Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΡΗΝΟΥΛΑΣ

Επιμέλεια: Κατερίνα Μπαχάρη-Κουτσουνά
Στο επαρχιακό γυμνάσιο που πήγαινε για πρώτη χρονιά η Ρηνούλα ήταν σα να ήταν "έξω από τα νερά της"! Μοναχική, αλλά όχι απρόσιτη, είχε ζωγραφισμένη στην καρδούλα της μια θλίψη που κανένας δε μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε! Λιγομίλητο παιδί αφοσιωμένο στα μαθήματά του δε θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει ακοινώνητο, όχι!
Κάθε διάλειμμα όμως έπιανε μια θέση απόμακρη και παρατηρούσε τις συμμαθήτριές της. Περισσότερες ματιές έριχνε στα πόδια της και λιγότερες στα κορίτσια. Ζήλευε!
Έβλεπε τις γαλότσες της που όσο κι αν ήσαν καλογυαλισμένες δεν έπαυαν να παγώνουν τα παιδικά πόδια της. Οι μπαρολέ κάλτσες της μάνας της, καθαρό μπαμπάκι, ήσαν λίγες για να ζεστάνουν αρκετά τη μικρή έφηβο!
Ένα παλτουδάκι σε μπλε ρουά, με το υπέροχο χρώμα του ερχόταν σε απόλυτη αρμονία με τα ροζακί μαγουλάκια της κι έκαναν τη Ρηνούλα πολύ πιο όμορφη, μόνο που εκείνη δεν το καταλάβαινε. Με τα τρυφερά ζωντανά εφηβικά της χέρια χωμένα βαθιά στις τσέπες του παλτό της έμενε ακίνητη μέσα στην παγωνιά, λες και τιμωρούσε τον εαυτό της για κάτι που δεν έφτανε, για κάτι που δεν είχε. Και το βλέμμα της καρφωμένο μόνιμα στα παπούτσια. Η Αφροδίτη ένα μαμόθρεφτο, ασέβαστο και θρασύ θηλυκό, συμμαθήτριά της, την είχε προσβάλει επιδεικτικά μια φορά δείχνοντάς τη στις φίλες της ότι φόραγε χωριάτικες κάλτσες και μάλιστα της μάνας της. Τέτοιες κάλτσες μονάχα οι μεγάλες γυναίκες φόρηγαν στα χωριά και ήταν σημάδι κατατεθέν της φτώχειας τους, έτσι το πήρε η Ρηνούλα. Ένιωσε μειονεκτικά το παιδί! Έβλεπε την Αφροδίτη, που δε την συμπάθησε ποτέ από τότε, γιατί δεν της συγχώρησε την κακοβουλία της, έβλεπε άλλα κορίτσια πλουσίων ν´ανεμίζουν ελεύθερα μέσα στα ακριβά τους φιγουράτα παλτό, με τα αστραφτερά παπούτσια τους και τις εφηβικές κάλτσες της εποχής και ενώ άλλοτε απλά τα θαύμαζε, τώρα έπιασε τον εαυτό της να ζηλεύει. Ζήλευε φρικτά κι αυτό της έφερνε μεγάλη δυσφορία, που την αντιμετώπιζε με απραξία και εσωστρέφεια.
Το Σαββατοκύριακο που πήγαινε στο χωριουδάκι της, ενώ άλλοτε ήταν μες την τρελή χαρά που θα ´βλεπε τους γονιούς της και τ´αδέρφια της, εκείνη τη φορά ήτανε τόσο σκεφτική κι απόμακρη που η μάνα της, γυναίκα του χωριού αλλά τσαχπίνα και έξυπνη την αγκάλιασε και τη ρώτησε:
-Τι έχεις τρυγόνα μου και στέκεσαι έτσι και δεν παίζεις με τα παιδιά, μήτε διαβάζεις, μήτε γελάς; Τραντάζονταν οι τοίχοι άλλες φορές από το γέλιο σου! Σε πείραξε κανείς;
Και η Ρηνούλα για απάντηση άφησε να κυλήσουν δυο δάκρυα
μαργαριτάρια που πάγωσαν στον αέρα! Η κυρά Δέσπω την κανάκεψε στην αγκαλιά της, της χάιδεψε τα μαλλιά, τα μάγουλα κι ύστερα με τα μητρικά της χέρια σήκωσε το κεφάλι της κόρης της σε θέση να την κοιτάει κατάματα.
Πες μου τώρα της λέει! Πες μου να ξαλαφρώσεις!
Ένα βαρύ αναφυλλητό ξέφυγε από τα φυλλοκάρδια του κοριτσιού και δεν μπορούσε με τίποτα να μιλήσει. Έβλεπε τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που έκαναν οι γονείς της για να έχει τα απαραίτητα και δεν ήθελε να τους φορτώσει με τις δικές της έγνοιες. Όμως δε μπορούσε και να κρυφτεί.
Γαληνεμένη κάπως λέει στην κυρά Δέσπω :
-Μητέρα με κοροϊδεύουν στο σχολείο που φοράω γαλότσες και μπαρολέ κάλτσες!
-Ετούτο ήτανε ούλο κι ούλο ,καρδούλα μου, που πίκρανε την όμορφη ψυχούλα σου; Άκου Ρηνούλα μου! Τα "τσουράπια" και "οι γαλότσες" δεν κάνουν τους ανθρώπους, τα φανταχτερά στολίδια και φόρια ούτε κι αυτά! Τους ανθρώπους τους κάνει ο χαραχτήρας τους, η καλοσύνη τους και η όρεξή τους για ζωή! Εσύ ούλα ετούτα τα έχεις ! Να είσαι περήφανη γι αυτό που είσαι! Φορείς τις δικές μου κάλτσες για να μην κρυώνεις, παιδάκι μου, γιατί αυτά μπορούμε να έχουμε τώρα. Αύριο που θα είμαστε καλύτερα θα έχεις κι εσύ αυτά που σου αρέσουν! Άλλωστε γι αυτό δε σπουδάζεις; Θα μάθεις γράμματα, θα γίνεις κάτι καλό, ό,τι ποθεί η καρδιά σου και θα φορείς ό,τι θέλεις! Και στην συμμαθήτρια δε χρειάζεται να κρατείς κακία και να πληγώνεται η καρδούλα σου! Περιφρόνα τη και διάβαζε να την ξεπεράσεις! Με τους δασκάλους σου να είσαι εντάξει, με τους καθηγητές σου μοναχά και με τα μαθήματά σου, ακούς;
Και την ξανάκανε μια σφιχτή ολόζεστη μητρική αγκαλιά!
Το κορίτσι χωρίς να εκφέρει γνώμη, έδειχνε καταλαγιασμένο. Έβρισκε σωστά τα λόγια της μάνας του κι έβαλε μεγαλύτερη επιβολή στον εαυτό του να γίνει επιμελέστερο. Αν και ήταν πολύ επιμελής η Ρηνούλα, ο στόχος και η σιγουριά που είσπραξε από τη μάνα της την ατσάλωσαν και την έκαμαν βράχο! Εκείνη ήταν η πιο ήρεμη νύχτα της ζωής της! Είδε όνειρα τρυφερά, χαρούμενα, προσγειωμένα. Είδε ένα μέλλον γεμάτο ζεστασιά κι από τότε αντί να κοιτάει τις ξεμυαλισμένες πλουσιοκόρες κοίταγε τα μαθήματά της και άλλα παιδιά, που ήσαν χειρότερα από κείνη. Τουλάχιστον εκείνη έλαμπε και δε φόραγε τίποτα σκισμένο! Ήσαν μερικά παιδιά αγόρια ορφανά από πατέρα κι επήγαιναν ακόμα και με σκισμένα ρούχα και παπούτσια στο σχολείο! Η Ρηνούλα ένιωθε τρισευτυχισμένη!
Οι γιορτές των Χριστουγέννων πλησίαζαν! Στο σχολείο είχαν έναν εξαιρετικό φιλόλογο που επιμελείτο τα θεατρικά δρώμενα και μαζί με τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν ετοιμάσει μια εξαιρετική χριστουγεννιάτικη γιορτή. Από την τάξη της Ρηνούλας διάλεξαν αυτή που είχε καθάρια και δυνατή φωνή ν´απαγγείλει το ποίημα του Κωστή Παλαμά:
"Να ´μουν του σταύλου έν´ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι την ώρα π´ άνοιγε ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι..!"
Καταχειροκροτήθηκε! Με τα φτωχικά αλλά παστρικά της ρούχα, με τις καλογυαλισμένες της γαλότσες, την ανεμιστή αλογοουρά της καθώς τα καστανοκόκκινα μακριά μαλλιά της περνοδιάβαιναν περήφανα όπως ανέβαινε τα σκαλοπατάκια για να πάρει θέση στη σκηνή, ένιωθε πολύ τρανή εκείνη την ημέρα!
Στο μεταξύ στο γραφείο των καθηγητών υπήρχε μια γλυκειά αναστάτωση. Πηγαδάκια, συζητήσεις, συγχαρητήρια στον υπεύθυνο για τη γιορτή καθηγητή, ευχές για τις επερχόμενες γιορτές.
Μια ψηλόλιγνη καθηγήτρια με καστανά μαλλιά πιασμένα κότσο αρχοντικό, συντηρητικά ρούχα σε σοβαρούς χρωματισμούς και με παρουσιαστικό λίγο ανδροπρεπές, που όμως έκρυβε μια καρδιά γιομάτη καλοσύνη, ζήτησε την άδεια να μιλήσει.
Με πρωτοβουλία είπε των μαθητών και την συνεπικουρία μου συγκεντρώθηκαν αρκετά χρήματα για βοήθεια σε μορφή δώρου εν όψει των εορτών κάποιων παιδιών που η εμφάνισή τους δηλώνει δύσκολη οικονομική κατάσταση. Αν το σχολικό ταμείο θα μπορούσε να συμπληρώσει τυχόν ελλείψεις, θα ήταν μεγάλη μου χαρά να πραγματοποιήσουμε σήμερα κιόλας αυτή μας την επιθυμία!
Μετά χαράς είπε ο λυκειάρχης και χειροκρότησε. Ακολούθησαν και οι άλλοι. Επιλέχτηκαν εθελοντικά τρεις καθηγητές και προτάθηκαν στο λυκειάρχη τα ονόματα των παιδιών. Ανάμεσά τους ήταν και η Ρηνούλα! Δεν ήξερε αν της άρεσε να βρίσκεται ανάμεσά τους από τη μια ενδόμυχα χαιρόταν, από την άλλη έξω της ήθελε να είναι αμέτοχη σ´όλο αυτό το παιχνίδι. Παρ´ όλα αυτά στο άκουσμα του ονόματός της πήρε θέση δίπλα στα άλλα παιδιά που το όνομά τους ακούστηκε νωρίτερα.
Σε λίγο ένα μικρό μπουλούκι ανηφόριζε προς τα μαγαζάκια του κέντρου της μικρής κωμόπολης. Η Ρηνούλα δεν ήξερε αν της άρεσε που βρισκόταν ανάμεσα σε αυτό το μπουλούκι. Απάνω που τα είχε βρει με τον εαυτό της και είχε συμβιβαστεί, τώρα καινούργιες αναταραχές στο είναι της δεν ήξερε αν θα τις άντεχε. Ήταν πολύ ευαίσθητη η Ρηνούλα. Ο καθάριος, ο υγιής εγωισμός της την κρατούσε αδιάφορη. Ντρεπόταν! Δεν ήθελε να τη λένε φτωχή. Δεν ένιωθε φτωχή.
Τις ταμπέλες αυτές τις κολλάνε οι άνθρωποι. Εκείνη ένιωθε πάντα καλά με τον εαυτό της κι άρχισε να μη νιώθει καλά μόνο όταν οι άνθρωποι την είπαν φτωχή. Δε χαιρόταν! Ακολουθούσε μόνο γιατί δε μπορούσε ν´αρνηθεί στην καθηγήτριά της.
Στο δρόμο πήγαιναν σαν τα πρόβατα στο μαντρί, αμίλητα όλα μπουρδουκλώνοντας τα βήματά τους από το στρίμωγμα της αμηχανίας τους. Κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά και η βρεγμένη άσφαλτος προκαλούσε για πλάτσα πλούτσα μα ποιος τολμούσε εκείνη την ώρα! Σταγόνες βροχής τινάζονταν από τις δεντρόκλαρες και τα σύρματα της ΔΕΗ καθώς καμμιά τσιχλίτσα ή κανένα σπουργιτάκι ξεμεινεμένο στου αλόγιστου την αποκοτιά έκανε παληκαρισμούς πεταρίζοντας.
Η φανταχτερή αλλαλούμ βιτρίνα φάνταζε από μακριά κι έκραζε τα φουσκωμένα πορτοφόλια σ´ένα αποθησαύρισμα γιορτινής χλιδής. Έτσι φάνταζε εκείνη την ημέρα στην Ρηνούλα. Το γαργάλισμα της ζεστής επιθυμίας με την αντίθεση του θεμιτού εγωισμού ήσαν ακόμα ασυμβίβαστα μέσα της. Να γινόταν τουλάχιστον διακριτικά σκέφτηκε! Ήταν ανάγκη να το ξέρει όλος ο κόσμος ότι της αγοράζουν δώρο επειδή είναι φτωχή;
Δεν έμπαινε πρώτη φορά στο κατάστημα αυτό η Ρηνούλα. Είχε μπει αρκετές φορές με τον πατέρα της για τα αναγκαία ενδύματα, αλλά και τις γαλότσες της από αυτό τις είχαν αγοράσει ακόμα και τις μπαρολέ κάλτσες της μάνας της, που εκείνη για να τις δώσει καινούργιες στη Ρηνούλα, έβαλε χίλια "κοπέτουλα" απάνω στις παλιές δικές της για να κυλήσει ο καιρός μπας και πούλαγαν στη λαϊκή κανά γουρουνόπουλο, κανά πουλερικό να ξελασπώσουν.
Τα παιδιά χάζευαν τρογύρω στο κατάστημα συνεπαρμένα από τα φανταχτερά χρώματα, όσο φανταχτερά και καλαίσθητα μπορούσαν να είναι σε μια επαρχιακή πόλη, που και οι έμποροι έφερναν πράγματα, που θα μπορούσαν να ξοδέψουν. Η Ρηνούλα δεν κοίταγε πουθενά! Ήταν αμήχανη και αν υπήρχε τρόπος θα ήθελε να εξαφανιστεί εκείνη τη στιγμή από εκείνον το χώρο. Ταξίδευε στο δικό της κόσμο!
-Αυτό, αυτό κ. Κώστα, είπε η κ.Νάσω η φιλεύσπλαχνη καθηγήτρια κι έδειξε ένα κουτί με ένα ζευγάρι κομψά ίσια παπούτσια που παρ´ότι δεν ήσαν ακριβώς εφηβικά, μάλλον για γυναικεία προσφέρονταν, επειδή δεν υπήρχε κάτι άλλο στο νούμερο της Ρηνούλας και η ποιότητα ήταν από τις πολύ καλές αποφάσισε πως ήταν ό,τι έπρεπε. Το μόνο που τη ρώτησε ήταν αν της έκαναν κι αν χωρούσε σωστά το πόδι της μέσα και καθόλου αν της άρεσαν ή όχι.
Κι ένα ζευγάρι ποιοτικές κάλτσες κ. Κώστα είπε η κυρία Νάσω. Ταιριαστές! Η ζεστασιά που ένιωσε ξαφνικά το κορίτσι ανέστειλε τις ντροπάδες κι άρχισε να καμαρώνει τα όμορφα κοκκινοκαφέ ολοκαίνουργια παπούτσια της.
Με φορεμένα τα δώρα τους η κομπανία επέστρεψε στο γυμνάσιο όπου περίμεναν κουβεντιάζοντας διάφορα οι εναπομείναντες καθηγητές. Στο προαύλιο περιττό να πούμε ότι γινόταν πανζουρλισμός. Η Ρηνούλα και τα άλλα παιδιά με τα καινούργια παπούτσια πού να τολμήσουν να παίξουν. Φοβούνταν μη λερώσουν τα καινούργια τους παπούτσια!
Από την αμηχανία της και τις μπλοκαρισμένες σκέψεις της δε θυμόταν αν ευχαρίστησε δεόντως την καθηγήτρια και το σχολικό ταμείο. Το ταμείο το άφησε στη δικαιοδοσία της καθηγήτριας, όμως το ευχαριστώ και διπλό και τριπλό να ήταν το όφειλε στην καθηγήτριά της, γι αυτό αποφασιστικά και θαρρετά της είπε με καθάρια φωνή:
-Ευχαριστώ πολύ κυρία, δεν είχε σημασία αν ήταν ανύπαντρη ή αφιερωμένη, κυρία τη φώναζαν όλα τα παιδιά, είπε, ευχαριστώ! Καλές γιορτές!
Και μπροστά στην ευγένεια του κοριτσιού λύγισε μια θεριακωμένη ψυχή γιομάτη αγάπη σ´ένα προσκύνημα θεϊκό προσυπογράφοντας το ιερό έργο που επιτελούσε.
Χρόνια πολλά Ρηνούλα είπε! Εσύ θα πας μπροστά παιδί μου!
Το σπίτι στο χωριό έλαμπε μα πιο πολύ έλαμπε η καρδιά της μάνας που έβλεπε μια συγκρατημένη ικανοποίηση στα μάτια της όμορφης κόρης της.
-Ρηνούλα έφερα κουμαριές γιομάτες κούμαρα!
-Ξέρω, ξέρω είπε η Ρηνούλα και φώναξε τ´αδέρφια της.
-Κι εγώ έφερα ένα δώρο μανούλα! Ένα δώρο που ήρθε στην ώρα του να χρωματίσει λίγο τη φτώχεια μας και να ζεστάνει τη ματαιοδοξία μου! Ναι, ναι, έτσι μιλούσε η Ρηνούλα, όταν ήτανε στα φόρτε της ικανοποίησής της και χαιρόταν η ψυχή της, "περί γραμμάτων" όπως έλεγε καμαρώνοντας η γιαγιά της. Φορτωνόταν με αυτοπεποίθηση και σιγουριά και σ´αυτό είχε συντελέσει σημαντικά η κυρία Νάσω η μητέρα της.
Στο ήδη συγυρισμένο σπίτι, που δε σου έδινε την εντύπωση του φτωχικού, ήτανε μεγαλόπρεπο, αλλά όλες οι οικονομίες πήγαν εκεί λίγο πριν παντρευτούν οι γονείς της, τα πράγματα όπως για τους περισσότερους μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο δεν ήρθαν τόσο ευνοϊκά και ξέμειναν από φράγκα, η Ρηνούλα πήρε μια καλογυαλισμένη στάμνα ψηλή και λυγερή σαν νιόβγαλτη κοπελούδα με δυο χαριτωμένα χερούλια και την ακούμπησε σε μια λεύτερη γωνία του σπιτιού στη σάλα. Όταν θεώρησε ότι της έδωσε τη θέση που της ταίριαζε τη γέμισε νερό ως τη μέση για να είναι στέρεη και τοποθέτησε μέσα της μερικά πλούσια κλωνάρια κουμαριάς κατάφορτα με τους ιδιαίτερους σε γεύση καρπούς που στην προκειμένη εξυπηρετούσαν τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου, σκόρπισε εδώ κι εκεί μπαμπακάκια που υποδήλωναν το χιονισμένο δέντρο, πήρε μια κάρτα με τη γέννηση που ότι την είχε φέρει ο ταχυδρόμος από τα ξένα σταλμένη και την ακούμπησε κι αυτήν. Τέλος ζωγράφισε σ´ένα χαρτόνι ένα αστέρι, το τύλιξε με κίτρινο λαμπερό νήμα που βρήκε εύκολα στο σπίτι και το κάρφωσε στην κορυφή! Καθόλου δεν ενόχλησε τ´αδέρφια της σ´αυτό, σιγά να μην τα ένοιαζε να βάλουνε την κουμαριά στη στάμνα, αφού κουμαριές βλέπανε κάθε ημέρα στα χωράφια τους που πήγαιναν κι έβοσκαν τα πρόβατάκια τους και δυο γιδούλες που προμήθευαν την οικογένεια με το ωφελιμότατο γαλατάκι και το άλλα προϊόντα. Προτιμούσαν εκείνη τη στιγμή το χορομπουλητό με τους φίλους τους στη γειτονική αυλή γι αυτό και αγνόησαν το αρχικό της κάλεσμα. Μονάχα όταν τους μοίρασε χαρτάκια και τους είπε να γράψουν από μια ευχή και να την κρεμάσουν στο δέντρο με την πεποίθηση ότι θα επραγματοποιείτο, τότε μόνο συγκινήθηκαν κι έκαμαν με χαρά χωρίς να γυρέψουν επεξηγήσεις αυτό που τους πρότεινε η αδερφή τους. Τώρα πώς θα τα έβγαζε πέρα η Ρηνούλα με τ´αδέρφια της αφού ήταν κομμάτι δύσκολο να γίνουν εκείνη τη στιγμή πραγματικότητα οι όποιες ευχές των αδελφών της, δεν το γνώριζε κανείς. Θα είχε το σκοπό της. Γιατί εμείς να θολώσουμε τις λαμπυκαρισμένες σκέψεις του κοριτσιού; Τ´ αδέρφια της ούτε που ζήλεψαν διόλου όταν είδαν τα καινούργια παπούτσια της Ρηνούλας, ούτε που κλαψούρισαν ότι ήθελαν κι εκείνα, αντίθετα τα χάϊδεψαν και το θεωρούσαν δίκαιο να έχει καινούργια παπούτσια η αδερφή τους, αφού πήγαινε στο γυμνάσιο. "Ταχιά που θα πάαιναν και του λόγου τους" όπως έλεγε η βάβω θα έπαιρναν και καλύτερα. Η γλυκειά παρηγοριά της μάνας, της βάβως, πόσο λυτρωτικά στήριζε τις αγνές ψυχούλες, τις άδολες, που είχανε μάθει να συμβιβάζονται με όλα!
Όταν η οικογένεια μαζεύτηκε για το βραδυνό φαγητό συζητήθηκε και το θέμα του δώρου!
Ας είναι καλά είπαν! Ο Θεός να της χαρίζει ό,τι επιθυμεί! Η αλήθεια όμως ήταν πως ναι μεν χαίρονταν, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελαν, να φροντίζουν δηλαδή οι άλλοι για τη χαρά των παιδιών τους τέτοιες γιορτινές μέρες. Αισθάνονταν άβολα και τα συναισθήματά τους ήσαν πνιγμένα και μπερδεμένα. Προσπάθησαν να μη φανεί αυτό στα παιδιά. Άλλωστε εκείνοι τα είχαν πολύ καλά με τον εαυτό τους. Δούλευαν σκληρά για να τα ταΐσουν, να τα σπουδάσουν, να τα μεγαλώσουν! Τι άλλο να έκαναν; Έβαζαν προτεραιότητητες και τις τηρούσαν με ευλάβεια. Πάντα η ανάγκη σε υποχρεώνει σ´αυτό!
Δόξα τω Θεώ, είπαν όλοι κι έκαμαν το σταυρό τους! Έχει ο Θεός αντιφώνησε η βάβω! Και μια γαλήνη απλώθηκε γύρω καθώς το αναμμένο τζάκι σπίθιζε ζεστασιά που αναδείκνυε τ´άρωμα του χιονισμένου κουραμπιέ και μύρισε το δωμάτιο.
Η αίσθηση της γιορτής είχε αρχίσει να χορεύει στους ρυθμούς της καρδιάς τους.
Εκείνο που ήταν μεγαλειώδες με το χτύπημα της πρώτης χριστουγεννιάτικης καμπάνας ήταν το κάτασπρο τοπίο που αντίκρυσαν ανοίγοντας την πόρτα!
"Χιόνια στο καμπαναριό ξυπνησ´ όλο το χωριό..! Το τραγούδι που τους μάθαινε από τα μικράτα τους ο παπά Γιώργης αντήχησε γλυκά στ´ αυτιά τους. Παρά το "τουρτούρισμα", από το κρύο η οικογένεια ανηφόρισε με τις κλαγγές της πίστης κράχτες και της ελπίδας την απαντοχή για καλύτερες μέρες. Με τα καλά τους! Και η Ρηνούλα με τα καινούργια της παπούτσια! Ήταν σα να φόρηγαν ούλοι καινούργια παπούτσια! Είχε άραγε τόση δύναμη η ψευδαίσθηση; Μάλλον!
Το πρώτο κερί στην εκκλησία ανάφτηκε για το νεογεννηθέντα Χριστό, το άλλο για την προνοητική και καλοσυνάτη καθηγήτρια με μια ευχή που η Ρηνούλα την κράτησε μυστική. Μονάχα εκείνη και ο Χριστός ήξεραν! Τι να είπαν άραγε οι δυο τους, ένα μωρό και μια έφηβη; Εκείνο που ακούστηκε όμως από το γλυκόλαλο στόμα της Ρηνούλας μαζί με τους ψαλτάδες και τις καμπάνες που το διαλαλούσαν ήταν το:
"Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία"!