Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

28η Οκτωβρίου 1940!


Εθνική γιορτή, ημέρα μνήμης, τιμή και δόξα γι' αυτούς που θυσιάστηκαν διώχνοντας τους κατακτητές! ΑΘΑΝΑΤΟΙ!
O Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή:
«Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: "Αυτό σημαίνει πόλεμο". Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως» 
Το "Έπος του Σαράντα" είχε αρχίσει! 

Λογύδριο από την Κατερίνα Μπαχάρη Κουτσουνά

 ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ ΜΑΣ

Πού πήγαν οι ψυχές που χάθηκαν; Εκείνα τα κουφάρια στις χαράδρες; Εκείνα τα κουφάρια στα βουνά; Είχανε μέσα τους μια ψυχή αστραφτερή, αθώα και κατάσπρη... που ήθελε μονάχα να δουλεύει το χωράφι της και να τρώει γλυκό ψωμί η φαμίλια της....
Ποιος είσαι συ κατακτητή που δε σε φτάνει ο τόπος σου αχρείε, που δε σε φτάνει ο τόπος σου δειλέ και θέλεις να χορτάσεις με τις ψυχές των αλλωνών;
Λουλούδια γίνανε από το στρίμωγμα του πολέμου για αποδημητικά πουλιά της μοίρας μπέρδεμα, της άγουρης αγάπης αποκοτιά;
Δε μπορεί να χάθηκαν! Δε μπορεί μια ψυχή να χαθεί... δε μπορεί...
Εκείνο το φουρφούρισμα κι εκειό το κρώξιμο στον ουρανό κάτι θυμίζει στη μάνα που ´χασε το γιο, στην κόρη τον πατέρα, στ´αγόρι τον δικό του, στη γυναίκα τον άντρα της, στην αγάπη την αγάπη της...
Γύρνα το κεφάλι στον ουρανό και κοίτα! Εδώ είμαστε σου λένε! Εδώ! Βλέπουμε όσους αγαπάμε μα κι όσους μας έκοψαν το νήμα της ζωής κι όσους με ασέβεια αμαυρώνουν τη μνήμη μας. 
Πουλιά και πεταλούδες σαν βλέπετε στον ουρανό γυρίστε τα μάτια... είμαστε μεις οι άθαφτοι και οι κατατρεγμένοι γυμνοί κι αφρόντιστοι. Είμαστε εμείς που τα δώσαμε όλα για μια πατρίδα... που όταν μας κάλεσε τρέξαμε με χαμόγελο...τρέξαμε πότε χορτάτοι, πότε νηστικοί, πότε στεγνοί, πότε βρεγμένοι και μόνιμα ψειριασμένοι κι αλωνίσαμε τα βουνά, κι είδαμε τους αδερφούς και τα ζα μας να ψοφούν μπροστά στα μάτια μας και νιώσαμε τους ώμους μας να βαραίνουν από τη βροχή και το χιόνι, να χώνονται στη λάσπη τα πόδια μας και κολλάνε τ´άρβηλα και λυπούμασταν τα ζωντανά μας που κουβάλαγαν τα κανόνια και τα πολυβόλα και τα βοηθάγαμε σπρώχνοντας στον ανήφορο τα κοπιασμένα κορμιά τους, εμείς που κάναμε τον αέρα δύναμη και τη νηστικομάρα μάνα, που αντί να μας κόψει μας εθέριευε κι όταν η χειροβομβίδα κι η ντουφεκιά μας θέρισαν είδαμε την ψυχή μας την ίδια να γίνεται πεταλούδα και γερανός και άσπρο λούλουδο και μπαίναμε στ´αγένητα παιδιά κι είμαστε καμπόσοι ανακυκλωμένοι κοντά σας... κι άλλοι περιπλανιόμαστε στους ουρανούς ακόμα αδικαίωτοι... αγέλαστοι για το ανήκουστο και το παράλογο της αχαριστίας...
Ο βόγγος μας έγινε κεραυνός, το παράπονό μας σύννεφο κι η αγάπη μας βροχή... η ανάσα μας αγεράκι που χαϊδεύει.... η οπτασία μας όνειρο... η ιστορία μας παραμύθι...