ´σαι μην έρθεις χωρίς μάσκα και γάντια ! Έχω βάλει τα χρήματα σ´ένα φάκελο μέσα στο ασανσέρ . -Μην ανησυχείτε ,έφτασε ! Κι όντως έφτασε ! Απολύμανση στα χερούλια της σακούλας, άνοιγμα του στρατσοχαρτου, ανάστροφα μέσα στη λεκανίτσα έπεσε λαχταριστό το κρέας, πέταμα το στρατσόχαρτο κατ´ευθείαν στα σκουπίδια, καλό πλύσιμο χέρια και γάντια με χλωρίνη ,ναι, ό,τι λένε οι κανονισμοί , στράγγισμα, ξέρουν οι νοικοκυρές και οι νοικοκύρηδες απ´αυτά και ώπα! Λάδι κι ελαφρό τσιγαρισματάκι στο κρέας μ´ένα κρεμμύδι ξερό ,άστο να μισοβράσει κι ήρθε η μεγάλη ώρα ! Τα σκολιάμπρια ξαπλώνονται στην κυριολεξία στην επιφάνεια ,τ´αγκαλιάζει φιλόξενα η αχνούρα, πέφτουν και τα χλωρά κρεμμυδάκια ,τρία τον αριθμό για περίπου ένα κιλό σκολιάμπρια , λίγο άνηθο ή μάραθο, αλάτι, πιπέρι κι ολοκληρώνεται ο βρασμός. Έχουν μαλακώσει τα χόρτα , έχει βράσει σωστά το κρέας , τελειώσαμε ! -Αμ, δεν τελειώσαμε παληκάρια , δεν τελειώσαμε! Έχουμε ακόμα το αυγολέμονο ! Χυμό λεμονάκι κατά τα γούστα μας, δύο αυγουλάκια καλά χτυπημένα , λίγο ζουμί από τα φαγάκι μας και τώρα μπορούμε να λέμε ότι τελειώσαμε με το μαγείρεμα ! Ε, μη βάλεις αυγό ,μόνο λεμονάκι , ξέχασες ότι με πειράζει το αυγολέμονο; -Εντάξει , δε θα βάλω , ευχαριστημένος; - Ναι ,ας φάμε καμμιά φορά ! -Από τώρα ;-Γιατί καλέ, έχουμε κι άλλο στάδιο; - Για σκέψου έχουμε; Τον κασκάνισα για τα καλά ! Αυτό του έλειπε ! Και του δείχνω το στρωμένο τραπέζι ! Με κοιτάζει με ύφος , χαμογελάει .Ένα όμορφο σερβίρισμα ,χαμόγελα και παίρνουμε θέση !
Μμμμμμ! Μμμμμμμ! Όνειρο ! Τέλειο ! Γεια στα χέρια μας ! Και η ρίζα γλύκισμα ,ε ! Κάτι παραπάνω ξέρουν οι Κρητικοί ! Καλή μας όρεξη ! Και θυμηθείτε ,φίλοι μου, το παραμύθι με τον βασιλιά και τον εργάτη ! Ποιο είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου; Εκείνο φυσικά που τρως με τον ιδρώτα του προσώπου σου ! Και η πιο γλυκειά αγκαλιά εκείνη που έρχεται μετά από κατανόηση και πλήρη ενσυναίσθηση ! Τα δικά μας σκολιάμπρια ήσαν τα πιο γλυκά του κόσμου ! Καλή σας νύχτα φίλοι μου !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ

 Και τις οβρίτσες τι να τις κάμω;

-Και τις οβρίτσες τι να τις κάμω νόνα; Είπε η Κατερίνη την ώρα που τις ευρήκε μπροστά της .Τυλιγμένες μέσα σ´ένα στρατσόχαρτο και παραπεταμένες σχεδόν ,αφού παρά τρίχα να τις ξεχνούσαν, φύλαγαν καραούλι εκεί στην άκρη του πρεβαζιού στη μεριά της κουζινούλας που άνοιγε σπάνια το παραθύρι εκείνο.
Νόμιζαν πως έτσι θα τις προστάτευαν από τον αέρα και το κρύο. Και το υπαίθριο ψυγείο της φύσης ήταν ο μόνος τρόπος εδώ που τα λέμε εκείνη την εποχή .
-Πήξαμε στο λάχανο μωρ´ βάιζα ,ξέρω και ´γω τι να ντις κάμεις; Για φερ´εδώ να ιδώ κατά πόσο βαστούνε.
Η Κατερίνη είχε εικοσαρίσει πια και δεν είχε ανάγκη από τις συμβουλές κανενός. Ήθελε όμως να παίρνει τη γνώμη της βάβως ή της μάνας της μόνο για το λόγο να τους δείχνει ότι τις λογαριάζει . Ήθελε να νιώθουν όμορφα. Τώρα μάλιστα που ήρθε ο καιρός του φευγιού της το ήθελε δυο φορές παραπάνου .
-Έχεις δίκιο βάβω μου , ήταν αποκοτιά μας να μαζέψουμε τόσα πολλά λάχανα. Τα λαχταρήσαμε βάβω μου, τα λαχταρήσαμε όμως. Αλλά τι, να πετάξουμε τις οβρυές;
Κάποιος λέει να βρει οβρυές κι εμείς που τις εβρήκαμε !
-Μωρ´ δε θα τις πετάξουμε, αλλά δε θα ήτανε φρονιμότερο να τις ετρώγαμε ,,της ώρας,,;
-Σίγουρα βάβω μου ! Αν δεν υπήρχαν κι άλλοι σαν κι εμάς ,θα τις ετρώγαμε !
Κάλλιο στο χέρι όμως παρά καρτέρι νόνα ! Κάλλιο λιγουλάκι μαραμένες από διόλου, είπε καθώς άνοιγε το στρατσόχαρτο μπροστά στη βάβω .
Αα...α..ααα ! Όμορφούλες μου ! Κοίτα βάβω ! Απείραχτες ! Σαν να τις εμάζεψα μόλις τώρα.
-Το στράτσο τις εφύλαξε !
-Και που δεν τις είχα πλυμένο νόνα !
-Κι εφτούνο βέβια !

Οι οβρίτσες μου, να τις έβλεπες έτσι περιπλεγμένες στα καλάμια κι έτσι όπως ξεπόρτισαν σαν κοπελούδες του καιρού τους από τα πουρνάρια με τα περήφανα κεφάλια τους , πλεξούδες όμοια , με γαργάλισαν βάβω μου και τις εθέρισα. Ήταν σα να μου έλεγαν : σε περίμενα , κόψε με, η μια, το ίδιο η άλλη κι η παράλλη.

Και χαίρονταν η Κατερίνη σα μικρό παιδί καθώς χάιδευε τα τροφαντά κεφαλάκια τους , χαίρονταν και η βάβω που την έβλεπε τόσο ευτυχισμένη και την εκαμάρωνε.
Πεντακάθαρες είναι ! Κοίτα ! Ούτε πλύσιμο δε θέλουν ! Τις ξέπλυνε η προχτεσινή βροχή , μα θα τους δώκω ένα χεράκι, έτσι για σιγουριά κι άδειασε ευθύς την κανάτα μέσα στη γαβάθα που έσυρε από το ερμάρι απέναντί της.
Σα να πλατσούριζε παιχνιδιάρικα όπως τότε που ήτανε παιδί και η βάβω παράτυπα ,όπως όλες οι νόνες άλλωστε, της επέτρεπε να χαίρεται στιγμές σαν κι αυτήν.
Αχ, νόνα, καλή μου , αναπόλησε η Κατερίνη φευγαλέα κι έτρεξε να βάλει στη φωτιά το μικρό τεντζερεδάκι να βράσει νερό για να πετάξει μέσα στον πλούσιο αχνό μερικές από τις νεράϊδες με τις πλούσιες και τροφαντές πλεξούδες. Σίγουρα είναι αγιασμένες από νεράιδες, σίγουρα ,σκεφτόταν καθώς τις άφηνε να κυλούν ραχάτικα από την παλάμη της μέσα στο τεντζερεδάκι. Ήθελε να τις δέσει σε ματσάκια αλλά της ξέφυγε η ιδέα με την περίσκεψη κι έτσι της δόθηκε η ευκαιρία να θαυμάσει την προθυμία της θυσίας τους για λογαριασμό της. Δεν άργησαν διόλου να βράσουν. Στράγγιξε το πικρό ζουμί τους και το φύλαξε. Μέρος του έπινε με μπόλικο λεμόνι ο Θανάσης .Τις ίδιες τις φύλαξε σε μια μικρή γαβαθούλα. Θα τις περιέχυνε με λαδόξυδο την ώρα του σερβιρίσματος.
-Ευλοημένη μου, αλησμόνηκες να ρίξεις τις περσότερες ! Πού είχες το νου σου; Είπε η βάβω καθώς αντίκρυσε μέσα στη γαβάθα περσότερες από τις μισές οβρυές που είχε ιδεί αρχικά .
Η Κατερίνη γέλασε με την ψυχή της !
-,,Ξέρει ο βλάχος τι έχει στο σακούλι,, βάβω μου ! Δεν τις αλησμόνηκα ! Θα τις φτιάξω γιαχνί , να γλυκάνουνε μια στάλα κι έριξε λάδι σ´ένα μεγαλύτερο τέντζερη και τον ακούμπησε πάνω στον τρίποδα που είχε απάνω του τη ,,φούρλα,, . Η φούρλα ήταν μια στρογγυλή λαμαρίνα με γυριστά προς τα πάνω τα εξωτερικά χείλη της και μια τρύπα στο κέντρο ,για ν´αγγίζει η πυρά το σκεύος που θα μαγείρευε το φαΐ. Σκοπός της ήταν να προστατεύει κάπως από την αιθάλη τα τεντζερέδια στα πλαϊνά τους ,ώστε να γίνεται πιο εύκολο το καθάρισμα τους μετά . Πριν προλάβει να τσιντζιρίσει το λάδι απάνου στη φωτιά χάραξε τρία μεγάλα ξερά κρεμμύδια σε πολλές παράλληλες ραβδώσεις σταυρωτά κι ύστερα οριζόντια σε αποστάσεις που να σχηματίζονται κυβάκια και τ´άφηνε να πέφτουν μέσα στο λάδι που είχε κιόλας πάρει πυρά κι άρχισε το τραγούδι του. Έφερε δυο τρεις βόλτες με την μεγάλη ξύλινη κουτάλα κι έριξε μέσα με τάξη τις οβρυές που είχε ζεματίσει μέσα στο νερό που έβρασαν οι προηγούμενες. Κούνησε τον τέντζερη πέρα δώθε, κίνησε και τις οβριές να μπερδευτούν με το τσιγαρισμένο κρεμμύδι , αλάτισε , έριξε λίγο νεράκι, καπάκωσε τον τέντζερη κι έδωκε χρόνο στο φαΐ να βράσει .
Οι οβρυές ένα πολύ πικρό έδεσμα , λίγο μετά ,αφού τις φας γίνονται γλύκισμα μέσα στο στόμα.
-Φαρμάκι είναι ,,οι μαγκούφες,, ,είπε η βάβω καθώς πήρε μία να δοκιμάσει.Με το βράσιμο θα γλυκάνουν όμως. Μη γελαστείς και βάλεις ποτέ στο στόμα σου αβραστη οβρυά, θα φαρμακιστείς βαϊζούλα μου ! Μια βολά απ´ότι μολογάγανε οι παλιότεροι από ελόγου μου μια κακομοίρα που την είχε τσακίσει η πείνα βρέθηκε ομπροστά σ´οβρυομάνες, έφαγε ,,η κουρούνα,, και τα τίναξε ! Άμα τις βράσεις χάνεται το φαρμάκι.
-Ναι ,οι ρημάδες, αλλά με μπόλικο ψωμί είναι εντάξει. Μερικές παραείναι φαρμάκι !
Και τα πικρά γλυκαίνουνε μέσα μας βάβω, είπε η Κατερίνη και πολύ ,,φελούνε,, όπως λες κι εσύ.
-Φελούνε ! Φελούνε ! Το λένε και οι γιατροί αχρείαστοι να ´ναι ! Αλλά οι οβρυές μοναχά βρασμένες τ´ακούς;
-Τ´ακώ , τ´ακώ βάβω !
Ένα ελαφρύ τσιντζιρισματάκι δήλωνε πως τέλειωνε το νεράκι τους μπορεί και ο βρασμός τους. Η Κατερίνη άνοιξε τον τέντζερη ,τράβηξε με το πηρούνι μια και τη δοκίμασε.
-Μμμμμμ! Πετυχιά έχουμε στο βράσιμο βάβω ! Είναι ό,τι πρέπει ! Μελωμένες και καλόχρωμες !
Τις κατέβασε από τη φωτιά κι άφηκε τον τέντζερη παράμερα στο τζιάκι για να κρατηθούν ζεστές. Κρέμασε στο εσωτερικό του τζακιού στη μεγάλη πρόγκα δεξιά τον τρίποδα με την πλάτη του στον τοίχο κι έδιωξε τη ,,φούρλα,,. Συμμάζεψε τη φωτιά , ,,σύμπησε,, τα ξύλα , σάρωσε τη γωνιά και καρτερώντας τους άλλους έπιασε το λακριντί με τη βάβω . Πόσο πολύ της άρεσε ν´ακούει ιστορίες από τη βάβω ! Τα πιο απλά πράγματα στο στόμα της γίνονταν περίπλοκες ιστορίες ,που δε συνέπαιρναν μοναχά τα μικρά παιδιά αλλά και τα μεγάλα ! Κι οι ορμήνειες της ! Τι γούστο είχαν οι ορμήνειες της, πιότερο γλυκιές κι από της μάνας της ήσανται.
Γαλήνευε η ψυχή της όταν ξεμονάχιαξε με τη νόνα κι αμολιούνταν κι οι δυο σε ονειροβατήματα που μίλαγαν για κυράδες και βασιλοπούλες, για πρίγκηπες και βασιλιάδες , για νοικοκυρές άξιες , για παρθένες π´αγαπήσανε και δεν αγαπηθήκανε, για άλλες που η αγάπη τις έστειλε στον άλλο κόσμο. Ακόμα και τις τις τόσο πικρές ιστορίες η βάβω όταν τις έλεγε ήξερε να τις γλυκαίνει τόσο κι ενώ φαρμακιζόταν εκ πρώτης η Κατερίνη ,μετά καμμία πίκρα δεν ,,εμείνεσκε,, στην αγνή της καρδούλα. Αυτές οι ιστορίες οι πικρές της νόνας ,που όπως εκείνη έλεγε ήσανται της ζωής τα παρατράγουδα, τις έμοιαζαν με τις οβρίτσες της που όταν τις έτρωγε ήσαν πικρές στη συνέχεια όμως γίνονταν γλύκισμα μέσα στο στόμα . Κι όσο πιο πολύ τις γυρόφερνε στο στόμα ,τόσο πιο γλυκιές γίνονταν. Κι εκείνο που άρεσκε στην Κατερίνη περσότερο κι από τις ιστορίες τις ίδιες ήταν η επεξεργασία τους. Τα πώς και τα γιατί, η ερμηνεία τους, οι χαρακτηρισμοί των ηρώων, τα διδάγματα , τα προς μίμηση και τα προς αποφυγήν ,οι περιγραφές των ρούχων , οι περιγραφές και οι κριτικές των γεγονότων σύμφωνα με το κατεστημένο αλλά και σύμφωνα με τη λογική . Ετούτο προβλημάτιζε και φρονημάτιζε την αγνή κόρη και τ´ότι της επέτρεπε να μιλάει λεύτερα μαζί της χωρίς να επιδεικνύει προστακτικές αξιώσεις, χωρίς να περιμένει σώνει και καλά να της υπογράψει συμβόλαιο ότι τα λεγόμενά της θα τα τηρήσει , κέρδιζε ολοένα την εμπιστοσύνη της και την αγάπη της, όπως και η δική της ήταν αφειδόλευτα μοιρασμένη σ´όλες της τις εγγόνες με το κάτι τις παραπάνω δοσμένο σε κείνην.
-Νόνα, μεσημέριασε ! Στρώνω το τραπέζι !
-Και μούρθε τώρα στο νου μια ιστορία .....αλλά άφτηνε βαϊζούλα μου ,γιομάτη πόνο είναι, θα την ειπούμε άλλη βολά. Στρώσε τώρα το τραπέζι !
Κάπως έτσι η βάβω κράταγε σε αγωνία την Κατερίνη και δεν έβρισκε την ώρα να ξεμοναχιάζει τη βάβω για να λένε και να μη σώνουν τα όμορφα και τ´άσκημα της ζωής μέσα στους αιώνες, για να μετριάζουν τους δικούς τους καημούς αφού τους φόρτωναν στους ήρωες των ιστοριών τους.
Η βαβούρα της σύναξης της οικογένειας όμως είχε κι εκείνη τη δική της νοστιμιά, την πιο μεγάλη μάλιστα και το γύρω από το τραπέζι όλοι, τη μεγαλύτερη απ´ούλες !
-Έτοιμο !
-Λιτό φαΐ, πολλή αγάπη είπε η βάβω σαν εστρώθηκαν ούλοι γύρω από το σοφρά σταυροποδιασμένοι απάνου στη βαρειά κουρελού που φιλοξένησε το κωλοκάθισμά τους. Είχανε και χαμηλά σκαμνάκια ,όμως κάποιες φορές προτιμούσαν αυτόν τον γειωτικό τρόπο για να τρώνε τα λιτά φαγιά τους.
Οι οβρίτσες είχανε γίνει μέλι μπρου ακόμα μπουνε στο στόμα τους και το καρβέλι το ψωμί εξανεμίστηκε μπρου μετρήσεις δέκα ! Εκείνες οι ξυδολαδάτες , οι πιο γνήσιες, οι πιο ντόμπρες βαθμολογήθηκαν με άριστα ! Όμως δεν υστέρησαν σε τίποτα και οι γιαχνί που κάνανε μέσα στη σαλτσούλα τους τις βούτες τους και γλείφανε τα δάχτυλα τους. Το κοκκινέλι στην καράφα ταίριαξε θαυμάσια με την πικρή γεύση κι ορκίστηκαν , μα τω Θεώ, θα ξανακάνανε τσιμπούσι με οβρυές, πικραλήθρες και πικροράδικα που όμως, το ´ταξε ο Θανάσης απάνου στα κέφια του,
θα συνόδευαν αρνάκι ροδοψημένο .
-Με την πρώτη που θα με ´δοποιήσουτε , είπε , ότι βρήκατε πικρολάχανα , εγώ το ,,χάλασα,, τ´αρνί στο πι και φι . Φροντίστε μοναχά νάναι Κυριακή !
Οι οβρίτσες της Κατερίνης είχαν κάμει ένα μικρό θαύμα ! Είχανε μαλακώσει το σκληροτράχηλο πατέρα της κι είχανε γράψει μια όμορφη σελίδα στο βιβλίο ζωής εκείνης της οικογένειας, της δικής της οικογένειας !
Η ημέρα εκείνη χαράχτηκε για τα καλά στη μνήμη της Κατερίνης και την κουβάλησε μέσα της για μια ολόκληρη ζωή !
-Άντε το τελευταίο, βάλτε κρασί , είπε ο Θανάσης , και πάρτε ούλοι ,,τα κουπάρια ,, σας !
-Γυναίκα , είπε γυρνώντας στη Γιωργίτσα, έχουμε καλή φαμίλια !
-Καλή, καλότατη Θανάση μου ! Να ντη χαιρόμαστε !
Και τσουγκρίζοντας τα κουπάρια τους ούλοι τρογύρω...
-Εις υγείαν, είπαν όπως οι γραμματισμένοι ! Κι ο απόηχος ανέβηκε σαν προσευχή !
Χαμόγελα απροσδιόριστης ευτυχίας κατέγραψε η κάμερα της ψυχής στο λιτό εκείνο τραπέζι με τις οβρίτσες να έχουν το προβάδισμα !
Και γεια στα χέρια σας, συνέχισε.
Γίνεται ολοφάνερο πως η ευτυχία μέχρι να βρεις το κουμπί της θέλει . Από ´κει κι ύστερα άμα θρονιαστεί δύσκολα ξεκολλάει από το θρονί της θες είναι φτωχικό θες είναι χρυσωμένο !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

 Κοίτα τι βρήκα !

Σπαράγγια ! Σπαράγγια ! Κορίτσια τρέξτε ! Κοιτάτε πόσες σπαραγγιές στην αράδα !
Η Μαρτιάτικη εξόρμηση της Γιωργίτσας με τα κορίτσια της ήταν μια βόλτα αναψυχής από τις σπάνιες φορές απρογραμμάτιστη για κάποια συγκεκριμένη εργασία ! Ετούτο δε συνέβαινε σχεδόν ποτέ με τόσο ξεμάκρεμα από το χωριό χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Αφού και στη βάβω: θα πάμε για σεριάνι ,είπε η Γιωργίτσα , κι όπου μας βγάλει. Θέλω να χαρώ τα κορίτσια μου όξω στην ομορφιά της Άνοιξης.
-,,Νωρούλια,, δεν είναι για σεριάνι μωρ´ χριστιανή ; Κάνει ,,θερπέριο,, ακόμα και ξουρίζει ! Θα σας θερίσει το κρύο ! Είπε η βάβω και συνέχισε . Μη πάτε γδυτές , βάλτε κάτι βαρύ απάνου σας ! Και ,,γιακέτα,, και ,,μπαλαρίνα ,, ακούς Γιωργίτσα; ,,Φρονίμευτες ,, να χαρείς, πού πάνε έτσι ,,γιαλελούδες,,;
-Τι να φρονιμέψω μάνα, μάνα εφώναζε την πεθερά της η Γιωργίτσα κι ούλες οι γυναίκες της εποχής της κι ακόμα στερνότερα το ίδιο έκαναν κι οι κατοπινές γενιές ,ίσα με που έφτασε καιρός και χάθηκε και το σέβας, πάνε κι ούλα τα όμορφα που κράτηγαν σε ισορροπία τις κοινωνίες.
Τι να φρονιμέψω; Κοτζάμ ....και σταμάτησε απότομα....κοτζάμ γαϊδάρες θα ´λεγε, το συνήθιζαν , μα τη μέρα εκείνη της εφάνηκε άπρεπο, αφού στόχος της ήτανε να λακριντέψει τα κορίτσια της και να τα φχαρστηθεί με το δικό της τρόπο ,κάτι που δεν είχε καμωμένο ίσα με τα τώρα !
Τσιούπρες της παντρειάς είναι ,το γύρισε, άμα δεν ξέρουν πώς να ντυθούνε για να μην ,,κρυγιώνουν,, θα ´ναι άξιες της μοίρας τους.
Άσε με βάβω, είπε κάπως πειραγμένη που ,,θιώρησε,, πως από ζήλια που θα έμενε μονάχη, είχε γίνει ,,μπάστακας ,,η βάβω και ήλεγχε κάθε τους κίνηση .
Και γυρνώντας στην Τριαντάφυλλη ..
Δε στρώνεις το βασταγούρι να ντ´,,αμολήκουμε ,,πουθενά με την ,,πεδούκλα,, του να βοσκήσει το ζωντανό;
Πάρε κι ένα σακούλι Λισσάβετη ,ούλο και κάτι θα ζηλέψουμε εκείθ´απάνου στα βουνά. Με τούτα και με τ´άλλα, λίγο χασομέρι από δω, λιγουλάκι από ´κει τράβηξε κι ο ήλιος μάκρος κι ήτανε ζεστός και λαμπερός. Είχε σπάσει το κρύο, ήρθε στα σύγκαλά της και η βάβω , απόρησε κιόλας για το φέρσιμό της : ρε είπε ,αφού είδε πως δεν την έπαιρνε , τι θέλω ,τι γυρεύω κι εγώ στα πόδια τους κι έστριψε διακριτικά. Η Κατερίνη πρόσεξε το σκηνικό κι όταν ξεκίνησαν για την εξοχή έμεινε λίγο πίσω και προσέγγισε τη βάβω .
-Βάβω μου , μη χολοσκάς που θα μείνεις μοναχή σου ! Δε θα χασομερήσουμε !
-Ναι βαϊζούλα μου, άμετε στην ευκή , θα βρω τρόπο κι ελόγου μου να τρέξω την ημέρα.
Η Κατερίνη έδωκε ένα βιαστικό φιλί στη βάβω ,κάτι που δε συνηθιζόταν, κι ακολούθησε τις άλλες.
Ο ήλιος φίλησε τ´όμορφο κοριτσίστικο πρόσωπό της που μέρα με τη μέρα έπαιρνε τη γυναίκεια μορφή και σοβάρευε με τον κίνδυνο να θεωρείται τρανύτερη από την ηλικία της.
-Κόφτε μια στάλα να σας φτάσω, τους είπε, ενώ εκείνες είχανε κιόλας πιάσει το λακριντί κι ούτε που άκουσαν τα παρακάλια της Κατερίνης . Εκείνη αρκέστηκε στο να ταχύνει το βηματισμό της. Τις έφτασε χωρίς να την πάρουν είδηση ότι είχε μείνει πίσω. Η ανοιξιάτικη φύση έδινε ρέστα εκείνη τη μέρα του Μάρτη . Η απόλυτη ηρεμία, η γλυκειά ,,παγιάδα,, της εποχής , η ,, μαλλιασμένη ,, για τα καλά φύση με τα ζουμπούλια , τις άσπρες μαργαρίτες και τις ανεμώνες και κάποιες άγριες ορχιδέες να κεντάνε ασταμάτητα το απέραντο χαλί της γης, τα ζουζούνια με τις μέλισσες και τα πουλιά να συμπληρώνουν μουσικά την εικόνα , τον απέραντο ουρανό και τα βουνά κλεισμένα στον πλατύ ορίζοντα να μαγεύουν τη ματιά, όλα τούτα κι όλα εκείνα που έκρυβε η γυναικεία καρδιά της κάθε μιας , έφτιαχναν την τέλεια εικόνα που γλύκαινε πιότερο σαν ο ήλιος ανέβαινε με τον αλέγρο του βηματισμό κι εζέσταινε την πλάση μαζί και τη συντροφιά που απ´ότι φάνηκε τόσο πολύ την είχαν ανάγκη .
Σ´ένα προσήλιο η Γιωργίτσα στάθηκε.
-Για σταθείτε μωρ´ βάιζες να πάρω μιαν ανάσα ,κιότεψα !
-Μα, κι εσύ ορέ μάνα , να πηγαίνει το ζωντανό αδειανό και συ ,,να ντο κόβεις με τα πόδια ,, στην ανηφόρα σα να είσαι κοριτσάκι;
-Και τι χρωστάει το κακόμοιρο ούλη την ώρα να ´ναι φορτωμένο; Δεν το φτάνει το σαμάρωμα; Και πού είσαι; Μπορεί να μην είμαι κοριτσάκι σαν και του λόγου σου αλλά δεν είμαι και γριά .
-Πειράχτηκες μάνα ,είπε η Κ. και ´γω για να σε πειράξω το είπα ! Δε βλέπω εγώ το καμάρι σου και την αξιοσύνη σου; Δε βλέπω τη σβελτάδα σου;
-Ε, γεια σου, καλά κάνεις και τα γλέπεις ! Ελάτε , βάλτε κώλο χάμου ετώρανες . Πιάστε από ´να λιθάρι η κάθε μίνια εδώ μπροστά μου και κάτσετε να σας καμαρώσω ! Τα κορίτσια απορημένα έκαμαν ό,τι τα πρόσταξε.
Η Γιωργίτσα μοναχά κιοτεμένη δεν ήταν ! Επίτηδες έκαμε την κιοτεμένη γιατί της άρεσε εκείνο το σημείο. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου απλωνόταν ένα ,,αρί,, δασύλλιο κωνοφόρων ! Πεύκα ως επί το πλείστον . Θαμνοπούρναρα, ασφάλαχτα και γκορτζιές φουσκοδεντριασμένα, καμπόσα ανθισμένα κιόλας, μολόχες που άνθιζαν δειλά κι άφηναν τα ροζ φουστανάκια τους να γράφουν τη δική τους ιστορία στο στερέωμα , αφημένα στην γλυκειά ανάσα του αέρα ,δέχονταν ολοπρόθυμα τα φιλιά της μέλισσας κι όλων των εντόμων εραστών και μέσα στο άγουρο ξεπόρτισμα της καυκαλήθρας που η γκαστριά της άνθισε κάτασπρα λουλουδάκια στην ομπρελωτή όψη τους , όλα ιστορούσαν την εύφλεκτη αντιδραστήρια τρέλα της νιότης και σιγόνταραν τους μύχιους πόθους της Γιωργίτσας που δεν είχε τρόπο να τους ξεθυμάνει όπως εκείνα .Όλοι είχαν ένα σκοπό εκείνη την ημέρα, η Γιωργίτσα ,η φύση και μόνο τα κορίτσια δεν είχαν καταλάβει ακόμα τον πόθο της μάνας τους ούτε το λόγο που τις εστάθμευσε σε τόπο αλέγρο κι ,,αβέρτο,, μα που δεν ήταν ο δικός τους . Κρεμάστηκαν το λοιπόν από τα χείλια της σαν έκαμαν το στρογγυλοκάθισμά τους και η αρχική αμηχανία που όλες κάτι ήθελαν να ειπούν μα δεν έβρισκαν τα λόγια, μεριά τ´ότι δεν ήξεραν μεριά τ´ότι δεν εφαντάζουνταν. Η Γιωργίτσα καθισμένη κατάχαμα απάνου στο χράμι που πήρε από το σαμάρι του γάιδαρου, αν και το χώμα ανάδιδε το νότο του , εκείνη ένιωθε τόσο ζεστά που αλάφρωσε στις καυτερές αχτίνες του Μάρτη , πέρα από τα μισά του , τότε που η μέρα τρανεύει έλεγε , την πελερίνα της λύνοντας τη δεσιά πίσω της κι αφήνοντάς τη να πέσει χάμω χαλαρά . Το ίδιο κάνανε και οι βάιζες, που εκείνες όμως αφαίρεσαν εντελώς τις ,,μπαλαρίνες,, τους , όχι τα χορευτικά τους πέδιλα, τέτοια μοναχά οι νεράιδες φορούσαν κι εκείνες γουρνοτσάρουχα , αλλά το σάλι τους τ´ολόμαλλο, το στημονένιο σε σφιχτοπλεγμένο βουβό με το βελονάκι σχέδιο που το ´βαλαν στις κοτρωνίτσες που είχανε διαλέξει για ,,καθίγκλες,,, ,επειδή είχε παγώσει κιόλας ο πισινός τους από την παγιάδα της πέτρας, που κατά τ´άλλα πολλή ζεστασιά της έβρισκαν , πολύ την αγαπάγανε την πέτρα τα κορίτσια, ήσανται ζυμωμένα με τη θωρειά της κι άρχισαν να παίζουν αμήχανα άλλη με τις πλεξούδες της που ξεπείχαν από τη ,,ντωμένη ,, μαντήλα κι άλλη με τα παχειά κρόσσια της ξαπλωμένης πελερίνας της.
-Όχι και πολύ ξεγύμνωμα τσιούπες μου. Ο Μάρτης κάνει πονηράδες ,μην αρπάξουμε καμμιά ,,πούντα,, και ,,την πληρώσουμε τη νύφη ,, κι έβαλε αντήλιο την παλάμη της γιατί επίτηδες άφηκε τις τσιούπρες με την πλάτη τους στη θωρειά του ,για να μην καεί η δική τους. Την ίδια τι την ένοιαζε; Τώρανε η ομορφιά της ήτανε το λιγότερο που την ένοιαζε . Το βάρος το έριχνε ούλο στα κορίτσια της πο ´πρεπε να ´ναι ζηλευτές, καλά παληκάρια να τις γυρέψουνε.
Μια αχτίνα ήρθε κι ακούμπησε καταμεσίς στο σβέρκο της Κατερίνης , ,,στη γουβίτσα ,, που ´λεγε συχνά η βάβω κι εκείνη αναταράχτηκε σα να την είχε τσιμπήσει μέλισσα . Σηκώθηκε ,τινάχτηκε μα έντομο δεν είδε κανένας να σηκώνεται από το σβέρκο της.
-Ποια μύγα σε τσίμησε αδερφή και μυγιάστηκες ,της είπε η Λισσάβετη .
-Μύγα, άκου μύγα ! Κάτι μ´έκαψε ,,μωρ´απόκουτες,,!
Κι ενώ οι αδερφές γελούσαν σπάζοντας την αμηχανία η Γιωργίτσα σοβαρή της λέει :
Η αχτίνα της Άνοιξης σε φίλησε τρυγόνα μου, καλότυχη να είσαι !
Ευκαιρία βρήκε και το ´πλασε τούτο το παραμύθι η Γιωργίτσα κι έπεσε κι όμορφα στην περίσταση , ξεκομποδέθηκε έτσι και η γλώσσα της κι αρχίνησε σα δασκάλα να μιλάει, όπως δεν είχε μιλήσει ποτέ της κι όπως δεν πίστευε ποτέ της ότι θα μπορούσε να το κάμει, όσο κι αν το ´νιωθε, όσο κι αν το ´θελε.
-Χαίρεται η ψυχή μου στη θωρειά σας βαϊζούλες μου ! Και τα ,,παιδιά μου,, κι εννούσε τα σερνικά, τα χαίρουμαι το ίδιο, αλλά η μάνα δένεται πιότερο με την αδυνάσια της. Και τώρα που εσύ θα φύγεις από το πατρικό σου το κονάκι, θέλω να ´χεις μια όμορφη μέρα να θυμάσαι με τη μάνα σου και με τις αδερφές σου κι εκοίταξε κατάματα την Κατερίνη ,που παρ´ολίγο να τήνε πάρουνε τα ζουμιά.
Ήθελε να της ειπεί τι λες μάνα μου; Μοναχά μια όμορφη μέρα έχω περάσει με τη μάνα μου; Κι αν φύγω δυο ,,γρασκελιές,, είναι η Μοφκίτσα ,, θάρχουμαι,, , μα δεν ήθελε να της κόψει τη φόρα κι έτσι την άφηκε να μιλάει ασταμάτητα κι όπως δεν την είχε συνηθίσει ποτέ ίσια με τα τώρα.
-Βάλτε στο στόμα σας μια μπουκιά ,έτσι για το καλό και να ,,ρουπώσουτε,, τ´αγρίμια και τα πουλιά , τη χάρη σας να μη ζηλέψουνε. Κι έβγαλε από την τσέπη της μια φέτα ψωμί που είχε εξεπίτηδες πάρει μαζί της.
-Λες και βγαίνουμε πρώτη βολά όξω μοναχές μας ! Τι την έχει πιάσει τη μάνα και μιλάει τόσο αγαπησιάρικα σκέφτηκε η Λισσάβετη, ενώ στην Κατερίνη ,,άρεσκε,, πολύ να την ακούει να ´χει φορέσει τη γιορτινή της τη φωνή και να μιλάει έτσι όπως μίλαγε.
Για ούλες σας τα λέου, γιατί τα προξενιά έρχουνται και ξανάρχονται στον κύρη σας.
Σήμερα η Κατερίνη, ταχιά κάποια από σας.
Θέλω να δώκω κάτι ορμήνειες σα μάνα στα τσιουπιά της.
Δεν ,,έναι ,, εύκολη η ζωή της παντρεμένης βαϊζούλες μου μα ούτε κι άσκημη. Ένας φιδίσιος δρόμος είναι με τα στροφάδια του και τα ισιώματά του. Στις στροφές πααίνεις αγάλια, στο ίσιωμα κόβεις δρόμο. Εγώ όμως σας λέου ,,να πααίνετε ,, αγάλια και στα ισιώματα . Έτσι θα φχαρστιέστε το κάτι παραπάνου. Η Τριαντάφυλλη ροδοκοκκίνισε σαν το πρώτο τριαντάφυλλο της αγαπημένης τριανταφυλλιάς της Κατερίνης στον κήπο τους. Είχε λόγο βλέπετε. Το προξενιό της ήτανε στο δρόμο και το σπουδαιότερο ήτανε ο άντρας της καρδιάς της. Από το διπλανό χωριό μα την είχε σταμπάρει στο πανηγύρι τους κι ανταμωθήκαν οι ματιές τους. Από τότε ,,ντριβελιάστηκε,, το τσιουπί. Ησυχία δεν είχε ούτε ονειροσταματημό μα δεν ετόλμαε να ντο ειπεί ούτε στις αδερφάδες της. Άλλοι καιροί !
-Εκεί που θα πας σήμερα εσύ, ταχιά ελόγου σας ,είπε και τις εκοίταξε ούλες μίνια-μίνια κατάματα , δε θα είσαστε μοναχές σας και προ παντός δε θα είσαστε με τη μάνα σας που καλοδέχεται και τα λαττώματά σας. Θα βρεις ,λιονταρίνα μου, είπε τώρα απευθυνόμενη αποκλειστικά στην Κατερίνη, κι άλλους εκεί μέσα και πρώτ´απ´ούλα θα βρεις πεθερά. Θα βρεις κουνιάδια . Πρώτα τύπος και ,,πογραμμός ,,στον άντρα σου και στερνά δε θα δώκεις δικαίωμα σε κανένα τους να σε κρίνει.
Άκουσες εμένα να λογομιλήσω ποτέ με τη βάβω; Και δεν είναι κι εύκολος άντρωπος . Χώνει την ,, νουρά,, της παντού. Πάντοτε λέτε ,,οτιέχω ,,την όρεξή της;
Όμως τη σέβουμαι και με σέβεται κι ελόγου της. Την είδατε σήμερις που εκατάλαβε ότι δε ,,μ´άρενε,, το χώσιμό της τι όμορφα που έσουρε; Ε, άλλη βολά σούρνω ελόγου μου. Θέλω να ειπώ με τούτο ότι για να είσαι καλά στο σπίτι σου θα χρειαστεί να πισωπατάς. Και κακό δε θα πάθεις.
-Με σκιάζεις,, μάνα !
-Δε σε ,,σκιάζω,, ! Σ´ορμηνεύω, για να μην ντα βρεις μπαστούνι και ειπείς : εκείνη η δόλια η μάνα μου, δε μόλεε καμμιά κουβέντα ; Σε προλαβαίνω κι άκου με!
-Εντάξει μάνα μου, σ´ακώ !
-Σ´ακούμε μάνα, είπαν κι οι άλλες και κρεμάστηκαν από τα χείλια της.
-Μπορεί να ´χει κι άδικο η πεθερά , μα θα κάμεις πως δεν άκουσες. Να μην την κακοκαρδίσεις ,για να μην το κάμει κι ελόγου της.
Και τα κουνιάδια δεν είναι αδέρφια σου που τους γυρίζεις και καμμιά βολά άστοχη κουβέντα και τσακωνόσαστε ,όπως όταν είσαστε μικρά. Για, δεν τολμάτε τώρανες βέβια κι από τον κύρη σας ,μα ο λόγος το λέει. Αδερφός είναι μπορεί και να σε καταλάβει. Τα κουνιάδια όμως θα σε ειπούνε κακή νύφη άμα τολμήσεις και βγάλεις γλώσσα.
Θα σου πέσουνε βαρειές δουλειές , να μη λιγοψυχήσεις. Δε σε φοβούμαι σ´ετούτο. Είσαι λιονταρίνα. Τον πεθερό σου ,,να ντόνε σέβεσαι,, πιότερο κι από τον κύρη σου.
Κι απέ στον κόσμο όξω εκεί ´ναι που θέλει φρονημάδα. Με το σας και με το ‘σείς πο λέει και η Αλεξάνδρα η πρωτευουσιάνα.
Στη νοικοκυροσύνη σου δε μου πέφτει λόγος, είσαι καλύτερη κι απ´ελόγου μου.
Κι άμα ψυχοπλακώνεσαι ,όξω στο βουνό . Να παίρνεις καθαρό αγέρα και να στέλνεις ,, μακργιά,, τα μαράζια σου.
Να τραβιέσαι από τις ,,απλυτοβεδούρες,, ! Δεν αδειάζουνε να νοικοκυρευτούν και να πλυθούνε από κουτσιομπολιά. Και Παναγιά την κολάζουνε εδαύτες !
Σαν τη μουρλό -Σωτήραινα ένα πράμα. Μακργιά , μακργιά ! Το βελέσι τους κρύβει μπόχα μπόλικη. Ολόκληρη διάλεξη έκαμε η Γιωργίτσα κι είπε ιστορικές για την τάδε ,για το δείνα, που γνώριζε ή που είχε ακουσμένο.
Κι εμίλαγε κι εμίλαγε και τα κορίτσια παρ´ότι είχανε αντίλογο σε ούλα τούτα ,γιατί βαριά τους εμοιάζανε, δεν εμιλούσαν, πάρεξ άκουγαν, άκουγαν.........
Και το τρυφερό αεράκι που σήκωσε η εαρινή ισημερία για το καλωσόρισμά τους στην εξοχή χάιδεψε ανάλαφρα τα πυρωμένα τους μάγουλα κι έβαλε φρένο στις ανάστατες καρδιές.
Μάλλον είχανε κουραστεί τα κορίτσια από τις τόσες ορμήνειες που βάραιναν τον ψυχισμό τους και : με το συμπάθιο μάνα μου ,θα πάω προς νερού μου, είπε η Τριαντάφυλλη και δίχως να πάρει το οκ αμολήθηκε μέσα στο πευκοδάσος με τ´αριόφυτα πευκα και τα θαμνόφυτα.
-Ε, στάκα μια στιμή ! Της είπε, που κατάλαβε τη βάριομάρα της. Η Τρ. κοντοστάθηκε.
-Έκιωσα ! Έβγαλα από μέσα την καρδιά μου και την ακούμπησα στη δική σας.
Έχω έγνοια ,πώς να σας ειπώ για να ντο καταλάβουτε , ότι τρανά σας αγαπάου!
Και θέλω ετούτη η αγκαλιά που έτσι την άνοιγα σα γερακίνα να σας χώσω μέσα όταν είσαστε μικρά , να τήνε κάνω τώρα τρανύτερη να σας χωρέσει ούλες μέσα.
Καλώς τες μου ! Τις έκραξε καθώς άνοιγε κιόλας την αγκαλιά της και τις έβαλε ούλες μέσα και μίνια -μίνια τις εφίλησε.
Άιντεστε τώρανε να πιλαλήσουτε να σας χαρούν τα μάτια μου ! Ο Μάρτης κρύβει θάματα, μπορεί να σας κουφάνει κάποιο.
Ξαμοληθήκαν σαν κοπάδι στο λιβάδι, σαν πεινασμένοι λύκοι στο κοπάδι, σα μέλισσες στο λιβάδι.
Ξαμόληκαν τις μαντήλες τους κι ανέμιζαν οι πλεξούδες τους μέσα στο ξέφρενο χορομπουλητό τους. Σαν τις Τρεις Χάριτες χόρευαν στο ξέφωτο . Η Γιωργίτσα ξαλαφρωμένη που μπόρεσε κι είπε τα όσα μέρες λογάριαζε στα κορίτσια της ,σηκώθηκε από το χωματένιο σταυροπόδισμά της, τι που είχε το χράμι απού κάτου, περόνιασε και μπαγιάτεψε ο κώλος της , μα ήτανε τόσο ζεστή η καρδιά της που δεν το λογάριασε ,παρά έκατσε στην πιο τροφαντή κοτρώνα κι αγνάντευε τώρα τα λυμένα τους κορμιά και τα στριφογυρίσματά τους. Η Κατερίνη σ´ένα τέτοιο στριφογύρισμα έπεσε ξώφαλτσα απάνου σ´ένα πουρνάρι και καθώς πάσκιζε να σηκωθεί ένα τραγανό βλασταράκι της χάιδεψε το μάγουλο !
-Κοίτα τι βρήκα ! Κοίτα τι βρήκα ! Τα κορίτσια έτρεξαν ενώ η Γιωργίτσα έπεσε περιμένοντάς τες να χορτάσουν ,σε βαθειά ονειροπώλησή .
-Ουουου ! Κάτι σπαράγγια ! Μια μεγάλη σπαραγγιά έγδαρε τα γυμνά καλάμια τους, αφού θεώρησαν πως τα ,,τσουράπια,, τους ήσανται άχρηστα . Δεν ήταν από κακία, απλά δεν είχε άλλον τρόπο για να τις προσκαλέσει στο θαύμα της Άνοιξης !
-Κρακ, κρακ, κρακ! Τρία τροφαντά σπαραγκάκια βρίσκονταν κιόλας στη χούφτα της Κατερίνης με το πρώτο να το ροκανίζει απολαυστικά . Τι γλυκός θησαυρός, είπε απευθυνόμενη στις αδερφές της κι έκαμαν κι εκείνες το ίδιο, μόνο που δεν αρκέστηκαν στο πρώτο σαν εξαπλωθήκαν ολόγυρα ,που δεκάδες άλλες σπαραγγιές διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους. Σαν αλητάκια ένα εδώ κι άλλο εκεί κορόιδευαν τη ματιά τους με τις χρωματικές παραλλαγές τους, άλλοτε στο πράσινο σκούρο, άλλοτε στο λαχανί, στο γκρι πράσινο ή στο πρασινομελιντζανί. Μακριά από τη μάνα σπαραγγιά ,που από τα ζόρια του τόκου σκλήρυνε την φορεσιά της και την έκανε αγκαθερή για τη δική τους προστασία ,έκαναν του κεφαλιού τους και σαν άμυαλα τρυφερά μωρουδέλια που γυρεύουν την ανεξαρτησία τους και δε θέλουν άλλον από δίπλα τους , αλήτευαν για κακό του κεφαλιού τους. Και μη νομίσετε πως το κυνηγητό τους ήταν τόσο εύκολο μέσα στις απόσκιες κατοικίες τους !
Ένα αδιάκοπο κρακ κι οι χούφτες των κοριτσιών γιόμισαν τραγανές κορφούλες από το θαύμα που ήρθε κοντά τους. Σα μικρά παιδιά καμάρωναν το θησαυρό τους.
Ο Μένιος έβοσκε τροφαντή αγριόβρωμη πιο πέρα και ήταν ευγνώμων που για φόρτωμα είχε μόνο το σαμάρι του.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε η Γιωργίτσα και τράβηξε στην αντίθετη μεριά που ένα μικρό λιοστασάκι φιγουράριζε ολομόναχο στην περιοχή. Εκείνο κι αν φιλοξενούσε σπαραγγιές ! Ογλήγορα γιόμισαν και οι δικές της χούφτες. Κι ελόγου της στερνά έκατσε κι αγνάντευε τις νυφούλες γκορτζιές, τις κατακίτρινες ασφαλαχτιές, τις ετοιμόγεννες κουτσουπιές. Μια συκίτσα μπροστά της ,που δεν ήτανε νυκοκύρη φύτεμα ετούτο, αλλά άναρχο επικάθισμα σε μια αγριελίτσα δίπλα στο φράχτη με την ξερολιθιά , στην απάνου πεζούλα , της χαμογέλασε καθώς έσκαγε τα πρώτα φυλλαράκια της, σαν το μωρό που αδιάντροπα απολαμβάνει τη γύμνια του , ενώ κάτου διπλώνουνταν στα πόδια της οι αγριόβρωμες, τ´άγρια γαρυφαλάκια , τα ροζουλίνια ψιλολούλουδα κι εκείνα τα μπλε μωβ σαν ματάκια με την άσπρη βουλίτσα τους στα όμορφα πεταλάκια τους ,οι άσπρες μαργαρίτες, τα κίτρινα του πικροράδικου, της τριγωνέλας , της ξυνήθρας και της λαψάνας, ενώ οι γατούλες μαλλιασμένες για τα καλά της χάιδευαν τα καλάμια κι ένιωθε πως την ακουμπάνε βελούδινα σκουτιά σαν εκείνα που είχανε ιδεί με την Κατερίνη στης κυρίας Ειρήνης.
Τα σπουργίτια έκαναν τα τρελά τους παιγνιδίσματα ανάμεσα στα γυμνά ακόμα κλαδιά του πλάτανου στη ρεματιά πιο κάτου και το φουσκοδέντριασμά του δήλωνε βιάση .
-Μάνα, μάνα ! Την αναζήτησαν οι κόρες , μα Γιωργίτσα πουθενά !
-Πού να πήγε; ,,Καπινός,, έγινε και χάθηκε; Θεός φυλάξει μην έπαθε τίποτα ! Μα πότε πρόκαμε; Τόσο χασομερήσαμε και η μάνα , χωρίς λογαριασμό να δώκει ,εξαφανίστηκε; Να μας έλειπαν και τα σπαράγγια , είπε ανήσυχη η Λισσάβετη που ήτανε και η πιο πονόψυχη !
Μάνα, μάνα ! Εφώναζε σαν αλλοπαρμένη!
-Σιγά Λισσάβετη ! Πώς κάνεις έτσι; Πρωτάρα είναι η μάνα στα βουνά; Για ανάγκη της θα χώθηκε πιο βαθιά σε καμμιά λούζα και δε σ´ακούει , της είπε για να την καθησυχάσει και πιο θαρραλέα του λόγου της το επίστευε κιόλανε ! Τα κορίτσια περνοδιάβαιναν από ´κείνο το μέρος όταν ανεβοκατέβαιναν στα Τρελάγκαθα, μα δεν είχανε ποτέ τους ξεπεζέψει για να ξέρουν το θησαυρό που ήτανε κρυμμένος εκεί.
Η Γιωργίτσα άκουσε ,, τα φωνήματα,, μα δεν απάντησε. Προτίμησε να τις αφήκει λιγουλάκι σε αγωνία για να καταλάβουνε τι πάει να ειπεί να σου λείπει κάποιος δικός σου. Κι ήθελε με τούτο να τις διδάξει πως ό,τι αγαπάμε δεν το στεναχωράμε κιόλανε. Κι είχε το λόγο της. Η Λισσάβετη σίγουρα πήρε το μάθημα της !
Παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά τους με μια διπλοχούφτα σπαράγγια κι οβρυές ανάκατα ,που για να μην της ξεγλιστρήσουνε από τις χούφτες της κωλοκάθισε ,τ´ακούμπησε στο ,,βελέσι,, της ,έπιασε την άκρη του και το γύρισε κατά πάνου κλείνοντάς τα μέσα σε απόλυτη ασφάλεια. Και τότε....
-Εδώ είμαι ζαργάνες μου ! Ήφερα κι εγώ τόνε δικόνε μου θησαυρό ! Ή μην ενομίσατε πώς μοναχά τα νιάτα χαιρετίζει η Άνοιξη;
Κι άνοιξε διάπλατα τη βελεσόφουστά της !
Χαρούμενα ακούμπησαν και τις δικές τους χεριές τα κορίτσια κι έγινε ένας πλούσιος σωρός αλήτικου τροφαντού τραγανού εδέσματος .
Πιες το σακούλι πάνω απολ το σαμάρι να ντις βάλουμε μέσα και ,,ξεπεδούκλωσε,, και το ζωντανό ,θα πιάστηκαν τα μπροστινά του πόδια, είπε στην Τριαντάφυλλη .
Το βράδυ στα κάρβουνα καμπόσα κι άλλα φρεσκαδούρα βραστή, να ίσα που να σκάνε στο δόντι και τα τελευταία μια παχειά-παχειά ομελέτα , ,, αυγά δαρτά,, τη λέγανε στη Μουντρά, με πρωταγωνιστή το ψωμί πάντοτε ,έφτιαξαν το τέλειο δείπνο.
Ξεχώρισα ,, μια χερίτσα,, για τη θεία σας από ´κει ! Σύρε να ντης τα πας Λισσάβετη και γύρνα ογλήγορα , ο κύρης σου δε θ´αργήσει, όπου νάναι φτάνει.
Άλλη μια πανδαισία στο τραπέζι τους από τη μεγαλοψυχία της φύσης.
Έκαμαν τόσο όμορφη αντίθεση τα φαγιά ετούτα με την άσπρη μεσάλα που θα ´λεγε κανείς πως κάποιονε ξένον καρτερούσαν κι είχανε κάμει σπουδαία προετοιμασία.
-Κατέβασε και δυο ελίτσες είπε στην Κ. ,βγάλε κι ένα λουκάνικο από τη λαΐνα Γιωργίτσα, είπε η βάβω , που της είχανε φύγει ούλα τα ψευτοσεκλέτια με μια γύρα στις γειτονιές της αρεσκείας της . Εφόρεσε το πιο λαμπερό της χαμόγελο κι ομόρφυνε με την παρουσία της το τραπέζι. Τότε τον είχαν σε υπόληψη τον ηλικιωμένο άνθρωπο και τον σέβονταν για τα χρόνια του και τη σοφία ,που είχε αποχτήσει στο διάβα των χρόνων που είχε περπατήσει και ο λόγος του ήτανε βαγγέλιο. Κι αν καμμιά βολά τον παράσερνε καμμιά παραξενιά του σε άπρεπη συμπεριφορά γύρευε τα συμπάθια , ξομολογιότανε και διόρθωνε το φταίξιμό του. Η ανοχή τρανό προτέρημα , έλεγε η κυρία Ειρήνη όταν αργότερα μιλούσαν σαν φιλενάδες στα αραιά συναπαντήματά τους με την Κατερίνη !
Πώς φεύγει η μέρα στην εξοχή είπε η Κατερίνη που τόσο καιρό τώρα την είχε συνεπάρει ο αργαλειός της και είχε ξεχασμένο τις καθημερνές αποδράσεις της εκεί !
-Φεύγει βέβια , είπε η Γιωργίτσα για τούτο να ,,υπολοϊζει ,, πρέπει καθείς τις δουλειές του για να τις προκάνει.
-Ούλα τα προκάνουμε νόνα, είπε η Κ.
-Ούλα τα προκάνουτε τώρα που είσαστε πολλές. Ταχιά που θα είσαι μοναχή θα ντα προκάνεις;
-Έχει ο Θεός καλέ, μην την αποκιωτίζεις κι εσύ. Θα βρει και πεθερά και κουνιάδια, θα βοηθάνε.
-Μμ, αν έβρει πεθερά σαν τη δική σου σώθηκε ,της είπε και γέλασε δυνατά , πράμα που δεν το συνήθιζε μπροστά στο Θανάση ! Κι από κουνιάδια ...καλαααά !
-Εβίβα ! Κι αποσπερού πολλά τα ελέη του είπε ο Θανάσης για να ξεκινήσει το δείπνο και να σταματήσει μια κουβέντα που δεν θα έβγανε σε καλό.
-Εβίβα, είπαν ούλοι είτε σήκωσαν είτε όχι κουπάρι.
-Έχω σταμπάρει κάτι θρεμμένα και στα Τρελάγκαθα. Ορίστε μου την ημέρα για το τσιμπούσι ,,να χαλάσω,, και τ´αρνί.
-Το συντομότερο ! Η Άνοιξη προχωράει γοργά και τα σκολιάμπρια άμα ανθίσουνε δε λένε ! Ούτε οι οβρυές και τα σπαράγγια καρτεράνε. Υπάρχουν κι άλλοι που τα κυνηγάνε .Να ειπούμε και δίπλα στους άλλους κι εννούσε τους συγγενείς τους.
Θα κανονίσω να κατεβούνε κι οι λεβέντες μας μαζί ,να φχαρστηθούμε γλέντι για το καλό μαζί με την τσιούπα μας, που τέτοιον καιρό του χρόνου θα βολοδέρνει με κανά ,,κουτσιούβελο,,.
Η Κατερίνη ντράπηκε λιγουλάκι και σηκώθηκε τάχα για να φέρει συμπλήρωμα νερό ,μα της άρενε πο ´βλεπε τον πατέρα της καταλαγισμένο κι ήρεμο , συνήθως ήτανε απότομος και σκληρός. Ποιος ήξερε τι είχανε τα μέσα του !
-Σπαράγγια τέτικα δεν είχα ματαφάει, είπε η βάβω καθώς έπινε μια γουλιά κρασί.
Θα καθαρίσουνε τα νεφρά μας με τόσο χορταρικό μέσα στη βδομάδα.
Μην παραξενευτείτε άμα το νερό σας βρωμάει ! Έτσι κάνουν τα σπαράγγια !
-Πρώτη βολά τρώμε σπαράγγια μάνα;
-Για να λέου κι εγώ κάτι ,παιδάκι μου !
Γεια στα χέρια σας και καλό ξημέρωμα, είπε κι έκαμε απόλυση !
Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Η εξοχή δίνει χαρά, αλλά κουράζει κιόλανε !
Τα κρεβάτια απόψε θα βογγίξουνε ροχαλητό ! Άντε σηκωθείτε ! Ταχιά έχουμε κι εκκλησιά. Να ντο θυμόμαστε που και που !
Σαν εσκόρπισε ο γηραιός πληθυσμός κι η Γιωργίτσα δεν άφηκε καμμιά της τσιούπρα να μαζέψει το τραπέζι και να πλύνει τα πιάτα , τα κορίτσια εμαζετήκανε στην κάμαρή τους και το ξημερώσανε ψιλοκουβεντιάζοντας κι ήταν η πρώτη φορά που λύθηκε τόσο πολύ η γλώσσα τους. Μέχρι και η Τριαντάφυλλη μίλησε για τον Κυριάκο, για τα ´σθήματά της δηλαδή ,γιατί το προξενιό το ξέρανε.
-Λέτε να κάνουν και λογοδιάρροια τα σπαράγγια κορίτσια ,είπε η Κατερίνη κι εκουκουλώθηκε στα παπλώματα της χαχανίζοντας. Την ακολούθησαν κι οι άλλες.
Δεν είχανε δα και καμμιά μόνωση φοβερή τα χωρίσματα και ξύπνησαν τη Γιωργίτσα τα χάχανα.
-Μωρ´ ζουρλές ακόμα ξύπνιες ήσαστε; Θα ξυπνήσουτε τον πατέρα σας.
Στην πραγματικότητα χαιρόταν που τις ήγλεπε τόσο χαρούμενες κι έπαιρνε κομμάτι απ´ τη χαρά τους μα δεν ήθελε να ξυπνήσει ο Θανάσης και ν´αρχινήσει τα ,,γαμοσταυρίδια,,.
Άιντεστέ μου τώρα πλαγιάστε ! Θα σας έβρει η καμπάνα στο κρεβάτι !
Καλό ξημέρωμα ! Κι έριξε ένα σταύρωμα μπας και τις εμάτιασε κι η ιδιανή ακόμα.
Ματιάζει και η μάνα τα παιδιά της από θαμασμό είπε μοναχή της κι έσουρε κι ελόγου της για το κρεβάτι της.
  

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

Πάμε για βορβούς (βορβιά);

Στο διπλανό χωράφι, πίσω από το λιοστασάκι με τα σπαραγγόβρυα τη μέρα της εξόρμησής της με τα κορίτσια της η Γιωργίτσα ,,μπάνισε,, μια άπλα γιομάτη βορβιά ! Δεν είπε όμως τίποτα! Τι το ήθελε να το ´λεγε ; Ούτε σύνεργα κατάλληλα είχανε μαζί τους ούτε η μέρα θα τους έσωνε για ν´ασκοληθούν και με τη χάρη τους.
Ήτανε όμως χάρη, πραγματική χάρη η ανακάλυψή τους. Όχι πως δεν εβρίσκανε
βορβούς, γιομάτος ο τόπος ήτανε εκείθ´απάνου στα βουνά, στις άπλες και στα χερσοχώραφα και ,,χαμπηλότερα ,, ακόμα , αλλά να , τα είχανε ,,ξεμπουντουλώσει,, μπρου ακόμα λουλουδίσουν. Έβγαινε ούλο το χωριό κι απ´ άλλα ακόμα διπλανά χωριά, για να μαζέψουνε ,,βορβιά,,. Ήτανε η Σαρακοστή ,,γλέπεις,,και του Θεού τα βλοημένα δώρα , αν και σταλμένα μπόλικα ν´αρκέσουνε για ούλους, καμπόσοι
καταχράζονταν τούτη την ευλογία και τους ,,εχαραμίζανε,, με τ´άτσαλο σκάψιμο .Πολλοί κάνανε κι εμπόριο. Τους έστελναν στις λαϊκές ή συστημένα πήγαιναν σε πλουσιόσπιτα που δεν τους αρκούσε να τους φάνε για φρούτο μια ,,βολά,, ,μα τους ηθέλανε ολοχρονίς . Τους ,,ετουρσεύανε,, για τούτονε το λόγο. Μπας όμως κι οι χωριανοί το ίδιο δεν ,,εκάνανε,,;
Σου λέει το λοιπόν η Γιωργίτσα : μπας και μείνω ρέστη ; Αν κάποιος τους ,,μπανίσει,, καλή ώρα όπως του λόγου μου , θα καρτερέσει να πάω πρώτη ,επειδή τους είχα ,,καπαρώσει,, με του αγέρα τη γραφή;
Ξημέρωσε μια ημέρα πιότερο λιακαδερή από τη χτεσινή. Είχε σηκωθεί ολονυχτίς ,είχε ζυμώσει ένα δεκακάρβελο ολόφρεσκο ψωμί , τι στην κόφα είχε
απομείνει λιγότερο από μισό καρβέλι, το ´κοψε κι εκείνο και το φέτιασε κι απέ όταν ξεφούρνισε , το πέταξε μέσα στο ζεστό ακόμα φούρνο να παξιμαδιαστεί . Ήδη είχανε ,,μπατσουρώσει,, με τη ,,μπροστοκουλούρα,, που της χώσανε στα σπλάχνα της άλλοι άρμη κι άλλοι τσιγαριδολουκάνικο -και τύφλα να είχανε τα σάντουιτς και τα τότε και τα σημερνά - και ´κει που μια ,,χλαχλαλίδικη,, ιλαρότητα επικρατούσε, όπως γίνεται πάντα όταν είναι κανείς καλοταϊσμένος , και ψαχνόντουσαν σαν σε ποια δουλειά καλύτερα θα ήτανε πρώτα να ξεθυμάνουν , για ,,ν´ αργάσει το τομάρι τους,, από τη μίνια κι από την άλλη ,,να δρομολοηθεί,, το πρόγραμμα της ημέρας,
ξεφούρνισε η Γιωργίτσα τον μύχιο της προγραμματισμό .
-Ποια απ´ούλες σας έχει όρεξη για χαϊσομέρι;
-Για χασομέρι ;
-Ναι για χαϊσομέρι !
Χασομέρι το θεωρούσε η Γιωργίτσα το βγάλσιμο ,,των βορβών,,. Στερνά από μια ημινύκτια πανδαισία αλλεπάλληλων διεργασιών προσφοράς στον οικογενειακό
βωμό , το κούρσεμα της αφάνταστης ελαφρότητάς της , την αμέριστη συμπαράσταση στου αγώνα την ανάγκη για επιβίωση, γιατρειά απολαυστικής εξόρμησης στον καθαρό αγέρα του βουνού θεωρούσε το δεύτερο αγωνιστικό γύρο η Γιωργίτσα. Έδιωχνε τον ένα κόπο καπελώνοντάς τον μ´έναν άλλο σε εντελώς ενστικτώδικη επιταγή που η εμπειρία της ζωής της της είχε αποδείξει ότι λειτουργεί .
-Όποια έχει τα περσότερα κέφια ας πάρει ένα σκαλιστήρι...
Φέρ´ και για μένα Κατερίνη τον ,,κασμά ,,, ´βαλε και μια λινάτσα παραμάσκαλα και πάμε.
Απευθύνθηκε σε ούλες μα έκαμε την επιλογή ! Την Κατερίνη ήθελε κοντά της. Καθώς εκόνταινε ο καιρός δεν την εχόρταινε κι ούλο έβρισκε λόγους να τήνε σούρνει απόκοντα σε ξεμοναχιάσματα.
-Σκαλιστήρι, κασμά; Για βορβούς πάτε μάνα;
Η Γιωργίτσα κούνησε καταφατικά το κεφάλι καθώς έπινε την τελευταία γουλιά από ένα ρόφημα φασκόμηλου.
-Έχω κι εγώ όρεξη πετάχτηκε η Τριαντάφυλλη , κι εγώ η Ελισσάβετ !
-Εψές άλλα ελογαριάζατε ελόγου σας κι από το λογαριασμό σας δε θα σας βγάλω.
Θα ´ρθεί η Κατερίνη συνάμα μου !
-Τότε γιατί μας έκραξες ούλες κυρά μάνα μας; Αντιμίλησε η Λισσάβετη ενώ η Τριαντάφυλλη υπάκουσε τυφλά.
-Την προθυμιά σας μοναχά ήθελα να τεστάρω . Εσάς κοντά ακόμα θα σας έχω. Ετούτη όπου να είναι φεύγει.
-Ε, καλά ,μάνα ! Δε θα πάει και στην Αμερική .
-Η παντρεμένη γυναίκα τσιούπρες μου, στην Αμερική κι ακόμα παραπέρα πάει.
Ζωσμένες τη μπροστοποδιά και τη μπαλαρίνα τους κινήσανε χωρίς άλλη κουβέντα .
Ποδαρόδρομο !
-Δεν έκρινες φρόνιμο , μάνα, να πάρουμε το γάιδαρο μαζί μας ; Από τη νύχτα παιδεύεσαι !
-Άφτο το ζωντανό να ξανασάνει. Θα ντο χρειαστούμε για πιο βαρειές δουλειές.
Εγώ είμαι μαθημένη από δρόμους. Κι από δουλειά μαθημένη είμαι. Δε με κιοτίζουν ελόγου μου οι δουλειές , η στεναχώρια με κιοτίζει και οι έγνοιες.
-Για πες τώρανε πού ,,μπάνισες,, βορβιά ;
-Για λιγουλάκι ακόμανε κι εφτάσαμε !
-Μάνα ,κοίτα κατά πάνου ,κι έδειξε η Κ.τον ουρανό , δε γλέπεις τον ήλιο π´ ανέβηκε μια τριχιά; Μια ώρα κόβω να περπατούμε.
-,,Αγάλι-αγάλι γένεται η αγουρίδα μέλι,, βαϊζούλα μου κι άφτ´τον ήλιο στην τροχιά του.
,,Όποιος βιάζεται σκοντάφτει ,, λένε όσοι ,,εφάγανε τη ζωή με το κουτάλι,, !
Ο ήλιος ζέσταινε την ανοιξιάτικη φύση και η ορθοφωνική συναυλία των πουλιών συμπλήρωνε την εικόνα. Η Κατερίνη με τη Γιωργίτσα η μοναδική ιδιαίτερη πινελιά στον ανοιξιάτικο καμβά κι ο πίνακας της φύσης έλαβε υπόσταση. Ζεσταμένες καρδιές σε υπόνοια ευωχίας, αναπαριστούν στιγμές από τη ζωή που θα ζήλευαν οι άνθρωποι της πόλης. Δυο φιγούρες πνιγμένες στην ελαφρότητα της απόδρασης αδιαφέντευτες , λεύτερες, μοναχά με την παρουσία των φυσικών στοιχείων, με παραμερισμένα τα πρέπει κι οργανωμένα τα θέλω τους, ανηφόριζαν πληθαίνοντας τις ευκαιρίες για περισσότερη γνώση και απόλαυση με την επάρκεια να γαργαλίζει την ευπρέπεια.
-Άιντε, καβάλα τη μαντρούλα , ,,να χιούσω το νερό μου ,, κι έρχουμαι.
Ατράνταχτες οι αποδείξεις της Γιωργίτσας έδωκαν την ευκαιρία στην Κατερίνη να θαυμάσει την απέραντη ,,λάκα,, δίπλα στο μικρό λιοστασάκι. Θαμνούδια ποικίλα ευπροσάρμοστης τονικότητας και ένα σωρό παχύθραυστες λουλουδομάνες στα μωβ ντυμένες με την αχλύ της ευπρέπειας και τη σοβαρότητα της θυσίας ζωγράφιζαν σ´εκείνο τον χερσότοπο μια ευτυχία ! Ευτυχία στην ψυχή της Κατερίνης που ένιωθε σα να βρίσκονταν πρώτη βολά σε τέτοιο παράδεισο, ευτυχία στη Γιωργίτσα που ξαλαφρωμένη τώρα είχε ποτίσει χώμα και ψυχή με το αγνότερο φίλημα των ματιών που γινότανε στην προσταγή του ήλιου ευλογία.
-Κασμάς και σκαληστήρι σε δράση ! Λουλουδιασμένα όνειρα θυσία πάραυτα στης επιβίωσης την ανάγκη και στης επάρκειας την απληστία έγειραν ένα -ένα τα κεφαλάκια τους . Σαν σε πόλεμο μοιρασμένες υποχρεώσεις , αψεγάδιαστη χειρουργική παρέμβαση σε βάθος, δύσκολη τουτέστιν , στη λίστα ίσως του βιβλίου Γκίνες για εξαγωγή από βάθος μιας παλάμης ολοκλήρου εδώδιμου βορβού.
-Μάνα ένας κόκκινος ! Πολλοί κόκκινοι ,κι έδειξε στη μάνα της αραδιασμένους στην παλάμη της τους βολβούς που τους εχάρισε μια μόνο εκταφή.
-Βάρα κι άλλο ! Γιομάτο το χωράφι από βορβιά ! Και πού είσαι ; Μάζεψε χώρια τα λουλούδια. Φιγούρα που θα κάμουνε στο βάζο!
Η εγερμένη πρόκληση ανάσανε ορμή και ο κασμάς από τη μια ,το σκαλιστήρι από την άλλη έσπειραν το θανατικό στο μωβ πληθυσμό . Άσπρα και κόκκινα βορβιά σωρωμένα τόπους -τόπους άχνιζαν τον αέρα της ελευθερίας. Ποιος ξέρει πώς θα ένιωθαν που το θάψιμό τους στο χώμα καταπίεζε την τρυφερή τους φορεσιά . Βέβαια καλά τυλιγμένα στο προστατευτικό τους πανωφόρι, αλλά δεν έπαυε να είναι θαμμένα σε υπόγειες διαβάσεις του γήινου φλοιού. Τούτες τις σκέψεις έκαμε κι ένιωσε ξαφνικά μια ταύτιση με τούτα τα πεθαμένα κορμιά.
Τι μιλάου η έρμη για ελευτερία στα βορβιά αφού τα ξέκοψα από το σπιτικό τους ;
Ποιος μου λέει εμένανε ότι την εγυρεύανε τέτικια λευτεριά ; Μα εκείνη ,,τη στιμή,, δε χώραγαν συναισθηματισμοί κι ως μπροστά της χαμογελούσαν ακόμη βορβοί λουλουδιασμένοι ξέθαψε καμπόσους τάκα -τάκα με το σκαλιστηράκι της.
-Α ,α, α, ! Κι άσπροι ! Μπόλικοι άσπροι, ξεφώνισε και τους αράδιαζε έναν- έναν καθώς τους έβγαζε με σχετική ευκολία η χεροδύναμη χωριατοπούλα. Κι εθαύμαζε της φύσης την απλόχερη προσφορά.
Το σακί μέτραγε νούμερα μαζί με την Κατερίνη που έστελνε τα βορβιά στα σωθικά του καταμετρώντας τα. Ένα, δύο, .....εκατό.......μέχρι που έγιναν τόσοι πολλοί που βαρέθηκε να μετράει κι εμπούκωνε το σακί βορβιά άμετρα κι εκείνο ορθωνόταν καμαρωτό. Έφτασε ως τη μέση του, όπερ έτσι 60-70εκ., μπόλικο πράμα ! Αν το ´βλεπε κανείς θα ´λεγε, τι απληστία τις έπιασε, πότε θα φαγωθούν τόσα βορβιά;
Κι όμως θα φαγώνονταν . Ήσαν ούλα υπολογισμένα . Τόσα για σαλάτα το βράδυ,
τόσα για ,,τη λαΐνα,, , τόσα για την κυρία Ειρήνη, τόσα για την κυρά Βασίλω που δε μπορούσε μοναχή να βγει για να μαζέψει , τόσα για τον παπαΘύμιο που από σέβας τον εφιλεύανε πάντοτε , ε, τι καρτέραγες ,να μείνει για το σπίτι ; Άσε που άμα βάλεις χέρι να μοιράζεις πάει χάνεται το βιος σου μπρου ακόμα να ντο χαρείς ο ιδιανός. Ήτανε όμως η χαρά του να δίνεις τόση που δε λογάριαζες ούτε κόπο ούτε αν θα περσεύανε για σένα ! Και βέβαια θα περσεύανε. Η μοιρασιά θα ήτανε ανάλογη ,εκτός από της κυρίας Ειρήνης ,που θα είχε πλουσιοπάροχη διάθεση μα και εικόνα. Έπρεπε το φίλεμα να ήταν ανάλογο και με την προσωπικότητα τ´αλλουνού βλέπεις κανόνες ήσαν εκείνοι, τι ελόγου τους θα τους αθετούσαν;
Πιάνει η Κατερίνη το σακί , πάει να ντο ανασηκώσει ,,να κάτσουνε,, τα βορβιά μέσα του, δυσφόρησε. Πάει να ντο σηκώσει.....μμμ...ζόρικα τα πράματα.
-Μάνα μαζέψαμε πολλούς. Βάρυνε το σακί . Πώς θα ντους κουβαλήσουμε τόσο δρόμο;
-,,Ξέρει ο βλάχος τι έχει στο σακούλι,, της απάντησε καθώς ξεκαθάριζε τον τελευταίο της βορβό και τον επέταξε κι εκείνον στο σακί. Φεύγα από φτου !
Κι αρπάζει η Γιωργίτσα το σακί, το ζυγιάζει κουνώντας το δεξιά ,αριστερά , ισιώνοντας το μάτα , ξαναζυγιάζει το....μμμ..ε...δεν έναι και βαρυύ ! Πιάνει το περσευούμενο , το στρίβει ως απάνου και μ´ένα επιδέξιο στριφογύρισμα το δένει κόμπο και τόνε σπρώχνει όσο γίνεται πιο κοντά στα βορβιά αλλά χωρίς να ντα ζορίσει ! Τα ξαναζύγιασε και τ´άφηκε να καρτερούν. Ύστερα πήγε στο ταγαράκι της, που δεν απόλειπε ποτές από τον ώμο της, που όμως όσο δούλευε το είχε ακουμπισμένο εκεί πέρα στη μεγάλη κοτρώνα, έβγαλε από τα σωθικά του ένα σκοινί , πήγε στη μαντρούλα , διάλεξε το πιο στέριο σημείο της κι ακούμπησε το σκοινί τσακισμένο στη μέση και σε σχήμα πέταλου ,έτσι ώστε να ξεπέχει από τη μάντρα πίσω και οι άκρες του να κρέμουνται μπροστά στη μάντρα. Γύρισε πίσω στο σακί με τα βορβιά. Η Κατερίνη στο μεταξύ , αφού η Γιωργίτσα με πρωτοβουλία της ανακατευόταν με τις αναγκαίες προεργασίες της ετοιμασίας για επιστροφή , επιδιδόταν αφημένη ολοκληρωτικά στην εξερεύνηση της ανοιξιάτικης φύσης με τη ματιά της, που την άφηνε ν´απλωθεί ανενόχλητη ως κάτω στους κάμπους και τη θάλασσα. Γύρισε τη ματιά της και κατά τα βουνά κι ένιωσε τα ματόφρυδά τους να τη χαιρετάνε .Τους έκλεισε κι εκείνη μάτι καθώς μια αχτίνα του Μαρτιάτικου ήλιου τη θάμπωσε και μη μπορώντας να την αποδιώξει έκρινε καλό να στείλει πρωτότυπο χαιρετισμό στα κορφοβούνια. Χωνόταν στις λαγκαδιές ,τις κόγχες της φρυδοράχης τους κι ,,αγκρουμαζόταν,, μπας κι ελάλησε το πρώτο αηδόνι . ,,Κοίταε,, κατά τις βρυσομάνες μπας κι εβγάζαν βόλτα τα μωρά τους οι πετροπέρδικες .Κι εχόρταινε τα τσοπανοσφυρίγματα στις πλαγιές και τα γαυγίσματα των τσοπανόσκυλων που αντίλαλο έκαναν στ´απέναντι βουνό . Η ρέμβη της ήταν απολαυστική . Είχε περάσει το μεσημέρι. Με τη δουλειά δεν καταλαβαίνεις πως περνά η ώρα.
-Βάλε χέρι τώρα, να ντ´ακουμπήσουμε στη μαντρούλα , είπε στην τσιούπρα της η Γιωργίτσα αποτραβώντας τη από τη ρέμβη της.
Πάντοτε δυο ζευγάρια χέρια είναι προτιμότερα από ένα. Με ευκολία ακούμπησαν το μισόσακκο απάνου στο απλωμένο σκοινί και κεντράρησαν επακριβώς.
-Φεύγα μάνα, εγώ θα το ζαλωθώ , είπε η Κατερίνη όταν είδε τη Γιωργίτσα να λυγίζει τα γόνατα .
-Μέρια Κατερίνη ! Μέρια ! Μη μου χαλάς τα σχέδια !
Η Κατερίνη ,,κόλωσε,,. Δεν την εκαταλάβαινε τη μάνα της ! Ήταν ξεπνεομένη ! Ξύπνια από τ´άγρια χαράματα δούλευε κι αντρευότανε και καμωνότανε πως είν´ ακιότευτη και παληκάρι , όμως η ψυχή της άλλα έβγανε προς τα όξω . Κάτι ήθελε να κρύψει δουλεύοντας τόσο σκληρά , αλλά τι; Τα παίδεψε τα μυαλά της μα δεν την επλάισαν. Ξεμακρυσμένα τα ´νιωθε .Τη ζάλισαν πιότερο. Τη μπέρδεψαν οι πολλές σκέψεις . Τις παραμέρισε κι άφηκε το χρόνο να δουλέψει . Πού θα πήγαινε; Θα ξέσπαγε. Πόσο θ´άντεχε να κουβαλάει μέσα της τόσο μπούκωμα ; Έκαμε λοιπόν πίσω χωρίς κουβέντα .
-,,Μπούρλια,, και τους κασμάδες πίσω στα σκοινιά ,τη διέταξε.
Η Κατερίνη δεν άντεχε άλλο ετούτο το πείσμα.
-Μάνα δε θα σε υπακούσω άλλο ! Ή θα μου ειπείς τώρα τι έχεις μέσα σου και ποιος καημός σε δέρνει ή φεύγω μοναχή μου και μετανιώνω αμέσως που σ´ακλούθησα.
Ποτέ η Κατερίνη δεν είχε ίσα με τα τώρα αντιμιλήσει στη μάνα της. Δεν άντεχε όμως να τη βλέπει να βασανίζει το σώμα της και την ψυχή της κι έψαχνε τρόπο να την εκβιάσει μπας και την εξαλάφρωνε. Η Γιωργίτσα εκαμώθηκε αντρειωσύνη κι ανασηκώθηκε ,μα πριν προλάβει να στεριωθεί στο χώμα και ν´αλλάξει βηματισμό εσωριάστηκε χάμου και την εκαταπλάκωσε το σακί με τα βορβιά . Το κορίτσι τα ´χασε ! Άφηκε τους κασμάδες να πέσουν από τα χέρια της. Βρήκε όμως το θάρρος και την ανασκέλωσε, έλυσε βιαστικά τα σκοινιά από τα στήθια της, έβγαλε τη θηλιά από το λαιμό της ,πέταξε πέρα το σακί με τα βορβιά και τριβοντάς τη στα στήθια την παρακάλαγε ν´ανοίξει τα μάτια της , να της μιλήσει, να ξανασηκωθεί , να ζωντανέψει.
-Μάνα, μάνα μου, μάνα, σήκω μάνα, τι έχεις μάνα μου; Εδώ είμαι ! Σήκω μανούλα μου !
Και έσκυψε και τη φίλησε στο κίτρινο και παγωμένο ,,μούτρο,, της πολλές φορές.
Τέτοια έλεγε απ´όξω της μα από μέσα της ο τρόμος και οι φοβιστικές σκέψεις πήγαιναν να της θολώσουν τα μυαλά . Γι αυτό κι εκείνη τις πέταξε με μιας και παρακαλιότανε στο Θεό και στην Παναγιά και σ´ούλους τους Άγιους να ντη συνεφέρουν . Από την απελπισιά της δεν ήξερε τι να κάμει. Βρισκότανε στην ερημιά κι οι τσοπάνηδες από τον ήχο των κουδουνιών εκαταλάβαινε πως ήσανται πολύ μακριά για να την ακούσουν και να τη συνδράμουν .Έκανε κινήσεις αστόχαστες κι ενστικτώδεις . Της πέταξε τα τσαρούχια κι έτριβε τις πατούσες της. Και πισωγύριζε. Και ξανακατέβαινε και ξανανέβαινε. Και δώστου τρίψιμο στα μάγουλα και δώστου τρίψιμο στα στήθια ! Μέσα στις απεγνωσμένες προσπάθειες που έκανε δοκίμασε ασυναίσθητα να ξεκουμπώσει τη μπόλκα της. Ασυναίσθητα έλυσε και τη μπαρέζα της και στις παύσεις έπιανε τα μάγουλά της από απόγνωση κι απελπισιά κι εκοίταγε κατά το Θεό και πισωγύριζε στη μάνα της . Εκοίταγε και κατά το δρόμο ,αν και δε φαινόταν από ´κει. Έβανε που και που καμμιά φωνή μπας κι έβρισκε κάποιον για συμπαράσταση , τίποτα !
Κι εκεί που η ,,απογοήτεψη,,κορυφώθηκε κάτι της έμοιασε ,,ν´ανασγουρλεύεται,, , να κινείται σα σούρσιμο φιδιού , έτσι της εφάνηκε.
Ξυπνήσανε κιόλας τα σκασμένα αναρωτήθηκε . Εμ, βέβια , κάνει ζέστη, θα σκωθήκανε και του λόγου τους. Εκοίταξε τρογύρω της να εντοπίσει τίποτα μα δεν
ήβλεπε. Γυρίζει κατά τη μάνα της . Η Γιωργίτσα χαρχάλευε με τα χέρια της που είχανε ζωντανέψει και ,,σγάρλαγε,, το χώμα και τα λιθαράκια δίπλα της στην προσπάθεια της να πιαστεί από κάπου για ν´ανασηκωθεί.
-Μάνα, δόξα τω Θεώ ,μανούλα μου ! Μεγάλη η χάρη του ! Έλα ,της είπε και την έχωσε στην αγκαλιά της, όπως έκανε η Γιωργίτσα όταν τα παιδιά της είχανε τα δικά τους ζόρια. Τι έπαθες μάνα μου; Με ,,μαλινάρισες ,, , με ,,συφόριασες,, ! Πε μου τι σου ,,σύμβηκε,, .
-Δεν είναι τίποτις ! Πάει πέρασε!
-Τίποτις δεν επέρασε, είπε η Κατερίνη αυταρχικά, μπορεί ετούτο να το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της και της έβγαινε ο ζόρικος ατός της στα δύσκολα.
Τίποτις ; Πε μου !
-Τι να σου ειπώ μωρ´βάιζα; Άσε με κι εσύ ! Μια λιποθυμιά μου ´ρθε !
Μεριά που δεν εκαλοκοιμήθηκα , μεριά η δούλεψη, μεριά ο καημός , δε θέλει και πολύ ο άντρωπος να λυγίσει, είπε κι ορθώθηκε ωσάν να μην είχε ποτέ τίποτα συμβεί.
-Μάνα ετούτο το ,,χουνέρι,, που μο ´καμες να ξέρεις δε θα ντο βγάλω από το μυαλό μου ποτές.
-Έχεις δίκιο ! Σε ,,μαλινάρισα,, τσιουπούλα μου ! Δεν το ήθελα η άμοιρη !
-Το ήθελες μάνα ,το ήθελες ! Είχες νιώσει εσύ την ανημπόρια ,για τούτο εγύρεψες να ´ρθώ κοντά σου. Ειδ´ άλλως εσύ θα ντο είχες κόψει με τα πόδια μοναχή και θα μας άφηνες ούλους άφωνους όταν θα ξάπλωνες μπροστά μας τα βορβιά !
Δεν εδέχτηκες να πάρουμε και το βασταγούρι μαζί. Ετώρανες πώς θα κατηφορίσεις;
-Έννοια σου κι είμαι μια χαρά ! Ο ήλιος μ´εζωντάνεψε κι εκείνο το λιγουλάκι π´αποκοιμήθηκα εδεκείλια !
-Ακου αποκοιμήθηκε ! Τι λες μάνα ; Αποκοίμισμα το λες εσύ εκείνο; Γιατί ελόγου μου το είδα σα θανατικό !
-Άιντε πάψε μωρή ! Μια λιγοθυμιά θανατικό ,πού ακούστηκε;
Πάλευε τώρα η Γιωργίτσα να συνεφέρει από την τρομάρα το θηλυκό της και υποτιμούσε τη δική της κατάσταση.
Πάμε τώρα ! Μοναχά ,,που σου πέσε η κουντουρίτσα,, να φορτωθείς ,,ζαλιά,, τα βορβιά !
Ήθελε να λογομαχήσει πίσω με τη μάνα της, έτσι της ερχότανε , να της ειπεί : δε σου το είπα και ,,φτούνο ,, ; Μ´άκουσες; Μα δεν είπε τίποτα κι αμίλητη ξανάστρωσε το σκοινί στη μαντρούλα κι άρπαξε μοναχή της το μισόσακκο και το ´στησε απάνου στα σκοινιά . Ζαλώθηκε βορβιά και κασμάδες και βιάστηκε να βγούξνε στο δρόμο , ούλο και κάποιος μπορ´ να πέρναγε με κανά ζωντανό διαθέσιμο. Αν και η Γιωργίτσα τη βεβαίωνε ότι ένιωθε καλά και ήθελε να ντο πιστέψει η Κατερίνη, εν τούτοις εβάσταγε και πισινή ,γιατί η μάνα της προκειμένου να μην τήνε χολώσει κι άλλο , ήτανε ικανή να βαστάξει πόνο κι αντοχές μέχρι ,, τουλάιστο,, να ´φτανανε στο κονάκι τους.
-Άιντε μάνα μπροστά από μένανε ! Άιντε να σε γλέπω !
-Θεός φυλάξει ! Τι ´μαι ,,βασταγούρι,, να με βάλεις μπροστά; Άιντε, κίνα ! Πλάι -πλάι θα πααίνουμε !
Χρειάστηκε να πααίνουν αργά στην αρχή , ταχύνανε πιότερο στερνά κι απέ όταν διαπίστωσε πως πραγματικά ήτανε καλά η μάνα της, γιατί αρχίνησε τα λιανοτράγουδα , γέλασε και το δικό της τ´αχειλάκι.
-Δόξα στον Κύριο ωρέ μάνα, δόξα ! Κι επιάσανε το κουβεντολόι κι εκόντυνε η διαδρομή κι ,,αλάβρωσε,, η καρδούλα και των δυονών τους. Στο δρόμο δεν εσυναντήσανε ψυχή ! Άιντε να ήτανε για τίποτα που ήθελες να κρατήσεις κρυφό ,ούλο το χωριό θα επαρουσιαζότανε μπροστά σου, σκέφτηκε η Κατερίνη .
Σήμερις και φονικό να έκανες δεν θα σ´ έπαιρνε κανείς χαμπάρι . Κι ύστερα το έβγαλε απ´όξω της και το είπε και στη μάνα της, έτσι για να βρίσκουνταν σε κουβέντα και να ελέγχει τη ζωηράδα της φωνής της. Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία . Καταγράφτηκε στα σωθικά του και στα σωθικά των δύο γυναικών μα υποσχέθηκαν να την αποδιώξουν για να μην τους βαραίνει την ψυχή. Τέλος καλό, όλα καλά !
-Πού είσαι ! Κοίτα μην αναφέρεις τίποτα απ´όσα γένανε, δεν είν´ανάγκη να φορτώσουμε με χολή και τους αλλουνούς,είπε η Γιωργίτσα.
-Δε θα ειπώ τίποτις, αν μου υποσκεθείς ότι άλλοτε δε θα κάνεις ,,κουτουράδες,,.
-Δε θα κάμω, της είπε κι αφού συμφωνήσανε ,τήρησε και η Κατερίνη το λόγο της !
Με τούτα και με τ´άλλα το μεσημέρι τ´αφήκανε στο δρόμο. Είχε απογιοματιάσει όταν εγυρίσανε στο χωριό . Η Κατερίνη ξεφορτώθηκε τα βορβιά απάνου στο τουράκι και τ´άφηκε εδεκεί. Μυρουδιά από φασουλάδα τις εβάρεσε με το μπάσιμο στο σπίτι. Φορέσανε κι οι δυο το γιορτινό τους χαμόγελο στα καλοδεξίματα των δικών τους.
-Βρε καλώς τες ! Μ´αδειανά τα χέρια γυρίσατε; Τίποτις δεν ηύρατε; Και τι εκάνατε τόσες ώρες κειθ´απάνου; Είπαν οι γυναίκες που είχαν παραμείνει στο σπίτι. Δηλαδή η βάβω είπε, αλλά η απορία τους έδειχνε πως ούλες το ίδιο ήθελαν να ρωτήσουν .
Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν με νόημα . Χαμογέλασαν.
-Όχι, δεν εβρήκαμε ! Επιάσαμε το λακριντί με τους περαστικούς. Δεν ,,κενώνετε ,, και σε μας από τη μοσκοβολιστή φασουλάδα σας να ρουπώσει κι εμάς τ´αντεράκι μας; Μας έκοψε η λόρδα !
Ήξεραν οι άλλες πως δεν έλεγαν αλήθεια και πως τις ,,εκασκάνιζαν,, αλλά σεβαστήκανε την πείνα τους κι έκαναν υπομονή.
-Πιο νόστιμη φασουλάδα δε έχω ματαφάει ,είπε η Γιωργίτσα.
-Μήτε κι εγώ ακλούθησε η Κατερίνη !
Η πονηρή Τριαντάφυλλη έσουρε όξω γιατί η περιέργεια της δεν την βάσταγε. Ξωπίσω κι η Λισσάβετη.
-Πω πω ,πόσα βορβιά !
-Τι να ντα κάμουμε τόσα βορβιά;
-Τους βορβούς τους τρώνε για μεζέ, όχι για φαΐ ! Είπαν τα κορίτσια , παρ´όλα αυτά μετακόμισαν το σακί στο παραγώνι !
-Εμ´εσείς μωρ´γυναίκες τους ,, εξεμπουντουλώσατε,, ! Δεν αφήνατε και για σπόρο;
-Εκεί που πήγαμε ,αφήκαμε για να φάει ένας λόχος ακόμα, είπε η Γιωργίτσα.
Κάτσετε να πάει κάτου η μπουκιά μας και βοηθάτε τάκα-τάκα να τους ξεφλουδίσουμε και να ντους ξεπικρίσουμε.
-Εσύ κυρά μάνα μου, θα πας να ξεκουραστείς ,γιατί είσαι από τη νύχτα όρθια , είπε επιτακτικά η Κατερίνη και με νόημα , κι εμείς θα κάμουμε ό,τι πρέπει.
Δεν την έπαιρνε τη Γιωργίτσα να έκαμνε κι αλλιώς...
-Ε, καλά , βολεύτε τα εσείς! Εγώ πάου να γείρω μια στάλα !
Λαχταριστές βορβοδουλειές ξανοίχτηκαν μπροστά τους όταν τα κορίτσια άδειασαν το σακί κι απλώθηκαν μπροστά τους οι στρογυλόμορφοι βορβοί. Άσπροι και κόκκινοι, σμιγάδι , αγκαλιάστηκαν σε μια αγάπη σαρακοστιανή στη θεατρική παράσταση που έδιναν με καμάρι απάνου στο παλιωμένο απλάδι , πρωταγωνιστές στην σκηνή κι ένιωθαν περηφάνια που ντάντευαν τα κορμιά τους τρεις λυγερές χωριατοπούλες σαν τα κρύα τα νερά. Κι αργότερα που τους ξεγύμνωσαν σαν αφαίρεσαν τα πανωφόρια τους , που τους έκοψαν με προσοχή τη ρίζα και το κεφαλάκι για να ,μη διαλυθούν σε φύλλα στο βρασιμό τους, κι όταν τους έβαλαν ,,να πάρουν το μπάνιο τους,, κι όταν τους ,,χόχλαξαν,, δυο τρεις βολές για να ξεράσουν την πικράδα τους κι όταν τους άλλαξαν καμπόσες βολές το νερό τους για να φύγει , κι όταν τους άφηκαν ώρες μέσα στο κρύο νερό στο μεγάλο χαρανί , ακόμα κι όταν τους ενταντέψανε λούζοντάς τους με λαδόξυδο κι αλάτι κι όταν τους έχωσαν τους πολλούς σε μια λαΐνα με λάδι και ξύδι ,ούλα τ´απολάμβαναν χωρίς διαμαρτυρία. Καμάρι όμως ξέχωρο είχαν οι βορβοί που ξεχωρίστηκαν για πεσκέσι στην κυρία Ειρήνη ! Ελόγου τους εμπήκανε στο μεγάλο γυάλινο βάζο κολυμπισμένοι στο λάδι , εσφραγιστήκανε με το ,,κούπωμά,, κι ελιμπίζουντάν τους τα μάτια δικών και ξενάμενων , όσοι έλαχε να περάσουν από ´κει μπρου δοθούν στον προορισμό τους.

-Μα τι βορβοί είναι τούτοι , είπε κοιτάζοντάς τους ερωτιάρικα η κυρά Αντρίνα ,που η περιέργειά της την έσουρνε στα σπίτια της ρούγας, ποντάροντας σε φιλεματάκι.

-Θα σας φιλεύαμε κυρά Αντρίνα μου, αλλά είναι για βασιλικό πεσκέσι!
Κι ανάψανε τα αίματα της κυρά Αντρίνας. Για βασιλικό πεσκέσι; Και πού θα ντόνε βρούνε ετούτες το βασιλιά....και να με φωνάξουτε κι εμένα να τον ιδώ.....τι....πότε θα περάσει...και πώς θα ´ρθεί...με τ´άλογό του; Ήτανε αγαθιάρα η καψερή μα και πολύ περίεργη.
-Όχι καλέ ,εμείς θα ντου τους πάμε ! Τα πεσκέσια τα πααίνεις, δεν έρχουνται να ντα πάρουν...
-Είπα κι εγώ ! Πώς θα καταδέχονταν ολόκληρος βασιλιάς να έρχουνταν ως την ,,κατούντα,, σας να πάρει το φίλεμα....
Από τα πολλά καρκαρίσματα που έκαναν τα κορίτσια και η βάβω ξύπνησε και η Γιωργίτσα που δεν έγειρε απλώς όπως είχε δηλώσει κι είδε την Αντρίνα με σκιουμένο το κεφάλι και την νουρά στα σκέλια να λούζεται στην κυριολεξία την περιέργειά της. Άκουσε και η Γιωργίτσα τη στιχομυθία κατ´αναπαράσταση κι έγινε σε δεύτερο γύρο το έλα να δεις !
Μια ματιά ελέγχου από τη Γιωργίτσα κι η ευχαρίστηση με την ικανοποίηση διαγράφτηκαν μαζί στο ξεκούραστο τώρα πρόσωπό της.
Είδατε που δεν κατανταίνουν στο τέλος τίποτα τα βορβιά ; Νομίζατε πως το παρακάναμε. Εμ, δεν ήξευρα ´γω; Τα βορβιά πάνε τρία προς ένα ! Τρεις οκάδες βορβοί ,μια οκά φύρα ! Μια χαρά είναι και του χρόνου , είπε κι εθάμπωσε ξανά γιατί σκέφτηκε πως θα ήταν χωρίς την Κατερίνη της. Ογλήγορα όμως επανέφερε τον εαυτό της ,γιατί με τίποτα δεν ήθελε να χαλάσει την όμορφη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί .
Οι βορβοί τελικά έφεραν γούρι και η οικογένεια εξισορρόπησε την πικράδα τους με τη γλύκα που τους εχάρισε η θωρειά τους ,αφού έγινε αιτία μιας τόσο χαλαρωτικής οχλαγωγίας !
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ

 Πετροσαλίγκαρα !

Ολονυχτίς έβρεχε με το τουλούμι ! Το ταχύ έβγαλε μια λιακάδα ! Μα τι λιακάδα !
-Για σαλικάρια είναι ,είπε η βάβω !
-Δε γίνεται να πάμε βάβω! Για ,,σήμερις,, έχουμε άλλα στο νου μας !
-Πες το κι έγινε! Το ´χετε ακουσμένο καμμιά βολά; Ή γύρευτο και θα σου ´ρθει;
Ακόμα κι ο Χριστός που ήξερε καλύτερα την ανθρώπινη ψυχή και τα ουράνια είχε πει: ,,Αιτείτε και δοθήσετε υμίν....,,
-Για να το γυρέψουμε να ιδούμε θα πιάσει;
-Ούλες μαζί !
-Ούλες μαζί ! Κι εδώκανε τα χέρια κι είπανε μαζί και φωναχτά την επιθυμία τους.
Στερνά το ξεχάσανε κι επιδόθηκαν στις προγραμματισμένες τους δουλειές.
-Θα ´χουνε σκαρίσει τώρα και λαχταριστά-λαχταριστά θα ´χουνε βγάλει το κεφαλάκι τους, θα ´χουνε τεντώσει τις κεραίες τους κι άλλα εκεί κάτου από τις πέτρες, ολοκάθαρα θα ντα ´πιανα στον ύπνο τους ψέλλισε η βάβω και την άκουγε ο ατός της ,ο Θεός κι η κατσούλα ,αν μπορούσε να μυριστεί τις κουβέντες των ανθρώπων, ότι αυτό που παρακαλιούνταν θα είχε και για δαύτηνε όφελος, όλο και θα της πετάγανε κανένα ζαβό σαλίγκαρο ή ψόφιο .
Τροφαντά -τροφαντά και μεγάλα ,με το φιγουράτο κέλυφος στις αποχρώσεις το μπεζ ,του καφέ και του λευκού, ελαφρά πλακουτσουρό ενίοτε, ήσαν μια πρόκληση για τους λιγουριάρηδες , τους μερακλήδες του είδους. Για τους τσοπαναραίους ήτανε μια πρόκληση εκείθ´απάνου στα βουνά . Η λιακάδα αστραφτερή τους έδειχνε το δρόμο. Καταδότης υπέρ των ανθρώπων αθελά της ,τα προσκαλούσε ,,να σκαρίσουν,, . Κι εκείνα πλάσματα του Θεού είναι , ήθελαν να φάνε το φαγάκι τους. Δεν είναι βλέπεις άπληστα τα σαλιγκάρια σαν τον άνθρωπο για να μαζεύουν του μήνα τους και του χρόνου το φαΐ. Τον επιούσιο μόνο γύρευαν και γυρεύουν ακόμα.
Με την Άνοιξη και τις βροχές της ξυπνούν από ,,το λόμωμά ,, τους , αποφράζουν την είσοδο του κελύφους τους και ψάχνουν για το χορταράκι τους, τα φυλλαράκια ή ό,τι τα προκαλεί από ´κείνα που ο σαλιγκαρόκοσμος προτιμά. Το άσχημο είναι ότι αυτά τα προτιμούν οι άνθρωποι.
Μετά τη δυνατή βροχή και τ´απότομο σταμάτημά της άρχισε το ψιλόβροχο κι η αφεντιά τους δεν γύρευε τίποτα καλύτερο.
Ο Γιάννης με το Νικολό στα Τρελάγκαθα κάθε που φύλαγαν τα γίδια έσερναν μαζί και το ταγάρι τους, είτε για να βάνουν μέσα το ψωμοτύρι τους είτε την ,,τσότρα,, τους είτε και τίποτις ,μοναχά για συντροφιά και για ό,τι ,,καταλαχάρικο,, τους ελάχαινε.
Με το που είδανε λιακάδα όμως το πρωί κατάλαβαν πως θα είχε καλό κυνήγι . Πήραν ,,εξ´επί τούτου ,, τρανύτερο ταγάρι προγραμματισμένα .Τα σαλιγκάρια είχαν σκαρίσει από νωρίς χωρίς να λογαριάσουν της μοίρας τους την ατυχία.
Από τα μισά του Φλεβάρη είχανε αρχίσει να μαζεύουνε σαλιγκάρια και τουλάχιστο πέντε βολές ίσια με τα τώρα στο σπίτι του Θανάση είχανε γευτεί την ιδιαίτερη λιχουδιά . Κι ,,όσοι ξέρουνε να ζιούνε , έλεγε συχνά ο Θανάσης τα σαλιγκάρια δεν τα περιφρονάνε,, ! Και στο σπίτι αυτό δεν τα περιφρόναγε κανείς !
Σαρακοστή χωρίς σαλιγκάρια ,,δε λογιέται,, στα χωριά. Ούτε και στη Μουντρά !
Και το Μεγαλοβδόμαδο ακόμα το έτρωγαν ετούτο το φαΐ. Είχε τη μορφή κρέατος ,αλλά νηστίσιμο λογιζότανε .Και του Μεγαλοβδόμαδου τα φαγιά ήσαν προκαθορισμένα . Δε θυμάμαι αν έτρωγαν τη Μ. Τρίτη και τη Μ. Πέμπτη μοναχά ή κι ούλη τη βδομάδα ! Θα σας γελάσω ! Πάντως λογιότανε σαρακοστιανό φαΐ !
Το Φθινόπωρο με τα λιακαδοβρόχια ήταν η καλυτερή τους για βοσκή.
Και την Άνοιξη επίσης ! Το Καλοκαίρι στη λούφα τους ! Δεν την αντέχουνε τη ζέστη τα σαλιγκάρια ! Θέλουνε ,,νότο,, !
Έτσι και ´κείνη την ημέρα , εκεί πέρα από τα μισά του Μάρτη τους έλαχε να φάνε σαλιγκάρια . Και μπόλικα μάλιστα ! Κι όχι κοπροσαλίγκαρα ούτε αηδιαστικούς γυμνοσάλιαγκες ! Α! Όχι ό,τι κι ό,τι ! Μοναχά πετροσαλίγκαρα βασιλικά τρώγανε στου Θανάση !
Ο Γιάννης κι ο Νικολός γιόμισαν τα σακουλοτάγαρά τους με μπόλικα πετροσαλίγκαρα . Είχαν φροντίσει να ντα ντύσουν κλαράκια για να τα προστατέψουν από τα σάλια τους και να τα κλείσουν από πάνω για να μη φύγουν.
Η Κατερίνη είχε τύχει μια βολά να πάει μαζί με το Νικολό ,εκεί πο φύλαε τα γίδια και περιέγραψε με το δικό της τρόπο τόσο τη συλλογή ,όσο και τη φροντίδα τους :
,,Τα ήγλεπες εκεί απάνου στις πλάκες να σούρνονται γλείφοντας και ν´αφήνουνε ξωπίσω τους ένα δρόμο από σάλια που τόνε ξέραινε ο αέρας κι ο ήλιος και συχαντερός δεν ήτανε. Βγαίνανε τα κεφαλάκια τους, το κορμάκι τους και τα κέρατά τους κι ετεντώνανε το λαιμάκο τους για να φτάσουνε να κόψουν το φυλλαράκι
και τα λυπόσουνα να ντα συλλάβεις. Στερνά σκεφτόσουνα και τη δική σου ,,λίμα,, κι άλλαζες μυαλά . Όρμαγες μ´απόφαση παρμένη και τα σακούλιαζες χωρίς πολλά-πολλά. Εκείνα με το που άπλωνες χέρι απάνου τους μαζεύανε πρώτα τα κέρατά τους ,το λαιμό και το κεφαλάκι τους και κλειδώνανε το σπιτικό τους μπας και γλιτώσουνε τα κακόμοιρα. Τρομάρα που την επαίρνανε ! Κι όταν εμπαίνανε στο σακούλι ή στην κανίστρα καμμιά βολά, στερνά από την πρώτη τρομάρα αναθαρρεύανε κι ανηφόριζαν δειλά-δειλά ίσια με το άνοιγμα του ταγαριού κι όπου πάλε μέσα σμπρώξιμο , πάλε ξεθάρρεμα εκείνα κι ετραβάγανε τρανές ,,μαλίνες,, τα δόλια. Άσε σαν επααίανε στο σπίτι, εκεί να ηγλέπατε ,, μαλίνες ,, που τα καρτεράγανε . Τα βάναμε μέσα στον τρανό τέντζερη με πίτουρο , τα καπελώναμε μ´ ένα καθαρό σκουτί ή ένα χοντρό τσαντηλόπανο, δέναμε τον ,,τέντζιερη,, καλά τρογύρω για να μην μπορούν να φύγουν και τ´αφήναμε φυλακισμένα πέντ´έξι ημερόνυχτα ,,να καθαρίσουν ,, ! Και να ήτανε ίσια μ´εδώ πάλε καλά θα ήτανε.
Στερνά τα πετάγαμε στο νερό και διαλέγαμε τα ψόφια . Το καταλαβαίναμε αν
ήσανται ζωντανά ,γιατί εκείνα βγάνανε το κεφάλι τους όξω. Τ´άλλα τα πετάγαμε τα ψόφια στα κατσούλια ή όξω κι ό,τι τα ´βρισκε.
Στερνά τα βάναμε σε ξύδι κι αλάτι καμπόσο, το υπολοΐζαμε ,,στα κουτουρού,, για να
βγάλουνε τα σάλια τους και τους αλλάζαμε κάμποσες βολές το νερό.
Στερνά τα βάναμε σ´ένα σουρωτήρι ή σε μια κανίστρα , πααίναμε στον Αγιάννη που έτρεχε ο κάνταλος και τα πλέναμε στο τρεχούμενο νερό καλά-καλά. Εκεί στον Αγιάννη δεν τους έμενε σάλιο , έπεφτε απάνου τους με τόση δύναμη το νερό που τα ξέπλενε και τα ´κανε ,,αστροκαλιστά,,. Ίσια με που να γυρίσουμε στο κονάκι μας κι όσο ν´ανεβούμε την ανηφόρα είχανε στραγγίξει για τα καλά. Τότε ήτανε που έφτανε και η ώρα ,,για φαΐ,, . Μίνια έστρωνε το τραπέζι , ,,η γιάλλη,, αλεύρωνε τα σαλιγκάρια, η γιάλλη πάαινε στο βουνό πιο ´κει να μαζέψει λιγούλα φρέσκια ρίγανη και ,, ελόγου μου,, ανάλαβα εκείνη τη βολά να ντα τηγανίσω.
Η φωτιά ήτανε αναμμένη και την ,,εσύμπαε,, η βάβω . Κατέβασα τη σιδερωστιά , τον τρίποδα γιε, έβαλα απάνου του και τη ,,φούρλα,, κι ακούμπησα εκεί το τηγάνι με μπόλικο λαδάκι. Κι απέ άμα έκαψε το λάδι επέταξα μέσα μια χούφτα αλευρωμένα και ριγανισμένα σαλιγκάρια κι εκείνα χαιρόσανται ετούτο το ,,τσιβούρισμα,, και ροδοψαινόσανται κι ούλο χαμόγελα ήσανται. Η μάνα μου είχε ζυμώσει και μια φουρνιά φρέσκο ψωμί , εβάλαμε και μια ,,μουρσέλα,, τυρί , δυο βορβούς από το τουρσί, πέντ´ελιές, δυο λάχανα και ´τοιμάσαμε για ,,να πάρουμε μια μπουκιά,,.
Τι μια μπουκιά; Του σκασμού εφάγαμε ! Τυλωθήκαμε ούλοι ! Πέντε διπλόχουφτες ήσανται ούλα τα πλυμμένα σαλιγκάρια. Έλαχε μια μονόχουφτα στον καθένανε κι
εκάμαμε γιορτή ,, !

Άγνωστες λέξεις

Τυλωθήκαμε = πρήστηκε, φούσκωσε η κοιλιά μας (από το τύλος =κάλος, εξόγκωμα )
τσιβούρισμα = ταλαιπώρημα, τσιγάρισμα
μουρσέλα = ένα τεμάχιο ψημένη τυρόφετα
σιδερωστιά = ο τρίποδας , η βάση που ακουμπούσαν την κατσαρόλα για το
μαγείρεμα στη φωτιά με τα ξύλα.
κάνταλος = πλούσιο τρεχούμενο νερό που βγαίνει από το βουνό και μαζεύεται σε μια πηγή
κανίστρα = πλεκτό καλαμένιο καλάθι με χερούλι από λυγιά
λίμα =πείνα (από το λιμός )
μαλίνα =συμφορά
στα κουτουρού = στα τυφλά , στο περίπου, ως έγγυστα
αστροκαλιστά =πεντακάθαρα
τσότρα =δοχείο νερού ατομικό ξύλινο

Συνεχίζεται...........!

**********************

"ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΘΟ,,

   ΤΑ ΠΡΟΞΕΝΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΑΚΗ
(Της Κατερίνας Μπαχάρη Κουτσουνά)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Βρισκόμαστε εκεί κάπου στο 1900!
Η πλουμιδού η Γιωργίτσα αναχάραξε πολλές βολές το φαΐ τής σκέψης της, προτού πάρει την απόφαση να τραβήξει κατά την πέρα ρούγα!
-Καλημέρα Αναστάση, τι τα λέτε; Πού έναι η Αναστάσαινα;
-Επάε στα κοτερικά, θα ματάρθει όπου νάναι, είπε ο Αναστάσης και σγάρλισε με τη μαγκούρα του το χώμα της αυλής.
-Τι γυρεύεις αχάραγο στο κονάκι μου Γιωργίτσα;
-Ένα θέλημα έθελα τη Διονυσούλα, μα όσο να ´ρθει ας ειπούμε καμμία κουβέντα.
-Ό,τι πεις!
- Είδα τη Νικολέττα, το Νικολάκη, μα το Θοδωράκη πουθενά. Πού τον έχουτε σκαπετήκει;
Εκοίταξε ολόγυρα και ξερογλειφότανε κι έκλεινε το μάτι στον αέρα, καρτερώντας την απόκριση.
-Και τι σε μέλλει εσένανε ετούτο δω, μωρή Γιωργίτσα; Άμε στο γαλάρι από αχάραγο, να βγάλει τα ζωντόβολα για βοσκή, γιατί εσήμερα θα βγάλει μπόλικη ζέστη!
-Α! Είπα κι εγώ!
Και τα πυρπυρόματά της δεν άφηναν λεφτό ακάρφωτο τον Αναστάση, που είχε αρχίσει να οχλιέται.
-Τι είπες, Γιωργίτσα, μπες στο παρασύνθημα, είπε έξυπνα και καλοσυνάτα ο Αναστάσης.
- Έχω μια καλή είδηση για σένα Αναστάση, είπε και πάστρεψε τα χείλια της με τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού, γιατί από το πολύ παίδεμα και το λιγούριασμα της κουβέντας αρχίσανε να της τρέχουνε τα σάλια.
-Να τηνε ακούσω Γιωργίτσα, να τηνε ακούσω!
-Ε, κοίτα ´δω! Στην Καλίδονα ο Φώτης ο Κ......., πόναι νοικοκύρης και κουβαρντάς έχει μια τσούπρα της παντρειάς, καλή και παινεμένη!
Ούτε κουβέντα για ομορφιά, για μπόι και για τέτοια.
-Για το Θοδωράκη είναι ό,τι πεις! Κι έσιαζε κάθε τρεις και λίγο την ποδιά της κι από το πολύ το σιάξιμο τήνε πολυφάδιασε.
Αφού αράδιασε ούλα τα καλά του κόσμου για τη λεγάμενη η Γιωργίτσα κι αφού τον κάμπο ούλο έριξε στα πόδια του και τα κοπάδια και τα γελάδια και τα ποτιστικά χωράφια κι ότι βάλει ο νους τ´ανθρώπου, σταμάτηκε τη χλαγοή και κοιτώντας τον κατάματα καρτερούσε με αγωνία την αντίδρασή του.
-Σα μπόλικα δε μας τα λες Γιωργίτσα, είπε ο Αναστάσης που άρχίνησε να του αρέσκει η ιδέα της καλής προίκας και σε ποιόνε δε θ´άρεσκε!
-Όπως σου τα είπα, έτσι ακριβώς έναι!
Κι από μέσα της έκαμε το σταυρό της να ειπεί ο Αναστάσης το ναι, γιατί την έκοφτε τη Γιωργίτσα και μάλιστα πολύ. Ήτανε συγγένισσά της κι ήθελε να την αποκαταστήσει με το λεβέντη το Θοδωράκη. Δεν είχε κι άδικο!
Φτωχό παιδί ο νιος, μα παλληκάρι με τα ούλα του!
Κορμοστασιά και μπόι κι ομορφιά κουκουλωμένα μέσα στα καθημερνά παλιόσκουτα του σούρτα φέρτα, μια στο κοπάδι, μια στα χωράφια και μόνο το δασύτριχο στέρνο του, έτσι ξέσκεπο που τ´άφηνε με ξεκούμπωτη τη βαθειά τραχηλιά του άσπρου του πουκάμισου, διαγραφόταν προκλητικό και στο όλο του παρουσιαστικό ένας έξυπνος άνθρωπος ήξερε να εκτιμήσει τι προσόντα κρύβονται από μέσα. Πόσο μάλλον η Γιωργίτσα που ήτανε κι η δουλειά της και που τον ήξερε από την εκκλησιά κι από τα πανηγύρια και τις σκόλες να φορεί τα γιορτινά του και να ,,κάνει τράκες,,! Και σαν έστριβε και ´κείνο το επίσης δασύτριχο κατάμαυρο μουστάκι του, η θωρειά του λάβαινε σοβαρότητα κι αξιοπρέπεια τρανύτερη. Οι κοπέλες του χωριού κρυφή λαχτάρα είχανε να τον ερωτευτούνε και προξενιά κρυφά να βάλουνε για ´κείνον και φίλτρα μαγικά ακόμα-ακόμα αν γινόταν να κάμουνε, για να τον παντρευτούνε! Η μοίρα όμως αλλιώτικα παιγνίδια έπαιζε και σιγοτραγουδούσε νυφιάτικα τραγούδια γι άλλου χωριού νταούλια και χαρούλες!
Νά σου από πέρα κι η Αναστάσαινα με την ποδιά ανάστροφη, που φιλοξενούσε πέντ´έξι ολόφρεσκα αυγά κοτίσια και τρία φαραονίσια, φάνηκε θωρειά λαμπρή και λυγερή παρά τη κούραση που τράβαγε κάθε μέρα παλεύοντας να τα βγάζει πέρα παλικαρίσια και με γληγοράδα.
Ακούμπησε τ´αυγά στο φουρναριό πρόχειρα, τίναξε την ποδιά της και το βελέσι της, γύρισε την πήλινη βήκα, που είχε πάντα κοντά στο φουρναριό, έπλυνε τα χέρια της, τα σφούγγισε με μια ανάστροφη και μια κανονική χεριά σέρνοντάς τα πάνω στην μπροστοποδιά της, που με τον τρόπο αυτό τη σιδέρωνε κιόλας, πήρε το σκαμνί, που σαν περσευούμενο ως εκείνη την ώρα ήτανε κολλημένο δίπλα στον τοίχο, κοντά στη σκάλα, στρογγυλοκάθισε και τότε χαιρέτισε τη Γιωργίτσα.
-Καλωσήρθες Γιωργίτσα! Τι σε φέρνει ίσαμε ´δω, τη ρωτάει.
-Μη σου βρίσκεται λίγος καφές; Έχω ξένους και το μαγαζί έναι κλειστό.
-Λίγο έχω κι εγώ, μα θα σου δώκω. Θα τον μοιραστούμε!
Η Ανατολή είχε χάσει το ροδόχρωμά της κι ο ήλιος ανηφόριζε σκορπίζοντας καφτερές τις αχτίνες του. Τα πρόβατα βαριεστημένα γύρευαν στάλο. Ο Θεοδωράκης τα στάλισε, έφραξε καλά το μαντρί, φόρεσε την τραγιάσκα του, πήρε παραμάσκαλα τη γκλίτσα, για φιγούρα την είχε μοναχά και πήρε το μονοπάτι που σε μισή ώρα θα τον πισωγύριζε στο σπίτι του.
Στο μεταξύ η Διονυσούλα, η Αναστάσαινα δηλαδή, σηκώθηκε για να φέρει τον καφέ. Έκοψε καμμιά δεκαριά σύκα από τη συκιά τους, που ήτανε στην αποκεί γωνία του πετρόχτιστου δίπατου σπιτιού τους και μια από τις κλάρες της ακουμπούσε στο παραθύρι, τά ´βαλε σ´ένα τσίγκινο πιάτο, έβαλε σ´ένα άλλο μια βρεγμένη πετσέτα, έβαλε το μισό καφέ σ´ένα ποτηράκι τον ακούμπησε στο πιάτο με τα σύκα και τα πήγε στην παρέα. Τράβηξε το μικρό σοφρά μπροστά στη Γιωργίτσα:
- Φάε, της λέει, είναι ακόμα δροσερά, δεν τά ´πιασε ακόμα η ζέστη, έχει ίσκιο από ´κεί.
Πάρε και συ δυο Αναστάση μου, του είπε με τρυφερότητα και τρανό σεβασμό. Πήρε δυο σύκα από το πιάτο και του  τ'ακούμπησε στην απαλάμη. Εκείνος την κοίταξε το ίδιο τρυφερά και με τον ίδιο σεβασμό, της έγνεψε ευχαριστώ, σφούγγισε ένα-ένα τα σύκα στο εσωτερικό της παλάμης του, τά ´σκασε κι αφού διαπίστωσε πως ήσαν καθαρά τα έφαγε ολόκληρα με τη φλούδα τους.
Η Γιωργίτσα πάλι, δυο τρία που έφαγε, όχι περισσότερα κι ας τα ήθελε, αλλά δεν έπρεπε να την πουν και λιμασμένη, τα καθάριζε αργά και σταθερά από το κοτσάνι μέχρι κάτω ,,τον κωλιά,, τά ´βαζε ηδονικά στο στόμα, τα στριφογύριζε στον ουρανίσκο πιλατεύοντάς τα με τη γλώσσα της και ρούφαγε τη νοστιμάδα τους παινεύοντάς τα στους νοικοκυραίους τους. Σφούγγισε τα χέρια της στη βρεγμένη πετσέτα, έτριψε πέρα -δώθε τις παλάμες της να στεγνώσουν και σηκώθηκε από το σκαμνί της.
-Ο Θεός να βλογάει τη συκίτσα σας, τους είπε. Φχαρστώ Αναστάσαινα, καλό σας μεσημέρι!
Δεν πρόλαβε ν´αποκιώσει την ευκή, το βλέμμα της τσάκωσε το Θοδωράκη, που κατηφόριζε από τον απέναντι λόφο, πηδώντας σαν αγριοκάτσικο ανεμίζοντας τη γκλίτσα του στον αέρα και κόβοντας οριζόντια τις αχτίνες του ήλιου, που τον είχανε αρπάξει για τα καλά και το μαύρισμα τον αγρίευε λιγουλάκι, για να λέμε και του στραβού το δίκιο.
Η Γιωργίτσα, πού να φύγει! Επειδή τα της τελευταίας στιγμής από τα λεγόμενα είναι τα καλύτερα και επειδή ήθελε να χορτάσει το παλληκάρι που η ζέση του την άγγιζε από τ´αγνάντιο, κάνοντας τάχατε πως θυμήθηκε ένα νέο, αρχίνησε να εξιστορεί λόγια του αέρα, ώσπου ο Θοδωράκης στάθηκε μπροστά της και με την νεανική, ντροπαλή φωνή του τήνε χαιρέτησε:
-Γεια, είπε!
-Ρε, καλώς το λεβέντη μας, τι κάνεις ορέ Θοδωράκη; Και τον περιεργαζότανε για μια τελευταία φορά να σιγουρευτεί πως είναι η καλύτερη ευκαιρία για τη συγγένισσά της.
Κι αφού βεβαιώθηκε, έστριψε με νόημα τα χείλη της, ανοιγόκλεσε τα μάτια της μια, δυο φορές, είπε : άντε γεια, έστριψε επί τέλους την πλάτη της κι έφυγε για το σπίτι της. Η Αναστάσαινα ανακουφισμένη:
- Μπα την ευλογημένη, δεν έλεε να φύγει, έχω και μαγείρεμα! Κι έστριψε να φτιάξει το φαΐ, μα δεν πρόλαβε, γιατί ο Αναστάσης φώναξε και τους δυο τους να πάρουν τα σκαμνιά τους και να καθίσουν κοντά του!
Από το ύφος του κατάλαβαν πως κάτι σοβαρό είχε να τους πει.
- Η Γιωργίτσα δεν ήρθε για τον καφέ, τους είπε!
-Ετότενες γιατί, είπε η Αναστάσαινα.
- Το και το! Έτσι κι έτσι...
Είπε όλα όσα του μετέφερε η Γιωργίτσα και το ύφος του παρ´ότι μειλίχιο δε σήκωνε αντίρρηση!
Ο Θοδωράκης τσιμουδιά δεν είχε λόγο.
-Ό,τι αποφασίσεις Αναστάση μου, είπε η γυναίκα του κι έγνεψε και στο γιο της να κάμει το ίδιο.
-Το βράδυ θα της μηνύσουμε να ´ρθεί να της δώκουμε ,,το προχώρα,,!
-Είναι όμορφη Αναστάση μου; Θα είναι ταιριαστή με το λεβέντη μας, το Θοδωράκη μας;
-Όμορφη, ξώμορφη, τούτη θά ´ναι, είπε κοφτά.
Σηκώθηκε, πήγε στο διπλανό χωράφι, έλυσε το άλογο, το καβάληκε ,,ξίστρωτο,, και το πήγε στη βρύση με τα Πλατάνια για να το ποτίσει.
Το μυαλό του ντριβέλιζε: Ο άντρας βρίσκει και γυρεύει τη γυναίκα κι όχι ετούτο που μόλαχε σήμερα πρωί -πρωί!
Δε λες όχι σε μια καλή προίκα, αρκεί νά ´ναι καλή σα την Διονυσούλα μου, σκέφτηκε και μαλάκωσε μέσα του.
Το άλογο ήτανε σκασμένο. Έπινε, έπινε και δε χόρταινε. Ο Αναστάσης κοίταξε κατά πάνου στην εκκλησιά, έκαμε το σταυρό του, ευχήθηκε νά ´ναι καλή γυναίκα και πήγε τ´άλογο σ´έναν ίσκιο, τό ´δεσε και γύρισε στο σπίτι.
Ο καγιανάς πού ´φτιαξε στο πι και φι η Αναστάσαινα τού ´σπασε τη μύτη!
Ο σοφράς στρωμένος με την ριγέ υφαντή μεσάλα, πέντε χωματένια πιάτα στη σειρά, είχαν έρθει στο μεταξύ και τ´άλλα δυο αδέρφια, από ένα πηρούνι δίπλα, από ένα ποτηράκι πήλινο κι αυτό, από μια πετσέτα του αργαλειού κι ένα καρβέλι ψωμί ηλιοψημένο δώσανε γλύκα για θετική σκέψη και μαζί με το αναγκαίο σταυροκόπημα για προσευχή φάγανε το πιο γλυκό φαΐ του κόσμου κι έτσι όλοι μαζί ευχήθηκαν καλοστέριωτο το προξενιό και στων άλλων παιδιών τις χαρές!
-Με το καλό, καλοστέριωτος, ευχήθηκαν με μια φωνή.
Ο Θοδωράκης χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, είπε ένα ξέψυχο ευχαριστώ, πράμα που σήμαινε πως για κάποια άλλη είχε ετοιμάσει την καρδιά του, αλλά εκείνα τα χρόνια γινόταν ό,τι αποφάσιζε ο πατέρας. Αυτό ήτανε νόμος!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τα ,,ειδώματα,, και τα ,,φανερώματα,,
Η Γιωργίτσα έφυγε από του Αναστάση, μα ο νους της ήταν εκεί ολημερίς κι ολονυχτίς. Αν υπήρχε τρόπος να τρυπώσει κάπου μέσα στο σπίτι και να παρακολουθεί τις κινήσεις και τ´ακούσματα της οικογένειας, θα τό ´κανε με ευχαρίστηση. Μη μπορώντας να το κάμει ετούτο, στεκόταν σ´αναμμένα κάρβουνα καρτερώντας την απόκριση του Αναστάση. Πρωί-πρωί ,,το ταχύ,, βγήκε στ´αγνάντιο, κοίταξε κατά το σπίτι του μην και δει κίνηση ξέχωρη απ´ότι συνήθως. Έβανε και το χέρι αντήλιο όταν τη θάμπωνε το ανέβασμά του και φύλαξε καραούλι. Το σπίτι της βρισκόταν στην από ´κεί μεριά, απέναντι ακριβώς από το σπίτι του Αναστάση.
Δεν είδε τίποτα αλλιώτικο και τριδονοιασμένη γύρισε στις σπιτοδουλειές της, που την περίμεναν υπομονετικά.
Την άλλη μέρα το βράδυ ο Αναστάσης, δεν ήθελε ν´απαντήσει ογλήγορα κι ας είχε πάρει την απόφασή του επί τόπου, έστειλε κι εμήνυσε της Γιωργίτσας ό,τι τη θέλει και την καρτερεί.
-Τράβα, πες της Γιωργίτσας του Μητσή, είπε στον παραγγελιοδόχο πιτσιρίκο που μετέφερε το μήνυμα, ότι τη θέλει ο κυρ-Αναστάσης ο Μπαρής,,.
Φτερά έκαμε η Γιωργίτσα, γιατί αν δεν της ,,εμήναε,, δεν επρόκειτο να πάει, δεν το καταδεχότανε, ,,ούλα κι ούλα,,!
Εκείνη την ώρα ήτανε ανακατεμένη με το βραδυνό μαγείρεμα, τίποτα σπουδαίο, μια ντοματοσουπούλα έφτιαχνε, αλλά το μπελά της τον είχε κι αυτή, μα δεν την ,,έκιωσε,, τήνε παράτησε στη μέση. Τίποτα δεν τη βάσταγε τώρα πια!
Φτερά έκαμε η Γιωργίτσα. Πότε σκαπέτηκε στην απέναντι μεριά του χωριού μέσα στο μισοσκόταδο με προσποιητή ξεγνοιασιά, για να μη δίνει στους σουρουπογυρνάμενους στόχο, δεν το κατάλαβε ούτε κι η ίδια.
-Τακ, τακ κι ήταν έτοιμη να τραβήξει το ,,ζεμπερέκι,,.
-Εμπρός! Κι έτρεξε να της ανοίξει η Νικολέττα.
Δεν ήσαν υποχρεωμένοι, αλλά η Αναστάσαινα μιας και θα ´τοίμαζε φαί για τη φαμίλια της σκέφτηκε να ετοιμάσει την τάβλα και να φάνε ούλοι μαζί με τη Γιωργίτσα μαζί κάτι καλό.
Είχε ,,βέβια,, γλυκό σουλτανίνα σ´ ένα βάζο πάντοτε φυλαγμένο, τρουπωμένο μαθές κρυφά κι ανάκρυφα και το κλωθογύριζε σε χίλια απίθανα σημεία, σαν τη κατσούλα με τα κατσούλια, για να μην το βρίσκουν τα παιδιά, μα ούτε κι ο Αναστάσης, που ήταν γλυκαντζής κι έτσι εκείνη θα ντροπιαζότανε αν της τύχαινε ξεχωριστή περίσταση.
Είχε στρώσει στο σοφρά άσπρη υφαντή μεσάλα με νταντε λίτσα πλεγμένη στο βελονάκι τούτη τη φορά, γιατί ήθελε να το κάμει πιο ´πίσημο, αλλά και για να μη την κουβεντιάζει η Γιωργίτσα.
Το σκαμνί της την περίμενε σε περίοπτη θέση δίπλα στων αλλουνών και προτού πάρουν ούλοι θέση στο βραδυνό γιορταστικά στημένο τραπέζι, ο Αναστάσης:
-Βάλε, κυρά Τάσαινα, κρασί στις κούπες, είπε και πάρτε ούλοι από μια. Πήρε ο ίδιος πρώτα την κούπα της Γιωργίτσας, της την πρόσφερε, πήρε στερνά και τη δική του και τσουγκρίζοντας στα ορθάτα:
- Να μας ζήσουν, είπε! Καλότυχα!
Ο Αναστάσης δεν ήταν επιπόλαιος άνθρωπος, αντίθετα ήταν σωστός και μετρημένος. Γιατί τά´καμνε ούλα τόσο βιαστικά κανείς δεν ξέρει ή μάλλον ούλοι ξέρανε, αλλά αφού εκείνος έπαιρνε τις αποφάσεις, δε μίλαγε κανείς.
Για νά ´μαστε ειλικρινείς, τέτοια ντομπροσύνη και τόση σβελτοσύνη στο πάρσιμο μιας τέτοιας απόφασης, η Γιωργίτσα δεν την καρτέραγε και τώρα γέλαγαν και τα μουστάκια της.
-Να μας ζήσουν είπε πρώτη και τσούγκρισε θαρρετά την κούπα της πρώτα με τον Αναστάση και μετά με ούλους τους άλλους με τη σειρά και ιεραρχικά, όπως άλλωστε ήσαντε στο τραπέζι στεκούμενοι. Δίπλα στον Αναστάση η Τάσαινα, ο Θοδωράκης, ο Νικολάκης, η Νικολέττα και στου φιλοξενούμενου τη θέση η Γιωργίτσα.
-Φάτε τώρα τα καλούδια που ετοίμασε η κυρά κι αν δεν είν´όπως μας τά ´πες θά ´χεις να κάμεις μαζί μου.
-Θα ιδείς και μοναχός σου, είπε, ενώ έκανε το σταυρό της από αμηχανία προτού το νοικοκύρη.
Η Διονυσούλα είχε σφάξει κόκκορα, είχε ψήσει και γαλόπιττα και φρέσκο ψωμί και περσινό βαγενίσιο κρασί από τα στραγγερά ηλιόξερα σταφύλια τ´αμπελιού τους, που ήτανε χρυσάφι για τον Αναστάση. Ο ίδιος δεν ήτανε πότης μερακλής, αλλά του ,,άρενε,, να πίνει ένα-δυο κουπάκια στην καθησιά του. Το ίδιο κι η φαμίλια του, ιδιαίτερα η Διονυσούλα που πλάνευε την κούρασή της μ´αυτό.
Αφού παίνεψε υπέρ το δέον την όψη του τραπεζιού η Γιωργίτσα:
- Καλά ,,ειδώματα,, και καλά ,,αρρεβωνιάσματα,, ευχήθηκε.
Την πιθανότητα να μην αρέσει η νύφη ούτε που τη λογάριασε κανείς.
Η φρεσκάδα στο τραπέζι ήτανε ζηλευτή, όπου καθώς ,,κένωνε,, το φαί στα χωμάτινα ζωγραφιστά πιάτα η κυρά, σκορπιζόταν στον αέρα η μυρουδιά της κανέλας από το καπαμιστό κοκκόρι, που με τέχνη είχε μαγερέψει με φρέσκια ντομάτα από το παραδίπλα μποστανάκι της και λίγο πελτέ για να καλοκοκκινήσει. Σ´άλλες εποχές έβανε μοναχά πελτέ που τον είχε η ιδιανή φτιαγμένο, στραγγισμένο και λιασμένο, ώστε να διατηρείται ανέπαφος όλο το χρόνο.
Οι κυδωνάτες πατάτες που το συνόδευαν καλοτηγανισμένες σε μπόλικο ελαιόλαδο που δεν το τσιγκουνεύονταν ποτέ, γιατί κάθε χρόνο ήσαντε φορτωμένες οι ελίτσες τους, ξετρέλαιναν το μάτι καθώς τις είχε καβαλικέψει η ζουμερή, τρυφερή κοκκορομερίδα, κουκουλωμένη με μπόλικη μελένια, κόκκινη σάλτσα που μοναχά τα ροδοκοκκινισμένα από ντροπή μάγουλα του Θοδωράκη μπορούσαν να τη συναγωνιστούν.
Ετούτο δω πρώτη φορά γινότανε μαθές, να τσουγκρίζουνε και να ευχιώνται προτού τα ,,ειδωσίματα,,. Πρώτη και τελευταία!
Ήτανε νεραϊδογεννημένη φαίνεστε η νύφη ή είχε κάμει ξόρκια και μαγικά, κοντά στη γνώση, για να πηγαίνουνε όλα ρολόι και θεληματικά, έτσι ούτε όπως και στ´όνειρό της η Γιωργίτσα δεν το είχε φανταστεί. Όλα τούτα που γινόσαντε αποσπερού ήτανε πρωτόγνωρα για να γίνονται στο σπίτι του γαμπρού, αντί να γίνονται στης υποψήφιας νύφης.
,,Κολλήσανε τα λό(γ)ια μου, όπως κολλάει το σάλιο μου,, έλεγε και ματάλεγε από μέσα της και καμάρωνε σαν καρδινάλιος η Γιωργίτσα.
Μπας και δεν είχε φτύσει θαρρείτε τον τοίχο, προτού χτυπήσει τακ τακ την πόρτα;
Με φιλοφρονήσεις και παινέματα για το σπιτικό και τη φαμίλια του Αναστάση, αλλά και για την υποψήφια νύφη, η Γιωργίτσα πέταγε ανάμεσα και καμμιά σφήνα από κανά πρόσφατο ή παλιότερο νέο, έτσι για να μη λένε ότι το κάμνει επίτηδες να παινεύει συνέχεια την υποψήφια.
Ο Αναστάσης, λιγόλογος από τη φύση του είχε μετρημένες τις κουβέντες του, αν και σε άλλες περιπτώσεις, με τους κατάλληλους ανθρώπους στον καφενέ, λυνόταν η γλώσσα του κι έλεγε ιστορίες που του είχε ειπωμένο ο πατέρας του από τον πόλεμο του ´12, από των χωραφιών την καλλιέργεια και από τα ευτράπελα που γινόσαντε στις δανεικαριές.
-Για τελευταία βολά τσουγκρίστε ρε, είπε και σήκωσε πρώτος το κουπάκι του, καθώς η Διονυσούλα πέρναγε μισοκρυωμένη τη λαχταριστή γαλόπιττα από μπροστά τους, να πάρει ο καθένας το κομμάτι του με το ιδιανό του το χέρι, δεν είχανε καιρό για ξεχωριστά τραταρίσματα.
Γλυκαμένοι, ξαναμμένοι και χαρωποί κλείσανε γι απόψε τη βραδιά με του Αναστάση τα επισφραγιστικά λόγια:
- Ταχειά το βράδυ να ειπείς στους αντρώπους ότι θα πάμε να γένει η ,,συνάντηση,, και τα ,,ειδώματα,,. Κανόνιστο.
Η προξενήτρα ευχήθηκε δυο βολές ακόμα με τρεχούμενα σάλια από τη χαρά κι από το απρόσμενο ταβλοκάθισμα κι αν ήταν τρόπος θα κατηφόριζε μονάχη της ολονυχτίς, να πάει το μαντάτο στον ξάδερφό της.
Εδώ δε χωράγανε καμώματα. Ούτε σε δυο ημέρες η απάντηση της νύφης, ούτε να το σκεφτεί ο πατέρας της, ούτε τίποτα. Ποιος αφήνει τέτοιο κελεπούρι κι ασχολείται με καμώματα; Άλλωστε αυτά γίνονταν όταν ο προξενητής πήγαινε από τη μεριά του γαμπρού στη νύφη, τώρα έγινε το αντίθετο.
Καλό ή σκάρτο πράμα βέβαια η νύφη ήτανε προαποφασισμένο ετούτο δω να γένει, αλλά σ´άλλες ,,περιφτώσεις,, χώραγε και τούτο σ´ούλα μέσα.
-Μη σε νοιάζει εσένα, Αναστάση μου, εδώ είμαι εγώ!
Το προξενειό έπρεπε να ,,στρέξει,, οπωσδήποτε.
Η Θοδώρα η λεγάμενη ήτανε η πρώτη ,,τσούπα ,, του Φώτη του Κ.... από την Καλύδωνα, κοντή και λοβούλα, χωρίς ομορφάδα ανάμεσα σ´άλλες δυο βλασταρωτές και τύφλα νά ´χει η καλαμιά για την κορμοστασιά τους. Η Θοδώρα σπιρτόζα και καλόκαρδη δεν ξέρω αν ,,μπόραε,, να εξισορροπήσει με τούτα τα προσόντα της τις άλλες δυο.
Τούτος ήτανε κι ο λόγος που τά ´δωκε ,,ούλα,, ο πατέρας της, για να τήνε παντρέψει. Κι ευτυχώς που ήτανε πρώτη στη σειρά, γιατί αλλιώς θα μπέρδευαν τα πράγματα. Θα γινόσαντε σκόλια διάφορα. Θα λέγανε πως κάποιο κουσούρι έχει η πρώτη η όμορφη για να την ,,απηδήκει,, και να πάει στη δεύτερη κι άσκημη ο πατέρας της. Κι άλλα κι άλλα...
Έστειλε ολονυχτίς το μαντάτο η Γιωργίτσα στον ξάδερφό της.
Η Διονυσούλα είχε πολλά να κάμει κι ας ήξερε ότι είναι άξια και μπορεί να τα βγάλει πέρα, κιότεψε στην ιδέα.
Έβαλε λοιπόν τάξη στο μυαλό της και ρίχτηκε στη δουλειά.
Η Διονυσούλα σηκώθηκε νωρίς το ταχύ, έφτιαξε ,,χερχέρα,, ,,κουραμπιγιέδες,, με ολόφρεσκο φετινό βούτυρο, μοσκοβολιστό, που είχε ο ίδιος ο Θοδωράκης χτυπήσει στην ,,κάδη,, σαν πιο μπρατσωμένος με την καθοδήγηση βέβαια της μάνας του, έριξε ροδόνερο απόσταγμα και δυο βανίλιες, που πήρε από το μαγαζάκι του χωριού. Τότενες το χωριό είχε από ούλα, ήτανε κεφαλοχώρι, μέχρι και υφάσματα και μπόλια που θά ´ριχνε η πεθερά στη νύφη. Επήρε λοιπόν μία κι απ´αυτή.
Με το ψήσιμο μοσκοβόλησε ο τόπος και η γειτονιά μυρίστηκε το νέο, είχε ιδεί και τα σούρτα φέρτα της Γιωργίτσας, αλλά κανένας προς το παρόν δεν τόλμησε να ρωτήσει. Αφού μοσοκρυώσανε, τους ράντισε με το μοσκοβολιστό ροδόνερο και τους τύλιξε με ζάχαρη άχνη. Τους άφησε να περιμένουν και να κρυώσουν εντελώς.
Αμέσως μετά κατέβασε τα καλά τους τα σκουτιά, τα νοικοκύρεψε και τ´άφηκε να περιμένουν κι αυτά. Το ίδιο έκαμε με τα σκαρπίνια και τις κάλτσες, αλλά και με τα φέσια και τη φουστανέλα του Αναστάση, που παρ´ότι η μόδα είχε φέρει τα φράγκικα, αυτός τη ,,φόρηγε,, ακόμα τη φουστανέλα του. Μάλιστα είχε αξιώσει να τη φορέσει κι ο Θοδωράκης στο γάμο του, κάτι που δεν άρεσε σε κανέναν άλλο. Προς το παρόν δεν του φέρανε αντίρρηση, θα βλέπανε πως θα τον μεταπείθανε.
Ο Θοδωράκης φρόντισε για τ´άλογα. Τα ,,ξύστρισε,, , τα τάισε, τα σαμάρωσε, εξόν από το δικό του που το σέλωσε. Τους φόρεσε τις καινούργιες καπιστράνες τους και στο κόκκινο, τον Ντορή, που θ´ανέβαινε ο ξάδερφος με την κανίστρα, φορέσανε και σ´αυτό σαμάρι.
Οι αντρομίδες οι φιγουράτες, διπλωμένες στα τέσσερα με τις φαρδιές πλεχτές γιρλάντες τους περίμεναν κι αυτές πάνω στα σαμάρια.
Άναψε το χαρανί και τους έβαλε με τη σειρά ούλους να μπανιαριστούν και να λουστούν. Τους είπε να στάζουν μια σταγόνα λάδι και μία ξύδι στη χούφτα τους, να την απλώσουν στην απαλάμη τους και συνέχεια πάνω στα λουσμένα τους μαλλιά για να γυαλίσουν, γιατί το σαπούνι τα θάμπωνε. Έκαμε το ίδιο και στον εαυτό της.
Κατέβασε από την αστράχα την ,,κόφα,, ,την έπλυνε κι ας την είχε κουκουλωμένη με μεσάλα, η σκόνη ήτανε σ´όλες τις εποχές γρηγορότερη απ´ τον άνεμο, την έβαλε στον ήλιο να ,,στεγνώξει,, , τη στόλισε με τρυφερά και δροσάτα λουλούδια από τον κήπο της, τοποθέτησε μέσα την πιατέλα με τους κουραμπιέδες τυλιγμένη με διάφανη κόλλα σελοφάν, που την αγόρασε κι αυτή μαζί με μια κορδέλα από το μαγαζάκι του χωριού και την έκαμε φιογκάδα στην πιατέλα, τοποθέτησε και τη ,,μπόλια,, καλοδιπλωμένη και σε ειδικό κουτάκι αμπαλάζ μέσα. Παρέδωσε την κανίστρα στον άξιο ξάδερφό τους να την κρατάει πάνω στ´άλογο γερά και καμαρωτά με τα στιβαρά του μπράτσα.
Πήγαινε να βραδιάσει. Όλα ήσαν έτοιμα! Τα σκουτιά, τ´άλογα, οι αντρομίδες, η κανίστρα, η Γιωργίτσα ειδοποιημένη, έτοιμη κι αυτή, ο ξάδερφος τ´αδέρφια του γαμπρού και του Αναστάση, δε χρειαζόταν τίποτ´άλλο και κανείς άλλος.
Η γλυκειά αναμπουμπούλα του ντυσίματος έφερε λίγο άγχος, αλλά ξεπεράστηκε εύκολα.
Η ώρα του ξεκινήματος κανόνισαν να είναι λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα και μια ώρα που ήταν ο δρόμος τους, θα φτάνανε ακριβώς την ώρα που έπρεπε στο σκοπό τους.
Η πομπή ξάφνιασε τους χωριανούς, που δεν είχανε πάρει χαμπάρι τίποτα, εκτός από τους γειτόνους που κάτι είχανε ψιλιαστεί, αλλά δε ρώτησε κανείς τους από σεβασμό στον Αναστάση κι από ευγένεια. Μονάχα η Γιωργίτσα θα ήθελε να το σκορπίσει πριν την ώρα του σ´ούλο το χωριό και στα περίχωρα, αλλά φοβήθηκε την οργή του Αναστάση στην περίπτωση που το μάθαινε ότι διαδόθηκε από κείνη το νέο άγουρο γι αυτό έκατσε στ´αυγά της και σκέφτηκε: Ας κάμω εγώ τη δουλειά μου και λίγη υπομονή δε θα με βλάψει. Έτσι ηρέμησε κι έκατσε φρόνιμα.
Σαν ανηφόριζε στην περδικόβρυση η πομπή ήτανε μια ομορφιά! Δε συναντήσανε ούτε σκύλο στο δρόμο τους. Οι τσοπαναραίοι αργούσαν λίγο ακόμα να γυρίσουν, όμως έβλεπαν από τ´αγνάντιο την πομπή κι αναρωτιόσαντε. Μόνο στην περδικόβρυση κάτι πουλάκια πίνανε νερό.
Προχώρησαν χωρίς να σταματήσουν. Το ηλιοβασίλεμα στις δόξες του. Έπλεκε τα δικά του όνειρα καθώς ο ήλιος ήτανε έτοιμος να βυθιστεί, αφήνοντας πίσω του μελένιες αποχρώσεις πνιγμένες στο πορτοκαλί και το κόκκινο.
Με τέτοιο φόντο τ´άλογα φωτογραφία έπρεπε να βγουν, μα σα δεν είχαν προβλέψει φωτογράφο κράτησαν την εικόνα, ο καθένας για τον εαυτό του, μέσα τους βαθιά σαν όνειρο ανεπανάληπτο, όπως και η ευτυχία των ανθρώπων που πήγαιναν να ετοιμάσουν, έτσι πίστευαν τουλάχιστον.
Το σπίτι του Φώτη ήτανε ακριβώς δίπλα στο καφενείο, οπότε δε γινόταν να κρυφτούν, όπως ήθελε ο Αναστάσης κι έτσι υπερίσχυσε η γνώμη της Γιωργίτσας που και τι δεν είχε σκαρφιστεί να γίνουν τα ειδώματα όξω. Έτσι λοιπόν τους υποδέχτηκε ο Φώτης, ο πατέρας της Θοδώρας.
Ξεκαβαλικέψανε από τ´άλογα, πρώτος ο Αναστάσης, μετά ο Θοδωράκης, ύστερα ο Γιάννης ο ξάδερφος, αφού πρώτα ο ίδιος ο Θοδωράκης κράτησε την κανίστρα με τα πράγματα και του την ξανά έδωκε όταν ξεκαβάληκε. Ο Φώτης είπε στους επιτετραμμένους να σταυλίσουν τ´άλογα και να τους βάλουνε ταΐ στους ντορβάδες τους. Ούλοι οι θαμώνες του καφενείου άρχισαν το σουσούρισμα καθώς οι επισκέπτες ανέβαιναν τις σκάλες. Η πόρτα του καλοχτισμένου νοικοκυρόσπιτου άνοιξε διάπλατα και δέχτηκε πρόσχαρα τους βραδινούς της επισκέπτες. Έκλεισε πίσω της την πόρτα όσο μπορούσε πιο αργά η Γιωργίτσα που έμεινε επίτηδες τελευταία, έκαμε και νόημα σ´έναν περίεργο θαμώνα, που τους πήρε από πίσω με τα μάτια, σαν να τού ´λέγε: ναι, αυτό που σκέφτεσαι είναι και μπήκε κι αυτή μέσα στη σάλα, όπου είχαν οδηγήσει και τους άλλους.
Ο ντόρος που ήθελε η Γιωργίτσα να γένει, έγινε και με το παραπάνω. Ο περίεργος που είχε εισπράξει το σήμα της το διέδωσε αμέσως μέσα στο καπηλειό και τα σχόλια άρχισαν:
Για ποια να ήρθανε άραγε; Για τη Θοδώρα; Α, μπα! Ετούτος ο λεβέντης θα πάρει το ,,ξάλειμμα,,; Για κάποια από τις άλλες σίγουρα. Κούνια που τους κούναγε!
Οι ξένοι καλωσοριστήκανε και πήρανε θέση στον οντά.
Τα κορίτσια είχανε μείνει από μέσα στο άλλο δωμάτιο, κοίταγαν και κρυφομιλούσαν κι όταν οι όμορφες είδανε το Θοδωράκη τους τρέξανε τα σάλια και ζήλεψαν την αδερφή, μα δεν υπήρχε κίνδυνος, το είχε φροντίσει η Γιωργίτσα, άλλους καλύτερους και κουβαρντάδες θα τους έβρισκε.
Η Θοδώρα αποσβολωμένη με κίνδυνο γλίτωσε το Πάρκινσον,  της κόπηκε η μιλιά από την ομορφάδα του Θοδωράκη πούχε φορέσει τη σκελέα του, την ολοκαίνουργια πουκαμίσα του με τα διακριτικά κεντημένα ακρομάνικα, το τσόχινο σειρητιαστό γελέκο του, το φέσι του στην κεφαλή και για χατήρι του πατέρα του τα κόκκινα τσαρούχια του με την κατάμαυρη φούντα. Είχε φτιάξει πριν λίγο καιρό κατάμαυρα γυαλιστερά σκαρπίνια στον τσαγκάρη του χωριού, το μπάρμπα Παναή, που ήταν ο καλύτερος στην κατασκευή σκαρπινιών. Να καταλάβεις ούλα τα γύρω χωριά στη Μοφκίτσα ξεπέζευαν τότε για το αλισβερίσι τους και ούλοι παράγγελναν τα καλά τους σκαρπίνια στον Παναή, που έφτιαχνε ό,τι έπιανε στα χέρια του να κρατάει μια ζωή.
Αυτά ήθελε να φορέσει ο Θοδωράκης, αλλά ό,τι έλεγε ο πατέρας! Και να μη σου πω πως ταίριαζαν καλύτερα τα τσαρούχια με τη σκελέα! Όλα τούτα μαζί με το στριμμένο του μουστάκι τον έκαναν δυο φορές παλληκάρι. Όπως έλεγε κι ο λαός: ,,Το φαΐ κάνει φαρί και το ντύμα παληκάρι,,!
Σκέφτηκε να κρατάει και τη γκλίτσα του, αλλά ο Αναστάσης τον αποπήρε:
Για προξενειό πάμε, όχι στη στρούγκα, του είπε!
Η νύφη στο μεταξύ κατά εντολή της μάνας της ετοίμασε το δίσκο με το γλυκό. Είχε στρώσει το κοφτό κολλαριστό δισκόπανο κι απάνω του έβαλε τα κρυστάλλινα πιατελάκια με το κατακόκκινο κερασάκι, που το είχε φτιάξει η ίδια με τα χεράκια της, έριξε μέσα και το μαγικό φίλτρο της, που η Γιωργίτσα είχε φροντίσει να έχει, τόχε προμηθευτεί από μια Σμυρνιά που έζηγε στο διπλανό χωριό, όπου ήτανε γυναίκα του πρώτου της ξαδέρφου από τη μάνα της, δυο σταγονίτσες μοναχά της είχε πει η Γιωργίτσα ούτε περισότερο ούτε λιγότερο. Έβαλε και τα ασημένια κουταλάκια σε κάθε πιατελάκι από ένα, έβαλε και ποτήρια με νερό. Με τρεμάμενα χέρια και ντροπαλή όψη, με προσοχή να μη γίνει ζημιά από κείνες που δε διορθώνουνται τέτοιες ώρες, πρόβαλε στη σάλα. Το φουστάνι της, έτσι πού ´τανε μικροκαμωμένη ήτανε το μόνο πράγμα που τράβηξε την προσοχή των επισκεπτών, γιατί η ίδια σκυμμένη όπως ήτανε απάνου στο δίσκο με τις μακριές πλεξούδες να ζώνουν δυο φορές το μικροσκοπικό κεφαλάκι της, δε φαινότανε σχεδόν καθόλου κι ας της είχε ´πεί η Γιωργίτσα και η μάνα της να στέκεται καμαρωτή, για να κερδίζει μπόι.
Το φουστάνι από ροζ μεταξωτό ταφτά με κεντημένο στο χέρι το μπούστο και τις μανσέτες λαμπύριζε στο φως της λάμπας κι οι ανταύγειες του βόηθαγαν στο φεγγοβόλημά της. Το μαύρο βελούδινο ολοκέντητο κοντογούνι της, η κεντημένη της ποδιά και τα κατάμαυρα σκαρπίνια της με τις ολόλευκες κάλτσες της ολοκλήρωναν την εικόνα της. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με νόημα οι Μοφκιτσάνοι, κοίταξαν τη Γιωργίτσα η οποία τους ένευσε καταφατικά να μη νοιάζονται και καρτέραγαν το κέρασμα της νύφης.
Εκείνη πήγε ίσια στον Αναστάση αμίλητη.
Εκείνος πήρε από τον καλοσυγυρισμένο δίσκο το πιατάκι με το γλυκό χωρίς να πάρει μαζί το πετσετάκι που το συνόδευε, δεν ήξερε από τέτοια ο Αναστάσης, μα δε σκιάχτηκε κιόλας μην του φύγει η νύφη, τό ´φαγε με μια χαψιά κι ακούμπησε τ´άδειο πιατάκι στο δίσκο. Πήρε μάνι-μάνι το ξέχειλο σχεδόν ποτήρι με το νερό, σηκώθηκε απάνου και είπε ομπρός σε ούλους με ύφος δασκαλεμένου και έμπειρου σε τέτοια και απευθυνόταν περισσότερο στον κατοπινό του συμπέθερο και πατέρα της νύφης:
-Εμείς εσήμερα ήρθαμε εδώ χάμου, ύστερα από τα κανονίσματα της Γιωργίτσας να ιδούμε και να γυρέψουμε την τσούπρα σας τη Θοδώρα για τον υγυιό μου το Θοδωράκη.
Είμαστε οσύμφωνοι ορέ, άιντε και να ζήσουνε τα παιδιά μας!
Δεν εκαρτερέθη ούτε να φύγουν οι κοπέλες κι ο γαμπρός και η μάνα και η Γιωργίτσα και ο Νικολάκης και η Νικολέττα και να κουβεντιάσουνε οι δυο τους οι συμπέθεροι κι ο γραμματικός ο Γιάννης για το προικοσύμφωνο, μάιδε να περάσουν δυο τρεις ημέρες για να το πισημοποιήσουνε με τα ,,φανερώματα,,. Συνάντηση και λόγος και φανερώματα γενήκανε ούλα μαζί. Ο λόγος ήτανε δοσμένος κατά κάποιο τρόπο προκαταβολικά και ούλοι ήσαντε ενήμεροι.
Η νύφη είχε μείνει ακίνητη με το γεμάτο δίσκο στα χέρια και δεν ήξερε αν έπρεπε να συνεχίσει να κερνάει ή να περιμένει κι άλλο. Την οδήγησε με το βλέμμα η Γιωργίτσα. Κεράστηκαν και οι υπόλοιποι με τη σειρά κι είχανε λόγο τώρα να ευκηθούνε να ζήσουνε έτσι γρήγορα που εκτυλίσσονταν τα γεγονότα. Στο γαμπρό στάθηκε λίγο περισότερο, όπως την είχανε ορμηνέψει. Έτσι πήρε ο ένας τη μυρουδιά τ´αλλονού με την όσφρηση, μα εκείνος δε λαχτάραγε να σηκώσει κεφάλι, ενώ η Θοδώρα αν την άφηνες έπεφτε ολοταχώς στην αγκαλιά του. Δεν το σημασιολογήσανε αυτό, συνηθιζόταν νάναι ντροπαλοί οι νέοι ειδικά σε τέτοιες περιστάσεις.
Έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία ο λόγος του Αναστάση, που ούτε κι η Γιωργίτσα τόχε προβλέψει, μα σαν τ´άκουσε, κρυφό γέλασε με καμάρι ότι της στρέγουνε τα προξενειά και ότι τα μαγικά της Σουλτάνας πιάσανε τόπο.
Ο δίσκος είχε πάρει δρόμο για την κουζίνα. Μοναχός του λες; Τον πήρε η μάνα της από τα χέρια της και δεν το θυμάται από την ταραχή της; Αμ, όχι! Η ίδια η Γιωργίτσα τον πήρε και τον σούταρε με τέχνη, για να λευτερώσει τα χέρια της Θοδώρας. Τέτοιο πράγμα με τόση θεϊκή παρέμβαση δεν είχε ματαγίνει στα χρονικά!
Είχε ιδεί η παμπόνηρη γυναίκα το χέρι του Αναστάση πόμπαινε αργά-αργά στο βάθος της τσέπης του γελέκου του, πάνω από τη φουστανελοφορεσιά του και έδρασε αναλόγως.
Μα ούτε αν οι άλλοι φάγανε το γλυκό τους και χαιρετήξανε θυμάται κανείς, παρά μονάχα οι ιδιανοί, τι σημασία είχε τώρα;
Έβγαλε το λοιπόν ένα δαχτυλίδι που ήτανε της μάνας του, όχι εκείνο που είχε χαρίσει στη Διονυσούλα και το μπούρλιασε στο μικροκαμωμένο χεράκι της δεκαοχτάχτονης μέλλουσας νύφης του με την ευκή να το τιμήσει και να το χαρεί κι ότι τούτο είναι ευλογημένο με την τιμιότητα και τους μόχτους της μάνας του!
Ήρθε απόκοντα η Διονυσούλα, τράβηξε τη μπόλια μέσα από το λουλουδοστολισμένο καλάθι, την πέρασε κι αυτή γύρω από το κεφάλι της Θοδώρας και της τη γύρισε δυο βολές μάλιστα, γιατί σερνόταν στο πάτωμα, τόσο κοντοπίθαμη ήτανε η μέλλουσα νύφη της.
Του στραβού το δίκιο λέει ότι η Διονυσούλα ζήλεψε όταν είδε τις άλλες δυο φεγγαροπρόσωπες και καλαμένιες κορμοστασιές των αδελφών της και ήτανε έτοιμη, αα στο στόμα το ήφερε να ειπεί:
- Ρε, δε μας δίνετε μία από τούτες; Και χωρίς μάλιστα να σκεφτεί αν θα θιγότανε κάποιος από αυτό, είχε παλληκάρι ατός της και στο χέρι της ήτανε να λύνει και να δένει, μα δεν την έπαιρνε μπροστά στον Αναστάση, δεν ήτανε χήρα, είχε δυο μέτρα λεβέντη δίπλα της, ίδιονε με το γυιό της το Θοδωράκη!
Σιώπησε λοιπόν κι έκαμε το χρέος της κατά πως έπρεπε.
Βγάλανε και τους κουραμπιγιέδες από την κανίστρα, τους εσμίξανε με το γλυκό που είχε φτιαγμένο η μάνα της Θοδώρας και φέρανε άλλη μια βόλτα με την πιατέλα στο χέρι, για να δέσουν οι γλύκες μεταξύ τους και να φύγει κάθε κακογλωσιά από το παραθύρι, γι αυτό τόχε αφήξει τό ´να μισάνοιχτο η μάνα της κατά προτροπή πάντα της Γιωργίτσας.
Ο Θοδωράκης λεύτερος πια να καμαρώσει τη λεγάμενη, είδε η Γιωργίτσα πως δε βιαζότανε για τούτο, ούτε που είχε σηκώσει τα μάτια απάνου της, παρά μονάχα ότι έκλεψε την ώρα που τον τράταρε.
Ο νους του έτρεχε στη λαφίνα βοσκοπούλα, τη Μοφκιτσάνα τη Λενιώ, που κείθε πάνου στα βουνά ήρθανε κι αγκαλιαστήκανε οι ψυχές τους.
Βόγγηξε βαθιά καθώς την εσκέφτετο με το ταξιδιάρικο μυαλό του και την πονεμένη του ψυχή, τ´άκουσε τούτο η Γιωργίτσα, ,,κράκιξε,, η καρδιά της και φόβισε ο νους της κι αλαφιάστηκε και στριφογύρισε ´κλουθώντας από κοντά τις κινήσεις του Θοδωράκη. Αν ήξερε κάτι τέτοιο, δεν είχε ακουστεί στο χωριό ούτε στο βλέμμα του είχε τίποτα διαπιστώσει όταν επήγε στο σπίτι τους, αλλιώς θα λάβαινε δραστικότερα μέτρα.
- Πατέρα, ξεστόμισε πιότερο η καργιά του παρά το στόμα του.
Γύρισε και τόνε κοίταξε ο Αναστάσης και βούλα βουλωμένη το στόμα του μορφονιού. Παιδί του ήτανε, ότι ήθελε τον έκανε και η θέλησή του ήτανε διαταγή. Και δαύτος με συγκέσιο την πήρε τη μάνα του και μέλι περνάει τη ζωή του κοντά της και κείνη το (γ)ίδιο.
- Συμπέθερε το προικοσύμφωνο όπως έταξε η Γιωργίτσα.
- Μα... μου...
-Ούτε δεκάρα κι ούτε στρέμμα λιγότερο!
- Φύγετε σεις είπε θυμωμένα κι έδιωξε ούλους από τη σάλα σα νά ´τανε στο σπίτι του. Έμεινε ατός του, ο πατέρας της νύφης και ο γραμματισμένος πρωτοξάδερφός του, ο οποίος μάλιστα είχε φροντίσει για τα πρεπούμενα, χαρτί και μολύβι δηλαδή. Τα προσφέρανε και οι γονιοί της ετούτα, μα αυτός προτίμησε να γράψει με τα δικά του και τους περιφρόνησε σε τούτο.
- Λέγε είπε απευθυνόμενος στο συμπέθερό του.
-Γράψε, είπε, απευθυνόμενος στον ξάδερφό του.
Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εμείς ο Αναστάσης ο Μπ.... και ο Φώτης ο Κ.......... προκειμένου να παντρέψουμε τον υγυιό μας Θοδωράκη Μπ.... με την θυγατέρα σας Θοδώρα Κ... παίρνουμε ως προίκα:
-Είκοσι χιλιάδες δραχμές.
-Πενήντα ετάξατε.
-Όχι είκοσι! (Η μπαμπέσα τον είχε φουσκώσει το λογαριασμό)
- Πενήντα!
-Μα συμπέθερε έχω και τις άλλες!
-Εκείνες έχουνε την ομορφιά τους, εμένα μού φορτώσατε τη λοβή και θα μου την πλερώσεις, είπε κι από μέσα του ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, γιατί ο Αναστάσης δεν ήτανε άνθρωπος της μιζέριας και πιο πολύ τα είχε με τη Γιωργίτσα που κατά κάποιο τρόπο τον είχε εκθέσει και κοροϊδέψει, παρά με το συμπέθερό του, που δεν πρέπει νά ´φταιγε σε τίποτα ο καψερός. Τώρα όμως πίσω δεν επρόκειτο να κάμει. Ήτανε τίμιος άνθρωπος κι ο λόγος του συμβόλαιο!
-Δεν έχω άλλα τούτη τη στιγμή.
-Να βρεις! Αλλιώς, σηκωθείτε ρε, ελάτε πάμε να φύγουμε.
Μπροστά στην απειλή έβαλε κάτου το κεφάλι ο πατέρας της Θοδώρας και προκειμένου να χάσει τέτοια ευκαιρία....
-Καλά θα στα δώκω, αλλά μη με βιάζεις .
- Συνεχίστε τότε, είπε ο Αναστάσης και στρίβοντας άφησε να κυλήσει το δάκρυ του.
Ακίνητα: Ένα χωράφι με λιόδεντρα στη θέση Λάζους.
Ένα χωράφι ξερικό στο Βαρκό κ.τ.λ.
Κινητά: Όλο το ρουχισμό του σπιτιού, της κόρης, του γαμπρού, ό,τι υποχρεούμαι: κλινοσκεπάσματα, στρώματα, μαξιλάρια, σακιά λιόπανα, κ.τ.λ.
φορεςσιές, εσώρουχα, φορέματα, υφαντά υφάσματα για πουκάμισα και φουστάνια, για πετσέτες κ.τ.λ.
Χαλκώματα: μαχαίρια, κουτάλια, πιρούνια, ποτήρια, κανάτες, κατσαρόλες, τεντζέρια, χαρανιά κ.τ.λ.
Αράδιασαν με λεπτομέρειες ένα -ένα τα τιμαλφή και ό,τι θα δινόταν στη Θοδώρα.
Από κάτω υπόγραψαν με την ευχή τους.
Διαβάσανε και ξαναδιάβασανε το προικοσύμφωνο, έκαμαν κι όποιες άλλες διαδικασίες χρειαζόσαντε μεταξύ τους και σχετικά τέλειωσε νωρίς η δουλειά.
Δώσανε τα χέρια, ευχηθήκανε ξανά, άστραψαν τα χαμόγελα, μαλάκωσε τελείως ο Αναστάσης κι έγινε ο εαυτός του, τόσο που ο συμπέθερός του δεν τονε γνώριζε, τον είχε αγριέψει πολύ η αναστάτωση
-Έλάτε ούλοι μέσα, πρόσταξε ο Αναστάσης κι αφού χαιρετηθήκανε είπε:
-Ο Αύγουστος τελεύει! Δε θέλω να μας πάρει η χειμωνιά για το γάμο, γι αυτό την άλλη Κυριακή τ´αραβωνιάσματα και τέλος Οκτώβρη ο γάμος, αν συμφωνάτε και σεις.
-Είμαστε σύμφωνοι είπε ο συμπέθερός του ο Φώτης και πρόσταξε με τη σειρά του να περάσουν για να φάνε, αφού το δαχτυλίδι και τη μπόλια τα είχανε δοσμένο προκαταβολικά.
Φάγανε με γέλια και χαρές ό,τι είχαν από νωρίς ετοιμάσει στο σπίτι της νύφης, ήπιανε κι ευχηθήκανε πολλές φορές, τσουγκρίσανε για τα καλορρίζικα, είπανε κι ένα τραγούδι για το καλό και ο Αναστάσης διέταξε να ξεσταυλίσουν τ´άλογα.
Μάταια οι καινούργιοι συμπέθεροι παρακάλεσαν να περάσουν εκεί τη νύχτα τους, γιατί είχε κοντέψει μεσάνυχτα.
Αυτοί αποφασίσανε την επιστροφή.
Πεζέψανε στ´ άλογα με τον ίδιο τρόπο που ήρθανε και με το φεγγάρι που έλαμπε κινήσανε για τη Μοφκίτσα.
Λέγανε καμμιά ξεκάρφωτη κουβέντα πού και πού ίσα με που φτάσανε στις Λίμνες, μια όμορφη τοποθεσία, που κάποτε ,,λούμπες,, μαζεύανε νερό και το κρατάγανε, γι αυτό και η ονομασία και στην περδικόβρυση σταμάτησαν, για να ποτίσουν στις ,,κορίτες,, τ´άλογα κι όποιος ήθελε να πιεί κιόλας. Κατέβηκε μ´ένα πήδουλο πρώτος ο γαμπρός και λαβρωμένος καθώς ήτανε, ,,έσκιουψε,, κι ήπιε αχόρταγα ολόδροσο, τρεχούμενο, ξεδιψαστικό νερό.
- Μια νεράϊδα στα μαλλιά σου, φώναξε δυνατά η Γιωργίτσα και καρ καρ καρ κα κα τα γέλια η ομήγυρη,
Όχι πως δεν είχε νεράϊδες εκεί, αλλά τώρα ήσαντε ολόκληρη κουστωδία, δε φανερώνουνταν οι νεράιδες.
Καβάληκε ξανά τ´άλογό του ο Θοδωράκης και μέσα στη νύχτα ο Αναστάσης τραγούδησε με τη γλυκειά, αλλά αντρίκεια πέρα για πέρα φωνή του:
,,Μια περδικούλα του Μωριά, κοσμοπερπατημένη...!
Οι υπόλοιποι ακολουθούσαν το τραγούδι.
Τα σπίτια της Μοφκίτσας τά ´λουζε το φεγγάρι το Αυγουστιάτικο και ο πετεινός σφύριξε μεσάνυχτα.
Η κατηφόρα τους έφτασε γλήγορα στ´αλώνια, εκεί που ήταν το σκολειό. Αφήκανε τη Γιωργίτσα στο σπίτι της που ήτανε δίπλα ξαναπήρανε τις ευκές της και οι υπόλοιποι τραβήξανε για την απέναντι, την άλλη άκρη του χωριού, όπου βρισκόταν το σπίτι του Αναστάση.
Μερικά σπίτια που είχαν ακόμα αναμμένες τις πετρελαιόλαμπες κι άκουσαν τα τραγουδίσματα κατάλαβαν ότι κάτι έγινε απόψε στο χωριό και βγήκανε στους τσατουμάδες κρυφοκοιτάζοντας να δούνε αν είναι ξένοι ή ντόπιοι οι περαστικοί.
Φαντιάσανε το Θοδωράκη π´άστραφτε κάτω από το φως του φεγγαριού η στολή του και η φιγούρα του ολάκερη, αρχινήσανε τις γνωστές κουτσομπολίστικες υποθέσεις, μα κάμανε υπομονή ως το ταχύ, γιατί η Γιωργίτσα δεν άργησε να διαδώσει το νέο.
Του Θοδωράκη ξανακράκισε η καρδούλα του πολλές φορές ακόμα κι ούλη τη νύχτα βρε, μα το πήρε απόφαση τη Λενιώ του να την κουβαλάει μέσα του, μιας κι ήτανε γραφτό του να παντρευτεί τη Θοδώρα. Τα όνειρά του απόψε μόνο τη Θοδώρα δε φέρνανε κοντά του. Τραβήξανε στα βουνά, στις ρεματιές, στις βρυσομάνες που ξεδίψαγαν την αγάπη του, στις στράτες του χωριού που περπατούσε, στο αλώνια τη Λαμπροδευτέρα και στα πανηγύρια που οι κλεφτές ματιές έδιναν κι έπαιρναν και οι καρδιές χάραζαν υποσχέσεις.
Έπλασε ακόμα και τα παιδιά που θά ´κανε μαζί της και το σπιτικό τους που θά ´τανε μακριά από ούλους, για να χαίρονται την αγάπη τους.
Μονάχα η Θοδώρα και οι αδερφές της ακολούθησαν τη σκιά τού Θοδωράκη και κάθε μια από τη θέση της έπλαθε από ´κείνα τα όνειρα που δεν πλερώνονται και που το αντίκρυσμά τους παραμένει στη φαντασία ζωντανό για μια βραδιά.
Η Θοδώρα δεν πίστευε στα μάτια της, στ´ αυτιά της, τσιμπιώτανε μοναχή της και νόμιζε πως τσιμπάει το Θοδωράκη για να ιδεί άμα είν´αληθινός. Είχε όμως εμπιστοσύνη στα ταξίματα του πατέρα της και στις ορμή νιες και την έγνοια της Γιωργίτσας, οπότε αφέθηκε στ´όνειρο κι αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι σα νά ´τανε ο Θοδωράκης, έκλεισε νοσταλγικά τα μικροσκοπικά, μα πανέξυπνα ματάκια της, άφηκε για πρώτη φορά ξέπλεκα τα μαλλιά της και τινάζοντας πέρα με τα λιανοποδαράκια της τα σεντόνια, άφησε να φαίνονται τα μικρά σαν παιδούλας μπουτάκια της, τι ήταν άλλωστε; Παιδούλα δεν ήταν; Δέκα οχτώ χρονώ κοπελίτσα. Τα βλέφαρα έκλεισαν και τ´όνειρο αχόρταγο την ταξίδευε τόσο γλυκά, όσο αβάσταχτα φέρθηκε η αποψινή νύχτα στο Θοδωράκη που έκλαιγε μια αγάπη και την έσπρωχνε στα κατάβαθα της ψυχής του, πασκίζοντας ν´αγαπήσει μια άλλη γυναίκα, που δεν είχε καμμιά σχέση με γυναίκα, μα είχε καιρό γι αυτό. Απόψε άλλα τον τραβούν..!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
,,ΦΑΝΕΡΩΜΑΤΑ,, ΣΥΝΕΧΕΙΑ : Η ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ

Το ξημέρωμα η Γιωργίτσα απόθηκε μ´ευλάβεια στη γειτονιά όλα τα καθέκαστα παραφουσκωμένα κι ήταν ετοιμοπόλεμη ν´αντικρούσει τυχόν αντιρρήσεις από κείνους που γνώριζαν καλά κάποια πράγματα.
Έδειχνε στις γειτόνισσες με περηφάνεια τις πλουμιστές παντόφλες, έπαθλο επάξιο για τις υπηρεσίες της ,,που τις πρόσφερε η νύφη με χαρά,, γιατί έτσι συνηθιζόταν. Οι προξενήτρες είχαν και τα τυχερά τους. Μα η Γιωργίτσα δεν ήταν προξενήτρα σαν τις άλλες, πρόσφερε υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, γι αυτό πληρώθηκε και σα γυναίκα και σαν άντρας:  Ένα φακελάκι προετοιμασμένο με έγκλειστα τα παράσημα της νίκης, που ήσαν ένα γεναίο χρηματικό φιλοδώρημα, ,,κάπαρο,, και για τη συνέχεια στην οικογενειακή υπόθεση, αν κάτι δεν πήγαινε καλά.
Η οικογένεια του Αναστάση βρήκε εύκολα τους κανονικούς της ρυθμούς, μα ούτε κουβέντα για δημόσια εμφάνισή με τη Θοδώρα, δεν ήθελε να κυκλοφορήσει μαζί της ο Θοδωράκης. Όχι γιατί κάποια στιγμή δεν θα το έκανε, αλλά τώρα δεν ήθελε να προκαλέσει τη Λενιώ και έτσι απροετοίμαστη που ήταν να τη στεναχωρήσει. Ήθελε να της εξηγήσει , να τον καταλάβει, να τον νιώσει, να της πει πως ό,τι και να γίνει, αυτός εκείνη αγαπά και θ´αγωνιστεί γι αυτή του την αγάπη, αλλά πρέπει να το πάει λάου -λάου, γιατί ο πατέρας του δεν παίρνει από κουβέντες, άμα έχει βάλει κάτι στο μυαλό του.
Την Κυριακή, όπου νά ´ναι φτάνει, σε δυο μέρες μόνο, θα πάει, σκέφτηκε, στην εκκλησιά με τα καλά του, αστραφτοκαλλισμένος κι όμορφος, να καμαρώσει τη Λενιώ του, την πέρδικά του, τη λαφίνα του, που σίγουρα θά ´ναι εκεί από τις πρώτες.
Θα στηθώ, σκέφτηκε, πρωί στο προαύλιο, ο παπάς κι οι ψαλτάδες θά ´ναι απασχολημένοι και ´γω θα τραβήξω με νόημα τη Λενιώ στη βορινή πλευρά κατά τα μνήματα, που δεν υπάρχει κανείς, θα μυρίσω το ευωδιαστό μπουγαρινένιο άρωμά της, θ´αγγίξω τα χέρια της, αν μ´αφήσει και τα μάγουλά της και τα χείλια της και θα της ανοίξω την καρδιά μου.
Αν δε με καταλάβει όμως κι αν δεν έρθουν όπως τα λογαριάζω;
Θα ξαναπροσπαθήσω!
Κάπου θα τήνε πετύχω εκείθ´ απάνου στα γρέκια αν ο μικρός της αδερφός δεν τη συνοδεύει κι αν ναι, κάποιο τρόπο θα βρω.
Τέτοιες σκέψεις έκανε ο Θοδωράκης και μαλάκωνε την ψυχή του και τη λάβρα του.
Μα ,,άλλαι αί βουλαί ανθρώπων, άλλα ο Θεός κελεύει,,!
Η Λενιώ, όταν εκείνος πήγε, βρισκόταν ήδη μέσα στην εκκλησιά μαζί με τη μάνα της, γιατί για κάποιο λόγο είχανε φτειάξει πρόσφορο κι έπρεπε να το πάνε πρωί, για να λειτουργηθεί. Αφού είδε πως δεν παρουσιαζόταν η Λενιώ αποφάσισε να μπει μέσα να λειτουργηθεί τουλάχιστον μια στάλα, να τον πιάσει και το λιβάνι, αφού έκαμε τόσο κόπο να στολιστεί κι αφού δε θα τον καμάρωνε η Λενιώ του, να τον καμαρώσει τουλάχιστον η Παναγιά. Δε θα ´ρθει ,,φαίνεσται,, η Λενιώ σήμερα, σκέφτηκε και μπήκε.
Προσκύνησε και με το που σήκωσε το κεφάλι, ,,φαντιάζει,, ομπρός του τη Λενιώ, νεράιδα αληθινή με τα ξέπλεκα ολόχρυσα μαλλιά της, πράμα ασυνήθιστο για τότε, με το βυσσινί ολομέταξο φουστάνι της και το καθάριο βλέμμα της το κοφτερό, το διαπεραστικό, που μαγεύει.
Στεκόταν ακριβώς πίσω από το μαν(ου)άλι.
Άφησε τον οβολό του, πήρε δυο κεριά, ένα για τον ατό του κι ένα για τη Λενιώ, η Παναγιά δεν είχε ανάγκη τα κεριά του, την πίστη του ήθελε και τράβηξε ίσια στο μανάλι να τ´ανάψει. Άναβε και κάρφωνε, μα πιότερο κάρφωνε τη Λενιώ καρτερώντας τη να γυρίσει κεφάλι, να τη ,,νοηματέψει,, να βρούνε τρόπο να συναντηθούν. Μα η Λενιώ δεν είχε στο νου να κάνει κάτι τέτοιο, παρ´ ότι τον είχε ,,φαντιάσει,, το Θοδωράκη με το μπάσιμό του με τις άκρες των ματιών της και λαχτάρησε η ψυχή της, μα δε θα το διακινδύνευε να εκτεθεί ανεπανόρθωτα μπροστά στη μάνα της και σ´ούλο τον κόσμο, που δε θέλει και πολλά για ν´ανοίξει το στόμα του και να λέει.
Έπιασε λοιπόν μια θέση απέναντί της ακριβώς και αρκέστηκε να την καμαρώνει και να ονειρεύεται τα χίλια μύρια για τους δυο τους, κανείς δε μπορούσε να του το απαγορέψει αυτό.
Με το ,,σκόλασμα,, η Λενιώ με τη μάνα της, πήρανε το ,,ύψωμά,, τους και εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας.
Ο Θοδωράκης πήρε κι αυτός αντίδωρο και τις ακολούθησε, μα έστριψαν στο σοκάκι και δεν τον έπαιρνε να πάει παρά πέρα. Γύρισε στο σπίτι απογοητευμένος. Άλλαξε, απόθηκε τα σκουτιά του τα καλά στην καρέκλα να τα συγυρίσει η μάνα του και ενώ ο Αναστάσης του επέτρεπε να πηγαίνει στο μαγαζί τις Κυριακές, αυτός δεν το επεδίωξε και προτίμησε να βοηθήσει τη μάνα του στις δουλειές. Η έγνοια κλωθογύριζε στο μυαλό του και τον καθιστούσε ανίκανο να λειτουργεί φυσιολογικά. Η Κυριακή ήταν όλη δική του και δεν ήξερε τι να την κάμει! Δεν του χρειαζόταν αυτός ο χρόνος, αφού δεν μίλησε με τη Λενιώ. Τη ,,χαράμισε,, την ημέρα! Καλύτερα να είχε πάει στα ζωντανά του! Και η νύχτα του μαρτυρική ήτανε! Τόσα όνειρα δεν είχε ιδεί ποτέ του. Όνειρα εφιαλτικά, όνειρα θλιμμένα, όνειρα του πόνου! Όνειρα της αγάπης!
Τά ´ζησε όλα τούτα σα νά ´ταν αληθινά, τά ´πλασε ολοζώντανα μέσα στο μυαλό του και τόσο του ,,άρενε,, που δεν είχε νου να ξυπνήσει, το πρωί τον πήρε ο ύπνος, πότε τα ονειρεύτηκε όλα τούτα; Και ´κεί που δεν ήθελε να ξυπνήσει:
-Ε, ξύπνα, παιδάκι μου, ξύπνα Θοδωράκη μου, πάει να χαράξει, μην τα πιάσει ο ήλιος εκείνα τα ζωντανά, να βοσκήσουνε μια στάλα και τον χάιδεψε με βρεγμένη την απαλάμη της, να δροσιστεί και να ξυπνήσει ογλήγορα, το συνήθιζε ετούτο η Διονυσούλα.
Σηκώθηκε, πήρε τη γκλίτσα του, φόρεσε το καπέλο του, ντυμένος με τα καθημερνά του,που δεν τον έκαναν όσο τα καλά του όμορφο, αλλά τον έκαναν αυτό που ήτανε, τον έδειχναν αληθινό και τράβηξε ξελογιασμένος από το ερωτικό του συναίσθημα πάνω στο λόφο που ήσαν τα γαλάρια τους.
Του πατέρα της Λενιώς τα γαλάρια ήσαν τριακόσια μέτρα πιο μακριά, αλλά τη φρουρούσαν τη Λενιώ, μια ο πατέρας της, την άλλη η μάνα της και συχνότερα της φόρτωναν για συνοδό τον μεγαλύτερό της αδερφό, πού ´ταν σκληρός και δεν πιανότανε φίλος και σπάνια το μικρότερο που ήτανε βολικός και φιλικός. Τ´αγόρια κάνανε δουλειές στο χωράφι, από το να κόβουνε ξύλα για το χειμώνα μέχρι να χτίζουνε πεζούλες κι ό,τι άλλο χρειαζόταν και η Λενιώ με το κέντημά της και το πλέξιμο, που ήτανε πιο βολικό, φύλαγε τα πρόβατά τους.
Ανεμοδούριζε ο νους του Θοδωράκη και πήδαγε από λοφάκι σε λοφάκι, από πλαγιά σε πλαγιά, από χαράδρα σε χαράδρα, από ρεματιά σε ρεματιά κι από βρυσούλα σε βρυσούλα.
Έψαχνε κι ύφαινε στο νου του έναν τρόπο να την προσεγγίσει και τον κατέριπτε αμέσως μια άλλη σκέψη κι άλλες κι άλλες και του τυρογάλιαζαν το μυαλό.
Έβγαλε τα πρόβατα από το μαντρί, αμόλησε τις γίδες στο βουνό να φάνε κλαρί, δεν υπήρχε κίνδυνος να κάμουν ζημιά και ´κείνος άθελά του αγνάντευε κατά την Καλύδωνα και ´κεί που προσπαθούσε να τ´απωθήσει, του φανερώθηκαν όλα όσα συνέβηκαν χτες κι έτσι άϋπνος που είχε μείνει, κατακουρασμένος έγειρε το κεφάλι του σ´ένα επίπεδο λιθάρι με προσκέφαλο το χέρι του και πήρε ύπνο βαθύ για πόση ώρα δεν ήξερε. Κι απάνου που ήρθε ´κείνη η ώρα που το μυαλό αραδιάζει τα όνειρα και τού ´βγαλε βιαστικά την όψη της Θοδώρας μπροστά του, πετάχτηκε σαν ελατήριο, μα δεν πρόλαβε ούτε ν´ανακλαριστεί, γιατί έπαθε ,,κόλπο,,!
Η Λενιώ στεκόταν μπροστά του, έτοιμη να τον αγγίξει απαλά στο μέτωπο και να σκύψει απάνω του να τον ξυπνήσει μ´ένα τρυφερό φιλί, όπως προστάζει η αληθινή αγάπη.
Οι γονιοί της και τ´αδέρφια της έπρεπε να πάνε ούλοι μαζί στη Ζαχάρω, που είχε σήμερα παζάρι. Έπρεπε να πουλήσουν κάτι γουρουνόπουλα και κοτοπουλάκια κι αυγά και επειδή ο πατέρας της ένιωσε μια φοβερή αδιαθεσία, που δεν τον άφηνε να πάει να κάμει τις δουλειές του, όπως τις είχε προγραμματισμένο κι έπρεπε να πάει στο γιατρό, επειδή οι δυνάμεις του δεν του επέτρεπαν να πάει μοναχός του, δρομολογήθηκε κατανομή εργασιών κι έτσι απασχολήθηκε ο καθένας με το πόστο που του ταίριαζε:
Ο πατέρας της στο γιατρό με το μεγάλο γυιό.
Η μάνα με το μικρό γυιό στο παζάρι.
Αναγκαστικά η Λενιώ στα πρόβατα μοναχή της!
Πήρε νύχτα τις ορμήνιες των γονιών της, να προσέχει τον εαυτό της και τα πρόβατά τους, πήρε την ξύλινη ,,τσότρα,, της, που τη γιόμισε φρέσκο νερό από τη βρυσούλα που συναντούσε καμμιά τρακοσαριά μέτρα από το γαλάρι τους, εκεί κοντά στου Θοδωράκη, το σπάρτινο ταγάρι της, με το πλεχτό της μέσα και το βελονάκι της και βαρυφορτωμένη με την έγνοια της αγάπης, τράβηξε ίσια κατά ´κεί που είδε απλωμένα κι έβοσκαν στην πλαγιά τα πρόβατα του Θοδωράκη.
Η εικόνα του Θοδωράκη, που είδε από μακρυά νά ´ναι ξαπλωμένος, δε λογαριάστηκε από ελόγου της ότι κοιμόταν, αλλά απλά ότι έτσι ξαπλωμένος αγνάντευε.
Σαν όμως στη θωρειά της δεν έβλεπε απάντηση ξεσηκώματος, έβαλε με το νου της ότι αυτός μπορεί ν´αποκοιμήθηκε. Το ήξερε από τον εαυτό της, όταν τη νύχτα η αγάπη την ετριγύριζε και την περιπλανούσε σ´όλο τον κόσμο, το πρωί γύρευε αποκούμπι σ´ένα αυτοσχέδιο προσκέφαλο, ,,να τον πάρει λιγουλάκι,, να ισορροπήσει το κορμί με την ψυχή της.  Έτσι προχωρώντας και ακροπατώντας στα δάχτυλα πλησίαζε όλο και πιο κοντά κι είχε στο νου της αυτά που σας είπα.
Ο Θοδωράκης, ενώ χάρηκε αφάνταστα, όταν διαπίστωσε στον ξαφνικό του ξύπνο ότι δεν ήταν φάντασμα, αερικό ή κάτι τέτοιο, αλλά η Λενιώ του, πετάχτηκε ορθός μα κάτι τον εκράτησε και δεν όρμησε στην αγκαλιά της όπως είχε ο νους του λαχταρήσει, ούτε της έδωκε το φιλί που λαχταρούσε να της δώκει με πάθος όταν θα ξεμοναχιάζονταν, όπως τώρα καλή ώρα, που μάρτυρές τους ήσαν μονάχα η αυγή, τα γιδοπρόβατα και το ασπρόμαυρο μαντρόσκυλο του Αναστάση.
Κοκκίνισε σαν το πανζάρι, ορθώθηκε χωρίς να ,,σιάξει,, ούτε το ζωνάρι του, που λύθηκε και κρέμονταν άτακτα ομπρός του ούτε να βάλει το καπέλο του, που τόχε παρά ´κεί ακουμπισμένο ούτε ν´ανοίξει πιότερο την τραχηλιά του πουκάμισού του, όπως είχε σχεδιασμένο να κάμει άμα την έβλεπε και χωρίς να τινάξει καλά- καλά τα χέρια του, που τ´ακούμπησε κατάχαμα για να ορθωθεί κι είχαν κολλήσει απάνου τους ξερόχορτα.
Η Λενιώ τά ´χασε, δεν περίμενε τέτοια αντιμετώπιση κι έμεινε με το χέρι μετέωρο και την καρδιά χαμένη.
- Έλα, Λενιώ μου, της είπε τρυφερά και της άρπαξε το απλωμένο χέρι τ´αλαβάστρινο, που ήθελε να το μπουρλιάσει στο λαιμό του, έλα κάτσε κοντά μου, έλα σεβντά μου!
-Τι συμβαίνει Θοδωράκη;
- Το και το, Λενιώ μου, το και το.... και της αράδιασε απολογητικά όλες τις κινήσεις του και τις αποφάσεις του πατέρα του.
Η Λενιώ αποσβολωμένη έβλεπε τα όνειρά της να γκρεμίζονται, να γίνονται στάχτη και να σκορπίζονται στους πέντε ανέμους.
- Όμως θα παλέψω Λενιώ μου, θα παλέψω για μάς, για την αγάπη μας, είπε κι ένα δάκρυ του καφτό κι αυθόρμητο κύλησε απάνου στο χέρι της που το κρατούσε ακόμα ανάμεσα στα δυο δικά του.
- Και τι θα κάμεις τώρα Θοδωράκη, αφού δεν τό ´καμες όσο ήτανε καιρός;
- Θα βρω τον πατέρα μου στις καλές του και μπορεί να με καταλάβει, της είπε.
-Έχει τρανή προίκα, Λενιώ και γι αυτό τη θέλει ο πατέρας μου και γι αυτό γενήκανε όλα τούτα, μα εγώ δε θέλω προίκες, θέλω μονάχα εσένα ψυχή μου, μονάχα εσένα αγέρα μου, γλυκοφρυδούσα μου, Παναγιά μου και την τράβηξε και την έκλεισε σφιχτά μέσα στην ολόζεστη αγκαλιά του.
Η Λενιώ ξέσπασε σε γοερό κλάμμα μέσα σε κείνη την αγκαλιά, που έγινε το μυροδοχείο των δακρύων της, που τα ρούφηξε ως και το τελευταίο σα σφουγγάρι η καρδιά του και δρόσισε η λάβρα της και απάλυνε η ψυχή του.
Πόση ώρα μείνανε έτσι αγκαλιασμένοι, το κατάλαβαν από το προειδοποιητικό γαύγισμα του Μπαγάσα, έτσι φώναζε το σκύλο τους ο Θοδωράκης. Ένα σουσούρισμα ακούστηκε και κάποιο μάτι τους παρακολουθούσε, αυτό είναι βέβαιο, μα κανένας δεν το είδε.
Κοίταξε το σκύλο του ο Θοδωράκης, σα να τον ρώταγε ποιός ήταν και το πανέξυπνο ζωντανό έτρεξε γαυγίζοντας προς τα δεξιά κι ακολούθησε μια νεανική σιλουέτα, που κατηφόριζε ,,κουτρουβαλιαστά,, το λόφο.
Ακολούθησαν το σκυλί κι η Λενιώ γνώρισε το Λώνη το γείτονά της, που την είχε βάλει στο μάτι και ήταν έτοιμος, όπως έδειχναν τα πράματα, να τη γυρέψει από τον πατέρα της επίσημα. Τό ´ξερε από την αδερφή του η Λενιώ, που ήτανε φιλενάδα της.
Η Λενιώ της είχε εξηγήσει: Καλό παιδί ο Λώνης Μαριώ, μα εγώ αγαπάω το Θοδωράκη και μη σού ξεφύγει κουβέντα πουθενά.
Τώρα θα έχουν σοβαρό πρόβλημα, γιατί ο ανταγωνισμός της αγάπης και το πάθος του έρωτα σε κάνει θεριό ανήμερο.
Ο Λώνης θα μάθαινε το νέο, αν δεν το είχε μάθει κιόλας, ότι ο Θοδωράκης παντρεύεται και θά ´στελνε προξενητάδες το ταχύ στον πατέρα της, που θα δεχόταν αμέσως κι όσα παρακάλια και να τού ´κανε η Λενιώ θα πήγαιναν χαμένα κι όσο κι αν την αγαπούσε εκείνος, δε θ´άφηνε τη μοναχοκόρη του να μαραζώνει μ´έναν παντρεμένο.
Η Αυγή αποχωρίστηκε το ρόδινό της χρώμα και έφυγε μαζί της και το ντροπιαστικό κοκκίνισμα του Θοδωράκη.
Ο ήλιος είχε ανέβει μια οργυιά και τα πρόβατα ήσαν ακόμη μαντρωμένα.
-Γαβ, έκαμε ο Μπαγάσας και
-Πρέπει να φύγω Θοδωράκη, δεν τα ονειρευόμουνα έτσι τα πράματα του είπε απογοητευμένη, αλλά ανίκανη ν´αντισταθεί στον έρωτά του και στην αγάπη πού ´χε πλέξει με την αράχνη του μυαλού της και ήτανε κολλημένη στον ευαίσθητο ιστό, που ο Λώνης θά ´βρισκε την ευκαιρία να χαλάσει, να στραπατσάρει.
- Δε θέλω να στεναχωριέσαι, έχει ο Θεός της είπε!
Να προσευχηθείς, όπως θα κάμω κι εγώ κι η Παναγιά η Παρθένα θα βρει μια λύση και για μάς, της είπε και της άφησε το χέρι να κυλήσει τρυφερά από τις χούφτες του και τώρα πήρε μια κατακόρυφη βαρειά θέση δίπλα στο κορμί της.
-Αυτά τα ζόρια Θοδωράκη δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τ´αντέξω, του είπε και του γύρισε την πλάτη. Βαριά τα βήματά της την οδήγησαν στο γαλάρι τους.
Τα πρόβατα βέλαζαν στο μαντρί κι ο άσπρος σκύλος τους ο Λούρμπας, που ήτανε άγρυπνος και πιστός τους φύλακας, την υποδέχτηκε από τ´αγνάντιο με τρυφεράδες.
Ευτυχώς που δεν είχε μιλιά κι εκείνος σαν το Λώνη να τήνε μαρτυρήσει. Μόνο που ο Λούρμπας της, δεν θα την κατέδιδε ποτέ. Την αγαπούσε κι εκείνη τον λάτρευε και σ´αυτή τη σχέση δε χωρούσαν ζαβολιές.
Άνοιξε βαριεστημένα το μαντρί, βγήκανε όξω τα πρόβατα και πέσανε με τα μούτρα στο φαΐ. Σκορπίστηκαν λεύτερα δ´ούλο το χωράφι κι άλλοτε συγκεντρωμένα, άλλοτε σκόρπια, αφού το κουμανταδόρικο σφύριγμα της Λενιώς το σφράγισε η απονιά του κόσμου, που δε λογάριαζε τα αισθήματα τ´αλλουνού, που δεν ήξερε πως η αγάπη τρέφεται μονάχα με αγάπη και με απογόνους κι όχι προίκες και σκουτιά.
Έπιασε μια κοτρώνα κάτω από τον ίσκιο της χαρουπιάς, τράβηξε αμήχανα και από συνήθεια το πλεχτό της από το σακκούλι της, τ´ακούμπησε στα γόνατα, τύλιξε το χυμένο νήμα γύρω από το κουβάρι του, τράβηξε το βελονάκι πού ´ταν καρφωμένο στα σωθικά του και περασμένο στην τελευταία θηλειά του πλεξίματος που κράταγε τη συνέχειά του μα δε μπόραε να περάσει ούτε θηλειά. Τράβηξε λοιπόν το βελονάκι από τη θηλιά που την συγκρατούσε να μη ξεφτίσει, δίνοντας τράτο και σε κείνη να σταθεί απείραχτη μέχρι να ξαναβρεί το κέφι της και το στριφογύριζε πότε ανάμεσα στα δυο της δάχτυλα του δεξιού της χεριού, πότε τρίβοντάς το ανάμεσα στις στις δυο της χούφτες, αγναντεύοντας τα πέλαγα και ταξιδεύοντας σ´άλλους όσμους...
Η λαφίνα η Λενιώ με τη ζωντάνια και το καμάρι, με τη φλόγα και τα όνειρα, είχε καταντήσει άπραγη, χαμένη, αδύναμη, λυπημένη, γιατί ήξερε πως δε μπορεί να κάμει και πολλά για τούτη την αγάπη, ήξερε πως κανείς δε θα την καταλάβαινε κι ήξερε πως καμμιά θυσία δεν την έσωζε αν κι ο Θοδωράκης δεν ήθελε να θυσιαστούν μαζί, όπως ήθελε να ζήσουν μαζί.
Μεσημέριασε! Τα πρόβατα γύρεψαν στάλο κι έπιασαν τα γύρω δέντρα. Σταλίζανε μοναχά τους αναχαράζοντας το φαΐ τους και σε κάθε αναχάρασμα ένα μικρό γκλαν ...άφηναν τα κρεμασμένα κουδούνια στο λαιμό τους. Έμοιαζε με λυπητερή καμπάνα και η Λενιώ ένιωσε πως ταίριαζε πολύ με το κρακ της δικής της καρδιάς, γι αυτό έκατσε και το απολάμβανε, ανίκανη να κάμει ό,τιδήποτε άλλο.
Απόθηκε, διώχνοντάς το από τα γόνατά της, κατάχαμα το ταγάρι της κι ακούμπησε απάνου του το πλεκτό και το κουβάρι και δεν το έβαλε μέσα, δεν ξέρω γιατί, μάλλον από αδιαφορία, γιατί όλα τώρα της ήταν αδιάφορα κι έγειρε κι εκείνη, όπως ο Θοδωράκης το πρωί, πάνω στην επίπεδη πέτρα το κεφάλι της, βάζοντας για προσκέφαλο, όπως εκείνος το χέρι της το δεξί κι αποκοιμήθηκε μήπως και τ´όνειρο την πλανέψει κι ο ύπνος της γλυκάνει τον πόνο.
Ο Θοδωράκης στάλισε τα πρόβατα κι αντί να κάμει ίσια κάτου για το σπίτι του, έκαμε ίσια πέρα, κατά ´κεί που ήτανε το γαλάρι της Λενιώς.
Ο Λούρμπας τον γνώριζε και το γαύγισμά του δίπλα στο προσκεφάλι της αφεντικίνας του ήτανε καλωσοριστικό, του κούνησε μάλιστα και την ουρά του. Εκείνος του πήρε το κεφάλι ανάμεσα στις δυο του χούφτες, τον χάιδεψε κι ο Λούρμπας γρύλισε παρακαλετά, σα να τον ευχαριστούσε που πήγε κοντά στη Λενιώ του. Τον ελευθέρωσε κι έκατσε όρθιος χαζεύοντας και καμαρώνοντας μαζί την όμορφη αγαπημένη του και τ´όνειρο της πλάνης της ακουμπούσε το δικό του κι έγιναν δυο οι καημοί κι έγιναν δυο οι πόνοι.
Ο Λούρμπας πλησίασε τη Λενιώ και της έγλειψε το μάγουλο, δεν ήθελε να χάνουν στιγμές οι δυο αγαπημένοι. Ως φαίνεται και τα σκυλιά καταλαβαίνουν από αγάπη. Εκείνη μούγκρισε με κλειστά τα μάτια σα να τού ´λεγε τι θέλεις κι ο Λούρμπας ξαναγρύλισε και την ξανάγλειψε, παρακαλώντας την έτσι ν´ανοίξει τα μάτια της.
Με τις γροθιές της έτριψε τα μάτια της και τ´άνοιξε σ´έναν κόσμο όνειρου, που η πνιγηρή και δύσφορη ζέστη του αρχόμενου φθινόπωρου τόκανε ψεύτικο για αληθινότερο, δεν ήξερε!
Πετάχτηκε με μιας κι έπεσε στην έτοιμη, στην ανοιγμένη κιόλας αγκαλιά του Θοδωράκη. Πέταξε το μαντήλι της κι εκείνος την τραγιάσκα του κι έσμιξε ο ιδρώτας τους και τα χείλια τους σ´ένα παθιασμένο φιλί κι η αγάπη χαμογελούσε κι ο Λούρμπας μαζί και τό ´δειχνε με το να γρυλίζει και να στριφογυρίζει τη γλώσσα του ζηλιάρικα και να κουνάει αγαπησιάρικα και συγκαταβατικά την ουρά του.
Όταν το Λαοκόντειο συνοθύλευμα κιότεψε τον πόθο του, ήρθανε κι αποχωριστήκανε τα χείλια μ´ένα τραβηχτό, σουρτό ξεμονάχισμα, που όμως είχαν υπογράψει ένα αιώνιο συμβόλαιο με την καρδιά. Δεν έβγαλε κανένας τους μιλιά. Σήμερα μιλήσανε τα κορμιά και τα χείλια, σήμερα σείστηκε συθέμελα το είναι δύο ανθρώπων, που ένιωθαν πως η ελευθερία τους διακυβεύεται και ήθελαν να την κρατήσουν για πάντα δική τους.
Το απέδειξαν με το πέταγμα της ψυχής τους, το ένιωσαν με το σμίξιμο των κορμιών τους.
Τώρα, ας κάνουν ό,τι θέλουν οι πατεράδες τους.
Στο μεταξύ η Γιωργίτσα, σαν προξενήτρα, αλλά και σα συμπεθέρα τώρα πια, μαγείρεψε στα γρήγορα λίγο κολοκυθομαγέρεμα που βρήκε στον κήπο της και πάλι καλά έτσι αφρόντιστο κι ανοικοκύρευτο που τον είχε, δεν της άφηναν καιρό τα προξενιά και τράβηξε ίσια κατά του Αναστάση . Όμως σκέφτεται στο δρόμο που πάει πως με το γερό χαρτζιλίκωμα που πήρε από την ανηψιά, δούλεψε βέβαια γι αυτό και με το παραπάνω, δεν είχε ανάγκη κανέναν, αγόραζε ό,τι ήθελε.
Βρίσκει τη Διονυσούλα να συγυριέται στην αυλή. Είχανε μείνει άτσαλιές από τα χτες και σαν καλονοικοκυρά που ήτανε δεν ήθελε αταξίες. Μέριασε τη στάχτη από το φούρνο και τη σκόρπισε στον κήπο, κάνει καλό στα φυτά, σκούπισε καλά το περβάζι του, τον σφράγισε με το τσίγκινο πορτάκι του, που τό ´πιασε από το ημικύκλιο χερούλι του, τάισε τις κότες της, μάζεψε τ´ αυγά από τις φωλιές και πριν κάμει όλα τούτα είχε φουντώσει και το χαρανί, έφτιαξε αλυσίβα, τράβηξε τη σκάφη κι ετοιμαζόταν να πλύνει τις μεσάλες και τις πουκαμίσες των αντρών της και τα σεντόνια, που με την ευκαιρία πού ´χανε μπανιαριστεί τ´άλλαξε, να φρεσκαριστούνε κι αυτά. Ξεχώρισε τα χρωματιστά από τ´άσπρα άφηκε τ´άσπρα μέσα στη σκάφη με το σαπουνόνερο να μουλιάσουν και μπήκε μέσα να σαρώσει το σπίτι και να στρώσει τα κρεβάτια.
Ο Νικολάκης με την αδερφή του είχανε πάει στα χωράφια και η Νικολέττα δε γινόταν να της δώκει χέρι.
Έβαλε στο τσουκάλι ρεβύθια μουλιασμένα από τα χτες, μ´όλη της τη φασαρία το είχε φροντίσει κι αυτό, να σιγοβράζουν και ρίχτηκε με τα μούτρα απάνω στη σκάφη να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα.
Τότε ήταν που άκουσε ένα χαρχάλεμα και χωρίς να σηκώσει κεφάλι:
- Έλα, Νικολέττα, πάρε μια ανάσα κι έλα να με βοηθήκεις, παιδάκι μου, δεν τις κεφαλώνω τις ρημάδες κι ανασηκώνει το κορμί, στρίβει κεφάλι, μα αντί για Νικολέττα βλέπει Γιωργίτσα.
-Εγώ είναι μωρή, της λέει, ήρθα να κουβεντιάσουμε τα όμορφα τα χτεσινά. Όσο κι αν η ευγένεια χαρακτήριζε τη Διονυσούλα...
-Δε μπορώ τώρα Γιωργίτσα, έλα άλλη ώρα, πνίγουμαι και συνέχισε τη δουλειά της και σκέφτηκε μαζί:
Ετούτα θά ´χω τώρα; Συφορά μου! Απόχτησα κι ελεχτή!
Το απόγιομα προς το βραδάκι πίσω εκεί η Γιωργίτσα. Δεν την έπαιρνε τη Διονυσούλα, έδειξε συγκαταβατική, είχε τελέψει και τις πολλές δουλειές της, άντε ευκαιρία ήτανε να ξαποστάσει και κείνη λιγουλάκι.
Της πρόσφερε σκαμνί, έκοψε κι ένα σταφύλι ροζακί από την κληματαριά της, ένα τσουπωτό σκληρόρωγο πρασινορόδινο σταφύλαρο, τό ´πλυνε, το τίναξε και τ´ακούμπησε στο τσίγκινο πιάτο. Τσιμπολογώντας τις γουλές ρώγες του οι δυο γυναίκες έκαμψαν κριτική για τα ειδωσίματα και τη ρώτησε η Γιωργίτσα για το πώς είδανε την κατούντα της νύφης.
-Ούλα καλά Γιωργίτσα μου, μοναχά η νύφη είναι λοβούλα.
-Τι λες, μωρή; Και το χρύσωμά της δεν το λογαριάζεις; Και την αξιοσύνη της; Κάνει τούτο, κάνει τ´άλλο κι αράδιαζε προσόντα η Γιωργίτσα υπαρχτά κι ανύπαρχτα.
Την καλοκαρδία της, την αφήνεις απ´όξω, μωρή; Δε θα σού βγάλει γλώσσα ,θα την έχεις βοηθό.
Της λείπει μια στάλα μπόι και την έβγαλες σκάρτη;
Άστα τώρα, Διονυσούλα τα Ρωμαίικα, να πιάσουμε τα Φράγκικα!
Την Κυριακή να πάει ο Θοδωράκης να τήνε βγάλει στην εκκλησιά και στερνά να τήνε βγάλει μια βόλτα να τους ιδούνε μαζί κι εδώ, να πάρουνε κι ´πίσημα τις ευκές των χωριανών τους τα παιδιά και να πάψουμε τα ψου, ψου,ψου από τριγύρω.
Ο Αναστάσης και συ τα ξέρουτε, πώς και δεν το σφυρίξατε στο Θοδωράκη;
-Ούλα με τον καιρό τους και με την απόφασή μας. Εσένα τι σε κόφτει Γιωργίτσα και τι βιάζεσαι;
-Εμεένα τιίποτα ! Έτσι είναι το πρεπούμενο.
Τα πρεπούμενα γίνανε κι όσα δεν έγιναν, θα γένουν. Πες τίποτ´άλλο.
-Τι άλλο, Διονυσούλα; Υπάρχει τίποτα καλύτερο απ´αυτό;
- Αφού πας γυρεύοντας, γιατί δε μας προξένεψες μια από τις όμορφες, αφού ήξερες πόσο λεβέντης είναι ο Θοδωράκης μας;
-Μπο, μπο, μπο, συφορά μου! Μιλάς σα να μη ξέρεις τα έθιμα! Η Θοδώρα δεν είναι πρώτη στη σειρά; Τι θά ´λεγε ο Φώτης ο ξάδερφός μου αν του ξεχώριζα τις τσούπρες του; Και η μάνα τους τι θά ´λεγε;
Την αποστόμωσε τη Διονυσούλα η κοφτοράφτρα!
Από πέρα φάνηκε ο Αναστάσης, είχε πάει να βολέψει τ´άλογα κι έπιασε την κουβέντα, όπως είπε αργότερα στη Διονυσούλα με τον παπά και τον πρόεδρο, που τους εσυνάντησε στο μαγαζί.
-Βρε, καλώς τον Αναστάση! Καλώς τον συμπέθερο!
-Γεια σας και μετρημένα τα λόγια σου, Γιωργίτσα.
-Πώς μιλάς έτσι Αναστάση μου, δεν είσαι φχαρστημένος;
-Όλα καλά, της λέει κοφτά και στρίβει από τη συντροφιά, γιατί δε θέλει πολλά-πολλά.
Το μυαλό του ντριβέλιζε για το αν έπραξε καλά ή άσκημα.
Νιός υπήρξε και τούτος και γνώριζε της καρδιάς τη λάβρα.
Εκείνο το ,,πατέρα,, του Θοδωράκη στο σπίτι της νύφης, καρφί σουβλερό καρφώθηκε στα σωθικά του και σε καμμία περίφτωση δεν ήθελε να πάρει στο λαιμό του το παιδί του.
Μήπως φέρθηκε επιπόλαια; Μήπως παραβιάστηκε; Μήπως λογάριασε μόνο την προίκα και τίποτ´άλλο;
Και συ ρε, Θοδωράκη, κατόπιν γιορτής βρήκες να μου ειπείς... ,,πατέρα,, σε μια τέτοια ώρα;
Κι αν μου τό ´λεγε νωρίς θα τον καταλάβαινα; σκέφτηκε.
Και δος του ντριβέλισμα ο νους του.
-Διονυσούλα, βάλε μου κάτι να φάου, να ξαπλώσω δεν έχω διάθεση.
-Τι έπαθες,Αναστάση μου;  Έρχουμαι!
-Να με συμπαθάς, Γιωργίτσα, Άμε στο καλό, είπε και της -εδίπλωσε στην ποδιά της το υπόλοιπο σταφύλι.
Καληνύχτισε η Γιωργίτσα, μα τα βλεπούνενα δεν της άρεσαν καθόλου. Κάτι έπρεπε να κάμει.
Δε θα ξημέρωνε; Θα πήγαινε στη Σουλτάνα! Εκείνη ήξερε τι να κάμει! Έπρεπε να ενισχύσει την κατάσταση.
Στην Καλύδωνα τα πράγματα βαίνουν όμαλά. Το νέο διαδόθηκε και οι ευχές για το λογοδόσιμο της Θοδώρας πάνε κι έρχουνται. Εκείνη την ξέρουνε! Όσοι είδανε έστω και κλεφτά το Θοδωράκη, κατάλαβαν τι ντεφατίκι ήταν και το διέδωσαν παντού.
Η Θοδώρα γύριζε στις γειτονιές και στα μαγαζιά τάχατες για δουλειές, για να της πιάνουν κουβέντα και κείνη μετά χαράς ν´απαντάει σ´ούλες τους τις ερωτήσεις.
- Και πότε θα τον κυκλοφορήσεις Θοδώρα στο χωριό;
-Την άλλη Κυριακή που θ´αρρεβωνιάσουμε θειά. κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Η Σουλτάνα δεν τα είδε καλά τα πράγματα και μαζί με τη Γιωργίτσα κατάστρωσαν σχέδιο χωρίς να ειπούνε τίποτα στης Θοδώρας την οικογένεια.
Η Σουλτάνα ετοίμασε το ,,γιατρικό,, και η Γιωργίτσα έπρεπε να βρει τρόπο να του το ρίξει στο νερό του, στον καφέ του, στο φαΐ του! Όπου ήθελε, αρκεί να ήτανε στον ιδιανό παρόντα.
-Δύσκολα μου βάνεις, Σουλτάνα μου!
-Έξυπνη είσαι, θα βρεις τον τρόπο.
- Φχαριστώ, τόλμησε να ειπεί η Γιωργίτσα.
-Μη λες φχαριστώ και τράβα στο καλό της είπε η Σουλτάνα κι όταν ούλα με το καλό στεριώσουν μη με ξεχάσεις .
-Εφτούνο σκέφτεσαι μωρή Σουλτάνα; Ό,τι μου δώκουνε θα το μοιραστούμε, είπε, τη χαιρέτησε κι έφυγε να μη νυχτιώσει. Καλοπέρασε η κυρία ούλη την ημέρα στη Σουλτάνα κι εκείνη τη βαρέθηκε, όπως κι ο καθένας που έχει τις δουλειές του και δεν είναι ρέμπελος σαν τη Γιωργίτσα.
Γιατί η Σουλτάνα είναι μάγισσα, αλλά σα Σμυρνιά είναι και άξια νοικοκυρά.
Ο Θοδωράκης, δε μιλιότανε το παιδί σαν μαζεύτηκε στο σπίτι του. Το κατάλαβαν τ´αδέρφια του, η μάνα του, ο πατέρας του, ούλοι. Μα ούλοι έκαμαν πως δεν κατάλαβαν.
Η μάνα όμως σαν ούλοι αποτραβήχτηκαν στις δουλειές τους, τον πλησίασε, του χάϊδεψε τα μαλλιά και τον ρώτησε:
-Τι έχεις γιόκα μου; Γιατί είσαι έτσι, παιδάκι μου;
Μπας και είσαι άρρωστος; Τι έχεις ψυχούλα μου;
Μίλα στη μάνα σου, παιδάκι μου.
-Τίποτα, μάνα, καλά είμαι, άσε με.
Χίλιες φορές στα παρακάλια της είπε να ενδώσει ο Θοδωράκης, μα τα λόγια δεν έβγαιναν από τα χείλη του, ο καημός τα είχε σφραγισμένα, όμως εκείνο το χάδι της μάνας του ήτανε βάλσαμο για κείνον.
Με βαρειά καρδιά πήγαινε στα πρόβατα μα η λαχτάρα πως θ´αντίκρυζε τη Λενιώ του έστω και συνοδευόμενη από τον αδερφό της ή τον πατέρα της του έκανε καλό.
-Πρέπει να πας με τον πατέρα σου μια βόλτα ίσαμε την Καλύδωνα του ξεφουρνίζει. Και κείνοι οι αντρώποι καρτερούνε, παιδάκι μου. Πρέπει να πας.
-Δε με παρατάς ρε μάνα; Δε θέλω να πάω πουθενά.
-Σιγά, παιδάκι μου, σιγά. Μη μας ακούσει ο πατέρας σου και γίνει θεριό.
Τι έχεις Θοδωράκη μου, δε σ´αρέσει η Θοδώρα; Εντάξει. Της λείπει λίγο μπόι, αλλά είναι καλή τσούπρα, παιδάκι μου. Είναι από καλή γενιά, είναι παστρικιά, μακρυμαλλούσα, πεταχτούλα και νοικοκυρούλα. Εγώ πρόσεχα πως κράταγε το δίσκο, πόσο νοικοκυρεμένο το δισκόπανο, λαμποκοπούσαν τ´ασημένια κουταλάκια· και το γλυκό γυιόκα μου μοναχή της τό ´φτιαξε, το είπε η Γιωργίτσα κι από μέσα της σκεφτόταν: τι του λέω του παιδιού, αφού το είπε η Γιωργίτσα είναι τόσο αλήθεια όσο κι ένα τρανό ψέμα. Μα εγώ στέκω στο ότι είναι σεβαστική, αυτό δε μπορεί το πρόσεξες, του λέει πειθευτικά, αλλά με δόση καταλαγιαστικής πονηράδας. Είναι από νοικοκυρόσπιτο, παιδάκι μου, είπε κι εσιώπησε.
-Εγώ, μάνα, άλλη αγαπώ και κείνη κλαίει τώρα, όπως κι εγώ, μα ποιός μας καταλαβαίνει;
-Σώπα ψυχή μου... και τον χάιδευε και τον φίλαγε.
Σώπα τζάνεμ´, σώπα τζιβαέρι μου.
Και ποια αγαπάς, παιδάκι μου, πέστο σε μένα να ξαλαφρώσεις, που είμαι η μάνα σου και σε καταλαβαίνω!
-Ποιο το νόημα να ξέρεις; Δε σου λέω! Δεν ξεφτιλίζω την ψυχή μου, που της την έχω δώκει ούτε την ίδια ξεφτιλίζω.
Με πήρατε στο λαιμό σας μάνα!
-Μπο, μπο, συφορά μου η άμοιρη! Τί ´ναι τούτα π´ακώ;
Πώς θα ζιώ μ´αυτόν τον καημό από δω κι ομπρός;
Μπήκε μέσα ο Αναστάσης ο οποίος ξανασηκώθηκε και πήγε πίσω μια βόλτα ίσιαμε το μαγαζί και με την επιστροφή σίγησαν οι κουβέντες, μα ο καημός σιγόκαιγε τα σωθικά, δεν τον έβλεπε κανείς για να τόνε σιγάσει. Μοναχά ο Θοδωράκης και η Λενιώ. Μα κείνοι καίγουνται. Καίγουνται στη φλόγα της αγάπης τους.
Να σου και η Νικολέττα, μπήκε και κείνη σε μια ώρα δύσκολη για τη Διονυσούλα, που δε μπόρεσε να καμουφλάρει τον καημό της κι έτσι εκείνη τη ρωτάει:
-Τι έγινε μάνα; Τι γένεται; Τι έχει ο Θοδωράκης;
Καημό έχει βαϊζούλα μου, καημό! Κι έστριψε να συνδράμει τον Αναστάση, που καρτέραγε από ´κεί!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΦΑΝΕΡΩΜΑΤΑ ΣΥΝΕΧΕΙΑ: Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΩΡΑ -ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Η Διονυσούλα παίδευε το μυαλό της να βρει τρόπο να μιλήσει με τον Αναστάση για τον σεβντά του Θοδωράκη, μα ήτανε τόσο δύσκολο όσο αν σου λέγανε να σηκώσεις ένα νταμάρι με τα δυο σου δάχτυλα! Προσπαθούσε να είναι φυσιολογική μπροστά του μα στα ξεμοναχιασματά της όλο ,,χούλιζε,, και την έγνοια της την είχε στο παιδί. Η ίδια δεν καταλάβαινε από σεβντά, γιατί ο πατέρας της την πάντρεψε μικρή και δεν είχε προλάβει να νιώσει τι θα πει αγαπητικός και τούτο που έζησε σαν παντρεμένη μάλλον δεν ήτανε σεβντάς παρ´ ότι έζησε καλά τη ζωή της δίπλα στον Αναστάση ίσαμε τα τώρα.
Ξημέρωσε Κυριακή!
Ξύπνα τόνε, λέει επιτακτικά στη γυναίκα του ο Αναστάσης και στείλε το Νικολάκη στα ζωντανά. Με το Θοδωράκη θα πάμε στην Καλύδωνα.
Πώς να το κάμει ετούτο η Διονυσούλα, με ποιά καρδιά; Του Αναστάση μια ζωή χατήρι δεν του χάλασε, μα τώρα όχι,δε θέλει να του το κάμει. Ας είχε εκείνος έξ´ολοκλήρου την ευθύνη. Αφέντης σ´ούλα, αφέντης και σε τούτο. Εκείνη μονάχα να τόνε σταματήκει θέλει, να δώκει χρόνο στο παιδί, χρόνο στην αγάπη. ,,Νίπτει τας χείρας της,, τώρα που ξέρει τον καημό του δε μπορεί να τόνε θάψει.
-Δεν πας εσύ, Αναστάση μου, είμαι ,,λεμουχρισμένη,, από τα γουρούνια, δεν τέλεψα ακόμα κι αρπάζει τη ,,βεδούρα,, με το ,,πλύμα,, τάχατες να το πάει εκεί κι απομακρύνεται από το σπίτι.
Πώς τόλμησε κι είπε τέτοια κουβέντα και δεν την αποπήρε ο Αναστάσης ούτε κι εκείνη δεν το κατάλαβε. Δεν την αποπήρε όμως, πράμα που λέει πως κι ο δικός του νους περιπλανιέται κι η δική του πατρική αγάπη βρίσκεται σε έξαρση μα άντρας είναι και τίποτα δεν τ´αλλάζει αυτό. Αν δείξει επηρεασμένος θα του πάρουνε τον αέρα παιδιά και γυναίκα κι άντε συμμάζευτους μετά.
Ακούμπησε παράμερα τον κουβά και πήρε απ´αλάργα στο κατόπι τον Αναστάση. Τον είδε που μπήκε στην κάμαρα του Θοδωρή. Βλέπει που τον σκουντάει.
-Σήκω ρε! Σήκω κι ετοιμάσου! Θα πάμε κάτου. Οι αντρώποι καρτεράνε, είπε μα ήτανε έτοιμος να βάλει τα ,,κλάηματα,,.
Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση! Όσο κουνήθηκε ο τοίχος άλλο τόσο κι ο Θοδωράκης.
Του δίνει μια τσιμπιά στο μάγουλο πατρική της αγάπης, αλλά και της διαταγής, πάλι τίποτα. Του βάνει το χέρι στο κούτελο, καίει και φλέγεται! Η Διονυσούλα αναθάρρησε μιας και είδε τούτες τις κινήσεις, που δεν τον είχε ιδωμένο ίσα με τα τώρα να τις έχει ξανακαμωμένο και πλησίασε κοντά του.
-Τι έχει τούτος, μωρή Διονυσούλα; Είναι άρρωστος;
-Βαριά, Αναστάση μου, βαριά και αρρώστια που δε γιατρεύεται έχει. Έτσι που τα κάμαμε... μουρμούρισε από μέσα της σχεδόν.
-Μίλα καθαρά, μωρή, τι έχει;
Η Διονυσούλα βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε.
-Σεβντά, Αναστάση μου, σεβντά !
Έκαμε πως δεν καταλάβαινε ο Αναστάσης.
-Τι λες μωρή, με ποιά;
-Μάιδε ξέρω, μα μήτε θα μάθω, δε λέει.
-Σήκω απάνου Θοδωράκη, μην αρχινήσω τα γαμοσταυρίδια...
Τού ´δωκε λίγο τράτο κι ο Θοδωράκης σα σεβαστικό παιδί κι ενάντια στην ωριμότητα των είκοσι πέντε χρόνων του, έδωκε μια και σηκώθηκε απάνου κι ανακάθισε στο κρεββάτι του με τα πόδια του ενωμένα σφιχτά σα νά ´τανε γυναίκα. Έβαλε το κεφάλι χάμου σα σχολιαρόπαιδο μαλωμένο, που δεν είχε το δικαίωμα ν´αμφισβητήσει το δάσκαλο και με τα χέρια σταυρωμένα κι ακουμπημένα έτσι άπραγα απάνου στα σφιχτά μπούτια του, που ήτανε σκεπασμένα με το μπαμπακερό σοβράκι καρτέραγε την ποινή του.
Ούτε χάδια όπως η μάνα του ούτε ερώτηση καμμιά για το ποια είναι η λεγάμενη ούτε τίποτα παρά μονάχα...
-Ντύσου, φύγαμε του λέει.
Ούτε τη Γιωργίτσα είχανε ,,διοπηγήσει,, ότι θα παένανε κάτου ούτε κανέναν. Κι εκείνη που έψαχνε τρόπο να πετύχει το Θοδωράκη μοναχό, για να του ρίξει το δικό της γιατρικό στο φαΐ του; Την Κυριακή πού ´τανε σκόλη την καρτέραγε σα μεγάλη Λαμπρή και τώρα τα περίφημα σχεδιά της θα ναυαγούσαν!
-Δεν πάου πουθενά πατέρα, τόλμησε να ειπεί αποφασιστικά ετούτη τη φορά ο Θοδωράκης.
-Τι κουβέντες είναι τούτες, ρε αμάλλιαγο; Πώς μιλάς έτσι στον πατέρα σου;
-Δεν πάου! Τ´αποφάσισα! Αγαπάου άλλη! Δεν τη θέλω τη Θοδώρα!
-Τη θέλεις, δεν τη θέλεις δεν αλλάζει τίποτα. ´Τοιμάσου! είπε και όπως έστριψε να φύγει τα μάτια του γιομίσανε δάκρυα, τα είδε η Διονυσούλα που καρτέραγε σιμά.
Έφυγε και κείνη τον πήρε κατά πόδι.
-Αναστάση μου, αφέντη μου, καλέ μου! ,,Γλέπω,, την καρδούλα σου και σένανε πονάει, δε πάει στα κομμάτια, χάλασέ το το προξενειό, δεν έγινε και τίποτα! Θα ειπούνε πως δεν τα βρήκαμε!
-Αν ήτανε για τη δική μας τσιούπα θα σ´άρεσε Διονυσούλα να μας είχανε φέρει σε τέτοια αναστάτωση τη ,,στιμή,, που συμφωνήσαμε σ´ούλα; Τώρα εκείνοι καρτεράνε τον πηγαιμό μας.
-Μην πάτε, θα καταλάβουν, του είπε.
-Αυτό δε γένεται. Θα πάμε, έχουμε δώκει λόγο και ,,συφωνία,,. Κι αν είναι από Θεού να μη γένει θα φέρουμε αντίσκωμα.
-Να το φέρεις τώρα το αντίσκωμα και να φωνάξουμε τη Γιωργίτσα να τους το μηνύσει.
-Εγώ το λόγο μου θα τον κρατήσω, μα η καρδιά μου θα δείξει ότι κάτι έχει αλλάξει να γυρέψουνε από μοναχοί τους τη ,,μάτιωση,,. Βάλε τώρα να πιούμε μια στάλα γάλα, αν άρμεξες τη γίδα, αλλιώς τράβα άρμεχτη κι ετοίμασε τα σκουτιά μου. Δεν την έπαιρνε να συνεχίσει τη Διονυσούλα.
-Στις διαταές σου, Αναστάση μου.
Ετοίμασε τα σκουτιά και των δυονών τους και καρτέραγε την εξέλιξη.
Ο Θοδωράκης σηκώθηκε σα σεβαστικό παιδί που ήταν, ντύθηκε όπως όταν πήγαινε στα πρόβατα, παρουσιάστηκε στον πατέρα του και του είπε:
-Στις προσταγές σου πατέρα! Κι έβαλε ξανά χάμου το κεφάλι.
Τον κοίταξε ο Αναστάσης, έτοιμος είναι να του ειπεί: άϊντε γιόκα μου στα πρόβατα και πάρε όποια αγαπάς. Κι από μέσα του: Ανάθεμα την ,,κενωνία,,! Ανάθεμα που με κόβει στα δύο.
-Έτσι θα ´ρθείς ορέ; Με τα σκουτιά της στάνης;
-Καθαρά είναι απάντησε κοφτά.
Μα ούτε κι ο Αναστάσης φόρεσε τη φουστανέλα του, όπως έκανε πάντα, άμα πήγαινε ,,πίσκεψη,, και μάλιστα τέτοια ,,´πίσκεψη,,. Ήτανε δείγμα κατανόησης προς το γυιό του, ήτανε δείγμα πένθους για τη ζαβή απόφαση πού ´χε παρμένο και ήτανε αποφασισμένος να θυσιάσει το Θοδωράκη ή ήτανε το σκεφτικό του να ,,τα χαλάσει,, , όπως άφησε να φανεί στην κουβέντα του με τη γυναίκα του;
Ποιός ήξερε; Ό,τι και νά ´τανε, κακά ήτανε τα μαντάτα, αφού γνώμη δεν άλλαζε. Ήτανε μπεσαλής αυτός και το λόγο του δεν τόνε μαγάριζε.
Ο Θοδωράκης έγραφε κι απόγραφε μαζί με τη μοίρα του και την πατρική θέληση και κουμάντο μαζί στη δική του ζωή.
-Νικολέττα, έτοιμα τ´άλογα;
Η Νικολέττα κατά διαταγή του επίσης, ετοίμασε τ´άλογα με τα ριγέ κιλίμια στα σαμάρια, το ντορβά με την ,,ταή,, τους και με τις καπιστράνες λυτές, καρτέραγαν στην αυλή τους καβαλάρηδες.
Με βαρειά καρδιά ανεβήκανε κι οι δυο. Η ροδαυγή χάιδευε τον άγουρο καημό του Θοδωράκη μ´ένα θώπεμα γιατρικό και μια δροσιά λυτρωμού.
Σ´ούλο το δρόμο πήγαιναν αμίλητοι σαν ξένοι με το τραγούδι του κούκου να ,,ρουπώνει,, ακόμα πιο πολύ τα στόματά τους.
Στην περδικόβρυση σταμάτησαν, πρόγγιξαν μάλιστα δυο μπουλούκια πέρδικες, που είχαν κατηφορήσει με το γλυκοχάραμα να ποτίσουν τα μεγαλωμένα πλέον περδικόπουλά τους. Ήτανε τόσο όμορφη αυτή η εικόνα που έκαμε τον Αναστάση να ειπεί:
,,Η πέρδικα κι η κοπελιά είναι κακό κυνήγι
θέλει στα γρήγορα φωτιά μη σηκωθεί και φύγει,,
κι απολάμβανε το άτακτο πέταγμα μερικών και το γρήγορο περπάτημα κάποιων άλλων. Κι ο Θοδωράκης απόλαυσε στα μουγγά αυτό το υπέροχο θέαμα που το θεώρησε μάλιστα και καλό, ,,συναπάντημα,,.
Αυτό έκαμε το Θοδωράκη να θυμώσει με τον πατέρα του και να σκεφτεί: Με καταλαβαίνει! Αλλιώς γιατί να πει αυτές τις κουβέντες, μπορούσε να σιωπήσει. Αναθάρεψε και σκέφτηκε πως ίσως ο πατέρας του είχε το σκοπό του μα ούτε τόλμησε να ρωτήσει.Το κράτησε για τον εαυτό του.
Επέτρεψαν, έτσι καβάλα, στ´άλογα να πιούν νερό και συνέχισαν πάλι αμίλητοι το ταξίδι τους.
Ξεπεζέψανε κατ´,,ευτείαν,, στην εκκλησιά. Δέσανε τα ζα σε μια δεντρωμένη κουμαριά, που βρισκόταν πιο πέρα από το προαύλιο της εκκλησιάς και μπήκανε. Φτάσανε λίγο μετά την τρίτη καμπάνα, που ήτανε η καλύτερη ώρα για να πάει κανείς στην εκκλησιά.
Ανάψανε κερί και στάθηκαν μ´ευλάβεια δίπλα-δίπλα στη θέση των αντρών σε δύο συνεχόμενα στασίδια. Ο Θοδωράκης ούτε που ανέβηκε στο στασίδι του, κάθισε όρθιος κοντά στον πατέρα του αμίλητος και σοβαρός και μόνο λογοδοσμένο άντρα δε μαρτύραγε η θωρειά του.
Η Θοδώρα βρισκόταν ήδη με την τρίτη καμπάνα στην εκκλησιά και λίγο πριν χτυπήσει μάλιστα, ήξερε να υπολογίζει το χρόνο, η Θοδώρα ήταν αληθινό χρονόμετρο ένα προσόν ακόμα που η Γιωργίτσα δεν είχε αναφέρει, δε θα το ήξερε φαίνεται...
Τράβα τσούπα μου, της είχε ειπεί η μάνα της, τράβα νά ´χεις την ευλογία του Θεού στο νέο σου ξεκίνημα και να τόνε φχαρστήσεις για την καλή σου μοίρα.
Η Θοδώρα πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησιά και κάθε σχόλη. Σπάνια να μην επήγαινε. Μοναχά τις ημέρες, αν τύχαινε, που ήτανε ,,μαγαρισμένη,,! Της άρεσε να φοράει τα καλά της φορέματα, που τ´άλλαζε κάθε τόσο και με λυγεράδα και χάρη, έτσι ήτανε στ´αλήθεια της η Θοδώρα, μη κοιτάτε που στα ειδωσίματα το ´παιζε ταπεινή, γιατί της το είχε ζητήσει η Γιωργίτσα και πήγαινε όπου γιορτή και σχόλη.
Σήμερα όμως θα προτιμούσε να μην είχε πάει. Εκείνη λαχτάρησε που είδε έτσι ξαφνικά μπροστά της το Θοδωρή και ´κείνος δεν της έριξε ούτε μια ματιά, έτσι για το καλό.
Ποια καλή της μοίρα λοιπόν που της έλεγε η μάνα της; Εκείνη ήθελε να τον ,,έδει,, χαμογελαστό και με τα καλά του, να λάμψει η εκκλησιά με την παρουσία του, όπως ήτανε τότενες που ήρθε να τη γυρέψει και να σταθεί κοντά του βασίλισσα κυρά χαμογελαστή και να λέει φχαριστώ με γεμάτο το στόμα σ´όσους, σ´όλους δηλαδή, που θα τους εύχονταν.. Δεν ήθελε να βγάλει άγουρα συμπεράσματα, αλλά κάτι της βρώμαγε. Κράτησε το κεφάλι σκυμμένο και συγκεντρωμένη στον εαυτό της δεν έπαψε να παρακαλάει την Παναγία να κάνει αυτή λάθος και να είναι ούλα καλά.
Κάπου-κάπου σήκωνε το κεφάλι και κοίταγε το Θοδωρή μα η όψη του δεν της εμαρτύραγε καλά πράματα. Σκέφτηκε όμως πως μπορεί να υπήρχε άλλος λόγος και όλο αυτό που έβλεπε, αυτή η παντελής αδιαφορία να μην είχε σχέση μ´εκείνη.
Η εκκλησιά σχόλασε. Πήρανε αντίδωρο και βγήκανε στο προαύλιο. Ο Αναστάσης με το Θοδωράκη πλησίασαν τη Θοδώρα. Εκείνη φίλησε το χέρι του Αναστάση, έτσι δείχνανε το σεβασμό τους εκείνο τον καιρό και καρτέραγε μια χειρονομία και ένα χαμόγελο και από το Θοδωράκη. Μα τίποτα. Μούγκα! Τα χέρια του κολλημένα σχεδόν στο κορμί του και το κεφάλι χάμου, άντρας πράμα.
Το γυναικοσούσουρο, αλλά και καμπόσοι άντρες είχανε αρχινίσει να κριτικάρουνε το ντύμα τους, από μέσα την εκκλησία ακόμα που τους είδαν και η ίδια η Θοδώρα ένιωθε ντροπή, μα ο Θοδωράκης νιος κι όμορφος ήτανε και με τούτα τα σκουτιά και παρηγορήθηκε λιγουλάκι. Και σαν τον είδε για ένα λεφτό να σηκώνει το κεφάλι τον κοίταξε κατάματα η Θοδώρα κι εκείνος αμήχανα της πρότεινε το χέρι. Ήτανε παγωμένο κι ,,άταρο,, εκείνο το χέρι, δεν ήτανε χέρι άντρα νταυρωμένου που λαχτάραγε κορμί.
,,Φίδια που τη φάγανε,, ,, Φίδια που τη ζώσανε,, τη Θοδώρα μα κουβέντα δεν έπαιρνε να πει.
Δεχτήκανε τις ευκές του κόσμου και τραβήξανε σχεδόν αμίλητοι για το πατρικό της. Την παραδώσανε, λες κι εχρειαζότανε κι είπε ο Αναστάσης πως μοναχά έναν καφέ θα πιούνε και θα φύγουνε. Δε θα μείνουνε για φαΐ, γιατί τους καρτεράει δουλειά.
Τους καλοδεχτήκανε στο σπιτικό της μα εκείνοι κάθισαν σαν ξένοι, χωρίς καμμιά οικειότητα, χωρίς κανένα ενδιαφέρον.
Η Θοδώρα τράταρε καφέ και φρέκια μηλόπιτα, που είχε φτιάξει η μάνα της και μετά βίας είπανε στην υγειά σας, δεν έδωκαν ούτε μια ευχή για την περίσταση. ,,Κύριε ελέησον,, σκέφτηκαν όλοι της οικογένειας. Η Θοδώρα ακούμπησε το δίσκο και κάθισε κοντά τους με σκυμμένο το κεφάλι καρτερώντας κάποιος να της απευθύνει το λόγο. Τη βάραινε τούτη η κατάσταση τη Θοδώρα, που ήτανε χαρωπή και πεταχτούλα στην καθημερινότητά της κι αυτά μαζί με τα όμορφα σκουτιά της ήσαν τα μοναδικά της ατού μαζί και οι μακριές καλοπλεγμένες πλεξούδες της. Ήτανε σα να την είχες κλεισμένη σε φυλακή κι ας βρισκόταν μέσα στο ίδιο της το σπίτι, που το είχε γιομίσει από παιδάκι ακόμα με τις τρελίτσες και τις σκανταλιές της. Μα, να ,, ντιριέται να μιλήσει,, ,να μην την κοιτάει και να μην την αγγίζει ο άνθρωπος που θα πέρναγε μαζί του τη ζωή της; Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν δεν την ήθελε, γιατί ήρθε και τη γύρεψε;
Είπανε οι άντρες μεταξύ τους δυο κουβέντες ξεκάρφωτες και βιάστηκαν να χαιρετήσουν και να πάρουν το δρόμο του γυρισμού. Να καταλάβετε, τα ζα τ´άφηκαν στην εκκλησία δεμένα στην κουμαριά κι ούτε την ,,ταή,, τους τούς βάλανε να φάνε. Στην προθυμία του πατέρα της Θοδώρας να πάει να τα φέρει στο σπίτι αντιτάχτηκε η άρνηση του Αναστάση.
Ούτε τη μοσκοβολιστή μηλόπιτα καταδεχτήκανε που ´στειλε στη συμπεθέρα της η μάνα της νύφης ούτε και φέρανε το κάτι τι τους σε νύφη πράμα που ήρθανε. Προσβολή το θεώρησε η Ακριβή, η μάνα της Θοδώρας αυτό, αλλά αποτραβήχτηκε αμίλητη και με πολλά ερωτηματικά.
-Φώτη, του είπε, μόλις έφυγαν του άντρα της, τι γίνεται εδώ;
- Δεν ξέρω γυναίκα καρτέρα και ,,θα σκάσει,,.
Μπήκε ακόμα και η Θοδώρα στην κουβέντα, η οποία πρέπει πούμε ήτανε για τα καλά τσιμπημένη μαζί του και μολονότι δε δίστασε να εκφράσει τους δισταγμούς της, προσπαθούσε από την άλλη να δικαιολογήσει κάποιες καταστάσεις, παρ´ότι αυτά για τις δικιολογίες που έλεγε δεν τα πίστευε. Δεν ήθελε όμως και να πιστέψει ότι μπορεί να χάσει έναν παίδαρο μέσα από τα χέρια της.
Θα καρτερέσουμε, αποφάσισαν και μαζεύτηκαν για το φαγητό τους, είχε ήδη τραβήξει μεσημέρι.
Ο Φώτης και η Ακριβή προβληματίστηκαν πολύ και βρέθηκαν σε πολύ μεγάλο δίλημμα. Κανονικά θά ´πρεπε ν´αρχίσουν ετοιμασίες για τους αρραβώνες. Τώρα μ´αυτό το συννεφιασμένο τοπίο τι ετοιμασίες να κάμουν; Είπαν ότι θα περίμεναν λίγο ακόμα κι ότι σύντομα θα το ξεκαθάριζαν το θέμα. Θετικά ή αρνητικά όλα θά ´βρισκαν το δρόμο τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Κι ενώ ο Αναστάσης παίδευε το νου του να βολέψει την κατάσταση για τη βιαστική του απόφαση να λογοδώσει το γυιό του με τη Θοδώρα κι αλλεπάλληλες οι ενοχικές σκέψεις τον βασάνιζαν μετά την αποκάλυψη του Θοδωράκη ότι αγαπάει άλλη, σαν κεραυνός εν αιθρία μαθεύτηκε την επομένη, ότι η Λενιώ του Σπυράκου λογοδόθηκε με το Λώνη του του Ηρακλή!
Ο Λώνης ο γείτονας και διεκδικητής δεν έχασε την ευκαιρία. Την άλλη μέρα κιόλας έστειλε τον ίδιο τον πατέρα του, που τόνε βρήκε σύμφωνο κι αυτόνε στην επιθυμία του, πράγμα παράτολμο για την εποχή του, να γυρέψει τη Λενιώ.
Τον διευκόλυνε αφάνταστα το ότι η είδηση του λογοδοσίματος του Θοδωράκη με τη Θοδώρα είχε γίνει βούκινο στο χωριό και ήταν το ψωμοτύρι στις συζητήσεις.
Κάθε στόμα γλυκό ή πικρόχολο, καλοπροαίρετα ή κακοπροαίρετα πιλάτευε το βαρύ νέο και περνάγανε την ώρα τους σε μια χορταστική ικανοποίηση ότι ο λεβέντης λογοδόθηκε με μια λοβούλα από την Καλύδωνα!
Ο Σπυράκος ο πατέρας της Λενιώς δεν το είχε κουνήσει ρούπι εκείνη την ημέρα από το σπίτι, γιατί έτσι ανήμπορος που ήταν και καθώς ο γιατρός δεν είχε καλά μαντάτα να του ειπεί, ήτανε μέσα στον προβληματισμό και τη σκοτούρα.
Η Λενιώ η μοναχοκόρη του πλάνταξε στο κλάμα με το δυσάρεστο νέο για την υγεία του πατέρα της και γιατί ήτανε πατέρας της και γιατί πολύ τον αγαπούσε και είχε μείνει κοντά του για να τον ,,συνδράμει,, στις ανάγκες του στέλνοντας στα ζωντανά το μικρό αδερφό της, που ένιωσε ότι τράνεψε απότομα μέσα σε μια στιγμή μονάχα.
Η μάνα της μαζί κι αυτή στο σπίτι, αλλά ήταν φορτωμένη με τις αβάσταχτες υποχρεώσεις κι ενός άντρα πλέον.Και μόνο η σκέψη ,,ντριβέλιζε,, το μυαλό της. Το μεγαλύτερο ,,ντριβέλι,, όμως ήτανε το τι έμελλε να γίνει με την κατάσταση του Σπυράκου. Η διάγνωση της αρρώστιας του ήταν αγιάτρευτη και τούτο βάραινε πολύ την οικογένεια μέσα στο βαθύ,πικρό καημό της.
Βάραινε όμως ξέχωρα και τη Λενιώ, που κανένα λόγο δεν είχε ν´αντιτάξει στο προξενιό που ο πατέρας της δέχτηκε με χαρά και είπε το ναι χωρίς πολλά πολλά στον πατέρα του Λώνη. Ο Λώνης ήτανε καλό,έξυπνο κι όμορφο παληκάρι.Γείτονες μια ζωή με την οικογένειά του αγαπημένοι, θα ενωθούν και τα παιδιά τους, θα ενώσουν την αγάπη τους και τα νοικοκυριά τους, τι άλλο καλύτερο;
Έτσι σκέφτηκε ο Σπυράκος και λειτούργησε ώριμα κι έξυπνα.
- Πατέρα μου, έχω καιρό, τόλμησε κι αντιτάχτηκε ταπεινά η Λενιώ,δεν ήταν ανάγκη τώρα πού ´χουμε τη γιατρειά σου νά ´χουμε και τέτοια, του είπε.Σέβουμαι τις αποφάσεις σου και ξέρεις πόσο σ´αγαπάου, μα άκου με και μένα!
Δε θέλω νά ´χω άλλη έγνοια παρά μονάχα τη γιατρειά σου!
Ήθελε να κερδίσει χρόνο, ήθελε να δώκει τράτο στο Θοδωρή μπας και κάτι καταφέρει! Κι ο λόγος που ο Σπυράκος δεν την αποπήρε, παρά έμεινε σιωπηλός και του άρεσαν μάλιστα και τα λόγια της ήτανε ,που ήτανε καλά υποψιασμένος, χαζός δεν ήτανε, ,,ότι λίγα ήταν τα ψωμιά του,,.
Ποιος έχει κουράγιο κι όρεξη για τέτοια ,,ντράβαρα,, τώρα του είπε και η μάνα της, χωρίς όμως να πιάσουνε τόπο τα λόγια της.
Ο Σπυράκος σήκωσε τα μάτια στην Παναγιώτα τη γυναίκα του, την κοίταξε με καλοσύνη, τρυφερότητα και στοργή, της γύρεψε να πάει κοντά του στο κρεββάτι του κι αφού εκείνη κάθισε,  της έπιασε τρυφερά το χέρι και της είπε:
-Άκου γυναίκα μου! Δεν ηξεύρω πόσου θα ζήσου. Τούτο που νιώθου, σε καλό δε βγαίνει. Θέλου να προυλάβου να ιδώ τη Λενιώ μας ,,ταχτοποιγημένη,, και όσο μου μέλλεται να τη χαρώ!
Τι τώρα; Είχε άδικο ο Σπυράκος; Δεν τό ´βλεπε η Παναγιώτα,δεν τό ´ξερε;
-Ό,τι πεις, άντρα μου, του είπε καλόβολα κι αφού τόνε χάϊδεψε συμπονετικά και τρυφερά σηκώθηκε αφήνουντας στο πισωπλάτισμά της τα δάκρυά της να κυλήσουν λεύτερα.Κι ήταν τούτα τα δάκρυα τόσο καθάρια,όσο αγνή ήταν η ζωή της μαζί του.
Ποιος λογάριαζε τέτοια πράγματα; Και γιατί ο Θεός τα κανόνισε έτσι; Τι βουλήθηκε να πράξει; Γιατί ,άμα ήτανε νά ´χει τις χαρές της Λενιώς της, έπρεπε νά ´χει και τη στεναχώρια του Σπυράκου; Του άντρα πόφτειαξε το σπιτικό της μαζί του,π´αγάπησε κιόλας στο διάβα ,πόκαμε τα παιδιά της μαζι του;
-Μπας κι είσαι άδικος, Θε μου, σκέφτηκε. Μπας και δε λογαριάζεις σωστά; Μήπως δε μας ,,εγνώσκεις,,; Μόνο καημούς έχεις βαλθεί να σκορπάς;
Μεγάλη η χάρη σου, Θε μου, μεγάλη η χάρη σου κι έκαμε το σταυρό της. Σχώρα με, Θε μου, σχώρα με!
Σκούπισε τα δάκρυά της με την ανάποδη της μπροστοποδιάς της και έτρεξε στις δουλειές, που πάντα καρτερούν, μα πάντα πρέπει και κάποιος να τις κάνει.
Τώρα η Λενιώ αναγκασμένη να υποταχτεί στη θέληση του γονιού της ,,έβαλε το κεφάλι χάμου,, και ήρθε και στη θέση του Θοδωράκη της, που πολλά τόνε κατηγόρησε ότι δεν έπραξε αυτό που έπρεπε στην ώρα του, που βέβ(α)ια, άμα το έκαμνε μπορεί ναι, μπορεί και όχι να είχανε την επιθυμητή κατάληξη τα πράγματα. Τέτοιο κονταροχτύπημα αισθημάτων ούτε που το λογάριαζε η Λενιώ. Γιατί ο Θοδωράκης το λογάριαζε; Τι σου είναι η μοίρα, βρε παιδάκι μου! Σε κάμνει ότι γουστάρει σκέφτηκε ο καθένας από μέσα του. Κι απ´ όξω τους να σκέφτουνταν μπας και η μοίρα θ´άλλαζε γνώμη; Ας μην της έδιναν τουλάχιστον την ευκαιρία να γελάσει πιότερο σαρκαστικά μαζί τους.
Λέτε τα μαγικά της Σουλτάνας και οι διαολιές της Γιωργίτσας να είχανε στ´ αλήθεια σχέση μ´όλα τούτα; Και τι ήσαντε τούτες ,,τρανύτερες,, απ´το Θεό; Έτσι σκέφτουνταν ο κάθε λογικός ,,άντρωπος,,!
Η μπαγάσα γυναίκα ,,η Γιωργίτσα,, παρ´ότι δε γνώριζε τα καθέκαστα της Καλύδωνας, είχε ιδεί τους δυο άντρες που ´πιστρέφανε μεσημεριάτικα, υπολόγισε μήπως έρχουνταν από ´κει ,,από πού αλλού,, έβαλε στην τσέπη το γιατρικό και μια και δυο, απ´άλλο μονοπάτι, έφτασε πρώτη στου Αναστάση. Έκαμε ίσια κάτου αποφεύγοντας τα μαγαζιά, έκοψε δρόμο τόσο, όσο να μη συναντηθούν, δεν είχε κι άλλο περιθώριο, τα ,,μπογάζια,, προς αυτή την κατεύθυνση ήσαντε λιγοστά. Το ρέμα που χώριζε το χωριό στα δύο, δεν είχε πέρασμα σε ´κείνο το σημείο. Πρόλαβε όμως βιάζοντας το βήμα της σε σχέση με το ραχάτικο των αλόγων, που είχαν επιτρέψει οι καβαλάρηδές τους, όχι από τεμπελιά, δεν την ξέρανε αυτή τη λέξη στο σπιτικό του Αναστάση ούτε τα ζα ούτε οι ανθρώποι, αλλά από σκέψη, σκέψη αβάσταχτη, σκέψη βουνό. Λίγο τό ´χεις το παίδεμα του νου;
Η Διονυσούλα ότι είχε κατεβάσει τον τέντζερη από τη φωτιά και μοσκοβόλαγε λαδορίγανη. Έστρωσε το σοφρά της και καρτέραγε να μαζευτούν τα παιδιά της και ο άντρας της ,,να πάρουνε μια μπουκιά,,.
-Γεια σου, Αναστάσαινα! Έτοιμο κιόλας το μοσκοβολιστό σου; Και τα σάλια της μετά βίας τα βάσταγε!
-Έτοιμο ,Γιωργίτσα, μείνε κι εσύ να φάμε, καρτερώ τους δικούς μου, έχουνε πάει ,,στο θέλημα,,!
Καλά το είχε μυριστεί η Γιωργίτσα και ντραντάχτηκε το μεδούλι της σύγκορμα κι από τη χαρά της ούτε φχαρστώ δεν είπε για το κάλεσμα!
-Μπράβο τους! Έτσι έπρεπε να γένει! Είναι τούτοι άντρες με τα ούλα τους, βιάστηκε να παινέψει.
Ξωπίσω της ξεπέζεψαν κι ο Αναστάσης με το Θοδωράκη αμίλητοι, λες και γύριζαν από κηδεία!
Ο δεύτερος, ,,ταχτοποίγησε,, τ´άλογα, ποτισμένα ήσαντε, τα ξεσαμάρωσε, τους έβαλε την ,,ταή,, τους, τά´δεσε στο παχνί τους με τη σκέψη πάντα τα να τριγυρνάει στη Λενιώ, πήρε μαζί του τα κιλίμια και γύρισε στην αυλή, όπου τόνε καρτέραγε ο πατέρας του και μπήκανε μαζί στο σπίτι!
Η Διονυσούλα έτρεξε να τους προϋπαντήσει και να διαβάσει τα μάτια τους, μα μάτια δε διαβάζουνταν. Ήτανε τόσο βαθιά και σκοτεινά ,τόσο απόμακρα και ,,νυχτιωμένα,, που δύσκολα ακόμα και η Γιωργίτσα ξεδιάλυνε.
Έλα όμως που αυτό του διαβόλου το θηλυκό τα είχε ούλα αρπάξει στον αέρα προκαταβολικά, έλα που ήξερε ότι το γιατρικό μονάχα θα έσωζε την κατάσταση!
-Το φαΐ, αφέντη μου, έτοιμο είναι, κάτσετε τρογύρω να κενώσω, ακώ ήρθανε και τα παιδιά απ´ όξω, είπε η Διονυσούλα.
-Να σε ,,βοηθήκω,, , Διονυσούλα μου, είπε η Γιωργίτσα κι άρπαξε το πρώτο πιάτο με θράσος και τ´ακούμπησε μπροστά στον Αναστάση. Με τη δεύτερη γύρα και με πολλή επιδεξιότητα, κάνοντας ότι σκουπίζει τον ίδρώτα του μετώπου της με την άκρη της ποδιάς της, ρίχνει το γιατρικό στο πιάτο που έχει στα χέρια της και τ´ακουμπάει μπροστά στο Θοδωράκη!
-Κάτσε και συ, Γιωργίτσα στο τραπέζι. Θα φέρω εγώ τα ,,ποδέλοιπα,, , είπε η Διονυσούλα που δεν έβλεπε με καλό μάτι τ´ανακατέματα της Γιωργίτσας στο σπιτικό της, αφού δεν της το είχε γυρέψει.
Έκατσε απέναντι ακριβώς από το Θοδωράκη και τον Αναστάση, χωρίς να λογαριάσει την ιεραρχία της οικογένειας. Ήθελε με το βλέμμα ,,καρσί,, να καρφώνει τις ματιές και τις αντιδράσεις των αντρών.
Τα παιδιά μπήκανε, χαιρετήσανε και στρωθήκανε στην τάβλα. Κάμανε ούλοι το σταυρό τους και πριν προλάβει κανείς να ειπεί κουβέντα:
-Μολογιέται πως η Λενιώ του Σπυράκου λογοδόθηκε με το Λώνη του ´Ρακλή ,ξαμόληκε η Γιωργίτσα η φαρμακόγλωσση μ´όση δύναμη της χρωστούσε η νηστικομάρα της!
Κρακ, έκαμε η καρδιά του Θοδωράκη και τού ´πεσε το πηρούνι από τα χέρια, πριν προλάβει να βάλει στο στόμα πηρουνιά! Ράγισε και δεν ξέρω αν ξανακόλλησε ποτέ! Τα σωθικά του σκίστηκαν σα νά ´τανε χάρτινα και αποκολλήθηκαν από τη θέση τους.
-Σχωράτε με ,είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι, διώχνοντας αμήχανα την πετσέτα του από τα γόνατά του.
Βγήκε όξω, ,,χούλιξε,, , σήκωσε το χέρι του, το ´καμε γροθιά και το βάρεσε με δύναμη στον τοίχο, με τόση δύναμη που μάτωσε. Τό ´γλειψε με τη γλώσσα του, έκαμε ένα στριφογύρισμα σφιχτό παστρεύοντας τα δόντια και τον ουρανίσκο του και τό ´φτυσε απόμερα. Έδωκε δυο σφαλιάρες ο ίδιος στα μάγουλά του να ξυπνήσει, γιατί το νέο το φοβερό, το αναπάντεχο, για τούτη τη στιγμή τουλάχιστον τον βρήκε εντελώς απροετοίμαστο!
-Γα..´ τον αντιθ..´ μου! Ήταν η πρώτη φορά που βλαστήμαγε, ήταν και η τελευταία! Δεν ξαναβλαστήμησε ποτέ στη ζωή του έκτοτε!
Ούλοι στο τραπέζι κοιτάχτηκαν περίεργα με μάτια π´αναρωτιούνταν.
Η Διονυσούλα κι ο Αναστάσης ,,ψυλλιάστηκαν,,! Λες, σκέφτηκε ο καθένας από μέσα του, μα δεν έβγαλαν άχνα!
-,, Προς νερού του,, πήγε βιάστηκε να ειπεί η Διονυσούλα. Ήπιε πολύ τσαγοβότανο και γέλασαν ούλοι τους!
Ο Θοδωράκης επέστρεψε στο τραπέζι και καμώθηκε τον ευδιάθετο, να μη δώκει στόχο και περιθώρια για σχόλια.
-Είπα κάτι που δεν το καρτεράγατε, ρώτησε πονηρά η Γιωργίτσα, η στρίγγλα, η καπάτσα, η μπαγάσα, η σιγαλοπαπαδιά και μέγαιρα μαζί, που δεν έφτανε που ,,νώχλησε,, μεσημεριάτικα τους ανθρώπους στο σπίτι τους, ήθελε να τους ,,καβαλικέψει,, κιόλας στην κουβέντα!
Μα κανένας δεν της έδωκε σημασία.
-Τι νέα μας ηφέρατε από κάτου, ρώτησε απανωτά η Γιωργίτσα κοιτώντας κατάματα τον Αναστάση και το Θοδωράκη.
-Σιγά ,μωρή Γιωργίτσα, δεν ,,ηπρόκαμα,, να τους ,,ρουτήξω ειγώ,, .Ούλα μπροστά ηθέλς να τα μαθαίνεις;
Κι ο Αναστάσης θαρρεμένος, όχι γιατί ήξερε, αλλά γιατί κατάλαβε, με αυτοπεποίθηση και σιγουριά πλέον είπε:
- Ούλα ,,πρίφημα ,,! Πάμε για τους αρρεβώνες ! Και κοίταξε με νόημα το Θοδωράκη, που όμως έκαμε πως δεν είδε κι έσκυψε πιο βαθιά στο πιάτο του.
Τι νά ´λεγε τώρα ο Θοδωράκης; Τι τον έπαιρνε να ειπεί;
Γι αυτό σιώπησε νεκρικά.
-Απουρώ πώς η Ακριβούλα δεν ,,αρχήνηξε,, ακόμα συγυρίσματα, είπε φωναχτά η Γιωργίτσα, θα πάου ,,να τους δώκω ένα χεράκι,,!
-Κανονίσου κι εσύ ,,για τα πρέποντα,, Διονυσούλα μου, είπε ο Αναστάσης. Πρώτη φορά χρησιμοποιούσε ,,μου,, ο Αναστάσης στη ζωή του. Έκαμε απόσταυρο και σηκώθηκε από το τραπέζι.
Κάμανε ούλοι το ίδιο, ο ένας πίσω από τον άλλο με πρώτη τη Γιωργίτσα, που δεν κρατιότανε για το πότε θά ´φτανε γληγορότερα στο σπίτι του ξαδέρφου, για να μάθει τα καθέκαστα αυτοπροσώπως και για να βολέψει γιορτινά τον εαυτούλη της για μια ολόκληρη βδομάδα, ανερώτηγα, αδιάντροπα, μπαμπέσικα!
Όχι που θά ´μενε αυτή απ´όξω από τέτοιο ,,τζέρντζελο,,! Όχι που δε θά ´παιρνε πανωπροίκι για τους κόπους της, όχι που θα καρτέραγε να την καλέσουν! Αυτή ήξερε να παίρνει με το ,,παΐρι,, της εκείνο που ήθελε και δε χρειαζόταν να καρτερέσει να της το δώκει κανείς.
Είχε απογιοματιάσει όταν έφτασε η Γιωργίτσα στην Καλύδωνα, μα ετοιμασίες δεν είδε να γίνουνται.
- Γεια σας και χαρά σας, μόνου χαρά δεν ιγλέπω!
-Καλώς την ξαδέρφη είπε αδιάφορα ο Φώτης, καθώς εκείνη την ώρα τρόχιζε με τη λίμα το μαχαίρι του.
-Καλωσόρισες, Γιωργίτσα, είπε πιο καμουφλαρισμένα η Ακριβούλα.
-Ακόμα δεν ξεκινήσατε δουλειές;
-Καμωμένες είναι! Λίγες μένουν! Θα τις φτειάξουμε, είπε καθησυχαστικά η Ακριβή, που δεν ήθελε ν´ανακατεύουνται ,,οι απ´όξω,, στις δουλειές του σπιτιού της.
- Αφού είμ´ εγώ εδώ, μη σας σκιάζει τίπουτα. Ούλα θα γένουν όπως πρέπει, είπε κι έκαμε πως σηκώθηκε τάχατες από τη θέση της, η Γιωργίτσα.
-Τι κάνουν οι συμπέθεροι, Γιωργίτσα, ρώτησε η Ακριβή.
-Ο Θοδωράκης, πετάχτηκε με άπαρτο θάρρος η Θοδώρα ,,σαν τη γριά από την κοφίνα ,,!
-Ούλοι ,,στη βράση,, για τους αρρεβώνες και σεις ούτε που νοιάζεστε, λες και δε γυρεύουτε τη βιάση!
Πού την έβλεπε τη βράση και τη βιάση η Γιωργίτσα στο σπίτι του Αναστάση ούτε και ´γω δεν ξέρω, μα έτσι είπε.
Το μήνυμα δόθηκε, ο σκουριασμένος τροχός λαδώθηκε και πήραν μπρος οι μηχανές! Ζεστάθηκε μαζί και η καρδιά!
Σαρώματα, αλογανιές, βούρτσες ασπρίσματος ,ξεσκονόπανα, κόπανοι, ξηστρώματα από την αρχή, γυαλίσματα ίσιαμε που τα μπακίρια και τα χαλκώματα ν´αστράψουν και το κεφαλόσκαλο και η σκάλα επίσης. Γλυκά,ψωμιά και φαγητά με τη σειρά τους και με τον καιρό τους παίρνανε θέση και νικάγανε σιγά-σιγά το αρνητικό κλίμα που ´χε δημιουργηθεί με τον ερχομό του Αναστάση και του Θοδωράκη στην εκκλησιά. Το απέδωσαν σε ατυχή περίσταση, οι αντρώποι ήσαν καθώς πρέπει κι αναθαρρημένοι ρίχτηκαν με τα μούτρα στις δουλειές, που δεν ήσαν και λίγες.
Στο σπίτι της νύφης αναμπουμπούλα και κακό και οι φιλενάδες πρώτες! Μα ούλα με χαρές κι ελπίδες, ούλα με βιάση και σκοπό..!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Η ΦΥΓΗ
Ο Θοδωράκης άφηκε τους άλλους ν´αναπαυτούν! Πήρε την κρεμεζί κουβέρτα με τις ,,κούπες,, έτσι τραβηχτή, άτσαλα, όπως -όπως, την έβαλε στην αμασκάλη του κι ένιωθε πως κρατάει όχι το βάρος μιας κουβέρτας, αλλά ολόκληρο βουνό. Tόσο πολύ τον είχε αποδυναμώσει το σημερινό αναπάντεχο νέο. Με βήματα βαριά, με σκέψη ασήκωτη που όμως ήταν υποχρεωμένος να κάμει χιλιόμετρα μαζί της, φουσκανασαίνοντας, με κομμένη την ανάσα δεν ήξερε ποιο δρόμο ήτανε καλύτερο να πάρει: Το δρόμο κατά τη δημοσιά ή το δρόμο κατά τα γαλάρια. Υπήρχε κι εκείνος της ξενητειάς.Υπήρχαν και τα κάτεργα, που αν έπραττε αυτό που του πέρασε από το νου μέσα στην απελπισία του, τον είχε σίγουρο και σε μεγαλύτερο δίλημμα δεν είχε ματαβρεθεί ως τώρα. Έφερε στο νου του αυτομάτως την ιστορία του Ηρακλή μπροστά στο σταυροδρόμι, που του την είχε διηγηθεί ο ξάδερφός του ο Γιάννης, που ήτανε δάσκαλος από τους καλούς και ο Θοδωράκης την είχε ρουφήξει ως το μεδούλι, τόσο πολύ του ,,άρενε,,! Έλα όμως που ο Ηρακλής είχε να διαλέξει μονάχα ανάμεσα σε δύο δρόμους, ενώ του Θοδωράκη τού ´βγαιναν περισσότεροι!
Σήκωσε τα μάτια κατά τον ουρανό. Γύρευε βοήθεια; Παραπονιόταν στο Θεό; Ποιος ήξερε! Μετά αγκάλιασε με το βλέμμα του ούλο τον κάμπο ίσιαμε κάτω τη θάλασσα κι έβλεπε τον ήλιο που άστραφτε καθώς απογιομάτιαζε, πάνω στα καταγάλανα νερά της και κοίταγε τις ταξιδιάρικες βαρκούλες και ζήλευε την ανεμελιά τους. Για μια στιγμή, στιγμή αιώνα στάθηκε κι αγνάντευε με περισυλλογή ένα τεράστιο καράβι, φορτηγό έμοιαζε να ´τανε, μα ´κείνος επιβατικό το διέγνωσε, τέτοιο ήθελε νά ´ναι, που τράβαγε κατά την Ιταλία και σκέφτηκε πως ήτανε μέσα του και τον πήγαινε όχι στην Ιταλία, μα στο άγνωστο κι αυτό ήτανε το πιο όμορφο απ´ όλα. Έμεινε έτσι μέχρι που το καράβι ,,σκαπέτηκε,, και φαινόταν σα μια κουκκίδα πλέον και λίγο μετά χάθηκε εντελώς στο βάθος του ορίζοντα που έμοιαζε ν´ακουμπά στη θάλασσα. Ένα κοπάδι γλάροι το συντρόφευαν κι όταν εκείνο ξεμάκρυνε, εκείνοι έκαμαν στροφή και πισωγύρισαν.  Ήτανε σημάδι για ´κείνον; Ήθελαν κάτι να του πουν; Πόση ώρα έκατσε έτσι με τη σκέψη αιωρούμενη δεν ήξερε να πει. Το μόνο που ήξερε ήταν πως δεν ένιωθε κανένα βάρος πια ούτε κι εκείνο της κουβέρτας. Ένιωθε πούπουλο και μόνο όταν κοίταξε κάτω αριστερά κατά την αμασκάλη του τότε ξανάνιωσε βαρύ το φορτίο του! Με παράπονο αγκάλιασε δυο τρεις φορές περιμετρικά το τόξο του πέλαγου που ξανοιγόταν μπροστά του, με τόσο αργό ρυθμό σα νά ´θελε να το κλείσει ολάκερο με τα κύμματά του και με τους γλάρους του και με τις βαρκούλες και τα καράβια του μέσα στην καρδιά του, ακόμα και με το χρυσοκόκκινο ηλιοβασίλεμα που θα ´ρχόταν σε λίγο, πίνακα ζωγραφικής που θα τον έβανε στη σάλα τους, εκείνη που θα έφτειαχνε στο δικό του σπίτι με τη βασίλισσά του τη Λενιώ. Όλο τούτο τό ´σκιαξε η σκέψη ότι του θύμιζε το ηλιοβασίλεμα της μιας και μοναδικής του αγάπης και γύρισε απότομα, πήρε τη ματιά του από τη θάλασσα που τόσο βάλσαμο σκόρπισε ,,προσερινά,, στην ψυχή του, έκαμε στροφή 180° κι άλλη εικόνα μπήκε στην αγκάλη των ματιών του: τα καταπράσινα βουνά από την Πλεύρη, τη Μεγαληράχη μέχρι τη Βουνούκα κι ακόμα πέρα! Κάτι σαν ελπίδα αναθάρρησε μέσα του, κάτι σαν αετίσιο φτεράκισμα δέχτηκε η καρδιά του, μύρισε το αγέρι που θρόϊσαν τα πεύκα του βουνού και τό ´στειλαν αποκλειστικά για ´κείνον ,ανάσανε βαθιά μπας και ξαλαφρώσει μια σταλιά, γαργάλισαν τ´αυτιά του τα ηχοχρώματα των τροκακιών που είχανε αρχινήσει να ξυπνάνε και να γυρεύουν την απογιοματινή τους ,,νομή,, , όσο και τα χελιδόνια που σπάθισαν τον αέρα μπροστά του κι έμοιαζε να ετοιμάζουν ταξίδι αποδήμησης, ,,αγκρουμάστηκε ,, τα κελαηδίσματα των ντόπιων ενδημικών και των διερχόμενων εποχικών πουλιών κι έφτιαξε έναν νέο πίνακα για τη σάλα του με αητούς και αετόπουλα κι ας μην είχε ιδεί ποτέ του στα βουνά τους αητούς, πέρδικες και περδικόπουλα, κιρκινέζια, σπουργίτια, καρδερίνες, καρακάξες, κίσσες και λουκαΐνες. Έβαλε σε μια γωνιά άλλα πάνω στα τηλεγραφικά σύρματα, άλλα χάμου όλα τα διερχόμενα της εποχής, πανώριους τσαλαπετεινούς, ένας μάλιστα βόλταρε λίγο πιο πέρα ανέμελα ακόμα, χωρίς διάθεση ετοιμασιών και ο Θοδωράκης καμάρωσε το λοφίο του, την καμαρωτή του κορμοστασιά και τα υπέροχα χρώματά του που ξεκινάνε από το πορτοκαλοκόκκινο κεφάλι του με το οπισθότενο λοφίο του, που είναι κεντημένο με οριζόντιες πλατειές μαύρες πινελιές, λες κι ακούμπησε κάποιος τα δάχτυλά του σε μπογιά, σκέφτηκε ο Θοδωράκης και χαμογέλασε γλυκόπικρα, ,,στερνά,, τ´άπλωσε και τ´ ακούμπησε στη αιχμηρή προέκταση προς τα πίσω του κεφαλιού του, που σχημάτιζε έτσι το ιδιότυπο λοφίο του. Το πορτοκαλοκόκκινο, το μελένιο για την ακρίβεια προεκτείνεται κυκλικά στο στέρνο και στην πλάτη ως τα μισά της κι από ´κει εναλλασσόμενες μαύρες και ασπρόμελιες οριζόντιες ραβδώσεις που σμίγουν στο κέντρο της πλάτης σε γωνιακούς σχηματισμούς περίτεχνα ενωμένους και καταλήγουν σε μια μυτερή ουρίτσα. Το μακρύ κατάμαυρο ράμφος του, η άσπρη του κοιλιά και τα κατάμαυρα επίσης γυμνά πόδια του ολοκληρώνουν την εικόνα του μπροστά στα χαζεμένα μάτια του Θοδωράκη κι ας είχε δει χιλιάδες φορές τσαλαπετεινούς με τον πατέρα του και τον παππούλη του. Του είχαν μάθει μάλιστα και τα παρατσούκλια του: φραγκοκόκκορας, μπαμπουράνος και διακονιάρης, αλλά αυτό το τελευταίο δεν ήξερε για πιο λόγο του το είχανε προσάψει.
Φάσες, αγριοπερίστερα,
συκοφάγοι, νυχτοκόρακες,μελισσουργοί, τρυγόνια έκαμαν παρέλαση στον πίνακα που ζωγράφισε το μυαλό του και καθώς τοποθετούσε την τσίχλα και τον κοκκινολαίμη ,θυμήθηκε μια ιστορία που του ´λεγε ο παππούλης του με την ποιητική απάντηση που έδωσε ο κοκκινολαίμης στην τσίχλα όταν τον κατηγόραγε ότι είναι μικρούλης και ασήμαντος:
- Τσίχλα, τσίχλα χαχαϊδή
τι αναγελάς μωρή;
Το μηρί μου κάνει γάμο
και το στήθος μου τραπέζι.
Τα ψιλά μου, τα χοντρά μου
πέντε κάκκαβους γεμίζουν...
Του φάνηκε πως μια χαρά πίνακας ήτανε για τη σάλα του και αφού τον αποθήκευσε για τα καλά στο μυαλό του, άθελά του κοίταξε την κουβέρτα. Έφερε ξανά το σταυροδρόμι στο μυαλό του και μετά την περίπλοκη περιπλάνησή του αποφάσισε πως έπρεπε να διαλέξει το δρόμο της αρετής και για κείνον αυτός ο δρόμος ήταν εκείνος που οδηγούσε στα γαλάρια! Χαμογέλασε πικρόχολα όταν σκέφτηκε: Κουβέρτα; Κουβέρτα δεν είχε πάρει ποτέ του ούτε το χειμώνα, παρά μονάχα τη σαϊσματοκάπα του έπαιρνε με τη μεγάλη κουκούλα και νωρίς το βράδυ γύρναγε στο σπίτι του! Και τώρα ξεπορτισμένος, ανήμπορος κι ανίκανος να πάρει μια απόφαση θα ξενύχταγε με μια κουβέρτα σκέπη και τη σκέψη να περιπλανιέται; Ναι, του έγνεψε η αντρίκια του υπόσταση .Ναι, του είπαν και τα πουλιά κι οι κάμποι και τα βουνά και τα ζωντανά του κι ο Μπαγάσας του ακόμα και τα τσακάλια και τ´άλλα ,,ζούδια ,, ούλα ναι του είπαν.
Εξυπακούετο ότι ο Νικολάκης θα επέστρεφε στο πόστο του
και ο Θοδωράκης στο δικό του, στα πρόβατά του δηλαδή τουλάχιστον μέχρι το γάμο του! Αναγούλα του ´φερνε τώρα ετούτη η λέξη!
Σαν τον κλέφτη έφυγε από το σπίτι ο Θοδωράκης και σαν το βράδυ δε γύρισε στο σπιτικό του , ,,τους ζώσανε τα φίδια ,, τους γονιούς του ! Όμως κανείς δεν πήγε προς αναζήτησή του, γιατί ο ίδιος ο Αναστάσης το απαγόρεψε. Ήξερε καλά πως της αγάπης ο καημός, όπως και κάθε άλλος καημός θέλει την απομόνωσή του, τη μοναξιά του, την περισυλλογή του! Το ίδιο δε σκεφτόταν και η Διονυσούλα η οποία ,,ντριβέλιζε,, παρακαλετά τον Αναστάση, για να τον εύρει. Δε γνώριζε η καψερή τι πάει να ειπεί καημός αγάπης, τρανός σεβντάς κι έτσι της έρχουνταν να πάει μοναχή της προς αναζήτησή του. Χωρίς ψωμί, χωρίς φαΐ και μαλακό κρεββάτι πόσο θ´άντεχε ο κανακάρης της; Τόλμαγε όμως ν´αθετήσει του Αναστάση τη διαταγή;
Τρία μερόνυχτα κι ακόμα να φανεί! Με συντροφιά τα πρόβατα, τα γίδια και το Μπαγάσα του, τον ήλιο, το φεγγάρι και τ´αστέρια και με την κουβέρτα του τα βράδια απάλαινε το μεγάλο του πόνο!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΗΣΗ
Η πρώτη νύχτα δεν έλεγε να περάσει. Διαφέντευε το νου του ένας άλλος θεός!  Ο θεός του Έρωτα! Και ήτανε πολύ πιεστικός ,δυνάστης!  Έριξε έναν άντρουλα ίσαμε ´κει πάνου στα ,,μαύρα πανιά,, τον διέλυσε, τον σακάτεψε. Τη μια στιγμή τον απογείωνε, την άλλη τον άφηνε σαν τον αετό το θύμα του, να πέφτει κάτω και να γίνεται χίλια κομμάτια!
Η αυγή κι ο ήλιος της Ανατολής που κάποτε τον φόρτωναν όνειρα, δεν του έδιναν πλέον καμμία ευχαρίστηση. Ούτε η σκέψη τον παρηγορούσε, γιατί μη μπορώντας να την χειραγωγήσει, του έπλεκε αγκάθινα στεφάνια και ο πόνος τού περιόριζε την αγαθή σκέψη. Έκαμε μηχανικά όσες κινήσεις του χρειάζονταν για να τακτοποιήσει τα ζωντανά του και θρονιάστηκε ξανά στο πιο ψηλό κοτρώνι, εκείνο με την άβολη ,,κωλοκαθίστρα,,. Του φάνηκε το πιο βολικό κάθισμα γιατί τον κράταγε ξύπνιο και ζωντανό. Αφού βολεύτηκε, όσο καλά γινότανε, κάνοντας αρκετά ανασηκώματα πάνω στο κοτρώνι, έβαλε το δεξί του χέρι κι αγκάλιασε το σαγώνι του, αφήνοντάς το να πέσει όλο μέσα στη χούφτα του με τον κόμπο του καρπού να είναι έσω και τα δάχτυλά του ν´ακουμπάνε πιέζοντας απαλά το μάγουλό του, ενώ τ´άλλο του χέρι τ´άφηκε ν´ακουμπάει στο γόνα του και το υπόλοιπο να κρέμεται χαλαρά πάνω στο αριστερό του πόδι, που το κίνησε σε μικρή έκταση εμπρός. Τι τάχατε τον κράταγε ξύπνιο η ανώμαλη κωλοκαθίστρα; Δέσμιος έγινε πάλι της χταποδοχτυπημένης σκέψης του, που έγινε πλαδαρή κι εντελώς ακυβέρνητη.
Ο Θοδωράκης αγνάντευε τα πέλαγα και σκεφτόταν, σκεφτόταν, σκεφτόταν! Οι εικόνες περνούσαν από μπροστά του, όπως όταν έτρεχε καλπάζοντας με τ´άλογό του στα ευρύχωρα λιβάδια ή στο δημόσιο δρόμο. Πέρναγαν από μπροστά του κι έφευγαν βιαστικά, αφήνοντας στη φευγαλέα τους διαδρομή μια επίγευση πίκρας, στεναχώριας, ιλαρότητα και λύτρωση μαζί. Στην αρχή τις ανακαλούσε και απομυζούσε λαίμαργα τη γλύκα της στιγμής τους και τις ξαναζούσε ολοζώντανες μέσα στην απόλυτη μοναξιά του. Ειδικά τις νύχτες τις φεγγαρόφωτες, τις νύχτες που μόνο τα τριζόνια κράταγαν το ίσο σε μια απόλυτη μυστική, μουσική μυσταγωγία και τα τσακάλια ούρλιαζαν και κόπτονταν για ένα κοψίδι κρέας και συνταίριαζαν το ουρλιαχτό τους μ´ εκείνο της καρδιάς του Θοδωρή, ε, αυτές οι νύχτες ήσαν ανυπόφορες, φρικτές, αλλοπαρμένες!
Το πιο βάρβαρο ήτανε όταν θυμόταν τη σκηνή του Λώνη που τους κρυφοκοίταγε και τώρα που τη φέρνει τη Λενιώ να στέκει δίπλα του κι όχι σ´άλλο τόπο μα στον τόπο του, μονάχα στην απέναντι μεριά, εκεί κοντά κι ανάκοντα στο σπίτι της Γιωργίτσας, να περπατεί για την εκκλησιά και για το πανηγύρι, νά ´χει αγκαλιά της τα παιδιά και να μην είν´ δικά του, η πλούσια χρυσοκόμη της ν´ανεμίζει στου Λώνη
την αγκαλιά και το βυσσινί ολομέταξο φουστάνι της άλλος αέρας να το σηκώνει κι άλλου χέρια να χαϊδεύουνται απάνου του απαλά, μεταξένια. Κι εκείνος ο βελούδινος λαιμός, τα πορφυρένια χείλη που τη δροσιά τους και τη φλόγα τους μαζί έκλεψε εκείνη την πανώρια μέρα, πού ´ναι κοντά πολύ κοντά και όσο ν´αλαργέψει θα του ματώνει την ψυχή ,θα του ξεσκιεί τα στήθια! Και τούτος που δεν πρόλαβε το κρεμεζί φουστάνι ν´αγοράσει και το σταυρό για να τον κάμει εκείνη φυλαχτό, να μην τόνε ξεχάσει! Που το ´πλεκε μερόνυχτα με του μυαλού το υφάδι! Και την καρφίτσα τη χρυσή; Και τ´άστρινο στεφάνι; Το δαχτυλίδι το χρυσό, διπλό κι ευλογημένο..!
Και το φεγγάρι τ´ολόγιομο που θα της τό ´δινε, πάει έφυγε και πήρε μαζί την ψυχή του και τ´όνειρο... και τα σκουτιά του... κι έμεινε γυμνός και ξέσκεπος χωρίς τη θωρειά της που τον σκέπαζε τις νύχτες του χειμώνα και τον δρόσιζε στου Καλοκαιριού το λιοπύρι.
-Είναι οι βουλές σου θεϊκές μα ,,γιάτρα,, μου τον πόνο.,
,,Τήρα,, η καρδιά μου πώς πονεί, πώς βαριαναστενάζει!
Και του βουνού το βάλσαμο με το ,,ρουμπί(νί) το χρώμα δε στέκει απάνου στην πληγή και δεν τήνε γιατρεύει!
Λενιώ είναι το γιατρικό κι αυτό έγινε φαρμάκι!
Ανάσανε βαριά κι αποκοιμήθη! Αχ! Τί ´τανε τούτος ο ύπνος, βάλσαμο και γιατρικό άπ´ τα λίγα!
Κοιμάται τρία μερόνυχτα ,κοιμάται κι ονειριέται!
Σα φθινοπωρινή αμαρυλλίδα παρουσιάστηκε μπροστά του η Λενιώ. Τον πήγε σ´ονειρόκοσμο, σ´αέρινα παλάτια και μια νεράιδα τον καλεί και στέκεται μπροστά του. Φοράει φουστάνι ρουμπινί μ´ολόχρυσες γιρλάντες. Ξέπλεκα έχει τα μαλλιά στ´αγέρι ν´ανεμίζουν και στο χορό αλαφροπατά κι αυτός είναι σιμά της. Ανέμελα στριφογυρνά σαν την ανεμοδούρα. Πλατύ χαμόγελο φορεί και γύρω καλεσμένοι.
Τρατάρει δίσκους τα γλυκά και τόνους τις κανάτες με το νερό τ´ολόδροσο. Σβήνει τη λάβρα των αντρών, των κοριτσιών τη ζήλεια. Και το κρασί το ρουμπινί ρέει από τα βαγένια. Ο Βάκχος άπληστα κρατεί, πάθος απλόχερα σκορπά, τη συντροφιά γητεύει...
Και η καρδιά της είν´ανοιχτή και τα κλειδιά δικά του!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ
Μέσα στου ονειρόκοσμου τα γέλια και την πλάνη καρφώνει ο Θοδωράκης τα μάτια στο κενό ...
Εκεί κάτω στο σπίτι του και στης Λενιώς το σπίτι γλυκειά είναι η αναστάτωση.
Βλέπει και μάνα κι αδερφή που σιγοτραγουδάνε και η χαρά μες την ψυχή λαμπράδα κι όξω φέρνει..
Κινούνται σαν τις μέλισσες, διαλέγουνε λουλούδια, κόβουνε φύλλα λεμονιάς ,ζυμώνουνε κουλούρα.
Κι ατός του πάει στο μαντρί. Σφάζει αρνί λαχταριστό ,αρνί μελετημένο.
Ταμένο είναι στη Λενιώ, ταμένο στην αγάπη.
- Φέρε καλή μ´τα κάνιστρα, φώναξε τις κοπέλες! Στολίστε τις περίτεχνα το Θοδωρή παντρεύω, είπε η μανούλα με χαρά .Κι αράδιασε απανωτά τα πλούσια δώρα της καρδιάς για τη γλυκοφρυδούσα.
Στη μια κανίστρα το κρασί, γλυκό σαν την καρδιά της, κουλούρα και το ,,μπακλαή,, για της χαράς το κέφι!
Στην άλλη το φουστάνι της, τ´αρραβωνιαστικό της και τα παπούτσια και λεφτά για το παλληκαράκι, μαζί και χτένι κοντογούνι, καθρέφτη και μαντήλι.
Ντύθηκε και στολίστηκε, έβαλε τα καλά του.
Το σπίτι τους αφήνουνε για της Λενιώς κινάνε...
,,Τα ντενταρούκια,, , η πομπή με συγγενείς και φίλους φτάνουν, καλωσορίζονται και μες τη σάλα μπαίνουν.
Τραπέζι ολοστόλιστο βρίσκουνε και τον παπά σιμά του.
Εικόνα, βέρες καρτερούν για την τρανή την ώρα!
Παίρνει ο παπάς τις ευλογάει κι αμέσως τις περνάει αργά-αργά στο δάχτυλο του καθενός κι ευκιέται.
Ευκιέται κι ο πατέρας του, ευκιέται κι η μανούλα.
Και της Λενιώς τα γονικά, τ´αδέρφια των δυονών τους.
Συγγενολόϊ και λοιποί όλοι ευχές τους δίνουν:
Να ζήστε να γεράσετε ν´αφήκετ´απογόνους...
Κι αφού το χρέος έκαμαν λένε και στον κουμπάρο, π´άλλος δεν είν´ από το νουνό, το χιλιαγαπημένο.
-Να μας παντρέψεις ε νονέ εσένα καρτεράμε..ες την τρανή την εκκλησιά μαζί σου θε να πάμε.
Κοιτάει τη Λένη τρυφερά, κοιτάει και συγκινιέται
κι αυτή λατρεία και ψυχή ετοιμάζει μα ,,ντιριέται,,!
Κοιτάζονται, αγκαλιάζονται και ταπεινά φιλιούνται!
Όρκο δίνουν στην Παναγιά, αιώνια ν´αγαπιούνται!
Το γλέντι τώρα αρχίνησε και τα βιολιά γροικιούνται.
Πιάνονται ούλοι στο χορό και δεν παραπονιούνται.
Τραγούδια με το στόμα τους, τραγούδια της καρδιάς τους
ποτάμι τρέχουν ,ξεδιψούν με το κρασί σιμά τους.
Όλη τη νύχτα τραγουδούν, γλεντοκοπούν και πίνουν.
Κανένας δε βαρέθηκε, ψυχή, καρδούλα αφήνουν.
Κι όταν το γλεντοκόπημα την ,,πάψη,, του ορίσει,
στέκει η Λενιώ στην πόρτα της να τους ξεπροβοδίσει!
Με το ποτήρι το κρασί να τους ευχαριστήσει.
Την άλλη μέρα και στερνά στους συγγενείς τους πάνε
και τη χαρά τους χαίρονται μ´ευχές που τους ταιριάνε.
Την Κυριακή θα καρτερούν και την τρανή τη σκόλη,
να στολιστούν μαζί να βγουν να τ´ς καμαρώσουν όλοι.
Βάζει η Λενιώ το ρουμπινί τ´αρραβωνιαστικό της
και από χρώμα και χαρά λάμπει το πρόσωπό της.
Και στα λουσμένα της μαλλιά το χτένι απ´ τον καλό της.
Κι ούλα της τα στολίσματα, φόρεσε κοντογούνι
με τα χρυσά κεντήματα κι έσκυψε το πηγούνι.
Μπούρλιασε τα γιορντάνια της,φόρεσε την ποδιά της
τη ζώνη και τη μπόλια της μ´όλη την ομορφιά της
Πέρασε το ,,τσιαντάκι,, της στο χέρι με καμάρι
και ζήλεψε τη χάρη της τ´όμορφο παληκάρι.
-Πανώρια, ζηλεμένη μου, με τα καμώματά σου
έκαμες την καρδούλα μου να στέκεται σιμά σου.
Κι αυτός τη φουστανέλα του τη σαραντοφυλλούσα
φόρεσε κι αντιτάχτηκε στη γαϊτανοφρυδούσα.
Και πουκαμίσα αστραφτερή και κόκκινο φεσάκι
με φούντα πούν´κατάμαυρη, κουνιέται στο αεράκι.
Την πουκαμίσα κέντησε η Λενιώ η χρυσοχέρα,
τη χάρισε στο Θοδωρή με μια της καλημέρα.
Έβαλε και τη ζώνη του, το ξίφος του πατέρα
και το γιλέκο τ´όμορφο τέτοια ´πίσημη μέρα.
Πάτησε τα τσαρούχια του τα καλογυαλισμένα,
τη φούντα όρθια και παχειά, σφιχτοαγκαλιασμένα.
Ανθός να στέκει αμάραντος δίπλα στην περιστέρα
και στο χωριό να κρένουνε για ´κείνους όλη μέρα.
Την αγκαζάρει κορδωτός, στην εκκλησιά την πάει
με τους γονέους, το νουνό κι ούλοι φιλάνε το σταυρό
και ´κειος καμάρι του τρανό, που έχει δίπλα θησαυρό.
Ευχές πηγαίνουν κι έρχουνται, ευχές γλυκοκρατούσες
μ´ετούτο το ζευγάρωμα νά´ναι ριζοκρατούσες.
Τώρα στο σπίτι της Λενιώς τραπέζι είναι στρωμένο,
ούλος ο κόσμος ας θωρεί πού ´ναι ευτυχισμένο.
Κουβέντες και χαμόγελα, αγάπη κι ευτυχία
και σύναξες καλόβολες στο μέλλον με υγεία!
Ο Θοδωράκης τρισευτυχισμένος τραγούδι έχει στην ψυχή, τραγούδι που το βγάνει, σκύβει στ´αυτί της να το ειπεί και στην καρδιά το βάνει, χωρίς κουβέντα του καμμιά χωρίς λόγο να βγάλει μον´τον αέρα της ψυχής,αυτόν της ξεφυσάει:
Παρ´το φουστάνι λυγερή παρ´το φουστάνι κόρη,
να το φορέσεις το πρωί να χαμηλώσουν τα όρη.
Μάγια σου κάνω να ντυθείς, μάγια και να το βγάλεις,
μες της καρδιάς σου το σφυγμό κι εμένανε να βάλεις.
Να σ´ακουμπήσω, να καώ στα φλογισμένα στήθια,
φιλί να δώσω ρουφηχτό, όπως στα παραμύθια.
Μα της αγάπης ο καημός δε σβήνει μ´αναλήθεια.
Θέλει φωτιά, θέλει όργωμα, μαζί με παραμύθια.
Δος μου το χέρι σου κυρά μαζί μου να το σέρνω
και στην Παρθένα Παναγιά τις σχόλες να σε φέρνω...
Φουστάνι, χτένι και σταυρό, φεσάκι, κοντογούνι
στης ακριβής μου το κορμί ακουμπώ και το σεγκούνι.
Φόρεσα το πουκάμισο, που μόχεις κεντημένο
και  ,,έκοψα τον άλυσο,, μέχρι να σε προσμένω.
Πάρ´το γιορντάνι φόρα το, τη ζώνη, την ποδιά σου.
Γίνε βασίλισσα κυρά, κλείσε με στην καρδιά σου!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ - Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Πέρασαν τρία ολόκληρα μερόνυχτα με σκέψη, περισυλλογή κι όνειρο. Τόσο όνειρο, όσο δεν είχε δει σ´όλη του τη ζωή ο Θοδωράκης! Η μοναξιά πάντως βάλσαμο δεν του χάρισε, όπως είχε προβλέψει ο πατέρας του! Ακόμα το βλέμμα του περιεργαζόταν το κενό και κανένας δεν ήταν ικανός να τον αποσπάσει από τις σκέψεις του παρά μονάχα τ´όνειρο μέσα στο οποίο περιπλανήθηκε με λαχτάρα και χόρτασε άπλετη ευτυχία! Τρία ολόκληρα μερόνυχτα το μέσα του αλυχτούσε λυσσασμένα και η μόνη του παρηγοριά ήτανε τ´όνειρο, που όμως στο ξύπνιο του γινόταν φούρκα και τον έπνιγε στο λαιμό! Πώς γίνεται να ρουφάς αχόρταγα ευτυχία ,να πετάς σε νεραϊδοκηπους, να γράφεις παραμύθια, να οργανώνεις αρραβώνες, να ταξιδεύεις στα σύννεφα και με το που ανοίγεις τα μάτια να προσγειώνεται ανώμαλα και να να σε κωλοκαθίζει σε κοφτερές, παράξενες, ανώμαλες καθίστρες η ανικανοποίητη στυγνή πραγματικότητα; Πώς γίνεται να κλώθεις το υφάδι και να υφαίνεις κόσμους όμορφους σε βηλάρια τα όνειρα που τα ξετυλίγεις άκούραστα και σε υποτάσσουν με τη μεθυστική τους μυρουδιά, σε αποχαυνώνουν με την εξαίσια γοητεία τους και σε ξεγελάνε με την πλανεύτρα σιωπηλή τους ανοχή; Κι όμως γίνεται και παίζεται και υφίσταται και χειροπιαστά ανιχνεύεται και ολοζώντανα καρτερεί και υπερφυσικά προγραμματίζεται μέχρι ο νους να σε πείσει πως έχεις το δικαίωμα να ονειρεύεσαι και η ανάγκη πως έχεις επίσης το δικαίωμα να προσγειώνεσαι! Γιατί στα κάνει και τα δυο δικαίωμα και κάνει ,,κουλουβάχατα,, τη σκέψη σου ,,τρέχα γύρευε ,,!
Η Διονυσούλα με ποια καρδιά έκανε τις ετοιμασίες για τον αρραβώνα της Κυριακής η ψυχούλα της το ήξερε μονάχα.
Παρ´όλα αυτά έπραξε τα δέοντα και πανέτοιμη καρτερούσε ε ντολές από τον Αναστάση! Το ταχύ που ξημέρωνε Κυριακή κατά πως είχανε υποσχεθεί θα έπρεπε ν´αρραβωνιάσουν τη Θοδώρα! Αστες αυτές πια στην Καλύδωνα! Δεν είχαν που ν´ακουμπήσουν τη χαρά τους. Μέσα σ´ένα πανδαιμόνιο ανακατώματος και καρτερίας έβγαλαν τον καλύτερό τους εαυτό και μαζί με της ευχαρίστησης την προκομάρα ετοίμασαν όλα όσα η περίσταση απαιτούσε κι ακόμα περισσότερα. Αρκούσε που ήταν δερβέναγας η Γιωργίτσα και δεν της ξέφευγε κανείς και τίποτε! Η γλυκειά αναμπουμπούλα που επικράτησε στο σπίτι της Θοδώρας όλη τη βδομάδα καρτέραγε την επιβεβαίωσή της από το γαμπρό και τους συμπεθέρους.
Ο Αναστάσης κιοτεμένος από την έγνοια κι από την ενοχή με βαριά βήματα ακλούθησε το δρόμο για τα γαλάρια με τα πόδια, μπας και κουνηθούν πιότερο τα ,,γαίματα,, και βρει πειστικές γιατρευτικές κουβέντες για τον πονεμένο του γυιό.Με τη γκλίτσα παραμάσκαλα, πότε την έβαζε στην πλάτη και την αγκάλιαζε με τις δυνατές χερούκλες του, πότε την κατέβαζε και την περπατούσε αμήχανα κι αδιάφορα μετρώντας τ´απείθαρχα βαριά του βήματα, που τη μια πήγαινε δεξιά και την άλλη αριστερά σα μεθυσμένος, πότε παραπατώντας πότε επανερχόμενος στην τάξη και προχωρώντας σαν αληθινός προύχοντας. Ήτανε πάνω από μισή ώρα τα Βράνια, ο τόπος που ήσαντε τα γαλάρια του κι εκείνος τόκαμε μία και πλέον. Έφτασε την ώρα που ο Θοδωράκης μόλις είχε περάσει για ,,το στάλο,, τα πρόβατα στο μαντρί, το είχε φράξει κι ετοιμαζόταν να κάτσει στον ίσκιο της μεγάλης αγραπιδιάς να περάσει το μεσημέρι του κι αν γινόταν να κοιμηθεί μια στάλα, που το είχε μεγάλη ανάγκη.
Χωρίς να τον χαιρετίσει καν,τον πλησίασε και όπως εκείνος στεκόταν στο αντίκρυσμά του σα στήλη άλατος, ακούμπησε αγκαλιαστά την ,,απαλάμη ,, του στον ώμο του Θοδωράκη, τον ταρακούνησε σα για να τον ξυπνήσει και να τον συνεφέρει και του είπε χωρίς άλλο:
-Άιντε, πάμε!
Δε χρειάστηκε να πει τίποτ´άλλο. Ο Θοδωράκης βαριεστημένα, αλλά υπάκουα πήγε έλυσε τ´άλογο, το σαμάρωσε, το πρόσφερε στον πατέρα του, μάζεψε και την κρεμεζόχρωμη κουβέρτα του, την έκαμε ρολό, την έδεσε στο πλαϊνό του σαμαριού με δυο -τρεις κωδικοποιημένες θηλειές και περίμενε να ξεκινήσει ο Αναστάσης.
Εκείνος αμίλητος σπιρούνισε απαλά το κάτασπρο άλογό του, αυτό που είχε σημαδεμένο ο Θοδωράκης να ,,τρογυράει,, τα βουνά αγκαλιά με τη Λενιώ του και κίνησαν για το χωριό!
Τίποτα δε μαρτυρούσε στη φύση πόνο κι αναστάτωση. Είχε μια πανέμορφη μέρα, σαν εκείνες που πάει το καλοκαίρι στο έβγα του κι είχε μια γλύκα θεσπέσια, ακόμα και τα βουνά γελούσαν κι οι ρεματιές με τα κελαρύσματά τους έδιναν το ίσο στις βρυσομάνες και τα ποτάμια. Ούτε τα πρόβατα δεν ήθελαν να μαντρωθούν, γιατί η ζέστη ήταν γλυκειά και δεν τα έμελλε να κλώθουν τριγύρω και χαζευτά να μασουλάνε μαζεύοντας την τροφή τους με απόλυτη νωχελικότητα σίγουρα για την δικαιούμενη ελευθερία τους. Και για ´κείνα όμως άλλοι αποφάσιζαν!
Έριξε ο Θοδωράκης μια κατασκοπευτική ματιά τριγύρω κι έπιασε το μάτι του μια οπτασία, που του θόλωσε τη ματιά, που του αντάριασε τα στήθια, απάνου ακριβώς στην ώρα που πήγαινε να καταλαγιάσει το φουσκωμένο ποτάμι, να ηρεμήσει η ανταριασμένη θάλασσα, να ξεψυχήσει ο θυμός του και που πάσκιζε να συμβιβαστεί με τη δική του μοίρα! Έμεινε και τη χάζευε και γέλασαν τα χείλη του, τα μάτια του, το πρόσωπό του όλο κι η ψυχή του. Ήθελε να τρέξει να την αγκαλιάσει μα ένιωθε τα πόδια του καρφωμένα στη γη. Ήθελε να της μιλήσει με την πιο δυνατή φωνή που μπορούσε να βγάλει, ν´αντιλαλήσουν τα βουνά και τα λαγκάδια, να το μάθει όλη η πλάση πως είναι ερωτευμένος, πως δε θέλει τίποτ´άλλο στη ζωή, πως είναι ευτυχισμένος και του αρκούν η Λενιώ και τα λημέρια του, μα η φωνή πνίγεται στο λαιμό του και δε βγαίνει. Ο Μπαγάσας τον βλέπει που στέκεται έτσι αποσβωλωμένος και τον καταλαβαίνει. Είναι ,,νοητάκι,, ο Μπαγάσας. Φεύγει από το γαλάρι που έχει ρητή εντολή να φυλάει τα πρόβατα κι έρχεται κοντά του. Τρίβεται στα πόδια του, κάνει κλωθογυρίσματα γύρω του, μουγκρίζει απελπισμένα, τον προκαλεί, θέλει να τον συνεφέρει να τον βγάλει από αυτήν την άβολη παιδευτική κατάσταση κι ο Θοδωράκης στέκει αδιάφορος μπροστά σ´αυτή τη γλυκειά πρόκληση, που άλλοτε θά ´χε βουτήξει αγκαλιά το Μπαγάσα του, θα τον είχε χαϊδέψει, θα είχανε κουβεντιάσει, θα παραβγαίνανε στο τρέξιμο, θα μοιράζονταν ακόμα και το φαΐ τους. Τώρα μονάχα ένα ξεροκόμματο που είχε απομείνει στο ταγάρι τού ´ριξε και βγαίνοντας από τον κυνηγημένο νου του τον πρόσταξε αυστηρούτσικα να γυρίσει πίσω στο μαντρί. Ενοχλημένος ο Μπαγάσας και λιγάκι απογοητευμένος μα υπάκουος, έκαμε ένα τελευταίο τρίψιμο απάνου του σα να τον καταλάβαινε απόλυτα κι έτρεξε με το ξεροκόμματο στο στόμα στο μαντρί του, αποφασισμένος να εκτελέσει το χρέος του με πλήρη αφοσίωση. Και καθώς η οπτασία εξαφανίστηκε εντελώς από μπροστά του, κουκουλωμένος με τη γλύκα της και με της ημέρας τη γλύκα, πήρε τα πόδια του ακολουθώ ντας βαριεστημένα τον Αναστάση, που είχε πέσει κάτω ,,στη χούνη,, κιόλας και δεν τον έπιανε πια το μάτι του.
Ο Αναστάσης ούτε που είχε πάρει χαμπάρι πως δεν τον ακολουθούσε ο Θοδωράκης και καθώς το μονότονο κροκάλισμα των πετρών του δρόμου απασχολούσε τ´αυτιά του, τού ´διωχνε κάθε επιθυμία να κοιτάει τρογύρω, μονάχα ίσια κι απορροφημένα. Μια μυίγα, από κείνες που μαζεύουνται σωρός στα περιττώματα ήρθε κι έκανε ενοχλητικό περίπατο στο σβέρκο του. Έτσι, αναγκαστικά έστριψε κι ασυναίσθητα, καθώς με το σκοινί του καπιστριού στο χέρι αγκάλιασε με την γροθιασμένη παλάμη του το σβέρκο του, για να τη διώξει. Αλαφιάστηκε! Του την έκανε ο Θοδωράκης έτσι ασέβαστα;
Πώς τον είχε αυτός αναθρεμμένο;
Να κάνει του κεφαλιού του προτού ολοκληρώσει τον κύκλο του ανδρισμού του; Φούντωσε μέσα του η οργή, κρατάει σφιχτό το καπίστρι μαζεύουντας το σκοινί και το στρίβει αριστερά γυρνώντας και σπιρουνίζοντας τ´άλογο να τρέξει προς τα γαλάρια. Όταν τον είδε να κατηφορίζει σκεφτικός, τουλάχιστον ανάσανε, γιατί δεν το είχε ,,σπεντζοβουνίσει,, , όπως είχε φανταστεί. Μπροστά του σταμάτησε τ´άλογο, κατεβαίνει μ´έναν πήδο, τό ´λεγε η καρδούλα του Αναστάση, του προσφέρει το καπίστρι τ´αλόγου και:
-Ανέβα, του λέει, προχώρα! Έρχουμαι κι εγώ!
Και τον πήρε κατά πόδι ,που λένε!
Γιατί τό ´καμε τούτο ο Αναστάσης πού να ξέρω; Ήθελε να του δείξει πως τον σέβεται; Ήθελε να του θυμίσει πως από τώρα είναι αρχηγός; Μπορεί και τα δυο. Εκείνος ήξερε. Είχανε βγει από τη ,,χούνη,, κι αγνάντευαν πλέον το χωριό που η θέα του τους πρόσφερε και των δυονών τους μια ζεστή οικογενειακή λαχτάρα. Φτάσανε στην εκκλησιά, κάμανε κι οι δυο το σταυρό τους, το θεωρούσαν χρέος τους και κατηφόρισαν στην Πέρα Βρύση! Ο Θοδωράκης ξεπέζεψε, τράβηξε τ´άλογο να πιεί από τ´ολόγιομο λιμπί, που η συνεχής ροή ανανέωνε διαρκώς το νερό του, ύστερα παραχώρησε τη θέση του στον Αναστάση να πιεί από τη φρεσκοπλυμμένη γούρνα, που έλαμπε μέσα το πρόσωπό σου από το γυάλισμα που της έκαναν κάθε τόσο τα κορίτσια του χωριού και ´κείνος παραμέρισε και καρτερούσε.
Ο Αναστάσης έβγαλε την τραγιάσκα του και την ακούμπησε στο ψηλό τουράκι δίπλα του, έπλυνε πρώτα τα χέρια του στο τρεχούμενο νερό, έριξε μια ,,μπούφλα,, στο πρόσωπό του, είχε τόσο πολύ ανάγκη να δροσιστεί, πιότερο η ψυχή του δηλαδή είχε ανάγκη, αλλά αφού εκείνη δεν ήξερε πως να τη δροσίσει, αρκέστηκε ν´ αγγίξει το πρόσωπό του η φυσική δροσιά από το γάργαρο βρυσονέρι της ,, ρούγας,, του. Μετά αγκάλιασε με τα δυο του χέρια τη γούρνα κι ,,έσκιουψε,, απάνου της. Ήπιε πιότερο κι απ´τ´άλογο! Πού το ´βαλε τόσο νερό σε μια πλάκα κοιλιά δεν ξέρω, ούτε που φούσκωσε μια στάλα η ,,κιουλιά,, του. Ήταν σα να την είχε ρουφηγμένη, όπως κάνουνε σήμερα οι δεσποινίδες, που μοναδική τους έγνοια είναι η φιγούρα τους κι όχι το είναι τους.
Τώρα πέντε δρασκιελιές δρόμος τους χώριζε από το σπίτι τους και το ρέμα που ,,κράτηγε,, στα σπλάχνα του το περσευούμενο νερό της βρύσης και κύλαγε βιαστικά στους περβολόκηπους της ρούγας και του μισού χωριού. Τ´άλλο μισό τό ´τρωγε η ξέρα και το ,,κουβαλητό,, ποτέ δεν ήταν αρκετό για τη λάτρα του σπιτιού και τις ανάγκες των ανθρώπων του. Ένιωθαν τυχεροί οι περαρουγίτες που είχαν το νερό στα πόδια τους και ως εκ τούτου κήπους θησαυρούς.
Πήρε ο ίδιος ο Αναστάσης το καπίστρι στο χέρι του, τράβηξε τ´άλογο από το νωχελικό του καρτέρεμα και χωρίς να νοιάζουνται για την γνώμη των άλλων με σκυμμένα κεφάλια κι οι δυο τράβηξαν για το σπίτι τους. Ο Αναστάσης δεν είχε ειπεί στη Διονυσούλα τίποτα κι όταν η δόλια είδε άξαφνα το γιόκα της, όρμησε απάνου του και τον αγκάλιαζε και τον ρούφαγε σα βδέλλα, μόνο που αυτή δε ρούφαγε το αίμα του, αλλά την ψυχή του, τη μυρουδιά του, που τόσο της είχε λείψει μέσα σε ´κείνα τα τρία μερόνυχτα.
-Το ,,χαρανί ,,είναι γιομάτο! Η αλυσίβα έτοιμη, τώρα πλυθήκαμε ούλοι. Τράβα και συ γιόκα μου, άιντε λεβέντη μου, άιντε παλληκάρι μου, του είπε συγκαταβατικά και τρυφερά, όπως μόνο μια μάνα γνωρίζει ν´αγγίζει την ψυχή και το έξω του παιδιού της.
Έχω μαγερεμένο και ιμάμ που πολύ τ´ορέγεσαι. Η Νικολέττα ´τοιμάζει κιόλας το τραπέζι. Κι ο Νικολάκης από
´κει έναι κι εννοούσε το διπλανό χωράφι, όπου νά ´ναι έρχεται και ,,δαύτος,, και τα μάτια της δεν έλεγε να τα πάρει από πάνω του!
Τρία μερόνυχτα νηστικό είχε ,,ρέψει,, το παληκάρι της! Στράγγιξε σαν τη ,,στριγκλιάτα,, που καθημερινά η Διονυσούλα έριχνε στα τουλπάνια, για να φτειάξει τις βελούδινες, μυρωδάτες, βουτυρένιες μυζήθρες της. Και καλά ,,εκεινώνε,, ήταν η μοίρα τους να στραγγάνε, του γιόκα της η μοίρα ήτανε ν´αντριεύει κάθε ημέρα πιότερο και τούτο με νηστικομάρα και με ντέρτια δε ,,γένεται,,!
Στο μεταξύ η Γιωργίτσα μόλις επέστρεψε από την Καλύδωνα, έπρεπε να πάρει τα καλά της τα σκουτιά βλέπετε για τον αρραβώνα και τράβηξε κατ´ευθείαν στου Αναστάση. Ήξερε πως εκεί θα είχε ζεστό φαΐ, καλή παρέα, χαζή ήτανε να μην πάει; Άσε που είχε και την περιέργεια, ετούτο το σαράκι που την έτρωγε ,γιατί συνέχεια ήθελε να μαθαίνει τι γένεται στου καθενού το σπίτι. Με το πρόσχημα λοιπόν ότι τους φέρνει νέα, ξεσούρωσε ατός της κι απατός της, με τα ,,σέα,, της και τα ,,μέα,, της που λένε!
Την ώρα ακριβώς που η Διονυσούλα ,,κένωνε ,,το δικό της το πιάτο για να κάτσει στο τραπέζι.
-Γεια σας, να με συμπαθάτε, σας βρίσκω και στο φαΐ ,τους είπε. Έρχουμαι από κάτου κι εννοούσε την Καλύδωνα και είπα να σας φέρω τα χαιρετίσματά τους και τα νέα τους!
- Καλώς όρισες, Γιωργίτσα, είπε ο Αναστάσης εκπροσωπώντας την οικογένεια, κάτσε να φας μαζί μας!
Στη Διονυσούλα και τον Αναστάση δεν άρεσε καθόλου αυτή η επίσκεψη τούτη την ώρα και τέτοια ημέρα που την καρτερούσανε του κόσμου οι δουλειές μα και που η ψυχική τους διάθεση ήτανε αναστατωμένη θέλανε νά ´ναι μοναχοί τους να κουβεντιάσουνε τα του ,,οίκου,, τους, όπως συχνά έλεγαν με παραφθορά τη λέξη κι οι δυό τους, τα του ,,γοίκου,, μας, λέγανε!
Μοναχά ο Θοδωράκης χάρηκε, γιατί θα μίλαγε συνέχεια η Γιωργίτσα και θα γλίτωνε ο ίδιος τις ερωτήσεις της οικογένειας, γιατί ευτυχώς η Γιωργίτσα δεν ήξερε τίποτα για το φευγιό του.
Κούνια που τον κούναγε όμως! Θα ξέφευγε από τα δίχτυα της καπάτσας της Γιωργίτσας; Η πρώτη βολή έπεσε κατά πάνου του.
-Θοδωράκη μου, έχεις πρώτα τα χαιρετίσματα από την όμορφη αρραβωνιαστικιά σου, που μοιάζει με γαρούφαλο, που μοιάζει με φεγγάρι και τώρα που είναι ούλα έτοιμα κι εσένα καρτεράει λάμπει το πρόσωπό της κι αστράφτει και τρέμει σύγκορμη από τη λαχτάρα να σε ιδεί.
Στερνά σε χαιρετάνε οι γονιοί της και ούλο της το σόι και καρτεράνε το ταχύ να την αρρεβωνιάσεις. Να σκάσει ούλη η γειτονιά και οι πάρα πέρα ρούγες!
Πώς τά ´λεγε η άτιμη! Και πώς σε μαλαγάνιαζε, πώς γινόταν πιστευτή, πώς με το γάντι σ´έφερνε στα μέτρα της!
Και ,,Ω,του θαύματος,,! Τα λόγια της Γιωργίτσας τα μαγικά, το είχε τούτο το προσόν ,,πανάθεμά την,, , η ανάγκη να μην προδώσει τα ,,κογενειακά,, του και τα προσωπικά του στη Γιωργίτσα, για τ´ότι τον ωρίμασε αγάλι -αγάλι το ξεμονάχιασμα όπως είχε προβλέψει ο Αναστάσης;  Ό,τι κι αν ήταν με πρωτόγνωρη άνεση που ξεπέρναγε και τον πατέρα του, με όρθιο το κεφάλι, που δεν το ξανά ´ριξε ποτέ από τότε,πήρε το ποτήρι με το κρασί στα χέρια του χωρίς να καρτερέσει τον Αναστάση και σηκώθηκε ορθός, υποχρεώνοντας και τους άλλους να κάμουνε το ίδιο και τσουγκρίζουντας πρώτα με τον πατέρα του, στερνά με τη μάνα του, τ´αδέρφια του και τελευταία τη Γιωργίτσα κι όχι πρώτη, όπως καρτέραγε η υψηλότητά της, το είχε παραξηλώσει το πράγμα, ίσως και γι´αυτό το έκαμε ο Θοδωράκης, μπορεί να ήθελε να την βάλει στη θέση της, ύψωσε το ποτήρι και είπε:
-Ευχαριστώ, θειά Γιωργίτσα, ευχαριστώ πατέρα, μάνα, αδερφοί, που τόσα κάματε για τη χαρά μου! Μετά χαράς θα την αρρεβωνιάσω τη Θοδώρα και θα την έχω κορώνα στο κεφάλι μου!
Ξανά τσούγκρισε κεφάτος άλλη μια βόλτα και ήπιε μονορούφι το ποτήρι του. Έκατσε σαν αρχηγός κι ο Αναστάσης ετούτο δω το χάρηκε τόσο, που έστριψε το μουστάκι του και όρμησε με λαχτάρα στ´αγαπημένο του φαΐ.Αντί να μουγκρίζει όμως εκείνος από τη νοστιμάδα ε μούγκρισε η Γιωργίτσα.
-Γεια στα χέρια σου συμπεθέρα, της είπε κι έβαζε με βουλιμία τις μπουκιές απανωτές στο στόμα της. Μμ και μμ και δε συμμαζεύεται!
Η Διονυσούλα σχεδόν έμεινε νηστική, γιατί το πιάτο της το παραχώρησε στη Γιωργίτσα, που παρουσιάστηκε την πιο ακατάλληλη στιγμή και μπερδεύτηκε στα πόδια τους και έξυσε που λέει ο λόγος την κατσαρόλα για να μαζέψει ό,τι είχε απομείνει και να το βάλει στο δικό της πιάτο. Μα ποιος έδωσε σημασία! Μονάχα η Νικολέττα το μυρίστηκε και σε ανύποπτο χρόνο συμπλήρωσε της μάνας της το πιάτο, παίρνοντας από το δικό της μια μεγάλη πηρουνιά και βάζοντάς την σε κείνη!
Τα μάγουλα του Θοδωράκη ξαναμμένα, με το χρώμα της χαράς ζωγραφισμένο και της αντρίκειας υπόστασης τον ερχομό προκαλούσαν τα τρυφερά βλέμματα των γονιών του και όπως έτρωγε με όρεξη ,ήτανε φιγουρίνι, χάρμα των ματιών και χαρά της ψυχής τους.
Πήγανε και ήρθανε τα πες από δω, πες από ´κει, άναψαν τα αίματα από τον ,,κράσο,, και τσούγκρισμα στο τσούγκρισμα άρχηνίσανε ούλοι να λαλάνε πιότερο από το κανονικό και μεσημεριάτικα ήρθανε στο ,,τσακίρι κέφι,, και ,,βουρλιστήκανε,, να το ρίξουν στο τραγούδι και στο χορό.
- Μμμμμμμμμμμμμ ! Ααααας πάν´...
-Ταχειά τα τραγούδια και οι χοροί, είπε ο Αναστάσης και φίλησε το γυιό του με λατρεία, όπως και μ´άλλη τόση τόνε καμάρωσε στο τραπέζι. Τώρα ,,αναπαείτε,, και στερνά ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!
Αποχώρησε με μια ευτυχία μέσα του, που κανένας δε λογάριαζε και που ο ίδιος δεν πίστευε στ´ αυτιά του και στα μάτια του! Έστριψε κι έκαμε το σταυρό του!
Τον περίμενε πολλή δουλειά μέσα στο απόγιομα!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Τ´ ΑΛΗΘΙΝΑ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ
Δεν ήταν του καιρού τα παιχνιδίσματα, δεν ήταν της αράδας του τα γέλια! Το σπιτικό του είχε αξιοπρέπεια κι ο λόγος των αντρών του ήταν μπεσαλής!
Η Διονυσούλα Σαββάτο βράδυ τά ´χε ούλα έτοιμα για την περίσταση που θά ´βγαζε ασπροπρόσωπο το σπίτι της και τους ανθρώπους του. Ο μπακλαής έτοιμος σιροπιασμένος κι η κανίστρα που θα τον δεχόταν στολισμένη με κεντίδια και λουλούδια, που την τελευταία στιγμή θα έβαζαν για να διατηρηθούν φρέσκα και δροσερά. Τα στολίδια της νύφης,  τ´αναγκαία, μια καρφίτσα, σκουλαρίκια, το γιορντάνι του λαιμού, το φουστάνι, το κοντογούνι ,το χτένι, το καθρεφτάκι, μια πλάκα σαπούνι κι ένα ψαλίδι. Δεν ήσαν πλούσιοι μα η αξιοπρέπεια βασίλευε σε ´κείνο το σπίτι και όλα έπρεπε νά ´ναι σωστά, όπως συνηθιζόταν. Δεν έπρεπε να ύστερούν σε τίποτα! Οι παραδόσεις και τα έθιμα πάνω απ´όλα!
Οι βέρες αγορασμένες από μέρες στα κουτάκια τους, διπλωμένα σε μεταξωτό μαντήλι, το αρνί, τα σκουτιά τους, όλα στην τρίχα, δεν έμενε παρά η ώρα η καλή που θα ξεκίναγαν η οικογένεια, οι καλεσμένοι που ήσαν συγγενείς και φίλοι με μπροστάρη το γαμπρό πάνω στ´άλογα τα στολισμένα με κουβέρτες και κιλίμια γιορτινά, με πλούσια στολίδια, τα καλύτερα! Όλη αυτή η διαδικασία ήταν όμορφη, πρόδιδε χαρά, υπευθυνότητα,ήταν σταθμός στη ζωή του ανθρώπου και τέτοιες χαρές ήσαν καλοδεχούμενες από γνωστούς και φίλους κι απ´όλο το χωριό. Το κλίμα το δημιουργούσαν, την ευχάριστη κατάσταση, το τραγούδι, το κέφι, το γλέντι. Δεν εννοείτο παρόμοια περίσταση χωρίς κέφι και γλέντι .Πώς λοιπόν θά ´λειπε από του Αναστάση το σπίτι κάτι τέτοιο; Φτάνει πού ´βλεπε το γιόκα του να χαμογελάει. Στο πρόσωπο του Θοδωράκη έβλεπες έναν άλλο άνθρωπο, πρόσχαρο, γελαστό, καλοσυνάτο. Τίποτα από την εικόνα του δεν πρόδιδε το μεγάλο μαρτύριο που βασάνιζε μέχρι τώρα την ψυχή του! Ο αρραβώνας θα γινόταν την Κυριακή κατά τα συμφωνηθέντα. Πρωΐ-πρωΐ ο γαμπρός έστειλε στη νύφη το αρνί, νοικοκυρεμένο, φροντισμένο, μέσα στη μεγάλη κοφίνα ακουμπισμένο κυκλικά και σκεπασμένο με πεντακάθαρη άσπρη μεσάλα. Ο ανύπαντρος ξάδερφός του ο Γιάννης προσφέρθηκε να κάμει αυτή τη δουλειά με συντροφιά δυο ακόμα ανύπαντρους φίλους του Θοδωράκη και επέστρεψαν για να ξαναπάνε το βράδυ μαζί με τους νοικοκυραίους, το γαμπρό, τους συγγενείς και φίλους. Το κέρασμα της νύφης ήταν η πληρωμή τους και η χαρά ότι εξυπηρέτησαν το γαμπρό, μαζί με τις ευχές: και στα δικά τους, η πλήρης αποζημίωσή τους. Η χαρά του ενός εκείνο τον καιρό ήταν και χαρά του άλλου.Τη χόρταιναν τη χαρά οι άνθρωποι, τη ρούφαγαν ως το μεδούλι τους, δεν αποκόβονταν απ´αυτήν. 
Το απόγιομα δεν άργησε να έρθει και το βραδάκι επίσης.
Στην ώρα του το ανθρώπινο μελίσσι με κάθε επισημότητα, με χαμόγελα και ο καθένας με τ´άλογό του στολισμένο με τα γιορτινά κιλίμια ξεκίνησαν για τον ιερό σκοπό. Μπροστά οι καβαλαραίοι με τις κανίστρες, που είχαν μέσα τα γλυκά και τα δώρα της νύφης, ξωπίσω ο γαμπρός, ο Αναστάσης, η Διονυσούλα, η Γιωργίτσα, ούλοι τους στολισμένοι με τα καλά τους και παρά πίσω οι υπόλοιποι καλεσμένοι.
Στο δρόμο μιλούσαν μεταξύ τους, χαριεντίζονταν, γελούσαν κι αντιλαλούσαν οι θόρυβοι από το κροκάλισμα των πετρών στο πάτημα των πεταλωμένων αλόγων και η ηχώ από τις χαρούμενες φωνές τους πισωγύριζε στ´αυτιά τους δημιουργώντας μια ευχάριστη, ειδυλλιακή ατμόσφαιρα.
,,Ανοιχτούς,, αρρεβώνες θά ´κανε ο Αναστάσης στο γιόκα του, να καεί ,,το πελεκούδι,,! Ν´αστράψει η λαμπράδα του κι η ομορφιά του και τ´όμορφο παράστημά του να κουβεντιάζεται για το υπόλοιπο της ζωής του στα γύρω χωριά και ταίρι να μην έχει!
Ο Φώτης ,ο πατέρας της Θοδώρας, καρτέραγε στο έμπα του χωριού τους συμπεθέρους κι όταν εκείνοι φάνηκαν τους καλωσόρισε και τους οδήγησε στο σπίτι .Εκεί τους περίμεναν οι καλεσμένοι της νύφης και τα καλωσορίσματα έδιναν κι έπαιρναν από παντού. Το σούσουρο από τους ακάλεστους έδινε κι έπαιρνε: έτσι είν´ οι γονέοι του, έτσι ο γαμπρός, έτσι η προξενήτρα, τόσοι οι συμπεθέροι κι ό,τι βάλει ο νους του καθενός στα πρόθυρα τό ´βρισκες.
Μ´ένα πήδο κατέβηκε ο γαμπρός, λεβέντης με τα ούλα του, έπήρε την κανίστρα με τα στολίδια της νύφης, απήδηκε κάτω από τ´άλογο ο Κωσταντής που τήνε κράτηγε, άλλοι δώκανε χέρι στο Θανάση που βάσταγε την κανίστρα με το γλυκό, ξεπεζέψανε κι οι άλλοι και όλοι ανέβηκαν στην απλόχωρη σάλα.
Επιτετραμμένοι φρόντισαν τ´άλογα και επόπτευαν το χώρο, γιατί τέτοιες μέρες ψάχνουν οι επιτήδειοι για να ξαλαφρώσουν τους νοικοκυραίους.
Στο σπίτι της Θοδώρας έλαμπαν τα πάντα. Μέχρι κι έξω από την αυλή ως πέρα το δρόμο της αγοράς δεν υπήρχε σκουπιδάκι και το πλακόστρωτο της αυλής άστραφτε από το πολύ το γυάλισμα, τόσο που κάποιος απρόσεχτος γλύστρισε κι έπεσε, μα ποιος έδινε σημασία σε ασήμαντα περιστατικά; Σηκώθηκε μοναχός του, δε χρειάστηκε ούτε να τιναχτεί με τέτοια πάστρα τριγύρω κι ούτε η γάτα ούτε η ζημιά της.
Βάζα με λουλούδια διάσπαρτα σε θέσεις κλειδιά ομόρφαιναν το χώρο. Ήσαντε ξακουσμένες για την νοικοκυροσύνη τους κι οι δυο γυναίκες.
Με το που οδηγήθηκαν στη σάλα το μάτι των γυναικών έπεσε 
στο κάτασπρο ολοκέντητο τραπεζομάντηλο, που η ίδια η Θοδώρα είχε φροντίσει. Το ζύγιζε από δω, το ζύγιζε από ´κει να μη περσεύει ούτε πόντος παράταιρος και καμάρωνε η ίδια για την αξιοσύνη της.
Η μάνα της είχε ακουμπήσει απάνω του τον ασημένιο δίσκο με τα κουφέτα, ναι είχε ασημένιο δίσκο, μια εικόνα κι άφηκαν χώρο για τις βέρες που θα τις έφερνε ο γαμπρός .
Τα γλυκά περίμεναν αραδιασμένα στη σειρά και τα φαγητά με το αρνί του γαμπρού σε πρώτη θέση έσπαγαν μύτη από τ´αγνάντιο ακόμα.
Ο παπάς περίμενε κι αυτός προσκαλεσμένος να ευλογήσει και ,,να περάσει ,,τις βέρες, αλλά και σαν χωριανός από τους αξιολογότερους είχε πάρει κιόλας τη θέση του δίπλα στο τραπέζι και ζήτησε τις βέρες από το γαμπρό. Δυο ολόχρυσα δαχτυλίδια ξεπρόβαλαν από την κανίστρα των δώρων καθώς ο Θοδωράκης τα ξετύλιξε από το μεταξωτό μαντήλι, που τα είχε η μάνα του τυλιγμένα κι άστραψαν στο φως των λαμπών, που ήσαν πολλές τριγύρω κρεμασμένες, για να φωτίζουν και να κάμουν τη νύχτα μέρα για την περίσταση ειδικά. Ο παπάς τις πήρε και τις ακούμπησε στο χώρο του δίσκου, που ήτανε φυλαγμένος γι αυτό το σκοπό. Είπε να πάρουν θέση ο γαμπρός δεξιά και η νύφη αριστερά του, οι γονέοι τους κι ούλοι οι άλλοι τρογύρω και πριν καλά-καλά η Θοδώρα προκάμει να εισπράξει τη χαρά από τη θωρειά του αγαπημένου της, που με τόση λαχτάρα κι αγωνία καρτέραγε, ο παπάς πήρε τις βέρες τις πέρασε τρεις φορές σταυρωτά από το εικόνισμα και με την πεντακάθαρη στεντόρια φωνή του:
- Αρραβωνίζεται ο δούλος του Θεού Θεόδωρος, την δούλην του Θεού Θεοδώραν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν! 
Περνάει το δαχτυλίδι με το όνομα της Θοδώρας στον παράμεσο του Θοδωράκη. Εκείνος χωρίς να σαλέψει από τη θέση του σοβαρός σκύβει και του φιλεί το χέρι.
-Η δούλη του Θεού Θεοδώρα αρραβωνίζεται τον δούλον του Θεού Θεόδωρον, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου πνεύματος . Αμήν!
Περνάει το δαχτυλίδι με το όνομα του Θοδωράκη στον παράμεσο της Θοδώρας κι εκείνη δε μπορεί να κρύψει τη χαρά της, ένα χαμόγελο γλυκοχαράζει στα χείλη της κι έχει την ορμή περίσσεια να τον αγκαλιάσει επί τόπου και να τόνε φιλήσει. Ποιος τολμάει όμως να κάμει τέτοιο πράγμα; Αρκείται στο μειδίαμα και σκύβει και φιλεί το χέρι του παπά.
Τώρα ο παράμεσος με τη βέρα απάνω του γίνεται ο διάμεσος που θα στείλει την αγάπη στην καρδιά και που η ευλογία θα εδραιώσει αυτή την αγάπη και θα την κάμει να διατηρηθεί αιώνια δυνατή και ακμαία.
Η Θοδώρα δασκαλεμένη, προτείνει στον παπά το δάχτυλο του χεριού με το δαχτυλίδι που της είχαν φορέσει στα ειδώματα, εκείνος καταλαβαίνει, το παίρνει, το ευλογάει και το μπουρλιάζει δίπλα στην φρεσκοφορεμένη ολόχρυση βέρα της κι έτσι σφιχταγκαλιασμένα το κειμήλιο με το παρόν, κάνουν έναν ισχυρό δεσμό άλυτο και περιχαρακωμένο.
Οι δύο νέοι σήκωσαν επί τέλους κεφάλι. Δέχτηκαν τις ευχές του ιερέα και στη συνέχεια του νουνού, που θα γίνει και ο κουμπάρος τους στο γάμο, των γονιών, των αδελφών, της Γιωργίτσας και όλων των καλεσμένων.
-Να ζήσετε! Καλά στέφανα! 
-Καλά στερεώματα!
Η ευχή επαναλήφθηκε τόσες φορές όσοι ήσαν οι καλεσμένοι.
Πρώτος ο Αναστάσης φίλησε τη νύφη στο μέτωπο και κείνο έκαιγε σα να είχε πυρετό. Την ευχήθηκε κι εκείνη του φίλησε ταπεινά το χέρι. Μετά φίλησε το γιο του, τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια σα να τού ´λεγε: ,,τ´αστεία τελέψανε,, μάζεψε τα μυαλά σου κι αφού είσπραξε το χαμογέλιο του θεώρησε πως συνεννοήθηκαν .
Η Διονυσούλα έκαμε το ίδιο, οι γονέοι της, τ´αδέρφια εκατέρωθεν κι ο κόσμος ούλος που βρισκόταν εκεί.
Ούτε να κοιταχτούν στα μάτια δεν είχαν το θάρρος οι δυο νέοι μα ούτε ν´αγγίξουν χέρι επιτρεπόταν, ούτε και αλαμπρατσέτα καν. Μέχρι το γάμο σε αυστηρή επιτήρηση.
Ο Θοδωράκης έδειξε μεγάλο σεβασμό στα πεθερικά του.
Μια ντουφεκιά διαλάλησε στο χωριό το ευχάριστο γεγονός κι άλλη κι άλλη και το γλέντι φούντωσε.
Φιλέψανε πρώτα γλυκό ζευγαρωμένο, για νά ´χει γλύκες το ζευγάρι και κεράσανε κρασί, ύστερα χόρεψαν η νύφη κι ο γαμπρός και στρώθηκαν στο τραπέζι που στο μεταξύ ήταν στρωμένο και μόνο τα φαγητά έπρεπε να σερβιριστούν.
Τα κρέατα μοσκοβολούσαν στις πιατέλες κι ο αχνός τους έκαμνε τους συνδαιτημόνες να μη βαστιούνται και ξερογλείφουνταν μόνο που δε μούγκριζαν, από ντροπή τους!
Δεν πρόλαβαν καλά -καλά να σηκώσουν τα πιάτα από το τραπέζι και οι μερακλήδες άρχισαν να το λένε:
-Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια, τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε...
-Κάτω στα δασιά πλατάνια στην Κρυόβρυση ,Διαμαντούλαμ´,στην Κρυόβρυση...
-Το έρημο τ´αηδόνι, το μοναχό, περπατεί στους κάμπους με τον αητό....
Το ένα τραγούδι έπαιρνε τη θέση του άλλου, όπως και το στίχο το μονόφωνο, τον έπαιρναν όλοι μαζί μετά και τον επαναλάμβαναν τραγουδιστά και η νύχτα ήταν αρκετή να τα χωρέσει ούλα μ´ευχαρίστηση και το κρασί είχε πάρει απόφαση να βοηθήσει την κατάσταση. Τα ποτήρια πηγαινοέρχονταν και ,,οι ρούφουλες,, τ´άδειαζαν στο πι και φι και δώσ´ του κι άλλο και τελειωμό δεν είχε το πήγαιν´έλα.
Μια φορά κανείς αρρεβωνιάζεται και γλεντάει καθώς πρέπει, με ούλη του την ψυχή. Ποιος μπορεί να φέρει σκώμμα στις προσταγές της μοίρας; Μονάχα η ίδια! Κι είναι να μην τ´αποφασίσει. Ειδ´άλλως ,,κλάφτα Χαράλαμπε,,!
-Φίλοι μ´καλώς ορίσατε να φάμε και να πιούμε....
Και δώσ´ του τσουγκρίσματα και δώσ´του ευκές και τ´άστρα όξω χαμογελούν και αχνοφέγγουν στην ευτυχία που διαγράφεται στον ορίζοντα.
-Τη σκάλα π´ανεβαίνεις και τα σκαλώματα
όλο νάζια μου κάνεις κι όλο καμώματα...
- Ας πάω να ιδούν τα μάτια μου πως τα περνάει η αγάπη μου....
Η Σουλτάνα και η Γιωργίτσα σε θέση περίοπτη όλο σου, σου, σου και κρυφόγελα, όλο νάζι και ιδέα. Ήτανε τούτο χαρά που συγγενής τους έπαιρνε ένα παίδαρο μπας κι ήτανε τα μαγικά της Σουλτάνας που απαγόρευαν στο Θοδωράκη να πράξει κατά πως έλεγε η καρδιά του;
Γιατί ,,σκουντούφλιασε,, ξαφνικά το πρόσωπό του κι ούτε μια κλεφτή ματιά δε ρίχνει κατά την αρρεβωνιαστικιά του;
Ποια σκέψη έσκιαξε τ´όμορφο παρουσιαστικό του; Πήρε το ντουφέκι βγήκε στο μπαλκόνι κι έριξε δυο σμπάρα απανωτά, έτσι για να ξεθυμάνει, καπάκι άλλα δυο κι ακόμα δύο! Κάποιος άλλος στη θέση του σε κοντινό χωριό, όταν του απαγορέψανε να παντρευτεί τη γυναίκα π´αγαπούσε το ´καμε το απονενοημένο διάβημα και τους ,,μαλινάρισε, ούλους μα πιότερο τους άκαρδους γονιούς του που, αφού δεν τον καταλάβαιναν, όταν τους εξηγούσε, τους έκαμε και το κατάλαβαν μια και καλή. Λιποθύμησε η μάνα, κίτρινος σαν το κερί έγινε ο πατέρας και το γαμήλιο δώρο που τους έκαμε ο νιος, ο γιος τους ο όμορφος κι ο λεβέντης, τους έστειλε ,,ογλήγορα στον τάφο. Μονάχα εκεί τους ταίριαζε πλέον διαμονή ,κοντά του!
Ο Αναστάσης το θυμήθηκε το περιστατικό κι έτρεξε ξωπίσω του. Του ´δωκε δυο -τρία απανωτά χτυπήματα στον ώμο, φτάνει, του είπε και τον τράβηξε πίσω μέσα. Ο Θοδωράκης είχε μάθει από μικρός να ελέγχει τον εαυτό του! Ήταν όμως φανερό πως είχε κάμει έφοδο εκείνη η οπτασία η λυτρωτική αλλά και βασανιστική. 
Έφερε τα χέρια του δυο τρεις φορές κυκλωτικά στο πρόσωπό του, τέντωσε ανακλαριστά τους ώμους του και ξανά κάθισε στη θέση του. Η Σουλτάνα κι η Γιωργίτσα τον είχανε από κοντά, μα αν τους βάσταγε ας τον έπαιρναν κατά πόδι! Ήτανε κάποιοι κανόνες εκείνο τον καιρό, που αν δεν τους τηρούσε κάποιος, πάντα είχε να κάμει με κάποιον ιεραρχικά αξιότερό του. Έτσι το μόνο που έκαναν ήταν να μουρμουράνε κάτι ξόρκια από μέσα τους.
Πάντως η Θοδώρα κι ας καθόταν δίπλα του, δεν είχε το δικαίωμα να ρωτήσει πού πάει ,ούτε γιατί της έπεφτε λόγος να ρωτήσει. Καρτερούσε με υπομονή την επιστροφή του κι όταν τον ένιωσε δίπλα της ανάσανε μ´ανακούφιση, το ίδιο και οι δυο γυναίκες. Όσο για τους άλλους δεν ήξερε τίποτα κανείς, οπότε όλα φάνηκαν φυσιολογικά.
Τα πειραχτήρια της παρέας όμως δεν έχασαν την ευκαιρία να ξεμπροστιάσουν το γαμπρό και με τον τρόπο τους να τον επαναφέρουν στην τάξη.
-Τι έγινε γαμπρέ κουράστηκες κιόλας, τι μούτρα είναι τούτα;
Εκείνος τότε πήρε το ποτήρι του, το ύψωσε, είπε στην υγειά σας, ανασηκώθηκε μάλιστα, χαμογέλασε πηγαίνοντας το βλέμμα του προς όλους του τραπεζιού και σέρνοντάς το από τη μια του άκρη ως την άλλη, με νεύμα συγκαταβατικό ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον. Ο Αναστάσης σήκωσε κι αυτός το ποτήρι του:
-Άιντε ρε, ξεψυχίσατε κιόλας; Σηκωθείτε να φέρουμε μια γυροβολιά!
Ξάνοιξαν τα τραπέζια, δημιούργησαν μια αυτοσχέδια πίστα και υπάκουα στο πρόσταγμα ,,εκαρτέρουν,,!
Ο Αναστάσης ,,έδωκε μαντήλι,, στη νύφη με το δεξί του, με τ´αριστερό έπιασε το γιο του και ο καλαματιανός κράτησε για τα καλά με το τραγούδι του κιόλας!
-Σαν πας στην Καλαμάτα και ´ρθεις με το καλό, φέρε μου ένα μαντήλι να δένω στο λαιμό...
Η Θοδώρα χόρεψε με χάρη, όση η περίσταση το καλούσε να βγάλει, γιατί εκείνη το μέσα της ένιωθε να κοχλάζει κι ήθελε ξεστρατίσματα κι ήθελε αγάπες κι είχε κέφια για τούτο. Πώς κρατήθηκε, ένας Θεός ξέρει.
Ύστερα έδωκε θέση μπροστάρη στο γαμπρό και τη Θοδώρα την έβαλε στ´αριστερά του.
Ο Θοδωράκης, όπως δεν τον είχε ματαϊδεί κανένας να χορεύει, έσυρε το τσάμικο με τόση λεβεντιά, που κάθε πρόσκαιρη αποκοτιά εξανεμιζόταν και την παρέσερναν μακριά τα σουταριστά βήματά του.
Στα δέκα οχτώ της η Θοδώρα μέσα στα φανταχτερά στολίδια της, δώρα που της φόρεσαν ο γαμπρός, οι γονείς, οι συγγενείς του γαμπρού αμέσως μετά τον αρραβώνα, που απάνω στο πανάκριβο φουστάνι της με το βιολετί χρώμα ζωγραφίζουνταν τα ροδισμένα αδύνατα μαγουλάκια της, τα κολλημένα από αιδώ στα γόνατά της αδύναμα χεράκια της, που τόση αξιοσύνη πρόβαλαν και τα κουκουλωμένα από το φουστάνι λιγνά ποδαράκια της, που μόνο να τα υποψιαστείς μπορούσες παρατηρώντας το υπόλοιπο λεπτεπίλεπτο σωματάκι της, που μέσα στην αγκαλιά του Θοδωρή μια μπουκιά κορμάκι, κουκλίτσα κοριτσίστικη χωρίς πιασίματα και τροφαντάδα, η κατοπινή Τουϊγκι θα ωχριούσε μπροστά της.
Ο Θοδωράκης από την άλλη ψηλός σαν κυπαρίσσι, με το κατάμαυρο μαλλί, τα στιβαρά μπράτσα και τα καλογυμνασμένα από τις οδοιπορείες πόδια του, που διαγράφονταν μέσα από την κοντή φουστανέλα του και τις εφαρμοστές κάλτσες κι έφταναν χυτά ίσαμε κάτω τα τσαρούχια, που ήτανε το καμάρι του και το πουκάμισό του το καλό και το γιλέκι και η ζώνη, όλα του χάριζαν λεύτερες κινήσεις που αναδείκνυαν το χορό του και τη λεβέντικη κορμοστασιά του!
Χόρεψαν με τους αρραβωνιασμένους οι γονείς της Θοδώρας, τ´αδέρφια και οι λοιποί. Έτσι τα ντέρτια μοιράστηκαν και από μια γουλίτσα ο καθένας σκόρπισαν! Είναι και να γνωρίζεις πως να διώχνεις τους καημούς. Είναι τέχνη και τούτο.
Ο χορός άναψε πάλι τα αίματα και το πιοτό έδιωξαν τις σκέψεις και χωρίς να το καταλάβουν ξημέρωσε ! Καιρός για διάλυση και αναχώρηση!
Ασπασμοί, χαιρετούρες, ευχές από την αρχή, κεράσματα! Κάνιστρα με δώρα από τη μεριά της νύφης στο γαμπρό, στα πεθερικά και στη Γιωργίτσα κάτι ,που όμως ,,του λόγου της,, έμεινε εκεί, κοντά τους, βιγλάτορας, φρουρός! Έτοιμη για επείγουσες καταστάσεις!
Τ´άλογα στήθηκαν στη σειρά. Πού βολεύτηκαν τόσα ζά; Φοβάμαι πως κι ανάμεσά τους θα πλέχτηκαν ειδύλλια απόψε ,γιατί με τόσο στρίμωγμα ήταν αναπόφευκτη η προσέγγιση και ,,τα χνώτα,, με κάποιων θα συνταίριαζαν!
-Με την ίδια σειρά που ήρθαν, με την ίδια πισογύρισαν!
Τώρα τα πουλιά θα σκόρπιζαν το νέο στα πέρατα και όλοι θα μάθαιναν το ευτυχές γεγονός.
-Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια....
Σ´ ούλο το δρόμο τραγούδια, πειράγματα, μεθυσμένοι, ξεμέθυστοι το ίδιο πράγμα ήσαν. Κανένας δε μπορούσε να λογαριάσει.Τα ζα πηγαίνανε μοναχά τους, κανένας δεν τα οδηγούσε, κανένας δεν τ´,, αχούγιαξε,,. Η Ανατολή τους υποδέχτηκε και η Λενιώ μαζί, καθώς πέρασαν μπροστά από το σπίτι της. Οι ματιές τους συναντήθηκαν σε μια αστραπιαία κίνηση και δυο δάκρυα κύλησαν από τα γραμμένα μάτια της Λενιώς. Δάκρυα που χάραξαν δρόμους και πορεία, δάκρυα που δρόσισαν και παίδεψαν, δάκρυα που λύτρωσαν και βασάνισαν! Δάκρυα που σφράγισαν μια αγάπη; Και σφραγίστηκε μια εποχή; Θα δείξει!
Η Θοδώρα βιαζόταν πότε να τελειώσουν τα κεράσματα, για να περιεργαστεί τα δώρα της! Ήτανε βαθιά συγκινημένη!
Δεν πίστευε στα μάτια της! Όλα με τάξη, με νοικοκυροσύνη, με αγάπη βαλμένα κι έβγαζαν όλα τη μυρουδιά της καλοσύνης! 
Η Κυριακή, που θα τα φόρηγε να πάει μαζί του στην εκκλησιά, αργούσε πολύ. Εκείνη τώρα δα ήθελε να τα φορέσει, να χαρεί τη μυρουδιά τους και να χαρεί τη χαρά της. Δεν την παίρνει να κάμει αλλιώς, θα περιμένει!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ
Απ´ ότι φαίνεται ο καημός δε σβήνει με μια απόφαση! Ίσως ο χρόνος, ίσως! Μετά από τους επίσημους αρραβώνες του Θοδωράκη η Λενιώ το πήρε απόφαση πως δεν υπήρχε γυρισμός. Προσπάθησε ν´αποδιώξει το νου της, μα εκείνος δεν ήθελε να την αφήσει μοναχή κι όλο στριφογύριζε στο προκείμενο, που κάποιες φορές μάλιστα κινδύνεψε να την προδώσει. Ο Θοδωράκης, με το που άλλαξε ,,τό ´κοψε ,, κατ´ευθείαν για τα γαλάρια. Εκεί με την ήσυχία του θα ξεκαθάριζε το μυαλό του και θ´αποχτούσε την ηρεμία του. Έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Μπόλικο χρόνο είχε αφιερώσει ο νους του σ´αυτή την αγάπη, έκαμε κι όσες προσπάθειες του ήταν βολετό κι αφού η μοίρα έτσι το έφερε άστηνε κι ας ,,τα κουμαντάρει,, εκείνη τα πράγματα.
Η Θοδώρα όμως ευλογούσε τ´αστέρι της το λαμπερό και δοξολογούσε το Θεό που της έφερε ένα τόσο σπουδαίο νιο για άντρα. Τον είχε ερωτευτεί κιόλας η Θοδώρα τον αρραβωνιαστικό της. Περιεργάστηκε με λεπτομέρεια όλα τα δώρα της, τους έδωκε τη θέση που τους έπρεπε, έφαγε πρωί-πρωί ένα κομμάτι ,,μπακλαή,, ,πήρε μια ,,βήκα,, και στολισμένη, σα να πήγαινε στην εκκλησιά, κι αστραποβολούσα πήγε στην κεντρική βρύση για νερό ,,τάχαμας,,. Πόσες φορές πηγαινοερχόταν για νερό μέσα στην ημέρα η Θοδώρα, μονάχα εκείνη ήξερε.
-Να ζήσετε, τσιούπραμ´!
-Να ζήσετε, κοπέλα μ´, καλά στέφανα!
-Να ,,ζήσουτε,, ,Θοδωρούλα μ´! Και στων αδερφιών σου!
Αυτά ήθελε ν´ακούει και μ´αυτά θα τρεφόταν ίσαμε την Κυριακή που θα πήγαινε μαζί με το Θοδωράκη στην εκκλησία του χωριού της. Εκείνος είχε το λεύτερο να πηγαίνει από ´κει και πέρα όσες φορές ήθελε στην αρρεβωνιαστικιά του, εκείνη όμως μέχρι το γάμο δε μπορούσε να πάει στο δικό του σπιτικό, ούτε στο χωριό του.
Μα αυτό δεν την ένοιαζε και πολύ, αρκεί που θα ερχόταν εκείνος. Και η Κυριακή δεν άργησε να ´ρθει, παρ´ότι της Θοδώρας της φάνηκε αιώνας!
Ο Θοδωράκης έπρεπε να κάμει το χρέος του. Δεν του έφταιγε και σε τίποτα η Θοδώρα. Με την πρώτη καμπάνα ντύθηκε, στολίστηκε κατά τα ειωθότα και αποφασιστικά, με μεγάλες δρασκιελιές, τράβηξε κατά την Καλύδωνα. Δεν ήθελε να πάρει ούτε το άλογό του. Τι κι αν του είπε η μάνα του θα λεκιαστούν τα σκουτιά του, τι ο ίδιος που το καταλάβαινε, ήθελε να πηγαίνει κόντρα σ´ούλα, ακόμα και στη μάνα του, που δεν της εχάλαγε ποτέ χατήρι.
Η Θοδώρα τον περίμενε στολισμένη με τα δώρα του. Έλαμπε από την κορφή ως τα νύχια.  Έλαμπε το μέσα της πιότερο από το όξω της. Οι γονείς της και οι αδελφές της ήσαν το ίδιο χαρούμενοι και έτοιμοι για τη μεγάλη επίσημη έξοδο της κόρης τους στην κοινωνία. Η Θοδώρα αρραβωνιάστηκε. Η Θοδώρα ,,ταχτοπηγήθηκε,,. Η Θοδώρα,, έκλεισε την αράδα της,, λέγανε στις συζητήσεις κι αυτό έπρεπε ν´αποδειχτεί κι έμπρακτα.
Η πρωϊνή φθινοπωριάτικη δροσούλα, η συνοδεία των πουλιών, οι πέρδικες στην περδικόβρυση και το χρέος οδήγησαν γρήγορα τα βήματά του στο σπίτι της Θοδώρας.
Η Θοδώρα σκίρτησε στ´αντίκρυσμά του. Χαιρέτησε πρώτα τα πεθερικά του με σεβασμό φιλώντας τους το χέρι και τελευταία την αρραβωνιαστικιά προτείνοντάς της απλά το χέρι. Ούτε που της εμίλησε, ούτε που την εκοίταξε στα μάτια, ούτε καν της πρότεινε το μπράτσο που είχε αρχίσει να γίνεται της μόδας για τους αρρεβωνιασμένους. Της άξιζε αυτό της Θοδώρας που τόνε καρτέραγε με τόση λαχτάρα; Που ήτανε έτοιμη να ορμήσει απάνου του και να τον αγκαλιάσει; Να κάμει αυτό που της έλεγε η καρδιά της και ν´αγνοήσει και ήθη και παραδόσεις; Όχι βέβαια, αλλά η Θοδώρα ήξερε να περιμένει. Είδε τα σκονισμένα του παπούτσια κι έτρεξε να του τα ξεσκονίσει κι ας ήτανε λαμπροστολισμένη. Όπως έσκυψε μύρισε τον μοσκοβολιστό ιδρώτα του και χάρηκε που είχε αυτή την ευκαιρία κι ας αναρωτιούνταν στο χωριό, γιατί ήρθε πεζός ο γαμπρός.
Με το που σκόλασε η εκκλησιά και πήγανε γι αντίδωρο, ο παπάς τους φώναξε πρώτους.Τους έδωκε το ,,ύψωμά τους,, τους ευλόγησε και τους ευχήθηκε. Από ´κείνη τη στιγμή και όλη την ημέρα ήσαν μαζί κι ας μην τολμούσαν ν´αγγίξουν ο ένας τον άλλον. Είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει από κοντά τις κινήσεις της αρραβωνιαστικιάς του. Τον φρόντιζε μ´αγάπη, όχι από χρέος, το ξεχώριζε τούτο ο Θοδωράκης! Έτρεχε στις σπιτοδουλειές σαν εκείνες τις περδικούλες που είχε συναντήσει στην περδικόβρυση, με χάρη, με καμάρι, με τσαχπινιά και τώρα η Θοδώρα δε ντρεπόταν καθόλου να δείξει τον πραγματικό της εαυτό. Του έφερε καφέ, του πρόσφερε γλυκό του κουταλιού που τό ´φτιαξε με τα χεράκια της, τον κάρφωσε και με την σπιρτόζα ματιά της ίσια μέσα στα μάτια, όταν επίτηδες για μια στιγμούλα τους άφηναν μοναχούς. Μαγεύτηκε ο Θοδωράκης από την απειθάρχητη ετούτη ,,τσιχλίτσα,,.
Διέκρινε ζωντάνια και το σπουδαιότερο αγάπη! Αυτό τον παρηγόρησε. Οι αδερφές της Θοδώρας απασχολήθηκαν στην κουζίνα και στους άλλους χώρους του σπιτιού, για να μη γίνονται ενοχλητικές στο ζευγάρι, αν και το παρακολουθούσαν από μακριά στενά. Ζήλευαν όμως ,,πανάθεμά τες,, ζήλευαν πολύ. Όλο και παρουσιάζονταν μπροστά τους τάχα τες να ρωτήσουν κάτι τη Θοδώρα. Εκείνη, σα να το καταλάβαινε αυτό που τους συνέβαινε, τους έδινε χαρωπά και χωρίς μίσος τις απαντήσεις που χρειάζονταν και εξισορροπούσε τις πληγωμένες από τη ζήλεια καρδιές τους.
Μετά πήγανε, μαζί με τις αδερφές της τώρα, σε δυο τρία συγγενικά σπίτια, κατά πως συνηθιζόταν στο χωριό τους.
Γνωρίζοντας κι από κοντά οι συγγενείς το γαμπρό, μακάριζαν περισσότερο την τύχη της Θοδώρας. Τα τραταρίσματα, συνήθως γλυκό του κουταλιού ήταν πρόσφορο σε όλα τα σπίτια, και οι παινετικές κουβέντες μαζί με κάποιες τυπικές ερωτήσεις ομόρφαιναν τις στιγμές του ζευγαριού που η αμηχανία τους τις είχε κάνει βαριές κι άχαρες. Στην επιστροφή η Θοδώρα θέλησε να του δείξει τον κήπο τους. Εκεί ανάμεσα στα μποστάνια και τις συκοροδακινιές, εκεί κάτω από μία μυγδαλιά και πάρα πέρα κάτω από μια κουκουναριά που ήτανε η φωλίτσα της για όποτε ήθελε να μένει μοναχή της η Θοδώρα, εκεί ήθελε να σταθεί και με το Θοδωράκη της. Του έδειξε πέρα μακριά τον ορίζοντα και τη θάλασσα που απλωνόταν μπροστά τους. Τι την ένοιαζε αν δεν ήξερε να του πει πως ήταν πέλαγο και το έλεγαν Ιόνιο; Της έφτανε που απλωνόταν μπροστά τους μια τεράστια γαλανή θάλασσα κι έμοιαζε τόσο πολύ με κείνη που έβλεπε ο Θοδωράκης από τη στάνη του κι από το χωριό του. Κι έτσι καθώς τού ´δειχνε τ´αξιοθέατα του κήπου και του γύρω χώρου ,έτσι καθώς κούναγε σα μικρό παιδί τα χεράκια της πέρα δώθε για να του δείξει, ακούμπησε το δικό της πάνω στο δικό του κι άθελά τους ανταμώθηκαν τα βλέμματά τους. Τι κι αν οι αδερφές της είχαν στήσει καραούλι απάνω στο μπαλκόνι; Τι κι αν τα έθιμα το απαγόρευαν; Η Θοδώρα ένιωσε πως μια αγάπη γενιόταν. Δεν τράβηξε το χέρι της μα το άφησε απάνω του κι όσο εκείνο έστεκε εκεί, τόσο ξεμάκραινε ο νους της πλάθοντας γλυκιές εικόνες. Αυτό που έβγαινε από κείνη την τσιχλόφουσκα, που ήτανε μπροστά του, ήτανε κάτι πολύ θετικό, κάτι που δε σ´ απόδιωχνε, κάτι που σε μάγευε, που σ´αποχτούσε. Το ροδαλό, τρυφερό χεράκι, τον έκανε να νιώσει κάτι πρωτόγνωρο. Όχι δεν ήταν έρωτας! Γνώριζε καλά τα σημάδια του. Ήτανε όμως προσέγγιση, ήτανε εκτίμηση, ήτανε κάτι που σίγουρα θα βόηθαγε το Θοδωράκη να ξεχάσει το μεγάλο του καημό. Για τη Θοδώρα όμως ήτανε έρωτας και μάλιστα μεγάλος.
-Θοδώρα, ελάτε ακούστηκε η φωνή της μάνας της και με το άκουσμα ο Θοδωράκης τράβηξε το χέρι του.
Παιδιά,ξαναφώναξε, το φαί είναι έτοιμο, ελάτε, να μη κρυώσει!
-Ερχόμαστε μάνα!
Ανέβηκαν αβίαστα τη σκάλα. Η Θοδώρα προπορευόταν. Της ήταν αδύνατον να φανταστεί πως το βραδάκι θα έφευγε. Τουλάχιστον ας χόρταινε την κάθε στιγμή της ως εκείνη τη στιγμή. Εκείνος ξωπίσω της μύριζε την οσμή της, τα σκουτιά της, χάζευε τα υπέροχα μακριά μαλλιά της και το άρωμα του δεντρολίβανου, που ήσαντε λουσμένα. Στην οξώπορτα στάθηκε, του έδωκε προτεραιότητα.
-Το τραπέζι μοσκοβολιστό, το φαί ,,καλομαγερεμένο,, το κρασί καθώς ο Φώτης τράβηξε το πώμα της κρυστάλλινης ,,καράφας,, ξεχύθηκε αρωματικό.
Καθώς έκαναν όλοι το σταυρό τους...
-Καλώς όρισες, είπε απευθυνόμενος στο Θοδωράκη.
-Καλώς όρισες, είπε και η Ακριβή και τα κορίτσια.
Γεια στα χέρια σου, είπε ο Θοδωράκης στην πεθερά του, καθώς καταβρόχθιζε την πρώτη πεντανόστιμη μπουκιά από το φαγητό του, που έμοιαζε πολύ με της μάνας του.
,, Κατά μάνα, κατά κύρη ,, σκέφτηκε ο Θοδωράκης. Το ίδιο καλή θά ´ναι και η Θοδώρα. Σα να μυρίστηκε εκείνη τη σκέψη του.
-Την άλλη φορά θα μαγειρέψω εγώ μάνα, έτσι;
Κανονικά έπρεπε ο Φώτης να της ειπεί: ,,βούλωστο,,. Δεν της το είπε! Τον είχε βαρέσει ο αέρας της απελευθέρωσης των γυναικών που άρχισε να έρχεται; Χαιρόταν την εξυπνάδα της κόρης του; Και τα δυο καλά ήσαν, καλά έκανε κι αυτός και τα σκεφτόταν.
-Ναι, κόρη μου, της είπε η Ακριβή.
Ξεθαρρεύοντας η Θοδώρα...
-Και τι προτιμάς να σου φτιάξω, είπε η Θοδώρα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Εκείνος ντράπηκε για το θάρρος της μπροστά στους άλλους και τα χαμήλωσε.
-Ό,τι θέλεις, της είπε.
Στο τέλειωμα, έκαμαν ούλοι το σταυρό τους. Ο Φώτης με το Θοδωράκη πήγανε στο μαγαζί , να γνωρίσουν κι εκεί το γαμπρό και να περάσει λίγο η ώρα μέχρι οι γυναίκες να συμμαζέψουν το σπίτι.
Ήπιανε μια ρακί, κερασμένη. Ο Φώτης διέταξε να κεραστούν ούλοι από κείνον για τις χαρές της Θοδώρας.
-Στην υγεια σας!
-Στην υγεια σας και να ζήσετε! Καλά στέφανα!
Ευχαριστούμε είπε ο Θοδωράκης και όσοι δεν έπαιζαν ,,κολιτσίνα,, μαζεύτηκαν κοντά και συζητούσαν για διάφορα.
Βλέποντας τον ήλιο να γέρνει ο Θοδωράκης εσηκώθηκε. Σηκώθηκε κι ο Φώτης! Χαρετήσανε κι έφυγαν!
Ο απογιοματινός καφές, που ήτανε μοναχά για φιλοξενούμενους, ψηνόταν κιόλας στο μπρίκι! Είπαμε η Θοδώρα ήτανε βαρόμετρο σε κάτι τέτοια.
Έφερε το δίσκο με άδεια τα φλυτζανάκια και το μπρίκι στο χέρι με τον αφρισμένο και γυρισμένο στο τσακ καφέ, μέτριο τον έκανε, ήξερε τα γούστα, και τον κέρασε μπροστά τους, έτσι ώστε να φανεί η νοικοκυροσύνη της.
Να,ούτε σταγόνα δεν της εξέφυγε, κοίτα πόσες φουσκάλες έφτιαξε στο φλυτζάνι του Θοδωρή και του πατέρα της!
Δες πως την παρακολουθούσε ο Θοδωράκης καθώς τον κέρναγε! Τα ποτήρια με το νερό βρίσκονταν ήδη στο δίσκο. Δεν περίμεναν να τους τα προσφέρει, τα πήραν μόνοι τους οι δυο άντρες, ξανά χαιρετήθηκαν και ήπιαν μονορούφι το νερό τους κι αργά-αργά κουβεντιάζοντας τον καφέ τους.
Οι γυναίκες από μέσα τους παρακολουθούσαν και από τα χείλη τους καταλάβαιναν τι έλεγαν. Το κρυφοσχολίαζαν και πού και πού κρυφογελούσαν. Ήξεραν πώς να εξισορροπούν τα ,,μη,, και τα ,,απαγορεύεται,,!
Κάποια στιγμή ο Φώτης τις φώναξε όλες στη σάλα.
-Ελάτε, είπε, ο Θοδωράκης θα φύγει!
Ράγισε η καρδούλα της Θοδώρας στο άκουσμα αυτό κι ας το γνώριζε ότι θα γινόταν κάποια στιγμή.
Επέτρεψε να μείνουν για λίγο κοντά τους.
Ο Θοδωράκης ζήτησε ένα ποτήρι νερό ακόμα και η Θοδώρα έτρεξε σαν αστραπή να του το φέρει. Καμάρωνε να φύγει με τη δροσιά στο στόμα του από τα χεράκια της δοσμένη.
Καθώς στο χαιρέτημα έφτασε η ώρα της Θοδώρας, της έδωκε το χέρι και τ´άφηκε μέσα στο δικό της περισσότερο απ´όσο έπρεπε. Της άξιζε της Θοδώρας λιγουλάκι η προσοχή του. Την κέρδισε άλλωστε με το ,,παΐρι,, της.
-Να ξανάρθεις ογλήγορα, του φώναξε, μα εκείνος δε γύρισε πίσω του να κοιτάξει, ούτε έδωκε απάντηση, παρά κούνησε το χέρι του σηκώνοντάς το ψηλά.
Ο Φώτης δεν αποπήρε το κορίτσι του για τις μικρές άπρεπες αυθαιρεσίες, που έκανε κατά καιρούς. Μπορώ να ειπώ πως το καμάρωνε κιόλας, τό ´βρισκε φυσικό.
Για καλό τους η Γιωργίτσα είχε πάει σήμερα στη Σουλτάνα. Είχε ξεχάσει τι μέρα ήταν και κανένας δεν της το θύμισε.
Έτσι γλίτωσαν από τη στενή παρακολούθηση. Χορτάτη καθώς ήταν από φαί και χάρες, έπιασε και τη μακριά κουβέντα με τη Σουλτάνα, ξέχασε πως θά ´ρχόταν ο Θοδωρής. Καθώς τό ´φερε αυτό στο νου της αναστατώθηκε.
Μάζεψε τον εαυτό της και το βοηθητικό μπαστούνι της και μια και δυο στην Καλύδωνα. Όταν έφτασε όμως είχε διαλύσει το πανηγύρι.
-Δε γίνεται να τα έχουμε ούλα δικά μας, Γιωργίτσα μου, είπε η Ακριβή καταχαρούμενη με το πάθημα της Γιωργίτσας.
Ε! Να σας αφήνω και ´γω τότε στην ησυχία σας, τους είπε, και τό κόψε για τη Μοφκίτσα πιστεύοντας ότι θα προκάμει το Θοδωρή στο δρόμο να τον ξεμολογήσει.
Πού να φτάσει τον αητό η γριά κότα;
Έφτασε αποκαμωμένη στο χωριό κι ,,εσβερκώθηκε,,!
Ο Θοδωράκης, ούτε που κοίταξε κατά το σπίτι της Λενιώς. Δε χρειαζόταν να την ιδεί. Την είχε τόσο πολύ κλεισμένη στην καρδιά του, της είχε αφιερώσει τη ζωή του, τον ταρακούναγε τόσο το εκτόπισμά της, ώστε όλα τ´άλλα να τα θεωρεί περιττά. Έπρεπε άλλωστε να το συνηθίσει. Δεν έβλεπε άλλη λύση. Εκείνη τούτη τη φορά τον είδε νά ´ρχεται από το παραθύρι καθώς χάζευε το ηλιοβαςίλεμα. Έμεινε εκεί σα στήλη άλατος να τον κοιτά και να τον καμαρώνει κι ας μην είχε την ευγένεια να σταυρώσει το βλέμμα του μαζί με το δικό της!
Ο Θοδωράκης τους βρήκε μαζεμένους στο σπίτι .
Στη φωτιά κόχλαζε στον τέντζερη ο τραχανάς κι ήτανε βάλσαμο για τις πεινασμένες τους ,,κιουλιές,,.
Στη θέα του Θοδωράκη όλοι τον υποδέχτηκαν με χαμόγελα. Τους χαιρέτισε κι εκείνος. Και στις ερωτήσεις τους για το πώς πέρασε, δεν έδωκε αναλυτικές απαντήσεις. Ένα ξερό καλά και τίποτ´ άλλο.
Η Διονυσούλα ,,κένωσε,, τον τραχανά και πιάσανε κουβέντα περί ανέμων και υδάτων, αφού εκείνος δεν ήθελε ν´απαντήσει. Τον πήγαιναν με το μαλακό. Δεν ήθελαν να του πηγαίνουν κόντρα. Η ευαίσθητη ψυχή του μπορεί ν´ αναταράζουνταν και τέτοια δε γυρεύανε.
Η μόνη ευτυχισμένη σήμερα ήταν η Θοδώρα και όλοι στο σπίτι της. Οι αδερφές της αν και ζήλευαν λίγο, εντάξει την αγαπούσαν, οπότε χαίρονταν κι αυτές.
Η Θοδώρα από την ώρα που έφυγε ο Θοδωράκης την έστησε στο παράθυρο και καθώς δεν την ενόχλησε κανένας, έμεινε εκεί με τις ώρες, μα αντί να κοιτάει προς τη Μοφκίτσα κοίταγε κατά τη θάλασσα. Εκείνη ήξερε! Είχε πιάσει αγκαλιά το αμόρε της κι ονειροπολούσε.
Ωραιότερο ηλιοβασίλεμα δεν είχε θαυμάσει στη ζωή της!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

Η ΛΥΤΡΩΣΗ

Η όμορφη, άγρια φύση εκεί πάνου στα Βράνια μέσα στη γλυκειά θαλπωρή του φθινοπωριάτικου καιρού, που με την τόση ευαισθησία της είχε πλάσει όμοιά της την ψυχή του Θοδωράκη, δε δίστασε να του χαρίσει μαζί το στέρεο και την ωριμότητα να ξεπερνάει τις δυσκολίες της ζωής.
Η πάλη με τον εαυτό του δεν είχε τέλος, όμως η προσπάθειά του αξιέπαινη.
Είναι νωρίς για να ξεριζώσεις την ψυχή σου, σκέφτηκε. Κι αν το κάμεις, θα μείνεις άψυχος,άκαρδος; Τι σε θέλω έτσι;
Και δίνοντάς του ο ίδιος παρηγοριά....
Θα μαλακώσει ο πόνος..., θα μαλακώσει....κι οι πληγές... κι οι πληγές.... θα κλείσουν....φώναξε δυνατά, σα να παρηγορούσε κάποιον άλλον. Πάντα κλείνουν! Αρκεί να μη φορείς μαύρα και σου θυμίζουν τη δυστυχία.
Τη βδομάδα ετούτη δεν επήγε ο Θοδωράκης στη Θοδώρα.
Ούτε από τη γειτονιά της Λενιώς πέρασε. Το είχε πάρει απόφαση. Θα έβαζε τάξη στην αταξία που του προξένησε η μοίρα κι ο πατέρας του. Θα έβανε το νερό στ´αυλάκι και ´κείνο θα τράβαγε το δρόμο που θα του χάραζε ο ίδιος.
Προσπάθησε να φέρεται φυσιολογικά και όσο γινόταν άνετα.
Ήθελε να φωνάξει σ´όλους και πρώτα στον εαυτό του πως όλα είναι εντάξει .
Η μοίρα όμως είχε για εκείνη την ημέρα άλλα σχέδια...!
Ήθελε να διορθώσει τη ζημιά που προξένησε ή θα τα έκανε όλα χειρότερα;
Δεν ήξερε πώς, δεν ήξερε γιατί κι ούτε ρώτησε. Η οπτασία που έβλεπε συχνά τελευταία πήρε σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια του και η Λενιώ ολόστητη με χαρακωμένα από τα δάκρυα τα ολοκόκκινα μάγουλά της όρμησε ασυγκράτητη στην αγκαλιά του με οδυρμό κι αναφυλλητά, λουσμένη στον ιδρώτα, με πνιγμένη φωνή, αδύναμη ν´αρθρώσει λέξη ταρακουνιόταν σύγκορμη από τους λυγμούς...
Ο Θοδωράκης παίδεψε με τη σκέψη τα χέρια του να παραμείνουν αμέτοχα στο δράμα της κοπέλας και της καρδιάς του, μα γρήγορα λύγισε και αργά-αργά τ´ακούμπησε στις πλάτες της κι ύστερα την έσφιξε για τα καλά απάνω του αφήνοντάς την να ξεθυμάνει ...
-Εγώ θα πάου να σκοτωθώ, του λέει ανάμεσα σ´αναφυλλητά... Θα πάου να πέσω από το γκρεμό... γι αυτό έφυγα από το σπίτι... και ήθελα να σ´αποχαιρετήσω. Η αγάπη μου για σένα δεν έχει όρια και δε θα σε κατηγορήσω εσένανε για τίποτα, μονάχα τη μοίρα μου..., τη μοίρα μου! Δε μπορώ να ζήσω αλλιώς!
Τον κοίταξε κατάματα και ´κείνος δεν άντεξε και της καθάρισε με τις παλάμες του το πασαλλειμένο από τα δάκρυα και τον ιδρώτα πρόσωπό της.
Εκείνη έτρεξε μοναχή της σε μια φυλάχτρα λούζα, που ήτανε σωστό καταφύγιο. Η ίδια δεν το γνώριζε αυτό. Ούτε και για ποιο λόγο έτρεξε προς τα ´κει ήξερε. Μάλλον η καλή της νεράιδα της έδειξε το δρόμο. Σωστό σαλόνι! Ένα ανυψωμένο λιθάρι, σα διθέσιος καναπές, κι αντίκρυ άλλα δυο μικρότερα αποτελούσαν τις καρέκλες του. Ένα άλλο καταγής στρωμένο λιθάρι απλωνόταν γλειφτά, σαν από τον καλύτερο γλύπτη λαξεμένο, ίσα με δυο μέτρα μακριά και τα ξεραμένα φύλλα αποτελούσαν το ιδανικό χαλί.
Έκατσε στο ολόισιο γερμένο λιθάρι, έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα στα δυο της χέρια και χάζευε απροσδιόριστα τα πεσμένα χάμω μελένια φυλλοχρώματα. Είχε αιχμαλωτίσει τη λαχτάρα και η ίδια αλυσοδεμένη δε ,,μπόρηγε,, να πετάξει, δεν ήθελε κιόλας τώρα πια. Σγάρλιζε με τα πόδια της τα ξεραμένα φύλλα, τα διωχνε δεξιά κι αριστερά κι έπαιζε άσκοπα επανωτίζοντας εναλλάξ τα δυο της πόδια.
Ο Θοδωράκης την ακολούθησε με σκεπτόμενα βήματα. Έκατσε δίπλα της. Την ακούμπησε διακριτικά και προσπάθησε να επαναφέρει στον κόσμο τη χαμένη της ψυχή και να δώσει ζωή στα λυμένα της άκρα. Τη χάιδεψε τρυφερά και της χάρισε το λάγνο του βλέμμα. Είχε αρχίσει να λιώνει εκείνος τώρα... μα πριν προλάβει να το καταλάβει η Λενιώ είχε σφραγίσει τα χείλη του με τα δικά της. Τον φιλούσε ατέλειωτα με το πάθος του απελπισμένου... κι εκείνος ενέδωσε κι ανταπέδωσε στο εκατονταπλάσιο... Το φιλί δυο ερωτευμένων, ως φαίνεται, η μοίρα δεν έχει δικαίωμα να το στερήσει. Μπορεί να στερεί άλλα, αλλά το φιλί ποτέ!
Είχαν αρχίσει να φτερακίζουν έρωτες πάνω από τα κεφάλια τους,  είχαν αρχίσει να βλέπουν πεταλούδες τα μάτια τους και τα κορμιά τους αγκομαχούσαν απεγνωσμένα σ´έναν αγώνα λύτρωσης και λαγνείας. Κι όταν το πάθος λάγιασε κι η έγνοια του θανάτου απομακρύνθη, όταν η λογική φρονήμεψε της άγουρης σκέψης την απόφαση, κάτσανε οι δυο τους σε ήρεμες πλέον αγκαλιές κι αναπνέοντας ο ένας το χνώτο τ´αλλουνού μιλούσανε για το τι έπρεπε να κάμουν.
Είχανε ήδη ξαπλώσει στο χώμα και η γήινη ενέργεια δυνάμωνε τους ιστούς τους και φώτιζε το πνεύμα τους.
Οι ακτίνες του φθινοπωριάτικου ήλιου διαπερνούσαν τα διάκενα των φυλλωμάτων της λούζας κι αντιφέγγιζαν στα πρόσωπά τους παιχνιδίζοντας με την γλυκαμένη θλίψη τους και πότιζαν το είναι τους με μια εξωπραγματική μαγεία. Το μεσημέριασμα ,,γλάριασε,, τα βλέμματά τους κι εσφράγισε
τα μάτια τους.
Πέσανε σε λήθαργο, ύπνο λήθαργο αγκαλιασμένοι μέσα στο καταμεσήμερο!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΛΥΤΡΩΣΗ ( 2 )
Δυο όνειρα σε μιας ανάσας τόπο φτερακίζανε λεύτερα πλέκοντας μια ιστορία με βουβά στόματα, μέσα σε απέραντη ελευθερία σκέψης, απροσγείωτα, πλανόμενα, αγκαλιασμένα, με την ελπίδα να τα στέφει και τα κέρινα φτερά του έρωτα να τα πηγαινοφέρνουν απείθαρχα στους αιθέρες της μαγεμένης τους υπόστασης, της πλανεμένης τους εικασίας, του αγιάτρευτου πόθου, με την ελπίδα της εξιλέωσης και του εξαγνισμού τους. Κι επειδή στ´όνειρο κανείς δεν αισθάνεται την πραγματικότητα μπορεί να το πλάθει όπως θέλει και να το νανουρίζει ατέλειωτες ώρες πλέοντας μέσα σε μιας αληθινής ιστορίας τις λεωφόρους, ξαμόλησαν τα ξόμπλια της ψυχής τους κι έριξαν τα ξώβεργά τους, για να πιάσουν και να κλείσουν στην ψυχή τους όσα περισσότερα μπορούσαν, για να τους κοιμίζουν το συναίσθημα στην άκρια του γκρεμού κάνοντας την άβυσσο να χάσκει ατέλειωτα το τρανό στόμα της, για να το κάμει μια χαψιά, για να το κουκουλώσει με το βαθύ σκοτάδι της και ν´αφήσει πίσω του μονάχα τ´όνειρου την πτώση. Θα πρέπει όμως να κάμει ακόμα ή για πάντα υπομονή αφού κανένας από τους δυο δεν προτίθεται τη χάρη να της κάμει κι η περιπλάνηση καλά κρατεί.
[ Εκεί κάτου στην Ετιά βράζουνε νύχτα τα ,,χαρανιά,, με τις αλυσίβες, απάνω στις πέτρινες πυροστιές ακουμπημένα.
Οι νιες τα συδαυλίζουνε κι αφήνουνε το γέλιο τους να ξαπλωθεί τριγύρω και να το παίρνει ο αγέρας στην αγκάλη του και να το δίνει στα πουλιά για να το νανουρίζουν, να στέλνει τον αντίλαλο από τ´αντικρυνά βουνά και να γιομίζει ο τόπος αύρα χαρωπή, παιχνιδιάρικη, που τη ζήλευαν και τ´ουρανού τ´αστέρια που έσβηναν εκείνη την ώρα και δώριζαν τη θέση τους στη Ροδαυγή την αιματοβαμμένη !Γιόμισε η βρύση κοπελιές, συγγένισσες, ξαδέρφες, γειτονοπούλες στη σειρά είχανε στήσει πανηγύρι στην Ετιά, τη βρύση με το κρύο νερό , το γάργαρο, το νεραϊδοαγιασμένο!
Ίσα με δέκα ,,σκαφίδια,, στη σειρά ακουμπισμένα στα τουράκια παρελαύνουν διαλαλώντας την αξιοσύνη των νοικοκυράδων τους και κείνες σκυμμένες απάνω τους βγάζουν το άχτι τους στη βρωμιά και τους λεκέδες.
Στο χωριό έπαιρναν μέρος στο νυφιάτικο πλύσιμο της προίκας και τα δυο σόγια και οι δυο σειριές. Έφερναν μαζί τους γλυκά διάφορα και τα κερνούσαν στις πλύστρες και σε όσους παραβρίσκονταν εκεί ή και στους περαστικούς.
Η διαδικασία ήταν μεθοδευμένη. Η Λενιώ με τη μάνα της ξεχώρισαν τα ρούχα ανάλογα με την ποιότητα, το χρώμα, το είδος και τα σώριασαν μπροστά στην πρώτη πλύστρα, που ήταν η Διαμάντω. Εκείνη πήρε ένα σεντόνι. Το έπλενε όσο θεωρούσε ότι μπορεί να καθάρισε χοντρικά. Το πέταξε στη διπλανή της, τη Χρυσούλα. Εκείνη έκαμε το ίδιο. Το πάσαρε στη διπλανή της, τη Θανάσω. Πέρασε από δέκα χέρια πλύσιμο το σεντόνι. Η Μαριώ που ήτανε η τελευταία πλύστρα το μεταβίβασε στην Αθηνά για να το ξεβγάλει. Η Αθηνά και η Βαγγελιώ κάνανε το ξέβγαλμα. Η Κατερίνη ήτανε στο άπλωμα που ήθελε κι εκείνο τέχνη. Δεν έπρεπε να ξεχυλώνουν τα σκουτιά ούτε να κάνουν ,,βυζιά,,. Τα σκοινιά έπρεπε να είναι πεντακάθαρα. Άπλωναν και κανένα μικρό και χρωματιστό στις λούζες και στις λυγαριές που βρίσκονταν σιμά τους. Τα λευκά όμως όλα στα σκοινιά. Έδιναν μεγάλη σημασία τότε στη νοικοκυρεμένη δουλειά και όσο καλύτερα,τόσο καμάρωναν.
Ένα-ένα ρούχο που στέγνωνε, το μάζευε η Νικολέττα και το ακούμπαγε τυπαδιασμένο απαλά κι όμορφα στη μεγάλη κόφα που περίμενε πεντακάθαρη να υποδεχτεί το νυφιάτικο θησαυρό.
Η μάνα πρώτη ανάμεσα στις άλλες δεν έπαυε να εποπτεύει.
-Εδώ τ´ασπρόρουχα Βγενιώ, εκείθε τα χρωματιστά, να μαθαίνεις λίγο-λίγο.
-Βάλ´ τις καλάθες Νικολιά, ψηλά να περιμένουν.
-Φέρε τον κόπανο Γιωργιά, τραγούδι αρχίνα, Νίνα.
Πλένανε, πλέναν, πλένανε και τελειωμό δεν είχαν.....
Ούλες δουλεύαν με χαρά, με γέλια, μ´ευτυχία.
Οι πιο τρανές τη συμβουλή την είχανε στο στόμα.
- Πρόσεχε στο κοφίνιασμα, Κατερινιώ, τα κεντηστά μη βάψουν!
-Εκείνος ο λεκές από τη μηχανή, μην πάει απάνου του καφτό νερό και θρέψει. Πρόσεχε τσιούπραμ´.
-Έι, εσύ Παναγιώτα μου, όχι λουλάκι στα νυφιάτικα. Θα βάλει η Λενιώ όταν τα ξαναπλύνει που θα τα σεντουκιάσει. Αραίωσε το το νερό, κορίτσι μου, θα κάψεις τα τρυφερά χερούδια σου.
-Άντε, Διαμάντω μ´ γλήγορα και στα δικά σου!
Και το τραγούδι αρχινάει:
-,,Μεσ´την Αγιά Παρασκευή, κοιμάται κόρη μοναχή.
Κοιμάται κι ονειριάζεται, βλέπει (ό)τι αρρεβωνιάζεται....
Βλέπει ένα Πύργο γυάλινο σε περιβόλι ολάνοιχτο...
Βλέπει δυο ποτάμια με νερό κι εξήγα μάνα τ´όνειρο....
-Ο πύργος είν´ ο άντρας σου, το περιβόλι ο γάμος σου..
Τα δυο ποτάμια το νερό είν´όλο το συμπεθεριό!
-Δεν το εξήγησες καλά, εξήγα το άλλη μια φορά…,,!
Δώστου τραγούδι, γέλια και αστεία... κέφι και χαρές!
Κι ανάμεσά τους η Λενιώ κερνάει χαλβά και χαίρεται. Κερνάει κι άλλα γλυκά που φέρανε για το σκοπό ετούτο κι από τα δυο τα σόγια.
Φτερουγιστές πατημασιές αγκαλιάζουν τη ζηλευτή θωρειά της και στο ροδαλό προσωπάκι της αντανακλά ο έρωτας τη δική του θωρειά.
Ανάμεσα στα τραγούδια και στα γέλια, στα αστεία και στα ορμηνέματα η χαρά γιορτάζει πρόθυμα κι όσες περσεύουν κοπελιές πιάνονται και χορό χορεύουν και το ,,παπάκι ,, τραγουδάνε με την ψιλή φωνή τους.
- Παπάκι πάει στην ποταμιά, πάει για νά βρει συντροφιά.
Κι άλλο παπάκι τ´απαντά, στέκεται και το ερωτά.
-Πού πας, παπάκι μ´δε μας λες, π´αναστενάζεις κι όλο κλαις;
-Πάω για νά βρω συντροφιά...
Η πολλή δουλειά όμως θέλει και καλό φαΐ. Έμ, γι αυτό η γιαγιά Λενιώ παρέμεινε στο σπίτι. Ετοίμασε το νοστιμότερο κόκκορα με χυλοπίτες, φρέσκο ψωμί, τυρί και κρασί που ανάσταινε καρδιές και στην ώρα του πετάχτηκε ως το σπίτι η Λενιώ και μαζί με ό,τι χρειαζόταν τα κουβάλησε με το γάιδαρο στην Ετιά κι έκαμαν πανηγύρι οι πεινασμένες ,,κιουλιές,,!
Οι κουρασμένες γυναίκες άφηκαν τα σκαφίδια τους για λίγο να ξεκουραστούν κι όρμησαν στο προχειροστρωμένο, αλλά νοικοκυρένο υπαίθριο τραπέζι. Έγλειφαν τα δάχτυλά τους από τη νοστιμιά του νυφιάτικου, χαρούμενου γεύματος. Εκεί ανάμεσα έπεφταν πειράγματα για τις πεθερές, τις τωρινές ή και τις ξένες, λέγανε διάφορα, η κάθε μία τα δικά της κι αποσώσανε με ευχές.
Οι σκάφες όμως καρτερούσαν ανυπόμονες κι έτσι όλες πιάσανε τα πόστο τους. Τάκα-τάκα, χωρίς σταματημό με λιγότερα γέλια και πειράγματα καθώς η κούραση αγκάλιαζε λίγο-λίγο τα κορμιά τους τελέψανε μια αναγκαία εργασία, συμπαραστεκούμενες στη Λενιώ και την οικογένειά της.
 Η Λενιώ βλέπει τα προικιά της απλωμένα, τ´ασπρόρουχά της αστραφτοκαλλιστά, τα κεντίδια της, τις νταντέλες της, φαρδειές και πλουμισμένες που με τόσο μεράκι της κράταγαν συντροφιά εκεί απάνω στα γαλάρια που έβοσκε τα πρόβατά της και τώρα στολίζουν το γιουκοσέντονο, τα σεντόνια και τα μαξιλάρια της φιγούρας, τα κοφτά τραπεζομάντηλα, την καλλιγραφική ,,Καλημέρα,, που θα την κρεμάσει στο χωλ του σπιτιού τους και θ´αστραποβολούν μέσα της τα ερωτευμένα τους πρόσωπα και τα πρόσωπα των ανθρώπων που θα τους επισκέπτονται και θ´αφήνουν μέσα της ζωγραφισμένη την αύρα τους, δοσμένη στη δική τους ευτυχία!
Τα βλέπει απλωμένα να λευκαίνονται στον ήλιο του μεσημεριού και παραδομένα στο έλεος της αγάπης των ανθρώπων που για τη χαρά της κάνουνε τούτο τον όμορφο αγώνα συμπαράστασης κι ονειρεύεται τις δανεικαριές που
θ´ανταποδώσει στην κάθε μια τους ξεχωριστά και γίνεται η χαρά της πιότερη! Και τους εύχεται ,,και στα δικά σας γρήγορα,, , ,,κι απ´την καρδούλα σας ,, , ,άιντε και στο δικό σας γάμο, εγώ θα χορεύω με τό ´να πόδι,,
,, θα χορέψω, θα πηδήσω, τα σκαρπίνια μου θα σκίσω ,,!
Μια βδομάδα πλέναν και σιδερώνανε κι αραδιάζανε τ´αστραφτοκαλλιστά σκουτιά, που θα καρτέραγαν υπομονετικά την σειρά τους στη διαδικασία των προετοιμασιών του γάμου και οι συμμετέχοντες βαφτίζανε χαρά τον κόπο κι εκείνος χαρά γινότανε κι άστραφτε το χαμόγελο κι έλαμπε η ευτυχία στα πρόσωπά τους.
Την Κυριακή, μια βδομάδα πριν το γάμο τα κορίτσια της συγγένειας της, οι φίλες της και όποιες θέλανε και από του γαμπρού η κάθε μια με το σίδερο στο χέρι και με πλατύ χαμόγελο μαζευτήκανε στο σπίτι της Λενιώς. Εκείνη με τη μάνα της είχανε κάμει την προετοιμασία για το σιδέρωμα. Είχανε ανάψει φωτιά με ξύλα πρώτης ποιότητας κάτω στην αυλή, ελίσια και δρύινα, καλοκαμένα, για να μη πετάνε σπίθες, να πέσουν χοντρά κάρβουνα, να βαστάνε.
Η Λενιώ, η γιαγιά και η μάνα της υποδέχτηκαν με χαρές τα κορίτσια, τα κέρασαν και άρχισαν δουλειά. Γέμισε η κάθε μια το δικό της σίδερο,όπως ήξερε ότι λειτουργεί καλύτερα και με τραγούδια και αστεϊσμούς ξεπέταξαν μέσα σε μια μέρα ολόκληρη προίκα. Αραδιασμένα τα κολλαριστά προικιά καρτερούσαν την αράδα τους για τη συμμετοχή τους στο γαμήλιο εβδομαδιαίο πανηγύρι.Τα κορίτσια ανταμείφτηκαν με κεράσματα, καλό φαΐ και την ευγνωμοσύνη της νύφης, η οποία σημείωσε στ´απόκρυφα του νου της τις δανεικαριές που χρεώθηκε.
Φτάσανε στη Δευτέρα και την Τρίτη πριν από το γάμο.
Η συλλογική δουλειά ήτανε νόμος και χαρά και χρέος..
Ταψιά χαλκωματένια, καλογυαλισμένα στην αράδα, πλάστρες την αξιοσύνη τους προβάλλοντας καθώς σηκώνουν στον αέρα με τον πλάστη τα διάφανα μπακλαβαδόφυλλά τους, καρυδόκαρπος άσπρος λαχταριστός, κομμένος και μπερδεμένος με ζάχαρη, κανέλα και λίγη φρυγανιά, γίνονται ερωτικό συνοθύλευμα στα άξια τους χέρια και οι απανωτές στρώσεις φύλλου -γέμισης δίνουν το πάχος ,,το καθώς πρέπει ,, στο γλυκό. Η πιο επιδέξια χαράζει ,,βερεβά,,(μπακλαβωτά) τα ,, μπουκούνια,, του μπακλαή και οι μικρότερες καρφώνουν από ένα καρφάκι γαρύφαλου σε κάθε ,,μπουκούνι,,. Βάλανε το γνήσιο βούτυρο στην αναλογία που έπρεπε, να κάψει και έλουσαν όλα τα ταψιά με το πολύτιμο μοσκοβολιστό έλαιο.
Τσααάζζζ! Τσααάζζζ! Τσααάζζζ! Ένας ήχος απολαυστικός, μοναδικός, διάχυτος, ένας ήχος υπόκωφος που ομολογούσε τον έρωτα του φύλλου με το βούτυρο και οι μαστόρισσες του μπακλαβά απολάμβαναν τον ήχο και την αχνούρα που έβγαινε από τα σωθικά του ταψιού στην επιφάνεια και διαχυνόταν όρθια, σα να ´τανε η ψυχή του, που έγινε θυσία εγκαταλείποντας τη μοναδική γεύση και εικόνα για το ζευγάρι και τους καλεσμένους.
Οι αδηφάγες φλόγες υπάκουες στης έμπειρης φουρνάρισσας τις προσταγές υπόσχονται να ψήσουν το μπακλαή ,,στον ήλιο,,. Δεν άργησαν να εκπληρώσουν τούτη την υπόσχεση και πολλά σουφρώματα μύτης, τόσα όσες κι οι γυναίκες της συντροφιάς, μαζί κι ένα παρατεταμένο μμμμμμ ξέφυγε από τα χείλη ολονών καθώς η μυρουδιά από το σιγοψήσιμο σκόρπαγε γύρω της ευωχίας την αύρα.
Το ,,σερμπέτι,, καρτέραγε καφτό ν´αγκαλιάσει το ροδοψημένο ίσια με τα μέσα γλυκό διαπερνώντας το κάθε δίπλωμα, την κάθε πτυχή του υποσχόμενο επιτυχία. Εδώ δε χώραγε επανάπαυση. Το είχε αναλάβει η ίδια η μάνα της Λενιώς που ήτανε μαστόρισσα στην πετυχιά του σερμπετιού.
Μισοκρυωμένος ο βασιλιάς των γλυκών της Μοφκίτσας στους γάμους, καθώς δεχόταν το καφτό μελένιο σιρόπι μ´ένα κραααακ που τριζοβόλησαν τα καλοψηνένα του φύλλα έδειξε την ευγνωμοσύνη του και απόλαυσε ερωτικά το άλλο του μισό!
Χάρμα οφθαλμών ήτανε τ´απλωμένα τεράστια ταψιά με το πολύτιμο φορτίο τους κι άχνιζαν καθώς περνοδιάβαιναν από πάνω τους οι κουτάλες που μετάγγιζαν το μελένιο υγρό με αργές παλινδρομικές κινήσεις.
Σαν έγινε χλιαρός ένα καλοστρωμένο κρεββάτι με πεντακάθαρο κατάλευκο σεντόνι δέχτηκε τους υψηλούς φιλοξενούμενους, εφτά ταψιά στην αράδα κι απάνω τους από μια καλαμένια σχάρα καλοπλυμμένη και περασμένη από φωτιά για απολύμανση, ένα δεύτερο άσπρο σεντόνι και μια-δυο κουβέρτες κοίμισαν ίσια με το πρωί της Τετάρτης το γλυκό. Έπρεπε να είναι μελίχλωρο! Αυτός ήταν ο λόγος του κουκουλώματος. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί ήθελαν ,,μελίχλωρο,, κι όχι τραγανιστό το μπακλαβά εκείνο τον καιρό.
Την ,,Τετράδη,, χάραξαν ως κάτω, κομπανία ξανά με τραγούδια και χαρές, το μπακλαβά σε κομμάτια, ήταν άλλωστε προχαραγμένος. Ξεχώρισαν το ταψί της ,,κουλούρας,, που το είχανε φροντίσει να χωράει ακριβώς στην κανίστρα που θα το φιλοξενούσε την Παρασκευή και θα το έστελνε στο σπίτι του γαμπρού σαν αντίδωρο στα δικά του δώρα. Το σκέπασαν με καθαρή μεσάλα και το άφησαν να περιμένει.
Έπρεπε να βρισκόσασταν εκεί εκείνη την ώρα. Τα μέλια έτρεχαν παχιά-παχιά όπως σηκώνονταν τα μπουκούνια για να μεταφερθούν στους καλογανωμένους τεντζερέδες ή στις πιατέλες! Η δοκιμή χάρισε τα μπράβο στις μαστόρισσες και οι φρεσκογανωμένοι τεντζερέδες που φορτώθηκαν όλο το γλυκό φορτίο του μπακλαβά με πλατύ χαμόγελο για τέτοια χάρη που τους έλαχε έκαναν υποκλίσεις ευχαριστιών.
Ξεχώρισαν τις γωνίες και τα υπολείμματα από τα ταψιά, πέσανε με τα μούτρα στον ,,κασιδιάρη,, και στα υπολείμματα κι έγλειφαν όχι μόνο τα δάχτυλά τους, αλλά και τα ταψιά.
(Ο ,,κασιδιάρης,, ήταν ένα ταψάκι μπακλαβάς που είχε γίνει όπως-όπως από τις άκρες των φύλλων που περίσσευαν, τη γέμιση που περίσσεψε, βούτυρο ή λάδι.)
Την Πέμπτη οι γυναίκες, φίλες και συγγένισσες, μαζεύτηκαν για να ,,τεγκιάσουν,, τα προικιά. Πρώτα έφτιαξαν ένα βάθρο από σανίδες. Γιομίσανε τρία-τέσσερα ,,ματαράτσια,, με καθαρό άχυρο, βάλανε μέσα και βαγιόφυλλα και δεντρολίβανο για νά ´ναι αρωματισμένα και τα βάλανε σα βάση στην πιο περίβλεπτη γωνιά της σάλας. Σκέπασαν το καθένα με το δικό του φιγουράτο ολοκέντητο σεντόνι, κοφτά της μηχανής ήτανε με πλούσια χειροποίητη δαντέλα, πλεγμένη από τα χεράκια της Λενιώς. Απάνω έβαλαν κουβέρτα και την κανόνιζαν στο ύψος που έπρεπε για να μην καλύπτει τα κεντίδια των σεντονιών. Όταν το ,,τέγκιασμα,, στεριώθηκε, από τη μια άκρη της γωνίας ίσαμε την άλλη αράδιασαν τα μαξιλάρια ντυμένα με τα σατινένια χρωματιστά κλίφια τους και περασμένα μέσα στα κεντημένα με κοφτό κέντημα χασεδένια φιγουρομαξίλαρα κι έτσι ξεχώριζαν τα σκέδια και φιγουράριζαν περήφανα χαρίζοντας στην άξια νύφη παινέματα κι ευλογίες. Ύστερα τέντωσαν σκοινιά από παραθύρι σε παραθύρι κι έβαλαν να κρέμονται τα πιο τροφαντά, τα πιο φιγουράτα προικιά της. Σαν τα δικά της άλλη καμμιά δεν είχε στο χωριό. Κρεμούσαν από ´κει πετσέτες της ,,Καλημέρας,, σεντόνια και τραπεζομάντηλα της φιγούρας, μπαουλόπανα, κεντήματα, ό,τι αξιόλογο είχε η Λενιώ πέρασε από την έκθεση και την κριτική ούλου του χωριού.
Την Παρασκευή το απόγιομα το συγγενολόϊ του γαμπρού και της νύφης, όχι όμως ακόμα ο γαμπρός, μαζεύτηκαν στο σπίτι της Λενιώς. Η ,,κουλούρα,, ,έτσι λεγόταν η διαδικασία της ημέρας ήτανε η προμελετημένη κατάσταση να επιδείξει τα προικιά της η νύφη και να στείλει τα δώρα του ο γαμπρός. Ξεκίνησαν από το σπίτι του Θοδωράκη με τρεις κανίστρες στολισμένες που τις βάσταγαν αγκαλιαστά ανάλογα παλικάρια.
Στη μια κανίστρα που την είχανε στολίσει με χρωματιστές κόλλες διαφορετικού χρώματος η κάθε μια, τη μία επάνω στην άλλη και τοποθετημένες σα βολάν σε φόρεμα, ώστε τα επανωτίσματα, που στις άκριες ήσαν πλουμισμένα με κοφτό αυτοσχέδιο κέντημα του ψαλιδιού να επιτρέπουν να φαίνεται το χρώμα της υποκείμενης κόλλας, η Διονυσούλα και οι δικοί της είχανε βάλει μόνο το ταψί με το μπακλαβά της νύφης!
Στη δεύτερη στολισμένη κανίστρα είχανε βάλει μέσα μόνο το νυφικό, για να έχει άπλα να μην τσαλακωθεί και στην τρίτη κανίστρα είχανε βάλει τα υπόλοιπα δώρα της νύφης, που ήσαν εσώρουχα, μισοφόρι, παπούτσια με κέρματα μέσα που θα τα έπαιρνε το παιδάκι που θα της τα φόραγε, γάντια, πέπλο και ό,τι άλλο ήθελαν. Σε όλες τις κανίστρες σκόρπιζαν μέσα κέρματα. Η κεντημένη μεταξωτή μπόλια, το πλουμιστό κοντογούνι, η κατάλευκη φούστα με το πλούσιο κέντημα, η μπροστοποδιά που επίσης ήταν κεντημένη, το λευκό πουκάμισο με τα κεντητά μανίκια στις άκρες, η βελούδινη ζώνη με τις πόρπες και τα μαύρα παπούτσια ήτανε τα στολίδια της νύφης εκείνο τον καιρό και στη Λενιώ ταίριαζαν γάντι! Η Λενιώ στον ,,κουλουριάρη,, που έπρεπε να είναι και συγγενής του γαμπρού κάρφωσε ολόλευκη ,,μεσίνα,, , το ίδιο και ,,στο στολιδιάρη,,
Η διαδικασία όλη επίσης ήτανε αφορμή για γλέντι με τραγούδια και χορό. Έτσι κι έγινε!
-,,Εδω ´πά το πουλάκι μου, τ´αηδόνι τ´αηδονάκι μου.
Εδώ ´πα το είχα ταμένο, να χορέψω το καημένο.
Να χορέψω, να πηδήσω, τα σκαρπίνια μου να σκίσω..,,
Οι καλεσμένοι έφεραν τα δώρα τους και καμάρωσαν την άξια κοπέλα και τα όμορφα προικιά της. Τα προικιά που θα στέριωναν σπιτικό, που θα διευκόλυναν το ζευγάρι στο ξεκίνημα της νέας του ζωής. Τα έραιναν με ρύζι και εύχονταν: ,,καλορρίζικα,,!
Το σούρουπο σκόρπισε ο κόσμος και μαζί εκείνα τα παλικάρια που έφεραν την ,,κουλούρα,, και τα στολίδια του γαμπρού στη νύφη, μετέφεραν και τα δώρα της νύφης στο γαμπρό και τους δικούς του. Η Λενιώ ,,έριξε,, για δώρα στο γαμπρό, στον πεθερό και στη πεθερά σεντόνια για φιγούρα και σεντόνια για τον ύπνο, κουβέρτα ρασοπάνινη, κάλτσες και στην πεθερά επί πλέον μαντήλα και ύφασμα για φόρεμα.
Το μαύρο κεντητό κοντογούνι, η μακριά λευκή φουστανέλα, το λευκό πουκάμισο, που του το είχε κάμει δώρο η Λενιώ στα ειδώματα, το ζωνάρι από σκληρό δέρμα, το άσπρο καλτσόν με τις μαύρες κορδέλες και τις μαύρες φούντες, τα μαύρα τσαρούχια με φούντα, ήτανε τα στολίδια του γαμπρού εκείνη την εποχή και στο Θοδωράκη ταίριαζαν κουφέτο!
Το βράδυ ήρθε ο Θοδωράκης με τον ξάδερφό του το Γιάννη μαζί, για ν´,,ασημώσει,, τα προικιά. Με τη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και με τα δώρα του σκόρπισε λεφτά, κέρματα ως επί το πλείστον για να κάνουν θόρυβο, και καμάρωνε τα πλουμιστά στολίδια παρ´ότι δεν καταλάβαινε και πολλά από τέτοια, έβλεπε όμως τη μάνα του, που ετοίμαζε τα προικιά της αδερφής του και κάτι ,,χαμπέριζε,,.Το Θοδωράκη τον ένοιαζε πιότερο η Λενιώ και λιγότερο τα προικιά της. Όμως και τούτο χαρά δική της ήτανε και σαν τέτοια του άρεσε και τα καμάρωσε με περηφάνια. Κάθισε ως αργά, αφού κανένας σήμερα δε μπορούσε να τον ξεκουνήσει από το σπίτι της νύφης.
Η Διονυσούλα με τη δική της συγγένεια κάμανε τις προετοιμασίες τους κι εκείνοι κατά πώς άρμοζε στο γυιο της και το σπιτικό τους. Ετοίμασε την πλουμιστή ψωμένια κουλούρα, την έβαλαν σε κανίστρα χωρίς χερούλια στρωμένη με ολοκέντητη μεσάλα και την έστειλε στη νύφη μαζί με τα στολίδια του γαμπρού και το νυφικό. Το ίδιο και το γλυκό, που το επίσημο ήτανε ο μπακλαής, νοικοκυρεμένος και ροδοκόκκινος.
Η νύφη έστειλε κι εκείνη τα δικά της γλυκά και δώρα στο σπίτι του γαμπρού, όπως ήδη αναφέραμε.
Η έκθεση της προίκας ίσαμε ´δω ήτανε!
Ο Θοδωράκης με τον ξάδερφό του φύγανε αργά από το σπίτι της Λενιώς κι η χαρά του ήτανε ολοφάνερη.
Το Σαββάτο πρωί-πρωί ,,ξετεγκιάσανε,, τα προικιά και τα κάμανε μπόγους.
Άπλωναν κάτω μια κουβέρτα ή μια μπαντανία ή όποιο άλλο χοντρό (μάλλινο) υφαντό, απάνω του ένα σεντόνι που οι κεντημένες άκριες του ξεπρόβαλαν δεξιά κι αριστερά, έβαζαν και μαξιλάρια ενδιάμεσα ή άλλα πράγματα που έπρεπε να συγκρατηθούν και τύλιγαν σε ρολό τα ρούχα. Τα έδεναν για ασφάλεια και αυτός ήταν ο μπόγος!
Μετά το ξετέγκιασμα και την κατασκευή των μπόγων ερχόταν ολόκληρο συμπεθεριό απ´όλο το χωριό με τραγούδια και με άλογα και μουλάρια ,,για να πάρουν τα προικιά,,. Κάποιες φορές όταν η νύφη ήταν από το ίδιο χωριό, τα προικιά στο χωριό μου τα έπαίραν την Κυριακή το πρωί.
Όταν λοιπόν τα φόρτωσαν στ´αλογομούλαρα προσεχτικά για να μη τσαλακωθούν, η Λενιώ κάρφωσε στο πέτο του κάθε συμπέθερου-αγωγιάτη από ένα κατάλευκο μαντηλάκι, έδωσε μικροδωράκια και για τα μέλη της οικογένειας του γαμπρού, από μια μπροστέλα για τις θείες και αφού τα προικιά φορτώθηκαν και ξεπροβοδίστηκε το συμπεθεριό, στο σπίτι της Λενιώς άρχισαν οι ετοιμασίες για το γλέντι του Σαββατόβραδου!
Πρωταρχική έγνοια του γαμπρού ήταν να στείλει έγκαιρα στο σπίτι της νύφης το Σαββάτο έναν τράγο σφαγμένο που θα συμπεριλαμβανόταν στο βραδυνό τραπέζι.
,,Κανίσκια,, έρχονταν από τους καλεσμένους και ειδικά από τους συγγενείς. Αρνιά σφαγμένα, ψωμιά στολισμένα, ,,νταμιζάνες,, με κρασί και δε συμμαζεύεται. Κόπος πολύς για τις γυναίκες του σπιτιού μα και για τους άντρες. Όλοι έπρεπε να συνεισφέρουν σε μια τέτοια περίσταση. Επιτηδευμένοι μάγειρες ανάλαβαν το μαγείρεμα του κρέατος. Μπόλικο το φαϊ και μεγάλες οι μερίδες.Τα τραπέζια στρώθηκαν έγκαιρα σε σχήμα Π για να βλέπουν και να βλέπονται όλοι. Το γλέντι του Σαββατόβραδου στο σπίτι της Λενιώς είχε την τιμητική του!
Ήταν γλέντι με ψυχή, γλέντι αγάπης και έρωτα, γλέντι παράδοσης, γλέντι που σημάδευε μια φάση στη ζωή της και στη ζωή των ανθρώπων του σπιτικού της.
Τα τραγούδια της τάβλας προτού καλά-καλά σηκώσουν τα πιάτα από το τραπέζι και κεφωμένοι από το σήκωμα ,,των κουπαριών,, το ένα κατόπιν του άλλου αραδιάζονταν από τον ικανότερο κομματιαστά και οι υπόλοιποι επαναλάμβαναν το κομμάτι. Ανάμεσα στου Βάκχου τα καμώματα και της χαράς τη διάχυτη ατμόσφαιρα τα τραγούδια της τάβλας κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος του γλεντιού:
,,Φίλοι μ´καλώς ορίσατε, να φάμε και να πιούμε...
,,Το έρημο τ´αηδόνι, το μοναχό, περπατεί και κραίνει καμαρωτό.
Περπατεί και κραίνει και τραγουδεί:
Αντριανοπολίτη πραματευτή.
Πού την ευρήκες αυτή τη νια την ξανθομαλλούσα, την Πατρινιά...
,, Κάτω στα δασιά πλατάνια στην Κρυόβρυση ,Διαμαντούλα
μ´, στην Κρυόβρυση ...
,, Ο δήμαρχος κι ανακριτής γεια σου Ελένη...
Η Λενιώ με τη γλυκειά, θεϊκή, αιθέρια, ψιλή φωνή της τραγούδησε κατά πως συνηθιζόταν το τραγούδι του αποχωρισμού κατ´αξίωση των καλεσμένων.
-Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ
μάνα μ´έδιωχνε από το σπιτικό μας.
Κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει, φεύγα!
Φεύγω κλαίγοντας...
Και το ξημέρωμα δεν άργησε να ´ρθεί. Τι πείραζε ; Κανένας δεν ήτανε αποφασισμένος να κοιμηθεί! Ο γάμος στο κάθε σπίτι μια φορά γίνεται! Τρεκλίζοντας οι περισσότεροι από ,,τα κουπάρια,, με τους απαράβατους κανόνες τους συνέχιζαν το γλέντι στην αυλή και στο μαγαζί ακόμα.
Η Κυριακή ήταν η μέρα της Λενιώς και την ήθελε όλη δική της. Ήθελε να ξεκουραστεί και να γίνει όμορφη για το Θοδωράκη της και για την ίδια και για όλους τους καλεσμένους της. Γι αυτό αποσύρθηκε νωρίς από το γλέντι.
Το λίγο χρόνο που είχε στη διάθεσή της ως το ξημέρωμα τον χρησιμοποίησε γι αυτόν το σκοπό!
Φρεσκαρίστηκε. Ενα ζεστό, αρωματισμένο με δεντρολίβανο μπάνιο την αναζωογόνησε και περίμενε τις φίλες της, εκεί κοντά στο μεσημέρι, να τη ντύσουν νυφούλα!
Στου Θοδωράκη έκαναν την προετοιμασία του ξουρίσματος του γαμπρού και η αναστάτωση καλά κρατεί κι εκεί.
Ο γάμος θα γινόταν μετά την κυριακάτικη λειτουργία προς το μεσημεράκι, έτσι γινόταν εκείνη την εποχή, πάντοτε Κυριακή και μετά την εκκλησία!  Είχε μια υπέροχη φθινοπωρινή, γλυκειά και λαμπερή μέρα!
Αστραφτοκαλλιστή η Λενιώ δέχονταν τις περιποιήσεις των φιλενάδων της. Σοβαρή, με τη λυγερή της κορμοστασιά, το νυφικό του καιρού της και η αλαφράδα κι ο αέρας της την έκαναν νεράϊδα αληθινή!
Η Λενιώ μέσα ντυνόταν κι όξω οι χοροί κρατούσαν.
Ο Λάμπρος, ένα αγοράκι, που είχε και τους δυο γονέους του σταλμένο από το Θοδωράκη πήγε να ειδοποιήσει ότι οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρού πάνε να πάρουν τα προικιά. Αυτό επειδή η Λενιώ ήταν από το ίδιο χωριό με το γαμπρό. Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό ειδοποιούσε κάποιος μεγαλύτερος έφιππος. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση το έπαθλο ήταν ίδιο. Ένα μαξιλάρι πλουμιστό! Του το έδωκε η ίδια η νύφη! Ο μικρός κοίταξε κατάματα τη Λενιώ σα να της έλεγε ευχαριστώ και με το έπαθλο παραμάσκαλα και το γλυκό στον ,,καταπίτη,, γύρισε τρέχοντας στο σπίτι του γαμπρού να δώσει αναφορά.
Οι φίλοι του Θοδωράκη και οι συγγενείς με τ´άλογά τους πήγαν τραγουδώντας στο σπίτι της Λενιώς ,,να φορτώσουν τα προικιά,,!  Έτσι γινόταν στο χωριό μου, όταν η νύφη ήταν από το ίδιο χωριό με του γαμπρού. Αν ήταν από άλλο χωριό πήγαιναν και τα έπαιρναν το Σάββατο το μεσημέρι ή το απόγιομα.
Η Λενιώ κρέμασε στην καπιστράνα κάθε αλόγου από μια ολόλευκη μεσίνα με τρόπο που να κρέμεται το μεγαλύτερο μέρος της και ν´ανεμίζει με το περπάτημα τ´αλόγου.
Το συμπεθεριό στο σπίτι του Θοδωράκη ήταν συγκεντρωμένο κι εκείνος λεβέντης με τα ούλα του!
Η ώρα η καλή και ευλογημένη είχε έρθει! Ο Θοδωράκης έστειλε τα όργανα,  γιατί ,,γάμος δίχως όργανα δεν έχει νοστιμάδα (ουσία ),, στην άλλη άκρη του χωριού, όπου βρισκόταν το σπίτι της Λενιώς , ,,για να πάρουνε τη νύφη,,!
,,Νύφη μας ωραιότατη, νύφη μας νιο φεγγάρι...,,! Της το τραγουδούσαν οι καλεσμένοι της.
Η νύφη ,,προσκύνησε,, τους γονείς της φιλώντας τους το χέρι και πρόβαλε από το κατώφλι του σπιτιού της ανάμεσα στα προστατευτικά μπράτσα του πατέρα της και του μεγάλου της αδερφού, ντροπαλή, συνεσταλμένη, αλλά η ομορφιά της δεν κρύβεται. Χαμηλοβλεπούσα, όχι τόσο γιατί ντρεπόταν, όσο γιατί έπρεπε, άλλαξε τα βήματά της και μέσα από τον όμορφο στολισμό της πρόβαλε όλη η λάμψη και η ομορφιά της και φάνταξε ακόμα περισσότερο κι έλαμψε η ματιά της σπινθηροβόλα και γαλανή κι αγκάλιασε ως πέρα τη γειτονιά της και τον κάμπο και τα βουνά και τά ´κλεισε όλα μέσα στην καρδιά της λες και δεν θα τα ξανάβλεπε άλλο πια.
Τα όργανα παίζανε τη νεραντζούλα και επαναλάμβανε το συμπεθεριό:
-Νεραντζούλα φουντωμένη... πού ´ναι τ´άνθη σου νεραντζούλα...!
Δυο όμορφοι νέοι, ένας αητός και μια λαφίνα ετοιμάζονταν να δώσουν πνοή σ´ένα όνειρο και ,,χαρχάλεψαν,, της ψυχής τους τις λαχτάρες κι εκείνες έγιναν αγάπη και πρόβαλαν το μεγαλείο και τη δόξα τους.
Κάπου εκεί στη διασταύρωση κοντά στην εκκλησιά έσμιξαν τα συμπεθεριά και προχώρησαν ούλοι μαζί.
Ο απόηχος των τραγουδιών μάγευε τ´αυτιά των ανθρώπων και η γύρω φύση συνέπραττε προσφέροντας το αεράκι που χάϊδευε τα πυρωμένα από το κέφι μάγουλά τους και τα πουλιά χάριζαν το φτερωτό τους καλοσώρισμα και το γλυκό τιτιβισμά τους. Με το αργό λικνιστικό της περπάτημα η Λενιώ και με την βαρύγδουπη συνοδεία της έφτασε έξω από την πόρτα της εκκλησιάς, όπου ο πατέρας της την παρέδωσε στο γαμπρό. Εκείνος του φίλησε το χέρι.
Το μυστήριο έγινε με όλη τη μεγαλοπρέπεια των καιρών! Ο νονός -κουμπάρος άλλαξε τα στέφανα και τα ρύζια και τα κουφέτα στόχευαν με ανακουφιστική, διασκεδαστική μανία τους νεονύμφους, οι οποίοι για να γλιτώσουν το κακό έσκυβαν όσο γινόταν πιο χαμηλά.
-Να ζήσετε, να ζήσετε!
Όλοι πέρασαν με σειρά να ,,φιλήσουν τα στέφανα,, και να ευχηθούν.
-Καλούς απογόνους!
Στους γονείς τους και στο νονό-κουμπάρο φίλησαν το χέρι σε δείγμα σεβασμού.
Η έξοδος από την εκκλησία είχε πλέον ένα άλλο στίγμα για το ερωτευμένο ζευγάρι! Είχε μαζί με την αγάπη τους και τον έρωτά τους το προστατευτικό πέπλο της ευλογίας, είχαν την αποδοχή της κοινωνίας σα ζευγάρι και οι δύο νέοι είχαν την ευχέρεια να ευτυχήσουν!
Τα όργανα και τα συμπεθεριά οδήγησαν το ζευγάρι πιασμένο αγκαζέ στο σπίτι του γαμπρού. Πάλι πεζοί! Ακουμπημένοι πλέον ο ένας στην καρδιά τ´ αλλουνού άφησαν περισσότερο λεύτερους τους εαυτούς τους καθ´ότι λόγο τώρα πια δεν είχαν οι πατεράδες, αλλά ο άντρας, ο Θοδωράκης! Επιτέλους πήρε το χρίσμα!
Η Διονυσούλα είχε έτοιμο το ρόδι στην πόρτα του σπιτιού και η Λενιώ τό ´σπασε με ευκολία! Ύστερα ,,μελίτωσε,, τη νύφη. Έπαιξαν και το διασκεδαστικό παιχνίδι με το μαντήλι, όπου κέρδισε η Λενιώ, αλλά η Διονυσούλα ήταν καλόβολη γυναίκα και δεν της εκακοφάνη διόλου. Η Λενιώ σοβαρή τώρα πια έσκυψε ταπεινά και της εφίλησε το χέρι. Η Διονυσούλα ευχήθηκε τα παιδιά της, είπε στη νύφη της ,,καλορρίζικη και της υπέδειξε να καθίσει. Κεράστηκαν γλυκό και χόρεψαν κι εδώ.
-,,Νύφη μας ωραιότατη, νύφη μας νιο φεγγάρι..,,
Χόρεψε μπροστά και ο γαμπρός το δικό του τραγούδι.
- ,,Ένα τραγούδι θα σας πω απάνου στο κεράσι, να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, να ζήσει, να γεράσει,, .
Χόρεψε και η πεθερά ένα τραγούδι, το δικό της κι εκείνη κι ύστερα πήρανε σειρά όλοι οι καλεσμένοι. Εκεί που οι άλλοι γλεντούσαν ακόμα, αλλά το γλέντι, είχε χλιάνει,, ,,είχε κόψει,, ο Θοδωράκης και η Λενιώ ξέκοψαν από το κοπάδι στα κλεφτά και πισωγύρισαν στο πατρικό της, αυτό που λέμε, ,,πιστρόφια,,. Αν η Λενιώ ήταν από άλλο χωριό τα πιστρόφια θα γίνονταν στις οχτώ ημέρες από το γάμο, δηλαδή την επόμενη Κυριακή.
Ήτανε για τη μάνα βάλσαμο τούτη η επιστροφή και για ούλους στο πατρικό της. Η αίσθηση ότι το παιδί τους ήταν εκεί καταλάγιασε το συναίσθημα του αποχωρισμού που εκείνο το τραγούδι το είχε σοβαρά ενισχύσει.
Αγκαλιές, φιλιά, αγάπες και λουλούδια. Κεράσματα κι ευκές απανωτές.
Ήτανε όμως κι ένας λόγος να ξεφύγει το ζευγάρι από τα βλέμματα του κόσμου και να βρει κάπου, κάπως λίγο χρόνο να ξεθυμάνει από το πνιγηρό μπούκωμα της καταδυναστευτικής παρακολούθησης.  Ένα άγγιγμα, ένα κλεφτό φιλί ήτανε μια παρηγοριά σε κείνη τη φάση.
Στο σπίτι του Θοδωράκη είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες του γλεντιού. Τα καζάνια έβραζαν, οι φούρνοι μοσκοβολούσαν και οι γυναίκες δεν είχανε σταματημό.  Όλα έπρεπε να είναι ,,στην τρίχα,,. Νωρίς το βράδυ το τραπέζι του γλεντιού στρώθηκε με όλη τη μεγαλοπρέπεια που απαιτούσε το σπιτικό και η ψυχή του Αναστάση. Τα φαγιά μοσκοβολιστά παρατέθηκαν στο τραπέζι και πριν καλά-καλά αποσώσουν το φαΐ τους, τα τραγούδια της τάβλας πήραν την τιμητική τους και δεν σταματούσαν με τίποτα. Το ένα διαδεχόταν το άλλο και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση,αφού το κρασί είχε βοηθήσει συστηματικά… Το ξημέρωμα τους βρήκε μεθυσμένους τους περισσότερους.
Η νύφη που είχε αποχωρήσει έγκαιρα με το γαμπρό για το καθιερωμένο έθιμο του σεντονιού, μετά τα επιβεβαιωτικά χειροκροτήματα του πλήθους βρήκε την ησυχία της στην γεμάτη αγάπη, τρυφερή αγκαλιά του άντρα της.
Σηκώθηκε πρωί, συγύρισε το σπίτι της σε μια προσπάθεια προσαρμογής και το μεσημέρι περίμενε την επίσκεψη των γονιών της και των συγγενών της που ανταπέδιδαν τα ,,πιστρόφια,,. Φάγανε μαζί το μεσημέρι, ευχήθηκαν για πολλοστή φορά και ικανοποιημένοι, γιατί έβλεπαν τη Λενιώ τους ευτυχισμένη, γύρισαν στο σπίτι τους. Αν όμως το σπίτι του γαμπρού ήταν σε άλλο χωριό, οι γονείς θα ανταπέδιδαν ,,πιστρόφια,, στις δέκα πέντε ημέρες από το γάμο.
Το απόγιομα της Δευτέρας η Λενιώ με το γαμπρό, την πεθερά, τον πεθερό και συγγενείς πήγαν στην Πέρα βρύση, την κεντρική του χωριού,για να πετάξουν κέρματα στο νερό, όπως το καλούσε το έθιμο. Αυτό το επίσημο ξεπόρτισμα ήταν αρκετά διασκεδαστικό. Τα σχόλια των περαστικών, οι επαναλαμβανόμενες ευχές, το ψουψούρισμα των κοριτσιών μεταξύ τους για το ένα και για τ´άλλο, όλα έφτιαχναν μια ατμόσφαιρα χαρούμενη. Η Λενιώ δεν είχε και προβλήματα γνωριμίας, αφού ήταν από το ίδιο χωριό κι έτσι η συντροφιά έδεσε. Μη φανταστείτε όμως ξέφρενα πράγματα, ήταν και τα πεθερικά μαζί και σε κείνους τους καιρούς τα πάντα γίνονταν μετρημένα.
Τα παιδιά πλατσούριζαν ποιο θα μαζέψει τα περισσότερα και όποιος το πετύχαινε ήταν ο τυχερός.
Στο γάμο ετούτο τυχερός ήτανε ο μικρός ανηψιός του Θοδωράκη από τον ξάδερφό του το Θανάση, ο Νικολάκης!
-Και στα δικά σου,Νικολάκη, του είπαν όλοι με μια φωνή.
Η Λενιώ τον πήρε στην αγκαλιά της και τον εφίλησε. Το παιδί ξαμολήθηκε στα μαγαζιά για να εξαργυρώσει το γούρι του και η όμορφη συντροφιά επέστρεψε στο σπίτι. Είχε πολλά να κάμει η Λενιώ ακόμα, αλλά πλέον χωρίς βοήθεια, μόνη της. Είμαι άξια, σκέφτηκε, καθώς η σκέψη της έφερε κιοτεμάρα. Θα τα καταφέρω!
Ο Θοδωράκης και η Λενιώ απολάμβαναν τη γλυκειά σκλαβιά του έρωτά τους και τ´όνειρο είχε γίνει Άτλαντας στους ώμους τους που παρέλυσε τ´άκρα τους κι έκαμε ανάλαφρη την ψυχή τους.
Λουσμένοι στην ιλαρότητα του ίδιου όνειρου κι οι δυο, που ήτανε ζωή ολάκερη, ζούσαν την ευτυχία που γύρευε η καρδιά τους.
Ξύπνησαν ανακουφισμένοι και ήρεμοι από τα γλειψίματα του Μπαγάσα. Ανησύχησε φαίνεται από την απουσία τους και τους έψαξε .Ο Θοδωράκης τον χάιδεψε και τον έστειλε πίσω στο μαντρί.
Οι δύο νέοι κοιτάχτηκαν στα μάτια με λατρεία, έσμιξαν τα χέρια τους σ´ένα σμίξιμο ατελείωτο και κουβέντιασαν ήρεμα
για όλα και για πολύ. Και δεδομένων των συνθηκών.... σηκώθηκαν, βγήκαν από την κρυψώνα, στάθηκαν όρθιοι απάνω στη μεγάλη κοτρώνα, άδειασαν φυσώντας ο ένας στη χούφτα τ´αλλουνού τις ψυχές τους και τον έρωτά τους και την αγάπη τους, άδειασαν ούλο το μέσα τους κι ύστερα κοιτάζοντας τη θάλασσα σταύρωσαν τα χέρια τους, άνοιξαν τις παλάμες με το πολύτιμο, αλλά αβάσταχτο φορτίο τους, έσκυψαν απάνω με τα κεφάλια τους κολλημένα, φύσηξαν´ τ´όνειρο και τη ζωή και τ´άφησαν να φύγουν πέρα μακριά....
Πιάστηκαν από το χέρι κι αγνάντευαν το είναι τους που καβαλίκεψε ένα σύννεφο και πήγε ψηλά στον ουρανό, στη χώρα του Παράδεισου τη μακρινή, την απρόσιτη, την ονειρεμένη! Δυο άγγελοι μ´ολόλευκα φτερά παρέλαβαν τις ζωές τους και τις ακούμπησαν πάνω σ´ένα πάλευκο και φωτεινό του μέρος.
Η Λενιώ κι ο Θοδωράκης κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν. Ήσαν ευτυχισμένοι και ξαλαφρωμένοι.
Μ´ένα πήδο, πιασμένοι από το χέρι, άφησαν το λιθάρι και βρέθηκαν στη γη προσγειωμένοι και λεύτεροι! Είχανε αποφασίσει!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΑΛΛΗ ΣΕΛΙΔΑ -Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ
Πήρανε μια απόφαση, ναι! Τι σου είναι τούτο όμως λουκουμάς για να τον απολαύσεις και να τον καταπιείς;
Η ασυμμάζευτη πλανόδια σκέψη με τα μυριάδες φτερακίσματα στο δευτερόλεπτο, που σα σβούρα γυρίζει αδιάκοπα κι επί τόπου σε δυο κεφάλια μέσα, ολιγωρεί φυλακισμένη στην ελευθερία της, όπως ακριβώς η πεταλούδα στο φως της λάμπας με κίνδυνο να τσουλουφριστεί και να καεί.
Σε μια απόφαση ειλημμένη ο επαναπροσδιορισμός είναι σύνηθες φαινόμενο και τα σκαμπανεβάσματα της σκέψης αποδυναμώνουν τη θέληση που απαιτεί την τήρηση αυστηρών νόμων και κανόνων. Να ´τανε τόσο εύκολο το μάντρωμα της σκέψης! Μα δεν είναι πρόβατα και μ´ένα σάλαγο να τα μαντρώσεις!
Πολέμησε ο Θοδωράκης ν´αντισταθεί σθεναρά και γαντζώθηκε γερά από την ελευθερία της ψυχής που του είχε προσφέρει η εθελούσια απόφασή τους εκεί απάνου στα γαλάρια, όμως στα διάκενα έκανε βουτιές στο κενό και τη μια ακούμπαγε στον πάτο και την άλλη ξαστέρωνε κι ονειρευόταν ξανά...κι έπλαθε μύριες στιγμές ιερές....
Τ´αγαλιοκλώθι της τρανή παρηγοριά ήτανε για του ποθεμού του το αργοπόρι....
- Όχι, είπε, αφού είχε πλέξει μιας ορφάνιας το λίκνο! Όχι! Αυτό πρέπει να σταματήσει και μονάχα ένας τρόπος υπάρχει.
Θεληματικά η μορφή της Λενιώς σκιάστηκε από τη μικροσκοπική θωρειά της Θοδώρας, παρουσία εκ διαμέτρου αντίθετη από κείνη που είχε συνηθίσει να βλέπει στο ξύπνιο του και στα όνειρά του. Μοναχά το μήκος και το χρώμα των μαλλιών της ισοφάριζε με τα τροφαντά προσόντα της Λενιώς.
Ήρθε και στάθηκε η μορφή της Θοδώρας κι έστησε καραούλι απέναντί του, λες κι ήξερε το δράμα του κι ήθελε να τον βγάλει από το αδιέξοδο της πλάνης του. Η αύρα της, ελάχιστα γνώριμη, τον τύλιγε όλο και πιο πολύ και ο ασφυκτικός κλοιός της του χάριζε λύτρωση κι ελευθερία. Έτσι, όπως φεύγει ο αέρας και δεν πισωγυρίζει, έτσι όπως κυλάει το ποτάμι και βρίσκει αποκούμπι στη θάλασσα, έτσι κι ο Θοδωράκης ένιωθε το δρόμο του γοργό στην αγκαλιά μιας συμβατικής προξενεμένης υπόσχεσης, με το σώμα του ακουμπισμένο σ´ένα κορμί άγνωστο για κείνον και σε μια αγωνιώδη προσπάθεια συγκέντρωσης και προσαρμογής. Ήρθε στο νου του η στιγμή που τον πήγε η Θοδώρα στον κήπο της και στάθηκαν πλάι-πλάι ν´αγναντεύουν τη θάλασσα που έγινε κομμάτι της ζωής του μέσα στη βιαστική της ξενάγηση και πλανήθηκε στ´απέραντου γαλάζιου τ´ακύμαντο και στου ορίζοντα που το συνόριαζε το άπειρο.
Ένιωσε τη φλόγα αυτής της μικροσκοπικής γυναίκας να θεριεύει και να του ζεσταίνει την παγωμένη του ψυχή. Την ένιωθε να πλησιάζει μα δε φοβήθηκε στιγμή μήπως και γίνει δικό της παρανάλωμα το είναι του. Να μη σου πω, ότι το γύρευε κιόλας τούτο το καθαρτήριο!
Αποφάσισε ότι της χρωστάει την κυριακάτικη επίσκεψη.
Η Θοδώρα είχε παραμερίσει το λήθαργο του φόβου και θώπευε νοσταλγικά τις απείθαρχες κινήσεις του Θοδωράκη, δικαιώνοντας έτσι τον φλέγοντα έρωτά της που ήξερε να συγχωρεί πιθανά παραστρατήματα. Λίκνιζε την αγάπη της με νανούρισμα μητρικό, αποκοίμιζε τους φόβους και τον καημό της μαζί και μέτραγε τα ξημερώματα και τα ηλιοβασίλεματα με απέραντη υπομονή, με καλοπροαίρετη διάθεση και με αληθινή αγάπη. Έτσι, όταν έβγαζε τη μάσκα της υποκρισίας, άφηνε να κυλήσουν δυο μαργαριτάρια, μόνο δυο, και έπεφταν κατάχαμα τρέφοντας δυο σπόρους νιόφυτους αναγγέλλοντας μια ευτυχία. Και τα μαργαριτάρια της βδομάδας ετούτης θέριεψαν τον έρωτα, έχτισαν την αγάπη ίσαμε το σενάζι που θα δεχόταν τη σκεπή με τα στηρίγματά της και ο πόθος της την κράτησε γερή κι ολόρθη και δεν απόκαμε λεπτό και δεν κιότεψε στάλα και σκέφτηκε πως θα είχε να ιστορεί στα εγγόνια της μια υπέροχη ιστορία αγάπης με δυο ,,Θ,, πρωταγωνιστές!
Η Θοδώρα περικυκλωμένη από του λήθαργου τη σκιά φοβόταν περισσότερο τον εαυτό της παρά τις κινήσεις του Θοδωράκη, που με την αδιαφορία του την πότιζε φαρμάκι και παρ´όλα αυτά θυσιάζοντας τον εαυτό της στην αγάπη δικαιολογούσε τις παράλογες κινήσεις του και δεν έβγαζε μιλιά, όπως μιλιά δεν έβγαζαν και οι δικοί της φανερά τουλάχιστον.
Μονάχα η Γιωργίτσα στο χωριό, που παρακολουθούσε κυκλωτικά τις κινήσεις του Θοδωράκη, είχε ,,ψύλλους στον κόρφο της,, και γύρευε με τον τρόπο της εξηγήσεις. ,,Αμόλαγε,, αδειανές, για να πιάσει ,,γιομάτες,,!
-Θα ήθελα να πάου στην ανηψιά μου στην Καλύδωνα κι έλεγα να πηγαίναμε μαζί με το Θοδωράκη την Κυριακή. Τι λες, θα με πάρει μαζί του Διονυσούλα, τι έχω βαρεμένο το πόδι μου και δε μπορώ να κάμω τόσο δρόμο με τα πόδια;
-Γιατί να μη σε πάρει, μωρή Γιωργίτσα,, στον ώμο θα σε κουβαλήσει; Το μουλάρι θα σε πάει!
-Ξέρω και ´γω; Την Κυριακή, που νόμιζα θα ,,πάαινε,, και στήθηκα να τον καρτερώ όξω από την πόρτα μου, δεν ,,εδηάκε,,.
-Είχε δουλειά και δεν εμπόρεσε Γιωργίτσα. Θα πάει ετούτη την Κυριακή. Θα του ειπώ να σε πάρει κι εσένα.
Τι την ένοιαζε τη Γιωργίτσα αν θα την έπαιρνε ή όχι! Έφτανε που έμαθε τις προθέσεις του νέου και καταλάγιασε το ανήμερο θεριό της ψυχής της που το λέγανε αγωνία.
Η Λενιώ στο μεταξύ που όσο βρισκόταν κοντά στο Θοδωράκη στάθηκε δυνατή στις αποφάσεις, όταν πισωγύρισε στο πατρικό από το δρόμο ακόμα άρχισαν να την κυνηγούν οι ερινύες της ,,λάθος απόφασης,,.
- Πού ήσουνα τόσες ώρες ,,βαϊζούλα μου,, της είπε η Παναγιώτα, η μάνα της. Σε γύρεψε ο Λώνης και δεν ήξερα τι να του ειπώ.
-Άστον σε μένα, μάνα, είπε η Λενιώ που δεν ήθελε να ειπεί περισσότερα.
Μπήκε κατ´ευθείαν στην κάμαρη που βρισκόταν ο άρρωστος πατέρας της. Εκείνος διαπραγματευόταν με το χάρο εκείνη τη στιγμή και δεν επήρε είδηση τη μοναχοκόρη του που μπήκε μέσα σαν το σίφουνα.
Είδε το απλανές του βλέμμα, την ανατρίχιασε το άκαμπτο παρουσιαστικό του και φρέναρε απότομα. Τι να κάμει τώρα; Να πισωγυρίσει και να τον αφήκει στην ήρεμη αναστάτωσή του ή να κάτσει κοντά του και να τον τραβήξει από τον απόκοσμό του; Αποφάσισε το δεύτερο.
Πλησίασε το κρεββάτι του αμίλητη, του χάιδεψε το μέτωπο, του έδωκε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο το παγωμένο και το δικό της φλογισμένο ήρθε κι εξισορρόπησε επιφανειακά τη θερμοκρασία του άρρωστου γονιού .Μόνο τότε γύρισε και την κοίταξε. Με βλέμμα θολό, με πνοή ανύπαρκτη που ήρθε κι έδεσε με τη δική της,  που όμως για διαφορετικούς λόγους σιωπούσε ο καθένας.
Εκείνη του πήρε το χέρι, το έβαλε ανάμεσα στις χούφτες της και του το φιλούσε αδιάκοπα.
Δυο δάκρυα μαργαριτάρια ήρθαν και στάθηκαν απάνω στα παγωμένα χέρια του πατέρα που έβγαλε μοναχά έναν αναστεναγμό την ώρα που η Λενιώ είχε καρφώσει τα μάτια της απάνω στα δικά του.
Σε ποια συμφωνία να είχε καταλήξει με το χάρο δε μπορούσε να ξέρει η Λενιώ, αφού ούτε που το είχε υποψιαστεί αυτό πως θα γινόταν ποτέ. Εκείνος έγειρε από την άλλη πλευρά το κεφάλι εν όσω το χέρι του βρισκόταν ακόμα μέσα στις χούφτες της όμορφοκόρης του. Έδειξε πως ήθελε να κοιμηθεί. Μα όχι! Ν´αποφύγει το διαπεραστικό, το γεμάτο τρυφερότητα βλέμμα της θυγατέρας του που δεν άντεχε να τη βλέπει θλιμμένη εξ´αιτίας του. Κάρφωσε από την αντίθετη εκείνη μεριά το βλέμμα του στο ταβάνι και άφησε τη σκέψη του να περιπλανιέται στα περασμένα. Διάβαζε μία -μία σελίδα της ζωής του, πρόσθετε μάλιστα και ό,τι είχε ξεχάσει να γράψει ξεθάβοντας από τα κατάβαθα του νου του ακόμα και τα ασήμαντα και μία -μία τις διέγραφε, σα να μην είχαν υπάρξει ποτέ! Η Λενιώ τον ξαναφίλησε, του άφησε το χέρι να κυλήσει μαλακά από τις παλάμες της και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο αφήνοντάς τον στον κόσμο που ήθελε να ζωγραφίζει σβήνοντας και γράφοντας, καλώντας κι αποπαίρνοντας φιγούρες αλλοπρόσαλλες, αγαπημένες, σκάρτες, φιλικές, ταιριαστές κι αταίριαστες που ποτέ πριν δεν είχε μπει στον κόπο να το κάμει, επειδή η τύρβη της καθημερινότητας δεν του παραχωρούσε χρόνο μα και δεν ήθελε κιόλας να κάμει κάτι τέτοιο. Δεν είχε χώρο το μυαλό από τα όνειρα για πισωγυρίσματα, έτρεχε ομπρός ολοταχώς λες κι ήξερε πως δεν θα τα προκάμει .Με την πανοπλία των αναμνήσεων γοργά αποκοιμήθη κι ένα μεταίωρο κρεββάτι -αιώρα τον λίκνιζε μαζί με ό,τι νόμιζε ότι του είχε απομείνει ακόμα!
Ο απόηχος τού ,,σ´αγαπώ πατέρα,, που βγήκε από τα φυλλοκάρδια της γιόμισε με τη δυνατή του εγκάρδια ηχώ το χώρο γύρω της και πήγε και καρφώθηκε κατ´ευθείαν στα στήθη του πατέρα της και του κράταγε συντροφιά.
Η Λενιώ αγκιστρώθηκε στα κάγκελα της βεράντας αποφεύγοντας και την μάνα της κι άφησε το βλέμμα της ν´αγγίξει το γαλανό ουρανό και τη θάλασσα και τον κυκλωτικό ξέμακρο ορίζοντα ταυτιζόμενη απολύτως με του Θοδωράκη τα γούστα, έφερε γυροβολιά τη σκέψη μια στον άρρωστο γονιό μια στην παιδεμένη αγάπη, έχυσε από ένα δάκρυ για το καθένα χωρίς να τα σφουγγίσει, τίναξε το ξανθό περήφανο κεφάλι της με την αλογίσια χαίτη, που ασυλλόγιστα δεν είχε φροντίσει να μαζέψει ,φορτώθηκε με το χαμόγελο της ώριμης απόφασης και στα γαλάρια δε θέλησε να ξαναπάει ποτέ. Αλήθεια είναι ικανή μια απόφαση να ξεθωριάσει και να σβήσει μια αγάπη; Τα όνειρα των δύο νέων απολιθώθηκαν πάνω στις φλογισμένες καρδιές τους; Σφράγισαν με όρκο αιώνιο μια αγάπη αιώνια;
Η Λενιώ έπλεξε τα μαλλιά της, τα γύρισε δυο βόλτες πάνω στο κεφάλι της, φόρεσε τη μαντήλα της, άρπαξε τη βαρέλα και είπε στη μάνα της:
- Πάου για νερό μάνα! Έχε το νου σου στον πατέρα! Και χωρίς να περιμένει απόκριση τράβηξε ίσια για την Ετιά!
Έπλυνε τη γούρνα, την άφησε να γεμίσει, βούτηξε μέσα τη μούρη της ολόκληρη, έμεινε έτσι όσο άντεχε η αναπνοή της, ρούφηξε μια μεγάλη ρουφηξιά νερό κι άλλη μια την κράτησε στο στόμα και σήκωσε απότομα το κεφάλι της. Με το στόμα μπουκωμένο τραβήχτηκε όξω, γουργούρισε το νερό στο στόμα της παίζοντας όπως όταν ήταν μικρή, το εκτόξευσε μακριά αναγελώντας την αγάπη κοιτάζοντας τον ουρανό, γέμισε τη βαρέλα της, τη φοτρτώθηκε κι ένιωσε το βάρος της σα φύλλο φθινοπωρινό. Το γάργαρο νερό της είχε φρεσκάρει τη σκέψη, την είχε αναζωογονήσει κι ήταν η πρώτη φορά που μίλησε με λαχτάρα στο Λώνη που την περίμενε και που ευτυχώς δε γύρεψε εξηγήσεις για την πολύωρη απουσία. Καταλάβαινε ή της το φύλαγε γι αργότερα και θα έκανε το λάθος της ζωής του;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΑΛΛΗ ΣΕΛΙΔΑ - ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΧΡΕΟΥΣ
Η Κυριακή δεν άργησε να ´ρθεί. Ο Θοδωράκης φρόντισε τον εαυτό του ανεπιτήδευτα και με τον αέρα του άντρα που ποτέ του ως τώρα δεν είχε επιδείξει, καλά-καλά χωρίς να ρωτήσει καν τον Αναστάση που καθόταν παρά ´κεί, ούτε να του δώκει αναφορά για το που πάει, αλλά ούτε κι εκείνος να τον εμποδίσει ούτε το λόγο να του γυρέψει, ετοίμασε το περήφανο άτι του που τού έμοιαζε μέσα κι όξω ,πήρε μονάχος την κεντημένη αντρομίδα που την είχε για γιορτινή η Διονυσούλα, χωρίς να τη ρωτήσει κι αυτή κι αμίλητος αλλά χωρίς να δείχνει στεναχώρια, σαμάρωσε το άλογο, έδεσε στα ,,κολλιτσάκια,, του σαμαριού του το σκοινί του μουλαριού που προοριζόταν για τη Γιωργίτσα και κίνησε για την Καλίδονα προτού χτυπήσει η πρώτη καμπάνα.
Η Γιωργίτσα στο δρόμο δεν τον άφηκε στην ησυχία του το Θοδωράκη. Εκείνος όμως δεν αποκρινόταν στις περιέργειές της και η Γιωργίτσα έσκαγε από το κακό της. Δε βαριέσαι ,σκέφτηκε, φτάνει που πάει....
Μια ώρα δρόμος δεν είναι και πολύς,κύλησε ογλήγορα.
Φουσκωμένα τα ,,πλεμόνια,, του με τον πλούσιο ,πεντακάθαρο κι ολόδροσο αέρα ,με των ,,περδικώνε,, την κανακευτή θωρειά στην περδικόβρυση, με το κροκάλισμα των πετρών καθώς το περήφανο άτι τις παρέσερνε με τις φρεσκοπεταλωμένες οπλές του, το περιστασιακό ,,λιάξιμο,, της Γιωργίτσας που σα σκυλίτσα δεν έλεγε να βάλει γλώσσα μέσα της και προ πάντων με μια ελπίδα να τελειώσει κάποτε το χρέος και το ζόρι ενός γάμου που δεν τον είχε λογαριάσει, ούτε που το κατάλαβε πότε φτάσανε στο χωριό.
Στο έμπα του χωριού, τους καλημέρισε η Σωτήραινα, η πρώτη κουτσομπόλα του χωριού .
-Καλώς όρισες ,γαμπρέ. Η Θοδώρα σε καρτέραγε δυο βδομάδες τώρα ! Έκαμε τα μαύρα μάτια το θηλυκό να σε ιδεί !
-Καλημέρα, είπε , και τίποτ´άλλο ο Θοδωράκης.
-Καλημέρα Σωτήραινα, είπε και η Γιωργίτσα και τράβηξε το χαλινάρι του μουλαριού στην άκρη του πλατώματος και ,,καστέλωσε,, τη Σωτήραινα. Κι αφού ο τέντζερης βρήκε το καπάκι του , το μυστήριο θα γινόταν ολοκληρωμένο.
- Πε μου τα νέα, Σωτήραινα, τώρα ,γιατί στερνά δε θα μπορώ.
Τι λέει το χωριό; Τι λένε οι δικοί μου; Έχεις ιδωμένο κανέναν;
-Ούλο ρωτάνε ,μωρή Γιωργίτσα, γιατί τούτο ,γιατί εκείνο ,πού ´ναι ό ο γαμπρός, γιατί δε φάνηκε ο γαμπρός και οι δικοί σου μέσα στη μαύρη συννεφιά έν´οι αντρώποι .
Ο Θοδωράκης την άφησε πίσω του αδιάφορα, πέρασε από την εκκλησιά στο κέντρο του χωριού ,από τον καφενέ ,λίγο πιο πέρα, όπου καλημέρισε πρώτος τον άντρα που άνοιγε εκείνη τη στιγμή το μαγαζί , δέχτηκε την αντί καλημέρα του και το καλοσώρισμά του και αγνοώντας τη Γιωργίτσα που είχε καταφθάσει κι έπιασε ψιλή κουβέντα και με ,,δαύτον,, ,είχε ,δεν είχε την όρεξή της ο χριστιανός, τράβηξε ίσια για το σπίτι της Θοδώρας, που ήταν παραδίπλα.
Η Θοδώρα είχε κιόλας στολιστεί για την εκκλησιά . Παρ´ότι δεν το ´κανε με την καρδιά της, δεν της άρεσε να δίνει λογαριασμό στις περίεργες και τους περίεργους όταν θα τη ρώταγαν : πάλι χωρίς τον αρραβωνιαστικό ; Παρ´όλα αυτά δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα γι αυτό στολίστηκε με τη φορεσιά και μ´εξουσία και χαμόγελο , κοιτάχτηκε και στο μεγάλο καθρέφτη της σάλας, έφερε μια τσαχπίνικη γυροβολιά και :
-Μάνα ,φεύγω για την εκκλησιά, λέει, και σαν πεταλουδίτσα κατέβηκε ,,ίπιρι- ίπιρι,, τα ,,σκαλούγκια,, με αλαφράδα και βιάση. Η τρίτη καμπάνα της μήνυσε πως είχε ήδη αργήσει.
Άστραψε το μικροκαμωμένο ρόδινο προσωπάκι της με τα λιλιπούτεια χαρακτηριστικά , όταν σα στρατηλάτης παρουσιάστηκε ομπρός της ο Θοδωράκης !
Μ´ένα πήδο βρέθηκε κατά γης και μ´ένα πετάρισμα η Θοδώρα, βρέθηκε παρά τρίχα στην αγκαλιά του κι ας μην άνοιξε αυτή ποτέ. Πόσο την πόναγε τη Θοδώρα που δε μπορούσε να το κάμει τούτο το διάβημα, μόνο και μόνο γιατί δεν το επέτρεπαν οι κοινωνικοί κανόνες ,που τους είχαν πλασμένο άντρωποι χωρίς συναίσθημα ,χωρίς κατανόηση, χωρίς συμπόνια ! Μα κι ο Θοδωράκης το ίδιο ακριβώς ένιωθε, άσχετα αν αυτόν τώρα τον βόλευε η κατάσταση, γιατί η αγκαλιά του μοναχά για μια γυναίκα είχε ανοίξει ίσαμε τα τώρα. Έκατσε λοιπόν η πεταλουδίτσα ακίνητη σα νά ´τανε λουλούδι και ´κείνος την καλημέρισε, χωρίς να μπορεί να την κοιτάξει στα μάτια, αν και το ήθελε πολύ , από κάπου περίμενε να πάρει δύναμη συμπαράστασης. Του είπε καλημέρα και καλώς όρισες και σα μικρό παιδί, χωρίς να τον περιμένει , ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλοπάτια για ν´αναγγείλει το ευχάριστο νέο στο σπίτι της. Η μάνα της βρισκόταν στην κουζίνα και ο πατέρας της είχε κατέβει να ,,βολέψει,, τα ζωντανά κι ότι γύριζε ν´αλλάξει για να πάει κι εκείνος στην εκκλησιά... ,στον καφενέ...., δεν είχε αποφασίσει , κακόκεφος, προβληματισμένος ήτανε τελευταία και του ´φταιγαν ούλοι κι ούλα . Μα η αιτία από ότι φάνηκε στερνά ήταν ο Θοδωράκης . Γιατί μόλις τον ,,εφάντιασε ,, από τ´αλάργα , έλαμψε κι αυτουνού το πρόσωπο σαν ήλιος, σα φεγγάρι κι έτρεξε να τόνε προϋπαντήσει . Τόνε πρόλαβε στο πρώτο σκαλούγκι, τη στιγμή ακριβώς που η Θοδώρα ξανάβγαινε από το σπίτι για να τον συνοδέψει. Τώρα στάθηκε στο πλατύσκαλο και δέχτηκε μαζί καταχαρούμενη πατέρα κι αρραβωνιαστικό. Πότε ´τοιμάστηκαν ούλοι και μάνα και πατέρας κι αδερφές για την εκκλησιά ούτε η Γιωργίτσα που μόλις είχε καταφθάσει από το κουβεντολόι της με το μαγαζάτορα, δεν το εκατάλαβε. Καμάρωνε όμως με τόσα λαμπερά πρόσωπα γύρω της. Η πομπή, που την έσπρωχνε η χαρά και η φανερή λαχτάρα της Θοδώρας , έφτασε στην εκκλησιά . Πολλούς εσυναντήσανε στο δρόμο τους που τα καλημερίσματα και τα καλωσορίσματα αλληλοεκσφενδονίστηκαν, γιατί τα στόματα είχανε πιότερο έργο, βασικό και ....βιαστικό : να κρίνουν και να επικρίνουν ,να βραβεύσουν και να επιβραβεύσουν ανάλογα με τις πεποιθήσεις τους τις πράξεις και τις ζωές των άλλων.
Σπουδαία δουλειά η ένασχόληση με τις ζωές των άλλων. Τι νομίζατε ότι σε τούτο το χωριό άστραφταν όλα σαν τα χαμόγελα των ερωτευμένων;
Με ταπεινότητα μπήκε το ζευγάρι στην εκκλησιά, με πίστη άναψε το κεράκι του και προσκύνησε τα εικονίσματα και χωρίστηκε διακριτικά ,ο ένας στα δεξιά στις θέσεις των ,,αντρώνε,, και η άλλη στ´αριστερά στων ,,γυναικώνε,,.Κι από πίσω περήφανο το σόι ,που είχε να επιδείξει γαμπρό λεβέντη.
Χαμογελούσαν ακόμα και οι εικόνες, έτσι τις έβλεπε η Θοδώρα τις εικόνες, να μοιάζουν να μοιράζονται τη χαρά της, να συνεργούν στο έργο της καρδιάς. Μα και τους βλοσυρούς συμπατριώτες της, συγχωριανούς και τις κακόμουτρες κουτσομπόλες που είχανε φορέσει τη μάσκα των έντιμων, σεβαστικών και καλόβολων ανθρώπων, το ίδιο όμορφους τους έβλεπε ούλους, όμορφους και λαμπερούς και καλοσυνάτους . Τι σου είν´ο έρωτας, βρε παιδί μου !
Τι κόσμους πλάθει ο έρωτας, σε τι βρυσούλες πίνει κι απ´τη λαχτάρα την πολλή σταγόνα δε σου δίνει !
Η Θοδώρα, όπως και την προηγούμενη φορά, είχε διαλέξει και σήμερα θέση περίοπτη κι αντίκρυ ίσια στο Θοδωράκη.
Κλεφτές εκσφενδόνιζε τις λάγνες ματιές της χωρίς να ντρέπεται καθόλου,μα προς τα έξω άφηνε να φαίνεται το καθώς έπρεπε. Από μέσα της όμως , μια σταυρό, μια προσκύνημα, μια κύριε ελέησον , μια ματιά, τον είχε γδύσει το Θοδωράκη και τον έτρωγε με τα μάτια της αγάπης της και τον πασπάτευε με τα χέρια τα τρυφερά της κι ένιωθε να τη γαργαλάει στα χείλια της το φιλί του και η αδημονία της να τελέψει ούλο ετούτο το φιάσκο των πρέπει, άσε αν αγάπαγε το Χριστό και την Παναγιά και το Θεό και τους αγγέλους, αγάπαγε και τον ατό της και το Θοδωράκη.
Με το σκόλασμα ο παπάς έγνεψε και τούτη τη φορά να πλησιάσουν πρώτα οι αρρεβωνιασμένοι, τους ευλόγησε και τους πρόσφερε το αντίδωρό τους. Το πήραν βάζοντας τις δυο τους παλάμες απανωτά ανοιχτές, με ελαφρά λυγισμένα τα δάχτυλά τους - δεν έπρεπε να πέσει ούτε ένα ψιχουλάκι ,,τοις κυσί,, -, το έβαλαν στο στόμα τους σχεδόν ταυτόχρονα και το καταβρόχθισαν αμάσητο ,γιατί έπρεπε ν´απαντούν στα καλημερίσματα του εκκλησιάσματος.
Τα χαμόγελα, καθώς έσμιξε η ομήγυρη της λατρευτής πομπής, άστραφταν κι η ψυχή καθρεφτιζότανε στα φλογισμένα της νιότης πρόσωπα κι οι γεροντότεροι μοιάζανε παλληκάρια. Όταν η χαρά αποφασίζει , δεν ξέρει από μιζέριες, μοιράζεται απλόχερα και σκορπάει ευτυχία !
Οι πιο τολμηροί πλησιάσανε και γύρευαν κουβέντα. Κάποιοι τους προσκάλεσαν να πάρουνε μαζί έναν καφέ ή ένα λουκουμάκι στον καφενέ . Είναι τούτα από τα ευχάριστα της κατάστασης ,όσο κι αν είναι απλά εθιμοτυπικά. Κλειούν μέσα τους όμορφα αισθήματα , μόνο που δε συνταίριαζαν με τους πόθους της Θοδώρας. Εκείνη γύρευε να ξεφύγει από ούλους , να ξεμοναχιαστεί με τον αγαπημένο της και να γίνει παρανάλωμα στη φλογερή του αγκαλιά, πράγμα που διοχετευότανε και στο Θοδωράκη αυτή η ενέργεια και σαν άντρας που ήτανε και μακριά κιόλας από θύμησες , δεν τον άφηνε ασυγκίνητο τούτο ,,του διαβόλου το πορδοβούλωμα,,!
Εδώ όμως βρίσκονταν καταμεσίς του χωριού και μ´ούλο τον κόσμο αντάμα , δεν ήτανε λημέρι στα γαλάρια! Οι πόθοι κλειδωθήκανε ,οι πόρτες σφραγιστήκαν κι αποφασίσανε ίσαμε νά ´ρθει η ώρα για φαΐ να ξεπορτίσουν για τυπικές επισκέψεις σε δυο τρία συγγενικά σπίτια που την πρώτη φορά μετά τους αρρεβώνες δεν είχανε προκάμει να κάμουν.
Μη κρυφογελάτε ! Όχι δεν ξεμοναχιάστηκαν επί τέλους τα παιδιά.Ακλούθησε ποιος άλλος; Η Γιωργίτσα ! Ήτανε βέβαια χίλιες φορές καλύτερα η ακολουθία της Γιωργίτσας απ´ότι των αδελφών της που ζήλευαν κι έκαναν τη Θοδώρα να μη μπορεί να χαίρεται τη χαρά της. Γιατί η Γιωργίτσα έκανε κάπου - κάπου και τα στραβά μάτια !
Κι εκεί στο σπίτι της θείας της Κώσταινας, θείας από τον πατέρα της, η Γιωργίτσα προπορεύτηκε και το ζευγάρι για πρώτη φορά κοιτάχτηκε στα μάτια. Ένα κρακ έκαμε η ευαίσθητη καρδούλα της Θοδώρας που δεν έλεγε να χαμηλώσει τα βλέφαρα κι ο Θοδωράκης το ένιωσε τούτο το ράγισμα και τράνεψε μέσα του η λαχτάρα να γνωρίσει το γρηγορότερο τούτο το ασήμαντο μα γιομάτο ενέργεια πλασματάκι.
- Ελάτε ,είπε η Γιωργίτσα, εδώ είναι, και τους έγνεψε να πλησιάσουν και ήξερε καλά πως μια αγάπη είχε ,,κλείσει το μάτι,, στο πείσμα της κοινωνίας και των κακόβουλων ανθρώπων .
Η Ακριβή είχε ετοιμάσει για σήμερα ψητό στο φούρνο με ,,πατάκες,, που μοσκοβόλαγε η φρέσκια ρίγανη και το βούτυρο και ρουθούνιαζε ακόμα και χορτάτο !
Με χέρια πρόθυμα η Ακριβή και οι κόρες της φρόντισαν το τραπέζι, γιατί αλήθεια ήτανε πως παρά τη ζήλεια τους δεν ήθελαν και το κακό της αδερφής τους, την αγαπούσαν.
Αστραποβολούσαν όλα στο τραπέζι από τραπεζομάντηλο μέχρι μαχαιροπήρουνα ,πιάτα και ποτήρια και δημιούργησαν μια πανδαισία οικοτεχνικής καλαισθησίας, λιτής όσο η αρχοντιά επέτρεπε . Το τραπέζι της χαράς περίμενε υπομονετικά τους ανυπόμονους πεινασμένους συνδαιτυμόνες.
Η επίσκεψη στην Κώσταινα ήταν αρκετά ευχάριστη κι επικράτησε κλίμα οικείο και χαλάρωσαν λίγο και οι νέοι. Στην επιστροφή η Γιωργίτσα προπορευόταν επί τούτου· ετούτο το καταλάβανε καλά τα δυο παιδιά κι όπου τους έπαιρνε σε στροφές κι αγκωνάρια, που μάτι δεν τους έπιανε, σηκώνανε και διασταυρώνανε τις δικές τους ματιές. Σε μία μάλιστα
στροφή ,που ήτανε κάπως στενάχωρη ,η Θοδώρα επέτρεψε στον εαυτό της ν´αγγίξει το χέρι του Θοδωράκη κι η λαβωματιά του έρωτα τράνεψε. Εκείνος την κοίταξε και για πρώτη φορά της χαμογέλασε. Της έφτανε για σήμερα της Θοδώρας. Τα πρώτα σημάδια της ευτυχίας την είχανε ζώσει και η καρδούλα της φτεράκιζε ασταμάτητα . Θα ´λεγε κανείς πως τότε ανταλλάξαμε και λόγια, πολλά λόγια. Μα όχι, λόγια δε βγαίνανε.
-Γιατί, γιατί , μάλωνε η Θοδώρα τον εαυτό της που δε μπορούσε να ξεστομίσει κουβέντα. Γιατί τώρα που δε με βλέπει κανένας, γιατί δε μπορώ και άιντε δος του, μα τίποτα. Κράτησε εκείνο το χαμόγελο να της γιατρεύει τη λαβωμένη της από έρωτα ζωή ίσα με την επόμενη Κυριακή.
Στο τραπέζι μέσα σ´ένα κλίμα ευωχίας ο Θοδωράκης θύμησε την ημερομηνία του γάμου, όπως την είχε καθορίσει ο Αναστάσης στα προξενέματα και στα ειδώματα. Το ροζακί γλυκόπιοτο κρασί που ρουμπίνιζε στα διάφανα γιορτινά ποτήρια έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο τη συμφωνία και ο καιρός, που η ανάγκη των καιρών καλούσε, ήτανε σύντομος κι ογλήγορος κι αφέντης . Σφράγισε ενθαρρυντικά και οριστικοποίησε τα προσυμφωνηθέντα, που μοναχά ο Θοδωράκης θα ήτανε ικανός να τα διαγράψει ,αν το ήθελε. Ετούτος όμως δέσμιος ήτανε θεσμών και πατεράδων κι όπου νέος εκείνου του καιρού κι η μοίρα του. Ο γάμος ´κείνο το καιρό χαρά και πανηγύρι, κούραση και ταλαιπωρία ,σηματοδότηση στον ουρανό, ιερή συμφωνία, άγραφος νόμος, πίστη, υποταγή ,σεβασμός, ούλα μαζί κι ακόμα !
Ας ήταν να μην τέλειωνε για τη Θοδώρα τούτη η μέρα!
Μετά το φαΐ οι δυο τους βγήκανε στο μπαλκόνι , ακούμπησαν πλάι-πλάι τα νεανικά ολόδροσα χέρια τους στα κάγκελα κι αγνάντευαν πέρα το Ιόνιο, λούστηκαν με τη γαλήνη του, άφησαν τις ορμές της νιότης λεύτερες κι αφουγκράστηκαν τις καρδιές τους αμίλητοι και πειθαρχημένοι.
Οι άλλοι από μέσα τους καμάρωναν και η μόνη παραφωνία ήτανε το μπόι. Πρέπει να στάθηκαν έτσι πολλή ώρα. Ήτανε σα να υπογράφανε τώρα συμβόλαιο και οι καρδιές.Μ´εκείνο τ´ολογάλανο του πέλαγου και τ´ουρανού , με το λαμπύρισμα του ήλιου στα νερά του, που τ´ασήμωνε και τά ´κανε χιλιάστερα, εκεί απάνου η Θοδώρα ακούμπησε τα όνειρά της κι ο Θοδωράκης την τύχη του. Οι βέρες λαμπυρίσανε στα δάχτυλά τους καθώς δυο ηλιαχτίδες ήρθανε κι ανταμώσανε χτυπώντας τες κι αυτό ήτανε συμπαντικό σύνθημα να σηκώσουν τα κεφάλια τους και να διασταυρώσουν τις ματιές τους απείθαρχα και σωτήρια. Ένας καινούργιος δρόμος άνοιγε για το Θοδωράκη, μια αειπάρθενη αγάπη ξεκίναγε για τη Θοδώρα.
Η φωνή της Ακριβής τους επανέφερε από το ταξίδι του νου τους.
- Παιδιά, ο καφές είναι έτοιμος !
Οι δύο νέοι μπήκαν και κάθισαν όλοι μαζί στη σάλα. Οι καινοτομίες στο σπίτι του Φώτη καθιερώνονταν λίγο -λίγο. Πρώτη φορά στα χρονικά των καιρών και των χωριών γινότανε να παίρνουνε τον καφέ τους οι άντρες με τις γυναίκες αντάμα και οι αρρεβωνιασμένοι να σηκώνουν κεφάλι δειλά -δειλά μπροστά στα γονικά τους.
Λέτε αυτός ο μπόμπιρας, η μικρή 18χρονη μαϊμουδίτσα με την τόση ενέργεια να είχε καθορίσει με τη συνέργεια του σύμπαντος τούτο το μεγάλο επίτευγμα;
Οι κουβέντες στο τραπέζι και τον καφέ ήτανε τυπικές ,ως επί το πλείστον γύρω από δουλειές, κοινωνικά και τέτοια. Ποιος τόλμαγε ν´ανοίξει την ψυχή του και την καρδιά του; Κανείς!
Ακόμα τουλάχιστον!
Η Θοδώρα κι ο Θοδωράκης κατέβηκαν στον κήπο ,όπως την πρώτη φορά Εκεί κάτω από την κουκουναριά ήτανε τοποθετημένο ένα παγκάκι αυτοσχέδιο του Φώτη κι ήτανε ό,τι πιο ρομαντικό είχε για ´κείνη την εποχή ο κήπος της Θοδώρας.
Οι δυο νέοι κάθισαν δίπλα-δίπλα, ο Θοδωράκης με τα σκέλια ανοιχτά και τα χέρια στα γόνατα, όπως όταν τους έστηναν για να βγούνε φωτογραφία και η Θοδώρα με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια ακουμπισμένα κι αυτηνής στα γόνατα.
Πω, πω σκλαβιά ! Τι να έκαναν όμως; Ήτανε και τα γύρω μπαλκόνια π´αγναντεύανε. Ας κρατούσαν τα προσχήματα ! Το Θοδωράκη τον βόλευε κιόλας, ασχέτως αν η αντρίκια του υπόσταση γύρευε να στύψει σα λεμονόκουπα τη μικρούλα ερωτοχτυπημένη αρραβωνιαστικιά .
Με στόματα σφραγισμένα και νου λεύτερο δεν είχανε παρά να ταξιδεύουν σ´ένα πέλαγο σκέψης τόσο αλλιώτικο του καθενός ,που μονάχα η σύμπραξη της ανάγκης θα στέριωνε σε μια ισορροπία για έναν κοινό σκοπό .
Οι εικόνες που διάβηκαν από τα πιρπιρόματά της ήταν ασυλλόγιστα τρελές ,μα τόσο ανθρώπινες. Ήσαν ατελείωτα φλογισμένες και βρισκόταν στην έρημο με το νερό να κυλάει δίπλα της μα να μη το φτάνει, να μη της επιτρέπεται να πιεί .
Και τ´ατέρμονα λάγνα μάτια της αναλογίζονται τη στιγμή που τα κορμιά τους θα γίνονταν συνοθύλευμα σε μιας πυρκαγιάς το καμίνι. Έκανε προσευχές νά ´ναι όπως το ονειρεύεται το ταξίδι της αυτό σε μια ζωή κοντά στον άντρα που από την πρώτη στιγμή ερωτεύτηκε. Δεν ήξερε από αγάπες η Θοδώρα.
Ήξερε όμως να αισθάνεται, ήξερε να διαβάζει τις ψυχές και ήξερε ότι στην ψυχή του Θοδωράκη της κάτι συνέβαινε. Ήξερε, μα θα την γιάτρευε εκείνη με την αγάπη της και θα την έκανε ολόφρεσκια κι ολόδροση κοντά της. Κόλπα δεν ήξερε, μα ήξερε ότι θα της τα μάθαινε η αγάπη.
Προσπάθησε να ξεστομίσει αυτή τη λέξη, δεν μπόρεσε όμως. Δε θεώρησε κατάλληλο το περιβάλλον. Ήθελε να τον κοιτάζει στα μάτια για να του το ειπεί αυτό το δυνατό συναίσθημα που είχε στριμωγμένο στην καρδιά της.
Κι εκεί που όνειροβατούσε στο ξύπνιο της η Θοδώρα κι εκεί που έφερνε τα χέρια του να την αγκαλιάζουν και τα χείλη του να ,,φουρφουρίζουν,, αναστατωμένα, εκεί που το ηλιόγερμα ζωγράφιζε το φόντο της δικιά της ιστορίας βλέπει το Θοδωράκη να σκύβει το κεφάλι ανάμεσα στα σκέλια του και να το πιάνει με τα δυο του χέρια σε μεγάλη περίσκεψη.
Ετούτο αναστάτωσε τη Θοδώρα, ενώ το ταξίδι στο πέλαγος με ίσιες τις ματιές τους τη γιόμιζε λαχτάρα κι ευτυχία.
-Τι έχεις, του είπε !
-Τίποτα ,απάντησε εκείνος, και σηκώθηκε από το παγκάκι. Έβαλε τα χέρια στη μέση, ανακλαρίστηκε, ύστερα έκοψε μια πευκοβελόνα και την έπαιζε αμήχανα στο χέρι του.
- Πρέπει να φύγω, είπε !
Αλάργεψε ο Θοδωράκης, αλάργεψε μαζί κι η σκέψη της Θοδώρας, σκοτείνιασε το φως της και τ´όνειρο, όπως όταν έρχεται το σούρουπο και το σκοτάδι τις κρύες νύχτες του χειμώνα !
Η Θοδώρα καρτέραγε το ξημέρωμα. Να ξανανθίσει τ´όνειρο με τον ήλιο , να γαληνέψει η ψυχή της, να μικρύνει η απόσταση , να ορίσει τη λαχτάρα της παρουσίας του την άλλη Κυριακή , να ημερέψει το αγρίμι του έρωτα που ανεμοδούρισε την ψυχή της.
- Καλό ξημέρωμα Θοδώρα, είπε στον εαυτό της και περιπλανήθηκε στ´όνειρο.......!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΣΠΥΡΑΚΟΥ
Στην Καλίδονα άρχισαν κιόλας ,πυρετωδώς μάλιστα ,οι ετοιμασίες για το γάμο μέσα σε άκρατη ευτυχία . Η επίσκεψη του Θοδωράκη εκεί δεν αναζωογόνησε απλώς τις ελπίδες, τις έθρεψε για τα καλά και αφού το νερό είχε μπει για τα καλά στο αυλάκι πίσω δε θα γύριζε πια, εκτός κι αν κάποιος κακόβουλος ή κακοπροαίρετος άλλαζε τη φορά του, χαράζοντας κοίτη άλληνε.
Στη Μοφκίτσα όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.
Το φως στου Σπυράκου έκαιγε από νωρίς κι ούλη τη νύχτα ως το χάραμα κι ακόμα πέρα ως το ξημέρωμα !
Όλοι βρίσκονται στο πόδι ανάστατοι. Ο Σπυράκος χαροπαλεύει. Οι οικείοι του, όλοι οι αγαπημένοι του, οι συγγενείς ,όλοι στο πλευρό του, τον παραστέκουν. Η μοναχοκόρη του, κρατώντας του το χέρι, βουβή του ψυθιρίζει από μέσα της λόγια αγάπης κι η καρδιά του που πάλλεται ακόμα της ανταποδίδει την είσπραξη με αναστεναγμούς .
Ακόμα και ο σκύλος κι το άλογο βρίσκονται σε ανησυχία απόψε κι ο καθένας από τη μεριά του συμπαρίστανται με το δικό του τρόπο. Ο σκύλος αλυχτά παράξενα, το άλογο χλιμιντρίζει αδιάκοπα μ´ένα θλιμμένο τρόπο παίζοντας αλλόκοτα την οπλή του. Η κουκουβάγια βλέποντας το φως που την εξιτάρει πήρε θέση στο απέναντι από το παράθυρο δεντρί κι άρχισε το κλαψούρισμά της μ´ένα διαλάλημα θανάτου επισκιασμένο με την πίκρα της ανυπόμονης φρικτής αναμονής.
Αν μπορούσε η Λενιώ πολύ θα ήθελε να το σκοτώσει απόψε ετούτο το πουλί, που της ξέσκιζε τα σωθικά η φωνή του, που διαλάλαγε πικρά μαντάτα, που σκόρπαγε με τη διαίσθησή του ή με την ανάγκη του κάτω από το θαμπό φως της λάμπας να τραγουδήσει τη νύχτα ή το θάνατο. Αυτό το κοφτό συνεχόμενο απανωτά μοιρολόγι μέσα στην ήρεμη, φεγγαρόφωτη νύχτα ήτανε παράταιρο με τα στοιχεία της φύσης. Ερωτοπερπατήματα στα σοκάκια υποδήλωναν, επιστροφές από αργοπορημένους στη δουλειά, ταξιδευτές ατρόμητους με το φεγγάρι στους ώμους τους και στα μαλλιά τους, χαρούμενους ανθρώπους με χαρούμενα πράγματα,μα θάνατο ποτέ.
Μια τέτοια νύχτα διάλεξε ο Σπυράκος για να ταξιδέψει, μια τέτοια νύχτα φύλαξε στην αγαπημένη του Λενιώ για να της πάρει,κι ας μην ήξερε, το βαρύ καημό του άδοξου έρωτά της ,που όσο κι αν τό ´χε πάρει απόφαση ,άλλο τόσο την έδερνε και της έκλεβε σκέψη και χρόνο από τη ζωή της.
Έτσι είναι η ζωή, εκεί που ετοιμάζεται ένας να ταξιδέψει και να ορφανέψει μια φαμελιά, αλλού ακούς κλάμα νιογέννητου, αλλού παντρολογήματα και πανηγύρια. Γι αυτό και ο λαός ο πάνσοφος, ο αφέντης αδερφές τις ελογάριασε τις δυο τους τη λύπη και τη χαρά γε και τις ένιωσε τόσο μαζί ,τόσο αχώριστες, που το παράταιρο τό ´καμε ταιριαστό , που στο κακό απέναντι έβαλε το καλό κι έφερε μια ισσοροπία μαγική ,ίδια μ´εκείνη που επικρατεί στην πλάση.
Οι λάμπες διάσπαρτες στα δωμάτια και στην κουζίνα ζωγράφιζαν στα πρόσωπα των παρευρισκόμενων ανταύγειες μολυβόχρωμες με σχήματα παράξενα , με ιστορίες αλλόκοτες, καθώς μάλιστα τα πρόσωπα ήτανε παρήγορα θλιμμένα άλλοτε φαίνονταν ιλαρές κι άλλοτε βαρειές κι απόκοσμες. Νόμιζες πως βρίσκεσαι στα παλάτια του βασιλιά του σκότους. Οι κιτρινιάρικες μορφές, έτσι όπως τις παρουσίαζε όλες το θαμπό φώς,το επιβεβαίωναν.
Τη σειρά της Λενιώς στο προσκεφάλι του ετοιμοθάνατου την έπαιρναν εναλλάξ η Παναγιώτα και τ´αγόρια του.
Όλοι, ό,τι είχανε να πουν , τό ´λεγαν από μέσα τους κρατώντας του το χέρι .Οι δονήσεις της ψυχής ανταμώνωνονταν κι έδιναν το μήνυμα. Μήνυμα αγάπης απεριόριστης, στοργής , τρυφερότητας ,συντροφικότητας. Μοναχά οι γύρω ,οι εκτός οικογένειας σιγομουρμούριζαν κι έλεγαν ο καθένας ό,τι του κατέβαζε ο νους του σχετικό ή άσχετο με την περίσταση. Ο Λώνης συμπαραστεκόταν στην αρραβωνιαστικιά του με αμέριστο ενδιαφέρον κι ο Θοδωράκης που έμαθε το νέο αμέσως μόλις γύρισε από το δικό του χρέος, έβαλε όψη περίλυπη και χωρίς να ειπεί πολλά -πολλά στους δικούς του, αμέσως μετά το δείπνο αποσύρθηκε στο κρεββάτι του και άθελά του ο νους του ταξίδευε δίπλα στη Λενιώ. Φανταζόταν πως ήθελε να είναι δίπλα της στο μεγάλο της πόνο, να της κρατεί το χέρι, να την εμψυχώνει, να την περιθάλπει, να την αγαπά. Κι από εδώ την αγαπούσε, μα εκείνη δεν είχε καιρό να το σκέφτεται και να το λογαριάζει.
Κι εκεί που η νύχτα τράβηξε κι ο Θοδωρής αποκοιμήθη κι εκεί που τα στοιχειά της φύσης κοιμήθηκαν κι εκείνα κι ο κόσμος στη σάλα τσιμπολόγαγε κουβεντιάζοντας για να περάσει η νύχτα, ο Σπυράκος άνοιξε τα μάτια, σα να γύρισε ξαφνικά από τον κάτω κόσμο, και κοίταξε γύρω του και κατάματα τη γυναίκα του και τα παιδιά του ,έβαλε δύναμη πολλή και τους είπε:
- Εγώ φεύγω, να είσαστε αγαπημένοι !
Όρμησαν ούλοι απάνου του με μιας...
-Όχι, του είπαν και ξέσπασαν σε λυγμούς.
Και ´κει που πάσκιζαν να βρουν μαντήλια να σφουγγίσουν τα δάκρυά τους....
- Νερό , τους λέει, κι η καρδούλα του έπαιζε σα φυσαρμόνικα.
Τσακίστηκε η Λενιώ να φέρει το νερό κι όταν τ´ακούμπησε στα παγωμένα χείλη του, είχε ακόμα το κουράγιο να της ειπεί :
- Την ευχή μου ! Και σφράγισε τα ματόκλαδά του !
Αγκάλιασε η Λενιώ τα παγωμένα χέρια , πήρε δύναμη από την ψυχή του, δύναμη για ούλη της τη ζωή και η φωνή που έβγαλε εκείνη τη νύχτα της έγινε ακόλουθος και σύντροφος πιστός στην πορεία της.
-Πατέρα μουου ,όοχιιιι.......
-Σπυράκο μου, άντρα μου....,ούρλιαξε κι η Παναγιώτα κι ακούμπησε την απαλάμη της στα σφραγισμένα του μάτια κι έπιασε με τα δυο της χέρια το κατακίτρινο μέτωπό του και το φίλησε φιλί αιώνιο και μοναδικό.
Οι φίλοι και οι συγγενείς που καρτέραγαν την ώρα ετούτη στο σαλόνι, όρμησαν κι αγκάλιαζαν τα παιδιά, την Παναγιώτα κι έκαναν το σταυρό τους στο λείψανο.
-Η Παναγιώτα μέσα στον πόνο της έπρεπε να κάμει ό,τι έπρεπε για την προετοιμασία του λείψανου.Έφερε κρασί κι έπλυναν το σώμα του. Βοήθησαν σε αυτό και άλλες συγγένισσες που είχαν εμπειρία από θανάτους. Του σφράγισαν τα μάτια,του έδεσαν τα σαγόνια. Του φόρεσαν τα καλά του εσώρουχα και τη στολή του. Του σταύρωσαν τα χέρια ,του ίσιωσαν τα πόδια και το σώμα ,όσο ήταν ακόμα ζεστό.
Η μορφή του τώρα ήταν ήρεμη και αν η κιτρινάδα δεν πρόδιδε το θάνατό του, θα νόμιζε κανείς πως ήταν έτοιμος για την εκκλησιά ή για το πανηγύρι.
-Πολύ γλυκός για πεθαμένος, θα πάρει κι άλλονε κοντά του, είπε η Ρήνη η ξαδέρφη του.
-Ρήνη, εσύ που ξέρεις το σπίτι, μπες στην κουζίνα και ζύμωσε την κουλούρα, είπε η Παναγιώτα και σίγησε .
Η Ρήνη στο πι και φι έκαμε πράξη την προσταγή της Παναγιώτας και σε λιγότερο από δυο ώρες η κουλούρα ήταν έτοιμη. Την έκοψε κομματάκια, έστρωσε ένα πανέρι με κατάλευκη κεντητή πετσέτα και την έβαλε μέσα.
Το χάραμα βρήκε το σπιτικό του Σπυράκου χωρίς αφέντη και το ξημέρωμα φανέρωσε την έλλειψη ακόμα περισσότερο.
Η καμπάνα με το βαθύ πένθιμο ήχο της το αντιλάλησε και στα περίχωρα. Μέσα στην πρωινή ηρεμία ο ήχος της δια σκορπίστηκε πλατύς, μακρόσυρτος και κατηφορικός.
Ο μπάρμπα Φώτης ο ξυλουργός κατάλαβε. Όταν ο μεγάλος γιος του Σπυράκου χτύπησε την πόρτα του, αφού πρώτα τον συλληπήθηκε θερμά ,τράβηξαν μαζί κατά το εργαστήρι του και ο γιος του Σπυράκου ,ο λεβέντης του, ο κανακάρης του, ο αντιπρόσωπός του, ο Αντώνης του, διάλεξε την ομορφότερη κάσα από όσες είχε διαθέσιμες ο μπάρμπα -Φώτης. Την καλύτερη, γιατί ο Σπυράκος άξιζε τα καλύτερα κι ας ήσαν οι καιροί δύσκολοι κι ας ήτανε το χρήμα δυσεύρετο. Θα έκαναν ,,κράτει,, σε κάτι άλλο, αλλά ο πατέρας του έπρεπε να ταξιδέψει σα βασιλιάς στον άλλο κόσμο. Ούτε στους χωριανούς ήθελε να δώσει δικαιώματα ότι ,,πήγε σαν το σκυλί στ´αμπέλι,, αφρόντιστος κι όπως -όπως και μ´ό,τι κι ό,τι.
Η κάσα (το φέρετρο) λουστραρισμένη ,γιορτινή, ανέβηκε τα σκαλοπάτια και μπήκε στο δωμάτιο όπου καρτέραγε λαμπρο στολισμένος και κατάκοιτος ο Σπυράκος. Η Παναγιώτα έβγαλε το μελετημένο νεκροσέντονο με τα κεντίδια και την όμορφη γιρλάντα, που την είχε η ιδιανή πλεγμένο με τα χεράκια της κι αφού το έστρωσαν κατά πώς έπρεπε μέσα στο φέρετρο, τα παιδιά του κι ο μπάρμπα Φώτης μαζί έπιασαν προσεχτικά το νεκρό ,να μη του τσαλακώσουν τη στολή του, και τον απόθηκαν μέσα αφέντη και δραγάτη του κάτου κόσμου σίγουρα. Γιατί δε μπορεί με τέτοια χάρη και τόσα προσόντα που είχε ο Σπυράκος ,ο βασιλιάς του Άδη κάποια αξιόλογη θέση θα του είχε εξασφαλισμένο.
Αμέσως στρωσίδια και στρώμα μαζεύτηκαν και τα πέταξαν ή τα έκαψαν, γιατί απάνω τους είχε ξεψυχήσει άνθρωπος και δεν έπρεπε να κοιμηθεί άλλος πάνω τους ποτέ .
Η ,,κάσα ,, με το νεκρό μέσα οδηγήθηκε στη σάλα και στήθηκε έτσι ώστε το κεφάλι να είναι προς τη Δύση και ο νεκρός να βλέπει κατά την Ανατολή. Απάνω στο νεκρό,εκεί κοντά στα σταυρωμένα χέρια του,έβαλαν ένα εικόνισμα με το Χριστό-αφέντη του πάνω και του κάτω κόσμου. Φρόντισαν να του βάλουνε κοντά ό,τι αγαπούσε. Τη γκλίτσα του πρώτη και καλύτερη, το ξύλινο ποτηράκι του,που το είχε ο ίδιος λαξεμένο και δεν το αποχωριζόταν ποτέ του, το κομπολόι του και το χειρομάντηλό του. Και πιάτο του έβαλαν και κουτάλι και πηρούνι, μην είν´κι εκεί στον άλλο κόσμο η ζωή σαν κι ετούτη εδώ και του λείψουνε του καψερού του Σπυράκου.Η Λενιώ έτρεξε στον ανθόκηπό της κι έκοψε όλα τα λούλουδα για να στολίσει το νεκρό πατέρα της. Η ίδια τα νοικοκύρεψε δεξιά κι αριστερά του, γύρω-γύρω στην κάσα, όπου είχε κενό .Δεν το παραγέμισε,γιατί λογάριασε και τα λουλούδια των χωριανών που θ´ακουμπούσαν καθώς ένας-ένας θ´άναβε το κεράκι του και θα προσκύναγε κι αν είχε πεθαμένο θα του έστελνε με το Σπυράκο χαιρετίσματα. Δίπλα του έβαλαν το μαγκάλι με στάρι γεμισμένο και άναψε το πρώτο τρίκερο η Παναγιώτα, γνήσιο μελισσοκέρι με μπαμπακερό κερωμένο φυτίλι,που τα έπλασε η ίδια και τ´απόθηκε στο κέντρο του μαγκαλιού. Τ´άναψε κάνοντας το σταυρό της και στολισμένη κι εκείνη με τη στολή που της χάρισε ο Σπυράκος για την υπόλοιπη ζωή της, τα κατάμαυρα ,γιορτινά καθημερνά, στρώθηκε δίπλα του κι όσο να έρθει η ώρα της εξόδου δεν τον άφηκε μόνο του ούτε λεπτό η θλιμμένη της παρουσία. Ο μικρός γιος,ο Θανάσης, έτρεξε στην εκκλησιά με τον επίτροπο ν´αγοράσει κεριά για τον κόσμο. Τα έβαλε στην είσοδο του σπιτιού κι ένας -ένας που ερχόταν άφηνε δίπλα τον οβολό του,όποιος ήθελε, έπαιρνε κεράκι, το άναβε στο μαγκάλι με το σιτάρι, κάρφωνε το λουλουδάκι που κρατούσε στο χέρι του ανάμεσα στα άλλα,προσκύναγε το εικόνισμα και το νεκρό , συλλυπούνταν τους οικείους και τους συγγενείς κι έπαιρνε θέση εκεί τριγύρω.
Η χαροκαμένη κυρά Πάναινα, που είχε χάσει άντρα και δυο γιούς ήρθε πρωί- πρωί με το μπουκετάκι της, τ´απόθεσε κοντά πολύ κοντά στο λαιμό του και του είπε:
-Καλό σου ταξίδι, Σπυράκο μου και να ειπείς τα χαιρετίσματα στους ,,εδικούς ,,μου. Να τους ειπείς ακόμα πως ογλήγορα κι εγώ θ´ακολουθήσω. Κι αρχίνισε βαρύ το μοιριολόι:
-Εγώ Σπύρο ,λεβέντη μου,εγώ Σπύρο καλέ μου, πόχω λεβέντες σαν και σε του Χάρου εγώ δοσμένους. Που τού ´χω άντρα και γονιούς κι αδέρφια και ξαδέρφια. Πού ´χω τον πόνο τους νωπό, τον πόνο καρφωμένο στα σωθικά μου, στα σκουτιά , στη ίδια την καρδιά μου.
Εγώ, Σπύρο μ´,λεβέντη μου , ´γω θα τραγουδήσω.
Θα ειπώ τραγούδι θλιβερό, τραγούδι λυπημένο.
Ν´ακούσει ο Χάρος να σκιαχτεί κι ο Άδης να λαμπρέψει.
Σπύρο μου τα παιδάκια σου, πού φεύγεις, πού τ´αφήνεις;
Την Παναγιώτα την καλή και τη μοναχοκόρη;
Για πιες τ´αθάνατο νερό που σού ´χουνε φερμένο.
Πιες το βοτάνι τ´αλμυρό για να πισωγυρίσεις, τι έχεις το γάμο της Λενιώς και των παιδιών τους γάμους............
Έλιωσε η Λενιώ σε τούτο το άκουσμα, έλιωσε κι η Παναγιώτα και τα ,,παιδιά,, κι ο κόσμος ούλος αναστέναξε και δάκρυσε.
Και παίνεψε τις χάρες του Σπυράκου, μίλησε για την έλλειψή του, για τον πόνο που άφησε στους αγαπημένους του, για τη θλίψη που προξένησε στους χωριανούς του και άλλα πολλά που μόνο μια καλή μοιρολογίστρα σαν την Πάναινα ήξερε . Το ξέρε από πρώτο χέρι, από την ανάγκη να κλάψει και να μιλήσει και μόνο αυτός ο τρόπος ήτανε που την αλάφρωνε και της έδινε κουράγιο και δύναμη για να ζήσει.
Είπε και η Παναγιώτα μοιρολόγι, είπανε κι οι άλλες γυναίκες, μα σαν την Πάναινα καμμιά δεν το είπε.
Τότε ήτανε που μοιράσανε και την κουλούρα που ζύμωσε η Ρήνη τη νύχτα κι όση περίσσεψε την έριξαν μέσα στον τάφο.
Σιγά- σιγά μαζεύτηκε ούλο το χωριό και συμπαραστάθηκε με τον καλύτερο τρόπο στην οικογένεια του εκλιπόντα .
Από τους πρώτους η Διονυσούλα με τον Αναστάση από την πέρα ρούγα. Ο Θοδωράκης ήτανε που ήθελε να είναι εκεί από τους πρώτους, αλλά δεν ήθελε από την άλλη να βγάλει τη Λενιώ από τον κόσμο της λύπης της θυμίζοντάς της μια άλλη λύπη. Γι αυτό προτίμησε να μείνει στο σπίτι και να την παρηγορεί από τ´αγνάντιο με την προσευχή του.
Η καμπάνα με την πένθιμη κλαγγή της δεν ξεχνούσε κατά διαστήματα να θυμίζει το γεγονός. Ένας συγγενής ανάλαβε να ,,διοποιγήσει,, κάτι μακρινούς συγγενείς στο διπλανό χωριό, να προλάβαιναν τουλάχιστον την κηδεία. Οι άνθρωποι εκείνον τον καιρό είχανε αλληλεγγύη, είχανε αγάπη μεταξύ τους και δήλωναν συμπαράσταση στον πόνο και στη χαρά του άλλου.
Η κηδεία προγραμματίστηκε να γίνει πριν το μεσημέρι .
Ο Λώνης ετοίμασε το ,,σφαχτό,, και το παρέδωσε στη μάνα του για να το μαγειρέψει. Το γεύμα της θλίψης έπρεπε να είναι έτοιμο μετά την κηδεία .
Έμειναν πίσω μερικές γυναίκες εμπιστοσύνης να συμμαζέψουν το σπίτι, να ετοιμάσουν το τραπέζι της παρηγοριάς και τον καφέ της.
Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία όλος ο κόσμος έδωσε ,,τον τελευταίο ασπασμό ,, στο Σπυράκο. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Θοδωράκης.
-Ζωή σε σένα Λενιώ της είπε κι έσκυψε και την εφίλησε στοργικά χωρίς να τόνε νοιάζει τι θα ειπεί ο κόσμος. Εκείνο το φιλί ήτανε αληθινή παρηγοριά για τη Λενιώ, μα τον πατέρα της δε μπορούσε να τον αντικαταστήσει.
- Πατέρα μου, καλό σου ταξίδι, είπε η Λενιώ καθώς πετούσε απάνω στο φέρετρο το χώμα που έσκυψε και πήρε από χάμω και ξέσπασε σε λυγμούς, όπως και η Παναγιώτα και τα ,,παιδιά,,.
Το νωπό φθινοπωρινό χώμα σκέπασε το μνήμα του Σπυράκου. Αναπαύθηκε ,, εν ειρήνη ,, μέσα στη φροντίδα των αγαπημένων του. Όλοι κατηφορίζοντας από την εκκλησιά για το σπίτι ξανά, όλο και κάποιο καλό λόγο είχανε να πούνε για τον ίδιο και τη φαμίλια του. Μιλήσανε και για την αρρώστια του κι είπανε πως ήτανε κρίμα να φύγει τόσο νωρίς, ενώ είχε ακόμα τόσα πολλά να κάμει στη ζωή του.
Ο καφές της παρηγοριάς τους περίμενε μοσκοβολιστός και δίπλα το τραπέζι ήταν στρωμένο.
- Θεός σχωρέστωνε !
- Ο Θεός να τον αναπαύσει ! Ζωή σε σας !
-Ζωή σε σας! Να μην εύρει άλλο κακό το σπιτικό σας !
Μέσα στις παρηγορητικές ευχές και τη συντροφιά των ανθρώπων η μέρα απογιομάτιασε για τα καλά. Ο κόσμος έφυγε όχι όμως η λύπη από το σπιτικό του Σπυράκου.
Η νύχτα ετούτη έγινε βάρβαρη για την οικογένεια. Παρ´ότι δεν έμειναν μοναχοί ,γιατί η οικογένεια του Λώνη ήταν συνέχεια δίπλα τους, ο πόνος ήτανε θρονιασμένος και η θλίψη αβάσταχτη. Ο Θοδωράκης με τη σκέψη ήτανε συνέχεια κοντά στη Λενιώ. Η Λενιώ όμως δεν είχε καιρό να τον σκεφτεί , μήπως δεν ήθελε κιόλας !
Συνεπαρμένη από τον βιαστικό θάνατο του γονιού ήθελε να σταθεί στη μάνα της και στ´αδέρφια της, που τώρα για ένα λόγο παραπάνω έπρεπε να γίνουν μια γροθιά για να ξεπεράσουν αυτό το χαμό, για να σταθούν στα πόδια τους και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Την άλλη μέρα πρωί -πρωί αγοράσανε μαύρη μπογιά από το μαγαζάκι του χωριού, μάζεψε η Παναγιώτα ούλα της τα σκουτιά, τα ,,φόρια,, και τα έβαψε κατάμαυρα, γιατί μαζί με το Σπυράκο ήτανε καταδικασμένη να πεθάνει κι αυτή μαζί απ´όξω της κι από μέσα της. Μια γυναίκα που έχανε τον άντρα της έπρεπε να σέρνει τη θλίψη του δια βίου στην κοινωνία φορώντας μαύρα και όντας δαχτυλοδειχτούμενη και στην ψυχή της το ίδιο, μακριά από χαρές και πανηγύρια, ακόμα κι από την εκκλησιά μακριά τον πρώτο καιρό ,μ´άλλα λόγια μακριά από την κοινωνία. Αυτό ήτανε το λιγότερο που την ένοιαζε την Παναγιώτα. Εκείνο που την ένοιαζε στ´αλήθεια ήταν η έλλειψή του, το στήριγμά του, η συντροφιά του , η αγάπη του.
Η Λενιώ έβαψε κι εκείνη μερικά. Τόσα ,όσα θα της αρκούσαν για ένα χρόνο πένθους. Αυτό σήμαινε πως στη διάρκεια αυτού του χρόνου δεν είχε δικαιώματα στην κοινωνική ζωή , ούτε να παντρευτεί μπορούσε, ούτε κάτι άλλο χαρούμενο. Τότε ντάντευαν τη λύπη και τη θλίψη ,την προσκαλούσαν από μόνοι τους και της πρόσφεραν όχι μόνο θέση, θρόνο της πρόσφεραν .Δεν έφτανε που είχε κανείς τον πόνο του, έπρεπε να έχει και την ταμπέλα της κοινωνίας.
- Κοίτα ρε, χήρα γυναίκα και πήγε στο πανηγύρι κι ας είχε πάει να πουλήσει τις κότες της και τ´αυγά τους.
Αυτοί οι ίδιοι που με τόση αφοσίωση της συμπαραστάθηκαν ήταν εκείνοι που αδίστακτα θα της έβαζαν ταμπέλες. Και για τα παιδιά το ίδιο ίσχυε. Το ,,αρφανό,, δεν είχε δικαίωμα να πάει σε σκολειό, έπρεπε να μείνει πίσω να βοηθάει τη μάνα του . Ήτανε το κακόμοιρο, το περιφρονημένο. Ούτε ,,μαξιλάρι,, στους γάμους έπαιρνε, ούτε σε νυφικό κρεββάτι να πέσει του επέτρεπαν αν ήτανε μικρό, ούτε τίποτα που να είχε σχέση με χαρά. Παράξενη που ήταν η κοινωνία και που είναι πάντα. Οι νόμοι της ήσαν απαράβατοι. Κανένας δε λογάριαζε την ψυχούλα τ´αλλουνού.
-Ρε, κοίτα να βολέψουμε τ´αρφανό θα έλεγαν στην καλύτερη περίπτωση .
Η χήρα ήταν η αδύναμη γυναίκα κι ας τα ´φερνε βόλτα καλύτερα κι από άντρας. Ήταν η εύκολη λεία κι ούλοι πάσκιζαν να την εκμεταλλευτούν . Αν ήτανε και νέα είχε ν´αντιπαλέψει με πολλούς εχθρούς.
Η Παναγιώτα με τη στήριξη των παιδιών της ευτυχώς δεν αντιμετώπισε αυτά τα προβλήματα.
Μάζεψε τα στεγνωμένα μαυρόρουχα που σημάδεψαν τη ζωή της από δω κι ομπρός, τα σιδέρωσε και τα τακτοποίησε στη θέση τους αργά,σκεπτόμενη ,αποδεχόμενη. Ο νους ταξίδευε στα μέρη και στις στιγμές που είχε ζήσει με το Σπυράκο και τις ζαναζούσε και τις ρουφούσε αχόρταγα και τα βλέφαρα δεν ήθελαν ν´ανοίξουν για ν´αντικρύσουν τον πόνο και την έλλειψη, προτιμούσαν να πιλαλάνε κλειστά στις χαρές που είχε κάμει μαζί του κι ας μην ήτανε ιδιαίτερες και πολλές, ήσαν όμως αληθινές και για κείνη σπουδαίες. Και το πιο σπουδαίο απ´όλα ήτανε που ζούσανε μαζί .
Αγνάντευε τη Λενιώ της με τα μαύρα και παρ´ότι της πήγαιναν πολύ της ξανθομαλλούσας, δεν ήθελε να τη βλέπει μαυροφορεμένη.
Έπρεπε όμως να σκεφτεί και την καθημερινότητα και τις υποχρεώσεις που της άνοιξε ο θάνατος του Σπυράκου.
Αύριο είναι τα τρίμερα από το θάνατό του. Στη Μοφκίτσα έκαναν ανέκαθεν κανονικό , πλούσιο μνημόσυνο κι ας ήτανε στο μνήμα κι όχι μέσα στην εκκλησιά .
-Έλα, Λενιώ μου, τα καρύδια τα ´τοίμασες παιδάκι μου; Κοίτα τα καλά ,μη μείνει κανά ,,καύκαλο,, καρδούλα μου και ντροπιαστούμε.
-Έννοια σου, μάνα μου , κι είναι ούλα έτοιμα και τα καρύδια και τ´αμύγδαλα και το σουσάμι κι οι σταφίδες και τα ρόδια κι ούλα τα χρειαζούμενα. Μένει να τσιγαρίσουμε το σουσάμι .
-Αργότερα, της είπε. Έλα τώρα να πλύνεις την κανίστρα, εδώ δα την έχω, και βάλτηνε στον ήλιο να στεγνώξει.
Το βράδυ έβρασαν το σιτάρι, ασπροσίτι λαχταριστό, το στράγγιζαν και το άπλωσαν σε καθαρή μεσάλα να στεγνώσει όλη νύχτα και να μην έχει καθόλου υγρά. Το μεσημέρι πήραν τη στεγνωμένη κανίστρα, τη στόλισαν με την όμορφη μεσαλίτσα, τη γαρνιρισμενη με τη φαρδεια δαντελα και το κοφτο κεντημα,  εβαλαν από μέσα κηρόχαρτο για προστασια και την αφησαν να περιμενει. Πηραν το στεγνωμενο, βρασμενο σιταρι, το γυρισαν μεσα σε μια μεγαλη λεκανη, το εσμιξαν με πολλα αλλα υλικα, σουσαμι σπασμενο κι ασπαστο, φρυγανια, κολλιαντρο, κανελα, γαρυφαλο, μαιντανο ψιλοκομμενο, σπορους ροδιου, σταφίδες μαύρες και ξανθές, καρυδια και αμυγδαλα χοντροκομμενα, λιγη ζαχαρη και τ´ανακατεψαν καλα. Οι μαστορισσες τα δοκιμασαν, εδωσαν το οκ και το υλικο αδειαστηκε με προσοχη μεσα στη στολισμενη ,,κοφα,,.
Το πατικωσαν καλα, εβαλαν μια στρωση φρυγανια, την πατικωσαν κι αυτη χρησιμοποιωντας ενα κομματι λαδοκολλα και μετα ισιωσαν στην επιφανεια μπολικη αχνη ζαχαρη. Επιπεδοποιησαν την επιφανεια παλι μ´ενα κομματι ρυζοχαρτο, καρφωσαν γυρω-γυρω κουφετα ορθια, σχηματισαν κι ενα σταυρο στη μεση επισης με μεγαλα κουφετα. Εγραψαν δεξια κι αριστερα του σταυρου τ´αρχικα του ονοματος του Σπυρακου με μικρα ασημενια κουφετακια, εκαμαν κι αλλα σχεδιακια στα κενα με διαφορων σχεδιων μικρα κουφετα και παρεδωσαν την κανιστρα στα εμπειρα χερια της Διαμαντως για το στολισμα με το γλασο. Ειχαν ηδη χτυπημενο το γλασο, που αποτελειτο απο ασπραδι αυγου και χυμο λεμονιου, γιατι χρεαζεται πολλη ωρα για να γινει. Η Διαμαντω εφτιαξε ενα χωνι απο λαδοκολλα, το εκοψε στη μυτη, ωστε να σχηματιστει μια μικρη τρυπουλα, το γεμισε με γλασο και αρχισε με τα επιδεξια χερια της να στολιζει. Να βλεπατε με ποση μαεστρια πηγαινε απο το ενα κουφετο στο αλλο κι εφτιαχνε γεφυρουλες στον αερα και πισωγυριζε για να τις ζευγαρωσει! Κομψοτεχνημα εγινε η επιφανεια της κανιστρας. Την αφησαν να περιμενει πανω στο τραπεζι. Ντυθηκαν για την εκκλησια. Μαζευτηκε κι ο κοσμος, γυναικες μονο εκεινο τον καιρο συνηθως και με μπροσταρισσα τη Λενιω, που ηθελε να βασταει την κανιστρα ξεκινησαν για το μεγαλο χρεος. Τ´αγορια πηραν την κανιστρα με το ψωμι, φρεσκοζυμωμενο, αφρατο, σε μεγαλα ,,μπουκουνια ,, κομμενο και το μπουκαλι με το κρασι που θα εριχναν στο μνημα, μια μικρη σεσουλα η ενα κουταλι σουπας στην αναγκη κι αντι για χαρτοπετσετες που τοτε δεν υπηρχαν ειχε ο καθενας το καθαρο χειρομαντηλο του. Ψαλθηκε το τρισαγιο, μοιραστηκε το σπερνο και γυρισαν στο σπιτι για τον καθιερωμενο καφε. Εννοειται πως οι ευχες ειχαν τις δοξες τους: Να ζηστε να τον θυμαστε και τετοια.
Πικρός τοτε ο καφες της παρηγοριας για να ταιριαζει με το φαρμακι που ποτισε ο χαρος την οικογενεια. Κι αλλοτε γλυκος για να πηγαινει κοντρα στο κακο. Και σημερα που ξεφτισαν οι παραδοσεις, οπως τον θελει ο καθενας, γιατι ειναι βαρυ να μπαινει κανεις σε τετοια καλουπια....!
Το ιδιο εγινε και στα ,,εννιαμερα,,, το ιδιο και στα ,,σαραντα,,. Στα ,,σαραντα,, η διαφορα ηταν πως το ,,συλλειιτουργο,, διαβαστηκε μεσα στην εκκλησια, ειχε πολυ κοσμο και ως εκ τουτου πολυ περισσοτερο σπερνο και ψωμι. Γινοταν Κυριακη, οπως και σημερα, αλλα πηγαιναν και το Σαββατοβραδο στο μνημα, οπως ακριβως γινοταν στα τριμερα και στα εννιαμερα. Το σαρανταήμερο μνημόσυνο του Σπυράκου ήταν μεγαλοπρεπές, αξιόλογο από κάθε άποψη και γιόμισε με περηφάνια την οικογένεια. Ήταν ένα χρέος προς το Σπυράκο, αλλά και προς όλο το χωριό. Έπρεπε να πετύχει και η επιτυχία του ήταν αρκετά σημαντική, όπως πάντα και ανέκαθεν η κάθε κοινωνική εκδήλωση.
Τα σαράντα του Σπυράκου ήταν κι ένας σταθμός ακόμα για τη Λενιώ και το Θοδωράκη, μόνο που ετούτη τη φορά αντί για φιλί, που δεν τον έπαιρνε, την κοίταξε αστραπιαία βαθιά μέσα στα μάτια κι ήταν σα να της έλεγε:
-Είσαι μέσα στην καρδιά μου!
Δε χρειαζόταν, το ήξερε, εκείνος όμως ήθελε να το ξέρει καλά.
-Σ´αγαπώ!
Κι αυτό το ήξερε! Όμως ήθελε να το λέει συνέχεια, για κείνον και για κείνη, για τον έρωτα και την αγάπη, για ότι έζησαν μέχρι τώρα μαζί!
Κι όταν εκείνα τα καταγάλανα μάτια με φόντο το μαύρο που τα τόνιζε πιότερο του είπανε το ίδιο, το θεριό καταλάγιασε κι ημέρεψε κι έμεινε διάχυτη στον αέρα η οσμή της αγάπης γι ακόμα μια φορά και σε μια περίσταση που την είχε τόσο πολύ ανάγκη η Λενιώ αυτή τη στήριξη.
Η Λενιώ έκαμε πολύ καιρό να χωνέψει αυτό το θάνατο και δεν έβγαινε παρά για τα εντελώς απαραίτητα στην κοινωνία. Τώρα ήτανε και ορφανή και αρραβωνιασμένη. Έπρεπε ν´ανταποκριθεί και στα δυο με αξιοπρέπεια.
Η αγάπη του Θοδωράκη της έδινε τη δύναμη!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Η ΑΛΛΗ ΣΕΛΙΔΑ - ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
Για τη Λενιώ τα πράγματα δεν ήσαν εύκολα τώρα πια. Ο θάνατος του Σπυράκου την είχε τσακίσει. Το μόνο καλό, αν μπορούσε κανείς να το πει έτσι, ήταν που ο ένας πόνος εξουδετέρωνε τον άλλο και στην προκειμένη εξουδετερώθηκε ο πόνος του έρωτά της, για καλό της. Εξουδετερώθηκε όμως ή αποκοιμήθηκε και θα την περίμενε ξύπνιος μιαν αυγή στήνοντάς της καρτέρι και γυρεύοντάς της εξηγήσεις γιατί τον παραμέλησε και τον άφησε να κοιμάται αμέριμνος στο δικό του τον κόσμο; Δεν την ένοιαζε παρ´όλα αυτά, της έφτανε που τώρα ήταν λευτερωμένη από τούτη την έγνοια.Το σπιτικό τους καιγόταν κι αυτήν θα την απασχολούσαν οι έρωτες; Ήταν ανάγκη να είναι δοσμένη ολοκληρωτικά στην οικογένειά της προκειμένου όλοι μαζί ,δεμένοι σα μια γροθιά, ν´αντιμετωπίσουν τη δύσκολη κατάσταση που τους βρήκε. Έτσι έγινε νέος καταμερισμός των εργασιών. Ο μικρός αδερφός στα πρόβατα, ο μεγάλος μαζί με την Παναγιώτα στο πόστο του πατέρα της κι η Λενιώ στο σπίτι βασίλισσα κυρά. Τι βασίλισσα δηλαδή, το σπίτι είχε τόσες έγνοιες που σταματημό ολημερίς δεν είχε το θηλυκό και πόναγε καθώς έβλεπε τα τρυφερά χερούδια της ν´αγριεύουν από τις δουλειές, ενώ στα πρόβατα, η μόνη της δουλειά ήταν το πλέξιμό της και φυσικά να προσέχει τα ζωντανά. Τα χεράκια της όμως ήσαν βελούδινα και τρυφερά κι αυτό πολλή χαρά την έκανε και κάλλη της εφόρτωνε. Τι να έκαμνε όμως, ανάγκη, άτιμη ανάγκη! Το ξεπέρασε όμως κι αυτό χάρη στο γιατροσόφι της γιαγιάς της.
-Άκου εδώ, βαϊζούλα μου, και μη μου χολοσκάνεις. Τράβα όξω στη λεϊμονιά, κόψε ένα λεϊμόνι και τρίψτε τα χερούδια σου. Στερνά βάλτους λίγο λαδάκι και τρίψε να το ρουφήξουν. Αυτό να το κάνεις κάθε βράδυ προτού πέσεις για ύπνο κι όποια άλλη ώρα της ημέρας έχεις αδειά. Κι ύστερα, να με θυμάσαι. Τη μάνα της δεν την είχε ιδεί ποτέ να το κάνει αυτό, γι αυτό τα χέρια της ήσαν γεμάτα ρόζους και σκασίματα, σκέφτηκε.
Και θυμόταν, τη θυμόταν τη γιαγιά της. Οι γιαγιάδες έχουν πάντα δίκιο!
Έτσι ο καιρός κυλούσε ήρεμα μέσα σε βαθύ πόνο όμως που ήτανε ανάγκη να καταλαγιάσει. Ο καιρός θα χάριζε το γιατρικό. Οι προβληματισμοί της Λενιώς ήσαν όλοι γύρω από τους άλλους και το σπιτικό τους. Τον εαυτό της τον είχε βάλει στην άκρη. Δε σκεφτόταν τίποτε που να την αφορά κι αυτό της είχε χαρίσει τη λύτρωση που χρειαζόταν.
Από την άλλη ο Θοδωράκης βρισκόταν σε βαθύ προβληματισμό και σε μεγάλη έγνοια. Σκεφτόταν το βάσανο που πέρναγε η Λενιώ και τη συμπονούσε μα δεν είχε τον τρόπο να της σταθεί κι αυτό τον πόναγε. Σκεφτόταν πως σ´ένα μήνα θα παντρευόταν και η πομπή του γάμου του με τον ίδιο μπροστάρη και τη Θοδώρα θα πέρναγε μπροστά από το σπίτι της γιατί άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Μεγάλη έγνοια τού ήταν αυτή. Σκέφτηκε ν´αναβάλει το γάμο, μα θα χειμώνιαζε και γάμος μέσα στο χειμώνα εκείνο τον καιρό ήταν κόλαση. Του πέρασε η ιδέα να τον ακυρώσει κιόλας μέσα στην τρέλα του μα τέτοια πράγματα μοναχά οι ανέντιμοι τα πράττουν. Χρειαζόταν ηρεμία και απομόνωση. Χρειαζόταν τον εαυτό του, γι αυτό γύρεψε από τον Αναστάση μέχρι το γάμο να πηγαίνει αυτός στα γαλάρια κι όχι ο Νικολάκης.
Η επιθυμία του έγινε δεκτή κι ο Θοδωράκης μαθημένος μακριά απ´ούλους βρήκε για μια φορά ακόμα τον ,,αναπαμό,, του. Εκεί στα γαλάρια μίλαγε μόνο με τον εαυτό του, τα πρόβατά του, το Μπαγάσα του, τα πουλιά και το Θεό. Κι όλοι ήσαν υποτακτικοί του. Ναι κι ο Θεός ακόμα, γιατί τον έφτιαχνε ο ίδιος κάθε φορά όπως τον εβόλευε, καλό, κακό, σπλαχνικό, ανεκτικό, σύντροφο, παρηγορητή κι ό,τι ήθελε του κόλλαγε από προσδιορισμούς, οπότε τώρα που τον ήθελε παρηγορητή, τέτοιο τον είχε. Κι εκεί που σκεφτόταν το ένα μπέρδεμα, ζουπ ο Θεός τού ´λεγε: για στάσου, δε φταις εσύ που πέθανε ο Σπυράκος, δε φταις εσύ που σ ´ανάγκασε ο πατέρας σου να παντρευτείς μία που δεν αγαπάς! Μπράβο κατασκευαστικό μυαλό που είχε ο Θοδωράκης! Τι τον έκανες όμως όταν το ξέχναγε αυτό και τον έπαιρνε από κάτω; Καθόταν σ´ένα κοτρώνι με το κεφάλι χάμω κι ένα ξύλο στο χέρι και σγάρλαγε σαν τις κότες το χώμα γυρεύοντας να βρει το σπόρο που θα του χάριζε τη χαρά τρέφοντας του τη σκέψη. Αγνάντευε πέρα το Ιόνιο και τού ´φερνε στο νου τη Θοδώρα που κάθουνταν και το αγνάντευαν μαζί αμίλητοι στο παγκάκι. Το αγνάντεμα της θάλασσας πάντα τον παρηγορούσε , τώρα όμως τον έπνιγε κι αυτό .Σκεφτόταν πώς θα ήταν ένας γάμος με μια γυναίκα που δεν αγαπούσε. Πώς θα την άγγιζε, πώς θα μύριζε το χνώτο της, πώς θα της χάριζε το σπόρο του. Κι όμως η Θοδώρα δεν του έφερνε αηδία ούτε αποτροπιασμό. Έλαμπε, μοσκοβολούσε, άστραφτε και πάνω από όλα έδινε ρέστα για κείνον. Για στάσου, ρε Θοδωράκη, έλεγε ο ίδιος στον εαυτό του, μήπως τα παρασκαλίζεις τα πράγματα; Μπας και φορτώνεις τον εαυτό σου με πολλά ,,βάρετα,,; Άσε, ρε παιδάκι μου, τα πράματα να κυλούνε μοναχά τους. Και τότε ηρεμούσε και καταλάγιασαν ούλοι οι πόνοι και οι καημοί κι έπαυαν ούλα τα ντέρτια και οι αναστεναγμοί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ
ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΕΥΘΕΙΑ 
Η απόφαση για το γάμο με τη Θοδώρα ήταν ειλημμένη και τίποτα πια δε μπορούσε να τη σταματήσει.
Στη γλυκειά ανατριχίλα του ερχομού του κρεμάστηκε της Θοδώρας η απαντοχή και ξεροστάλιαζε στ´αγκωνάρι το ξέγυμνο γιομίζοντας μ´όνειρα την ψυχή και την καρδιά της.
Πολυλογούςε φλυαρώντας με τη γειτόνισσα τη Γιώργαινα και μεσ´από ´κεί τ´όνειρο απρόσκοπτα τραβούσε το δρόμο του.
Μεγαλοπιάστηκε η Θοδώρα απ´τ´όνειρο κι ύφαινε στον ύπνο και στο ξύπνιο της χιλιόμετρα ονειρένιους ατραντέδες που τους τέντωσε μ´ανεμελιά και προσμονή στο δρόμο ίσα με τη Μοφκίτσα. Τύλιξε μ´αυτούς, ταινία προστασίας, το σπίτι του Θοδωράκη και τα παραθύρια τους και το κρεββάτι τους κι ό,τι έβρισκε μπροστά της η χαρά της το έκανε χρυσό.
Πνίγηκε στο χρυσαφί τ´όνειρο και ´κείνη πνίγηκε στην αγάπη!
Ήτανε θέλημα Θεού ο γάμος να γένει στην ώρα του και μ´όλα τα πρεπούμενα και τις τελετουργίες.
Και μες την ανθηρότητα τ´ονείρου της και μες της αλήθειά της τη γαλήνη ξεπέζεψε στ´αρχοντικό του κύρη της που πίστευε πως τήνε λαχταρούσε. Άφησε ν´αντηχήσουνε τα καλέσματα και οι ευχές, να τις ε πάρουν τα πουλιά και να τις νανουρίζουν με το κελάηδημά τους, να πλέξουν ξόμπλια και με φλουριά ολόχρυσα να ράνουν τις γειτονιές, όπου μαζί με λούλουδα οι δυο τους θα διαβούνε...
Ήρθε επιτέλους η στιγμή που το άσπρο άλογο του Θοδωράκη σελώθηκε τη γιορτινή του φορεσιά τη λαμπροστολισμένη και πήρε δρόμο με κόσμο, με νταούλια για τη μεγάλη τη στιγμή και την τρανή την ώρα.
Ο Θοδωράκης κι ο Αναστάσης μαζί δώκανε διαταγή τραγούδια να μην ειπεί κανείς αν δεν περάσουνε το Περδικόνερο. Τη σκέψη του στη Λενιώ είχε που τον πατέρα της είχε χάσει, την αγάπη της είχε χάσει κι από μπροστά την πόρτα του σπιτιού της θα πέρναγε το συμπεθεριό του.
Πρέπον δεν ήτο για να τήνε προκαλέσει. Όσο για τ´άλλα είχε ο Θεός.
Ένα πολύχρωμο καραβάνι από καταστόλιστα άλογα κι ανθρώπους, ίδιο μωσαΐκό πολύφερτο κι ακριβό διέσχισε ήσυχα το χωριό κι ανηφόρισε στο δρόμο της Περδικόβρυσης.
Και τότε το αβάσταχτο πλήθος που εκείνη την ώρα ήτανε προγραμματισμένο να ξεσαλώσει και δεν εκαταλάβαινε από καημούς, ξέσπασε σε μακρόσυρτα λαρυγγίσματα και μπέρδεψε το τραγούδι τους τ´αηδόνια και τις πέρδικες που αφουγκράζονταν και οι τσομπαναραίοι χαίρονταν από γύρω και το σιγανό κλαγγευτό σιγοτραγούδισμα των κουδουνιών των σταλιασμένων κοπαδιών έγινε συνοθύλευμα με τα συμπεθεροτράγουδα που αντιβούϊζαν καθώς τώρα κατηφόρισαν για την Καλίδονα.
Ο γάμος έγινε με περισσότερη πολυτέλεια απ´όση μπορούσε να φανταστεί κανείς για τα δεδομένα της εποχής, στο συγκεκριμμένο τόπο με τις υπάρχουσες συνθήκες. Θά ´λεγε κανείς με αβάσταχτη ελαφρότητα, αν λογάριαζες πως θ´ακολουθούσαν δύο γάμοι ακόμα, εκείνοι των αδελφών της.
Σπίτι π´αστραποβολούσε, προικιά που άστραφταν, γλέντι τρικούβερτο με χορούς και τραγούδια, χιονένιοι βουτυροκουραμπιέδες, ευχές κι ό,τι καλό βάλει ο νους σου έγινε.
Τίποτα εκείνη την ημέρα δε μαρτυρούσε το δράμα που κρυβόταν μέσα βαθιά στην ψυχή του Θοδωράκη.
Μια πεταλουδίτσα αστραποβολιστή που μέσα στην σοβαρότητα της ημέρας άφηνε να φανεί η χαρά της σα στεκόταν δίπλα στο λεβεντονιό άντρα της κι έπαιρνε την ευλογία του Θεού για μια ζωή όπως εκείνος και η Γιωργίτσα την καθόρισαν για πάρτι τους.
Η ώρα του αποχωρισμού από τη μάνα της και το σπιτικό της, όσο κι αν ήτανε δύσκολη, την έκαμε εύκολη η λαχτάρα να είναι μαζί με τον άντρα που η νεανική της ορμή και η ολόζεστη καρδιά της λαχταρούσαν.
Η διαδρομή του συμπεθεριού για τη Μοφκίτσα ήταν μια άλλη πανηγυρική μεγαθυμία κι ένα ονειρόγραμμα καθώς τα καταστόλιστα με τα γιορτινά κιλίμια αλογομούλαρα σε εφ´ενός ζυγού γραμμή διέσχιζαν το χωμάτινο δρόμο και ο αγέρας σκιζόταν από τα διαλεχτά χαρούμενα για την περίσταση τραγούδια.
Η Θοδώρα, μια μπουκιά άνθρωπος, σαν ,,τουλουπίτσα,, πάνω στο σαμάρι τ´αλόγου, με την άσπρη νυφιάτικη φορεσιά της και την επίσης πλουμιστή σαμαρόστρωση τ´άσπρου άλογου που τήνε κουβαλούσε, απολάμβανε τ´όνειρο με ορθάνοιχτα τα μάτια, γιατί ήθελε μέσα στην αγωνία του άγνωστου να κλείσει όλη τη μαγεία της στιγμής και της ζωής που την περίμενε.
Ο Θοδωράκης με απίστευτη ηθοποιΐα, που είχε εξελιχθεί σε απόλυτη παραδοχή, έμοιαζε ν´απολαμβάνει κι εκείνος τη στιγμή.
Στο σπίτι του κόσμος καρτέραγε τη νύφη και στο αντίκρυσμά της πικρόχολα, σκωπτικά, περιπαιχτικά σχόλια έφτασαν στ´αυτιά του:
,,Κοιτάτε ρε, μια θεριακωμένη νύφη,,!
,,Καταϊδρωμένο τ´άλογο,,! ,,Κοιτάτε ρε ,,
,,Τρίχα και στάλα τ´άλογο,, , ,,Στάζει ολόκληρο,,!
,,Μια τουλουπίτσα είναι γιε,,!
καθώς μοναχά ένα κεφαλάκι ξεχώριζε πάνω στο άλογο κι αυτό δε θα φαινόταν αν δεν ήσαν τα πλούσια μαλλιά της σημάδι της ύπαρξής της για τούτη την ώρα.
Τ´άκουσε κι η Θοδώρα και ντράπηκε, μα σκέφτηκε μήπως έφταιγε αυτή που γεννήθηκε κοντή; Εξοστράκισε το κακό με την καλή της τύχη και ήρθε γρήγορα στα σύγκαλά της.
Ο Θοδωράκης τ´άκουσε κι εκείνος τα περιγελαστικά, αλλά θες γιατί ήτανε αλήθεια, θες γιατί δεν ήθελε να το τραβήξει, σιώπησε παράδοξο για κείνον που αρπάζονταν με το παραμικρό αν τολμούσες και τον έθιγες.
Τέτοιο ήτανε το καλοσώρισμα της μικροκαμωμένης παιδούλας ,που ήρθε νύφη εκείνο το ,,χινόπωρο,, στη Μοφκίτσα από το διπλανό χωριό. Κι όχι δεν ήτανε κακία, περιγέλασμα ήτανε, κατά πως το συνηθίζανε στα χωριά, μιας κι έμοιαζε αταίριαστο το θέαμα με μια νύφη ,,κοντοστούπα,, πλάι σ´ένα γαμπρό θεριακωμένο. Την είδανε χωμένη ίσα με τ´αυτιά στο σαμάρι με μοναχά ένα μικροκαμωμένο κεφαλάκι να ,,ξεπέχει,, καταμεσίς του και δυο χεράκια παιδικά να κρατιούνται φοβισμένα σχεδόν από δυο κολιτσάκια σαμαριού και τα πειραχτήρια που δεν απολείπουν από καμμιά κοινωνία ούτε κι από της Μοφκίτσας, βρήκανε την τέλεια ευκαιρία να περιγελάσουνε σήμερα τη Θοδώρα, αύριο κάποιον άλλο, να του κολλήσουνε και κανά παρατσούκλι κι έτσι γέλαγαν με τα τρωτά του άλλου παραμερίζοντας τα δικά τους κατά πως συνηθίζεται ακόμα και τώρα. Ε, λεύτεροι ήσαντε κι αφού νόμος δεν τους έπιανε...! Βλέπετε άλλοι μετρούν τους ανθρώπους με το μπόι, άλλοι με την ομορφιά κι άλλοι με την εξυπνάδα. Ποιος τους λογιάζει! Άστους να λένε!
Η αλήθεια είναι πως ο Θοδωράκης πειράχτηκε με τα ,,σκολιανά,, μα αντί ν´απαντήσει με τον τρόπο που ήξερε αυτός στους περιπαίχτες, από αντίδραση την έκαμε τη Θοδώρα θεριακωμένη στην ψυχή του και ποτέ ο ίδιος δεν ασχολήθηκε με το μπόι της, γιατί η Θοδώρα έγραφε με την ψυχή της. Η καλοσυνάτη της μορφή και τα φερσίματά της τα τσαχπίνικα εξισορροπούσαν το μπόι της. Άλλωστε τον άνθρωπό μας όπως θέλουμε τον βλέπουμε!
Πήδηξε πρώτος από τ´άλογό του, στάθηκε μπροστά στο δικό της , την κοίταξε πρώτη φορά με τρυφερότητα και τη βοήθησε να κατέβει. Σαν καρυδότσουφλο στα στιβαρά του μπράτσα η Θοδώρα διέγραψε τροχιά στον αέρα της αγκάλης του και κρύφτηκε ,,συμπούπουλη,, μέσα στον κόσμο καθώς ο Θοδωράκης την οδήγησε στην είσοδο του σπιτιού. Εκεί η Διονυσούλα τους περίμενε. Με μέλι γλύκανε το νιο ζευγάρι, το ρόδι τό ´σπασε η Θοδώρα με τη μία και στο παιχνίδι με το ζωνάρι άφηκε επίτηδες τη νύφη να κερδίσει, έτσι για να επισφραγιστεί το ρηθέν ότι ,,η νύφη που θα γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει ,,!
Το γλέντι που ακολούθησε ήτανε αντάξιο της χαράς τους και η Θοδώρα μια κοίταζε τον ουρανό και μια το Θοδωράκη κι ένιωσε ότι το ατλαζένιο βηλάρι απλώθηκε κατάχαμα μπροστά στα πόδια της ζωγραφισμένο με ήλιους και αστέρια κι απάνω του περπάτησαν τα όνειρά της κι ο αγέρας το σήκωσε ψηλά κι έγινε ο ουρανός της, η σκέπη της, η αγιασμένη προστασία της, η γαληνεμένη της υπόσταση, ο κόσμος της. Κι όταν τ´αστέρια τρεμοσβήνοντας παράβγαιναν στο πιλαλητό τους ποιο θα στολίσει πρώτο τα μαλλιά της, ποιο θα φωτίσει πρώτο τη ροδαλή θωρειά της, εκείνη έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και διασκέδαζε την ευτυχία της που τη σφράγισε με δυο μαργαριταρένια δάκρυα. Σαν αποσύρθηκαν στα ιδιαίτερα, το φεγγάρι παράβγαινε την ροζακί ποθουμένη ομορφιά της και ζηλιάρικα της έριχνε τη σκιά του μα γρήγορα μετάνιωνε κι άστραφτε η μορφή της στο αντιφέγγισμά του.
Μυρουδιά πόθου απλώθηκε στο δωμάτιο και γρήγορα τσαλακώθηκαν τα κάτασπρα κολλαριστά κεντημένα με κοφτό χασεδένια νυφοσέντονα . Η Θοδώρα σα να ήτανε γυναίκα του από χρόνια παραδόθηκε ολοκληρωτικά σ´έναν έρωτα που μοσχοβολούσε ευτυχία και άθελά της τράβηξε το πέπλο του σεβντά που βάραινε τον αγαπημένο της.
Δυο -δυο τ´αστέρια αποσύρθηκαν και το φεγγάρι αποκοίμισε τα όνειρα και τη Θοδώρα με γλυκό νανούρισμα τη βροχή, γαμήλιο δώρο της φύσης, δυο στιβαρά μπράτσα να την αγκαλιάζουν και μια αντρίκια ανάσα να ζωγραφίζει τ´όνειρο στο κορμί της. Τ´όνειρο που γέννησε τρεις κοπελούδες στη σειρά, πανώριες σαν τον ήλιο!
Οι μοίρες που τις μοίραναν πλούσια τα δώρα τους έστειλαν κι απόθεσαν στην κούνια τους και στου ζευγαριού την ψυχή την ευτυχία απλόχερα σκορπίσαν. Εγίνανε καλοσυνάτες σαν ελόγου της κι άξιες και προκομμένες. Και δε χρειάστηκαν προξενητάδες για να τις παντρέψουν. Τις πάντρεψε η ίδια η αγάπη και το νάζι τους και όση ομορφιά κι εξυπνάδα περίσσευε στην κάθε μια.....
Η Θοδώρα τίποτα δε μυρίστηκε από την αγάπη του Θοδωράκη και της Λενιώς, γιατί εκείνος την είχε καλά κλειδωμένη στην καρδιά του μέχρι το τέλος.
Και της Θοδώρας η αγάπη ήτανε τόσο μεγαλόψυχη για κείνον που δεν έβλεπε ούτε άκουγε παραστρατήματα κι απιστίες. Δόθηκε ολοκληρωτικά στον άντρα που η μοίρα της χάρισε. Και φάγανε γλυκό ψωμί οι δυο τους. Ο Θοδωράκης με μια αγάπη κλειδωμένη στην καρδιά του και με μια άλλη να τον υπηρετεί πιστά δεν είχε λόγο να παραπονιέται.
Και στα καλά και στ´άσχημα μαζί το τράβηξαν το μονοπάτι, μαζί και χώρια....
Κι ήταν ο γάμος τους γιορτή και πανηγύρι και χαρά απροσμέτρητη και ουράνια σηματοδότηση συνύπαρξης παντοτινής με απογόνους και αλληλοσεβασμό κι από τη μεριά της Θοδώρας αγάπη πολλή. Αγάπη που οι προεκτάσεις της άγγιζαν τα όρια της αφέλειας που όμως ικανοποιούσαν τη δική της βαθειά ανάγκη για δοτικότητά ,που άγγιξαν τα όνειρά της και τα ξεπέρασαν, που ακόμα και οι δυσκολίες των καιρών ξεπεράστηκαν ανώδυνα γιατί εκείνη ήθελε και μπορούσε, γιατί εκείνη στάθηκε δίπλα στο Θοδωράκη λαμπάδα αναμμένη και στα παιδιά της η πιο γλυκιά και τρυφερή μάνα. Κι ο Θοδωράκης το ,,ξετίμησε ,, τούτο κι ορμήνεψε την ψυχή του να υποτάσσεται μπροστά στο μεγαλείο ετούτης της γυναίκας που με το ,,παΐρι,, της τον έκαμε δικό της, που με το μεγαλείο της ψυχής της καθυπόταξε τη μεγάλη του αγάπη και τον έρωτά του για τη Λενιώ, που όσο κι αν ποτέ του δεν τα έβγαλε τούτα τα δυο από την καρδιά του και την ψυχή του, κατάφερε χάρη στη Θοδώρα να βρει τις ισορροπίες εκείνες που μαλάκωσαν την ψυχή του και κάλυψαν το κενό της. Αράδιασε ένα τσούρμο ,,πιτσούβουλα ,, που έγιναν φιλαράκια μ´εκείνα της Λενιώς. Έτσι οι δυο ερωτευμένοι αφού η μοίρα στον ίδιο τόπο τους ήθελε να ζήσουν και χώρια την προσωπική τους ευτυχία να βιώσουν, καμάρωναν το γλυκό συνοθύλευμα της συνύπαρξης των παιδιών τους, στο παιχνίδι, στην εκκλησία, στο σχολειό.
Γιατί κι η Λενιώ αφού πέρασε ο χρόνος του πατέρα της, παντρεύτηκε το Λώνη κι έκαμαν δυο γιούς καμάρι της ψυχής και της καρδιάς τους. Ο γάμος τους στηρίχτηκε στην αλληλοεκτίμηση, γιατί του Λώνη η αγάπη δεν ξέρω αν είχε το πάθος που είχε εκείνη του Θοδωράκη για τη Λενιώ ή αν ήτανε παρόρμηση και ζήλεια γιατί κάποιος άλλος ήτανε έτοιμος ν´αρπάξει για λογαριασμό του την όμορφη γειτονοπούλα. Ο Λώνης δεν την πρόσβαλε ούτε μια φορά θυμίζοντάς της τον έρωτά της για το Θοδωράκη και η Λενιώ από την άλλη δεν του έδωκε ποτέ το δικαίωμα. Υποτακτική και καλόβολη δόθηκε ολοκληρωτικά στο μεγάλωμα των παιδιών της. Τα βλαστάρια της όπως αποκαλούσε τον Ηρακλή και το Σπυράκο, μεγάλωσαν με την ιδιαίτερη, την ξεχωριστή φροντίδα μιας μάνας κατασταλαγμένης, ισορροπημένης και δυνατής και μέσα στη στοργή του παππού Ηρακλή και δυο περήφανων γιαγιάδων. Ο Λώνης έγινε ο βράχος που ακούμπησε η Λενιώ απάνου του το βάρος του πόνου του χαμένου έρωτά της και στήριξε τις ελπίδες της για το μέλλον. Κι ο βράχος δεν την απογοήτευσε.
Ο γάμος τους λιτός και ταπεινός με απόλυτη συναίσθηση του πένθους που για τη Λενιώ κράτησε μια ολόκληρη ζωή γιατί μόνιμα της έλειπε ο πατέρας της, σφράγισε την αξιοπρέπεια και την ανάγκη και με καθάριο κούτελο πορεύτηκαν μια φυσιολογική ζωή χωρίς καυγάδες κι ανταγωνισμούς, χωρίς μικρότητες και ευτελιστικές συμπεριφορές. Καμμιά φορά η αποδοχή των καταστάσεων της μοίρας δημιουργεί ενσυναίσθηση και εδραιώνει τις ισορροπίες.
Και σαν η μοίρα του Θοδωράκη και της Λενιώς δεν τους άφηνε χωρίς εκπλήξεις, τους έκανε τη μεγαλύτερη όταν ο μεγαλύτερος γιος της Λενιώς ερωτεύτηκε παράφορα την επίσης πρωτότοκη κόρη του Θοδωράκη! Με χαλαρωμένα κάπως τα ήθη και τις παραδόσεις, αλλά και με το μάθημα της ζωής που είχαν καταγράψει καλά στην ψυχή τους οι ίδιοι όχι μόνο ανέχτηκαν αυτόν τον έρωτα, αλλά τον βοήθησαν κιόλας κι έδωκαν την ευχή τους μέσα από την καρδιά τους!
Η ευτυχία των παιδιών τους ολοκλήρωσε τη δική τους ευτυχία! Και δυο ζευγάρια αγάπες ζωγραφίστηκαν αιώνια στο στερέωμα κι ακόμα το φως των αστεριών τους λάμπει στον ουρανό της Μοφκίτσας.
Η Θοδώρα δε έγινε αξιοσέβαστη νύφη και τράνεψε η παρουσία της, γιόμισε η καρδιά ευτυχία, η αγκαλιά της παιδιά και η απεριόριστη εκτίμηση των χωριανών στέριωσε μια νέα πεποίθηση στα κοινωνικά δεδομένα του χωριού. Εκείνη που μολογάει ακόμα πως δεν είναι το μπόι που μετράει μα το μέσα της καταστόλιστης ψυχής. Εκείνο στέκει φάρος κι οδηγός, εκείνο κρατάει τα γκέμια της ευτυχίας.
Και σαν της μοίρας το γραφτό ήτανε ν´αγαπηθούν τα παιδιά τους οι δυο οικογένειες στήριξαν αυτή την αγάπη και τη βοήθησαν να τραφεί και να μεγαλώσει και να ριζώσει βαθιά, τόσο βαθιά όσο εκείνη του Θοδωράκη και της Λενιώς και ν´ανθίσει και να καρπίσει. Κάπως έτσι αλλάζουν οι πεποιθήσεις στις γενιές, κάπως έτσι λυτρώνονται οι ψυχές και οι άνθρωποι αισθάνονται ελεύθεροι κι απαλλαγμένοι από τα κοινωνικά πρέπει που στο κάτω-κάτω κάποιες ανάγκες τα επέβαλαν ή ακόμα- ακόμα και κάποια συμφέροντα ή επιβολές εξουσιαστικές πάνω σε όντα ανώριμα, απαίδευτα και ανελεύθερα. Οι νόμοι της κοινωνίας είναι διαφορετικοί από τους νόμους και τις ανάγκες της καρδιάς. Και σ´ότι κόβεις τον αέρα της πραγμάτωσης το καταδικάζεις σε μαρασμό. Πού να πάει δίχως φτερά;
Μια αγάπη, εκείνη του Θοδωράκη και της Λενιώς, που γκρέμισε πεποιθήσεις κι άγουρες προκαταλήψεις με το ν´αγκαλιάσει τον έρωτα των παιδιών τους και να τον θρέψει και να τον στεριώσει και να ανοίξει δρόμο λεύτερο για να διαβαίνουν οι ερωτευμένοι και να γράφουν τη δική τους ιστορία κατά πως το επιθυμούν οι ίδιοι και όχι με το κατά πως επιβάλλεται και να ορίζουν τη ζωή τους.
Να γράφονται προσωπικές ιστορίες.
Ν´αγκαλιάζονται κορμιά και ψυχές.
Να ζωγραφίζονται εικόνες απείρου γυμνού κάλλους, επειδή η γύμνια της αλήθειας δεν ήτανε ποτέ ντροπή.
Να θωρακίζονται συνειδήσεις.
Να μοιράζονται συναισθήματα και χαρές.
Ν´αποκαλύπτονται αλήθειες.
Να λατρεύονται ιερά.
Να διδάσκονται αξίες.
Να βρίσκονται και να ζούν οι άνθρωποι εκεί που δε χρειάζονται προξενητάδες για να στεριώνουν οι αγάπες κι η ζωή.
Εκεί που οι γονείς γίνονται συμπαραστάτες κι οδηγοί και όχι καταπιεστές και υπηρέτες ανάρμοστων κοινωνικών πεποιθήσεων.
Εκεί που η ευτυχία περισσεύει και η χαρά καραδοκεί για να τη συντηρεί και να τη στεριώνει και ν´απλώνει το χέρι της στα δύσκολα.
Όταν η μοίρα αποφασίζει, το δέχεσαι.
Όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν για τη δική σου μοίρα επαναστατείς και λες:
-Εγώ μόνος μου θα φτιάξω τη μοίρα μου, γιατί θέλω, γιατί μπορώ, γιατί ξέρω πώς.
Ο Θοδωράκης και η Λενιώ ήξεραν μα δε μπόρεσαν να πουν όχι γιατί κάποιοι άλλοι φρόντισαν να γράψουν με το έτσι θέλω τι δική τους μοίρα.
Ευτυχώς που η καλή τους νεράιδα φρόντισε να εξισορροπήσει κάπως τα δεδομένα.
Η μοίρα της Θοδώρας γράφτηκε από τη Γιωργίτσα που χάθηκε κι εκείνη μαζί με την τέχνη της....
Ο Θοδωράκης και η Θοδώρα δεμένοι με μια μοίρα που τους κράτησε ενωμένους για πάντα είχανε πολλές προσωπικές ιστορίες να λένε στα παιδιά και στα εγγόνια τους, σ´εκείνο που ξεχώρισαν όμως ήταν η αγάπη τους και η κατανόησή τους.
Το λυκαυγές της προσωπικής τους κοινής ζωής παραδόθηκε πρόθυμα στην αγκαλιά της λαμπρερής αιματοβαμμένης Ανατολής κι έκαμε τόσα μεσουρανήματα κι ηλιοβασιλέματα όσα η θέλησή τους μέτρησε κι όσα η μοίρα λογάριασε για χάρη τους με τραγουδίσματα μέσα σε εναλλαγές ευτυχίας και πόνου μέχρι να καταχωρηθούν τα ονόματά τους στα κατάστιχα του Παράδεισου!
Σαν παραμύθι ξαπλώθηκε η ζωή τους. Τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους τους θυμούνται όλους με αγάπη και σεβασμό.
Όποιος βρεθεί νύχτα στη Μοφκίτσα και κοιτάξει τον ουρανό της θα του χαμογελάσουν σ´ένα γλυκό καλοσώρισμα δυο ζευγάρια αστέρια κι ένα πέμπτο μικροσκοπικό ολοφώτεινο κι ευτυχισμένο!
ΤΕΛΟΣ

*****************************************

O Πολιτιστικός Σύλλογος Ταξιαρχών "Η ΜΟΦΚΙΤΣΑ" από την αρχή έχει εκφράσει την θέση του για τον λόγο ύπαρξης του συγκεκριμένου blog του χωριού μας. Ο λόγος απλός: Θα θέλαμε το mofkitsa.blogspot.gr  να είναι το μέσο επικοινωνίας, ανταλλαγής εικόνων κι ενημέρωσης αναφορικά με το χωριό μας. Για όποιον θέλει να συμμετάσχει ενεργά σε αυτή την προσπάθεια παρακαλώ να μας στέλνει τις απόψεις του, τα κείμενά του: e-mail: taxiarhes2010@gmail.com. Θα χαρούμε ιδιαίτερα εάν από απλοί επισκέπτες γινόσασταν, όσοι θέλετε, ενεργά μέλη. Ο τρόπος αυτός θα δώσει νέες δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ όλων των συμπατριωτών, των μελών και φίλων του Συλλόγου μας. 

Επισκεφτείτε το blog του χωριού μας, οι συμβουλές σας, οι ιδέες σας, οι παραινέσεις σας και οι γνώμες σας είναι απαραίτητες για την βελτίωσή του. ΄



Εγκαινιάζουμε σήμερα  άλλη μια νέα σελίδα στο blog (Απόψεις/Αρθρογραφία) με ένα όμορφο λογοτεχνικό κείμενο της αγαπημένης μας πατριώτισσας Κατερίνας Μπαχάρη -Κουτσουνά.  Η Κατερίνα μας εκπλήσσει πάντα ευχάριστα με τα κείμενά της, τα διηγήματά της, τα ποιήματά της. Μας ταξιδεύει ευχάριστα σε μια άλλη εποχή που  ζήσαμε. Σήμερα ξεκινάμε τη Νέα μας σελίδα με ένα όμορφο διήγημα, με ένα επίκαιρο θέμα: Το Θαύμα των Χριστουγέννων, με μια όμορφη διηγηματική περιγραφή όπως η Κατερίνα ξέρει. Καλή ανάγνωση!


**********************



ΤΟ ΘΑΥΜΑ



Η Ζωγούλα περπατούσε σκυφτά στο δρόμο κατά την Ετιά και μέτραγε του δρόμου τις κροκάλες καθώς τις έσπρωχνε με τις μύτες των ποδιών της! Σε μεγάλη περισυλλογή βρισκόταν το κορίτσι..
-Ζωγούλα, παιδάκι μου, μη μπλέξεις κι αφήκεις τα ζωντανά να ψοφήσουνε, ακούς; Εμείς πάμε στου Μπίνακα να τελειώσουμε σήμερα εκείνες τις ευλοημένες ελίτσες, μπας και μαζευτούμε να κάμουμε Χριστού με την αναπαή μας ,της είχε πει η Πηνελόπη η μητέρα της!
Άκουγε και βέβαια άκουγε και είχε μάθει απ´έξω τη συμβουλή και την είχε επακριβώς καταγράψει στου νου της τα κατάστιχα ! Σήμερα όμως το κορίτσι δεν είχε νου...
Με το ζόρι κούνησε καταφατικά το κατάξανθο κεφάλι του με τα σγουρά σκαλωτά του μαλλιά και καθώς το ανασήκωσε και κοίταξε ευθεία πέρα περισυλλογισμένα, φάνηκαν τα μεγάλα καταγάλανα μάτια του που έψαχναν στον ουρανό να βρουν γραμμένα και λυμένα τα ερωτηματικά τους.
Τακτοποίησε αδιαμαρτύρητα όλες τις δουλειές του σπιτιού ,έβαλε ,,το πλύμα ,, στα γουρούνια, τους έριξε και τα φλούδια από τα λίγα φρούτα και τα υπόλοιπα από τα λαχανικά του κήπου, που τα καθάρισε για να τα κάμει γιαχνί , έριξε σπόρους στα κοτερικά και τα έβγαλε στον περιφραγμένο με συρματόσχοινο κήπο για να βοσκούν ολημερίς, πέταξε κι ένα ξεροκόμματο στο Λούρμπα, το σκύλο τους κι αποφάσισε πως ήτανε καιρός να ξεμακρύνει για να βοσκήσουν τα γιδερά της.
Άφηκε τις γιδούλες να προχωρούν μπροστά και καθώς εκείνες απασχολούνταν ψαχουλεύοντας και μασουλώντας κλαδάκια στους θάμνους του δρόμου εκείνη στρώθηκε βαριεστημένα κατάχαμα στο σταυροδρόμι ,που το στρογγύλεμα της απόληξης του κήπου του μπάρμπα Τάση το καθόριζε και όπως η αντηλιά που πλάνεψε την έξοδό της έδειχνε πως σήμερα θα βάσταγε ο Θεός τους κρουνούς του, ακούμπησε στην παγωμένη πλακόπετρα, άνοιξε σαν άντρας τα σκέλια τραβώντας τη φούστα της ζόρικα να σκεπάσει καλά τα κατάλευκα μακριά πόδια της μην επέρναγε για όνομα Θεού κανάς άνθρωπος και ,,τον εφωτογράφιζε,, ,μάζεψε πέντε πετρούλες στρογγυλεμένες από τ´ατέλειωτα περάσματα ανθρώπων και ζώων κι από τη βροχή και το χαλάζι, ,,ξιάρισε,, με τα χέρια της το νοτισμένο τόπο φτιάχνοντας ένα αλωνάκι ίσα με δυο παλάμες διάμετρο, τον πατίκωσε καλά- καλά με τις σόλες των παπουτσιών της και ακούμπησε δεξιά της μαζεμένα τα πεντόβολά της.
Τέντωσε στον αέρα την αριστερή της παλάμη ,σταύρωσε απανωτά τα δυο της δάχτυλα, δείχτη και μέσο, ακούμπησε στο έδαφος παράμεσο και μικρό , στερέωσε αντίκρυστά και τον αντίχειρα σχηματίζοντας μια αξιοθαύμαστη γεφυρούλα .
Με το δεξί της χέρι έπαιρνε ένα -ένα βοτσαλάκι, το πέταγε ψηλά και τ´άφηνε να πέσει μέσα στην ανοιχτή της παλάμη που αυτόματα γύριζε ανάσκελα και το καρτέραγε . Το ακούμπησε δίπλα στο άνοιγμα της γεφυρούλας και με τον παράμεσο του δεξιού και παράλληλη κίνηση όλου του χεριού
από τον καρπό και κάτω και με μία ώθηση προς τα έξω και άλλη μία αμέσως προς τα μέσα έσπρωξε δυνατά χτυπώντας με τον παράμεσο του δεξιού χεριού της το βοτσαλάκι να περάσει το άνοιγμα της γέφυρας. Έκαμε το ίδιο με τα υπόλοιπα ,,πεντόβολα,, πολλές φορές και κάποτε ένιωσε ν´ανθίζει ένα χαμόγελο στα χείλη της. Το έκανε συχνά αυτό κι άλλα παιχνίδια όταν ένιωθε πως βάραινε το χαμόγελό της.
Παράτησε τα πεντόβολα στην τύχη τους ανοικοκύρευτα και διασκορπισμένα , κάτι που ποτέ δεν έκανε με το σπίτι και το χώρο της που τα ήθελε πάντοτε νοικοκυρεμένα και τακτικά.
Σηκώθηκε με χαρούμενη διάθεση αφήνοντας τη βαριεστημάρα γυμνή στη μέση του πουθενά και με αναθεωρημένες τις θολές ,άσχημες σκέψεις του πριν έφτασε στην Ετιά όπου την περίμεναν οι κατσίκες της ,αφού είχαν σβήσει τη δίψα τους στο ,,χλιο,, τρεχούμενο νερό της πηγής.Έτσι γίνεται οι βρύσες το χειμώνα δίνουν ζεστό νερό και το καλοκαίρι δροσερό. Η Ετιά την καρτέρεσε μ´ανοιχτές αγκάλες και της ψιθύρισε με χνώτο ζεστό καθώς έσκυψε το λαφίσιο κεφάλι της κι ακούμπησε το ροδοκόκκινο εφηβικό προσωπάκι της βυθίζοντας τα πυρωμένα παχειά χείλια της στη διάφανη ροή της τόσο όσο χρειαζόταν να ξεδιψάσει τη δίψα της από την πολλή περίσκεψη και το πιλαλητό του νεανικού της όνειρου που απλωνόταν λεύτερα όσο που άγγιζε τον ορίζοντα, που στη ψυχή της τον ήθελε τόσο κοντά της όσο εκείνη χρειαζόταν για να τον αγγίξει.
Κι όσο οι κατσίκες της φρούμαζαν καθαρίζοντας τα ρουθούνια τους η Ζωγούλα με το αναζωογονητικό νεράκι μέσα της , αλαφρωμένη τώρα από τις σκέψεις και χορτασμένη ζωή πήρε δρόμο μαζί με τα ζωντανά της και τράβηξαν για τα ,,Κουβέλια,, ,όπου είχε καλή βοσκή .
Μια λυγιόκλαρα της χάιδεψε το πόδι γαργαλώντας την με τους μαραγκιασμένους της σπόρους προσφέροντάς της τη θεραπευτική της παυσίπονη δράση θέλοντας φιλεύσπλαχνα να μαζέψει τη σκέψη της που ήτανε άναρχα απλωμένη ολοτρόγυρα και δεν έλεγε να καλουπωθεί με τίποτα.
Η Ζωγούλα παραμέρισε προσεχτικά το βάτο που αγκάλιαζε τη λυγαριά ,έχωσε βαθιά το χέρι της και με μαεστρία έκοψε στριφογυρίζοντάς την προκλητικά την παρενοχλητική λυγιόκλαρα , τη μάδησε ασύστολα και τα μισοξεραμένα φύλλα της σκόρπισαν στη γη μαζί με τους σταφιδιασμένους σπόρους της.Ένα ωραίο άρωμα άγγιξε τα ρουθούνια της.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί την απογύμνωσε από το φλοιό της
,που τον έκανε πλεξούδα και τον πέρασε βραχιόλι στο χέρι της κι αφού μύρισε το άρωμά της από την μια άκρη της την πιο παχειά ως την άλλη την αδύναμη καταληκτική ,την ανέμιζε στον αέρα , σφυρίζοντας συνάμα με το νου της μελωδίες καταχωνιασμένες καθώς η περίσκεψη είχε εξαφανιστεί και το ατλαζένιο τ´ουρανού που τη σκέπαζε κι ο αγέρας που την άγγιζε της χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελο.
Σαν κατσικάκι χοροπηδούσε κάνοντας κύκλους χορευτικούς στον αμμουδερό κοκκινόδρομο με καβαλιέρο και υψηλό καλεσμένο της τη λυγιόκλαρα ,που η ευλυγισία της την παρέσερνε σε ανέμελα στριφογυρίσματα κάνοντάς τηνε να θεριεύει κρυμμένους πόθους μέσα της και ν´αγγίζει πρίγκιπες με το μαγικό της ραβδάκι.
Πέρασε το αμμουδερό μονοπάτι που η ανηφόρα του έβγαζε στην εκκλησούλα των Εισοδείων της Θεοτόκου, έκαμε το σταυρό της ως συνήθως κι άφησε το βλέμμα της ν´απλώσει γύρω.
Οι γεωμετρημένες επιφάνειες των χωραφιών που καθορίζονταν από διαβαθμισμένες γήινες αγκαλιές, μια αληθινή τεράστια σκακιέρα με πιόνια της τα λιόδεντρα, τους ασφένταμους, τις λυγιές, τις αγραπηδιές, τ´ασφάλαχτα και τις ασφάκες που σχημάτιζαν δασύλια κατά τόπους, υποκλίθηκαν μπροστά στο χρωστήρα των ματιών της καθώς το βλέμμα της απειλούσε λεπτομερή καταγραφή τους κι αποθήκευση στο παχύ στρώμα της άθικτης μνήμης της.
Οι πεζούλες , πλατύσκαλα παραδομένα στην ερήμωση , πέρα από κανά δυο κήπους εκεί κοντά που φιγουράριζαν ζηλιάρικα την πραμάτεια τους με χαραγμένες σε ευθείες παράλληλες δυο ντάνες λάχανα, δυο άλλες κουνουπίδια, ένα τηγάνι παντζάρια, άλλο ένα σέσκουλα κι άλλο ένα σπαρτά πικροράδικα.
Πουρνάρια, σκιντόθαμνοι, αγριελιές, αφάνες για σαρωματιές, βατιώνες , λυγαριές και χορτάρια φυτρωμένα ανάμεσά τους, όπου τα ξέφωτα επέτρεπαν την είσοδο σε ήλιο και φως. Τα κοτσύφια φτερακίζανε ανέμελα και παραξενεμένα, γιατί μόλις χτες ,,χάλαγε ο Θεός τον κόσμο,, και δε μπορούσε να ξεμυτίσει ούτε άνθρωπος ούτε ζωντανό.Τα κατάμαυρα ράσα τους και τα χαρούμενα τσιουρίσματά τους έστελναν δοξολογία στον αιθέρα ευχαριστώντας που το σημερινό φαγάκι τους, τον επιούσιό τους θα τον έτρωγαν εύκολα και οι αναζητήσεις τους θα ήταν σίγουρα χωρίς επιβάρυνση και το σπουδαιότερο χωρίς να υποχρεωθούν σε άτακτη υποχώρηση εξ´αιτίας της κακοκαιρίας. Τσίχλες και κοτσύφια, φάσες και κοκκινολαίμια, αγριοπερίστερα και κοκκινονούρες έσκιζαν χαρούμενα τον αέρα μπροστά στα μάτια της Ζωγούλας που τα ζωγράφιζε με της ψυχής της το χρωστήρα καθώς διαβαίνανε πάνω από το κεφάλι της διαλέγοντας τους σπόρους της επιλογής τους.
Το χωράφι ήταν γεμάτο από ξένες τεράστιες πολλών ετών ελιές και μάλιστα δύο από αυτές τις είχε αγοράσει ο πατέρας της. Χτες μόλις τέλειωσαν το μάζεμά τους. Εκείνα τα χρόνια οι αγοραπωλησίες τέτοιου είδους επιτρέπονταν και ήταν και ένας τρόπος εκτός από αναγκαίο κακό να διατηρούνται συσυσφιγμένες οι σχέσεις των ανθρώπων. Και η αλληλεγγύη ειδικά τέτοιες μέρες που πλησίαζαν Χριστούγεννα ήσαν μέσα στο πρόγραμμα.
Η Ζωγούλα ,αφού ζημιές τριγύρω δεν υπήρχαν, άφησε ελεύθερα τα ,,μαρτίνια,, με τα σκοινιά τους να σέρνονται κι εκείνα σκαρφαλώνανε στους πουρναρόθαμνους, στα ,,σκίντα,, , στις χειμωνιάτικες αγράμπελες και σ´ό,τι άλλο βρίσκανε ωφέλιμο για ´κείνα . Όταν τα κούραζε το σκαρφάλωμα και τέλειωνε η όρεξη για το συγκεκριμμένο φαγητό , κατέβαζαν τα μπροστινά τους πόδια, έπαιρναν μια ανάσα εποπτεύοντας γύρω και έσκυβαν στα χαμηλά ψαχουλεύοντας καμμιά λιχουδιά της αρεσκείας τους από τις πολλές που απολάμβαναν πιο πολύ οι προβατίνες. Μετά χώνονταν πιο βαθιά στο δασάκι και άλλαζαν μενού και ξεσκίζονταν στο ψάξιμο κι αναγάλιαζαν με τα καινούργια τους ευρήματα και ήσαν τρισευτυχισμένα και αυτό το καταλάβαινες όταν όπου και να βρίσκονταν έρχονταν στην ώρα τους γύρω από τη Ζωγούλα ,,τιλωμένα,, κι έτοιμα για αναχώρηση.
Η Ζωγούλα όσο τα ,,μαρτίνια,, της ήσαν αφοσιωμένα στην τροφή τους είχε το περιθώριο να κάμει ό,τι γούσταρε, όμως εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να παίζει με κλωνάρια λυγαριάς που ξεφλούδιζε για να ρουφάει το άρωμά τους και να αφήνει το βλέμμα της απλανές σ´ενός όνειρου ταξίδι αδιάψευστης προνοητικότητας και απερίγραπτης ευαισθησίας. Πολλές φορές μία τη βδομάδα τουλάχιστον έπαιρνε μαζί το καλάθι και το μαχαιράκι της και έβγαζε ολόδροσα παχουλά,γουλόζικα λαχανικά πότε για βραστά πότε για τσιγαριστά κι αυτά τα τελευταία τα έκανε μάλιστα και πίτα με φύλλο που την είχε μάθει η Πηνελόπη η μάνα της ν´ανοίγει μοναχή της. Ζωχοί, ραδίκια, στριφούλια, λάπαθα, χοιροβότανα, παπαδίτσες, χελιδόνια ,σκολιάμπρια, καυκαλήθρες, πρασσουλήθρες και πικραλήθρες παρέλαυναν με αυστηρού τελετάρχη πρόσταγμα στην κανίστρα της. Τα πέρναγε και από το καθαρτήριον ύδωρ της Ετιάς και πεντακάθαρα τα πήγαινε στο σπίτι και η κουζίνα όπως και τα στομάχια τους έχαιραν χαράς μεγάλης.
Συχνά-πυκνά μέτραγε τους περαστικούς και τους καβαλάρηδες στον από πάνω δρόμο που οδηγούσε από το χωριό στον κάμπο και τα γύρω χωράφια.. Έπιανε την καρδιά της να φτερακίζει μερικές φορές σαν ,,τσάκωνε,, το μάτι της κανένα όμορφο και ζωηρούλη καβαλάρη ή κανά σχηματισμένο σε άντρα αγόρι, αλλά δεν ήξερε γιατί νιώθει έτσι. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος της βαρυθυμίας της σαν δεν είχε τον τρόπο να ρωτήσει για να μάθει πράματα.
Εκείνο που είχε άλυτη απορία ήταν όταν έβλεπε τα ζωντανά της να συνουσιάζονται αδιάντροπα μπροστά της και όταν τα μάτια της ρωτούσαν κανείς δεν της απαντούσε αληθινά.
Η Ζωγούλα ήταν μια κοπελούδα πανέξυπνη και αθώα με ξέπλεκα μακριά μαλλιά και καταγάλανα μάτια τεράστια σαν ήλιους.
Στο πέρασμά της ασκούσε γοητεία και με το λαφίσιο περπάτημά της και την κυπαρισσένια της κορμοστασιά νόμιζες, σαν την κοίταζες ,πως όχι στο βοσκοτόπι ,αλλά στην πασαρέλα θα πήγαινε με τόση χάρη. Μα αν την καλημέριζες τα γραμμένα της χείλια θα έμεναν ακίνητα και βουβά και καλημέρα από ´κείνα δε θά ´παιρνες, παρά μονάχα θα στην έλεγε με τα όμορφα μάτια της ή κουνώντας εμπρός το πανώριο κεφάλι της. Ήταν μουγκή από γεννησιμιού της ! Δε θυμούνται πια , τρόπος του λέγειν, ούτε αν έβγαλε στη γέννησή της εκείνη την κραυγή της ζωή ! Για να ζει όμως θα την έβγαλε ! Με τον καημό της ζει η μάνα της κι όλοι στην οικογένεια . Αυτό το θεΐκό πλάσμα μουγγό; Μουγγό αλλά αξιόλογο, τετραπέρατο κι αστραφτοκαλιστό. Όλοι στο χωριό το είχανε κρυφό καμάρι για την ομορφιά της και καημό για τη βουβαμάρα της μα το είχανε συνηθίσει τόσα χρόνια και μόνο όσοι τη γνώριζαν για πρώτη φορά ,,πιάνανε το Θεό με τα χέρια τους ,, για την αδικιά. Και πόσα τάματα δεν έκαμε η μάνα της στο Θεό και τους Αγίους , πόσα παρακάλια στην Παρθένα, πόσα πήγαιν´έλα στις εκκλησιές και στα μοναστήρια..... Η λυγερή περιφρονεί τα τάματα και με την αγνότητα της ψυχής της διόλου δε δείχνει ν´ανησυχεί για όσα η μάνα της πονάει.
Στη Ζωγούλα τίποτα δε λείπει, όλα τα καταλαβαίνει κι έχει συνηθίσει τη μουγκαμάρα, αυτή νομίζει πως έτσι πρέπει νά ´ναι κι αφού δεν έχει μιλήσει ποτέ της, άρα δεν ξέρει πώς είναι να μιλάς, δεν την νοιάζει κιόλας. Δεν έχει κάνει συμβιβασμό ,απλά νομίζει πώς αυτή είναι διαφορετική από τους άλλους και οι άλλοι διαφορετικοί από ´κείνη. Δεν της λείπει το μίλημα.Κι αφού μιλάει με ούλα τ´άλλα στο σώμα της το πρόβλημα το έχουν οι άλλοι κι όχι εκείνη. Στις συντροφιές τη σέβονται και οι φίλοι της έχουν συνηθίσει τη γλώσσα του σώματός της και συνεννοούνται μια χαρά.
Τίποτα δεν προδίδει πως έρχονται Χριστούγεννα στη Μοφκίτσα . Οι άνθρωποι συνεχίζουν τις δουλειές τους σα να μη συμβαίνει τίποτα. Άλλοι στις στάνες τους βολοδέρνοντας στα λασπόνερα και στο κρύο ξεπροβοδίζοντας τα ζωντανά τους στη βροχή κι έχοντας την έγνοια τους να τα ξαναμαζέψουν νωρίς στα γαλάρια κι άλλοι σε άλλες δουλειές τους, όπως ο πατέρας της Ζωγούλας στις ελιές τους.
Αλίμονο σε ´κείνον που παραώρισε ,θα χαθεί ,,σούπητος,,. Τό ´χε πάθει μια φορά ένας ανορμήνευτος πρωτάρης βοσκός και το ταχύ τον βρήκανε ξεπαγιασμένο από το κρύο μαζί με τα πρόβατά του.
Ο αέρας λυσσομανά, η βροχή βομβαρδίζει με καταράχτες τα κεφάλια των απρονόητων ή εκείνων που τους πέτυχε στην επιστροφή από τα χωράφια. Οι λύκοι γρυλίζουν πεινασμένοι από μακριά και τα σκυλιά σ´επιφυλακή αλυχτούν καυχησιάρικ προδίδοντας την προστατευτική παρουσία τους στο κοπάδι ή αντίστοιχα στο σπίτι και δηλώνοντας καταφατικά ολοκληρωτική αφοσίωση στο επιβεβλημένο έργο τους .
Τα σπίτια στην καθημερινή τους νωχελική καρτερικότητα με την αξίωση να τα φροντίσουν οι νοικοκυρές . Πού έγνοια για σπίτι όταν οι έξω δουλειές σε τραβούν από τα μαλλιά και η κούραση είναι τόσο μεγάλη που και το κρεβάτι τους ακόμα βαριά δέχεται τα κουρασμένα κορμιά τους ! Ευτυχώς στο σπίτι του Σπήλιου και της Πηνελόπης υπάρχει πίσω μια χρυσή νοικοκυρά, η Ζωγούλα. Κάθε μέρα είναι αστραφτερό και νοικοκυρεμένο.
Αδιατάραχτη η ρυθμική φυσική ηρεμία της καθημερινότητας κι ας δέρνεται ο νους των ανθρώπων στη βιάση να προκάμουν τις δουλειές πνιγμένοι συχνά στη ματαιότητα των παραπανίσιων της επιβίωσης σχεδιασμών .
Ας γυρίσουμε πίσω στη Ζωγούλα. Η λαφίνα μας χοροπήδησε μαζί με τα κατσικαδερά της που είχαν κάνει ,,τήλα,, τις κοιλιές τους και μαζεύτηκαν γύρω της. Κι εκεί που ήταν έτοιμη να δώσει το σύνθημα της επιστροφής μια κακή διαπίστωση της ,,έκοψε τη χολή,, . Η ομορφότερη μαρτίνα της η Ασπρούλα σερνόταν βαριεστημένα κι αγκομαχώντας πάσκιζε ν´ακολουθήσει τις υπόλοιπες.
Βάρυναν το χαμόγελό της και η ανεμελιά της ξαφνικά της Ζωγούλας και την έσπρωξαν στα δύσκολα μονοπάτια της ανησυχίας και του φόβου. Χωρίς χασομέρι την πήρε στην αγκαλιά της, τη χάιδεψε, την ανασκέλωσε κι άρχισε να την ψαχουλεύει μήπως είχε μπει κανένα αγκάθι στα πλευρά της ή στην κοιλιά της ή μήπως κανά χαλικάκι είχε σφηνώσει ανάμεσα στις ονυχοπλές της. Τίποτα όμως απ´αυτά. Μέχρι που σκέφτηκε μήπως την δάγκωσε κάποιο φίδι μα αυτομάτως απέρριψε την εκδοχή γιατί τέτοια καιρό τα φίδια έχουν πέσει σε χειμερία νάρκη. Πρόσεξε όμως πως η κοιλιά της δεν ήταν τιλωμένη όπως των άλλων κατσικιών, αλλά μισογεμάτη και το ζωντανό πολύ κακόκεφο και γρήγορα σωριάστηκε μπροστά της ανίκανη ν´ακολουθήσει. Αυτό την προβλημάτισε .
Ήθελε να φωνάξει , ήταν η μοναδική ,η πρώτη φορά που ήθελε να φωνάξει και δε μπορούσε !
Ήθελε να γυρέψει βοήθεια. Η Ασπρούλα της κινδύνευε . Μα τα χείλια της ήτανε σφραγισμένα τόσο πολύ ,πιότερο από πριν, γιατί τώρα πάνω στο βάσανο που είχε της αφωνίας, ήρθε και θρονιάστηκε και το σφίξιμο από την έγνοια και την αγωνία. Η Ασπρούλα άρχισε να βαριανασαίνει.
Η Ζωγούλα την πήρε βιαστικά στην αγκαλιά της ! Ούτε βλέμμα δεν έριξε πίσω της να δει τι κάνουν τ´άλλα ζωντανά, ούτε καν παράγγελμα να γυρίσουν μόνα τους δεν τους έδωσε, το άφηκε αδιάφορα στη μοίρα τους. Προτεραιότητα τώρα είχε η Ασπρούλα .Δεν ήθελε με τίποτα να της συμβεί κακό. Με την αγωνία κορυφωμένη και με τα πόδια της κομμένα φτάνει στην Ετιά βουτάει τη μουτσούνα της να πιεί λίγο νερό μα δύναμη δεν είχε να το κάμει ούτε αυτό . Ρούφηξε δυο γουλιές η ίδια που το στόμα της είχε στεγνώσει από την αγωνία και τα χείλη της είχαν ξεραθεί και ανηφόρισε .
Η ζυγαριά της αγκάλης της τρεμόπαιζε στους άτακτους ρυθμούς της καρδούλας της Ασπρούλας και το ζωντανό ριγούσε κι έβγαζε αφρούς από το στόμα. Τώρα μελάνισε κιόλας και στην ανημπόρια της να βελάξει υγράνθηκαν τα πονεμένα ματάκια της και δυο δάκρυα έσταξαν πάνω στα χέρια της Ζωγούλας. Η Ζωγούλα τα χάνει, λιώνει από πόνο, το είναι της συνταράζεται , τα λογικά της δεν είναι πια στη θέση τους. Έχει διαλυθεί . Κλαίει μαζί με την Ασπρούλα καθώς τρέχει σχεδόν αγκομαχώντας να φτάσει στο χωριό.
Τάχυνε αποφασιστικά το βήμα της κόντρα στις επιταγές του ψυχισμού της που την ήθελε καθηλωμένη. Αγκομαχούσε ανηφορίζοντας. Το σώμα της ανυπάκουο στις προσταγές της ανάγκης , εκεί στα μισά του δρόμου την υποχρέωσε ν´ακουμπήσει στο κοτρώνι που ήταν μπροστά της και που μαζί με άλλα έκαναν την κορνίζα της περιμάντρωσης στις Τρεις Ελιές , σήμα κατατεθέν και σημείο αναφοράς.
Ο υπερβολικά γρήγορος χτύπος της καρδούλας της Ασπρούλας την κιότεψε περισσότερο και κείνη για να μαζέψει δρόμο δε μπορούσε. Και πώς να το έκανε αυτό αφού μονοπάτια συντομίας δεν υπήρχαν κατά ´κεί; Αρκέστηκε ν´ανασάνει βαθιά και ν´αφήσει τον κρύο αέρα να την αναζωογονήσει . Ένιωθε έτοιμη να λιποθυμήσει και παρά τρίχα θρονιάστηκε παραλυμένη κατά γης μαζί με την Ασπρούλα που την κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της όπως η μάνα το παιδί . Ένιωθε τα πόδια της καρφωμένα στο χώμα . Τα ένιωθε να σπρώχνουν το χώμα και σαν καρφιά να τραβάνε βαθιά ίσαμε τα έγκατα της γης κι ένιωσε ξαφνικά τα γόνατά της να λυγίζουν και να ξεκόβουν ανύποπτα από τη συγκροτημένη σκέψη. Ο φόβος της έκοβε το βήμα και η ανάγκη την έσπρωχνε να το ταχύνει. Ανάλαβε δράση η ψυχή και η ανάγκη και το ίδιο εύκολα ξαφνικά ξεκόλλησαν τα πόδια της ,αλάφρωσε το κορμί της και με τα φτερά που της φόρεσε η σκέψη της ούτε κατάλαβε πότε βρέθηκε στα σκαλοπάτια του γέρο- Σπύρου του γείτονα, τσοπάνη και γιατρού των ζωντανών. Για καλή της τύχη σήμερα ο γέρο-Σπύρος δεν επήγε στη στάνη του στα βουνά. Καρτέραγε το γιο του από την ,,Αστραλία,, κι έστειλε τον παραγιό του να φυλάξει τα γίδια στο βουνό.
Με την Ασπρούλα ν´ασκοφέρνει στην αγκαλιά της η Ζωγούλα , κοπάνησε δυνατά το ,,ζεμπερέκι,, της πόρτας και φάνηκε η Σπύραινα με την ποδιά της ανασκουμπωμένη να σφουγίζει τα χείλια της ,γιατί κάτι λιχούδικο προφανώς είχε δοκιμάσει ,αφού δεν ήτανε ακόμα ώρα φαγητού.
Η Ζωγούλα της δείχνει το ζωντανό και πασκίζει μ´όποια κί ήση του κεφαλιού, του χεριού , του σώματός διαθέτει να την κάμει να καταλάβει πως χρειάζεται το γέρο-Σπύρο. Αυτός σίγουρα ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Η Σπύραινα που ήτανε και λιγουλάκι κουφή και που δεν είχε ιδιαίτερη ευαισθησία με τα ζωντανά , παρ´ότι έμοιαζε να κατάλαβε τι της γύρευε η Ζωγούλα , έπαιζε με τον πόνο του κοριτσιού και του ζωντανού κάνοντας περιττές ερωτήσεις .
Η Ζωγούλα δυσανασχετούσε και ´κεί που ήταν έτοιμη να πισωγυρίσει και να πάει να γυρέψει αλλού βοήθεια...
-Στο μαγαζί είναι , της λέει, τράβα να τον εύρεις !
Δεν πρόλαβε να κατεβεί τη σκάλα το θηλυκό και νά´ σου μπροστά της ολόκληρος ο γέρο Σπύρος με τη μειλίχια μορφή του και τη μπαστούνα του που δεν την αποχωριζόταν ποτέ ,που στο αντίκρυσμα της εικόνας που είχε μπροστά του σούφρωσε τα ολιγότριχα φρύδια του, μα δε χρειάστηκε να ρωτήσει ,γιατί με το που είδε κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε.
Άφηκε τη Ζωγούλα να πολεμάει να του ´ξηγήσει τι ήθελε και ´κείνος άφηκε παράμερα τη μαγκούρα, ξάπλωσε την Ασπρούλα κατάχαμα λευτερώνοντας την αγκαλιά της Ζωγούλας κι άρχισε να την ψάχνει όπως κάνουν οι κανονικοί γιατροί άμα τους πηγαίνεις άρρωστο. Τώρα η Ασπρούλα είχε επιδεινωθεί. Είχε παραλύσει εντελώς και το πανώριο κεφαλάκι της κείμενο κατάχαμα πόναγε πολύ τη Ζωγούλα.
Ο γέρο Σπύρος ,παλιά καραβάνα σε τέτοια , αφού όλη του τη ζωή την είχε στα ζωντανά αφιερωμένη, πήγε κατ ´ ευθείαν στο κατώι και ξεκρέμασε από τη ρέχτη ένα βοτάνι. Φώναξε τη Σπύραινα να βάλει απάνω στη φωτιά το μπρίκι με νερό να βράσει για να μη χάνουν χρόνο και ´κείνος κοπάνησε βιαστικά το βοτάνι και ανέβηκε χοροπηδητά τη σκάλα , σαν παλληκαράκι είκοσι χρονών κι έφτιαξε μοναχός του το γιατρικό. Το μετάγγισε πολλές φορές σε διαφορετικά καθαρά τσουκάλια για να κρυώσει γρήγορα, και το ´δωκε βιαστικά και με προσοχή στο ετοιμοθάνατο κατσίκι. Άνοιξε με τα δάχτυλά του τα σαγόνια του, γιατί το ίδιο από μόνο του δε γινόταν να το καταφέρει κι έστειλε το γιατρικό κατ´ευθείαν στο στομάχι του. Ύστερα πήρε ένα σάϊσμα , το έστρωσε χάμω, ακούμπησε απάνω στο μισό την Ασπρούλα και με το άλλο μισό τη σκέπασε για να κρατήσει το σώμα της ζεστό .
Τότε γύρισε, κοίταξε τη Ζωγούλα που παιδευότανε να μιλήσει κι ,,έκοβε τον άλυσο,,........
-Άκου, τσιούπραμ´ ,κάτι έφαγε και δηλητηριάστηκε ! Άργησε να πάρει το γιατρικό ! Κάμε το σταυρό σου ! Θα καρτερεσουμε και θα ιδούμε!
Κι ανέβηκε στο σπίτι του .
-Τράβα και συ στο σπίτι ,παιδάκι μου, πέστο και στους δικούς σου, της είπε καθώς ανέβαινε τη σκάλα.
- Όχι, ήθελε να του ειπεί, να του το φωνάξει, όχι εγώ θα μείνω κοντά στην Ασπρούλα , μα στην απέλπιδα προσπάθειά της να το ειπεί δεν τα κατάφερε και κούνησε απλά το κεφάλι της προς τα πίσω και σήκωσε τα χέρια της κάνοντας σινιάλο στη δική της γλώσσα , πράγμα όμως που δεν είδε ο γέρο Σπύρος γιατί ήδη είχε μπει στο σπίτι του.
-Κρίμα, είπε στη Σπύραινα, δε βλέπω να σώνεται το ζωντανό !
Πρέπει νά ´φαγε χοιροκούκι!
Ο Σπύρος έφαγε και ξάπλωσε, η Σπύραινα το ίδιο και το κορίτσι παράστεκε την ετοιμοθάνατη Ασπρούλα , ασπρισμένη εκείνη περισσότερο από το φόβο της.
Ανασήκωνε που και που το σάϊσμα για να βλέπει τι γίνεται από κάτω και καθώς έβλεπε τα ματάκια της Ασπρούλας της να θολώνουν και τα ποδαράκια της αδύναμα απλωμένα πάνω στο σάϊσμα και το κεφαλάκι της ξαπλωμένο χωρίς πνοή ζωής, καθόταν δίπλα της, τη χάιδευε για να νιώθει ότι δεν είναι μοναχή της και ότι αυτή στέκει δίπλα της και παρακαλάει με την ψυχή της να σηκωθεί. Έχει καιρό να τη μαλώσει άμα γίνει καλά που δεν πρόσεξε τον εαυτό της κι έφαγε από ´κείνα τα φυτά που δεν έπρεπε.
-Γιατί τώρα να τραβάω εγώ τούτο το ζόρι , σκέφτηκε με παράπονο η Ζωγούλα. Όχι, δεν την πείραξε που βασανιζόταν κι αυτή , απλά κουράστηκε με τόσες ώρες αγωνίας κι από απελπισία είπε ,ό,τι είπε !
Όχι , Θεούλη μου, όχι σκέφτηκε το κορίτσι, εγώ είμαι μια χαρά, αρκεί ν´αναστηθεί η Ασπρούλα μου !
Και καθώς το κορίτσι καθόταν σκεπτόμενο με το βλέμμα στο κενό μετά τέσσερις ώρες αναμονής είδε κάτι ν´αναδεύεται μέσα στο σάϊσμα. Έτρεξε ,χωρίς να το διαπιστώσει κιόλας ,κοπάνησε δυνατά την πόρτα με τα δυο της χέρια κι όταν της άνοιξε η Σπύραινα την παραμέρισε σχεδόν βίαια ξέροντας ότι θα τη χασομερίσει με τις ερωτήσεις της και όρμησε μέσα ψάχνοντας απελπισμένα τα δωμάτια να βρει το Σπύρο.
-Θεέ και Κύριε, είπε η Σπύραινα κι έκαμε το σταυρό της !
Ο Σπύρος ότι είχε σηκωθεί από το μεσημεριανό του υπνάκο και ντυνόταν. Μισόγυμνο τον πήρε τραβώντας τον, σούρνοντάς τον καλύτερα από το χέρι και τον οδήγησε στην Ασπρούλα .Εκείνος ανασήκωσε το σάϊσμα και είδε ότι η κατσίκα άρχισε πράγματι να ζωντανεύει. Τη χάιδεψε σα να ήταν μικρό παιδί τρυφερά , είπε δόξα σοι ο Θεός κι έτρεξε να φέρει το γιατρικό. Έδωκε στην κατσίκα μια ακόμα γερή δόση , τη συμβούλεψε να κάτσει φρόνιμα και τη σκέπασε με το ρούχο. Το ζωντανό αδιαμαρτύρητα παρέμεινε κουκουλωμένο καρτερώντας τη γιατρειά του.
Η Ζωγούλα μούγκριζε ασταμάτητα και σκούπιζε με την ανάστροφη του χεριού της τα μάτια της που δε σταμάτησαν λεπτό από την ώρα εκείνη.
-,,Σάματι,, εβόηθηκε ο Θεός ,της είπε !
Παρακάλα κι άλλο ,κορίτσι μου !
Και πήγε να πιεί τον καφέ του.
Η Ζωγούλα δεν είχε βάλει ούτε νερό στο στόμα της που το ένιιωθε ξερό από τη δίψα και πικρό από τη στεναχώρια.
Η Σπύραινα που επί τέλους ένιωσε τη σοβαρότητα της κατάστασης, την ανάγκασε να πιεί με το στανιό μερικές γουλιές για να μην πάθει τίποτα κι εκείνη , για όνομα του Θεού, έτσι είπε. Έφερε δυο σκαμνάκια κι ένα για τη Ζωγούλα που ως εκείνη την ώρα καθόταν πότε όρθια, πότε σε μια χαμηλή μαντρούλα που χώριζε την αυλή από τον κήπο.
Κάθισαν και οι τρεις δίπλα στην Ασπρούλα αγωνιώντας για την εξέλιξη.
Πιάσανε κουβέντα το ζευγάρι με τη Ζωγούλα για να της πάρουνε τη σκέψη και τη ρωτάγανε διάφορα ,χωρίς φυσικά να περιμένουνε να πάρουνε απάντηση κουβεντιαστή. Εκείνη όμως προτιμούσε να μιλάνε για την Ασπρούλα ,έτσι τουλάχιστον καταλάβαιναν οι δυο ηλικιωμένοι και δεν κατάλαβαν λάθος. Μόλις γύρισαν την κουβέντα στην Ασπρούλα άστραψε η ματιά της και το μουγκρητό της γινόταν ολοένα πιο μακρόσυρτο κι ήτανε φανερό πως ήθελε πολύ ,το ένιωθε έντονα αυτό,πως ήθελε να μιλήσει μόνο και μόνο για να πει πράματα για την Ασπρούλα της.
Απογιομάτιασε. Ο Σπύρος σέλωσε τ´άλογό του , η Σπύραινα σαμάρωσε το γάιδαρο , έστρωσε τις καλές της αντρομήδες στα σαμάρια και ξεπροβόδισε με το καλό τον άντρα της .Ήταν ιερή η στιγμή για την Ασημούλα, αυτό ήτανε τ´όνομα της Σπύραινας. Σε λίγο θα ήταν κοντά τους ο γιος τους. Δέκα χρόνους έχουνε να τον ιδούν και μοιάζει σα να έφυγε χτες. Τόσο γρήγορα περνάει ο καιρός.
Το λεωφορείο από Αθήνα θα έκανε στάση στο Στροβίτσι στις 4 το απόγιομα και ήτανε τρεις και κάτι είπε ο Σπύρος σύμφωνα με τους δικούς του υπολογισμούς και θα κουβαλούσε πολύτιμο θησαυρό το γιο τους. Η ώρα δεν περνούσε για την Ασημούλα. Ο Σπύρος έδεσε το σκοινί του καπιστριού του γάιδαρου στο πίσω κολιτσάκι, καβαλίκεψε το Ντορή του και ξεκίνησε για την παραλαβή του πιο πολύτιμου φορτίου .
Τα αναδέματα μέσα από το σάϊσμα όσο πήγαιναν κι αυγάταιναν και τ´ανασηκώματα του ρούχου από τη Ζωγούλα γίνουνταν συχνότερα και θαρρετότερα. Είδε τα ματάκια της να ξεθολώνουν , το σώμα της να γίνεται σφιχτό , μα ο φόβος την έκανε να είναι ακόμα προσεκτική.
Ο γέρο -Σπύρος με την αγκαλιά και την ψυχή γιομάτες δεν άργησε να ξεμυτίσει κουβαλώντας το λατρεμένο του γιο.
Ο Θανάσης , έτσι λέγανε το νεοφερμένο, ήπιος άνθρωπος σαν τον πατέρα του, φιλότιμος και σπλαχνικός ,με τις πρώτες άσπρες τρίχες να γκριζάρουν το όμορφο κεφάλι του, κατέβηκε μ´ένα πήδο όπως κάποτε στα νιάτα του, προτού φύγει από την Ελλάδα για Αυστραλία και στο αντίκρυσμα της Ζωγούλας
-Γεια σου, της είπε. Ποια είσαι συ; Τίνος είσαι;
Μα σα δεν πήρε απόκριση, κοίταξε τον πατέρα του κι εκείνος του εξήγησε. Η Ζωγούλα βέβαια μίλησε με τη δική της γλώσσα ,γιατί άλλαλη ήτανε κι όχι χαζή ,μα σαν ο Θανάσης δε μπορούσε να καταλάβει ακριβώς παραιτήθηκε κι αυτή και αρκέστηκαν όλοι στις εξηγήσεις του Σπύρου. Δεν πρόλαβε να δευτερώσει η κουβέντα και η Σπύραινα που άκουσε χαβαλέ βγήκε κι όρμησε στην αγκαλιά του.
-Γιόκα μου, του είπε, παληκάρι μου, ψυχή μου, σταυραϊτέ μου! Καλώς όρισες ! Και δε σταματούσε τα χάδια και τα φιλιά και τα ρωτήματα.
-Άιντε, ανεβείτε απάνου, είπε ο Σπύρος . Θα κουβαλήσω εγώ τα πράματα !
Η φαμϊλια τρισευτυχισμένη είχε επιδοθεί στην αλληλοαπόλαυση, στις ιστορίες που τους έλεγε ο Θανάσης και στις φωτογραφίες που τους έδειχνε .
- Κοίτα η Ασημούλα μου, μούκι -μούκι, μάκια -μούκια και δος του φιλιά στις φωτογραφίες της εγγονής της.
Θα είμαι τη εγώ σα θα ξανάρθεις ,γιόκα μου; Γιατί δεν έφερνες και τη φαμίλια σου να σας ιδούμε ούλους μαζεμένους;
Κι αφού ο Θανάσης της εξήγησε ότι αυτό δεν ήτανε και τόσο εύκολο κι ότι με καλό θα έρχονταν σε δυο-τρία χρόνια ίσως και για μόνιμα καταλάγιασε η Ασημούλα.
Ο Θανάσης ταλαιπωρημένος από το ταξίδι γύρεψε να ξεκουραστεί κομμάτι και μετά σλαφρωμένος να χορτάσει τους γέρους του ,να τόνε χορτάσουνε και του λόγου τους.
Η μέρα τράβαγε στο τέλος της και το κορίτσι κατακουρασμένο από την αγωνία και το σταλίκι δεν είχε σκοπό να ξεκουραστεί ούτε να ξεκουνήσει από τη θέση της.
Η Σπύραινα της έφερε ένα φίλεμα από ´κείνα τα ξενικά τα ιδιότροπα που είχε φέρει ο γιος της και της είπε πως έπρεπε να φύγει πια, νύχτωσε,σε λίγο θα γύριζαν και οι δικοί της από το χωράφι.
Η Ζωγούλα ανασήκωσε το σάϊσμα πήρε τη μισοκοιμισμένη Ασπρούλα στην αγκαλιά της ,είπε με νεύμα ευχαριστώ και πισωπλάτισε να φύγει.
Ένα σπαρτάρισμα ένιωσε στην αγκαλιά της και η Ασπρούλα της ξυπνημένη για τα καλά και γερή , βέλαξε χαρούμενα ευχαριστώντας έτσι τους νοικοκυραίους για τη φιλοξενία , τη γιατρειά και τη συντροφιά τους . Σήκωσε το κεφαλάκι της ψάχνοντας το χνώτο της Ζωγούλας, εκείνη τη φίλησε στα χειλάκια της και η κατσίκα γλύστρισε από τη χαρούμενη αγκαλιά της κι έτρεξε προς το σπίτι τους.....
Και η Ζωγούλα τρέχοντας ξωπίσω της....
- Περίμενεεεε , της φώναξε πεντακάθαρα σα να μην είχε ποτέ της βουβαμάρα.....
Το σοκ που υπέστη η ψυχούλα και το σώμα της και η μεγάλη αγάπη για την Ασπρούλα της έφεραν τη φωνή της που ήταν γλυκειά σαν την ίδια...
Στο σπίτι το βράδυ τα χάσανε οι δικοί της σα γυρνώντας από το χωράφι τους καλωσόρισε μια γλυκειά τρυφερή κοριτσίστικη φωνή ,που τους διηγήθηκε με το νι και με το σίγμα τα καθέκαστα .
Εκεί που η αγάπη κάνει θαύματα ,εκεί όπου ο πόνος χρησιμεύει για καλό χαλάλι κι η ταλαιπώρια, χαλάλι ούλα είπε η μάνα της η Πηνελόπη και άνοιξε την αγκαλιά της που ήτανε μικρή για το μεγάλο θαύμα κι όρμησε μέσα της η Ζωγούλα κι από δίπλα ο πατέρας της ο Σπήλιος και τρία ζευγάρια χέρια αγκαλιάστηκαν σ´ένα αγκάλιασμα μοναδικό.
Αγκάλιασμα ευτυχίας ,χαράς και αγαλλίασης !
Η απλοϊκή Πηνελόπη το απέδωσε στο Θεό και στις μέρες που έρχονται κι ο κυρ-Σπήλιος το ίδιο . Η ίδια η Ζωγούλα ήξερε πως η Ασπρούλα της χάρισε τη φωνή της και δεν ήθελε αυτό να το αμφισβητεί κανείς. Μα αν το λένε και Θεό κι αν το λένε θαύμα τι διαφορά έχει, σκέφτηκε η Ζωγούλα .Μήπως στ´αλήθεια Εκείνον ολημερίς δεν παρακάλαγε να της χαρίσει την Ασπρούλα της; Της χάρισε και τη φωνή της;
-Δοξασμένη η χάρη σου ,είπε κάνοντας το σταυρό της !
Κάθε πρωί, κάθε βράδυ, κάθε μέρα η Ζωγούλα είχε να ιστορεί θαύματα κρυμμένα μέσα της 16 ολόκληρα χρόνια και τώρα που ήθελε να τα πει όλα , έρχονταν μπουλούκι και της μπούκωναν το στόμα κι από τη βιάση να τα πει η μιλιά της κοβόταν......
-Λίγα-λίγα και σιγά-σιγά ομορφούλα μου, της είπε η μάνα της. Εδώ είμαστε !
Τώρα που μιλάει κατάλαβε την αξία της ομιλίας και πόσο ήθελε να είναι στο Γυμνάσιο για να μάθει γράμματα . Γιατί στο Δημοτικό ο κυρ -Νίκος ο δάσκαλος την είχε από κοντά
και παρ´ότι στον καιρό της δεν υπήρχε μέθοδος εκμάθησης για άλαλους, η Ζωγούλα έπαιρνε ό,τι άκουγε γιατί δεν ήταν κωφάλαλη, άλαλη ήταν. Και ήταν πανέξυπνη .
Εκείνα τα Χριστούγεννα η Ζωγούλα και η οικογένειά της τα βίωσαν μ´ένα τρόπο αλλιώτικο ! Είχανε δυο χείλια κι ένα στόμα παραπάνω να λαλεί και να ψέλνει με τους αγγέλους ύμνους στο γεννημένο Χριστό και μια ζωή φορτωμένη αγάπη, τη ζωή της Ζωγούλας που μοιράστηκε αφειδόλευτα χαρίζοντας φως στα σκοτάδια και χαράζοντας πορείες αντάξιες του θαύματος που βίωσε !
Τα φετεινά Χριστούγεννα τα μοιράστηκε με τους ανθρώπους που βοήθησαν στη συντέλεση αυτού του θαύματος , το γέρο Σπύρο, την κυρά Σπύραινα, ποτέ δεν επέτρεψε να την αποκαλέσουν γριά, και το Θανάση το γιο τους.
Τα λαμπιόνια του καταστόλιστου δέντρου που στόλισε η ίδια ολομόναχη γαργάλισαν τα κρυμμένα της συναισθήματα, τα φωτάκια φώτισαν τα όνειρά της κι ένα ροζ που διαγράφτηκε στα μάγουλά της και τα πήραν οι άγγελοι που ήτανε διάσπαρτοι στη διακόσμηση του σπιτιού και τά ´στειλαν ικεσία στον ουρανό και οι καλές της νεράϊδες τα πήραν και τα εναπόθεσαν δώρο ψυχής, δώρο ζωής με ημερομηνίες εκτέλεσης δρομολογημένες που μόνο η διαίσθηση ενός πρώην άλαλου μπορεί να ερμηνεύσει !
Οι χιονένιοι βουτυροκουραμπιέδες , σήμα κατατεθέν των ημερών , που έφτιαξε η Πηνελόπη με πολύ μεράκι, έκαμαν τη σκόνη τους φίλτρο μαγικό και χάρισαν την όμορφη θωρειά τους και τη γλύκα του θυσία στης Ζωγούλας τις πεθυμιές που αναμφίβολα εκτός από τέρψη του λάρυγγά της υπήρχαν κι άλλες ανεκπλήρωτες. Κι ένα γλυκό σαν τον κουραμπιέ με τα χιλιάδες συμπιεσμένα αλευρομόρια ,πρόθυμα να διασκορπιστούν στα πέρατα της οικουμένης σα μικροτσίπ για να συλλέξουν πληροφορίες ,δε μπορεί να στέκει αδιάφορο κι άπραγο στων νοικοκυραίων τις θελήσεις !
Η Πηνελόπη για το καλό που η κόρη της μίλησε κι ακούστηκε στο σύμπαν η γλυκειά φωνή της έφτιαξε και δίπλες μελωμένες με την ευχή τώρα που η κόρη της είναι πλήρης να βρεθεί με τον καιρό κι ένα καλό παιδί να σμίξουνε τις ζωές τους. Κρυφή ευχή της ήτανε τούτη, γιατί ακόμα το κορίτσι ήταν μικρό για παντρειά , μα σε τι έβλαπτε το καλομελέτημα; Ας γινόταν στον καιρό του!
Όλα χαμογελούσαν εκείνο το βράδυ: το λαμπερό σπίτι, το καταστόλιστο δέντρο, η γαλοπούλα, τα φαγητά ,τα γλυκά, όλα ! Μα πιο πολύ απ´όλα γελούσαν οι ψυχές ολονών , σε βαθμό που οι ουράνιες μελωδίες μπέρδεψαν τους ήχους τους και προσχώρησαν στις μελωδίες των ψυχών τους, τις πήραν και τις έκαμαν τραγούδι , ευχές και στις ουράνιες κλίμακες ανεβοκατέβαιναν κάθε βράδυ στο προσκεφάλι της Ζωγούλας άγγελοι με φωτοστέφανα και τρομπέτες που εμφυσούσαν την πνοή τους για να έχει παντοτινή ευτυχία και χαρά η ζωή της.
Μέσα στ´άγρια χαράματα η καμπάνα πρόδωσε την έναρξη της Χριστουγεννιάτικης λειτουργίας. Το κρύο ήταν τσουχτερό . Τ´αστέρια στον ουρανό φωσφώριζαν τρεμοπαίζοντας το φως τους και σιγοντάρουτας στο ,, Δόξα εν Υψίστοις ,, των αγγέλων !
Σύντομα οι γιορτινές παρουσίες με τα φαναράκια στο χέρι φιδοσέρονταν στην ανηφόρα για την κεντρική εκκλησία του χωριού.
Η Ζωγούλα πιότερο απ´όλους απολάμβανε αυτή την εικόνα και η μαγεία της νυχτιάς παρέμεινε ζωγραφισμένη στην ψυχή της .Μια εικόνα πρωτόγνωρη .
Το θαύμα των Χριστουγέννων και το δικό της θαύμα , του μιλημού της το θαύμα αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έγραψαν τη δική της μοναδική, ασύλληπτη , αληθινή ιστορία !
Χριστός Γεννάται ! Αντηχεί στ´αυτιά της .....
Η αλαφράδα του κορμιού της σήμερα συνοδεύτηκε από την αλαφράδα της ψυχής της και τα χείλη της έψαλαν δοξολογώντας : ,,Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης Ειρήνη εν ανθρώπους ευδοκία,, !


Κ. ΜΠ -Κ

*******

Η πατριώτισσά μας Κατερίνα Mπαχάρη-Κουτσουνά, ορμώμενη από δημοσίευση φίλης της, με σκέψεις γύρω από τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων και της Νέας χρονιάς και η εστίασή της στο λεπτό ,ευαίσθητο και άλυτο θέμα των δεινοπαθούντων συνανθρώπων μας της έδωσε το έναυσμα να γράψει τους σημερινούς στίχους !
Άστεγα...όνειρα !

Τα λαμπιόνια του δέντρου τυφλώνουν.
Το μαζεμένο στη γωνιά, τον άστεγο μαλώνουν ,
που για παλάτι το χαρτοκούτι
και για κρεββάτι το παλιοσκούτι
έριξε απάνω του και καρτεράει
διαβάτη ένα έστω, να μη γελάει
με της κατάντιας του τη φρίκη
χρόνους, Χριστούγεννα με πανωπροίκι
του κόσμου του άπονου τη δίκη
στης καταφρόνιας την καταδίκη !
Κι αυτός στον κόσμο του και συλλογάται ,
μαζεύει όνειρα κι αναρρωτάται:
- Ποιο δίκιο μ´έβαλε σ´αυτή τη θέση;
Ποιος Θ(ε)ός μ´αντάμοιψε για να μ´αρέσει;
Το βιος μου πήρανε κακοί κι αγροίκοι
που ´φτιαξα από κουρέλια ,φθαρμένο μπρίκι.
Εγώ δεν κάλεσα την εφορεία,
ούτε ζητιάνεψα φτωχού ανδρεία,
για ν´αποδείξω πως πολεμάω
κρύο και χιόνι πως αγαπάω.
Σ´άλλη γωνιά τεμπέλης άμοιρος,
το χέρι απλώνει κι αυτός κακάμοιρος.
Σκίζει μια κούτα στο πεζοδρόμι,
τραβάει, τεντώνει και την απλώνει, γελούν οι δρόμοι!
Ξαπλώνει μπρούμυτα , βαριεστημένος,
με πλάνη όνειρου συνεπαρμένος
πως είναι πούπουλα στο ξάπλωμά του,
ζεστή αγκάλη από τη μαμά του !
Κι άλλος απέναντι ψηλά κοιτάζει,
τον ουρανό βλέπει, θαυμάζει .
-Στείλε μου ,Θε μου, ένα αστέρι,
διαμάντι κάντο ,για να μου φέρει
αγάπης πάπλωμα, ζεστό φαγάκι
και ούριο άνεμο κι ένα βαρκάκι,
να σβήσω ο δόλιος τη λιχουδιά μου μ´ένα ψαράκι !
Κι η γριά η κακόμοιρη με το παιδάκι,
που κλαίει κι οδύρεται για ένα τσαγάκι,
χωρίς γαντάκια και παπουτσάκια,
βλέπει τριγύρω της άδεια τασάκια....
-Ούτε μια γόπα για μένα, Θε μου;
Γίνανε βόλια; Κι απανωθέ μου πέφτουν, χτυπάνε,
χαλάζια, χιόνια ,μπόρες, λυσσάνε ;
Και το παιδάκι απλώνει χέρι
με την ελπίδα ο Θεός να φέρει
κάποιον καλό πλούσιο διαβάτη,
οβολό να δώσει για το σακάτη.
Θεός και πλούσιος αλλού κοιτάνε
και το παιδάκι το προσπερνάνε...
-Κάτσε στη μοίρα σου, πού ´ναι γραμμένη.
Κάποιος σαν εσένα μπορεί να περ(ι)μένει ,
λένε και τρέχουν για να προφτάσουν
βόλια που πέφτουν να τα θαυμάσουν !
Παιδάκι πέρασε, στέκει μπροστά του.
Κοιτάει, σκέφτεται, παρηγοριά του....
Κουλούρι αγόρασε, το δίνει
και φεύγει τρέχοντας διώχνει τη δίνη.....
Γιορτή πιο πέρα πέντ´έξι κάνουν.
Σκουπίδια απλώνουν, μεριάζουν, ψάγνουν.....
Εδώ μπουκίτσα, ´κει σάπιο μήλο
κι έρχετ´η Τάξη ,τους σπάει στο ξύλο...!
Σκορπιούνται, φεύγουνε κι αναστενάζουν
και μεταξύ τους όρκους μοιράζουν:
Όοταν θα γίνουμε εμείς αφέντες
και παλληκάρια και λεβέντες,
στον κόσμο ετούτο, βαρειά κατάρα,
φτωχοί που ζούνε με τη λαχτάρα,
θα πάρουνε μια μεζονέτα
χωρίς φωτιά , μόν´μια παλέτα
να ζωγραφίζουν τα όνειρά τους,
γιατί να λείψουν;....μπα !..κι η σειριά τους;
Τι θ´απογίνει η κοινωνία
με ούλους πλούσιους και με ηνία;
Φτωχοί που φέρνουνε ισορροπία
και άστεγοι που δεν πιάνουν μία...,
πολυβολούνε τη ραθυμία
δίνουν στους πλούσιους ευθυμία....!
Άστους να ζούνε κι ίσως ειπούνε:
Μια μέρα ούλοι στο ίδιο κιβούρι θε να μπούνε !
Δυο μέτρα τόπο, μα πάντα πλούσιοι, φτωχοί θα υπάρχουν
κι άστεγοι τόσοι , όσο να φτάσουν οι δόλιοι νά ´χουν
δυο μέτρα τόπο στο πεζοδρόμι και άλλα τόσα για ένα τάφο
χωρίς σεντόνι και Επιτάφιο !
Η ευχή μου είναι να έρθουν οι άνθρωποι στα λογικά τους, οι ηγέτες και οι πλούσιοι στην ενσυνειδητότητά τους, οι κοινωνίες στα μέτρα της προσφοράς τους και ο καθένας μας στον εαυτό του, ώστε κάποτε να εκλείψουν τέτοια φαινόμενα υποβάθμισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας!
Καλές γιορτές για όλους μας !




***********************