Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

"Μοιρολόγια" Το Μοιρολόι στη Μοφκίτσα


Επιμέλεια: Μαρία Κανελλοπούλου


Το μοιρολόι κατείχε ένα σημαντικό μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς του χωριού μας τότε που αυτό είχε ζωή. Το μοιρολόι "γόος" των αρχαίων ελλήνων που συνεχίσθηκε στα Βυζαντινά χρόνια σαν "ανάκλημα" συνεχίστηκε και εντάθηκε στα χρόνια της σκλαβιάς, τότε που η ζωή του κάθε έλληνα ήταν ανείπωτη τραγωδία. Συνέχισε ως τις μέρες μας αποδεικνύοντας την άρρηκτη συνέχεια της φυλής μας, μιας φυλής Μεσογειακής που τίποτε δεν αντιμετώπιζε αθόρυβα ούτε και  αυτόν τον θάνατο. Τίποτε δεν αφήνει να περνάει απλά και αθόρυβα. Το θάνατο ακολουθούσε ο θρήνος από τα χρόνια του Ομήρου και τα χρόνια της λατρείας της Μέλαινας Δήμητρας.
  Ο λαός μας έζησε πολύ τραγικές εποχές, και μέσα στην τραγωδία του έκανε το θρήνο λυρικό τραγούδι, το μοιρολόι. Το έκανε μέρος της πολιτιστικής του κληρονομιάς. Το μοιρολόι ήταν συμπαράσταση στους πενθούντες, επικοινωνία με τους νεκρούς, ψυχική ανάγκη.
Τα μοιρολόγια ήταν λυπητερά, λυρικά τραγούδια, δημιουργήματα γυναικών που είχαν το ταλέντο να δημιουργούν από τον πόνο στίχους, παρ' όλο ότι η πορεία της ζωής τους ήταν περιορισμένη στα πλαίσια μιας κλειστής καταπιεστικής αγροτοκτηνοτροφικής κοινωνίας. Αυτά τα ποιήματα, πεζοτράγουδα και τι δεν είχαν. Είχαν μέτρο, ρυθμό, επίθετα, μεταφορές, παρομοιώσεις, διαλόγους, στοιχεία υπερβολής, κ.α.
  Η διαδικασία του μοιρολογίσματος είχε τάξη που βασιζόταν σε άγραφους κανόνες. Ξεκινούσε όταν ο ήλιος ανέτειλε και σταματούσε το ηλιοβασίλεμα. Ξεκινούσε πάντα μια ηλικιωμένη και ακολουθούσαν οι άλλες.  Ήταν δε αυτή η διαδικασία μια παράσταση απλοϊκή, αλλά πολύ σχετική με την παράσταση αρχαίας τραγωδίας. Κορυφαία του χορού η πρωτομοιρολογίστρα και μέλη του χορού οι υπόλοιπες γυναίκες.
Από τα ακούσματα που έχω από την γιαγιά Αγγελική, περίφημη πρωτομοιρολογίστρα του καιρού της ήταν η θεία της Χάιδω Κοκκώνη, η οποία διέθετε και μια καταπληκτική φωνή. Έχω δε συγκρατήσει δυο μοιρολόγια, ένα που ξεκινούσε και ένα που τελείωνε όταν σήκωναν για την εκκλησία τον νεκρό και ειπώθηκαν από τις Μοφκιτσάνες θείες μου στην θανή της αδελφής μου.
"Καλάκαμες και πέθανες και μ' άνοιξες τους πόνους
τους περσινούς, τους φετινούς, τους αλησμονημένους
Όποια δεν έχει πεθαμό, δεν κλαίει τους πεθαμένους
Όποια δεν έχει αξαφνιά, δεν κλαίει τους ξαφνιασμένους
Όποια δεν έχει σκοτωμό, δεν κλαίει τους σκοτωμένους
Όποια δεν έχει ξενιτειά, δεν κλαίει ξενιτεμένους.
Και απαντούσαν οι γυναίκες ανάλογα με τα συμβάντα της ζωής της κάθε μιας.
Εγώ έχω τον πεθαμό και κλαίω τους πεθαμένους
Εγώ έχω την αξαφνιά και κλαίω τους ξαφνιασμένους κλπ."

*****
" Ήρθε η ώρα η πικρή, του χωρισμού η ώρα
ποια έχει λόγο να μου πει και γράμμα να μου δώσει
ποια έχει ρούχα στο μποξά, στον Άδη για να στείλει
Και απαντούσαν οι γυναίκες ανάλογα τη ζωή της μία - μία.
Εγώ έχω λόγο να σου πω και γράμμα να σου δώσω
έχω και ρούχα στον μποξά στον Άδη για να στείλω
γιατί έχω τον πατέρα μου στον Άδη χρόνια δέκα ή
έχω την αδερφούλα μου και καρτερεί στον Άδη  κ.α"

*****
Η καλή μοιρολογίστρια εκτός από φωνή έπρεπε να διαθέτει το ταλέντο του αυτοσχεδιασμού "συνταιριάσματος", να είναι καλή συνταιριάχτρα έλεγε η γιαγιά μου.
Το μοιρολόι έπρεπε να περιλαμβάνει οτιδήποτε είχε σχέση με το νεκρό, συνήθειες, χαρακτηριστικά, οικογενειακή κατάσταση, ηλικία, τρόπο θανής κ.α.
Στην Μοφκίτσα τα μοιρολόγια τα έλεγαν τραγούδια. Άλλωστε λυπητερά, λυρικά τραγούδια ήταν.  Εγώ τραγούδια πολλά σας έμαθα, θέλω τα καλύτερα στην θανή μου έλεγε η σπουδαία πρωτομοιρολογίστρια Παναγιώτα χα Αντωνίου Κριτσέλη (Χριστοδουλαντώναινα) απευθυνόμενη στις νεότερες.
Ήταν αυτή που έφερε στο χωριό εκείνο το μοιρολόι που κατέπληξε όταν θρηνούσε τον πρόωρα χαμένο γαμπρό της Μήτσο Κοκκώνη.
"Τρεις αντρειωμένοι βούλονται να βγουν από τον Άδη
Ένας γυρεύει την Λαμπρή κι άλλος το καλοκαίρι
κι ο Μήτσος τ' Άγιου Δημητριού που είναι η γιορτή του
που βγαίνουν τα γλυκά κρασιά που ανοίγουν τα βαγένια
κανείς δεν τους αγροίκησε εκεί στον κάτω κόσμο
μόνο μια κόρη όμορφη, μια μικροπαντρεμένη
πάρτε και εμέ λεβέντες μου να βγούμε από τον Άδη.
Κόρη βροντάν τα ρούχα σας μας αγροικούν οι άλλοι
τα βγάνω τα παντέρημα, στον Άδη τα αφήνω…"
Το υπόλοιπο το έχω ξεχάσει.
Σαν παιδί περνούσα τα καλοκαίρια μου στη Μοφκίτσα και την αγάπησα τόσο πολύ που σε όλους λέω εγώ έχω δυο χωριά, δυο πατρίδες. Ένα Καλοκαίρι συνέβη ο θάνατος του Αλέξη Κόντου και είχα εντυπωσιαστεί από τον γρήγορο αυτοσχεδιασμό που έκαναν οι ηλικιωμένες του χωριού για τον πρόωρο χαμό του.
"Μην με σκεπάζεις ουρανέ, μην με πλακώνεις χώμα
γιατί εγώ δεν φόρεσα καπέλο με κορώνα (στρατός)
Μην με σκεπάζεις ουρανέ, μην με πλακώνεις χώμα
γιατί εγώ δεν φόρεσα στεφάνι κι αρραβώνα (γάμος)"
Σαν παιδί είχα ζήσει δίπλα στην αξιοσέβαστη γιαγιά Γαρούφω Κριτσέλη (αδελφή της γιαγιάς μου) με είχε εντυπωσιάσει ότι είχε αυτοσχεδιάσει για όλο το φάσμα της ζωής της έχοντας χάσει τον εικοσάχρονο γιό της Ανδρέα. Απομακρυνόταν, απομονωμένη μονολογούσε. ¨όταν τελείωνε ήταν ήρεμη με ένα πικρό χαμόγελο σαν να έχει επιτελέσει ένα αναγκαίο καθήκον, σαν να είχε έρθει σε επαφή με την ψυχή του παιδιού της.
Έτσι κάνουν όλες έλεγε η γιαγιά μου. Όταν είχε μπροστά της κάποιο νεκρό.
"Εκεί που πας (όνομα) κι εκεί που σεργιανίζεις
αν βρεις τις νιές χαιρέτα τες, τους νιούς κουβέντιασέ τους
Αν βρεις και τον Ανδρέα μου, πολλά φιλιά να δώσεις.
Και πώς να τον γνωρίσω εγώ τον γιόκα σου στον Άδη;
Ψηλός, λιγνός ειν' στο κορμί, μελαχρινός στα κάλλη
έχει τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σαν γαϊτάνι.
Όταν πλησίαζε κάποια μεγάλη γιορτή.
Σαν έρθουν Ανδρέα μου Λαμπρές και μεγαλογιορτάδες
εγώ για το χατίρι σου πικρά θ' αναστενάξω
για να ιδείς Ανδρέα μου πόσο πονάει η μάννα
για να τα' ακούσει ο χάροντας, να λυπηθεί τις μάνες.
Όταν συνέβαινε κάποιο ευχάριστο γεγονός:
Εμένα μου στείλανε παραγγελιά απ' τον Άδη
εκεί που γίνονται χαρές, ποτέ να μην περάσω
νάναι η καρδούλα μου βαριά, νάν' η ψυχή μου μαύρη
νάναι και τα ματάκια  βρύση που δεν στερεύει."
Είναι για μένα η γιαγιά Γαρούφω απεικόνιση της θεάς Δήμητρας της Μέλαινας (μαυροφορεμένης), μια εικόνα της μάνας Παναγιάς.
Υπήρχαν πολλές ταλαντούχες μοιρολογίστρες στο χωριό που εγώ τις αγνοώ. Η γιαγιά μου είχε αναφέρει εκείνο το πικρό συνταίριασμα της θείας της Αθηνάς Κοκκώνη για τον σκοτωμένο στην Μικρά Ασία γιό της.
"Αστροπελέκι και φωτιά να πέσει μέσα στην τουρκιά
να κάψει τις κορώνες τους να κάψει τα σπαθιά τους
να κάψει τις καρδούλες τους, όπως και τη δική μου
και για τον πονεμένο πατέρα  Κωνσταντή (άνδρα της)
Πανηγυράκι γίνεται στον Άγιο Κωνσταντίνο
κι ο Κωσταντής που γιόρταζε, καθόταν λυπημένος
φάτε και πιέτε ρε παιδιά κι έχετε και το νου σας
γιατί περνάει ο χάροντας καβάλα στο άλογό του
Μαύρος είναι, μαύρα φορεί, μαύρο και τ' αλογό του,
μαύρα είναι και τα δόντια του, που τρώει τους λεβέντες
τα παλληκάρια τα καλά και τους πολεμιστάδες."
Επίσης η γιαγιά μου είχε αναφέρει σαν εξαίρετα ταλαντούχα  μοιρολογίστρια την Γεωργίτσα Παπαδάμη που άφησε το ταλέντο της να φανεί στον πρόωρο χαμό του αδελφού της  και στην συμμετοχή της στον θρήνο του πρώτου της εξαδέλφου Αντώνη Αγραπηδά, του αγνοημένου ήρωα της Μοφκίτσας που παρασημοφορήθηκε στο Μικρασιάτικο Μέτωπο και πέρασε τα πάνδεινα αιχμάλωτος στο "Αμελέ Ταμπουρού" τάγματα εργασίας των Τούρκων και επέστρεψε με την ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Λόγω της συγγενικής μας σχέσης (αδελφός του παππού μου) έχω καταγράψει δυο αυτοσχεδιασμένα απ' αυτήν μοιρολόγια.
"Αντώνη μου που κείτεσαι, λεβέντη μου που είσαι
Αντώνη την ψυχούλα σου, ο χάρος που την βρήκε
εκεί που ειν' τα ψηλά βουνά κι οι κάμποι οι μεγάλοι
κι η πικροθάλασσα πλατιά, περάσματα δεν έχει
θ' ανοίξω δρόμους στα βουνά, στους κάμπους μονοπάτια
και για την πικροθάλασσα, καράβι θ' αρματώσω
να φέρει η μάνα σου κερί κι η αδελφές σου λάδι
κι η πρώτη ξαδερφούλα σου να φέρει το λιβάνι"

*******
"Ο χάρος εσεργιάνιζε, εκεί στα ξένα μέρη
λεβέντες εσημάδευε, καλούς κι αντρειωμένους
και στον Αντώνη έριξε, βόλι φαρμακωμένο
κι ο Αντώνης μας εφώναξε μες στ'αγγελόκρουσμά του
Πού 'σαι αδερφούλα μου καλή, μανούλα αγαπημένη
για να μου πλύντε τις πληγές να με νεκροστολίστε,
και πρωτοξαδερφούλα μου να πεις τα μοιρολόγια.
Ο Χάρος με σημάδεψε, στον Άδη με πηγαίνει.
κι πάλι ο Αντώνης εγύρεψε, μια χάρη να του κάνει.
Παρακαλώ σε χάρε μου, του κάτω κόσμου αφέντη
να στείλω μήνυμα πικρό, στη δόλια μου μανούλα
με το πουλάκι τα' ουρανού, με το χελιδονάκι.
Χελιδονάκι μου καλό και κοσμογυρισμένο
για πέρνα απ' το σπιτάκι μου και κάτσε στην αυλή μου
και πέσε στην μανούλα μου, να μην με περιμένει
να μην αλλάξει του Χριστού, στην εκκλησιά μην πάει
και την Λαμπρή ανήμερα, τραπέζι να μην στρώσει
Οι Τούρκοι με φονέψανε, εδώ στα ξένα μέρη
Τούρκε οχτρέ, Τούρκε φονιά, Τούρκε καταραμένε
πήρες τον ήλιο απ' το πρωί και τα' άστρια από τη νύχτα
φόνεψες το παιδάκι μου κι έκαψες την καρδιά μου."
Δεν ξέρω αν η αγράμματη κι απλοϊκή Μοφκιτσάνα Γιωργίτσα Κριτσέλη - Παπαδάμη είχε να ζηλέψει κάτι από το ταλέντο μιας ποιήτριας καταξιωμένης.
Έχω καταγράψει μοιρολόγια αγαπημένα και πολυτραγουδισμένα στη Μοφκίτσα στα σαρανταήμερα μνημόσυνα που η θεία μου Μαρία Αγραπηδά με την ωραία φωνή της είπε για την αδελφή μου κάνοντας όλους να κλάψουν.
"Σαν πήρα έναν ανήφορα, κι έναν ανηφοράκο
να βρω κλαράκι να σταθώ, πέτρα για ν' ακουμπίσω
ούτε πετρούλα απάντησα, ουτε κλαράκι ευρήκα
πήρα ένα έρημο στρατί, μ' εβγαλε στου Αγιωργιού την πόρτα
Γειά σας χαρά σας άνιφτοι, καλως τον τον νιμένο
πως τα περνάτε ρε πιδιά, εδώ στον κάτω κόσμο΄
δίχως φαι, διχως ψωμί, δίχως δικό κανένα
πώς να περάσουμε παιδιά, εδώ στον κάτω κόσμο
εδώ είναι τα φίδια πλεχταριά κι οχιές περιπλεγμένες
Όταν πεινάνε για ψωμί, τρώνε απ' το κορμί μας
κι όταν διψάνε για νερό, το αίμα μας βιζαίνουν
Μαύρη οχιά, κακιά οχιά, θα σε παρακαλέσω
να μη μου φας τα μάτια μου, τα θέλω για να βλέπω
Μαύρη οχιά, κακιά οχιά θα σε παρακαλέσω
να μην μου φας τα χέρια μου, θέλω να χαιρετίσω
Μαύρη οχιά, κακιά οχιά θα σε παρακαλέσω
να μην μου φας τα πόδια μου, θέλω να περπατήσω
με καρτερούν στο σπίτι μου, πίσω για να γυρίσω."

*****
"Εμένα με πήρε ο πόνος σου, με πήρε κι ο καημός σου
μωρ' αν σε πήρε ο πόνος μου, σε πήρε κι ο καημός μου
για πέρνα απ' το μνήμα μου κι απ' το νεκρόταφό μου
και σκάψε με τα νύχια σου, σαν άγρια  γερακίνα
και ρίχτ' το χώμα από τη μια, την πλάκα από την άλλη
και σήκω το μαντήλι μου, να δεις το πρόσωπό μου
κι αν είμαι όπως με ήξερες, σκύψε κι αγκάλιασέ με 
κι αν είμαι μαύρη κι άραχνη, σκύψε και σκέπασέ με
και παρ' τα χέρια σταυρωτά και την καρδιά κρατώντας
και τράβα στο σπιτάκι μας και κάτσε στη γωνιά μας
και βάλε μια ψιλή φωνή, όσο κι αν έχεις βάλε
ναρθούν ματάκια θλιβερά, ναρθούν καρδιές καμένες
άλλη  να κλαίει τον άνδρα της κι άλλη την αδερφή της
και εσύ να κλαις εμένανε, που πια δεν ξαναβλέπεις."

*****
"Στο παραθύρι να μην βγεις, στην πόρτα να μην κάτσεις
και παραπέρα στην αυλή, να βγεις να κουβεντιάσεις
το παραθύρι έχει δροσιά κι η πόρτα έχει κουβέντα
και παραπέρα η αυλή διασκέδαση μεγάλη
Αλησμονάς και χαίρεσαι και χαίρεται η καρδιά σου
δεν πρέπει πια να χαίρεσαι, μηδέ να κουβεντιάζεις
μον' πρέπει εσύ να κάθεσαι, σε έρμο στευροδρόμι
κι εκεί να κλαις τα ντέρτια σου, να κλαις και τους καημούς σου
για να τα' ακούσει η μαύρη γη, λουλούδια να μη βγάλει
για να τα' ακούσουν τα κλαριά, ποτά να μην ανθίσουν."

*****
"Για πεσ μου πότε θε να ρθεις και πότε θα γυρίσεις
να έχω η δόλια απαντοχή, να έχω η έρμη ελπίδα
για να στρώσω κόκκινα, να στρώσω βελουδένια.
Μωρή τι στρώνεις κόκκινα, τι στρώνεις βελουδένια
Μωρ' μαύρη ποιος σε γέλασε και ποιος σε κοροϊδεύει;
Εδώ που μπήκα εγώ, πίσω δεν ξαναβγαίνω
εγώ στα έμπα βρήκα ανοιχτά, στα έβγα ηύρα κλεισμένα
Με κλειδωνιές Βενετικές, με αμπάρες σιδερένιες
εδώ το λένε μαύρη γη, το λένε στο μηγύρι
Εδώ ειν' τα μνήματα, δασιά κεφάλι με κεφάλι"

*****
"Ο χάρος εβουλήθηκε να φτιέξει περιβόλι
βάζει τις νιές για λεμονιές, τους νιους  για κυπαρίσσια
τα μικρομέγαλα παιδιά, μόσχους και καρυοφύλλια
και τους καλούς τους γέροντες, φραγή στο περιβόλι.
Αχ να μπόραγα να άνοιγα, πόρτα στο περιβόλι
να κόψω κλάρες λεμονιάς, κλαριά από κυπαρίσσια
και να γεμίσω την ποδιά, μόσχους και καρυοφύλλια
να ακουμπήσω στην φραγή, λίγο να ξαποστάσω
να βρω τον πατερούλη μου, κουβέντα να του πιάσω
να βρω και τη μανούλα μου, ορμήνιες να γυρέψω."

*****
Είναι πάρα πολλά τα μοιρολόγια του χωριού, επειδή δεν έχω καταγράψει πολλά, αν συμπληρώσουν άλλοι που έχουν βιώματα  και μνήμες από το χωριό, πιο πολλές από εμένα, γιατί εγώ μπορώ να μπερδέψω μερικά.
Πολύ πονεμένα ήταν και τα μοιρολόγια αυτών που πέθαναν στην ξενιτειά. Η οικογένεια του παππού μου είχε τέτοια απώλεια, όταν πέθανε ο αδερφός του Θεόδωρος στην Αμερική. Ο παππούς μου είχε πει μερικά που έλεγε η πονεμένη μητέρα του και προγιαγιά μου.
"Ανάθεμά σε ξενιτειά, όσα καλά κι αν έχεις
κι αν έχεις πύργους γυάλινους, πύργους μαλαματένιους
Εγώ είδα , εγώ άκουσα, τους ξένους πως τους θάβαν
δίχως λιβάνι και κερί, δίχως παπά και ψάλτη
αλλάργα από τις εκκλησιές, αλλάργα από τους άγιους
και πάνε και τους θάβουνε, σε έρημα χωράφια"

*****
"Ξένος εψυχοράγαγε, σε ξένο παραγώνι
τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανένα δεν γνωρίζει
μαϊδ' αδερφό, μαϊδ' αδερφή, ούτε τη δόλια μάνα
να είχα μανούλας γόνατα και αδερφής αγκάλη
να είχα νερό απ' τον τόπο μου και μήλο απ' τη μηλιά μου."

*****
"Παιδάκι μου πώς να το ειπώ, το μαύρο μοιρολόι
ξένοι σου φέραν το νερό, ξένοι σε σιγυράγαν
ξένοι σου στρώναν τα σκουτιά, τα γιατρικά σου δίναν
ξένοι τα χέρια σταύρωσαν και κλείσανε τα μάτια
ξένοι σε εδίακαν στην εκκλησιά, στον έρημο τον τάφο
κι από τον πόνο τον πολύ, της ξενητειάς τη λύπη
βαλαντωμένος έπεσες, στο έρμο σου το μνήμα."
*****
"Εγώ επήγα στην ξενιτειά, να κάτσω δέκα μήνες
κι η ξενιτειά με γέλασε κι έκαμα δέκα χρόνους
παρακαλώ σε ξένη γη, να μη με αρρωστήσεις
γιατί η αρρώστια θέλει
 θέλει μανούλας αγκαλιά και αδερφής  φροντίδα
Κι η πρώτη μου ξαδέρφισσα, να κάθεται κοντά μου
Όσο 'χει ο ξένος την υγειά, όλοι τον αγαπάνε
μα 'ρθε καιρός κι αρρώστησε ο ξένος να πεθάνει
κι ο ξένος αναστέναξε κι η γη αναταράχτη."

*****
Πριν μερικά χρόνια συγκινήθηκα από την θεια Μαλλιώ της Μοφκίτσας, που όταν αντίκρυσε νεκρή την αδελφή της την Πηνειώ είπε:
Ήρθα αδερφούλα να σε τραγουδήσω, για να μην μου κατέβεις παραπονεμένη. Πήρα εδώ το σημειωματάριό μου και έγραψα εκείνο το πικρό αυτοσχεδιασμό που έκανε για τον αδελφό τους, το πιο τραγικό συμβάν της ζωής της.
"Στο δρόμο που θα πορευτείς, φαντάρο θ' απαντήσεις
για πάρε ρούχα καθαρά, ν' αλλάξει τα παλιά του
πάρε κρασί και βάλσαμο, να πλύνει τις πληγές του
πάρε κλωνί βασιλικού, για χαιρετίσματά μου."
Αντίο θεια Μαλλιώ, ήσουν από τις τελευταίες. Αντίο στη γενιά της Μοφκίτσας που πήρε μαζί της τους πολιτιστικούς θυσαυρούς, που εμείς, αγνοήσαμε, περιφρονήσαμε, χλευάσαμε. Αν κάποιος γνώστης της λογοτεχνίας το ψάξει , όλα αυτά θα τα εντάξει και θα τους κατονομάσει Λογοτεχνικούς Θησαυρούς.
  Η περιοχή μας ήταν πλούσια σ' αυτόν τον τομέα. Μοιρολόγια έχουν καταγραφεί από πανεπιστημιακούς όπως ο  κ.Ν. Βέης.